31 Οκτ 2008

Countdown to 007: (017) Επιχείρησις Μουνρέηκερ

Όταν αυτή εδώ η δεσποινίς ερωτεύεται αυτόν εδώ τον κύριο...


...καταλαβαίνεις ότι κάτι δεν πάει καλά. Καθόλου καλά. Η απάντηση του Τζέημς Μποντ στη λαίλαπα του "Πολέμου των Άστρων" είναι η χειρότερη -μαζί με το "Ζεις μονάχα δυο φορές", το "Living Daylights" και το "Πέθανε μια άλλη μέρα"- ταινία της σειράς. Ό,τι μπορεί να πάει στραβά εδώ, πηγαίνει: Επιστρέφει η Σίρλεϊ Μπάσεϊ, τα όπλα πετάνε ακτίνες λέιζερ και κάνουν "μπιπ", ο "Σαγόνιας" αλλαξοπιστεί και γίνεται κολλητός του Μποντ, ο κακός κάνει χιτλερικά όνειρα περί αρίας φυλής, τα γκομενάκια είναι για τα μπάζα (ακόμη κι αν έχουν πολύ σέξι στοιχεία), ο σκηνοθέτης -ο Λιούις Γκίλμπερντ, είχε κάνει και τον άλλο εμετό, το "Ζεις Μονάχα Δυο Φορές"- μπλέκει στοιχεία από πέντε έξι διαφορετικά είδη (ενδεικτική η ρομαντική σκηνή ατμοσφαιρικού θρίλερ που το πρώτο bond girl καταδιώκεται από άγρια σκυλιά σε ένα πανέμορφο και ομιχλώδες δάσος. Ούτε στους "Άλλους" δεν τα βλέπεις αυτά).

Αλλά η κορυφαία στιγμή όλων είναι όταν ο Τζέημς Μποντ μαζί με τους βοηθούς του φορά σομπρέρο και πόντσο και ιππεύει μέσα στην έρημο του Μεξικού, ψάχνοντας να βρει τον Q να του δώσει κανα γκατζετάκι να πάρει μαζί του στ' άστρα. E-ΛΕ-ΟΣ!


Ευτυχώς, δηλαδή, που υπάρχει και η Χόλι της CIA (την υποδύεται η Λόις Τσάιλς), η δεύτερη γκόμενα του Μποντ που ευχαρίστως θα παντρευόμουν (η πρώτη ήταν αυτή που παντρεύτηκε και ο ίδιος) να σώσει τα προχήματα...


update (post μέσα στο post - από τον Mr. Arkadin):
Ο Τζον Μπάρι επιστρέφει και μαζί του φέρνει και την Κατσίκα, η οποία μάλλον αποτελεί την "κουβέρτα ασφαλείας του". Αν δεν κάνω λάθος, είχαν χωρίσει τότε, αλλά παρ' όλα αυτά πρέπει να τη θεωρούσε πολύ μεγάλη τραγουδίστρια κι, εν πάση περιπτώσει, ιδανική για να τραγουδήσει αυτήν την ξενέρωτη μπαλάντα, που μοιάζει φτιαγμένη για να ακούγεται σε πιάνο μπαρ για γριές αδελφές...


Τους Kings of Leon κι αν ξυρίσεις, τη φαλτσέτα σου χαλάς...

Ποτέ δεν κατάλαβα όλον αυτόν τον ντόρο γύρω από τους Kings of Leon. Εδώ δεν κατάλαβα τον ντόρο γύρω από τους Strokes, θα καταλάβαινα το γιατί αρέσουν στους κριτικούς οι "Strokes του Νότου"; Πρόσθεσε στο μουσικό αχταρμά που παρουσίαζαν (ένα ανεκπλήρωτο Southern Rock Revival) και την τραγελαφική εμφάνιση με τα μαλλιά, τα μούσια και τα τζιν-σωλήνες και έχεις ένα υπέροχο παράδειγμα παραλογισμού της μουσικής βιομηχανίας: Και ατάλαντοι και χάλιες. Για τις ανάγκες του "Only by the Night" ξυρίσθηκαν και κουρεύτηκαν. Όσο grooming όμως κι αν συσσωρεύσεις στις μούρες τεσσάρων βλαχαδερών από το Νάσβιλ, είναι αμφίβολο αν θα κατορθώσεις να κερδίσεις κάποιο μουσικό innovation της προκοπής. Και το νέο άλμπουμ είναι μάπα. Αλλά...

...τo "Sex on Fire" συγκαταλέγεται ακούραστα μέσα στα πέντε καλλίτερα τραγούδια της χρονιάς. Σίγουρα διαθέτει το καλλίτερο ρεφρέν του 2008. Και ο Κάλεμπ Φόλουγουιλ (μα τι όνομα είναι αυτό;) ακούγεται εδώ συγκλονιστικός. Τα καλά πρέπει να τα λέμε.

Μια αλήθεια της ζωής που με οδηγεί στην επόμενη διαπίστωση: Μερικές φορές ακόμη και από μια κουράδα μπορεί να γεννηθεί μια μαύρη ορχιδέα. Ακόμη προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι ο Άλεξ Τέρνερ των εμετικών Arctic Monkeys είναι ο ίδιος με τον Άλεξ Τέρνερ των συναρπαστικών Last Shadow Puppets. Οι επιρροές είναι ολόιδες -άντε να έχουν βουτήξει λίγο περισσότερο στα '60s στην περίπτωση των Puppets- τα όργανα και ο τρόπος που ακούγονται μοιάζουν πολύ, αλλά το αποτέλεσμα είναι εντελώς διαφορετικό. Τέσσερα λαμπερά αστεράκια χαρίζει το "ΠΠC" στο "The Age of the Understatement" και εύχεται "και σ' ανώτερα" και "διαλύστε τους Arctic και καταπιαστείτε με τούτο το μικρό θαύμα -σας ικετεύουμε!".


The Last Shadow Puppets - Standing Next To Me



Τι άλλο ακούω τελευταία; Kaki King για αρχή. Στο "Dreaming of Revenge" μου θυμίζει πολύ τη Laura Veirs (στα επτά κομμάτια που τραγουδάει) και δεν μου θυμίζει τίποτε, αλλά με ενθουσιάζει (στα άλλα επτά, που είναι instrumental). Κλασσική μουσική για την indie rock γενιά. Γουστάρω και επιδοτώ. Τριάμισι με τέσσερα αστεράκια λάμπουν πάνω απ' το λίκνο του κοριτσιού από την Ατλάντα. Για τον/τους Blackfilm δεν ξέρω απολύτως τίποτε. Μόνο μία σελίδα στο Myspace έχω να ποστάρω εδώ για link και μια εντύπωση: To ambient τους είναι τόσο εξαιρετικό που κάθε φορά που τους ακούω, φαντάζομαι τα κομμάτια τους ως soundtrack στις αγαπημένες μου ταινίες. Ταιριάζουν σε όλες. Ο Burial συναντά τους Dead Can Dance στο ηλεκτρονικό διαμάντι της χρονιάς. Γαλαξίας αστεριών κι εδώ. Σχεδόν τέσσερα.

Οι περίφημοι Glasvegas, πάλι, για τους οποίους τόσος χαμός γίνεται στα Metacritic αυτού εδώ του κόσμου, είναι τόοοοοοοοοσο πολύ όμοιοι με τους The Jesus and Mary Chain που σχεδόν τους αντέχω. Τους The Jesus and Mary Chain πάντως δεν τους άντεχα. Γούστα είναι αυτά... Το βασικό μου πρόβλημα μαζί τους είναι ότι όλα τους τα τραγούδια μου μοιάζουν ένα. Ωραίο μεν, αλλά ένα. Δεν καταλαβαίνω πότε τελειώνει το "Geraldine" και πότε ξεκινά το "It's My Own Cheating Heart That Makes Me Cry", για παράδειγμα... Στον αντίποδα των καρδιών που κλαίνε, ο παμμέγιστος Sam Sparro είναι ο διάδοχος τω Scissor Sisters, εξίσου ξεσηκωτικός και εξίσου γκέι. Το λες disco revival τώρα αυτό; Ό,τι κι αν το λές, το σίγουρο είναι ότι το χορεύεις με όλη σου την καρδιά. Και του δίνεις και τριάμισι αστερίες δώρο.

Οι νέοι Calexico, Verve, Panic at the Disco δεν με έχουν ενθουσιάσει ακόμη με τις πρώτες πεντ' - έξι ακροάσεις. Και δεν έχω σκοπό να τους αφιερώσω πολύ περισσότερες, όσο κι αν τους εκθειάζουν οι μουσικοκριτικοί... Μία από τα ίδια και για τους Hold Steady και το "Stay Positive" (για να κρατάς μικρό καλάθι κι αυτό), αλλά όχι και για την Goldfrapp που ακούγεται πιο παραμυθένια από ποτέ (όχι ότι το "Seventh Tree" είναι και κανα αριστούργημα, αλλά είναι πολύ ευχάριστο για τσάι και συμπάθεια -με λεμόνι στο μπαλκόνι, ακόμη κι όταν κρυώνει ο καιρός). Μέχρι τις 25 Νοεμβρίου και το "Day and Age" των Killers θα συνεχίσω να ακούω το "Sex on Fire" σε καθημερινή βάση. Μετά, λογικά, θα αλλάξουν τα δεδομένα!

