Η επανεμφάνισή σου, δυο γεμάτες δεκαετίες μετά το τελευταίο σου σημείο ζωής ("Days of Heaven") είναι αρκετός χρόνος για να σου βαρέσουν την στάμπα "γραφικός", "παράξενος", "ιδιαίτερος", ακόμη κι όσοι σε είχαν αφήσει στην ησυχία σου στις δύο πρώτες ταινίες. Αλλά με την "Λεπτή Κόκκινη Γραμμή" ο Μάλικ προβλημάτισε ακόμη και όσους γελούσαν και στο άκουσμα και μόνο του ονόματός του. Για όσους, βέβαια, τον είχαν ήδη λατρέψει από το "Badlands" και το "Days of Heaven", η είδηση πως η νέα του ταινία -με ένα ασύλληπτο καστ- θα έβγαινε στις αίθουσες ακούστηκε σαν ψαλμός χιλιάδων αγγέλων.
Και μετά ήλθε η πρώτη σκηνή. Που ήταν ακόμη πιο μεγαλειώδης απ' όσο τη φανταζόταν ο ίδιος ο Μάλικ, γιατί έτυχε την ίδια περίπου εποχή να βγει στα σινεμά άλλη μια πολεμική ταινία με μια μεγαλειώδη πρώτη σκηνή. Οι Αμερικανοί του Σπίλμπεργκ αποβιβάζονταν στη Νορμανδία σε μια εικοσάλεπτη ρεαλιστική σεκάνς πολέμου όπου τα πολυβόλα των Γερμανών άνοιγαν στομάχια, κρανία και φρικιαστικές αναμνήσεις σε όσους έχει τύχει να βρεθούν ποτέ στο μέτωπο. Κάποιοι θα συνέχιζαν για να βρουν τον Στρατιώτη Ράιαν, για να τον στείλουν πίσω στην πατρίδα. Στην "Λεπτή Κόκκινη Γραμμή", ένας άλλος στρατιώτης, ο Ρόμπερτ Γουίτ, ήταν αντικείμενο μιας αποστολής ανεύρεσης. Μόνο που αυτός δεν βρισκόταν βαθιά στο μέτωπο, αλλά χαμένος στον παράδεισο.
Η αντίθεση του καταπράσινου τοπίου της Μελανησίας με την αιματοβαμμένη Omaha Beach, η ηρεμία στη ματιά του Τζιμ Καβεζίλ κόντρα στον ήχο από τις σφαίρες των Γερμανών στην "Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν", τα πολυφωνικά τραγουδίσματα και οι βουτιές από τα κανώ στην κοραλιογενή θάλασσα των νησιών του Σολωμόντα απέναντι στις ερπίστριες των τανκς στις πεδιάδες της Γαλλίας έκαναν σαφές από την πρώτη στιγμή ότι ετούτη εδώ δεν ήταν άλλη μια πολεμική ταινία... Κι ας είχε σκοτωμούς παρακάτω, κι ας είχε αίμα και ξεκοιλιάσματα, κι ας είχε ακραίες καταστάσεις και ακραίες αντιδράσεις και ακραίους χαρακτήρες. Ο Μάλικ είχε ήδη βρει αυτό που έψαχνε τόσα χρόνια, τον πιο αθώο παράδεισο απ' όλους, και έστελνε τον Γουίτ να τον εξερευνήσει και μαζί του το κοινό του που έμενε με το στόμα ανοικτό.
Στην "Λεπτή Κόκκινη Γραμμή" δεν ψάχνεις για αναπαραστάσεις μαχών και έξυπνες τακτικές (όχι ότι δεν υπάρχουν κι αυτές στο πολυσύνθετο φόντο). Δεν ψάχνεις ούτε για τους δεσμούς των αντρών, των τόσο διαφορετικών μεταξύ τους, που πρέπει ξαφνικά να γίνουν "ένα" γιατί κάποιος "ανώτερος σκοπός" το προστάζει (παρ' ότι αυτοί οι δεσμοί και το πώς ο ένας επηρεάζει τον άλλον στο παράξενο "οικοσύστημα" ενός λόχου κυριαρχούν στους διαλόγους της ταινίας). Όχι όμως. Πάνω απ' όλα ψάχνεις την δυσφορία του ανθρώπου απέναντι στον θάνατο και τη μετάλλαξή του σε ένα ζώο που έχει το τέλος, το βίαιο τέλος, μέσα του, σαν πιθανό ενδεχόμενο κάθε στιγμή. Και συνειδητοποιείς πώς αυτό που λέμε "η φύση του ανθρώπου" είναι τελικά κάτι πολύ πιο πρωτόγονο, ωμό, ακραίο απ' όλα αυτά που "η φύση του ανθρώπου" δεν θα του επέτρεπε ποτέ να κάνει. Η πραγματική, ξεχασμένη "φύση" μάχεται καθ' όλη την διάρκεια της ταινίας την επίπλαστη, επιθυμητή "φύση", πολύ πιο βίαια απ' ότι ο λόχος του Ηλία Κοτέα ορμάει στους τρυπωμένους στα λαγούμια τους Γιαπωνέζους. Κι όπως ακριβώς στο μέτωπο του Γκουανταλκανάλ, έτσι τη μία στιγμή κερδίζει η μία πλευρά και την αμέσως επόμενη η άλλη, με θλιβερές απώλειες και στις δύο.
Και ο Σων Πεν, σε μια ανάπαυλα απαντάει στον Τζον Σι Ράιλι, που του μιλάει για την παντελή, πια, έλλειψη συναισθημάτων. "Ακούγεται σαν ευτυχία". Έχω δει την ταινία μόνο 2 φορές. Αλλά την σκηνή αυτή, την χειροβομβίδα του Γούντι Χάρελσον, τους Γιαπωνέζους με την άψογη παραλλαγή που αναδύονται μέσα από την ζούγκλα, το γράμμα της γυναίκας του Μπελ και βέβαια τον παράδεισο του Γουίτ στην αρχή τα θυμάμαι σαν να τα βλέπω κάθε μέρα. Αναμφισβήτητα πρόκειται για ένα από τα καλλίτερα φιλμ όλων των εποχών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου