31 Ιουλ 2007

Αν αύριο πεθάνει και ο Γκοντάρ, τα πράγματα θα είναι πάρα πολύ ύποπτα...

Όταν σκέφτομαι τον Μικελάντζελο Αντονιόνι, σκέφτομαι τη Μόνικα Βίτι (τι γυναίκα!) στην "Έκλειψη", όπου συμπρωταγωνιστεί με τον Αλέν Ντελόν και τη Ρώμη.

Άσχετο, αλλά, κάθε φορά που ακούω τη μουσική των τίτλων, παθαίνω πλάκα - ενώ ξέρω τι θα συμβεί, εκπλήσσομαι κάθε φορά.

Αλλά νομίζω ότι στην περίσταση ταιριάζει περισσότερο η μουσική από την "Περιπέτεια", πάλι σύνθεση του Giovanni Fusco, στην υπέροχη εκτέλεση του μεγάλου Enrico Rava.

Εν τω μεταξύ, έχει φύγει για διακοπές ο Homo Ludens κι έχω κάνει το blog μαυσωλείο... Από αύριο δεσμεύομαι να το "ξανοίξω" λίγο. Αρκεί να μην πεθάνει κανένας άλλος μεγάλος σκηνοθέτης...

Πέρσι, τέτοια εποχή, ήμουν εκεί...

Τι το ήθελε ο Homo Ludens και μου θύμισε το Παρίσι; Από τη στιγμή που διάβασα το post του, σκέφτομαι ότι πέρσι, τέτοιες μέρες ήμουν εκεί. Εδώ καιγόταν ο κόσμος πάλι, κι εκεί είχαμε 25 βαθμούς - ενώ τη μέρα που αποφάσισα να πάω στην porte de st.ouen για να πάρω δίσκους βινυλίου από τα παλιατζίδικα, έβρεχε - γενικώς, το έχω σε κακό να πάω κάπου και να μην πάρω ομπρέλα από το δρόμο.

Ευτυχώς, τη μέρα που με ένοιαζε περισσότερο, ο καιρός ήταν με το μέρος μου. Γιατί τα είχα βολέψει έτσι, ώστε να βρεθώ στην πόλη την εποχή που εξελίσσεται το Paris Jazz Festival, στο Parc Floral. Φαντάσου έναν τεράστιο βοτανικό κήπο, με ταμπελίτσες που σου εξηγούν τι ακριβώς είναι όλα αυτά τα λουλούδια και τα δέντρα που συνθέτουν αυτόν τον μικρό παράδεισο, στον οποίο σουλατσάρουν ανέμελα οικογένειες με μωρά, joggers και ποδηλάτες - και μουσικόφιλοι: εκεί, κάθε σαββατοκύριακο, στις 4 το απόγευμα, ξεκινούν οι συναυλίες - τζαζ τον ιούνιο και τον ιούλιο, κλασική μουσική τον αύγουστο και το σεπτέμβριο. Κάθε σαββατοκύριακο. Νωρίς το απόγευμα. Με το εισιτήριο που πληρώνεις για να μπεις στο πάρκο (€3) - περπατάς ανάμεσα στα δέντρα, και φτάνεις σε ένα ξέφωτο, όπου υπάρχει μια λιμνούλα κι ένα μικρό περίπτερο όπου στήνεται η σκηνή. Γύρω γύρω, κόσμος ξαπλωμένος στο γρασίδι, ή κάτω από τα δέντρα, κάθεται και ακούει. Πολιτισμός.

Είχαμε προνοήσει και πριν ξεκινήσουμε περάσαμε από ένα μεγαλομπακάλικο για προμήθειες: μπαγκέτες, τυριά, σταφύλια και παγωμένο κρασί σε ειδική τσάντα, για να διατηρούνται. Την ώρα που φτάσαμε, ακουγόταν ένα αγαπημένο μου κομμάτι. Γιατί εκείνη τη μέρα, το φεστιβάλ φιλοξενούσε τον σοφό γέροντα που ακούει στο όνομα Yusef Lateef, έναν ήρωα της τζαζ του '50 και του '60, που εδώ και λίγα χρόνια συνεργάζεται με τους αδελφούς Belmondo. Η μουσική τους ξεχυνόταν από τη σκηνή προς τα δέντρα, αντηχούσε σ' ολόκληρο τον κήπο. Ξαπλώσαμε στο γρασίδι, ανοίξαμε κρασί κι απολαμβάναμε.

Κάποια στιγμή, δεν άντεξα και πλησίασα για να βγάλω μια θολή φωτογραφία. Κι όταν τελείωσε το σετ, αναψοκοκκινισμένοι περιμέναμε για τον έτερο σοφό γέροντα, έναν ακόμα ήρωα της τζαζ με μουσουλμανικό όνομα. Τον Ahmad Jamal. Ο τύπος ήταν η βασική επιρροή του Miles Davis στα '50s - δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό: είναι σαν να λες ότι κάποιος επηρέασε τον Σέξπιρ, τον Μικελάντζελο, τον Πικάσο... ε λοιπόν, ο Τζαμάλ επηρέασε τον Μάιλς. Πενήντα χρόνια τώρα, αυτός ο ζωηρός, κομψός πιανίστας παίζει την πιο λεπταίσθητη τζαζ που υπάρχει, πάντα (ή συνήθως) στο κλασικό σχήμα του τρίο. Και φυσικά δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να τον ακούσεις, παρά ξάπλα στο γρασίδι...

Μέχρι τις 7, το πράγμα είχε τελειώσει (το κρασί πολύ νωρίτερα) και τα μαζεύαμε για να γυρίσουμε πίσω - λίγες μέρες μετά επέστρεφα στην Αθήνα, προσπαθώντας να μη σκέφτομαι ότι κάτι τέτοιο δεν υπάρχει περίπτωση να το ζήσω εδώ. Πρώτα απ' όλα, δεν έχουμε πάρκα...