Countdown to 007: (018) Η κατάσκοπος που μ' αγάπησε



Πράγματα που λατρεύω σ' αυτήν την ταινία:
α. Η παραπάνω σκηνή καταδίωξης. Έτσι αρχίζει το "Η κατάσκοπος που μ΄αγάπησε", με τον Ρότζερ Μουρ να ξεκινά από ένα σαλέ ψηλά στις Αυστριακές Άλπεις (στην πραγματικότητα πρόκειται για το Σεν Μόριτζ της Ελβετίας) για να αναλάβει την επόμενή του υπόθεση. Οι Ρώσοι τον παραμονεύουν και ο Μποντ καθαρίζει με ένα πυροβολισμό από το μπατόν του αυτόν που στη συνέχεια θα αποδειχθεί ότι ήταν ο προηγούμενος αγαπητικός της κατασκόπου που τον αγάπησε (τον 007). Πρώτος διδάξας στις καταδιώξεις στα χιόνια ήταν φυσικά ο Τζορτζ Λέιζενμπι με τον νυκτερινό του σκι, αλλά ο Μουρ πήγε το σπορ ένα σκαλί παραπάνω, εφευρίσκοντας το snowboard οκτώ χρόνια μετά, στο "A View to a Kill"! Προς το παρόν, εκτός από σκι στην αρχή κάνει και... τζετ σκι (καθιστό δυστυχώς) στο τέλος.


β. H Lotus Esprit S1 Turbo - υποβρύχιο! Ποιά Aston Martin DB5 και παπαριές; Βρισκόμαστε στα 1977, τότε που τα supercars έμοιαζαν με origami και είχαν αναδιπλούμενα φώτα που σβηστά γίνονταν ένα με το καπώ. Όχι ότι η S1 ήταν ακριβώς supercar. Με τελική κάτω από τα 220 χιλιόμετρα την ώρα και επιτάχυνση 0-100 σε 8 δευτερόλεπτα ήταν ο γκέι 'Αγγλος μακρινός ξάδελφος των Ferrari Dino 308 GT και Lancia Stratos της εποχής που έφταναν τα 250 και 230 χιλιόμετρα την ώρα τελική αντιστοίχως. Γιατί διάλεξα τις δύο αυτές κυρίες προς σύγκριση; Μα γιατί όσον αφορά στον σχεδιασμό τα τρία αυτά μοντέλα ήταν σχεδόν πανομοιότυπα:


Η ομοιότητά τους ήταν άλλο ένα ωραίο κεφάλαιο στην ιστορική κόντρα των Bertone και Giugaro. Ο Τζορτζέτο Τζιουτζάρο σχεδίασε τη Lotus το 1972, το Gruppo Bertone απάντησε ένα χρόνο μετά με την 308 GT (αριστερά κάτω). Αλλά και τα δύο σχέδια δεν θα είχαν δει καν το φως της δημοσιότητας αν το 1970 ο head designer της Bertone, o Μαρτσέλο Γκαντίνι, δεν παρουσίαζε ένα προκλητικό πρωτότυπο που εντυπωσίασε τους πάντες στο σαλόνι αυτοκινήτου του Τορίνο. Ήταν η αρχική ιδέα για μια Lancia Stratos, πάνω στην οποία βασίστηκε η εξέλιξή της στο μοντέλο που κυκλοφόρησε το 1972 (αριστερά επάνω). Η εντελώς «κουλή» Stratos του Γκαντίνι είναι αυτή εδώ:

Πραγματικά υπέροχες εικόνες που μας θυμίζουν τις ακόμη πιο υπέροχες εποχές που παίζαμε με Ατού και Υπερατού, αλλά ας ξαναγυρίσουμε στον Τζέημς Μποντ...


γ. Η φοβερή πλωτή πολιτεία του "κακού" Καρλ Στρόμπεργκ (στη φωτογραφία η μακέτα της που χρησιμοποιήθηκε για τα γυρίσματα).

Με λίγα λόγια η ταινία αξίζει για τα εφέ της. Για απολύτως τίποτε άλλο. Ούτε καν για τον Σαγόνια, που ίσως να είναι ο πιο αλησμόνητος αντίπαλος που είχε ποτέ ο 007 -τι φάτσα και τι σώμα (2,20 μ. ύψος!) ο απίστευτος Ρίτσαρντ Κιλ- αλλά δεν παύει να είναι μια γελοία μορφή που απλώς υπογραμμίζει με τον πιο φωσφοριζέ τρόπο ότι στα μέσα της δεκαετίας του '70 οι ταινίες του Μποντ ήταν παρωδίες. Ακόμη και το όνομα του Σαγόνια είναι απ' ευθείας αναφορά στο μεγαλύτερο κινηματογραφικό χιτ της εποχής, το "Jaws" ("Στα Σαγόνια του Καρχαρία") του 1975. Στην "Κατάσκοπο που με αγάπησε" δεν μου άρεσε ούτε το κορίτσι του τίτλου. Η Μπάρμπαρα Μπαχ είναι εντελώς άχρωμη και ξενερουά -ό,τι πρέπει για Ρωσίδα κατάσκοπο, αλλά ό,τι δεν πρέπει για Ρωσίδα κατάσκοπο που πρωταγωνιστεί σε ταινία του 007. Κατ' αρχάς το ντεκολτέ της ήταν άθλιο -όσο κι αν προσπάθησαν να το διορθώσουν με το ρούχο της δεξιάς φωτογραφίας σε μία σκηνή. Ακόμη και η υπόνοια γυμνού στήθους όταν μπανιαρίζεται στην καμπίνα του Αμερικανού πλοιάρχου του υποβρυχίου με το τζάμι αμμοβολής δεν καταφέρνει να συγκινήσει τον ανδρικό πληθυσμό.

Ο Ρότζερ Μουρ συγκινείται φυσικά λόγω καθήκοντος και -αν υποθέσουμε ότι κάνει σεξ και με την Αιγύπτια στην αρχή, κάτι που δεν είναι και πολύ ξεκάθαρο- ανεβάζει τον σεξομετρητή των ταινιών στο 25. Ο αγαπημένος μου Μποντ χαρίζει και μια σκηνή ταλέντου -πέραν των δεκάδων αυτοσαρκαστικών στιγμών- όταν με μια κοφτή ατάκα συμπυκνώνει όλη του τη θλίψη για το χαμό της μοναδικής γυναίκας που αγάπησε (και παντρεύτηκε), όταν τον ρωτά η Ρωσίδα κατάσκοπος γι' αυτήν...

Κατά τ' άλλα το άθλιο ψηφιακό Seiko στον καρπό του, το μπλέιζερ με τις επωμίδες, το μαλλί διαφήμισης Clairol που στρώνει η Μπαχ και κυρίως το εντελώς ηλίθιο σενάριο κάνουν αυτή την ταινία μάλλον την χειρότερη της εποχής Μουρ, μετά το "Moonraker" και το "Octopussy" (που ακόμη ψήνονται το 1977). Το "Moonraker" μάλιστα ψήθηκε πιο γρήγορα από το αναμενόμενο, αφού στους τίτλους τέλους προλογίζεται ως επόμενη ταινία της σειράς το "Για τα μάτια σου μόνο", αλλά είναι η διαστημική περιπέτεια του Μποντ που τελικά ακολούθησε... Για το disco soundtrack θα μας τα πει ο mr. Arkadin, αλλά ξαναβλέποντας την ταινία τόσα χρόνια μετά, όταν παίζει μουσική δεν μπορείς παρά να ξεσηκώνεσαι. Αφού δεν τα κατάφερε η κατάσκοπος που τον αγάπησε, ας το κάνει τουλάχιστον ο αντικαταστάτης του Τζον Μπάρι!


update (post μέσα στο post από τον Mr. Arkadin):
Μου είναι ιδιαίτερα συμπαθής ο Μάρβιν Χάμλις. Όχι γιατί, όπως με πληροφορεί η wikipedia, είναι ο δεύτερος συνθέτης (μετά τον Ρίτσαρντ Ρότζερς) που έχει κερδίσει Οσκαρ, Γκράμι, Τόνι, Εμμυ και Πούλιτζερ. Αλλά γιατί είναι ο άνθρωπος που έγραψε τη μουσική στις πρώτες ταινίες του Γούντι Άλεν - και που επιμελήθηκε της μουσικής στο Κεντρί. Στα '70s - και ειδικά μετά τα Καλύτερά μας Χρόνια και το Αστείο Κορίτσι - ήταν πολύ στα πάνω του, γι' αυτό και θεωρήθηκε ιδανικός για να παίξει το ρόλο του Τζον Μπάρι, όταν ο τελευταίος αδυνατούσε να εισέλθει επί βρετανικού εδάφους, για φορολογικούς λόγους (χε!). Και, ναι, η μουσική του είναι μια από τις πιο αλλόκοτες στιγμές στην ιστορία του 007, το μελοδραματικό τραγούδι όμως που ερμηνεύει η πάντα ψυχωμένη Κάρλι Σάιμον, είναι από τα αγαπημένα μου. Το ακούς και φαντάζεσαι αναμένα τζάκια και φλοκάτες και άντρες με ζιβάγκο να χαϊδεύουν μαλλιά κάγκελο από τη λακ. Ωραία πράγματα.

