30 Ιουν 2011

Ποιος θυμάται το Studio Line της L' Oreal;


Το 1986 πήγαινα στην Ε’ Δημοτικού. Το σχολείο μου είχε κλείσει την θρυλική “Αυτοκίνηση” για το αποκριάτικο πάρτυ του (μην τρομάζετε, εκείνα τα χρόνια τέτοιοι χώροι παραχωρούνταν και για μεσημβρινά events) και ως εξέχον στέλεχος της “ψαγμένης” ελίτ του (ήμουν απ’ αυτούς που φιλιόμουν με κορίτσια στα σκοτεινά των πάρτυ και που ήξερα να -κάνω ότι- χορεύω φιγούρες μπρέικ ντανς στα φωτεινά) σκέφτηκα ότι το πρέπον θα ήταν να ντυθώ “πανκ”. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα τι ακριβώς σημαίνει πανκ και ότι με τον όρο εννοούσα το στυλ των Duran Duran (και των φαν τους) που ήταν και η αγαπημένη μου μπάντα εκείνα τα χρόνια. Βασικά, εννοούσα τα μαλλιά που τεντώνονταν με έπαρση προς τα πάνω. Και ο καλλίτερος τρόπος για να το πετύχω ήταν το Studio Line.

Άθελά μου, την ώρα που άπλωνα με τις άκρες των δακτύλων μου το τζελ της L’ Oreal στο πυκνό (τότε) μαλλί μου, βουτούσα και το μυαλό μου για πάντα στο σύμπαν του Πιτ Μοντριάν και του κινήματος DeStijl. Ένα τέταρτο του αιώνα μετά, ένα βροχερό μεσημέρι στο Μόναχο, βρέθηκα να χαζεύω με ανοικτό το στόμα μερικούς από τους πιο εμβληματικούς πίνακες του καλλιτέχνη που είχε σημαδέψει όσο λίγοι την σχέση μου με τον πολιτισμό…

To ’86 είχα μείνει αποσβολωμένος από το design στις συσκευασίες του Studio Line. Το θεωρούσα πολύ μοντέρνο, πολύ πρωτοποριακό -ήταν και το υπόλοιπο “πακέτο” βέβαια, το στυλ ζωής που συνόδευε το προϊόν, η ποπ μουσική, οι βάτες, οι γκόμενες στα βίντεο κλιπ των Duran Duran, όλα αυτά… Δεν ήξερα ποιος ήταν ο Μοντριάν και τι καινά δαιμόνια είχε σπείρει κάποτε στο σύμπαν της τέχνης, αλλά ένιωθα ότι αυτές οι αδρές μαύρες γραμμές με το κίτρινο, το κόκκινο, το μπλε χρώμα ανάμεσά τους ήταν ένα αριστούργημα. Άρχισα να ζωγραφίζω παρόμοια σχήματα στα λευκώματα των συμμαθητριών μου (όπου υπέγραφα ως “Maverick” -είχαμε και το “Top Gun” τότε…).

Πέρασαν πολλά χρόνια για να συνειδητοποιήσω πόσο αλήθεια ήταν αυτό που μού έλεγε κάποτε ένα άγνωστό μου ένστικτο. Ο Πιτ Μοντριάν και τα υπόλοιπα στελέχη του εικαστικού περιοδικού DeStijl δεν ήταν τίποτε παράξενοι τύποι, που να μπορούσαν να δημιουργήσουν ντόρο γύρω από τ’ όνομά τους ασχέτως της καλλιτεχνικής τους αξίας, δεν ήταν Πικασό, Γκογκέν ή Νταλί. Έδρασαν για μιάμιση, δύο δεκαετίες όλες κι όλες, όμως -με την εξαίρεση του Bauhaus- έχουν επηρεάσει την καθημερινότητά μας όσο κανένα άλλο καλλιτεχνικό κίνημα του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα δεν το κατάφερε.

Ο Μοντριάν και πολλοί καλλιτέχνες εκείνης της εποχής, εμπνευσμένοι από την “θεοσοφία” (ένα έντονα πνευματικό φιλοσοφικό κίνημα των τελών του 19ου αιώνα), προσπάθησαν να χαράξουν με απλές έννοιες και απλοποιημένες εικόνες μια νέα προσέγγιση για το τι είναι ο άνθρωπος. Ο Μοντριάν απλοποιούσε την τέχνη του χρόνο με το χρόνο, ώσπου να φτάσει τελικά στο μανιφέστο του που μιλούσε για μαύρες, κάθετες και οριζόντιες γραμμές επάνω σε λευκό φόντο, και τα τρία βασικά χρώματα να γεμίζουν μερικές φορές τα ορθογώνια που δημιουργούνταν. Ήταν η δική του προσέγγιση στη φύση, έντονα συνδεδεμένη με τη επιστήμη: Καθημερινά μοτίβα, όσο πιο απλοποιημένα ή γενικευμένα γίνονταν, ιδωμένα από μια αποστασιοποιημένη οπτική. Το έργο του, μαζί μ’ εκείνο των υπολοίπων στελεχών του περιοδικού DeStijl στο οποίο κατέθεταν τους προβληματισμούς τους, άλλαξε συνθέμελα το πώς αντιμετωπιζόταν ως εκείνη τη στιγμή οι φόρμες, το χρώμα και γενικότερα η τέχνη. Και άνοιξε δρόμους σε καλλιτέχνες, ζωγράφους, σχεδιαστές, αρχιτέκτονες που ακολούθησαν να πειραματισθούν με νέα μοτίβα και να ανοίξουν νέους δρόμους στην τέχνη. Το κίνημά τους δεν ήταν ποπ, αλλά όταν η ποπ κατέκτησε τον κόσμο, βρήκε στο DeStijl δεκάδες στοιχεία που τη συγκινούσαν. Ένα παρακλάδι της ποπ ήταν και αυτό που λέγαμε “ποπ” στα ’80s, με τη μουσική, το ντύσιμο και τα προϊόντα για τα μαλλιά της. Και φυσικά και την “Αυτοκίνηση”…

(Η έκθεση “Mondrian & DeStijl” συνεχίζεται στην Kunstbau Lenbachaus του Μονάχου μέχρι τις 15 Αυγούστου.)




(Το κείμενο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο Blog "Gentlemen's Guide", αλλά μετά κατάλαβα ότι πιο πολύ ταιριάζει σ' ετούτο εδώ.)

29 Ιουν 2011

WTF?

(H φωτογραφία είναι του Πέτρου Γιαννακούρη, για το Associated Press)

Απλές σκέψεις ενός αδαούς μπροστά στην χρεοκοπία της χώρας του


Ξεκίνησα να γράφω αυτό το κείμενο λίγο πριν την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου, το μεσημέρι της 29 Ιουνίου. Και ξεκίνησα να το γράφω έχοντας προεξοφλήσει ότι τα νέα μέτρα θα περάσουν. Είναι μέτρα που θα μού κοστίσουν αρκετά χρήματα φέτος κι ακόμη περισσότερα του χρόνου. Χρήματα που δεν μού περισσεύουν, αφού εδώ και ένα χρόνο εργάζομαι για περίπου 40% λιγότερα απ’ ότι «όταν οι καιροί ήταν καλοί», καθώς ο κλάδος μου είναι πια «είδος πολυτέλειας» για την ελληνική πραγματικότητα και ως εκ τούτου οι επιχειρηματίες του προτιμούν να κρατούν σχέσεις ορισμένης σύμβασης («μπλοκάκια») με τους εργαζόμενούς τους, παρά να τούς διατηρούν στο μισθολόγιό τους. Προσθέστε στα παραπάνω την εύλογη αβεβαιότητα που σού προκαλεί το «καθεστώς μπλοκακίου» (και όντως, για περίπου μισό χρόνο βρέθηκα στη δεινή σχέση να βγάζω τα προς το ζην κυνηγώντας συνεργασίες από εδώ κι από εκεί, χωρίς να έχω το προνόμιο κάποιας «πιο μόνιμης») και θα δείτε ότι δεν έχω κανένα λόγο να υποστηρίζω το «Μνημόνιο ΙΙ».