Παίζουν τα λευκά και χάνουν

Ο τύπος έκανε ταινία με ήρωα το Θάνατο να παίζει σκάκι με έναν ιππότη - τι άλλο μένει να πει κανείς μετα; Μόνο ένα πράγμα, ίσως. Ότι το πρόβλημα με τον Μπέργκμαν, όπως και με όλους τους μεγάλους καλλιτέχνες, ήταν ότι ο ίδιος δεν ήταν "μπεργκμανικός". Τη ζημιά την κάνουν πάντα οι οπαδοί, οι ακόλουθοι, αυτοί που κάνουν στιλ. Εκείνος έκανε απλώς ταινίες, με θέμα αυτά που τον απασχολούσαν: το θάνατο, τον έρωτα, τη φθορά των ερωτικών σχέσεων, τα ψέματα και την καταπίεση στην οικογένεια, τα συναισθήματα και τη σχέση του καθενός με τον εαυτό του. Και φυσικά, την ερωτική επιθυμία, τη νεότητα, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο της ανθρώπινης φύσης.


Η κρατική τηλεόραση ένιωσε την ανάγκη να κάνει αφιέρωμα, στα θερινά είχε ήδη προγραμματιστεί η επανέκδοση του "Σκηνές από ένα γάμο", ενώ συμπτωματικά και το popmatters έγραφε πριν από λίγο καιρό για το ρόλο της μουσικής του Bach στις ταινίες του. Δεν το διάβασα - έτσι κι αλλιώς δεν είμαι πολύ εξοικειωμένος με τον Μπαχ. Αυτό το κομμάτι όμως το λατρεύω. Κι ας μήν ακούγεται σε ταινία του Μπέργκμαν (εκτός κι αν ακούγεται, οπότε θα γίνω ρεζίλι).
ΥΓ. Η τύπισσα δίπλα είναι η Μόνικα - όπως λέμε "Καλοκαίρι με τη Μόνικα"...

28 Ιουλ 2007

O Homo Ludens είναι κλειστός λόγω διακοπών

Από το μεσημέρι της Κυριακής 29 Ιουλίου, ο υπογράφων θα βρίσκεται παρέα με το μωράκι του στη Σίφνο. Χωρίς καμμία μα καμμία διάθεση να συνδεθεί στo Internet και να postάρει ή να σχολιάζει τα posts άλλων. Παρ' όλο που θα μπορεί να το κάνει. Το νησί του Σημίτη και του Χριστόδουλου βρίσκεται πολύ μπροστά στο θέμα των νέων τεχνολογιών...

Το "Πο Πο Culture!", παρ' όλ' αυτά, θα συνεχίσει να ενημερώνεται κανονικότατα και καθημερινότατα. Και εδώ θα ακολουθήσει μια αποκάλυψη που για κάποιους από τους αναγνώστες του blog ίσως αποτελέσει σοκ, γι' αυτό καλό θα ήταν να κάτσουν: Οι Homo Ludens, μπαρμπα-Μαθιός και zelig ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ το ίδιο πρόσωπο. Οι δύο πρώτοι ίσως, αλλά ο τρίτος όχι. Ο zelig αποτελεί αυτή τη στιγμή τη "χρυσή", νέα γενιά του "Πο Πο Culture!" και ως νεότερος δεν δικαιούται ακόμη άδειας, γι' αυτό και θα μείνει πίσω στις επάλξεις, πιστός φύλακας της Πο Πο Κουλτούρας μας, συνεπής τιμητής των πάντων, άξιος γκλενμιλερολόγος των δύσκολων -ένεκα καύσωνα- θερινών ημερών. Δύσκολο το έργο του, αλλά για κάποιον ανεξήγητο ακόμη λόγο, τον ζηλεύω.

(Να δούμε αν θα λέω τα ίδια κι όταν επιστρέψω. Ο Homo Ludens ξανά μαζί σας την Κυριακή 5 Αυγούστου... Καλό καλοκαίρι σε όλους!)

27 Ιουλ 2007

Γιε γιε γιε (να ρα ρα ρα ρα ρα)

Την Πέμπτη το βράδυ πήγα σε δύο συναυλίες. Στην πρώτη ασχολήθηκα με το DJ set του Μιχάλη Δ. Μου θύμισε εφηβικές εξορμήσεις σε μια υπαίθρια ντίσκο επτάμισι χιλιόμετρα έξω απ’ την Ερέτρια. Ναι, ήταν mid-80s και άρα, το ‘πιασε το νόημα ο Μιχαλάκης, εμείς οι υπόλοιποι δεν το πιάσαμε μάλλον την ώρα που απορούσαμε με τα “Funky Town” και τους Pet Shop Boys, αλλά στο κάτω-κάτω ποιος νοιάζεται; Λες και πήγαμε στο ΟΑΚΑ για ν’ ακούσουμε το Μιχάλη Δ… Στη συνέχεια ασχολήθηκα με την «πολυκατοικία» πίσω από τη σκηνή που φιλοξενούσε κάτι κιθαρίστες, ντράμερ και σαξοφωνίστες, με τον ιδρώτα του headliner (μα, καλά δεν έσκαγε με το κοστούμι;) και με την αγωνία του να επιβάλει τα νερόβραστα ασθενικά τραγούδια της ύστερης θητείας του στην ποπ σ’ ένα κοινό που βρισκόταν εκεί για έναν και μόνο λόγο: για να ουρλιάξει «γιε γιε γιε (να ρα ρα ρα ρα ρα)».

