28 Μαρ 2013

The Besnard Lakes - Until In Excess, Imperceptible UFO


The Besnard Lakes
Until In Excess, Imperceptible UFO
(Ιανουάριος 2013)


Ορίστε μια μπάντα που θα έπρεπε να έχουμε εκτιμήσει πολύ περισσότερο. Και ορίστε οι λόγοι που δεν το έχουμε κάνει: Τόσο στο “The Besnard Lakes Are the Dark Horse” του 2007, όσο και στο “The Besnard Lakes Are the Roaring Night” του 2010, μας έπιαναν από το λαιμό και μας έκοβαν την ανάσα, για να μας αφήσουν ξαφνικά και να χαθούν όσο γρήγορα ήρθαν, αφήνοντας το ξάφνιασμά τους ανολοκλήρωτο. Στο τρίτο τους άλμπουμ επιστρέφουν για πρώτη φορά με ολοκληρωμένη συνταγή, με αρχή, μέση και τέλος, αλλά έχουν χάσει ένα πολύτιμο συστατικό στην πορεία.

Οι Besnard Lakes είναι από τον Καναδά, έχουν επικεφαλής ένα παντρεμένο ζευγάρι, αλλά οι ομοιότητες με τους Arcade Fire λήγουν κάπου εκεί. Οι Besnard Lakes είναι πολύ πιο ψυχεδελικοί, σκοτεινοί και αδιαφορούν για ξεσηκωτικούς ρυθμούς και arena rock ύμνους. Πιο κοντά στους My Bloody Valentine, ας πούμε, απ’ ό,τι στους U2, ή πιο κοντά στους Sigur Ros απ’ ό,τι στους Flaming Lips, γράφουν μουσική αργόσυρτη, ατμοσφαιρική και κάποιες ώρες δύσκολη.

Αλλά πάντα έχουν ένα στοιχείο ξαφνιάσματος, ένα ξέσπασμα που παίζει με το μυαλό σου όμορφα και σε κάνει να χαίρεσαι που μπορείς να τους εκτιμήσεις. Ή μάλλον είχαν. Στο τρίτο τους άλμπουμ, αυτό με τον ακατάληπτο τίτλο “Until in Excess – Imperceptible UFO”, το στοιχείο του ξαφνιάσματος χάνεται εντελώς στην προσπάθειά τους να παρουσιάσουν επιτέλους ένα ολοκληρωμένο σύνολο. Η επιτυχία, δηλαδή, στο πρώτο επίπεδο, σβήνει το δεύτερο και το τρίτο. Μελωδικό, ευκολόπιοτο και με φοβερή ατμόσφαιρα, θυμίζει πολύ έντονα Cocteau Twins (ή Dears που έχουν καταπιεί υπνωτικά).

Για όσους δεν τους γνώριζαν ως τώρα, και τους αρέσει αυτό το ύφος, το άλμπουμ είναι μούρλια. Όσοι τους γούσταραν από παλιά και περίμεναν το επόμενο (μεγάλο) βήμα, πάλι, μάλλον θα απογοητευθούν λίγο. Όντας ανάμεσα στους δεύτερους, ακόμη αμφιταλαντεύομαι μεταξύ του 6 και του 7 (στα 10), των δύο αριθμών όπου ως γνωστόν, η μονάδα μεταξύ τους έχει μεγαλύτερο κενό απ’ ότι μεταξύ του 5 και του 6 ή του 7 και του 8, ας πούμε...

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

27 Μαρ 2013

10 αξέχαστες μουσικές στιγμές από τις ταινίες του Pedro Almodóvar



Είναι δεκάδες τα στοιχεία στις ταινίες του Pedro Almodóvar που τον κάνουν έναν από τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες, αλλά το πώς μπλέκει τη μουσική στην πλοκή τους είναι ίσως το σημαντικότερο. Στο trailer της νέας του ταινίας «Δεν Κρατιέμαι» (“Los Amantes Pasajeros” ο πρωτότυπος τίτλος), οι τρεις φροντιστές-πρωταγωνιστές της ιστορίας τραγουδούν το “I’m So Excited” των Pointer Sisters, ένα κομμάτι που έγινε διάσημο χάρη σε μια άλλη «γραφική» ταινία, πριν 30 χρόνια, το “Summer Lovers” (με το περίφημο τρίο στη Σαντορίνη). Ωραία αφορμή για να θυμηθούμε τις κορυφαίες μουσικές στιγμές της φιλμογραφίας του.


“I’m So Excited” – Pointer Sisters (Lip synching στο “Los Amantes Pasajeros” - 2013)
Χρυσή εποχή της disco; Γκέι κίνημα; Ό,τι πρέπει για τη νέα ξέσαλλη κωμωδία του Pedro Almodovar. Σε βάζει στο κλίμα με το καλημέρα.



“Α Ciegas” – Miguel Poveda (στο “Los Abrazos Rotos” – 2009)
Η επιβλητική μουσική του Alberto Iglesias, που επιμελείται τα soundtracks του Almodovar (και που έκανε φοβερή δουλειά στο «Δέρμα που Κατοικώ» του 2011 και κυρίως στο “Volver” του 2006), δένει με το τσιγγάνικο δράμα του Miguel Poveda σε μια από τις συναισθηματικές κορυφώσεις των «Ραγισμένων Αγκαλιών».



“Volver” – Estrella Morente (Lip synching στο “Volver” – 2006)
Η συγκλονιστική εκδοχή σε φλαμένγκο ενός τάνγκο, τραγουδισμένη από την Penelope Cruz (την Estrella Morente στην πραγματικότητα), σε μια από τις πιο αξέχαστες σκηνές της καριέρας της.



"Quizas, Quizas, Quizas" – Sara Montiel (Lip synching στο “La Mala Educación” – 2004)
To drag show του Gael Garcia Bernal στην «Κακή Εκπαίδευση» περιείχε και ένα lip synching πάνω στο "Quizas, Quizas, Quizas" που τραγουδάει η Sara Montiel. Πρόκειται για την περίφημη bossa nova του Κουβανού Osvaldo Farres που τη μάθαμε ως “Perhaps, Perhaps, Perhaps” από τον Nat King Cole και, κυρίως, την Doris Day (και που το 1950 είχε κάνει ένα σχετικό σουξέ ως «Γιατί, Γιατί, Γιατί» από τη Μαίρη Λω).



“Cucurrucucu Paloma” – Caetano Veloso (στο “Hable Con Ella” – 2002)
H πιο συγκινητική στιγμή από την πιο συγκινητική ταινία του Pedro Almodovar εκτυλίσσεται όταν ο σούπερ σταρ του βραζιλιάνικου τραγουδιού Caetano Veloso ερμηνεύει ένα από τα πιο διάσημα folk τραγούδια του Μεξικό σε μια εκτέλεση που έκανε πολύ κόσμο να ξεχάσει τόσο την original της Lola Beltrán, όσο και την πιο διάσημη, του Harry Belafonte.



“The Plaint; O Let Me Weep, For Ever Weep” - Henry Purcell (στο “Hable Con Ella” – 2002)
Ο ιδανικός τρόπος για να κλείσει μια ταινία στην οποία έριξες τόσο μα τόσο κλάμα.



“Tajabone” - Ismael Lô (στο “Todo Sobre Mi Madre” – 1999)
Το τέλος της δεκαετίας του ’90 ήταν η εποχή που η μόδα της world fusion έφτανε στην κορύφωσή της. Η Ισπανία, το κατ’ εξοχήν πεδίο μείξης των μουσικών παραδόσεων δεκάδων λαών, δεν θα μπορούσε παρά να πρωτοστατεί. Και ο Pedro Almodovar σοφά επέλεξε ένα σπουδαίο κομμάτι από έναν από τους κορυφαίους εκπροσώπους της σκηνής, του Ismael Lô, για μια από τις πιο σημαντικές σκηνές του «Όλα Για Τη Μητέρα Μου»



“El Rosario de mi madre” - María Dolores Pradera (στο “Carne Trémula” – 1997)
Ένα παλιό φλαμένγκο του 1961, του Mario Cavagnaro, χρησιμοποιημένο αριστοτεχνικά από τον Almodovar στην «Καυτή Σάρκα», άνοιξε το δρόμο για παρόμοια κομμάτια και στις επόμενες ταινίες του.