Orson Welles and the Mercury Theater on the air present "The War of the Worlds" by H.G.Wells


Σαν σήμερα, πριν από 70 χρόνια, ο Ορσον Γουέλς έκανε το καλύτερο "μπου" στην ιστορία του Halloween, ανεβάζοντας στον ραδιοφωνικό αέρα του CBS τον Πόλεμο των Κόσμων. Επιλέγοντας να το παρουσιάσει όχι σαν αφήγημα, αλλά σαν ραδιοφωνικό ρεπορτάζ που διακόπτει τη ροή του κανονικού προγράμματος, τρομοκράτησε το ακροατήριο, που βγήκε στους δρόμους πανικόβλητο, θεωρώντας ότι η χώρα υφίσταται επίθεση εξωγήινων. Τα ΜΜΕ δεν είναι ίδια έκτοτε.

29 Οκτ 2008

Countdown to 007: (019) Ο άνθρωπος με το χρυσό πιστόλι

Ξαναβλέποντας μετά από χρόνια τον "Άνθρωπο με το Χρυσό Πιστόλι" έκανα την εξής σκέψη: Ο Κρίστοφερ Λι θα μπορούσε να κάνει έναν υπέροχο 007. Είναι στιλάτος, κυνικός και ξέρει να πυροβολεί σωστά. Επίσης, έχει μια πολύ ωραία κυρία δίπλα του -κι ας λέει η ίδια ότι τον μισεί- που του ταιριάζει πολύ. Αν σκεφθεί κανείς ότι ο Ίαν Φλέμινγκ ήταν ξάδελφος του Κρίστοφερ Λι και τον ήθελε για τον ρόλο του Τζέημς Μποντ ήδη από το "Δρ. Νο", συνειδητοποιεί πόσο εύκολο θα ήταν ο Σον Κόνερι να έμενε για πάντα ένας άσημος Σκωτσέζος κομπάρσος...

Η δεύτερη σκέψη ήταν ότι η ταινία ήταν πολύ καλή. Νομίζω ότι είναι η τρίτη καλλίτερη όσων έκανε ο Μουρ. Τα στοιχεία της κωμωδίας και της παρωδίας είναι πιο έντονα εδώ, αλλά ακόμη δεν έχουμε φτάσει στην "λουναπαρκοειδή" διάθεση και το υπερβολικό κιτς του "Moonraker" ή του "Octopussy". Η δράση είναι ικανοποιητικότατη, τα κορίτσια πανέμορφα και τα τοπία συγκλονιστικά (κυρίως τα νησιά Φι Φι). Απ' την άλλη, πρέπει να τη δει κανείς όπως εγώ (στη σειρά μετά από εκείνες του Κόνερι και αμέσως μετά την πρεμιέρα του Μουρ) για να εκτιμήσει την αξία της. Αλλιώς, αυτό που θα θυμάται θα είναι ό,τι θυμάται και τώρα: ο νάνος Νικ-Νακ...

Θα μπορούσε τουλάχιστον να θυμάται την Μπριτ Έκλαντ. Αλλά η Σουηδή καλλονή ήταν απλώς... καλλονή. Κακή ηθοποιός και με κομματάκι χαζό ρόλο (της βοηθού του 007) έμεινε στην ιστορία ως ένα από τα χειρότερα bond girls -αν κι εγώ την κατατάσσω στο προσωπικό μου top 5, αλλά τα δικά μου κριτήρια επηρεάζονται πολύ έντονα από την εμφάνιση με το μαγιό.





Η άλλη καλλονή της ταινίας είναι η Μοντ Άνταμς που εννιά χρόνια αργότερα (το 1983) θα επιστρέψει ως "Οκτοπούσι". Στην ταινία την απολαμβάνει ο Σκαραμάγκα (Κρίστοφερ Λι), αλλά φυσικά θα περάσει και από το κρεβάτι του Μποντ. Ο οποίος συνεχίζει να ντύνεται άθλια, με τα ίδια σταυρωτά σακάκια με τα τεράστια πέτα και τα πουκάμισα με τους αηδιαστικούς, ογκώδεις γιακάδες. Κορυφαία στυλιστική στιγμή της ταινίας, όταν ο αέρας του σηκώνει το σακάκι σε μια σκηνή και αποκαλύπτει την... λεοπαρδαλέ του φόδρα!

Γέλιο -εκτός από τον ρουχισμό- προκαλούν αρκετές ακόμη σκηνές. Οι σεναριογράφοι έχουν αποφασίσει να αποδομήσουν το μύθο του Μποντ, μπας και καταφέρουν να τον κρατήσουν στη ζωή για πολύ καιρό ακόμη, και ο Ρότζερ Μουρ δίνει ρέστα σε στιγμές αυτοσαρκασμού και σε σκηνές όπου αποκαθηλώνει ό,τι gentlemanish είχε πάνω του... Ρίχνει ένα παιδάκι στα βρωμόνερα για να μην το πληρώσει, κυνηγάει τον Σκαραμάγκα με βοηθό τον J.W.Pepper, τον "μάγκα" Σερίφη της προηγούμενης ταινίας που επιστρέφει εδώ ως τουρίστας στην Ταϊλάνδη, παίζει καράτε με μια ολόκληρη σχολή (πολύ της μόδας οι ταινίες καράτε στα μέσα της δεκαετίας του '70), την διαλύει και μετά... δεν καταφέρνει να βουτήξει στην Mercedes της απόδρασης. Αλλά η κορυφαία στιγμή γέλιου όλων των ταινιών της σειράς είναι όταν σε ένα δείπνο με την Μπριτ Έκλαντ, ο Ασιάτης σερβιτόρος τους προτείνει μια σαμπάνια... "Phuyuk". Όταν ο Ρότζερ Μουρ φρίττει, ο σερβιτόρος συμπληρώνει: "του '74 κύριε!".


update στο update (post μέσα στο post από τον Mr. Arkadin): Η ταινία σηματοδοτεί και την επιστροφή του Τζον Μπάρι, σε μεγάλη φόρμα. Το τραγουδάκι που έγραψε είναι νευρώδες και ξεσηκωτικό, φέρνει στο μυαλό τα δυναμικά θέματα που έγραφε στα '60s, αλλά είναι προφανέστατα επηρεασμένο από το Live and let die. Επίσης, τώρα που ξανάκουσα, έχω την αίσθηση ότι είχε βάλει τη Λούλου να ουρλιάζει σαν την κατσίκα, αλλά μπορεί να είμαι υπερβολικός.
  • H Guardian έχει ένα ενδιαφέρον θέμα για τους επιλαχόντες που δεν τραγούδησαν τελικά το τραγούδι των τίτλων στις ταινίες του 007 - και μας πληροφορεί ότι ο Άλις Κούπερ είχε ήδη έτοιμο ένα Man with the golden gun, το οποίο τελικά κατέληξε σε άλμπουμ του. Αλλά γι' αυτό θα πρέπει να επιβεβαιώσει η χεβιμεταλάδικη πτέρυγα του ΠΠC.
  • Το ενδιαφέρον είναι ότι, πολλά χρόνια πριν την ταινία, ο συνονόματος του 007 μπασίστας Τζίμι Μποντ είχε γράψει ένα θέμα, εμπνευσμένος από το βιβλίο του Φλέμινγκ - το οποίο είναι εξόχως τζεϊμσμποντικό και θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί ένα εναλλακτικό soundtrack.
  • 27 Οκτ 2008

    Τι πραγματικά συνέβη στις Βρυξέλλες;


    Κοντεύουν να περάσουν δύο μήνες από τότε που ο mr. Arkadin προλόγιζε έναν απολογισμό δια χειρός "Πο Πο Culture!" της επίσκεψης των Ελλήνων bloggers στις Βρυξέλλες. Έναν απολογισμό που, φυσικά, ποτέ δεν αξιωθήκαμε να κάνουμε. Επειδή όμως το αποκλειστικό φωτογραφικό υλικό που έφερα μαζί μου (συν κάποια δάνεια από τη Nikon του φωτογράφου Διαμαντή Μαντή) κόντευε να επαναστατήσει, έτσι αδημοσίευτο που έμενε σε μια γωνιά του σκληρού μου δίσκου, έκανα μια μικρή επιλογή, ένα φωτορεπορτάζ που ελπίζω ότι θα συμπυκνώσει σε λίγες εικόνες την εμπειρία μας από την «πρωτεύουσα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υποθέτω ότι ο mr. Arkadin θα φροντίσει να συμπληρώσει τις λεζάντες μου με την δική του εκδοχή των γεγονότων.