Ευτυχώς, εκεί γύρω στις έντεκα ξεκίνησε η δεύτερη συναυλία. Με συνθηματικό το “Faith”, με κορίτσια ανεβασμένα σε πλάτες αγοριών, αγόρια αγκαλιά με άλλα αγόρια, με τον αυτοσαρκασμό ενός συνειδητοποιημένου καλλιτέχνη και τον ενθουσιασμό του 80s παρελθόντος του, με χιλιάδες LCD οθονίτσες από ισάριθμες μίνι ψηφιακές φωτογραφικές να παίζουν το ρόλο αφηνιασμένων πυγολαμπίδων, ο Τζορτζ Μάικλ με παρέσυρε κι εμένα στο γλέντι του, στο πιο μεγάλο πάρτι που στήθηκε ποτέ στην Αθήνα, που είχε μπόλικο «γιε γιε γιε» και «να ρα ρα ρα ρα ρα» κι ένα φινάλε απελευθερωτικό, σκέτο «Freedom»…

(Για το παρακάτω βιντεάκι είμαι πολύ πολύ περήφανος και οφείλω να ομολογήσω ότι πολύ θα το 'θελα να 'κανε καριέρα στο YouTube. Είναι το πρώτο που τράβηξα με την πρώτη μου ψηφιακή φωτογραφική -λάτρης του φιλμ, γαρ- και μου φαίνεται ότι είναι και πολύ καλό! Δεν είναι;)

Django Weekend: Minor Swing

Είναι μεσημέρι παρασκευής - δύο εβδομάδες πριν τις διακοπές. Ο εγκέφαλός μου είναι ήδη μισολιωμένος από τις θερμοκρασίες των προηγούμενων ημερών. Έχω ξυπνήσει από τις 8 με πονοκέφαλο για να τελειώσω ένα γαμοκείμενο που χρωστάω δύο εβδομάδες (έσπασα το προσωπικό μου ρεκόρ καθυστέρησης, αν και είναι πολύ πιθανό να υπάρχει κάποια μελανή σελίδα στην καριέρα μου που να έχω ξεχάσει, για αυτοπροστασία). Μόλις το έδωσα, αντί για την ανακούφιση που νιώθω συνήθως, είχα την ανάγκη να ξαπλώσω σε εμβρυακή στάση, κοιτώντας το κενό.

Και σ' αυτόν τον φιλόξενο συνήθως χώρο, θεωρούμαι ως η δύναμη της συντήρησης και της βαριάς κουλτούρας, που απειλεί να καθαρίσει το blog από τις γυμνές γυναίκες (αν και χθες απέδειξα το αντίθετο).

Μόνο ένα πράγμα μπορεί να μου φτιάξει τη διάθεση: η μουσική του Django Reinhardt.
Και για να αποδείξω ότι δεν είμαι (μόνο) ένας στερεοτυπικός ρετρολάγνος jazzfan, ορίστε η πιο πρόσφατη εκτέλεση του Minor Swing που κυκλοφορεί, από ένα τρίο με το εξωτικό όνομα Belleruche (μια τραγουδίστρια, ένας κιθαρίστας κι ένας dj). Τους ανακάλυψα σε μια αξιόπιστη πηγή μουσικής ενημέρωσης, το aurgasm, που τους συγκρίνει με τους Moloko (υποθέτω ότι το λέει για καλό). Μου αρέσει η εκτέλεση. Μου αρέσει που δεν μένουν πιστοί στο κομμάτι, αλλά το χρησιμοποιούν σαν εφαλτήριο, μου αρέσει η φωνή της τύπισσας και o καλώς εννοούμενος ερασιτεχνισμός - τι κρίμα που τα beach bar δεν παίζουν τέτοια μουσική.

Το ότι εν έτει 2007, μια σύνθεση εβδομήντα ετών καταφέρνει να διατηρεί τόση φρεσκάδα, είναι μια ακόμη απόδειξη της ιδιοφυΐας του Django και του Quintette du Hot Club de France. Στην εποχή του δε, ήταν σοκ - δεν έμοιαζε με τίποτα. Πατούσε πάνω στη τζαζ, τις λαϊκές μουσικές της Ευρώπης, την τσιγγάνική παράδοση, αλλά διεκδικούσε το δικό του χώρο. Και ήταν ένα κομμάτι που έβγαζε φλόγες. Κι ακόμα να σβήσει.




Το σουξέ του ήταν τέτοιο που το διεκδίκησαν όλοι - από τους ακορντεονίστες της γαλλικής musette, σαν τον Jo Privat, μέχρι τους straight jazzmen του '50.

Εδώ, ένας από αυτούς, ο θρυλικός Barney Wilen, αυτοεξόριστος Αμερικανός στο Παρίσι, το ερμηνεύει με τον χαρακτηριστικό του cool τρόπο, μαζί με τα 3/4 του Modern Jazz Quartet: τον Milt Jackson (στο πιάνο, αντί για το βιμπράφωνο), τον Percy Heath (μπάσο) και τον Kenny Clarke (τύμπανα).

Σκέτη απόλαυση - αλλά τίποτα δεν συγκρίνεται με το ενθουσιώδες "Oh, yeah!" που βγάζει ο Django στο original.

Ωραία. Άντε να δούμε τώρα αν θα περάσει ο πονοκέφαλος.

26 Ιουλ 2007

"This has to be pretty much the coolest place we've ever played"