“Luz de Luna” - Chavela Vargas (στο “Kika” – 1993)
Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις ένα κομμάτι από το εμβληματικό “Kika” (και ίσως το “Guaglione” να χαρακτηρίζει περισσότερο την ταινία), αλλά αυτή η υπέροχη ερμηνεία από τη μεγάλη κυρία της latin μουσικής ήταν ένας κανόνας για τις μουσικές που ακολούθησαν στην φιλμογραφία του Almodovar.



“Pecadora” – Los Hermanos Rosario (στο “Tacones Lejanos” – 1991)
Ένα μέτριο κομμάτι της περίφημης μπάντας merengue από τη Δομινικανή Δημοκρατία, έμελλε να συνδεθεί με την πιο διάσημη σκηνή του Pedro Almodovar, τον υπέροχο χορό στις γυναικείες φυλακές, από τα «Ψηλά Τακούνια», το κινηματογραφικό όργιο που μας έπεισε ότι ο Ισπανός ήταν ένα σκηνοθέτης που πρέπει να παρακολουθούμε από πολύ κοντά.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

26 Μαρ 2013

Devendra Banhart - Mala


Devendra Banhart
Mala
(Μάρτιος 2013)


Τώρα που ο Devendra Banhart κουρεύτηκε, πλύθηκε, ντύθηκε σαν μοντέλο, μπορούμε πια να τον κρίνουμε αποκλειστικά για τη μουσική του, χωρίς να χάνουμε πολύτιμο χρόνο στα στυλιστικά (ή σε θέματα υγιεινής). Να πω την αλήθεια από την αρχή: το “Mala” δεν είναι το κορυφαίο του άλμπουμ, αλλά είναι σπουδαίο. Και, μετά από τόσα χρόνια (πάνω από 10) δισκογραφικής του παρουσίας, δυσκολεύομαι να πω ποιο ήταν τελικά το καλύτερό του. Γιατί καταφέρνει, κάθε μα κάθε φορά, να αλλάζει τόσο λίγο ώστε να διατηρεί την ταυτότητά του, αλλά και τόσο πολύ ώστε να μάς χαρίζει κάτι μοναδικό.

Στο “Mala”, το όγδοό του άλμπουμ, ακούγεται εξόχως σουρεαλιστής, χώνοντας στοιχεία από κάθε γωνιά της Γης σε αναπάντεχες στιγμές (η εξέλιξη π.χ. του “Your Fine Petting Duck” από 50s tropicalia κομμάτι σε 80s europop με γερμανικό στίχο, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα), και πηδώντας από το ένα στυλ στο άλλο ασταμάτητα, διεκδικώντας τον τίτλο του Νταλί της μουσικής.

Το όλο πράγμα, όμως, δεν ακούγεται καθόλου παράταιρο, αφού πια η freak-folk έχει γίνει νόρμα και τα πειράματα του Devendra μοιάζουν εντελώς φυσιολογικά. Η μοναδική του ικανότητα, άλλωστε, να απλώνει την δική του ταυτότητα πάνω απ’ ό,τι κάνει (κυρίως χάρη στο χαρακτηριστικό κελάρυσμα της φωνής του) κάνει κάθε του στοιχείο να είναι «πάνω απ’ όλα Banhart» και μετά μεσαιωνικό, σερβικό, τσιγκάνικο, φλαμένγκο ή ό,τι άλλο έχει χωρέσει μέσα στο “Mala”.

Το πιο αξιοσημείωτο απ’ όλα είναι ότι στο “Mala” υπάρχουν 2-3 κομμάτια, φτιαγμένα για να γίνουν hits, να χορευτούν, να τραγουδηθούν, να αγαπηθούν και να κάνουν τον Banhart έναν αστέρα. Έχουμε ν’ ακούσουμε πολύ “Won’t You Come Over”, “Hatchet Wound” και “Your Fine Petting Duck”. Ωραία πράγματα. 8 στα 10 κ’ έτσ’.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

25 Μαρ 2013

Suede - Bloodsports

Suede
Bloodsports
(Μάρτιος 2013)


Οι Suede είναι μια μπάντα που εκτοξεύθηκε πρόωρα στη σφαίρα του θεϊκού (αλλά με απίστευτη άνεση κατάφερε να επιβεβαιώσει τις προσδοκίες), για να συντριβεί εξίσου πρόωρα στον Καιάδα της απογοήτευσης. Εκεί που μαζεύονται όλοι αυτοί οι μουσικοί που, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, χάνουν τον προσανατολισμό τους και, μέσα από ένα ασύλληπτο writer’s block, μάς προτείνουν το ένα αδιάφορο άλμπουμ μετά το άλλο. Αλλά για την ιστορία του γκρουπ μπορείς απλά να μεταβείς εδώ και θα τα θυμηθείς όλα.

Οι Suede, βέβαια, έχουν ένα ακόμη χαρακτηριστικό: είναι μια μπάντα με πιο μοναδική... μοναδικότητα από τις άλλες. Ήταν αυτή που άναψε το φυτίλι της Βritpop, αλλά που δεν αντιγράφηκε ποτέ από κάποιον κλώνο. Ακόμη και σήμερα, αν ψάξεις να βρεις ποιο συγκρότημα ακολούθησε περισσότερο τους Suede, το πιο πιθανό είναι ότι θα καταλήξεις μόνο στους Matisse –όταν π.χ. θα βρεις δεκάδες copycats των Blur ή των Pulp. Στο πλαίσιο της μοναδικότητας αυτής ήταν και το πώς επέλεξαν να διαχειριστούν το εμφανές τοις πάσι πρόβλημα της έλλειψης προσανατολισμού μετά τα δύο πρώτα, συγκλονιστικά τους άλμπουμ: εγκατέλειψαν την ενεργό δράση για μια δεκαετία και ξαναβρέθηκαν μόνο όταν πια ένιωσαν έτοιμοι να δώσουν κάτι αντάξιο του παρελθόντος τους.

Οι περισσότεροι πιστεύαμε ότι η αιτία για την πτώση των Suede ήταν η αποχώρηση του Bernard Butler, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, αλλά το “Bloodsports” έρχεται να λήξει για πάντα τη συζήτηση αυτή. Ο Richard Oakes, η αμφιλεγόμενη επιλογή του Brett Anderson για τον ρόλο του αντι-Butler εκείνα τα χρόνια, μάς χαρίζει τόσο κοφτερά και έντονα riffs και solos στο νέο άλμπουμ που δεν είναι ιεροσυλία να τα συγκρίνεις μ’ αυτά του “Dog Man Star”. Είναι η κυρίαρχη μορφή των Suede αυτή τη φορά. Kι ας είναι παρών ο Neil Codling, τα keyboards του παίζουν συνοδευτικό ρόλο κι αφήνουν την κιθάρα να πάρει τα ηνία.

Αυτή η επιλογή δεν είναι τυχαία. Το “Coming Up”, το τρίτο άλμπουμ των Suede, δεν ήταν κακό, αλλά ήταν η αρχή της σήψης. Η ποπίζουσα διάθεσή του και η μεγάλη του εμπορική επιτυχία ήταν που έβγαλαν τη μπάντα από το δρόμο της. Η επιστροφή στο ωμό σερβίρισμα που είχαν τα δύο πρώτα άλμπουμ των Suede, με την κιθάρα να κυριαρχεί και τα κομμάτια να έχουν πάντα μια σκοτεινή γωνιά, στην οποία σε τραβούν ξαφνικά εκεί που δεν το περιμένεις, για να εξελιχθούν με έναν αναπάντεχο τρόπο (και όχι γραμμικά, όπως στα απογοητευτικά “Head Music” και “A New Morning”) είναι το πιο δυνατό χαρακτηριστικό του “Bloodsports”.

Όχι ότι λείπει το σέξι, το ποπ, το γκλαμ που είχαν στο “Coming Up”. Πρακτικά, με το “Bloodsports” οι Suede καταφέρνουν να μοιραστούν την ανατριχίλα του “Dog Man Star” μέσα από τα ποπ κανάλια που πρωτοδοκίμασαν στο “Coming Up”. Δηλαδή με έναν ολοκαίνουργιο, μοναδικά Suede τρόπο.