Διαβάζοντας επίσης κάποια σημεία του εφαρμοστικού νόμου και, βεβαίως, ενημερωνόμενος συνεχώς για το ζήτημα, έχω σχηματίσει κι εγώ τη γνώμη ότι το Μεσοπρόθεσμο δεν είναι η καλλίτερη δυνατή λύση για τη χώρα. Ωστόσο, την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, εύχομαι να περάσει. Πολύ απλά, γιατί οι υπόλοιπες λύσεις που ακούγονται –που είναι έτσι κι αλλιώς λίγες- μού φαίνονται ακόμη πιο επικίνδυνες.

Το κόστος των νέων μέτρων
Αλλά πάμε από την αρχή. Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τον εαυτούλη μου (αφού σ’ αυτήν την χώρα κοβόμαστε πρώτα για την πάρτη μας κι όταν «καθαρίσουμε», πιάνουμε μετά και το συλλογικό καλό...), είναι η πρώτη φορά που το κράτος μου κόβει όντως χρήματα, παρότι βρισκόμαστε σε κρίση πάνω από δύο χρόνια και παρότι έχει περάσει ένα ολόκληρο έτος από την πρώτη μας καταφυγή στο δάνειο της Τρόικας.

Προσοχή: Μιλάω για τις άμεσες συνέπειες. Γιατί εμμέσως, έχω ήδη πληγεί μία φορά όταν ο πρώην εργοδότης μου αποφάσισε να με βγάλει από το μισθολόγιο για να με περάσει σε καθεστώς «μπλοκακίου» και δεύτερη φορά όταν διακόψαμε πια και τη μόνιμη σχέση συνεργασίας μας για μια πιο «χαλαρή». Υποθέτω ότι δεν γίνονταν όλα αυτά αν το κράτος δεν πίεζε τόσο πολύ τον ιδιωτικό τομέα, αλλά δεν το μετράω στο κακό που μού έχει κάνει η κυβέρνηση ως τώρα. Για έναν πολύ απλό λόγο: Αν ήμουν τόσο φοβερός και καταπληκτικός σε αυτό που κάνω, κανένας εργοδότης δεν θα με έστελνε σε μπλοκάκι –ή, ακόμη περισσότερο- θα μπορούσα να είμαι φοβερός και καταπληκτικός και σε άλλους κλάδους και αρκετά ευέλικτος ώστε να έχω αποχωρήσει την κατάλληλη στιγμή από κάποιον που περνάει δύσκολες ώρες.

Τα χρήματα, λοιπόν, που καλούμαι να πληρώσω, ως «έκτακτη εισφορά» και ως «τέλος επιτηδεύματος» (άλλη μια πούτσα που τρώνε όσοι ζουν από το «μπλοκάκι» τους) είναι το πρώτο σημαντικό ποσό που μού ζητάει το κράτος για να βγει η χώρα από την κρίση. Πείτε με μαλάκα, αλλά εγώ θα το δώσω με όλη μου την καρδιά. Γιατί συνειδητοποιώ ότι βρισκόμαστε στο χείλος του γκρεμού και ότι κάπως πρέπει να βοηθήσω κι εγώ. Δεν αμφισβητώ όσους λένε ότι τα μέτρα είναι άδικα και ότι κάποιοι άλλοι θα μπορούσουν επίσης να βοηθήσουν, αλλά δεν βοηθούν, λέω απλά τι κάνω εγώ: Εγώ θα βοηθήσω. Μού φαίνεται, δηλαδή, και κομμάτι γελοίο το ότι με τη χώρα βαθιά μέσα στην κρίση, το 2010, έλαβα και πάλι επιστροφή φόρου για φέτος, παρότι απέχω αρκετά απ’ το να βρίσκομαι στα όρια του αφορολόγητου.

Η εναλλακτική του να μην τα πληρώσω
Θα μπορούσα, φυσικά, να κάνω το παν για να μην τα πληρώσω. Στην περίπτωσή μου, επειδή δεν γίνεται να φοροδιαφύγω, θα μπορούσα να κατεβώ είτε ως «αγανακτισμένος», είτε ως «μαχόμενη αριστερά» στους δρόμους και να προσπαθήσω να πείσω τους βουλευτές να «το πάρουν αλλιώς». Δεν το κάνω. Είμαι αγανακτισμένος μαζί τους, αλλά είμαι από αυτούς τους αγανακτισμένους που θέλουν ν’ αλλάξουν τα πράγματα στην Ελλάδα. Όχι από τους άλλους, που λένε «πάρτε το Μνημόνιο και φύγετε από ‘δω», λες και αν φύγουν οι 300 και το Μνημόνιο της Τρόικας, αύριο θα ξυπνήσουν στην ίδια Ελλάδα που ζούσαν πριν 2 χρόνια, στους φραπέδες δίπλα στην παραλία στις 2 το μεσημέρι των εργάσιμων ημερών και στους πολέμους με τα καλαθάκια των λουλουδιών στα μπουζούκια.

Επίσης, δεν πιστεύω στην εναλλακτική που προτείνει η Αριστερά. Συμφωνώ ότι μέχρις ενός σημείου το χρέος μας είναι ανήθικο, αλλά υπολογίζω αυτό το σημείο κάπου στο 10% των οφειλών μας. Καταλαβαίνω την ανάγκη της να ξεσπάσουν και για το υπόλοιπο ποσό, που είναι χρήματα που δανειζόμασταν για να πληρώνουμε πράγματα που ποτέ δεν ενέκρινε (π.χ. τους Ολυμπιακούς Αγώνες), αλλά τρέμω μπροστά στην ιδέα της πτώχευσης, της αποχώρησης από το ευρώ και της «κουβανικής» Ελλάδας που οραματίζεται. Ξέρω ότι το όραμά της είναι πολύ πιο φιλόδοξο και μιλάει για κατάρρευση του καπιταλισμού και εκτός Ελλάδας. Φαντασιώνται, δηλαδή, ότι το ντόμινο που θα ξεκινήσουμε θα είναι τόσο δυνατό που θα επιφέρει μια πραγματική επανάσταση. Αλλά πιστεύω ότι θα πέσει μόνο ένα πούλι. Η Ελλάδα. Ναι, ο καπιταλισμός έχει μερικά σοβαρά προβλήματα, αλλά το δικό μας πρόβλημα, σύντροφοι, δεν είναι ο καπιταλισμός.



Η ελπίδα
Λέω, λοιπόν, «ναι» στο Μεσοπρόθεσμο, όχι επειδή είναι καλή λύση, αλλά επειδή είναι η μόνη λύση. Λέω «ναι», για να εκταμιεύσουμε τις δόσεις του δανείου με το χαμηλό επιτόκιο που θα μας επιτρέψουν ν’ αποπληρώσουμε εκείνες με το υψηλό και για να πάρουμε κι ένα νέο δάνειο στη συνέχεια, για να συνεχίσουμε να καλύπτουμε τις οφειλές μας –γιατί έτσι λειτουργεί το σύστημα και είναι ένα σύστημα που σε γαμάει όταν θες να το κοροϊδέψεις, αλλά σε επιβραβεύει όταν στρώσεις τον κώλο σου και δουλέψεις και το χρησιμοποιήσεις υπέρ σου. Λέω «ναι» στις θυσίες, όσο ακόμη ελπίζω πως αυτές θα αποδώσουν.

Αλλά οι ελπίδες μου έχουν πια μειωθεί πολύ. Στην ουσία μού έχει μείνει μόλις μιάμιση: Ότι οι θυσίες αυτές, που όντως πλέον είναι μεγάλες και που όντως είναι αρκετά άδικες σε πολλούς τομείς, θα αποτελέσουν ένα ισχυρό σοκ και στην κοινωνία μας και στους πολιτικούς μας. Δεν φτάνει μόνο να προπηλακίζονται οι δεύτεροι, ούτε φτάνει που στην επόμενη Βουλή θα μπουν τόσα κόμματα όσα δεν έμπαιναν ούτε την δεκαετία του ’30. Το να αντικατασταθούν οι παρόντες λαϊκιστές άχρηστοι ή εγκληματίες 300 με άλλους παρόμοιους, δεν έχει κανένα νόημα. Το να πάψει να είναι αγανακτισμένος κάποιος επειδή θα τον βολέψει ο κάθε Αθανασιάδης στην κάθε ΔΕΗ, δεν έχει κανένα νόημα. Η ρήξη πρέπει να έλθει στο δικό μας σάπιο σύστημα (αυτό που είναι το πραγματικό πρόβλημα και όχι ο καπιταλισμός και οι τράπεζές του):

Το σύστημα της σκέψης μας. Της απέχθειάς μας απέναντι σε κάθε εργασία, της αγάπης μας για την καλοπέραση υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, της ευκολίας μας στην γκρίνια και στην απαίτηση, και –φυσικά- της τάσης μας στο «βόλεμα», στην πλάγια μέθοδο και στο «κανόνισμα» κάτω απ ‘το τραπέζι. Για πάρτη μας. Πάντα για πάρτη μας, αρκεί να μη βλέπουν οι άλλοι. Το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτού του συστήματος, το χειρότερο κακό για τον τόπο, είναι το γιγαντιαίο Δημόσιο και η μονιμότητα των υπαλλήλων του.

Ελπίζω ότι το σοκ μας από το ξύλο που πρέπει να φάμε για να μην πτωχεύσουμε (ή, έστω, μια επιβολή από τις «Ξένες Δυνάμεις» -ειλικρινά δεν με πειράζει να μας μανατζάρουν οι Γερμανοί. Δεν έχω κανένα κόλλημα με τον παμμέγιστο Περικλή ή τον τεράστιο Μεγαλέξανδρο, όλοι αυτοί έχουν πεθάνει πριν χιλιετίες, μαζί με μια άλλη Ελλάδα) θα φέρει επιτέλους την κοινή λογική και την άρση της μονιμότητας στο Δημόσιο, παράλληλα με το κλείσιμο υπηρεσιών και απολύσεις των υπαλλήλων τους. Όλα αυτά, φυσικά, μαζί με κίνητρα στον ιδιωτικό τομέα, για την απορρόφηση εργαζομένων (ορίστε πού μπορούν να δοθούν πραγματικά φορολογικά κίνητρα) και για την ενίσχυση της ανάπτυξης.

Δεν θέλω να χάσουν οι άνθρωποι τις δουλειές τους επειδή τούς ζηλεύω. Θέλω να τις χάσουν, μπας και ξεκουνηθούν. Μπας και ξεβολευτούν. Γιατί μόνο έτσι θα γίνουν δημιουργικοί, θα σκεφθούν ιδέες, θα αποκτήσουν οράματα, φιλοδοξίες, όρεξη για ζωή. Και θ’ αποδείξουν αν όλα αυτά τα περίφημα για την «ελληνική μαγκιά» είναι αλήθεια ή πομφόλυγες που εξαπολύονται στα εύκολα. Όταν ξαναμπεί μπροστά η μηχανή του λαού, όταν ο καθένας προσωπικά δίνει ό,τι περισσότερο μπορεί για να συμβάλλει στην ανάπτυξη (μια έννοια τόσο εύκολη να τη λες, αλλά τόσο δύσκολη να επιτευχθεί –αν ξυνόμαστε στα ακριβά μας γραφεία π.χ. δεν αναπτυσσόμαστε ιδιαίτερα...), τότε θα έχουμε κάθε δικαίωμα να λέμε την εθνικότητά μας και να περηφανευόμαστε. Μέχρι τότε, θα παραμένουμε ένα σιχαμένο πλήθος αγροίκων που θα τα φορτώνουμε όλα στους πολιτικούς μας, λες και δεν τους ψηφίζουμε εμείς.

28 Ιουν 2011

Πάμε λοιπόν και στο "Δέντρο της Ζωής"

(Προσοχή! Μην διαβάσεις ετούτο το post αν δεν περάσεις πρώτα από την ενότητα "Πριν από το Δέντρο της Ζωής". Δεν είναι μεγάλη. Τέσσερις αναρτήσεις μόνο: #1, #2, #3, #4)

Έψαξε επί τέσσερις ταινίες να βρει τη χαμένη Εδέμ. Τού έγινε εμμονή. Πειραματίσθηκε με τα όρια της αθωότητας, αναρωτήθηκε πού σταματάει η φύση και που αρχίζει η αλλοίωσή της, περιέγραψε με τις πιο μαγευτικές εικόνες συναισθήματα που μας έχουν όλους καταπλήξει κάποια στιγμή, όπως τα νιώσαμε να φουσκώνουν την ψυχή μας. Κι όταν πια κατάφερε να τρυπώσει στον Παράδεισο και να διαπιστώσει ότι δεν ήταν και τόσο... παραδεισένιος όσο τον περιέγραφαν τα βιβλία των Θρησκευτικών, αντί να αποφασίσει να κάτσει σ' ένα μαρμαρένιο παγκάκι και να ξαποστάσει, ή να κλείσει την πόρτα πίσω του και να επιστρέψει στον πραγματικό κόσμο, εκείνος βάλθηκε να περπατήσει ως το κέντρο του παράξενου κήπου και να σκαρφαλώσει στο Δέντρο της Ζωής.

Στην τελευταία του ταινία ο Τέρενς Μάλικ επιβεβαιώνει όσους τον θεωρούν ημίτρελλο και απογοητεύει τους φανατικούς τους οπαδούς (μεταξύ των οποίων και εγώ). Από τη μία χρησιμοποιεί πρωτοεπίπεδους χαρακτήρες με σχεδόν αφελή ελαττώματα και τρόπο σκέψης και από την άλλη τους περιβάλλει από εκατοντάδες ανώφελους συμβολισμούς που θεωρητικά κτίζουν το φόντο γύρω από μια ζωή που συνεχίζεται. Που πάντα συνεχίζεται... Από το Big Bang στο σπερματοζωάριο, από το μικρό δεινοσαυράκι στις αγωνίες του παιδιού που μεγαλώνει και γίνεται άντρας αλλά δεν καταφέρνει ποτέ να ξεχάσει τα χρόνια που έσπαγε τζάμια σε ακατοίκητες παράγκες, όλα έχουν μια φαινομενική ομοιότητα, μια καθησυχαστική συνέχεια, ένα μοτίβο επαναλαμβανόμενο. Tα πάντα σ' αυτό το σύμπαν συνδέονται μεταξύ τους. Όλα είναι κύκλοι. Ε και;

Η ποιητική του Μάλικ ξεφεύγει ανεξέλεγκτα από αυτό που θα μπορούσε να δώσει μια ταινία με αρχή, μέση και τέλος, όπως ήταν οι προηγούμενες τέσσερις του, και καταλήγει σ' ένα επικό βίντεο κλιπ διάρκειας δύο και κάτι ωρών. Που στο τέλος σε αφήνει με την απορία: Μιλάει άραγε για το πώς τα ανθρώπινα όντα πρέπει να είμαστε ταπεινοί και να έχουμε φιλοδοξίες μόνο ως εκεί που πραγματικά μας παίρνει; Μιλάει για τις διαφορές πτυχές της αγάπης; Μιλάει για τους διαφορετικούς τρόπους να βιώσει κανείς την απώλεια; Σύμφωνοι, η γέννηση και ο θάνατος, οι δύο από τις πιο αγαπημένες έννοιες του Μάλικ ξαναπαίζουν ξιφομαχία εδώ. Μόνο που αυτή τη φορά το θύμα είναι ο θεατής. Σχεδόν με πήρε ο ύπνος την τελευταία μισή ώρα...

Πριν από το "Δέντρο της Ζωής": #4. Άγνωστος Κόσμος

2005 - The New World
Στην τέταρτη επίσκεψή σ' έναν ρομαντικά αθώο κόσμο, ο Μάλικ φέρνει μαζί του λιγότερη βία από τις προηγούμενες φορές, μολονότι οι ιστορικές συνθήκες της αποίκισης του "Νέου Κόσμου" από τους Ευρωπαίους τού έδιναν τη δυνατότητα να προκαλέσει μέχρι και γενοκτονία. Όχι όμως. Ο νέος του παράδεισος είναι λιγότερο παραδεισένιος από ποτέ, έτσι κι αλλιώς, κι ο κάπτεν Σμιθ μπορεί να αναγεννιέται στον καινούργιο κόσμο, αλλά έτσι κι αλλιώς βρισκόταν στον πάτο -ο,τιδήποτε πέραν του θανάτου θα ήταν αναγέννηση για εκείνον.