Η Νόρα Τζόουνς είναι αξιολάτρευτη - σοβαρά, θες να τη φας. Από τη στιγμή που βγήκε στη σκηνή, στις 10μ.μ., ντυμένη σαν ανθρώπινη εκδοχή της Μίνι Μάους, με εμπριμέ φορεματάκι, άσπρο με λουλουδάκια και κόκκινη ζώνη, κόκκινες πλατφόρμες που ανεβοκατέβαιναν ρυθμικά (καθώς λύγιζε το πόδι της προς τα πίσω, κρατώντας το ρυθμό), και μια κατακόκκινη Fender Stratocaster, για να ξεκινήσει τη συναυλία της με το Come Away With Me, της συγχώρεσα όλα όσα είχαν προηγηθεί - και δεν ήταν λίγα: έφτασα στο Ηρώδειο τρέχοντας από το γάμο της Μελίνας, κι ανέβηκα την ανηφόρα της Διονυσίου Αρεοπαγίτου ("να, αυτά θα γκρεμιστούν για να έχει θέα στην Ακρόπολη το νέο Μουσείο"), και τα σκαλιά του Ηρωδείου, ελπίζοντας να μη συναντήσω κανέναν γνωστό και με σιχαθεί έτσι που είχε κολλήσει στην πλάτη μου το πουκάμισο, διάφανο από τον ιδρώτα. Και δεν φτάνει που καθήσαμε στην τελευταία σειρά του άνω διαζώματος, προκειμένου να μας χτυπάει το θερμό ρεύμα αέρα, έπρεπε να υποστούμε και τον "καλεσμένο" της, έναν μπατιροτουρίστα ονόματι M. Ward, που βγήκε μόνος με μια κιθάρα (και τη Νόρα για λίγη ενθάρρυνση), και νιαούρισε μερικά από αυτά τα κλαψομούνικα που τώρα λέγονται alt.country, americana κ.ο.κ. Μισή ώρα αυτό. Και ένα τέταρτο διάλειμμα - να τα πούμε με τους γνωστούς.

Ευτυχώς στις 10 και για μιάμιση περίπου ώρα, αποζημιωθήκαμε για την ταλαιπωρία και τη ζέστη. Γιατί, συνέβη αυτό που δεν φανταζόμουν ποτέ. Η Νόρα Τζόουνς live είναι καλύτερη από τη Νόρα Τζόουνς στο cd - η φωνή της ακούγεται πιο δυνατή, πιο ζεστή και πιο καταπραϋντική από ποτέ. Σε αγκαλιάζει και σε καθησυχάζει ότι όλα θα πάνε καλά. Προσθέτοντας σ' αυτό το ότι είναι όντως καλή μουσικός, όπως απέδειξε με τα μικρά της τζαζίστικα σολάκια (στην αρχή είχα γράψει soli, αλλά ούτε κι εγώ δεν είμαι τόσο ξιπασμένος) στο πιάνο, το glockenspiel και το fender rhodes (ηλεκτρικό πιάνο είναι αυτό, κάνω τον έξυπνο), κατάφερε να αναδείξει ακόμα και τα αντικειμενικά μέτρια ή βαρετά της τραγούδια (που καλύπτουν περίπου τα 3/4 του ρεπερτορίου της, μεταξύ μας). Ζεστή, φιλική, με χιούμορ και μια ανεπιτήδευτη συστολή, σε κάνει να θες να την αγκαλιάσεις και να την προστατεύσεις από τους όποιους κινδύνους. Αξιολάτρευτη. Σοβαρά. Κάποιος πρέπει να την κάνει cupcake. Τώρα.



υγ. Το Φεστιβάλ (ένα είναι το Φεστιβάλ!) είχε την ευγενή καλοσύνη να μου στείλει φωτογραφία από τη συναυλία, αλλά ήταν πολύ μεγάλη για το blogger. Επιφυλάσσομαι...

(update - τελικά έκλεψα μια από τις εφημερίδες).

Έχω ένα πρόβλημα (και ΔΕΝ έχει σχέση με την Εύα Λάσκαρη...)

Από τις 3 του μηνός αντιμετωπίζω ένα σοβαρό πρόβλημα. Νόμιζα ότι το είχα λύσει για πάντα, όταν το Μάρτιο του 2006 εγκατέλειπα τη θαλπωρή μιας ιστορικής και σοβαρής αθηναϊκής εφημερίδας, όπως η "Καθημερινή", για να αναζητήσω τη χαμένη μου τρέλα και την ξεχασμένη αίσθηση της περιπέτειας στο τυχοδιωκτικό και απρόβλεπτο "Πρώτο Θέμα". Μαζί με τα 50 χιλιόμετρα που έκοβα απ' το λογαρισμό τον οποίον πλήρωνα καθημερινά σ' αυτό που μπορείς και να το πεις "χαμένος χρόνος" (το τότε σπίτι μου απείχε 2 λεπτά με το ποδήλατο από το "Πρώτο Θέμα", αλλά 40 λεπτά με το αυτοκίνητο από την "Καθημερινή" -αλλά και πάλι, όταν ακούς ωραίες μουσικές στο δρόμο, μπορείς να οδηγάς για πάντα...), έκοψα και την αναγκαστική μου επαφή -ψυχαναγκαστική ή καταναγκαστική, μικρή σημασία έχει- απ' αυτό που λέμε "βαριά κουλτούρα" και "βαθειά έρευνα". Ήμουν πια ελεύθερος να ξαναγράψω για τα πράγματα που λάτρευα (τα βυζιά, το χέβι μέταλ, το σερφ) και όχι γι' αυτά που "έπρεπε" (τις πυρκαγιές, τον Έλληνα μαέστρο συμφωνικής ορχήστρας που διαπρέπει στη Μόσχα, το γιατί είναι κακό να ντοπάρονται οι αθλητές των Παραολυμπιακών...) και να ξαναπαίξω μήλα με την αμφιλεγόμενη ποπ κουλτούρα μας, αντί να την κυττάζω αφ' υψηλού και μετά να της γυρίζω την πλάτη και να ψάχνω να βρω τι ενδιαφέρει περισσότερο τους αναγνώστες του "Guardian" και της "El Pais", για να το κάνω ένεση και στους δικούς μου.