Και μετά είναι η δομή του δίσκου. Χωρίζεται σαφώς σε δύο μέρη: Στο ανθεμικό πρώτο, με κομμάτια όπως το “Barriers” (με το α λα U2 «ωωω ωωω» να εγγυάται επικά sing alongs στα φεστιβάλ), το ανεβαστικό πρώτο single “It Starts And Ends With You” ή το πιο Suede κομμάτι απ’ όλα, το “Hit Me”, που θα ξαναδώσουν στη μπάντα κοινά δεκάδων χιλιάδων οπαδών στις συναυλίες και μπόλικο air time στο ραδιόφωνο. Και στο ρομαντικό δεύτερο. Γιατί αν δεν μπορείς να ζήσεις μια καταθλιψούλα ή να γράψεις ένα ερωτικό γράμμα ακούγοντας Suede, τότε τι Suede θα ήταν αυτοί; Και, στην ουσία, σε ταξιδεύει τραγούδι με τραγούδι στην ίδια την ιστορία της μπάντας, από το μεγαλείο στο δράμα, καταλήγοντας στο επικό “Faultlines”, μια στοιχειωτική, βυρωνική μπαλάντα, ισάξια των πιο εκφραστικών στιγμών του παρελθόντος του Brett Anderson.

Δεν είναι, βέβαια, όλα τέλεια στο “Bloodsports”. Ο Brett υπερβάλλει στη χρήση του reverb και των λοιπών εφέ στα φωνητικά του, κάνοντας το τελικό αποτέλεσμα λιγάκι πιο «επαγγελματικό» απ’ όσο θά ‘πρεπε. Σαν να φοβάται να αφήσει τον κόσμο να δει τις ρυτίδες του, σαν να διστάζει ν’ ακολουθήσει τα δικά του λόγια και να «ραγίσει» λίγο (το "a hairline crack in the radiator leaking life" είναι ο πιο χαρακτηριστικός στίχος του “It Starts And Ends With You”, αυτός που υπενθυμίζει ότι στο μοναδικό σύμπαν των Suede τίποτε δεν είναι τόσο απλό όσο οι έννοιες «καλό» και «κακό»). Το όλο άλμπουμ σε ρουφάει μεν, αλλά δεν σου χαρίζει εκείνη την ανατριχίλα που σού άφηναν τα δύο πρώτα τους ή το “Sci-Fi Lullabies”, ο διπλός δίσκος με τα b-sides της πρώτης πενταετίας τους. Γιατί οι ίδιοι οι Suede έχουν επιλέξει να το κρατήσουν λίγο πιο απρόσιτο και σνομπ απ’ όσο θα μπορούσε να είναι.

Ίσως φοβήθηκαν την τόσο άμεση επιστροφή στο «καταραμένο» στυλ που τους καθιέρωσε. Ίσως δεν ήταν έτοιμοι για τόσο μεγάλη έκθεση σ’ ένα κοινό που κανείς δεν ήξερε πώς θα τους αντιμετώπιζε τόσα χρόνια μετά. Αλλά μέσα στο “Bloodsports” (ακούστε το όλο εδώ) υπάρχουν όλα τα στοιχεία του μεγαλείου τους. Για μένα, είναι το τρίτο καλύτερο άλμπουμ τους, μετά το κορυφαίο “Dog Man Star” και το εκπληκτικό ντεμπούτο τους, το “Suede”, και ταυτόχρονα η πιο σημαντική απόδειξη ότι ένα τέταρτο του αιώνα μετά, μπορούν όντως κάποια στιγμή να επιστρέψουν στον Όλυμπο της νιότης τους.

Ναι, η αναμονή άξιζε τουλάχιστον τα οχτώμισι από τα έντεκα χρόνια της (κάτι που σε αναγωγή στην κλίμακα βαθμολόγησης Μάρκου Φράκου μάς δίνει κάτι σαν 7,5 στα 10...).

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

16 Μαρ 2013

Γιατί το "Veronica Mars" έβγαλε πάνω από 2 εκατομμύρια σε μια μέρα στο Kickstarter



(Tρίτο θέμα σε τρεις μέρες για το Kickstarter.com - όχι δεν είναι χορηγός μας. Έτυχε.)

Στις 5 πρώτες ώρες είχε μαζέψει ήδη 1 εκατ. δολάρια. Έκλεισε το πρώτο δεκάωρο με 2 εκατ. δολάρια στο καλάθι του. Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, πριν καν κλείσει η πρώτη μέρα από τη στιγμή που ο Rob Thomas, o δημιουργός και παραγωγός " της τηλεοπτικής σειράς "Veronica Mars" βγήκε στο Kickstarter και ζήτησε χρηματοδότηση για να μεταφέρει τη δημοφιλή σειρά στη μεγάλη οθόνη, το ποσό είχε ήδη φτάσει τα 2,5 εκατ. δολάρια. Ο Rob ζήτησε 2 όλα κι όλα. Και περίμενε ότι θα τα μαζέψει σε ένα μήνα...

Μόλις πριν λίγες μέρες σας παρουσιάζαμε την Amanda Palmer να μιλά στο TED για το πώς κατάφερε να μαζέψει 1 εκατ. δολάρια μέσω του Kickstarter για να χρηματοδοτήσει το άλμπουμ της. Και δεν έχει περάσει ούτε μία εβδομάδα από τότε που σας διηγηθήκαμε την ιστορία της Alexz Johnson, που εμπνεύστηκε από την Palmer και έκανε έρανο για μια τουρνέ στις ΗΠΑ. Και των δύο οι επιτυχημένες καμπάνιες στο Kickstarter μοιάζουν σήμερα ανέκδοτα. Γιατί αυτό που πέτυχε το “Veronica Mars” τις ξεπερνά σε παρανοϊκό βαθμό.

Η ιστορία του “Veronica Mars” είναι παρόμοια μ’ αυτές των Palmer και Johnson. Η αγαπημένη νεανική σειρά των 00s ξετυλίχτηκε σε 64 επεισόδια από το 2004 ως το 2007, αφήνοντας τους φανατικούς της φίλους με τη δίψα για κάτι ακόμη. Ο Thomas υποσχέθηκε μια ταινία, αλλά για 4 χρόνια την ανέβαλλε είτε επειδή έκανε άλλα πράγματα είτε (ακριβώς γιατί έκανε άλλα πράγματα και την ανέβαλλε) επειδή τα στούντιο θεωρούσαν ότι το momentum έχει χαθεί και δεν πολυπίστευαν στην ιδέα.

Η Warner Brothers, που έχει τα δικαιώματα της σειράς, δήλωσε στον Thomas όταν εκείνος επανέφερε την πρόθεσή του στο τραπέζι, ότι θα συμφωνούσε στην ταινία μόνο αν μπορούσε να της αποδείξει πως το κοινό πραγματικά ενδιαφέρεται για κάτι τέτοιο. Κι εκείνος έκανε ό,τι πιο απλό μπορούσε να κάνει. Ανέβασε χθες μια καμπάνια στο Kickstarter. Μ’ ένα σμπάρο πέτυχε δυο τριγόνια: και στη μούρη του στούντιο μπορεί να τρίψει το απόλυτο ρεκόρ που έχει επιτευχθεί ποτέ σε ιντερνετικό «έρανο» (το ρεκόρ για το πρώτο εκατομμύριο δολάρια ήταν 7 ώρες για το RPG “Torment”). Και με το συνολικό ποσό που θα μαζέψει (που πιθανότατα θα είναι επίσης νέο ρεκόρ -το μεγαλύτερο ποσό που έχει μαζευτεί ως τώρα ήταν τα 10 εκατ. για το ρολόι της Pebble), θα προεξοφλήσει την οικονομική επιτυχία της ταινίας του.

Αυτό, όμως, που έχει πιο μεγάλη σημασία είναι η νέα τάση που δημιουργούν ιδέες σαν το Kickstarter. Πλέον είναι ο χρήστης που παίρνει το παιχνίδι στα χέρια του και που ορίζει τι έχει μέλλον και τι όχι. Κι αυτό, τις περισσότερες φορές, δεν συνάδει με τα κριτήρια των μουσικών ή των κινηματογραφικών στούντιο. Εκεί, δηλαδή, που απέτυχε η Bjork (όταν ζήτησε χρήματα για να φτιάξει app του “Biophilia” για τα Windows 8 και το Android), πέτυχε η Amanda Palmer ή η, πολύ πιο άσημη, Alexz Johnson. To “Veronica Mars” –ακόμη πιο χαρακτηριστικά– ήταν μια σειρά που πάντα έπαιρνε κορυφαίες κριτικές, αλλά που τα νούμερά της δεν ήταν ποτέ εντυπωσιακά. Και γι’ αυτό κόπηκε το 2007. Φαίνεται, όμως, πως αυτοί οι λίγοι που την έβλεπαν φανατικά ήταν έτοιμοι, με το δάχτυλο στο ποντίκι, να κάνουν το καλό την στιγμή που έπρεπε –έτσι δεν είναι, Jumping Fish Εditor; [Editor's note: ναιιιιιιιιι]

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

14 Μαρ 2013

Πώς η Amanda Palmer "νίκησε" τη μουσική βιομηχανία


Ίσως διάβασες τις προάλλες για το πώς η Alexz Johnson κατάφερε να κάνει μια ολόκληρη τουρνέ στις ΗΠΑ και πώς άρχισε να χρηματοδοτεί το προσωπικό της άλμπουμ (την παραγωγή του, δηλαδή), μέσω του Kickstarter. Πρότυπό της ήταν η φοβερή και τρομερή Amanda Palmer που κατόρθωσε πέρσι να προσπεράσει τη μουσική βιομηχανία και να φτιάξει μόνη της το δίσκο της, αντλώντας χρηματοδότηση από φίλους, γνωστούς και αγνώστους, μέσω του ίδιου site.