    To πρόγραμμα, που λέτε, ήταν εξαντλητικό. Τρεις ημέρες συνεχών συνεδριάσεων και συναντήσεων με τους προύχοντες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Για να καταφέρουμε να αντέξουμε και να ανταπεξέλθουμε, χρειαζόμασταν ένα γερό ντοπάρισμα. Ευτυχώς, πέσαμε πάνω στο φεστιβάλ μπίρας.

    Tα καπάκια της παραπάνω φωτογραφίας λειτουργούσαν σαν νομίσματα. Έδινες ένα δεκάευρο και έπαιρνες δέκα καπάκια. Έδινες τρία καπάκια κι έπαιρνες μια μπίρα. Ο λόγος για τον οποίον δεν έδινες απ' ευθείας δέκα ευρώ για να πάρεις τρεις μπίρες κι ένα ευρώ ρέστα παραμένει αδιευκρίνιστος, αλλά σε μία τόσο βαρετή πόλη όσο οι Βρυξέλλες πιθανόν να χρειάζεται η πιθανότητα μιας περιπέτειας τόσο αγχωτικής όσο το να σου πέσουν ας πούμε πενήντα καπάκια (ένα πενηντάευρο, δηλαδή) στο πλακόστρωτο της Grande Place ανάμεσα στα πόδια εκατοντάδων μεθυσμένων τουριστών...

    Τέλος πάντων, δώσαμε τα καπάκια μας, πήραμε τις μπίρες μας, τις ήπιαμε και ετοιμασθήκαμε για τις δεξιώσεις, τα ραντεβού και τις συνεδριάσεις που το ΠΑΣΟΚ είχε οργανώσει για μας...

    ...και τα πήγαμε μια χαρά. Ακριβώς όπως περίμενε κανείς από οποιονδήποτε μαθητή Γυμνασίου σε τριήμερη εκδρομή.

    Καθίσαμε στη γαλαρία και σχολιάσαμε γελώντας τους συμμαθητές μας και τους δασκάλους...

    ...παίξαμε Championship Manager στο laptop μας την ώρα των συζητήσεων (δεν καταφέραμε να σταυρώσουμε ούτε νίκη!)...

    ...ποζάραμε αυτάρεσκα στον φακό του Διαμαντή την ώρα που οι συμμαθητές μας κρατούσαν σημειώσεις στο πιο σημαντικό μάθημα της ημέρας.

    Κι όμως! Τα φαινόμενα απατούν... Στο παρασκήνιο της εκδρομής, οι δύο απεσταλμένοι του "Πο Πο Culture!" σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες που απεκατέστησαν σύντομα τη φήμη τους. Κατ' αρχάς ανακαλύψαμε τη μυστική σύναξη των Ευρωπαίων αρτοποιών, τρυπώσαμε στα άδυτά της και εξασφαλίσαμε αποκλειστική φωτογραφία από την τελετή μύησης νέων μελών στην μασονικού τύπου αδελφότητά τους:

    Μυηθήκαμε στον τοπικό γκέι Τύπο...

    Και κυρίως ανακαλύψαμε ότι ο Τζακ του "Lost" δεν είναι ακόμη... lost, αλλά είναι Έλληνας και μάλιστα blogger!


    Mετά από όλα αυτά δεν ήταν τυχαίο που Έλληνες ευρωβουλευτές όπως η Μαίρη Ματσούκα και ο Σταύρος Λαμπρινίδης μας προσέγγισαν για να ζητήσουν τις απόψεις μας σε σημαντικά θέματα:

    Πολύτιμος συνοδοιπόρος μας στις περιπέτειές μας στάθηκε ο δημοσιογράφος Νίκος Τσιαμτσίκας, ο οποίος βρισκόταν τυχαία στις Βρυξέλλες για άλλη δουλειά, αλλά ενώθηκε αμέσως με το team του "ΠΠC", όταν συνειδητοποιήσε τι ακριβώς εκπροσωπούσαμε εκεί.

    Συνολικά, η αποστολή μας εξετελέσθη με επιτυχία. Με εξαίρεση δύο τομείς:

    Δεν καταφέραμε να εξασφαλίσουμε δωρεάν wireless Internet για εμάς και τους συναδέλφους bloggers, ώστε να σας παρουσιάσουμε όλα τα παραπάνω την ώρα που συνέβαιναν...

    ...και δεν κατορθώσαμε να αποτρέψουμε τον Διαμαντή Μαντή να επιδοθεί στο αγαπημένο του χόμπι (αυτό του επιδειξία -εξ ου και το "φιδάκι ο Διαμαντής") στη μέση της Rue Louise, του πιο πολυσύχναστου δρόμου των Βρυξελλών. Υποσχόμαστε ότι την επόμενη φορά θα τα πάμε καλλίτερα.

    (και ευχαριστούμε τους ευρωβουλευτές του ΠΑΣΟΚ Σταύρο Λαμπρινίδη και Μαίρη Ματσούκα, καθώς και τα στελέχη των γραφείων τους για την θερμή φιλοξενία, αλλά κυρίως τους συγχαίρουμε για τον ενεργό τους ρόλο στο Ευρωκοινοβούλιο και το τόσο αθόρυβο έργο τους. Αλλά με αυτά ασχολήθηκαν όλοι οι υπόλοιποι bloggers που βρέθηκαν στις Βρυξέλλες. Δεν πιστεύω να περίμενε κανείς από το ΠΠC να κάνει το ίδιο...)

    26 Οκτ 2008

    Django Weekend: Sweet S(h)ue


    H φωτογραφία είναι εντελώς άσχετη με το τραγούδι. Αλλά καλύτερα να το ξεκινήσω από την αρχή. Ήμουν το πρωί στο μαγαζί κι άλλαζα πλάκες (χε) στο πικάπ, μέχρι που έπεσα σ' εκείνο το δεκάιντσο του Τζάνγκο. Με το που άκουσα την αλέγρα φωνή του Τζέρι Μένγκο στο Sweet Sue, ντράπηκα που τόσον καιρό δεν το έχω ανεβάσει. Έψαχνα μια "γλυκιά Σου" για να το συνοδεύσω οπτικά, αλλά η μόνη που μου ήρθε στο μυαλό είναι η Ελίζαμπεθ Σου, που γράφεται αλλιώς, αλλά της είχα πάντοτε αδυναμία, οπότε...

    24 Οκτ 2008

    Countdown to 007: (020) Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν

    Το "Live and Let Die" είναι η καλλίτερη ταινία της σειράς για τους εξής λόγους:

    α. Από την πρώτη κιόλας σκηνή ένας ολόφρεσκος αέρας γοητείας, χιούμορ και κοσμοπολιτισμού μοσχοβολάει στη μεγάλη (ή την μικρή πια) οθόνη. Τον Τζέημς Μποντ υποδύεται ο Ρότζερ Μουρ. Είναι δύο χρόνια μεγαλύτερος του Σον Κόνερι, κι όμως μπροστά του ο γερασμένος 007 του "Τα Διαμάντια είναι Παντοτινά" μοιάζει με τον Σάρουμαν του "Lord of the Rings"...

    β. Για πρώτη φορά το κάστινγκ έχει προσέξει όχι μόνο τον Μποντ και το κορίτσι του (εδώ η Τζέιν Σέιμουρ), αλλά έχει φροντίσει να γεμίσει με σπουδαίους ηθοποιούς και τους μικρότερους ρόλους. Ο Ντέιβιντ Χέντισον είναι ο καλλίτερος Φίλιξ Λέιτερ (δεν είναι τυχαίο που επελέγη να ξαναενσαρκώσει τον ήρωα στο "License to Kill" παρ' ότι ήταν παράδοση ο Αμερικανός πράκτορας να αλλάζει σε κάθε ταινία). Ο Γιάφετ Κόττο, αν και παντελώς άσημος (έπαιξε σε μία μόνο καλή ταινία ακόμη, το "Alien") διεκπεραιώνει χωρίς τις συνήθεις υπερβολές και κορώνες τον διπλό ρόλο του κακού (Mr. Big, ο μεγαλέμπορος ναρκωτικών / Κανάγκα, ο Πρόεδρος μικρής χώρας της Καραϊβικής που παρασκευάζει ηρωίνη), φέρνοντας τον 007 σε δύσκολη θέση ουκ ολίγες φορές. Από κοντά ο θηριώδης Τζούλιους Χάρις ως ο μπράβος Τι-Χι και, φυσικά, ο φοβερός σερίφης Πέπερ, όπως τον υποδύεται ο Κλίφτον Τζέιμς.

    γ. Η υπόθεση αφήνει πίσω τον Ψυχρό Πόλεμο και τους μεγαλομανείς τρελλούς που κατασκευάζουν απίθανα όπλα για να καταστρέψουν τον κόσμο και επικεντρώνεται σε μια απτή απειλή: τα ναρκωτικά. Το 1973 το κίνημα του blaxpoitation ζούσε μεγάλες στιγμές και το "Live and Let Die" καταφέρνει να καταγραφεί -ως ένα βαθμό βέβαια- στις ταινίες που το βγάζουν ασπροπρόσωπο (μαυροπρόσωπο, καλλίτερα). Εκμεταλλεύεται τέλεια όλα τα κλισέ, από το look και τα κουρέματα, μέχρι τις ατάκες και τα ψευδώνυμα των ηρώων, και αναδεικνύει με φοβερό τρόπο τη Νέα Ορλεάνη στην πιο υπέροχη σκηνή καταδίωξης: στα κανάλια του Μισισιπή με σκυλοφτιαγμένα ταχύπλοα!

    Ο Ρότζερ Μουρ ατύχησε να μην έχει επιλεγεί για τον ρόλο του 007 ήδη από τον "Δρ. Νο" (ήταν ανάμεσα στους υποψήφιους) και άρα να μην συνδέσει το όνομά του με τον αρχετυπικό Τζέημς Μποντ. Επίσης ατύχησε να συνδεθεί με τον Μποντ των 70s και των 80s και άρα να ντυθεί όπως εδώ (με τζιν μπουφάν, παντελόνι και φανελάκι, για παράδειγμα, ή με πουκάμισα και μπλέιζερ με εμετικά τεράστιους γιακάδες) και να χάσει την ευκαιρία για το "Κάρι Γκραντ look" που τόσο μα τόσο θα του πήγαινε. Ακόμη κι έτσι είναι κλάσεις ανώτερος του Σον Κόνερι. Όταν παραγγέλνει την Bollinger του (η εναλλαγή της με την άλλη αγαπημένη σαμπάνια του Μποντ, την Dom Perignon, έχει πια καταντήσει αστείο από ταινία σε ταινία) το κάνει με τον τρόπο του ανθρώπου που έχει δοκιμάσει όλες τις σοδειές της τελευταίας δεκαετίας από όλους τους παραγωγούς της Καμπανίας και ξέρει πολύ καλά τι ζητάει και γιατί. Σε αντίθεση με τον βλαχοτσέλιγκα απ' τη Σκωτία που γέμιζε με χαρά το στόμα του με το όνομα ενός εξωτικού γι' αυτού ποτού που ούτε καν ήξερε τι γεύση είχε πριν υποδυθεί τον 007.

    Ο Μουρ φέρνει την αύρα του λόρδου μαζί του από την πρώτη κιόλας σκηνή. Είναι και "Άγιος" και "Αντίζηλος" μαζί (οι σειρές που τον είχαν κάνει ήδη διάσημο και που φρόντισε να μην αντιγράψει εντελώς όταν υποδύθηκε τον Μποντ -γιατί ήταν και καλός ηθοποιός, ο άτιμος!). Όταν φτιάχνει καπουτσίνο για τον εαυτό του και τον Μ στην εσπρεσιέρα που κουβάλησε (συν μια Ιταλίδα πράκτορα) από την τελευταία του αποστολή στη Ρώμη, διαβάζεις στη ματιά του την ευτυχία για την υπέροχη πρώτη στιγμή της ημέρας που η πικρή αυτή μαγεία θα μπει μέσα του και θα τον ξυπνήσει όσο θα χρειαστεί για το υπόλοιπο της αποστολής του!

    Και έχει πολλά να κάνει. Να περπατήσει, για παράδειγμα, πάνω σε κροκόδειλους για να την γλιτώσει...



    Ή να την κοπανήσει από τους κακούς οδηγώντας διώροφο λεωφορείο στα μονοπάτια ενός νησιού της Καραϊβικής. Και φυσικά, να πέσει στο κρεββάτι με τρία κορίτσια και να ανεβάσει τον σεξομετρητή στο 21 (σε 8 ταινίες). Όλα αυτά τα κάνει, φορώντας το κλασικό Rolex Submariner στον καρπό του. Αλλά ξέρεις ότι αισθάνεται άβολα. Μπορεί το νέο μοντέλο που του ετοίμασε ο Q (που δεν εμφανίζεται εδώ!) να λειτουργεί και ως σούπερ μαγνήτης και να γραπώνει όπλα από μακριά, αλλά ο Τζέημς Μποντ των 70s ήθελε να φορά quartz Seiko με ψηφιακό καντράν. Και το κάνει στην αρχή του "Live and Liet Die" και σε όλες σχεδόν τις ταινίες της δεκαετίας. Το '73, το Seiko του πρέπει να κόστιζε πιο ακριβά κι από το Rolex... Όταν τα quartz πρωτοεμφανίστηκαν, στα τέλη της δεκαετίας του '60, κόστιζαν πιο ακριβά κι από ένα μεσαίο αυτοκίνητο. Ήταν η τελευταία λέξη της μόδας και δυστυχώς -όπως και με τα τεράστια πέτα- ο Μποντ την ασπάζεται χωρίς παράπονο.

    Τέλος πάντων, έχω πολλά παράπονα από τα 70s, όχι όμως και από το τραγούδι των τίτλων. Το "Live and Let Die" του Πολ ΜακΚάρτνεϊ είναι μια ευχάριστη αλλαγή -άλλη μία!- από τη μέχρι τότε μανιέρα και, προσωπικά, το κατατάσσω ανάμεσα στα 5-6 καλλίτερα τραγούδια των ταινιών του 007. Αλλά κάτι μου λέει ότι ο Mr. Arkadin θα έχει διαφορετική άποψη...


    Κάθε άλλο! (post μέσα στο post - από τον Mr. Arkadin)
    Συμφωνώ απολύτως. Το Live and Let Die μπαίνει με άνεση στο τζεϊμσμποντικό top-5 (1. We have all the time in the world 2. From Russia with love 3. Thunderball 4. Nobody does it better 5. Live and let die) για πάρα πολλούς λόγους. Έχει ακριβώς αυτήν την ισορροπία μελοδραματισμού και βαρβατίλας που χαρακτηρίζει το σύμπαν του 007, εκφράζει ταυτόχρονα τόσο το πνεύμα των ταινιών, όσο και αυτό της εποχής του, προοικονομεί τη γιγάντωση του hard rock που θα σημειωνόταν τα επόμενα χρόνια στην Ευρώπη και την Αμερική (δεν είναι τυχαίο το ποιοι επέλεξαν να διασκευάσουν το κομμάτι), ενώ παραμένει η μοναδική ίσως πραγματικά άξια λόγου στιγμή του Πολ ΜακΚάρτνεϊ μετά τους Beatles (εντάξει, προσωπικά μου αρέσει και το Silly Love Songs, αλλά αυτό συνήθως το κρατάω για τον εαυτό μου...). Σ' αυτό το σημείο, θα έπρεπε να προσθέσω ότι στο ρόλο του Τζον Μπάρι (γιατί το να γράφεις μουσική για το Μποντ είναι συγκεκριμένο job description) εμφανίζεται ο Τζορτζ Μάρτιν, γνωστός και ως "πέμπτος Beatle" από τη συνεργασία του με το εμβληματικό γκρουπ. Δυστυχώς, έχει περάσει πολύς καιρός από την (πρώτη και) τελευταία φορά που είδα την ταινία, και δεν έχω άποψη για τη μουσική της...


    Tricky songs for a tricky era



    Δεν μπορώ να θυμηθώ αν το όνομά της ήταν Τζοάν ή Τζαστίν. Και δεν μπορώ να θυμηθώ αν είχα ήδη ξεκινήσει να δουλεύω στα περιοδικά (άρα τη γνώρισα τέτοιες μέρες, Οκτώβριο του '97) ή αν ήταν ακόμη πιο παλιά (το '96). Θυμάμαι μόνο ότι ήταν 19 ετών. Και η πιο όμορφη γυναίκα που μ' είχε βάλει στην αγκαλιά της μέχρι τότε. Θυμάμαι επίσης το όνομα του προηγούμενου γκόμενού της. Θα ήταν αδύνατον να μην το θυμάμαι. Ο Tricky ήταν κάτι σαν ημίθεος εκείνα τα χρόνια -οποιοσδήποτε είχε μια ταυτότητα που έγραφε "Μπρίστολ" στον τόπο γέννησης και έπαιζε ηλεκτρονική μουσική ήταν κάτι σαν ημίθεος εκείνα τα χρόνια. Την Τζοάν (ή την Τζαστίν) την έχασα γρήγορα. Πιο γρήγορα από το σύνηθες για μοντέλο εξ Εσπερίας (εκείνη ήταν Αμερικανίδα) που κατοικεί προσωρινώς στο ξενοδοχείο που τις μαζεύουν όλες, στου Στρέφη. Το ίδιο γρήγορα έχασα και τον Tricky. Και τους Portishead. Οι Massive Attack διατήρησαν ενεργό το μύθο τους λίγα χρόνια παραπάνω, αλλά ΟΚ, δεν το λες trip-hop σκηνή αυτό...