Τι συνέβη, λοιπόν, στις 3 του Ιουλίου και το πρόβλημά μου ξαναβγήκε στην επιφάνεια (πολύ πιο ήπιο, ωστόσο, και με -τουλάχιστον- απολαυστικό τρόπο); Ο "zelig" άρχισε να postάρει σ' ετούτο εδώ το blog, προσκαλώντας όλους τους αναγνώστες του "Πο Πο Culture!" σε μεθυστικά πάρτι με κοκτέιλ σοβαρού πολιτισμού και εύστοχης παρατήρησης. Και εγώ -αναγνώστης πια στο ίδιο μου το blog- σαγηνεύτηκα τόσο από το παραμύθι του που ανακάλυψα ξαφνικά τον εαυτό μου να αποζητά ξανά την "βαριά κουλτούρα" και την "βαθειά έρευνα" (μολονότι ο φίλτατος συνblogger δεν έφτασε ποτέ σε τέτοια άκρα...) και να ξεχνά τις ανάλαφρες και αφελείς πότε πότε παρατηρήσεις του στον κόσμο που τον περιβάλει. Γοητευμένος απ' όσα διάβαζα για τον Γούντι Άλεν, την Ντι Ντι Μπριτζγουότερ, τον Τεν Τεν και τον Γκλεν Μίλερ, άρχισα να οικτίρω τον εαυτό μου που το μόνο πράγμα για το οποίο μπορούσε να γράψει υποφερτό κείμενο ήταν οι υπερβολές του "Lost", η μετεγγραφή του Ριβάλντο και τα βυζιά της Όλγας Φαρμάκη.

Ευτυχώς, απόψε πήρα στα χέρια μου το νέο τεύχος του 3ου πιο αγαπημένου μου περιοδικού, γύρισα στη σελίδα 150 και είδα μερικές φωτογραφίες σαν κι αυτές:


Ναι, κάτι σας θυμίζει η φωτογράφιση. Αλλά, όχι, δεν είναι η Χάιντι Κλουμ. Είναι η φαιδρή προσωπικότητα, κοσμική "πανταχοπαρούσα" και τρομακτική χαζόφατσα που ακούει στο όνομα Εύα Λάσκαρη (νικήτρια των Πελοποννησιακών Καλλιστείων με το επώνυμο Καλλιακούδα τότε, αν δεν απατώμαι). Και συνάμα, ο πιο υγρός λόγος που βρήκα για να ασχοληθώ την τελευταία μία ώρα της ζωής μου με κάτι άλλο από τη φιλμογραφία του Γκας Φαν Σαντ, που ξαφνικά έγινε το φετίχ μου για το μήνα Ιούλιο. Και που -δεδομένων των posts για τζαζ, μπλουζ, μάγους και ρατσιστές του zelig- θα στερούσε από το πάντα απαιτητικό κοινό του "Πο Πο Culture!" ένα ειλικρινές ζευγάρι γυναικεία στήθη την περίοδο που ακριβώς το χρειάζεται περισσότερο: λίγο πριν φύγει για διακοπές...

(Η φωτογράφιση έγινε για το περιοδικό Nitro από την Κατερίνα Τσατσάνη)

Σάμαλι, Πετάλι, Κ.Ο.Κ.

Αν έχεις να πας καιρό στο Παρίσι, μια δεκαετία ας πούμε, αυτό που θα σου κάνει εντύπωση θα είναι οι ποδηλάτες. Είναι πάνω από ένας χρόνος τώρα που το νέο δίκτυο ποδηλατοδρόμων -που σχεδιάστηκε να καλύπτει 300 ολόκληρα χιλιόμετρα μέσα στην πόλη- έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό χρηστικότητας που οι Παριζιάνοι το έχουν αγκαλιάσει με πρωτόγνωρη για την μπλαζέ απάθειά τους θέρμη. Βέβαια, και το δίκτυο έχει τις ατέλειές του και οι ποδηλάτες που το καβαλάνε ακόμη περισσότερες. Αποτέλεσμα; Μαζί με την αύξηση των δικυκλιστών, αυξήθηκαν και οι παρανομίες τους, αυξήθηκαν και οι έλεγχοι της αστυνομίας, αυξήθηκαν και τα πρόστιμα... «Πρόστιμο σε ποδηλάτη;» θα μου πεις τώρα με εύλογη απορία. Ναι, φυσικά. Kαι σύμφωνα με τον δικό μας νέο Κ.Ο.Κ. είναι και τσουχτερό –αναλόγως βέβαια της παράβασης- άσχετα αν δεν πρόκειται ποτέ κανένας Έλληνας αστυνομικός να το επιβάλει σε Ελληνα ποδηλάτη. Εκτός κι αν κάτι αλλάξει ξαφνικά και δραστικά στην ποδηλατική μας κουλτούρα και κυρίως στις ποδηλατικές μας διαδρομές (να χαραχθούν, ας πούμε, 50 χιλιόμετρα πρακτικών ποδηλατοδρόμων στο κέντρο της Αθήνας), σενάριο επιστημονικής φαντασίας που δεν επιτρέπει την παράθεση λογικών επιχειρημάτων έχοντας μόνο αυτό σαν δεδομένο...