Την περασμένη εβδομάδα η Amanda Palmer μίλησε στο TED του Λονγκ Μπιτς της Καλιφόρνιας, κάνοντας μια υπέροχη αναδρομή στην καριέρα της, από τα χρόνια που έκανε το «άγαλμα» στους δρόμους, μέχρι το περσινό της project στο Kickstarter, που μάζεψε πάνω από 1 εκατ. δολάρια, ποσό – ρεκόρ για το site.

Η όλη φιλοσοφία της Palmer είναι ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι σε συνεχή επαφή με το κοινό του. Και πλέον, μέσω Internet, δεν έχει καν ανάγκη από τη μουσική βιομηχανία για να το κάνει. Αντί να προσπαθεί να κάνει τους fans να αγοράσουν τη μουσική του, μπορεί να τους τη δώσει δωρεάν και εκείνοι –αν τους αρέσει– να βοηθήσουν στην παραγωγή της. Το δικό της παράδειγμα αποδεικνύει ότι γίνεται. Αλλά είναι καλύτερο να τη βλέπεις να το διηγείται από το να διαβάζεις τι γράφω εγώ. Απόλαυσέ την.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

13 Μαρ 2013

Πώς να χρηματοδοτήσεις μια τουρνέ και να βγάλεις ένα άλμπουμ μέσω Internet



Η Alexz Johnson είναι μια συμπαθέστατη Καναδή μουσικός που γράφει εύπεπτη soul pop, σαν αυτήν της Adele που τόσο λατρεύουν τα 16χρονια κορίτσια (κάτι που γράφω με τεράστια αγάπη και χωρίς κανένα ίχνος ειρωνείας). Είναι 25 ετών, αλλά το ταλέντο της είχε κάνει αίσθηση πριν καλά καλά κλείσει τα 11, όταν έπαιζε και τραγουδούσε σε ένα παιδικό show της Disney. Κέρδισε βραβεία, καλές κριτικές και ένα συμβόλαιο με την Capitol Records. Ήταν μόλις 18 ετών όταν έβαζε την υπογραφή της. Τρία χρόνια αργότερα, τα δικαιώματά της πέρασαν στην Epic (ανήκει στη Sony) που όμως άρχισε να την αγνοεί.

Εκτός από δύο άλμπουμ με τα κομμάτια που τραγουδούσε στη σειρά, η εταιρεία καθυστερούσε συνεχώς την έκδοση του υλικού που έγραφε η ίδια η Johnson. Και η Καναδή, αφού είδε και απόειδε στις συνεννοήσεις με τους υπαλλήλους της Epic, αποφάσισε κάποια στιγμή να πάρει την τύχη της στα χέρια της. Ξεκίνησε μια καμπάνια στο Kickstarter.com, ζητώντας από όποιον ήταν πρόθυμος να χρηματοδοτήσει μια τουρνέ της στην Αμερική, η οποία με τη σειρά της θα χρηματοδοτήσει την παραγωγή ενός προσωπικού άλμπουμ.

Δεν ήταν τόσο παράλογο το αίτημά της. Πέρσι, η Amanda Palmer ζήτησε και πήρε τη μεγαλύτερη επένδυση που έχει γίνει ποτέ στο Kickstarter, μαζεύοντας περισσότερο από ένα εκατομμύριο δολάρια με τα οποία κατάφερε να ολοκληρώσει την παραγωγή του άλμπουμ της. Φυσικά, οι προσδοκίες της Alexz Johnson ήταν αρκετά χαμηλότερες. Ζήτησε 30.000 για τα έξοδα της περιοδείας της.

Τελικά μάζεψε 70.000… Νοίκιασε ένα βανάκι, μάζεψε την μπάντα της και γύρισε τη μισή Αμερική όλο το καλοκαίρι του 2012. Όπου εμφανίστηκε, έκανε πολύ καλή εντύπωση, οπότε της ζήτησαν να επιστρέψει. Για τη φετινή τουρνέ ξαναχρησιμοποιεί το Kickstarter, αλλά αυτή τη φορά όχι για να χρηματοδοτήσει την ίδια την περιοδεία. Τώρα ζητάει χρήματα για να γράψει το άλμπουμ της (σαν την Amanda Palmer δηλαδή), χρησιμοποιώντας τις συναυλίες της σαν διαφήμιση για την online καμπάνια της.

Η χρήση του Internet δεν σταματά εκεί. Από το blog της ενημερώνει το κοινό της για κάθε πτυχή της περιοδείας, έχοντας ένα φωτογράφο να την ακολουθεί (σχεδόν) παντού. Το κοινό που πληρώνει για τον δίσκο, νιώθει ότι μετέχει στην όλη διαδικασία. Η ίδια η Alexz Johnson φροντίζει γι’ αυτό. Όταν κάποιος χρήστης πλήρωσε 5.000 δολάρια, δεν δίστασε να κανονίσει ένα μίνι gig γι’ αυτόν και τους φίλους του στο σπίτι του –και να το διαφημίσει από το blog της.

Έγραφα τις προάλλες για το πώς η ψηφιακή τεχνολογία και το Internet άλλαξε την μουσική βιομηχανία. Και σημείωνα πως για πρώτη φορά από το 1999 τα νούμερα λένε μια θετική ιστορία. Οι μουσικοί και οι άνθρωποι γύρω από τη μουσική αρχίζουν επιτέλους να κατανοούν πώς το Internet μπορεί να τους βοηθήσει (και κυρίως ότι δεν είναι ο Σατανάς). Το παράδειγμα της Amanda Palmer και της Alexz Johnson είναι σίγουρο πως θα γίνει αντικείμενο μίμησης στο μέλλον. Και μια νέα συνήθεια πρόκειται να γεννηθεί. Αντί να αγοράζεις ένα άλμπουμ, θα γίνεσαι συμπαραγωγός του. Θα ποντάρεις σε ένα ευχάριστο στοίχημα, πουσάροντας αυτόν που γουστάρεις και αγνοώντας αυτόν που βαριέσαι. Οι δημόσιες σχέσεις, τα social media και οι έξυπνες ιδέες θα παίξουν μεγαλύτερο ρόλο από ποτέ. Αλλά ακόμη μεγαλύτερο ρόλο θα παίξει η ίδια η μουσική. Η καλή μουσική.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

11 Μαρ 2013

10 "άγνωστα" αριστουργήματα των Suede



(Διαβάζεται ιδανικά με το πάτημα του κάθε link, την απόλαυση του κομματιού ως το τέλος του και την ανάγνωση, στη συνέχεια, της επόμενης παραγράφου, ακολουθώντας την ίδια μέθοδο. Enjoy!)

Δεν θέλω να κρατάω μεγάλο καλάθι για το “Bloodsports”, το έκτο άλμπουμ μιας από τις πιο αγαπημένες μου μπάντες (και το πρώτο των Suede εδώ και 11 χρόνια), αλλά κανείς δεν θα μου στερήσει το δικαίωμα να ελπίζω. Τι προσδοκώ, το ‘χω πει πάνω-κάτω εδώ. Σε λίγο θα ξέρουμε. Μέσα Μαρτίου θα κυκλοφορήσει και ήδη στριμάρει στο NPR. Μακάρι νά ‘ναι ένα ταξίδι πίσω στα πιο μπερδεμένα μας χρόνια. Και να μην είναι, δεν θα χαλάσουμε τις καρδιές μας. Και μόνο από την αναμονή αυτή κάτι έχω –έχουμε- κερδίσει. Επανακροάσεις του “Dog Man Star” με χαμηλό φως και δυο δάχτυλα Jameson σε ώρες που τα σχεδόν 40 χρόνια της καμπούρας μας και το φορτωμένο πρόγραμμα της επόμενης ημέρας δεν επιτρέπουν ούτε δέκα λεπτά ξενύχτι είναι κάτι. Είναι Suede παρέκκλιση.