    Και δες ξαφνικά τι έγινε φέτος. Οι Portishead έβγαλαν το τρίτο τους (συγκλονιστικό) άλμπουμ. Οι Massive Attack ετοιμάζονται για το "Weather Underground". Και ο Tricky θυμάται την παλιά του γειτονιά, το Knowle West, και έστησε ένα concept δισκάκι που μιλά κυρίως για κατάντια... Δεν ξέρω αν φταίνει η διαβόητη κρίση. Αν ναι, δεν κατάλαβα ποτέ γιατί το trip-hop μετά το απίστευτο εκείνο μπραφ των mid-90s έμεινε εκτός μόδας. Παρά τις στιγμές ευφορίας, η κατάντια και η εξαθλίωση -συναισθηματικά κυρίως, αν όχι οικονομικά- δεν έφυγε ποτέ. Το trip-hop είναι ένα σπουδαίο είδος μουσικής και διαφωνώ με όσους το βρίσκουν καταθλιπτικό -ακόμη κι αν είναι θεοσκότεινο. Στο "Knowle West Boy" ο Tricky το μιξάρει με dance επιρροές, hip hop εμμονές και τρεις πρέζες punk και εμφανίζει μια σχεδόν funky εκδοχή του, ενοχλητική ώρες ώρες, ένα black n' decker για το μυαλό, αλλά ξεσηκωτική μετά την δεύτερη γουλιά φτηνού ουίσκι.

    Τι ειρωνία! Την ίδια ώρα οι Portishead ακολουθούν την προ δεκαετίας trickεια συνταγή μαυρίλας για να εντυπωσιάσουν εξίσου... Όχι ότι το "Knowle West Boy" βρίθει αισιοδοξίας. Οι μεγάλες του στιγμές, το "Past Mistake" και το "Cross to Bear" είναι κλασσικές trip-hop μπαλάντες, από αυτές που η Μπεθ Γκίμπονς τραγουδάει στο μπάνιο της τις ημέρες της μαυρίλας. Αλλά τα τραγούδια που το κάνουν να ξεχωρίζουν είναι το "C'mon Baby", το "Council Estate" (στο βιντεάκι πιο πάνω -τι ωραίο: ξεκινά με ένα θέμα από τους Portishead!) και το "Veronika", επιθετικές προσμίξεις punk και hip-hop. Και φυσικά, εδώ υπάρχει και χιούμορ. Ο Tricky διασκευάζει μέχρι και Kylie (το "Slow"), ενώ ξεκινά με ένα τραγούδι που θα έκανε τον Barry Adamson περήφανο ("Puppy Toy"). Όλα χωράνε στο μπλέντερ του Tricky, το "Coalition" είναι σαν γερή τζούρα, σε τριπάρει άσχημα, το "School Gates" σε στέλνει στο κρεββάτι να συνέλθεις. Ενδιάμεσα έχεις σηκωθεί κι έχεις χορέψει με το "Baligaga". Το "Knowle West Boy" δεν είναι από τα άλμπουμ που εκτιμάς με την πρώτη. Και δυστυχώς, δεν είναι από τα άλμπουμ που εκτιμάς νηφάλιος. Αλλά είναι αλμπουμάρα...


    22 Οκτ 2008

    Countdown to 007: (021) Τζέημς Μποντ, Πράκτωρ 007. Τα διαμάντια είναι παντοτινά

    Ο Τζορτζ Λέιζενμπι δεν έπιασε και η Eon Productions έψαξε για τον επόμενο Μποντ. Το συμβόλαιο πήγε στον Τζον Γκάβιν, έναν άσημο ηθοποιό που έμοιαζε με τον Ροκ Χάτσον. Αλλά το αφεντικό της United Artists στράβωσε και εκεί. Και ζήτησε πίσω τον Σον Κόνερι. Κι εκείνος ζήτησε το απίστευτο τότε ποσό των 2 εκατομμυρίων δολαρίων. Έτσι είναι οι ντίβες, αγάπη μου. Του τα έσκασαν και έκλεισαν έναν γερασμένο (αν και μόλις 41 ετών) Κόνερι, σε μια μετριότατη ερμηνεία - ξεπέτα. Όχι ότι ήταν αποκλειστική η ευθύνη του Σκωτσέζου, αφού το σενάριο ήταν επιεικώς γελοίο και η παραγωγή κατάφερε να μας χαρίσει σκηνές ξεκαρδιστικού γέλιου.

    Ένα παράδειγμα; Η προσομοίωση βαρύτητας στη βάση των κακών μέσα στην έρημο, όπου οι αστροναύτες κινούνται με ένα χιλιόμετρο την ώρα και ο Μποντ τρέχει κανονικά, και στο καπάκι η καταδίωξη με τη σεληνάκατο. Ο Κόνερι την παίρνει και φεύγει, τον ακολουθούν μοτοσακό και αυτοκίνητα, το ένα μετά το άλλο διαλύονται, διαλύεται και η σεληνάκατος (αυτό δεν το βλέπουμε όμως, αλλά το καταλαβαίνουμε όταν η μία της ρόδα περνά μπροστά από την κάμερα και μπροστά από ένα φλεγόμενο αυτοκίνητο... Προφανώς δεν είχαν άλλο για να καταστρέψουν και αποφάσισαν να κρατήσουν αυτή τη σκηνή στο μοντάζ -κι ας φαινόταν ότι η γελοία ρόδα που βόλταρε ανεξέλεγκτη ήταν από τη σεληνάκατο και όχι το αυτοκίνητο!). Αστειότατοι είναι και οι δύο κακοί, το γκέι ζευγάρι των κυρίων Κιντ και Γουίντ, μπράβων του Μπλόφελντ, που εδώ σκάει μύτη παρέα με τους κλώνους του (!) και τον υποδύεται ο Τσαρλς Γκρέι που έπαιζε τον Χέντερσον στην προηγούμενη ταινία του Κόνερι, το "Ζεις μονάχα δυο φορές".


    Τα ντυσίματα του Κόνερι είναι άθλια και αποδεικνύουν πόσο ήρωας ήταν ο Ρότζερ Μουρ που ανέλαβε στη συνέχεια, σε μια δεκαετία εμετικού ενδυματικού στιλ -και πόσο κωλόφαρδος ο Σκωτσέζος που αποδεσμεύτηκε από τον Μποντ την κατάλληλη στιγμή! Η παχιά ροζ γραβάτα πολύ πάνω από τον αφαλό και το καρό κεραμιδί μπλέιζερ με ζιβάγκο είναι δύο καλά παραδείγματα...

    Δεν είναι όλα άθλια, πάντως, σ' αυτήν την ταινία. Κατ' αρχάς οι ηθοποιοί που υποδύονται τους δύο βασικούς βοηθούς του Μποντ, η Τζιλ Σεν Τζον ως Τίφανι Κέιζ και ο Νόρμαν Μπέρτον ως Φίλιξ Λέιτερ κάνουν μια χαρά τη δουλειά τους. Η πρώτη παρ' ολίγον να μας χαρίσει την πρώτη σκηνή ρώγας, μόνο που το pause και το zoom του DVD αποκαλύπτει ότι φορούσε κι αυτή αυτοκόλλητο. Σχεδόν ρώγα -μέσα από βρεγμένο πουκάμισο, τέλος πάντων- αποκαλύπτει τουλάχιστον η χυμώδης Λάνα Γουντ (ως Πλέντι Ο' Τουλ), μακαρίτισα μέσα σε μια πισίνα. Την θεά Πλέντι δυστυχώς δεν προλαβαίνει να τη γαμήσει κι έτσι ο σεξομετρητής μας έχει σταματήσει στο 18. Βρισκόμαστε στο 1971. 18 γκόμενες σε 9 χρόνια δεν είναι και κανα φοβερό σκόρ... Από τα στοιχεία που λατρεύει το "ΠΠC" άξιον σημειολόγησης μόνο ένα: στην αρχή της ταινίας ο Μποντ αμολάει μια ξερολιά γευσιγνωσίας για το σέρι που πίνει. Πετάει στον αέρα μια χρονιά, ο Μ τον κράζει ότι το σέρι δεν έχει σοδειές και ο Μποντ τον διορθώνει, ότι αναφερόταν στην αρχική σοδειά των σταφυλιών. Έλεος!