Για να σε ξαναπάω στο Παρίσι, το θέμα είναι ότι από τη στιγμή που το ποδήλατο γίνεται mainstream μέσο μεταφοράς, ο ποδηλάτης δεν μπορεί να απαιτεί ειδικά προνόμια σε σχέση με άλλους οδηγούς. Οι Παριζιάνοι, βέβαια, διαμαρτύρονται για ατέλειες στο δίκτυο των ποδηλατοδρόμων τους. Δεν έχουν, ας πούμε, ξεχωριστά φανάρια, όπως στο Άμστερνταμ, με αποτέλεσμα όταν βγαίνει κόκκινο να περιμένουν μαζί με τα αυτοκίνητα και να τρώνε όλο το καυσαέριο. Ε, λοιπόν, οι μισοί Παριζιάνοι προτιμούν να παραβιάσουν το κόκκινο. Μόνο το 2006 έπεσαν 2.186 πρόστιμα γι’ αυτό το λόγο. Άλλη μια αγαπημένη τους συνήθεια είναι η ανάποδη οδήγηση σε μονόδρομο. 387 καμπάνες γι’ αυτό κι άλλες 153 επειδή μιλούσαν στο κινητό. Πώς; Αναγνωρίζεις παρόμοια στοιχεία στη δική σου ποδηλατική συμπεριφορά; Μα φυσικά, αφού όλη η απόλαυση του ποδηλατείν και στην Ελλάδα είναι ακριβώς αυτό: να είσαι ο μόνος αναρχικός –και άρα πιο γρήγορος- σε ένα κολλημένο σύμπαν μηχανοκίνητων που ακολουθούν αναγκαστικά τους κανόνες. Αλλά, ας είμαστε ειλικρινείς. Μαζί με την μαζικοποίηση του μέσου, θα αρθούν σταδιακά και οι όποιες ασυλίες απολαμβάνεις ως ποδηλάτης. Και τότε θα αναγκαστείς να ξαναδιαβάσεις προσεκτικά τον Κ.Ο.Κ. και να μάθεις ότι πρέπει να έχεις αντανακλαστικά φώτα μπρος-πίσω, φρένα και στους δύο τροχούς, να μην κουβαλάς συνεπιβάτη (ειδικά ανήλικο), να μη μιλάς στο κινητό, να μην ακούς το iPod σου (σοβαρά τώρα) και να έχεις πάντα τα δύο χέρια στο τιμόνι. Αλλιώς κινδυνεύεις με διάφορα 40ευρα πρόστιμα. Αλλά είπαμε. Μέχρι να γίνουμε Παρίσι, όπου σε 3 μόνο χρόνια αυξήθηκαν κατά 50% οι ποδηλάτες έχουμε πολύ (ποδηλατό)δρομο ακόμη.

(Top Gear, Ιούνιος '07)

25 Ιουλ 2007

"Μέχρι το έτος 2006, η μουσική που σήμερα είναι γνωστή ως blues, θα υπάρχει μόνο στο τμήμα δίσκων κλασικής μουσικής της τοπικής σας βιβλιοθήκης"

Αν δεν είχα βγάλει εισιτήριο για τη Norah Jones...
κι αν στο Λυκαβηττό δεν έπαιζε η Dee Dee Bridgewater...

τότε, απόψε, σίγουρα θα αγνοούσα τον καύσωνα (εδώ είμαι έτοιμος να κάτσω στα πυρωμένα μάρμαρα του Ηρωδείου) και θα έψαχνα να βρω πού είναι αυτό το γήπεδο Softball, που εμφανίζεται η μπάντα των Blues Brothers.

Γιατί δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερη και πιο διασκεδαστική μπάντα για ένα καυτό καλοκαιρινό βράδυ.

Η αλήθεια είναι ότι είμαι προκατειλημμένος σχετικά με τους Blues Brothers, από τότε που ήμουν δέκα-έντεκα χρονών και με πήγε μια θεία μου στο σινεμά να δούμε την ταινία, που είχε βγει με τον τίτλο "Οι Ατσίδες με τα Μπλε" (ακόμα συνηθίζονται αυτές οι μαλακίες, αλλά τότε το είχαν παρακάνει: το "Song Remains the Same" των Led Zeppelin λεγόταν "Ένα Ζέππελιν γεμάτο τραγούδια" και το "Last Waltz" του Σκορσέζε, με την τελευταία συναυλία των Band, "Ραντεβού με τ' αστέρια της ποπ"). Ήμουν πολύ μικρός για να ξέρω από μουσική (άκουγα Bruce Springsteen και Dire Straits), αλλά μπορούσα να καταλάβω ότι το χρώμα μπλε δεν είχε καμία σχέση με την ταινία. Βγήκα από το σινεμά σιγοτραγουδώντας το Rawhide, μαγεμένος - από τότε το Blues Brothers είναι μια ταινία που μπορώ να δω ανά πάσα στιγμή.

Στις δύο δεκαετίες που πέρασαν δεν έχανα ευκαιρία να μπω όλο και πιο βαθιά στο cult των Blues Brothers, κάτι που μέχρι στιγμής δεν μου έχει βγει ούτε σε καλό ούτε σε κακό.

Για την ιστορία, είναι λάθος αυτό που γράφει η αφίσα της αποψινής συναυλίας: η μπάντα που θα εμφανιστεί απόψε δεν είναι η original blues brothers band. Είναι μεν η αυθεντική μπάντα των Blues Brothers, αλλά για τους φίλους των blues, ο όρος Original Blues Brothers αναφέρεται ΜΟΝΟ στο ντουέτο του Buddy Guy και του Junior Wells, που είχαν πρωτοχρησιμοιήσει τον όρο. (Ναι, είμαι ΤΟΣΟ nerd).

Όσο για τους Blues Brothers που ξέρουμε, είναι παιδί του περίφημου Saturday Night Live, αυτού του εβδομαδιαίου κωμικού σατιρικού τηλεοπτικού show που μεταδίδεται για 32 ολόκληρα χρόνια. Το οποίο SNL ήταν σαφέστατα παιδί της εποχής του - δεν θα μπορούσε να έχει γεννηθεί παρά μόνο στα μέσα της δεκαετίας του '70. Ήταν η εποχή που η Αμερική (και ολόκληρος ο δυτικός κόσμος) προσπαθούσε να διαχειριστεί την κληρονομιά των '60s. Ο πόλεμος του Βιετνάμ είχε τελειώσει, τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα ξεθύμαιναν, κι όσο για τη σεξουαλική επανάσταση, αντί να φέρει σεξουαλική ελευθερία, γέννησε μια ανθηρή πορνογραφική βιομηχανία. Μέσα σ' όλα αυτά, το Watergate προκάλεσε τη βαθύτερη κρίση εμπιστοσύνης των αμερικανών στο πολιτικό τους σύστημα, εντείνοντας τη γενικότερη αμηχανία με ένα αίσθημα προδοσίας. Τότε και μόνο τότε, θα μπορούσαν να βρεθούν κάποιοι που θα απαντούσαν στο μηδενισμό και την αμηχανία με το σύνθημα "πάρτε τα όλα στην πλάκα".