Μέχρι την επίσημη κυκλοφορία, ας θυμηθούμε ποιοι είναι οι Suede. Ή μάλλον ας τους ξανακαλύψουμε. Μέσα από b-sides και μερικά κομμάτια που έμειναν κρυμμένα στη σκιά των μεγάλων τους hits (εκείνων που όρισαν λίγο-πολύ τα 90s μας). Για τους Suede, άλλωστε, τα b-sides ήταν ανέκαθεν μια ξεχωριστή ιστορία: Ήταν τραγούδια –τουλάχιστον στην πρώτη τους, τη «χρυσή» πενταετία- που ανταγωνίζονταν στα ίσια όσα διάλεγαν για τα άλμπουμ τους. Όταν τα μάζεψαν όλα μαζί και έστησαν εκείνο το θεσπέσιο “Sci-Fi Lullabies”, το καταλάβαμε καλύτερα. Σήμερα ανθολογώ σε μεγαλύτερο εύρος χρόνου. Προσπαθώ να χωρέσω και τα χρόνια της παρακμής μέσα. Θα δεις ότι αξίζει τον κόπο.


My Insatiable One
Τον Μάιο του 1992, δέκα μήνες πριν την κυκλοφορία του “Suede”, ο Brett Anderson και o Bernard Butler καβαλούσαν το άρμα της Βritpop φορώντας ο ένας μια μάσκα του Bowie κι ο άλλος του Johnny Marr των Smiths και αυθάδικα κυκλοφορούσαν το “Drowners”. Αλλά ήταν στην πίσω μεριά εκείνου του αναπάντεχου single που κρύβονταν τα σπουδαία για τους Suede. Ένα κάπως χαρούμενο, κάπως ξέγνοιαστο κομμάτι, μιλούσε για την απληστία των ‘90s, για όλους εμάς που τα θέλαμε όλα -και τα προλαβαίναμε μ’ ένα Depon να σκοτώνει τον πονοκέφαλο την κρίσιμη στιγμή. Το “My Insatiable One” δεν έκανε ιδιαίτερη αίσθηση πριν 21 χρόνια, αλλά σήμερα συμπυκνώνει όλα τα ωραία κι όλα τα άσχημα των Suede σε κάτι λιγότερο από τρία λεπτά καταιγιστικών ντραμς και Butlerικών κιθαριστικών εμμονών.


Where The Pigs Don’t Fly
Παρέα με το εθιστικό “Metal Mickey”, γεμίζοντας το b-side του, έρχεται τον Σεπτέμβριο του 1992 άλλο ένα κομμάτι γεμάτο με την κιθαριστική μαεστρία του Bernard Butler, αλλά ακόμη περισσότερο με την στιχουργική αυθάδεια του Brett Anderson. Το “Where The Pigs Don’t Fly, I Do” σημαίνει πολύ απλά ότι οι Suede είχαν σκοπό να πετύχουν το ακατόρθωτο. Μερικούς μήνες αργότερα χιλιάδες fans ανά τον κόσμο είχαν πειστεί ότι αυτό θα συμβεί όντως, όταν κυκλοφορούσε το απίστευτο ντεμπούτο τους.


Pantomime Horse
Το 1993 ήταν μεν ρομαντικοί δανδήδες, αλλά περισσότερο ήταν glam και νευρώδεις και σέξι. Ήταν πιο πολύ “Animal Nitrate” και “Metal Mickey” απ’ ότι “Sleeping Pills”. Ήταν περισσότερο “So Young” απ’ ότι “Pantomime Horse”. Κι όμως, είναι αυτό τους το κομμάτι, στρατηγικά τοποθετημένο στη μέση του ντεμπούτου τους, στη σκιά των γκλαμουράτων «εισαγωγών» τους και λίγο πριν τα τραγούδια που χορεύτηκαν όσο λίγα την δεκαετία του ’90, που μιλάει για τους Suede περισσότερο απ’ οποιοδήποτε άλλο: για το εγκλωβισμένο τους μεγαλείο, τις εσωτερικές συγκρούσεις που δεν θ’ άφηναν ποτέ αυτή την μπάντα να μεγαλουργήσει όσο πρόδιδαν τα πάντα πάνω της, για την καταραμένη τους τάση προς αυτοκαταστροφή. Ποιητικά άψογο, συνθετικά συγκλονιστικό, με τον Bernard Butler να κόβει ένα riff τόσο βαρύ, σαν ταφόπλακα που θέλει να σημάνει το τέλος της μπάντας πριν αυτή καλά καλά κάνει τα πρώτα της βήματα, το “Pantomime Horse” ακούγεται σήμερα σαν το πιο επίκαιρο, το πιο σαφές κομμάτι του ντεμπούτου των Suede –ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή, απ’ αυτό που ήταν τότε...


The Living Dead
Το “Stay Together” ήταν ένα πανέμορφο maxi-single (περισσότερο ΕΡ το λες) που λειτούργησε σαν γέφυρα ανάμεσα στο “Suede” και το “Dog Man Star”. Κυκλοφόρησε το Μάρτιο του ’94, επτά μήνες πριν το δεύτερο άλμπουμ των Suede και περιλάμβανε πέντε κομμάτια, το ένα καλύτερο απ’ το άλλο. Το ομώνυμο και το “My Dark Star” γνώρισαν σχετική επιτυχία αμέσως, όντας ιδιαίτερα εύπεπτα, «ραδιοφωνικά» που λέμε, αφήνοντας στην σκιά το πραγματικό διαμάντι του single, το “The Living Dead”, μια ακραία συναισθηματική μπαλάντα που μιλά για το πώς ο εθισμός στην ηρωίνη πρόκειται να καταστρέψει μια σχέση. Ναι, μοιάζει σαν ενδοSuedeικός διάλογος των επόμενων δύο-τριών ετών, γεμάτος «θα μπορούσαμε, αν...» και αποχαιρετισμούς.


The Asphalt World
Αν ήταν κάτι που ξεχώριζε τους Suede απ’ όλες τις μπάντες του σιναφιού της, ήταν ότι μιλούσαν για όλη την παραζάλη των 90s με πρωτοφανή ποιητική διάθεση, μετατρέποντας κάθε απίθανη ιστορία σε στίχους. Το αγαπημένο μου κομμάτι απ’ όσα έχουν γράψει μέχρι σήμερα είναι ένα σχεδόν δεκάλεπτο έπος που κρύβεται στο τέλος του “Dog Man Star”, και μιλά για ecstasy και άλλους εθισμούς, αλλά πάνω απ’ όλα μιλά για την παράνοια ενός παράξενου ερωτικού τριγώνου απ’ αυτά που σκαρώνονταν τότε κάθε λίγο και λιγάκι στις τουαλέτες των mega-clubs και στις διακοπές στη Μύκονο και την Ιμπίθα. Ο Brett Anderson θρηνεί την απόδραση της τότε κοπέλας του, που τον άφησε για μια άλλη γυναίκα, πνίγοντας τον πόνο του σε συγκαλυμμένη ειρωνία για μια γενιά που δεν ήταν ποτέ ικανοποιημένη με τίποτε –ξεχνώντας ίσως ότι ο πιο χαρακτηριστικός της εκπρόσωπος ήταν αυτός ο ίδιος.


Europe Is Our Playground
Το single που προανήγγειλε την επιστροφή των Suede, μετά το χωρισμό τους με τον Butler ήταν το “Trash”. Και ήταν μάλλον δύσκολο στην πέψη για την πρώτη φουρνιά των οπαδών τους. Θα έλεγε κανείς ότι με τον Butler μακριά, ο Anderson θα γινόταν ακόμη πιο δύσκολος, πιο σκοτεινός και εσωστρεφής, αλλά το όλο πράγμα μάλλον λειτούργησε εντελώς ανάποδα και οι Suede έβγαλαν στο “Coming Up” όση γκλαμουριά δεν είχαν βγάλει ούτε στο ντεμπούτο τους. Στην πίσω μεριά του “Trash”, ωστόσο, υπήρχε το τελευταίο υπόλειμμα της πρώτης τους περιόδου, το συγκλονιστικό “Europe Is Our Playground”, χαλκευμένο στις τουρνέ του γκρουπ ανά την Ευρώπη (είχαν περάσει και από την Ελλάδα από νωρίς –για να μας ξαναεπισκεφτούν δυο φορές στα χρόνια της παρακμής) και πάνω από καθρεφτάκια με λευκές σκόνες.