    Φυσικά και πρόκειται για μία από τις χειρότερες ταινίες της σειράς, και πακέτο με την προηγούμενη του Κόνερι, το "Ζεις μονάχα δυο φορές", είναι τα βασικότερα επιχειρήματά μου για τη θεωρία μου ότι ο βλαχοσκωτσέζος ήταν ένας μέτριος Μποντ. Δυστυχώς, όλοι οι υπόλοιποι επιμένουν να τον θυμούνται μόνο από τον "Δρα Νο" και τον "Χρυσοδάκτυλο". Το κρίμα στο λαιμό τους.


    update (post μέσα στο post - από τον Mr. Arkadin):
    Σε μια τόσο κακόγουστη, ηλίθια ταινία, ήταν επόμενο να ακούγεται ένα κακόγουστο, ηλίθιο τραγούδι - τόσο που ανέδειξε την ερμηνεύτριά του ως ηγερία της κακογουστιάς. Δεν ξέρω αν η Σίρλεϊ Μπάσεϊ (εφ' εξής "η κατσίκα") ήταν τότε ήδη γκόμενα του Τζον Μπάρι, ή αν έγινε στη συνέχεια (δεν παρακολουθώ τα κουτσομπολιά), είναι όμως βέβαιο ότι έπαιξε μοιραίο ρόλο στη δημιουργικότητά του, λειτουργώντας σαν καταστρεπτική μούσα. Με αυτό το ψεύτικο κιτσάτο λούστρο στην εκνευριστικά μεταλλική φωνή της, η κατσίκα κατάφερε το πρωτοφανές: να δημιουργήσει ένα τραγούδι Μποντ φτιαγμένο για να ακούγεται στα gay bar του πλανήτη - και πουθενά αλλού.

    Με τέτοια υποστήριξη από την ελληνική ομογένεια, πώς να χάσει τις εκλογές ο Ομπάμα;


    UPDATE: Μετά την παρέμβαση του Ovelix (βλέπε σχόλια), εμφανίστηκε το εξής μήνυμα στην ίδια εκκλησία:

    21 Οκτ 2008

    Countdown to 007: (022) Τζέημς Μποντ, Πράκτωρ 007 Στην Υπηρεσία της Αυτού Μεγαλειότητος


    Βιαστικός μέσα στον ενθουσιασμό μου, έγραφα σχολιάζοντας αυτό το post του Mr. Arkadin ότι το "On Her Majesty's Secret Service" εκτυλίσσεται στο Τσερμάατ. Λάθος. Η κορυφή είναι το Πιτζ Γκλόρια στο Σίλθορν, το οποίο βρίσκεται επίσης στην Ελβετία, αλλά πιο κεντρικά, όχι κοντά στα σύνορα με την Ιταλία. Κάτω ακριβώς από το εστιατόριο που περιστρέφεται 360 μοίρες και προσφέρει απίστευτη θέα προς τα όρη Γιούρα του Βορρά (την πατρίδα της υψηλής ωρολογοποιίας), το Λευκό Όρος στη Δύση και τις ψηλές κορυφές των ελβετοϊταλικών Άλπεων στο Νότο, ξεκινά μια μαύρη πίστα. Στην ταινία, το εστιατόριο χρησιμεύει ως το αρχηγείο του Μπλόφελντ και η πίστα αποτελεί το πλατό μιας απολαυστικής καταδίωξης με σκι. Νυκτερινό σκι, μάλιστα...

    Το σκι είναι ένα από τα αγαπημένα σπορ του 007. Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Επιστρέφει στην "Κατάσκοπο που μ' αγάπησε" στα πόδια του Ρότζερ Μουρ (ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ ότι ο βλαχοτσέλιγκας Σον Κόνερι δεν θα ήξερε σκι...), στο "Για τα μάτια σου μόνο" και στο "A view to a kill" (εδώ ο Μουρ κάνει και snowboard!), στο "Living Daylights" o Ντάλτον και το κορίτσι κατεβαίνουν μια πλαγιά μέσα στη θήκη ενός τσέλου, στο "Ο κόσμος δεν είναι αρκετός", ο Πιρς Μπρόσναν και η Σοφί Μαρσό κάνουν και heliski...


    Aλλά τα χειμερινά σπορ δεν είναι το θέμα μας εδώ. Το θέμα είναι η τριπλέτα Τζορτζ Λέιζενμπι, Τέλι Σαβάλας, Νταϊάνα Ριγκ. Δηλαδή ο πιο παρεξηγημένος από τους έξι ηθοποιούς που ενσάρκωσαν τον Μποντ, ο καλύτερος όλων των Έρνστ Σταύρο Μπλόφελντ και η Τρέισι Ντράκο, η μοναδική γυναίκα που αγάπησε (και παντρεύτηκε) ο 007. Ναι, εδώ δεν έχουμε μόνο περιπέτεια. Έχουμε και δράμα, πάθος, ρομάντσο! Και ο Λέιζενμπι ανταποκρίνεται στη ξαφνική εμβάθυνση του ρόλου μια χαρά: Είναι και στυγνός εκτελεστής με ενέσεις φλεγματικού χιούμορ, είναι και σπασίκλας καθηγητής της εραλδικής (έτσι πάει μεταμφισμένος για να παγιδέψει τον Μπλόφελντ), είναι και τυφλωμένος από τον έρωτα... Ο Σαβάλας παίζει τον ρόλο του κακού υποδειγματικά και ταπεινώνει τους πριν και μετά Μπλόφελντ: είναι απλώς κουλ. Ούτε παρανοϊκός, ούτε κραυγαλέος. Και η Ριγκ, η διάδοχος στους "Εκδικητές" της Όνορ Μπλάκμαν που έπαιξε την Πούσι Γκαλόρ στον "Χρυσοδάκτυλο", είναι πραγματικά κορίτσι για παντρειά. Κι εγώ αυτήν θα έπαιρνα, από όλα τα bond girls! Κοινώς, το καστ είναι υπέροχο, τα τοπία εξαιρετικά και η δράση είναι μια χαρά.

    Τι έφταιξε όμως και ο Λέιζενμπι εξαφανίστηκε μετά από προσώπου γης; Το ότι ήταν Αυστραλός ήταν αρκετό για να πυροδοτήσει τις αντιδράσεις των πάντοτε υπερβολικών βρετανικών media. Και πρέπει κάτι να έτρεχε και με τον χαρακτήρα του, αφού τόσο ο σκηνοθέτης Πίτερ Χαντ (αυτή ήταν η πρώτη του ταινία -ξαναέκανε εντύπωση στην τηλεόραση με τις "Τελευταίες μέρες της Πομπηίας") όσο και η συμπρωταγωνίστριά του δεν τον πήγαιναν μία και έκαναν το παν για να τον σαμποτάρουν. Μέχρι και ντουμπλάρισμα στη φωνή τού επέβαλαν. Η ταινία δεν τα πήγε και άσχημα στο box office του 1969, αλλά το 1969 ήταν μια γενικώς κακή χρονιά για τον κινηματογράφο και σε σχέση με τον προηγούμενο Μποντ ο Λέιζενμπι έκοψε λιγότερα εισιτήρια. Φαγώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες και για την επόμενη ταινία, οι Σάλτσμαν και Μπρόκολι έφεραν πίσω τον Κόνερι.

    Το σεξόμετρο προσθέτει, πάντως, 3 κοριτσόπουλα (φτάσαμε πια τα 17 σε 6 ταινίες), αφού όταν το καθήκον τον καλεί ο Μποντ ξεχνά και τους έρωτες και όλα. Στο σαλέ του Μπλόφελντ καρφιτσώνει δύο από τις καλεσμένες-πειραματόζωα του "κακού", για να αντλήσει πληροφορίες. Θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ξεφύγει. Ο Μπλόφελντ έχει μαζέψει καμμιά εικοσαριά εκπάγλου καλλονής κυρίες, όλες με σπάνιες αλλεργίες, και καθώς τις θεραπεύει τους κάνει και υπνωτισμό, μετατρέποντάς τις σε εκτελέστριές του: θα σπείρουν ένα σπάνιο ιό που θα σκοτώσει μέρος της πανίδας. Εκτός κι αν οι ισχυροί του κόσμου, δώσουν ασυλία στον Μπλόφελντ και τον αναγνωρίσουν ως κόμη! Για την ιστορία, μετά την τελική σκηνή ξύλου που διαδραματίζεται στην διαδρομή ενός μπόμπσλεϊ, ο Μποντ κάνει το λάθος να παρατήσει τον Μπλόφελντ πάνω στο δέντρο που τον ξαπόστειλε, χωρίς να σιγουρευθεί ότι είναι και μακαρίτης. Στην επόμενη σκηνή παντρεύεται την Τρέισι. Στη μεθεπόμενη, ο Μπλόφελντ τους επιτίθεται και τελειώνει άδοξα τον έρωτά τους, σκοτώνοντας την Τρέισι. Η μοναδική συγκινητική στιγμή στα 46 χρόνια της καριέρας του 007 (άντε και εκείνη που ο Ντάνιελ Κρεγκ μαθαίνει ότι η Βέσπερ Λυντ δεν τον είχε προδώσει, στο "Casino Royale"). Όποιος δεν έχει δει το "On Her Majesty's Secret Service" είναι αδικαιολόγητος. Είναι, πολύ απλά, μια από τις 5 καλλίτερες της σειράς!