Το SNL γεννήθηκε από μια παρέα δαιμονικών ταλέντων παραγεμισμένων μέχρι τα αυτιά με ό,τι ναρκωτική ουσία κυκλοφορούσε τότε στην πιάτσα. Ήταν η εκπομπή που έφτιαξε την καριέρα του Steve Martin, του Chevy Chase, της Jane Curtin, της Gilda Radner, αργότερα του Bill Murray και του Eddie Murphy, και φυσικά του Dan Aykroyd και του John Belushi. Αλβανικής καταγωγής, ο Μπελούσι μεγάλωσε σε ένα σπίτι όπου δεν πολυάκουγε αγγλικά, γι' αυτό ίσως και δεν έμαθε ποτέ να τα μιλάει πολύ καλά. Το κωμικό του ατού δεν ήταν ποτέ ο λόγος - όλα ήταν η κίνηση και οι εκφράσεις του. Έτσι κι αλλιώς, η περσόνα που τον έκανε σταρ μιλούσε ψευτογιαπωνέζικα - ήταν ο σαμουράι Κετάμπα, που σε κάθε επεισόδιο αναλάμβανε άλλη δουλειά (π.χ. - να φτιάχνει σάντουιτς με το σπαθί του), πάντα με τον ίδιο κώδικα τιμής (βλ. ευθιξία, χαρακίρι) . Οι άλλοι δημοφιλείς χαρακτήρες του ήταν ο Μπετόβεν (που κατέληγε να παίζει ροκ εν ρολ στο πιάνο) και φυσικά ο Joliet Jake Blues.

Οι Blues Brothers ήταν κι αυτοί δημιούργημα συνθηκών: ως ζωντανό show, το SNL είχε μια ζωντανή μπάντα, που έπαιζε στα διαλείμματα και συνόδευε τους εκάστοτε καλεσμένους μουσικούς - μια μπάντα από εξαιρετικούς μουσικούς, από τους οποίους ξεχωρίζω τον κιθαρίστα Steve "Colonel" Cropper και τον μπασίστα Donald "Duck" Dunn, δηλαδή τα 2/4 των Booker T & the MGs. Ο Dan Aykroyd, μανιακός με τα blues και τη soul (εκείνος "κόλλησε" και τον Belushi), ήξερε την ποιότητα των μουσικών της μπάντας και προσπαθούσε να πείσει τους παραγωγούς να κάνουν μερικά σκετς με μπλουζ, εκείνοι όμως αρνούνταν - αντιθέτως τους πίεζαν να κάνουν μερικά σκετσάκια με μέλισσες, τα οποία οι ηθοποιοι του SNL είχαν βαρεθεί. Μέχρι που βρέθηκε η συμβιβαστική λύση: ο Μπελούσι θα τραγουδούσε το King Bee, ντυμένος μέλισσα, ενώ ο Howard Shore διεύθυνε τη μπάντα με μάσκα μελισσοκόμου (πού είναι το youtube, όταν το χρειάζεσαι πραγματικά;). Το σκετς είχε τεράστια επιτυχία, αναγκάζοντας τους παραγωγούς να υποκύψουν. Έτσι γεννήθηκαν οι Blues Brothers, δηλαδή τα αδέλφια Joliet Jake και Elwood Blues, που δεν είναι αδέλφια εξ αίματος, αλλά γνωρίστηκαν στο ίδιο ορφανοτροφείο, σύμφωνα με την ιστορία που οι ίδιοι έπλασαν. Είναι χαρακτηριστικό του κλίματος της εποχής, αυτή η επαγγελματική αφοσίωση: το ότι ο Belushi και ο Aykroyd έφτιαξαν μια ολόκληρη ιστορία για δύο χαρακτήρες που απλώς έβγαιναν και τραγουδούδαν blues και soul. Όσο φορούσαν τα μαύρα κοστούμια με τις λεπτές γραβάτες και τα μαύρα γυαλιά, οι δυο τους ήταν in character, σαν γνήσιοι μαθητές της μεθόδου Στανισλάφσκι - δεν είναι τυχαίο ότι το βιβλίο που περιλαμβάνει το στόρι της ταινίας, ξεκινά από τη γέννηση του Τζέικ, από μια μητέρα με ελληνικό όνομα, που δυστυχώς δεν το θυμάμαι.

Ο Τζέικ ήταν ο εξωστρεφής του διδύμου, ο βασικός τραγουδιστής (ο Μπελούσι δεν διέθετε σπουδαία φωνή, αλλά το έκλεβε με το πάθος και τη θεατρικότητά του), και ο Έλγουντ ο σιωπηλός, σοβαρός τύπος, που έμπαινε στη σκηνή κρατώντας έναν χαρτοφύλακα δεμένο στον καρπό του με χειροπέδες, από τον οποίο έβγαζε τη φυσαρμόνικά του. Ο ρόλος του ήταν να συνοδεύει με τη φυσαρμόνικα και να κάνει φωνητικά με τη μπάσα φωνή του - και πού και πού, να επιδίδεται και σε φωνητικές ακροβασίες.