Όχι λοιπόν, ο καινούργιος, "άγνωστος" κόσμος, είναι απλά το φόντο για την ιστορία -και επίτηδες ο Μάλικ το φωτογραφίζει πιο θολό, πιο μονόχρωμο από ποτέ, να μην τού κλέβει το τοπίο την παράσταση. Η συνηθισμένη μάχη ανάμεσα στις δύο "φύσεις" είναι πια άλλη, αυτή που υπάρχει στην ψυχή της Ποκαχόντας. Είναι όσα ξέρει από πάντα, όσα γεννήθηκαν μέσα της καθώς μεγάλωνε στο παράξενο αυτό τοπίο που οι ξένοι είπαν "Βιρτζίνια". Και είναι και όσα μαθαίνει στην αγκαλιά αυτών των ξένων. Δεν είναι λιγότερο όμορφα απ' την δική της παράδοση, απ' τον δικό της τόπο. Δεν είναι μεν το ίδιο άσπιλα, αλλά η μικρή πριγκίπισσα είναι μια έξυπνη κοπέλα που βιάζεται να μάθει πράγματα -και που ξέρει πως στο "αθώο", πεντακάθαρο σύμπαν, τα πάντα κινούνται αργά και μαζί τους και η γνώση.

Το τελικό δίλημμα είναι αν της ταιριάζει περισσότερο το δάσος, τα καπνά, οι περίτεχνες βαφές στα πρόσωπα των Ινδιάνων πίσω στην Αμερική ή τα πελώρια κτήρια, τα φανταχτερά ρούχα και τα κοινωνικά "πρέπει" της Ευρώπης. Ο τυχοδιώκτης λοχαγός που δεν χορταίνει ποτέ την περιέργειά του ή ο μεθοδικός επιχειρηματίας που καταγράφει τα πάντα σε φροντισμένα τετράδια. Και η Ποκαχόντας προσπαθεί να αποδείξει ότι η απόρριψη της πρώτης επιλογής δεν σημαίνει και αποδοχή του τέλους της αθωότητάς της. Ίσως γιατί πολύ απλά δεν ήξερε πώς ορίζεται αυτή η "αθωότητα".


Και κάπου εδώ λήγει το ψυχαναγκαστικό μου αφιέρωμα στο παρελθόν του Τέρενς Μάλικ. Μετά το "Badlands", το "Days of Heaven", το "Thin Red Line" και το "The New World" ακολουθεί το φετινό "The Tree Of Life" που τόσο πολύ δίχασε το κοινό. Ελπίζω με τη μίνι παρουσίαση των προηγούμενων ταινιών να βοήθησα όσους αντιμετώπισαν την ιδιαιτερότητα του Μάλικ πρώτη φορά τώρα, να τον κατάλαβαν κάπως περισσότερο. Για την ίδια την ταινία, θα ανεβάσω σύντομα ένα ακόμη post.

26 Ιουν 2011

Πριν από το "Δέντρο της Ζωής": #3. Λεπτή, κόκκινη γραμμή

1998 - The Thin Red Line
Η επανεμφάνισή σου, δυο γεμάτες δεκαετίες μετά το τελευταίο σου σημείο ζωής ("Days of Heaven") είναι αρκετός χρόνος για να σου βαρέσουν την στάμπα "γραφικός", "παράξενος", "ιδιαίτερος", ακόμη κι όσοι σε είχαν αφήσει στην ησυχία σου στις δύο πρώτες ταινίες. Αλλά με την "Λεπτή Κόκκινη Γραμμή" ο Μάλικ προβλημάτισε ακόμη και όσους γελούσαν και στο άκουσμα και μόνο του ονόματός του. Για όσους, βέβαια, τον είχαν ήδη λατρέψει από το "Badlands" και το "Days of Heaven", η είδηση πως η νέα του ταινία -με ένα ασύλληπτο καστ- θα έβγαινε στις αίθουσες ακούστηκε σαν ψαλμός χιλιάδων αγγέλων.

Και μετά ήλθε η πρώτη σκηνή. Που ήταν ακόμη πιο μεγαλειώδης απ' όσο τη φανταζόταν ο ίδιος ο Μάλικ, γιατί έτυχε την ίδια περίπου εποχή να βγει στα σινεμά άλλη μια πολεμική ταινία με μια μεγαλειώδη πρώτη σκηνή. Οι Αμερικανοί του Σπίλμπεργκ αποβιβάζονταν στη Νορμανδία σε μια εικοσάλεπτη ρεαλιστική σεκάνς πολέμου όπου τα πολυβόλα των Γερμανών άνοιγαν στομάχια, κρανία και φρικιαστικές αναμνήσεις σε όσους έχει τύχει να βρεθούν ποτέ στο μέτωπο. Κάποιοι θα συνέχιζαν για να βρουν τον Στρατιώτη Ράιαν, για να τον στείλουν πίσω στην πατρίδα. Στην "Λεπτή Κόκκινη Γραμμή", ένας άλλος στρατιώτης, ο Ρόμπερτ Γουίτ, ήταν αντικείμενο μιας αποστολής ανεύρεσης. Μόνο που αυτός δεν βρισκόταν βαθιά στο μέτωπο, αλλά χαμένος στον παράδεισο.

Η αντίθεση του καταπράσινου τοπίου της Μελανησίας με την αιματοβαμμένη Omaha Beach, η ηρεμία στη ματιά του Τζιμ Καβεζίλ κόντρα στον ήχο από τις σφαίρες των Γερμανών στην "Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν", τα πολυφωνικά τραγουδίσματα και οι βουτιές από τα κανώ στην κοραλιογενή θάλασσα των νησιών του Σολωμόντα απέναντι στις ερπίστριες των τανκς στις πεδιάδες της Γαλλίας έκαναν σαφές από την πρώτη στιγμή ότι ετούτη εδώ δεν ήταν άλλη μια πολεμική ταινία... Κι ας είχε σκοτωμούς παρακάτω, κι ας είχε αίμα και ξεκοιλιάσματα, κι ας είχε ακραίες καταστάσεις και ακραίες αντιδράσεις και ακραίους χαρακτήρες. Ο Μάλικ είχε ήδη βρει αυτό που έψαχνε τόσα χρόνια, τον πιο αθώο παράδεισο απ' όλους, και έστελνε τον Γουίτ να τον εξερευνήσει και μαζί του το κοινό του που έμενε με το στόμα ανοικτό.

Στην "Λεπτή Κόκκινη Γραμμή" δεν ψάχνεις για αναπαραστάσεις μαχών και έξυπνες τακτικές (όχι ότι δεν υπάρχουν κι αυτές στο πολυσύνθετο φόντο). Δεν ψάχνεις ούτε για τους δεσμούς των αντρών, των τόσο διαφορετικών μεταξύ τους, που πρέπει ξαφνικά να γίνουν "ένα" γιατί κάποιος "ανώτερος σκοπός" το προστάζει (παρ' ότι αυτοί οι δεσμοί και το πώς ο ένας επηρεάζει τον άλλον στο παράξενο "οικοσύστημα" ενός λόχου κυριαρχούν στους διαλόγους της ταινίας). Όχι όμως. Πάνω απ' όλα ψάχνεις την δυσφορία του ανθρώπου απέναντι στον θάνατο και τη μετάλλαξή του σε ένα ζώο που έχει το τέλος, το βίαιο τέλος, μέσα του, σαν πιθανό ενδεχόμενο κάθε στιγμή. Και συνειδητοποιείς πώς αυτό που λέμε "η φύση του ανθρώπου" είναι τελικά κάτι πολύ πιο πρωτόγονο, ωμό, ακραίο απ' όλα αυτά που "η φύση του ανθρώπου" δεν θα του επέτρεπε ποτέ να κάνει. Η πραγματική, ξεχασμένη "φύση" μάχεται καθ' όλη την διάρκεια της ταινίας την επίπλαστη, επιθυμητή "φύση", πολύ πιο βίαια απ' ότι ο λόχος του Ηλία Κοτέα ορμάει στους τρυπωμένους στα λαγούμια τους Γιαπωνέζους. Κι όπως ακριβώς στο μέτωπο του Γκουανταλκανάλ, έτσι τη μία στιγμή κερδίζει η μία πλευρά και την αμέσως επόμενη η άλλη, με θλιβερές απώλειες και στις δύο.

Και ο Σων Πεν, σε μια ανάπαυλα απαντάει στον Τζον Σι Ράιλι, που του μιλάει για την παντελή, πια, έλλειψη συναισθημάτων. "Ακούγεται σαν ευτυχία". Έχω δει την ταινία μόνο 2 φορές. Αλλά την σκηνή αυτή, την χειροβομβίδα του Γούντι Χάρελσον, τους Γιαπωνέζους με την άψογη παραλλαγή που αναδύονται μέσα από την ζούγκλα, το γράμμα της γυναίκας του Μπελ και βέβαια τον παράδεισο του Γουίτ στην αρχή τα θυμάμαι σαν να τα βλέπω κάθε μέρα. Αναμφισβήτητα πρόκειται για ένα από τα καλλίτερα φιλμ όλων των εποχών.