    update (post μέσα στο post - από τον Mr. Arkadin):
    Δεδομένης της απουσίας του σταρ της σειράς, όλοι έβαλαν τα δυνατά τους σ' αυτήν την ταινία - με πρώτο και καλύτερο τον Τζον Μπάρι που κερδίζει από την αρχή τις εντυπώσεις με ένα ορχηστρικό θέμα τίτλων (αντί για τραγούδι) που σκοτώνει. Όσο για το τραγούδι, σε μια ταινία που δείχνει τον 007 να ερωτεύεται, να παντρεύεται και να χηρεύει σε μιάμιση ώρα, χρειαζόταν κάτι που να συγκινήσει και τις πιο κυνικές καρδιές. Ποιος άλλος θα ήταν καλύτερος για κάτι τέτοιο από τον πατριάρχη της τζαζ που τραγουδά, με αυτό το εύθραυστο βραχνοκοκόρικο βιμπράτο, το πιο συγκινητικό από τα bond themes, το μοναδικό, κατά τη γνώμη μου, που έχει λόγο ύπαρξης και εκτός ταινίας;

    Spy vs Spy: ο 007 και η πρακτορομανία των '60s

    Τώρα που ο Homo Ludens ολοκλήρωσε το πρώτο μέρος της εποποιίας του 007 - τα '60s - δράττομαι της ευκαιρίας να προσθέσω μερικές ψηφίδες που συμπληρώνουν την εικόνα. Όχι ότι μένουν πολλά να πει κανείς - ο Τζέιμς Μποντ αποτελεί πια μια εμβληματική μορφή της μαζικής κουλτούρας κι έναν από τους δύο βασικούς πόλους της ποπ κουλτούρας του '60 - ο άλλος είναι ασφαλώς οι Beatles. Η αναλογία δεν είναι τυχαία. Όπως οι Beatles άλλαξαν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την ποπ, προκαλώντας την British Invasion που έκανε την αμερικανική ροκ σκηνή να σκάσει από ζήλια, έτσι και ο Μποντ προκάλεσε αντίστοιχο σεισμό στα θεμέλια της βιομηχανίας ειδώλων που ήταν το Χόλιγουντ - και το οποίο δεν μπορούσε ποτέ να κάτσει άπρακτο και να δει έναν σνομπ Άγγλο πράκτορα να κυριαρχεί στο σινεμά. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρεθεί η αμερικανική απάντηση στον Τζέιμς Μποντ. Για την ακρίβεια, βρέθηκαν δύο απαντήσεις. Και οι δύο βγήκαν στις αίθουσες το 1966.Για τη μία έχω ήδη κάνει μια αναφορά: ήταν το Οur Man Flint, με πρωταγωνιστή τον γιγαντιαίο Τζέιμς Κόμπερν στο ρόλο του ατίθασου πρώην πράκτορα Ντέρεκ Φλιντ.Η ταινία είναι ένα ψυχεδελικό λούνα παρκ κινηματογραφικού χαβαλέ, μια διασκεδαστική παρωδία του σύμπαντος του 007, με όλα τα στοιχεία να βρίσκονται στην υπερβολή: την διάχυτη σεξουαλικότητα, το φετιχισμό της βίας, τον κοσμοπολιτισμό, τις πολυπλόκαμες μυστικές οργανώσεις - κι ένα γαμάτο μουσικό θέμα από τον Τζέρι Γκόλντσμιθ. Η ταινία σημείωσε επιτυχία, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει ένα σίκουελ, με τίτλο In Like Flint, με την ίδια ακριβώς συνταγή.Έχω την τύχη να έχω δει και τις δύο αυτές ταινίες, σε μικρή ηλικία, στο σινεμά, ένα καλοκαίρι - την εποχή που η νομοθεσία για τα δικαιώματα προβολής ταινιών ήταν διαφορετική, με αποτέλεσμα να είναι εφικτό στα μέσα του '80 να μπορείς να βλέπεις στο σινεμά ταινίες εικοσαετίας - και θυμάμαι να με εντυπωσιάζει το άψογο στιλ του Κόμπερν, που περιφερόταν, ψηλόλιγνος και βαριεστημένος, ανάμεσα σε δεκάδες πρόθυμες γυναίκες, έτοιμος να κάνει ό,τι τον πρόσταζε η φύση του - γιατί ο Ντέρεκ Φλιντ δεν έδινε σημασία στο καθήκον.


    Αντιθέτως, δεν είχα τη χαρά να δω την άλλη απάντηση στον 007 που βγήκε το 1966.Το Silencers ήταν η μεταφορά στο σινεμά των περιπετειών του εκτελεστή Ματ Χελμ, ήρωα κάτι άθλιων pulp βιβλίων του Ντέιβιντ Χάμιλτον. Ο παραγωγός Ίρβινγκ Άλεν, πρώην συνεργάτης του Κάμπι Μπρόκολι, δημιουργού των ταινιών του 007 είχε τη φαεινή ιδέα να κρατήσει μόνο το όνομα και ελάχιστα στοιχεία από τα "σοβαρά" βιβλία - και να αναθέσει το ρόλο του σούπερ πράκτορα στον Ντιν Μάρτιν.

    Η ιδέα ήταν ιδιοφυής: αν υπήρχε ένας άνθρωπος στην Αμερική που ενσάρκωνε το lifestyle του Μποντ πριν ακόμα γεννηθεί ο Μποντ στη φαντασία του Φλέμινγκ, αυτός ήταν ο Μάρτιν.Έχοντας φτιάξει μια περσόνα γαλαντόμου γαλίφη που σαγηνεύει τις γυναίκες με το τραγούδι, το χιούμορ, το άψογο στιλ του, ο Μάρτιν ήταν έτοιμος για το ρόλο - το μόνο που χρειαζόταν ήταν να του προσθέσουν ένα πιστόλι στο ένα χέρι (στο άλλο κρατούσε πάντοτε, έτσι κι αλλιώς, ένα ποτήρι).Ο Ντιν Μάρτιν υποδύθηκε τον Ματ Χελμ σε τέσσερις ταινίες, έχοντας στο πλευρό του χυμώδη it girls της εποχής όπως η Στέλα Στίβενς και η Αν-Μαργκρετ, με ήρωες όπως ο Έλμερ Μπέρνσταϊν και ο Λάλο Σίφριν να του γράφουν μουσική, ενώ ο ίδιος έκανε αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα από καθέναν: να ενσαρκώνει το νόημα του swinging lifetyle, με ζέση και αυτοσαρκασμό.


    Βέβαια, η καλύτερη απάντηση στον Μποντ ήρθε επί βρετανικού εδάφους - κι από τον ίδιο παραγωγό των ταινιών του 007: τον Χάρι Σάλτζμαν, ο οποίος θεώρησε καλό να μεταφέρει στην οθόνη τα βιβλία του Λεν Ντέιτον, με πρώτο τον "Απόρρητο φάκελλο Ιπκρες".Η ταινία (όπως και το βιβλίο) είναι το ακριβώς αντίθετο του σύμπαντος του 007. Αν ο Τζέιμς Μποντ είναι η απόλυτη αντρική φαντασίωση, ο Χάρι Πάλμερ είναι η προσγείωση στη σκληρή πραγματικότητα. Με τα χαρακτηριστικά του - δεν υπάρχουν λόγια να περιγραφεί το πόσο θεός είναι - Μάικλ Κέιν (κι αυτά τα χοντρά κοκάλινα γυαλιά που συνταγογραφεί το δημόσιο όπου Γης), ο Χάρι Πάλμερ είναι ένας λαϊκής καταγωγής, χαμηλόμισθος ρουτινιάρης αξιωματικός, που αναλαμβάνει απρόθυμα τις αποστολές που του αναθέτουν, ελπίζοντας στα οδοιπορικά και μια αυξησούλα, για την οποία σε καμία περίπτωση δεν αξίζει τον κόπο η ταλαιπωρία (το ξύλο, το κρύο, οι κίνδυνοι, οι σφαίρες) που υφίσταται.Με το μισό team των ταινιών του 007 να συστρατεύεται, η ταινία είναι ένα συναρπαστικό θρίλερ, με συγκλονιστική μουσική από τον Τζον Μπάρι, που ξεπέρασε τον εαυτό του, με αυτήν την ανατριχιαστική σύνθεση, την οποία τιτλοφόρησε "a man alone" - και η οποία ακούγεται στην ταινία σε δεκάδες παραλλαγές, η μια πιο τζάζι από την άλλη - πιάνοντας στο έπακρο το πνεύμα του ήρωα, του μοναδικού μυστικού πράκτορα που έχουμε δει ποτέ να ξυπνά αγουροξυπνημένος και, με τα μάτια κλειστά, να φτιάχνει πρωινό ΑΛΕΘΟΝΤΑΣ Ο ΙΔΙΟΣ ΤΟΝ ΚΑΦΕ ΤΟΥ! Θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο, αυτός ο κακομαθημένος βουτυρομπεμπές, ο Τζέιμς Μποντ;