Every Monday Morning Comes
Στο ίδιο single, το “Trash”, το τρίτο κομμάτι ήταν το πιο αισιόδοξο πράγμα που έχει βγει ποτέ από το μυαλό του Brett Anderson κι ένα από τα ελάχιστα κομμάτια που με κάνουν να δακρύζω σχεδόν κάθε φορά που το ακούω. Από αισιοδοξία...


Duchess
B-side και αυτό, του “Film Star”, ενός από τα πιο μέτρια singles που βγήκαν από το “Coming Up”, το “Duchess” σηματοδοτεί μια ελαφρά αλλαγή στον τρόπο που οι Suede αντιμετωπίζουν την παρακμή. Λίγο ειρωνικά πια, λίγο χαμογελαστά, βγάζουν έναν ελαφρό διδακτισμό. Δεν παρατηρούν πλέoν, είναι τόσο έμπειροι που εξηγούν. Σε κάποιους άρεσε αυτό, σε άλλους όχι. Το συγκεκριμένο κομμάτι, όμως, ήταν τόσο ιδιαίτερο που δεν άφησε αδιάφορο κανέναν.


Read My Mind
Το “Head Music”, το τέταρτο άλμουμ των Suede, ήταν περίεργο. Άνισο, αδικούσε τον εαυτό του με τα σκαμπανεβάσματά του. Τα singles του ήταν επίσης παράξενα. Στην ποιότητα, δεν δικαιολογούσαν την ως τότε εμμονή της μπάντας με τα b-sides. Μόνο στη φόρμα. Το “Read My Mind” ήλθε το 2000, στην πίσω πλευρά του single “Let Go” και ήταν καλύτερο από τα μισά και παραπάνω κομμάτια που είχαν χωρέσει στο άλμπουμ. Όχι, δεν είναι ένα αριστούργημα, με την έννοια που είναι το “The Living Dead” ή το “Europe Is Our Playground”, αλλά είναι ένας ύμνος, χαρακτηριστικότατος της στροφής που ήθελαν να πάρουν οι Suede στο τέλος της δεκαετίας του ’90, ένα blueprint που θα τους είχε οδηγήσει σε νέα μεγαλεία, αν τελικά αποφάσιζαν να το χρησιμοποιήσουν...


Instant Sunshine
Το “Obsessions” είναι το κομμάτι των Suede που αντιπροσωπεύει όλα όσα με χαλάνε στην μπάντα, όλα όσα με ενοχλούν στον δρόμο που διάλεξε τελικά να πάρει. Το παράξενο είναι ότι ανάμεσα στα b-sides του ήταν και το υπέροχο “Instant Sunshine”, όπου ο Brett Anderson για πρώτη φορά δεν διστάζει να κάνει μια τόσο άμεση αναφορά σε μια από τις μεγαλύτερες επιρροές του, τον David Bowie. Πολυεπίπεδο και πολυσύνθετο, δύσκολο αλλά και glam την ίδια ώρα, το “Instant Sunshine” δεν μοιάζει με τίποτε άλλο της περιόδου 2002-2003 (όταν βγήκε και το “A New Morning”, το τελευταίο άλμπουμ των Suede), θέλοντας ίσως κι αυτό να δηλώσει πως εκεί που πήγε η μπάντα ήταν αδιέξοδο, αλλά ευτυχώς έχουν τον χάρτη για έναν άλλο, πιο βατό δρόμο. Ελπίζω ότι για το “Bloodsports” έχουν οδηγήσει από εκεί.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)


8 Μαρ 2013

The Joy Formidable - Wolf's Law

The Joy Formidable
Wolf's Law
(Ιανουάριος 2013)



Θυμάμαι την ανατριχίλα που μ’ έπιανε κάθε φορά που άκουγα Lush. Εκείνη την ταραχή, τη θαλερή μανία να σκαρφαλώσω σε μάντρες και ταράτσες και να σκαρώσω κάποιο δικό μου urban sport με την αδρεναλίνη να ψεκάζει τους από κάτω. Ήταν άλλες εποχές τότε, βέβαια, ήμουν πιο νέος και με σήκωναν τα πόδια μου (όχι ως τις ταράτσες, αλλά τουλάχιστον άντεχα ακόμη τα συνεχή ξενύχτια και τα 12ωρα στη δουλειά και τα τρεξίματα «όλα μέσα» ως την άκρη της παραλίας και πίσω). Αλλά τον αισθητήρα Lush δεν τον πήγα στο off ακόμη κι όταν πέρασαν τα χρόνια. Απλά, με μεγάλη μου απογοήτευση διαπίστωνα πως το λαμπάκι του δεν άναβε σχεδόν ποτέ. Πως δεν μπορούσε με τίποτε να βρει τους διαδόχους τους.

Κάποια στιγμή, πριν 10 χρόνια περίπου, κάποια αχνά «μπιπ μπιπ» και μερικά ασθενικά αναβοσβησίματα σημειώθηκαν με το emo rock. Μού άρεσαν ιδιαίτερα οι Coheed & Cambria και είχα, φυσικά, ξετρελαθεί με το «Black Parade» των My Chemical Romance. Αλλά η πολλή πόζα και το ρίμελ στερούσαν απ’ το κίνημα εκείνο την αυθεντική αλητεία της dreampop των Lush, των Elastica, των Catatonia, των Drugstore, των Echobelly. Όχι, ήταν άλλο πράγμα, δεν γεννούσε τα ίδια συναισθήματα.

Οι The Joy Formidable άργησαν πολύ. Αλλά έφεραν αυτό που είχε λείψει στην πορεία. Κάποιοι θα διαφωνήσουν. Θα πουν πως υπάρχουν μπόλικα noise rock σχήματα που έκαναν την δουλειά των dreampopers τόσο καιρό. Οι Japandroids, ας πούμε. Δεν ξέρω. Ίσως αυτό που μου έλειπε σε όλους αυτούς που γουστάρουν να σου παίρνουν τ’ αυτιά, αλλά και στους shoegazers μέντορές τους, ήταν η ουσία. Ο θόρυβος δεν ήταν απλά το μέσο, δηλαδή, αλλά ο αυτοσκοπός τους. Με τους Joy Formidable είναι αλλιώς.

Στο δεύτερό τους άλμπουμ (το ακούτε εδώ), σκάνε ακόμη πιο αγριεμένοι απ’ το προ διετίας ντεμπούτο τους, με μια λονδρέζικη μαγκιά (μην πιπιλίσεις την καραμέλα περί Ουαλίας – οι Joy Formidable έχουν αφήσει εδώ και καιρό τις ρίζες τους για το urban σκηνικό της βρετανικής πρωτεύουσας) και πάνω απ’ όλα με μια υπεραπλουστευμένη θεωρία περί της μουσικής. Τα ντραμς βαράνε μανιασμένα, οι κιθάρες βρυχώνται με μια χεβιμεταλλική διάθεση και η Ritzy Bryan απαγγέλλει χαρούμενα, ατάραχα, με επιτηδευμένη αφέλεια τα επικά της στιχάκια –κάποτε είναι Sinead O’Connor και κάποτε Courteney Love. Όλο αυτό είναι τόσο δυναμικό, τόσο ζωηρό, τόσο fun, που είναι σχεδόν ιεροσυλία να αναφέρονται ως επιρροές για τους Joy Formidable καλλιτέχνες όπως οι My Bloody Valentine. Απλά δεν ισχύει. Άκου ξανά το «Wolf’s Law» και θα ανακαλύψεις πως περισσότερες επιρροές έχουν από Black Sabbath και Led Zeppelin παρά απ’ ότι περιφέρει περήφανο τον όρο “noise” ή “shoegaze” για να ψαρώnει τα πλήθη.