24 Ιουν 2011

Αυτήν την εβδομάδα τα ηχεία παίζουν: Arctic Monkeys, The Antlers, Bon Iver κ.α. (#25 του '11)

Δεν γράφω πια συχνά. Ο Ιούνιος του '11 είναι ο χειρότερος μήνας από άποψη παραγωγικότητας στην ιστορία του ΠΠC. Ο Mr. Arkadin επίσης το έχει ψιλοκόψει. Όλα γίνονται, βέβαια, για κάποιο λόγο. Σύντομα θα έχουμε νέα. Μέχρι τότε καλή ακρόαση στα ωραία που βγήκαν τώρα τελευταία...

Danger Mouse & Daniele Luppi
Rome
(Μάιος 2011)

Την πιο όμορφη ατάκα για το “Rome” την διάβασα στην “Boston Globe”: «Η μεγάλη, και μοναδική, απογοήτευση είναι πως, μόλις το ακούσεις, θα θες να δεις και την ταινία για την οποία γράφτηκε. Μόνο που δεν υπάρχει καμμία ταινία». Κάποια στιγμή θα πρέπει να κάνουμε μια παύση στους φρενήρεις ρυθμούς με τους οποίους διάγουμε τη ζωή μας, και να κάτσουμε για μία-δυο μέρες να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι σόι άνθρωπος είναι αυτός ο Danger Mouse. Μέχρι τότε, και από ετούτο εδώ το blog, θα του βγάζουμε το καπέλο σε κάθε του νέα κυκλοφορία. Γιατί καταφέρνει να παρουσιάζει τη μία πιο συναρπαστική από την άλλη. Από τις συνεργασίες του με τους Gorillaz, στο μεγαλειώδες hip-hop funk “St. Elsewhere” των Gnarls Barkley, στο «κουλό» “Modern Guilt” του Beck και μετά σ’ εκείνα τα δύο απίστευτα άλμπουμ της προπέρσινης και της περσινής χρονιάς, το ένα με τον μακαρίτη τον Sparklehorse και μετά με τους Broken Bells, ό,τι πιάνει γίνεται χρυσός. Χρυσός εν αφθονία, αφού ο τύπος είναι πολυγραφότατος. Και λάτρης της μουσικής. Για την εμμονή του με τον Μορικόνε και τη μουσική των σπαγκέτι γουέστερν έψαξε και βρήκε έναν Ιταλό συνθέτη που «ξέρει απ’ αυτά», τον Ντανιέλε Λούπι, και για να κτίσει πάνω στην ατμόσφαιρα, φόρτωσε την ευθύνη για τα φωνητικά σε μορφές όπως ο Τζακ Γουάιτ και η Νόρα Τζόουνς. Μόνο που, όντως, έγραψε soundtrack χωρίς να υπάρχει ταινία... Ανάθεμά σε Μπράιαν Τζόζεφ Μπερτον ή Danger Mouse ή όπως στο διάολο σε λένε. Ανάθεμά σε, δεν σε προλαβαίνουμε με τίποτε!




The Antlers
Burst Apart
(Μάιος 2011)

«Ευτυχισμένη μελαγχολία» έγραφα για το ντεμπούτο των Antlers πριν δύο χρόνια. «Μειλήχια παραίτηση» θα πω για το τωρινό του sequel. Παραίτηση όπως στις περιπτώσεις που απλά έχεις φάει τόσα πολλά σκάτα όλη μέρα που το μόνο που σε νοιάζει είναι να γυρίσεις σπίτι το βράδυ και να χαθείς μέσα στην θαλπωρή οικείων πραγμάτων: Μιας αλληλουχίας από καταπραϋντικές νότες, όπως αυτές των θεόσταλτων Antlers, στο άρωμα ενός ξεχασμένου κεριού που λιώνει στους 35 βαθμούς της βασανιστικής πρωτευουσιάνικης ζέστης, στον πόθο για ένα ζευγάρι μπούτια που ξεπροβάλουν αυθάδικα απ’ το σορτσάκι της. Οι Antlers είναι μια μπάντα που θέλει να γράψει ιστορία και που αιωρείται ανάμεσα σε γνώριμες φόρμες σαν των Cocteau Twins και των my Bloody Valentine και σε άγνωστους πλανήτες που μόνο το δικό τους αστρόπλοιο έχει προφτάσει να βρεθεί. Το “Burst Apart” δεν είναι τόσο μεγαλειώδες όσο το “Hospice”, γιατί είναι πιο ξεκάθαρο, πιο σαφές, πιο γήινο. Και όταν έχεις να κάνεις με σαφώς εξωγήινους, όπως είναι ο Σίλμπερμαν και η παρέα του, ο εγκλιματισμός στα ανθρώπινα δεδομένα έχει μεν τα καλά του, αλλά έχει και τα κακά του...


The Antlers - Hounds (Live)


Arctic Monkeys
Suck It And See
(Ιούνιος 2011)

Μπορεί να είναι η πιο υπερτιμημένη μπάντα του αιώνα, αλλά δύσκολα μπορείς να τους αρνηθείς ότι είναι μέγιστοι μάγκες στον εντυπωσιασμό. Ο τίτλος του τέταρτού τους άλμπουμ είναι ένα γαμιστερό υπονοούμενο της πιο χαμηλής υποστάθμης, και την ίδια ώρα μια πανέξυπνη πρόκληση να εξερευνήσεις το νέο τους ήχο. Και όντως οι μουσικές τους έχουν αλλάξει κομματάκι. Χιλιάδες έτη φωτός μακριά από την ωμότητα (και την ανοησία, θα προσθέσω) του ντεμπούτου τους, εξαιρετικά πιο ώριμη σε σχέση με το πιο συμμαζεμένο (αλλά αρκετά επιθετικό) “Favourite Worst Nightmare” και σίγουρα πιο εμπνευσμένο από το προπέρσινο “Humbug”, το “Suck It And See” είναι ό,τι πιο κοντινό στη μοναδική συμβολή αυτής της μπάντας στην Ιστορία της Μουσικής. Η οποία συμβολή είναι η ύπαρξη των Last Shadow Puppets, του Άλεξ Τέρνερ.

Η νέα τους κυκλοφορία είναι αρκούντως παραδοσιακή στις ροκενρολάδικες καταβολές της και εξαιρετικά σαφής στον κιθαριστικό ποπ προσανατολισμό της. Για μένα το “Suck It And See”, με τον σαρκασμό των στίχων του και τις βατές του μελωδίες είναι το πιο καλό άλμπουμ των Arctic Monkeys (όχι ότι είναι και τίποτε φοβερό), αλλά φαντάζομαι ότι οι μουσικοκριτικοί αυτού του κόσμου θα το αντιμετωπίσουν σαν το χείριστο. Είναι λογικό. Εκείνοι ψάχνουν για το “next best thing”, εγώ ψάχνω για μουσική που να μπορώ να ακούω και να με ψυχαγωγεί.


Arctic Monkeys - The Hellcat Spangled Shalalala (Live)



Bon Iver
Bon Iver
(Ιούνιος 2011)

Εγκαταλείποντας την τρύπα του ερημίτη και τη σπηλιά του Πλάτωνα, ο Τζάστιν Βέρνον ορμάει προς το κοσμικό φως με την λαχτάρα και τον ενθουσιασμό του απόκληρου που πια βλέπει την αδικία εις βάρος του να αίρεται. Εταίρος του Κάνιε Γουέστ πια και καταξιωμένος σ’ ολόκληρο το μουσικό φάσμα, νιώθει –όχι αναγκάστικά με έπαρση- πως το ηχητικό του όραμα μπορεί να επεκταθεί σε πιο βατούς ήχους. Αλίμονο. Το κλειστοφοβικό indie folk-rock που σήμανε την αποθέωσή του πριν από τρία, τέσσερα χρόνια, μας ταρακούνησε τόσο πολύ γιατί ήταν ακριβώς αυτό: Κλειστοφοβικό. Τότε ήταν ο Bon Iver που φοβόταν. Τώρα, και παρότι του νέο του άλμπουμ δεν το λες κακό, ο φόβος περνάει σε εμάς. Γιατί του δώσαμε ένα κομμάτι της ψυχής μας το 2008 και στο 2011 τον βλέπουμε να την έχει πάρει και να την παιανίζει σαν την αισθητική που λείπει απ’ τη νέα του, ποπ κατεύθυνση. Εντάξει, το “Calgary” είναι τραγουδάρα από τις λίγες.


