Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε, πού ή πώς είδα τo "Love, Actually" - μάλλον στα Village, μάλλον ήμασταν τέσσερις, εμείς κι ένα φιλικό ζευγάρι, μάλλον την δεύτερη ή τρίτη εβδομάδα προβολής - θυμάμαι όμως ότι πήγα ελαφρώς προκατειλημμένος αρνητικά και ότι, ενώ τελικά η ταινία μου άρεσε, σε καμία περίπτωση δεν βγήκα από την αίθουσα πιστεύοντας ότι είδα κάτι κλασικό - πολύ περισσότερο δε, ότι μερικά χρόνια μετά, θα αποτελούσε μέρος της εθιμοτυπικής προβολής ταινιών με φόντο τα λαμπιόνια του δέντρου, μαζί με ταινίες όπως το "Charlie Brown Christmas", το "Μια υπέροχη ζωή", το "Όταν ο Χάρι Γνώρισε την Σάλι", το "Radio Days", το "Singing in the Rain" κ.ο.κ. Αυτό συνέβη σιγά σιγά και μάλλον ύπουλα. Και τώρα, δέκα χρόνια μετά, αποτελεί μέρος του χριστουγεννιάτικου κινηματογραφικού κανόνα. Η ταινία προβλήθηκε στις ελληνικές αίθουσες με τον τίτλο "Αγάπη είναι…" Ο τίτλος ήταν ελαφρώς παραπλανητικός. Μια ακριβέστερη απόδοση θα ήταν "Η αγάπη στην πραγματικότητα", κάτι που θα ήταν ακόμη πιο παραπλανητικό. Υπάρχει ελάχιστη πραγματικότητα σ' αυτήν την ταινία - κι ακριβώς αυτό είναι που την κάνει χριστουγεννιάτικη ταινία. Γιατί τα Χριστούγεννα είναι ακριβώς η εποχή του χρόνου που επιτρέπει κανείς στον εαυτό του να ρίξει τις αντιστάσεις του και να πιστέψει στα παραμύθια - κυρίως σ' αυτά για την αγάπη "στην πραγματικότητα".
Η βασική μομφή ενάντια στην ταινία, είναι ότι πρόκειται για μια χαρακτηριστική, εξώφθαλμη περίπτωση "συναισθηματικής πορνογραφίας". Από τον αρχικό μονόλογο στην αίθουσα υποδοχής του Χίθροου, με την φωνή του Χιου Γκραντ να θυμάται ότι "όταν τα αεροπλάνα χτύπησαν τους Δίδυμους Πύργους, κανένα από τα τηλέφωνα των επιβατών δεν ήταν μηνύματα μίσους ή εκδίκησης - ήταν όλα μηνύματα αγάπης", μέχρι την εμφάνισή του στην τελική σκηνή στο ίδιο αεροδρόμιο, στον ρόλο του Βρετανού πρωθυπουργού - μια τονιμπλερική φαντασίωση - που ερωτεύεται ένα λαϊκό κορίτσι, όλη η ταινία γαργαλά τους δακρυγόνους αδένες. Και δεν το κρύβει. To "Love, Actually" φώναζε από την αφίσα ότι πρόκειται για την εφαρμογή μιας συνταγής: παίρνεις μια dream team βρετανικού σινεμά (ναι, η Λόρα Λίνεϊ είναι Αμερικανίδα, αλλά δεν έχει σημασία: από την Έμα Τόμσον μέχρι τον Χιου Γκραντ, μέσω Λίαμ Νίσον, Κόλιν Φερθ, κ.ο.κ. όλοι επισκιάζονται από τον Μπιλ Νάι, ό,τι ρόλο κι αν κάνει), προσθέτεις λαμπιόνια και δέντρα, μια δόση κοσμοπολιτισμού, πυκνογραμμένους διαλόγους, εναλλαγές του δράματος με την κωμωδία, αναφορές στην ποπ κουλτούρα (η σχέση του Κέρτις με την ποπ αξίζει από μόνη της ανάλυσης), γενναίες δόσεις κομψού, καλόκαρδου χιούμορ και πασπαλίζεις πάνω σε μια σειρά από παράλληλες πλοκές που καταγράφουν διαφορετικές εκφάνσεις του έρωτα. Βοηθά κι ένα soundtrack που περιλαμβάνει μια παρωδία ενός άψογου τραγουδιού, το "μάλλον-καλύτερο-ποπ-τραγούδι-όλων-των-εποχών" σε ρόλο κλειδί (για το All you need is love των Beatles ο λόγος), λίγη Τζόνι Μίτσελ και ναι, Bay City Rollers. Ο Ρίτσαρντ Κέρτις ακολούθησε την συνταγή κατά γράμμα. Βλέποντας την ταινία, είναι σαν να τον βλέπεις να προσθέτει υλικά και να ανακατεύει. Αλλά - και γι' αυτό υπάρχουν οι συνταγές - το πιάτο του βγήκε. Αυτό όμως είναι το θέμα με την πορνογραφία. Το ότι πολλές φορές καταφέρνει να παραμερίσει την λογική του θεατή και να απευθυνθεί κατευθείαν στο ένστικτο, με τελικό σκοπό τον οργασμό - εν προκειμένω, τον συναισθηματικό.
(Μέρος αυτού του κειμένου δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, την Κυριακή 22/12)