H μεγάλη τέχνη, βέβαια, στο «Wolf’s Law» είναι η δομή του. Το πώς έχει στηθεί για να σου κρύβει ότι κάποια μοτίβα είναι επαναλαμβανόμενα και για να σε πείσει ότι αυτό το formidable τρίο έχει όντως γεμίσει σχεδόν μία ολόκληρη ώρα με τόσο ξεσηκωτική μουσική. Ακούγοντάς το μερικές φορές σερί, συνειδητοποιείς ότι δεν είναι το αριστούργημα που η νοσταλγία των Lush σ’ έκανε προς στιγμήν να το χαρακτηρίσεις. Είναι όμως ένα τίμιο δισκάκι, το πιο απολαυστικό απ’ όσα έχω ακούσει ως τώρα μέσα στο 2013, γεμάτο με υλικό για εκεί που βρίσκεται το λαμπρόν πεδίον δόξης των Joy Formidable: για την αρένα. Μακάρι να τους δούμε σύντομα live από εδώ, για να εκτιμήσουμε ακόμη περισσότερο το «Wolf’s Law». Μέχρι τότε, τους χαρίζω 3.5 (στα 5) αστεράκια.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

7 Μαρ 2013

Μεγαλώνοντας με τους Suede: 24 χρόνια μεγαλείου και απογοητεύσεων



Όταν το Melody Maker πρωτοέκανε εξώφυλλο τους Suede, δεν είχαν κυκλοφορήσει ούτε μισό single. Ο τίτλος έγραφε: “The Best New Band In Britain”. Το κουτάκι, δίπλα στη ναρκισσιστική φωτογραφία των Brett Anderson, Mat Osman, Bernard Butler και Simon Gilbert (όλοι τους με άθλια κουρέματα –ο Anderson με ένα «εκτεταμένο καπελάκι») είχε για θέμα “EMF – Search and Destroy”. Η Μεγάλη Βρετανία, στις αρχές του 1992, έβγαινε από τη δίνη του Madchester και του shoegaze χωρίς ακόμη να έχει σαφή κατεύθυνση. EMF και Suede ήταν τόσο μα τόσο διαφορετικά και παράταιρα πράγματα. Αλλά αυτή η τόσο πρόωρα ανακηρυχθείσα ως “best new band in Britain” είχε όντως μια πυξίδα στο τσεπάκι της και ένα χάρτη για τον κρυμμένο θησαυρό.

Οι Suede είχαν ξεκινήσει το 1989, παίρνοντας το όνομά τους από το “Suedehead”, το σόλο ντεμπούτο του Morrissey της προηγούμενης χρονιάς. Από την πρώτη στιγμή ήταν ξεκάθαροι για το ποια ήταν η πιο σημαντική επιρροή τους. Ένα χρόνο αργότερα, ο δεσμός με τους Smiths έγινε ακόμη πιο έντονος: Το τρίο Anderson, Osman, Butler ήθελε να ηχογραφήσει ένα 12ιντσο και, ψάχνοντας για ντράμερ, έζησε την αποκαλυπτική στιγμή του να απαντήσει στην αγγελία τους ο Mike Joyce. Το 1991 απέκτησαν και μόνιμο ντράμερ (τον Gilbert), ενώ η τότε κοπέλα του Anderson, η Justine Frischmann που έπαιζε μαζί τους σαν δεύτερη κιθαρίστρια, έφυγε για να φτιάξει ένα από τα πιο αγαπημένα punk revival γκρουπ των 90s, τους Elastica.

H εναλλακτική σκηνή του Λονδίνου και όσοι ζούσαν και ανέπνεαν με τα νέα της είχαν μείνει άναυδοι από τις συνθετικές ιδέες των Anderson και Butler εκείνη την πρώτη τριετία της ύπαρξής τους. Το εξώφυλλο στο Melody Maker δεν ήταν τυχαίο. Η Μεγάλη Βρετανία χρειαζόταν κάτι καινούργιο, κάτι μεγάλο. Και ελάχιστοι καλλιτέχνες έδειχναν ότι μπορούσαν να το υποσχεθούν περισσότερο από τους Suede. Το “Drowners” και το “Metal Mickey”, τα δύο πρώτα τους singles, το 1992, τους ξανάκαναν εξώφυλλο πολύ σύντομα, αυτή τη φορά με ένα “It’s official” πριν το “Best New Band”. Όταν, όμως, κυκλοφόρησε το ομώνυμο ντεμπούτο άλμπουμ τους, το Μάρτιο του 1993, ακόμη και οι πιο φανατικοί πρώιμοι οπαδοί τους δεν ήξεραν πώς να διαχειριστούν το τέρας που είχαν εκθρέψει. Οι πιασάρικες, glam κιθαριστικές μελωδίες του Butler, παρέα με μια σκοτεινή, αμφισεξουαλική ατμόσφαιρα που ανάβλυζε από το ιδιαίτερο τραγούδισμα και την ποιητική του Anderson, έφερναν ένα αποτέλεσμα που ξέφευγε αρκετά από τους Smiths και τον Bowie, που εύκολα μπορούσες να αναγνωρίσεις στον ήχο των Suede, και έδινε ώθηση για κάτι νέο. Η Britpop είχε μόλις γεννηθεί.

Το όλο lifestyle, ωστόσο, που περιέγραφε ο Anderson στους στίχους του, κατέτρωγε τη σάρκα του θηρίου Suede από μέσα. Τα ναρκωτικά, η διασκέδαση χωρίς όρια, η τόσο γρήγορη αναγνώριση (το “Suede” έγινε το 1993 το ντεμπούτο με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην ιστορία της βρετανικής μουσικής και η μπάντα κέρδισε το Mercury Music Prize), έφεραν πολύ γρήγορα πολύ έντονες τριβές. Δεν πρόλαβε καν να τελειώσει η πρώτη τους τουρνέ και ο Butler ήθελε απλά να φύγει. Ο Anderson εξελισσόταν ήδη σε ροκ σταρ ολκής, με τις (και τους) groupies του και τους εθισμούς του και ο Butler (που τελικά κάνει καριέρα ως παραγωγός), ως πιο nerdy και αφοσιωμένος στη μουσική, δεν άντεχε την παραμικρή καθυστέρηση στο δημιουργικό του πλάνο. Δούλεψαν μαζί το αριστουργηματικό “Dog Man Star”, αλλά ο κιθαρίστας των Suede εγκατέλειψε την μπάντα πριν καν αυτό κυκλοφορήσει, τον Οκτώβριο του 1994.

Ο Brett Anderson συνέχισε την αυτοκαταστροφική του πορεία, αδυνατώντας να συνειδητοποιήσει πόσο γρήγορα θα μπορούσε να διαλύσει αυτό που… τόσο γρήγορα είχε γίνει τόσο σπουδαίο. Στη θέση του Butler έφερε έναν 17χρονο ερασιτέχνη κιθαρίστα, τον Richard Oakes, έναν απλό fan της μπάντας δηλαδή. Όλα έδειχναν πως το επόμενο άλμπουμ θα καθυστερούσε πολύ. Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν ο Gilbert δέχτηκε επίθεση το φθινόπωρο του 1996 από αγνώστους που δεν γούσταραν ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Τελικά, και μετά την προσθήκη του κιμπορντίστα Neil Codling (ξαδέλφου του Gilbert), οι Suede κατάφεραν να κυκλοφορήσουν το “Coming Up” τον Απρίλιο του 1997.

Ήταν διαφορετικό από τα δύο πρώτα τους, αλλά δεν ήταν κακό. Ενώ όλοι θα περίμεναν πως οι συνθέσεις του Anderson θα γίνονταν πιο σκοτεινές και δυσοίωνες, ελλείψει του Butler, φαίνεται πως ο Codling και ο Oakes πρόσθεσαν κι άλλο «σέξι» στον ήχο των Suede, αφαιρώντας μπόλικη από τη μελαγχολία. Η υπόλοιπη Britpop, άλλωστε, με τους Oasis, τους Pulp, τους Blur, πήγαινε προς τα εκεί. Το “Coming Up”, απολύτως λογικά έγινε η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία των Suede.

Αυτό, όμως, που έμοιαζε σαν ένα μεταβατικό στάδιο για να μπορέσει μια σπουδαία μπάντα να ξαναβρεί το δρόμο της, τελικά αποδείχτηκε περισσότερο «κύκνειο άσμα». Δύο χρόνια αργότερα, στο “Head Music” η συνταγή παρέμενε η ίδια, αλλά αρκετά πιο κακομαγειρεμένη. Τα προβλήματα που προκαλούσε ο τρόπος ζωής του Anderson δεν είχαν λυθεί. Πρακτικά δεν θα λύνονταν όσο ο frontman των Suede ήταν ακόμη νέος –και το ’99 ήταν μόλις 32 ετών.

Tο “A New Morning” του 2002 πήρε τον επίσημο τίτλο του κύκνειοy άσματος, τελικά, όταν οι Suede έβγαλαν και τρίτο δίσκο χωρίς τη Βυρώνεια ποίηση του Anderson, χωρίς το ρομαντισμό και το έπος των δύο πρώτων. Τώρα το σκορ ήταν 2-3 και το παιχνίδι ήταν χαμένο. Κι ας ήταν το “A New Morning” το πιο όμορφο δείγμα της glam, ποπίζουσας, αισιόδοξης νέας φιλοσοφίας της μπάντας. Ο κόσμος, τη λέξη Suede την συνέδεε αυτόματα με κάτι άλλο, που είχε πια χαθεί ολοκληρωτικά.