Bon Iver - Calgary



ΤΙ ΑΛΛΟ;
Θανάσης Παπακωνσταντίνου – Ο Ελάχιστος Εαυτός: Ξεκινάει αποκαλυπτικά με το “Loco-Motivo” και το ομώνυμο τραγούδι, για να ξεφουσκώσει μετά με πάταγο σ’ ένα επαναλαμβανόμενο έντεχνο του ψαγμένου. Soundtrack για τα αγανακτισμένα παιδιά στο Σύνταγμα, λέω να μην πάρω. Δυόμισι αστεράκια / Hauschka – Salon Des Amateurs: Ο Hauschka είναι ο Φέλκερ Μπέρτελμαν και βασικά είναι ο Ερίκ Σατί του 21ου αιώνα. Το υπερκινητικό του στυλ, όπου μετατρέπει το πιάνο του σε πολυόργανο –σε κρουστά στην ουσία- εντυπωσιάζει, αλλά δεν πολυεμπνέει. Τρία αστεράκια / Junior Boys – It’s All True: H πιο καλολουστραρισμένη indie electronica καταλαγιάζει μερικές φορές σε «ζεστές» μπαλάντες στο νέο άλμπουμ μιας μπάντας που έχει όλα τα φόντα να γίνει πολύ σπουδαία, αλλά μοιάζει να μην το πολυθέλει. Τριάμισι αστεράκια / Septic Flesh – The Great Mass: Το ελληνικό συμφωνικό death metal συγκρότημα που έχει ξεφύγει από τη μίζερη πραγματικότητα της χώρας μας από τα πρώτα του κιόλας βήματα, στήνει εδώ έναν από τους πιο βατούς δίσκους της ιστορίας του, φλερτάτοντας σχεδόν με την έννοια «εμπορικό», αν θα μπορούσε ποτέ να ξεστομίσει κανείς αυτή τη λέξη για κάτι που συνοδεύεται και από τις “death” και “metal”. Τέσσερα αστεράκια / Tune Yards – Who Kill: Από τα υπεραγαπημένα των κριτικών για φέτος, φαντάζει ως ένα από τα φαβορί για τα top 10s στο τέλος της χρονιάς. Όμως το αχταρματζίδικο και επίτηδες άγαρμπα μιξαρισμένο indie rock τους (ή μάλλον «της» - της Μέριλ Γκάρμπους εν προκειμένω) είναι αρκετά άκομψο ως και εκνευριστικό μερικές φορές για ένα τετράγωνο και ψυχαναγκαστικό κεφάλι σαν το δικό μου. Τρία αστεράκια / Alison Krauss – Paper Airplane: H Κράους είναι μια πραγματική τεχνίτις του bluegrass, είναι μια σκεπτόμενη countrywoman που ξέρει να σκαρώνει συγκινητικά και διόλου ρουστίκ τραγούδια, που σού ανεβάζουν την ψυχή ένα επίπεδο κάθε φορά που πέφτεις πάνω τους. Τέσσερα αστεράκια


Alison Krauss - Paper Airplane

Σόρι κιόλας, αλλά εγώ δεν καταλαβαίνω απολύτως τίποτε...

Συνομιλία του Γιώργου Τσακογιάννη (Α) με τον Νίκο Παντέλη (Β) όπως αναφέρεται στο πόρισμα που έχει διαρρεύσει στο διαδίκτυο.

Β: Οι δικοί σου δεν πατήσανε περιοχή.
Α: Και οι άλλοι ξηγηθήκανε καλά οι άλλοι, έτσι:
Β: Εγώ και στο ημίχρονο, λέω κοιτάξτε να δείτε μόλις θα σας κάνω νόημα θα ανοίξετε να φάτε γκολ. Εν ανάγκη εγώ είχα πει και του Σούλη, του λέω Γιώργο θα κάνεις ένα πέναλτι γιατί εσύ δεν είσαι στις κάρτες. Αλλά δε πιέσανε και καθόλου ρε Γιώργο.
Α: Ναι, ναι, ναι.
Β: Ούτε μαρκάρανε πίσω ούτε τίποτα. Τους είχες πει τίποτα εσύ.
Α: Οχι ρε Νίκο, τίποτα δεν είχα πει. Εγώ πήγα να κερδίσω αφού στο ''πα.
Β: Μα το είδα το ξέρω. Εγώ στο τέλος είπα και του Πιρούνια πρέπει να τον ευχαριστήσεις λέω το Γιώργο, κράτησε το λόγο του. Εγώ τώρα δεν του ''χα πει τίποτα, του λέω κράτησε τον λόγο του.
Α: Ο Πιρούνιας μου λέει παίξε κανονικά, ότι βρέξει ας κατεβάσει τώρα. Κι ο Πιρούνιας καλά τώρα...
Β: Καλά σου ξηγήθηκε.
Α: Είναι τώρα Νίκο να δούμε τι κάνουμε.
Β: Εσύ πρέπει να το πάρεις το παιχνίδι αυτό.
Β: Θα περιμένω από σένα για τον Περούκα, έτσι;
Α: Κι εσύ πάρε με.
Β: Να σε πάρω αύριο να στο θυμίσω;
Α: Οχι αύριο καλύτερα, άστο κανα δυο μέρες να συνέλθουμε.
Β: Την Τρίτη. Εντάξει ότι μου πεις εσύ.
Α: Νίκο δε σε παίρνω τηλέφωνο, λέω τώρα εκεί θα κάτσεις εκεί, καλύτερα τέτοιο ούτε να φανεί...
Β: Καλύτερα Γιώργο, να σου πω και κάτι; Καλύτερα που πήρες κάποιον άλλον, γιατί θα λέγανε ότι έγινε μαϊμουδιά και το ένα και το άλλο.
Α: Μα μου το ''πες.
Β: Εγώ εκεί μ' αυτό το μ... το ξέρω ότι δεν πρόκειται να πάρω λεφτά, αλλά μου ''χει αρχίσει το κλάμα κι ιστορίες.
Α: Κι εξηγήθηκε καλά και σήμερα αυτός.
Β: Ξηγήθηκε καλά, δεν έκανε...
Α: Γιατί μετά μου λέει μ... ότι γίνει μου λέει, εγώ τους είπα να μην τέτοιο, ότι γίνει, άμα το βάλει το ''βαλε, τι θα τους πω;
Β: Οχι, μίλησε και μπροστά μου, δεν υπήρχε περίπτωση να σου κάνει π... γιατί φώναξε το τερματοφύλακα, φώναξε το...
Α; Εντάξει άστο μη λέμε Νίκο.

(Τώρα μπορούν να πάρουν το αίμα τους πίσω όλοι όσους κορόιδευα όταν δεν καταλάβαιναν το "Ίνσέψιο")

20 Ιουν 2011

Νεφέλες 2.0

Όταν στις 6 Ιουνίου ένας αποστεωμένος από τα σοβαρά προβλήματα υγείας του Στηβ Τζομπς ξαναεμφανίστηκε μετά από καιρό στο κοινό, μέσα στο αγαπημένο του μαύρο σουέτερ, το τζιν και τ’ αθλητικά του παπούτσια, το έκανε γιατί προφανώς είχε ένα πολύ σοβαρό λόγο. Παραδοσιακά, από το 1996 που ο Τζομπς επέστρεψε στην Apple, κάθε χρόνο κάνει και μια ανακοίνωση στο World Wide Developers Conference του Σαν Φρανσίσκο, η αναμονή της οποίας προκαλεί υπερέκκριση αδρεναλίνης στους μετόχους της εταιρείας. Γιατί συνήθως συνοδεύεται από εκτόξευση της τιμής της μετοχής της στο Χρηματιστήριο NASDAQ. Εδώ ήταν που πρωτομίλησε για το MacOS X, εδώ παρουσίασε ουκ ολίγες εφαρμογές «πρώτης γραμμής» για το iPhone, εδώ αποφάσισε να μιλήσει φέτος για το iCloud, το όραμα της Apple για το «νέο μεγάλο πράγμα της πληροφορικής».