Επίσημα δεν διαλύθηκαν ποτέ, αλλά τα 4 σόλο άλμπουμ του Anderson απέδειξαν ότι πρακτικά Suede δεν υπήρχαν την περασμένη δεκαετία. Παραδόξως, στις δικές του δουλειές, ο Brett Anderson κινήθηκε πολύ πιο κοντά στον ρομαντισμό των δύο πρώτων δίσκων του γκρουπ. Μόνο που πια το ρομαντικό μεγαλείο είχε δώσει τη θέση του στην ρομαντική παρακμή.

Από το 2010 και μετά, με τον Anderson να έχει πλέον χορτάσει το ρόλο του ως ροκ σταρ, έχοντας πατήσει γερά και στα σαράντα του, οι Suede άρχισαν να σκέφτονται ξανά μαζί, σαν σύνολο. Όχι, ο Bernard Butler δεν επέστρεψε ποτέ (ως παραγωγός γνώρισε μερικές τεράστιες επιτυχίες με καλλιτέχνες όπως οι Black Kids, η Duffy, η Kate Nash), αλλά οι υπόλοιποι έδειξαν διάθεση να αναστήσουν τους Suede στο δεύτερό τους μεγαλείο, εκείνο του “Coming Up” –πώς να ελπίζουν άλλωστε έστω ότι θα μπορούσαν να φτάσουν στο πρώτο;

Οι συναυλίες τους τα προηγούμενα δύο χρόνια (μία εκ των οποίων, αναπάντεχα συγκλονιστική, ζήσαμε και στην Ελλάδα το φθινόπωρο του 2011) απέδειξαν ότι live βρίσκονται όχι μόνο στο επίπεδο του ’97, αλλά ακόμη ψηλότερα. Το θέμα είναι πού βρίσκονται συνθετικά. Όσα κομμάτια έχουμε ακούσει κινούνται κάπου μεταξύ “Dog Man Star” και “Coming Up”, όμως το “Bloodsports” (όπως θα λέγεται το αναμενόμενο σε λίγες μέρες έκτο άλμπουμ τους) δεν θα κριθεί αποσπασματικά, αλλά ως σύνολο. Στην ερώτηση αν το 2013 μπορεί να σταθεί ο ήχος των μέσων της δεκαετίας του ’90, οι απόψεις διίστανται. Την δική μου την είχα καταθέσει πριν δύο μήνες εδώ

6 Μαρ 2013

Κι όμως, η μουσική βιομηχανία ξανάρχισε να βγάζει λεφτά



H μουσική βιομηχανία ήταν το πρώτο θύμα της ψηφιακής τεχνολογίας. Το 1999 έβλεπε μόνο την κορυφή του παγόβουνου, το Napster, και προτίμησε να πολεμήσει το Internet, παρά να βρει τρόπους να το χρησιμοποιήσει προς όφελός της. Αυτό που ακολούθησε την επόμενη δεκαετία ήταν ένα πρωτοφανές πογκρόμ, ένας ορμητικός χείμαρρος που όχι μόνο πήρε μαζί του δισκογραφικές, περιοδικά, ραδιόφωνα, κανάλια, αλλά που άλλαξε εντελώς και το τι λογίζεται «εμπορικό», χτίζοντας μέσα στα συντρίμμια του νέα μουσικά είδη, νέες συνήθειες, νέους χρονικούς ορίζοντες για την επιτυχία.

Μη γελιέσαι, ήταν η ίδια «σφαγή» που έδωσε τόση δύναμη στο indie rock των Strokes και των ακολούθων τους στις αρχές των 00s μ’ αυτή που γέννησε τους PSY και τα “Harlem Shakes” του σήμερα. Οι συνέπειες της διάλυσης της ως τότε υπάρχουσας πυραμίδας στο πώς παράγεται, διανέμεται και πετυχαίνει η μουσική ακόμη δεν έχουν ξεκαθαρίσει τελείως. Κάποιοι απολιθωμένοι οργανισμοί συνεχίζουν να λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο που ήξεραν στα 00s. Το Billboard, μόλις πριν δυο εβδομάδες άλλαξε το πώς μετράει το single chart του. Και το αποτέλεσμα –όσο εξωφρενικό κι αν ήταν- έπιασε επιτέλους το σφυγμό της εποχής. Στο Νο. 1 εκτινάχτηκε ο εμετός του Baauer.

Ωστόσο, μέσα σ’ αυτό το εξόχως μπερδεμένο σκηνικό, ήρθε τις τελευταίες ημέρες μια είδηση τόσο αναπάντεχη, που στην πρώτη της ανάγνωση κάποιοι από αυτούς τους δεινόσαυρους μπορεί και να αναθάρρησαν: Για πρώτη φορά από το 1999, τα έσοδα του 2012 για τη μουσική βιομηχανία ήταν μεγαλύτερα από εκείνα του 2011… Πρόκειται για προσωρινή διακοπή του πτωτικού τους ρυθμού ή κάτι αλλάζει και ο κόσμος ξανάρχισε να αγοράζει μουσική;

Ας μη βγάλουμε συμπεράσματα από τώρα. Καταρχάς η αύξηση είναι της τάξεως του 0,3%. Αμελητέα. Με έσοδα 16,5 δισ. δολάρια, το 1999 των 38 δισεκατομμυρίων μοιάζει να βρίσκεται όχι μια δεκαετία, αλλά χίλια έτη φωτός μακριά. Από αυτά τα 16,5 δισ. δολάρια, όμως, η συντριπτική πλειοψηφία προέρχεται από τις ψηφιακές πωλήσεις. Κάποτε λέγαμε ότι η ψηφιακή τεχνολογία θα σκοτώσει τη μουσική. Σήμερα κάποιοι τολμούν να ψιθυρίσουν ότι ίσως και να τη σώσει. Ούτε το ένα ούτε το άλλο, φυσικά, ισχύει. Η μουσική δεν πρόκειται να πεθάνει –ούτε να σωθεί, αφού δεν έχει ανάγκη από σωτηρία. Ο πραγματικός –και μοναδικός– ασθενής είναι η μουσική βιομηχανία με τον τρόπο που δούλευε μέχρι πρόσφατα.

Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι στο χώρο που δεν έχουν αντιληφθεί πόσο γρήγορα πρέπει να προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες. Για παράδειγμα, οι πωλήσεις μέσω iTunes είναι ήδη τόσο… 2008. Είναι οι υπηρεσίες σαν το Spotify και το Muve Music που μαζεύουν πλέον το χρήμα. Μέσα στο 2012 τα έσοδά τους είδαν αύξηση 44% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Η ίδια η Apple (αλλά και η Google) το ξέρουν καλά αυτό κι ετοιμάζουν τις δικές τους συνδρομητικές υπηρεσίες. Και δεν είναι μόνο το «πώς». Είναι και το «πού». Την ίδια ώρα που οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί γράφονται (και πληρώνουν) σε τέτοιες υπηρεσίες, οι Ρώσοι και οι Κινέζοι σπάνε κάθε ρεκόρ στην πειρατεία.

Το τέλος των HMV θρηνήθηκε από πολλούς σαν το τέλος μιας εποχής. Αλλά η αλήθεια είναι πως αυτοί που έχυναν τα δάκρυα ήταν οι πρώτοι που εγκατέλειψαν τα HMV και τα Metropolis και όλα τα μαγαζιά αυτής της λογικής για την ευκολία του ψηφιακού. Ήταν αυτοί που όρισαν τη νέα εποχή. Τη νέα αρχή. Και δεν είναι άνθρωποι που θα τσιγκουνευτούν να πληρώσουν για τη μουσική που αγαπούν μόνο και μόνο επειδή κάποιος τους τη δίνει τσάμπα. Το Internet έχει δείξει ότι μια καλή ιδέα ανταμείβεται στο τέλος. Χρειάζεται απλά λίγη υπομονή. Ίσως αυτό το 0,3% με το πρόσημο + μπροστά του να είναι η αρχή της ανταμοιβής. Ίσως και όχι. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η μουσική θα συνεχίζει να δίνει νέες, ενδιαφέρουσες προτάσεις και η τεχνολογία θα της προτείνει νέες μεθόδους για να διαδοθούν. Το αν κάποιοι θέλουν να βγάλουν χρήματα από όλο αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)