Η επιδραστικότητα του Τζομπς στον κόσμο των λάτρεων της τεχνολογίας -αλλά και στην ποπ κουλτούρα γενικότερα- είναι τέτοια, που ήταν επόμενο από τα πρώτα κιόλας λεπτά μετά την παρουσίασή του, όλοι να μιλάνε για το “Cloud”, το «νέφος», το «σύννεφο». Όσοι γνώριζαν τι είναι, αποφάνθηκαν αποκαλυπτικά ότι «τώρα το παιχνίδι σοβαρεύει πολύ». Όσοι πάλι δεν κατάλαβαν πώς συνδέονται οι Νεφέλες με τα iPad και τα iPhones τους, άρχισαν να ρωτούν τους γνωστούς τους που «ξέρουν από υπολογιστές και Internet» τι πράγμα ήταν ετούτο πάλι... Όχι, το “cloud” δεν είναι κάποια εφαρμογή που προβλέπει αν θα βρέξει αύριο. Το «νέφος» είναι κάτι απλούστερο, αλλά και πολύ πιο εντυπωσιακό. Το «νέφος» είναι το ίδιο το Internet. Είναι ένα τεράστιο, αλλά όχι σαφές, ένα θολό πράγμα κάπου εκεί ψηλά. Και είναι ένας νέος τρόπος για να περιγράψει κανείς όλα αυτά τα θαυμαστά που συμβαίνουν στην σπουδαιότερη τεχνολογία που παρουσιάστηκε τον περασμένο αιώνα.

Το νέο Internet
Τι έχει αλλάξει όμως πια και τα σπασικλάκια της Silicon Valley μιλούν για Cloud και όχι για Internet; Και τι σημασία έχει η όποια αλλαγή για εμάς, τους απλούς χρήστες του; Για να απαντηθεί το πρώτο θα χρειαστεί μια σύντομη –κι ελπίζουμε κατανοητή- εξήγηση μερικών θεμελιωδών αρχών της λειτουργίας του Διαδικτύου. Για να απαντηθεί το δεύτερο, θα ξαναεπικαλεσθούμε τον Στηβ Τζομπς, που είναι μακράν ο πιο αρμόδιος. Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή.

Το “cloud computing” δεν είναι μια κανούργια έννοια –και η Apple σίγουρα δεν διεκδικεί την πατρότητά της, όσο εύστοχα κι αν ονόμασε τη νέα της ιδέα. Εδώ και τρία χρόνια θεωρείται το νέο μεγάλο βήμα στο Internet. Στην ουσία πρόκειται για μια απλή σκέψη, που έρχεται να δώσει λύση στο πρόβλημα της χρήσης πολλών υπολογιστών και gadgets σε εμάς τους «μη επαγγελματίες» χρήστες του και στο πρόβλημα του υπέρογκου κόστους για την εγκατάσταση πληροφορικών συστημάτων στις μικρές και μεσαίες εταιρείες. Αντί να αποθηκεύεται η πληροφορία τοπικά στον υπολογιστή μας, με το “cloud computing” αποθηκεύεται σε κάποιον σκληρό δίσκο που βρίσκεται μέσα σ’ έναν αφάνταστα ισχυρό server, στον οποίον εμείς έχουμε πρόσβαση μέσω Διαδικτύου.

Για να το κάνουμε πιο λιανά: Ένας χρήστης Blackberry, ας πούμε, μπορεί να προσθέτει μια νέα επαφή στο ευρετήριο του τηλεφώνου του, αλλά για να την έχει διαθέσιμη και στον υπολογιστή του σπιτιού ή του γραφείου του, έπρεπε ως τώρα να συνδέει τη συσκευή του με ένα καλώδιο και να «την συγχρονίζει». Αντίστοιχα ένας χρήστης iPod έπρεπε να συνδέεται με έναν υπολογιστή για να «περνάει τραγούδια» στην συσκευή του. Και μια μικρομεσαία εταιρεία έπρεπε να εγκαθιστά συστήματα μεγάλης υπολογιστικής ισχύος που να μπορούν να ανταποκρίνονται στις μέγιστες δυνατές υποχρεώσεις τις οποίες θα κληθεί να καλύψει το site της, ας πούμε, ακόμη κι αν αυτό συμβαίνει μια φορά το χρόνο -και τις υπόλοιπες 364 ημέρες οι ανάγκες πέφτουν στο 10%.

Με το Cloud Computing, την πληροφορική, δηλαδή, μέσω του «νέφους», παύει η ανάγκη για όλα τα παραπάνω. Πώς γίνεται αυτό; Μα πλέον οι ταχύτητες πρόσβασης στο Διαδίκτυο έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο και τα σημεία παροχής Internet είναι τόσα πολλά, που μπορούμε να πούμε πως ένας λάτρης της τεχνολογίας είναι συνεχώς «δικτυωμένος», όπου κι αν βρίσκεται. Το “cloud computing” επιτρέπει, λοιπόν, στη χρήση αυτής της συνεχούς δικτύωσης να λειτουργεί ως ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε όλες του τις συσκευές, αν μιλάμε για απλό χρήστη, ή ως ο τρόπος πρόσβασής του σε υπηρεσίες που θα του κόστιζαν πάρα πολύ αν τις εγκαθιστούσε μόνος, αν μιλάμε για μια εταιρεία. Ο απλός χρήστης, μέσω Cloud Computing, ανανεώνει τη λίστα επαφών του στο Blackberry ή το iPhone και την βρίσκει αλλαγμένη στον υπολογιστή του γραφείου του, με το που κάτσει, απλώς ανοίγοντάς τον. Η μικρομεσαία εταιρεία πληρώνει κάποια άλλη, εξειδικευμένη εταιρεία μέσω Interet, να της «τρέχει» όλα τα υπολογιστικά συστήματα, χωρίς να είναι αναγκασμένη να προβαίνει σε αγορές νέων υπολογιστικών μονάδων και σε προσλήψεις εξειδικευμένου προσωπικού. Έχει πρόσβαση στα πάντα μέσω μιας γρήγορας σύνδεσης στο Internet, το site της «ανεβαίνει» από έναν υπολογιστή που βρίσκεται στο άλλο άκρο του πλανήτη, είναι πιο γρήγορο από ποτέ, κι όμως η εταιρεία διατηρεί πλήρη έλεγχο επάνω του.

«Απλά δουλεύει»
Το όραμα της Apple και του Στηβ Τζομπς είναι όλο αυτό που περιγράψαμε παραπάνω να γίνεται όσο πιο απλά γίνεται. Η αλήθεια είναι ότι η εταιρεία του έρχεται δεύτερη σ’ αυτό το παιχνίδι. Ή μάλλον, ότι μέχρι τώρα είχε υπολογίσει λάθος την αξία του και χρέωνε ένα σεβαστό ποσό στην υπηρεσία της που μπορούσε να συγχρονίζει αυτόματα τα e-mails, το ημερολόγιο και τη λίστα επαφών σε υπολογιστές, iPhones και iPads, των χρηστών της. Πλέον, με το iCloud αυτά θα γίνονται δωρεάν. Όπως δηλαδή το κάνει τόσο καιρό η Google…

Κάποιοι από εσάς θα γνωρίζουν ίσως τα Google Docs. Είναι μια υπέροχη εφαρμογή Cloud Computing. Γράφεις ένα κείμενο στον επεξεργαστή κειμένου, τον αποθηκεύεις όχι στον υπολογιστή σου, όπως θα έκανε με το Microsoft Word, αλλά στο «νέφος» και φεύγεις για ένα σημαντικό ραντεβού. Αν στο δρόμο προς τα εκεί σκεφτείς μια φοβερή προσθήκη, μπαίνεις από το iPhone ή το Blackberry σου στο Διαδίκτυο, συνδέεσαι με τον λογαριασμό σου στη Google και επεξεργάζεσαι στο αρχείο που αποθήκευσες νωρίτερα στο γραφείο σου. Όταν επιστρέψεις εκεί, θα βρείς στον υπολογιστή σου να σε περιμένει το νέο αρχείο, με όλες τις προσθήκες που έκανες στον δρόμο.

Η διαφορά ανάμεσα στην φιλοσοφία της Google, της μέχρι σήμερα «βασίλισας των νεφελών» και της Apple είναι η εξής: Η Google πιστεύει στα πολύ ελαφρά μηχανήματα, είτε αυτά είναι υπολογιστές, είτε ταμπλέτες, είτε smartphones, που «τρέχουν» ένα πανάλαφρο λειτουργικό σύστημα, το οποίο στην ουσία υποστηρίζει απλά τον web browser της, τον Chrome, που δεν έχουν μεγάλη μνήμη και που ανοίγουν μέσα σε ένα-δύο δευτερόλεπτα, σαν να ένα κινητό τηλέφωνο. Ως εταιρεία υπολογίζει στα κέρδη από τις διαφημίσεις. Κάθε Google Doc θα συνοδεύεται από διαφημίσεις που θα σχετίζονται με το περιεχόμενου του αρχείου. Σύντομες, σαφείς, στοχευμένες. Ο χρήστης μπορεί να τις αγνοήσει αν θέλει. Τη χρήση του Cloud Computing θα την κάνει δωρεάν πάντως.

Η Αpple το βλέπει λίγο διαφορετικά. Όλες τις οι συσκευές, οι desktop και οι φορητοί της υπολογιστές, δηλαδή, τα iPhones και τα iPads της θα έχουν εγκατεστημένες εφαρμογές που όχι μόνο θα αποθηκεύουν πληροφορία στο Internet, αλλά θα την ανταλλάσουν αυτόματα, χωρίς καν ο χρήστης να κάνει «αποθήκευση». Με το που ο κάτοχος του iPhone θα τραβάει μια φωτογραφία, αυτή θα είναι διαθέσιμη άμεσα και στο iMac επάνω στο γραφείο του. Δηλαδή, το τηλέφωνό του θα στέλνει την φωτογραφία στο «νέφος» και αυτό θα την στέλνει σε όποιον υπολογιστή ανήκει στον ίδιο χρήστη. Τόσο απλά. Η Apple σκοπεύει να πλουτήσει πουλώντας συσκευές στις οποίες το Cloud (το iCloud εν προκειμένω) «απλά δουλεύει», που είναι και η ατάκα που ο Τζομπς επαναλάμβανε με ζήλο στις 6 Ιουνίου.

Ασχέτως, πάντως, του ποιο από τα δύο μοντέλα θα επιλέξουμε εμείς, οι απλοί, καθημερινοί χρήστες, η «βαριά χρήση» του cloud computing θα είναι αυτή που θα γίνεται (που ήδη γίνεται μάλλον) από τις πολυάριθμες μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Με ένα σταθερό, γνωστό από πριν κόστος (π.χ. με ετήσιο συμβόλαιο και μηνιαίες πληρωμές) μια εταιρεία θα έχει τους servers της κάπου μακριά, θα συντηρούνται από εξειδικευμένο προσωπικό, και θα αναβαθμίζονται μια στο τόσο (με κόστος μικρό για την επιχείρηση που θα αναλαμβάνει τη δουλειά αυτή, αφού ο ίδιος server θα εξυπηρετεί ταυτόχρονα πολλές μικρές επιχειρήσεις), θα αγοράζει νέες εφαρμογές μόνο όταν τις χρειάζεται και θα τις πληρώνει μόνο για το χρονικό διάστημα που τις χρειάζεται. Και για όλα αυτά, θα αρκεί απλά μια γρήγορη σύνδεση στο Internet. Όπως καταλαβαίνει κανείς εύκολα, το πρόβλημα για όσα περιγράψαμε παραπάνω είναι ένα μόνο. Αλλά είναι θεμελιώδες: Και τι γίνεται αν για κάποιο λόγο κοπεί η πρόσβαση μας στo Internet;

(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Κ" της "Καθημερινής", την Κυριακή 19.06.2011)

15 Ιουν 2011

Πριν από το "Δέντρο της Ζωής": #2. Days Of Heaven

1978 - Days Of Heaven
Χωρίς να έχει ακόμη ξεφύγει απ' τον ρομαντισμό του "Badlands" (μάλλον δεν θα ξεφύγει ποτέ), στο "Days of Heaven" ο Μάλικ επιλέγει για την άλλη άκρη της διελκιστίνδας, απέναντι στην αθωότητα, όχι την ωμή βία, αλλά την αφελή νοσηρότητα. Οι ήρωες σκέπτονται κουτοπόνηρα, με εντελώς βλαπτικό τρόπο για τους ίδιους. Μόνο που δεν το λες "κουτοπόνηρα" γιατί το τοπίο και το όλο περιβάλλον σε ωθεί να το πεις κάπως αλλιώς: "αθώα". Στην ουσία το "Days of Heaven" είναι η ίδια ταινία με το "Badlands", αλλά με τελειοποιημένες τις τεχνικές του και με τον Ρίτσαρντ Γκιρ στην πιο όμορφη στιγμή του να λειτουργεί καλλίτερα ως σύμβολο της παιδικότητας απ' ότι ο Μάρτιν Σιν. Ένα αλάνι που δεν θα μεγαλώσει ποτέ, ο Μπιλ θα φθάσει μέχρι και να λερώσει την αγάπη του για την Άμπι (Μπρουκ Άνταμς) για να κυνηγήσει κάποια θολά όνειρα που έχει στο κεφάλι του. Όταν γυρέψει να διορθώσει το λάθος του, όταν προσπαθήσει να περάσει επιτέλους στην ωριμότητα, θα τον ρουφήξει το αχανές τοπίο των αγρών του Τέξας. Ο νέος κόσμος του δεν είναι τόσο βατός όσο ο παλιός...

Ο Cheaplog έκανε ένα μεγάλο, υπεραναλυτικό σχόλιο στο post μου για το "Badlands", απαριθμώντας όλους τους λόγους για τους οποίους ο Μάλικ είναι αμφιλεγόμενος. Στην ουσία όλη η προβληματική γύρω από το έργο του εκπορεύεται από αυτήν εδώ την ταινία. Αυτό που είναι φτηνό τέχνασμα για κάποιον, είναι στοιχείο αριστουργήματος για κάποιον άλλον. (Η φωτογραφία της ταινίας, ειδικά, πάντα την "μαγική ώρα" που δύει ο ήλιος, διχάζει όσο τίποτε άλλο). Προσωπικά, θεωρώ πιο "αυθεντικό" το "Badlands", αλλά αναγνωρίζω στην τελειομανία του "Days of Heaven" ένα μεγάλο ποσοστό από τη μεγαλοφυία που τα επόμενα είκοσι χρόνια εξελίχθηκε τόσο πολύ ώστε να μας χαρίσει το απόλυτο αριστούργημα που ακούει στο όνομα "Thin Red Line". Και μου μοιάζει ο Γουίτ της επόμενης ταινίας του Μάλικ να είναι το παιδί του Μπιλ και της Άμπι από ετούτην εδώ. Επαναστάτης, ρομαντικός, χαμένος στο απέραντο χαλί από το στάρι που χορεύει ο άνεμος και που λυμαίνονται οι ακρίδες.


Το αφιέρωμα του ΠΠC στον Τέρενς Μάλικ, με αφορμή τη νέα του ταινία, ξεκίνησε από το post για το "Badlands".

3 Ιουν 2011

Ρίξτε τα λιοντάρια στην αρένα

Εντάξει, ο Ναδάλ θέλει να φτάσει το ρεκόρ του Μποργκ, είναι και ο νούμερο 1 παίκτης στον κόσμο, και ο Φέντερερ έχει ήδη κάνει έναν άθλο, νικώντας πριν λίγο στον ημιτελικό τον απάλευτο φέτος Νόβακ Τζόκοβιτς. Αλλά τον τελικό της Κυριακής στο Roland Garros απλά δεν γίνεται να τον χάσεις, ακόμη κι αν μπορούσαμε να σε πείσουμε από τώρα ότι ο Ελβετός θα ηττηθεί με 3-0 σετ. Γιατί πολύ απλά, οι κόντρες των δυο τους στο χωμάτινο τεραίν του Φιλίπ Σατριέ είναι ήδη πιο θρυλικές από εκείνες του Ίβαν Λεντλ με τον Μπιορν Μποργκ, τον Τζον ΜάκΕνρο ή τον Ματς Βιλάντερ στα '80s. Και γιατί θα έπρεπε αν έχεις την υποψία τώρα πια, αν είσαι κανονικός άνθρωπος και όχι εξωγήινος, ότι ο Ναδάλ και ο Φέντερερ είναι οι δύο σπουδαιότεροι τενίστες όλων των εποχών...