Τα σκετς γνώρισαν απίστευτη επιτυχία - ακολούθησε μια περιοδεία σε πανεπιστημιούπόλεις της Αμερικής, που ηχογραφήθηκε στο δίσκο με το χαρακτηριστικό τίτλο Briefcase full of Blues, στον οποίο αποτυπώνεται με ακρίβεια η δυναμική αυτής της μπάντας και αυτών των δύο προσωπικοτήτων που, ενώ ήταν ψεύτικες, ήταν ταυτόχρονα υπαρκτές ("Ο Τζέικ είχε ένα όραμα", έγραφε το σημείωμα. "Ήταν δικό του, το μοναδικό όραμα που είχε ποτέ").
Μπροστά σε ένα ενθουσιώδες νεανικό ακροατήριο, κι ενώ η μπάντα έπαιζε την εισαγωγή του I Can't Turn you Loose, ο Elwood ξεχνούσε τη συστολή του κι άφηνε να ξεχυθεί από το στόμα του ένας χείμαρρος του τύπου: "Good evening ladies and gentlemen and welcome to the Universal Amphitheatre. Well, here it is, the late seventies going on 1985. You know, so much of the music we hear today is all pre-programmed electronic disco, we never get a chance to hear master blues men practicing their craft anymore. By the year 2006, the music known today as the blues will exist only in the classical records department of your local library. So tonight ladies and gentlemen, while we still can, let us welcome, from Rock Island Illinois, the bluesband of Joliet Jake and Elwood Blues, the Blues Brothers".
Μπορεί σήμερα αυτή η προφητεία να μην έχει ακριβώς επαληθευτεί, στην εποχή του όμως, την Αμερική της ντίσκο που ετοιμαζόταν να παραδοθεί άνευ όρων στον Ρέιγκαν, αυτό το εκρηκτικό μίγμα από κλασικό rock'n'roll, soul και rhythm'n'blues, ήταν μια τονωτική ένεση στη μαζική κουλτούρα.
Ο δίσκος έκανε τρελές πωλήσεις, το Soul man έγινε χρυσό single, οι κριτικοί δεν ήξεραν αν έπρεπε να πάρουν στα σοβαρά αυτή τη μπάντα, αν είναι κωμωδία ή πραγματικά blues. Κι όμως, η απάντηση ήταν μπροστά στα μάτια τους - δηλαδή τα αυτιά τους - σε "αντρίκεια" blues όπως το "B movie box car blues" (τι τίτλος), που περιλαμβάνει τα πάντα: την κοφτερή κιθάρα του Cropper, το μπάσο του Dunn που σε χτυπάει στο στομάχι, το πάθος του Jake, τη φυσαρμόνικα και τα quirky backing vocals του Elwood και το χαρακτηριστικό φινάλε - λάιτ μοτίφ της μπάντας.

Δεν θα γράψω ούτε για την τεράστια επιτυχία της ταινίας, ούτε για το θάνατο του Belushi και τον αντίκτυπό του στην κωμική κοινότητα της Αμερικής. Θα πω για την άθλια ταινία του 2000, ότι αξίζει για την εναρκτήρια σεκάνς, που ο Elwood αποφυλακίζεται και περιμένει μόνος του έξω από τη φυλακή, να έρθει να τον πάρει ο αδελφός του, μέχρι που αναγκάζεται ο διευθυντής της φυλακής, δεσμοφύλακας στην πρώτη ταινία (τον υποδύεται ο σκηνοθέτης Frank Oz, δηλαδή η φωνή της Miss Piggy) να του πει τα άσχημα νέα. Είδα τη δεύτερη ταινία στο σινεμά, σε μια ειδική προβολή (νομίζω στο πλαίσιο του Πανοράματος της Ελευθεροτυπίας) και μετά ανέβηκα στο Λυκαβηττό, να ακούσω αυτήν την ίδια μπάντα που παίζει απόψε, πάλι με τον υπέροχο Eddie Floyd στα φωνητικά. Αν δεν έχεις τι να κάνεις απόψε, προλαβαίνεις να πας. Θα περάσεις θαύμα.

(Αυτό είναι ένα κείμενο που είχα πάντα στο μυαλό μου ως απάντηση στο ερώτημα "γιατί να γίνω blogger, αφού έτσι κι αλλιώς, μπορώ να διοχετεύω τα γραπτά μου στα έντυπα που δουλεύω": γιατί, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι μπορεί κάποιος να με άφηνε να γράψω για τους blues brothers, δεν φταίει σε τίποτα ο αναγνώστης να το διαβάσει. Παρ' όλα αυτά, βγήκε τελείως διαφορετικό κείμενο, από αυτό που είχα στο μυαλό μου. Ενδιαφέρον - αν κι αυτό εξαρτάται από το πώς αντιλαμβάνεται κανείς τον ορισμό του ενδιαφέροντος).

24 Ιουλ 2007

Sold out σε 8 ώρες, λέει, η Norah Jones. Ευτυχώς που βρήκα εισιτήριο...

Την καλύτερη περιγραφή για τη Νόρα Τζόουνς την είχε κάνει πριν από λίγα χρόνια, ένας φίλος, μιλώντας για τα τραγούδια του Come Away With Me, του πρώτου της άλμπουμ: «είναι ερωτικά τραγούδια, από ένα κορίτσι που θέλει να ερωτευτεί, αλλά ταυτόχρονα βαριέται τη διαδικασία». Εκείνη την εποχή η Νόρα Τζόουνς ήταν ένα φαινόμενο, πουλώντας εκατομμύρια δίσκων – πράγμα πρωτοφανές για μια συλλογή χαμηλόφωνων τραγουδιών, στον αντίποδα αυτού που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «εμπορική ποπ μουσική».

Οι δημοσιογράφοι αναζητούσαν τα αίτια της επιτυχίας στα γονίδιά της – είχε γίνει πια γνωστό ότι η τραγουδίστρια είναι η (μη αναγνωρισμένη) κόρη του Ραβί Σανκάρ – αλλά μάλλον το πράγμα είχε να κάνει περισσότερο με θέμα συγχρονισμού. Στην Αμερική (και τον πλανήτη) μετά την 11η Σεπτεμβρίου, είχαμε λιγότερο ανάγκη από την απρόσωπη παραγωγή της ποπ βιομηχανίας, και περισσότερο από μια ζεστή, καθησυχαστική φωνή που θα τραγουδήσει στ’ αυτί μας. Η Νόρα Τζόουνς ήταν (και παραμένει) ακριβώς αυτό – και γι’ αυτό αγκαλιάστηκε αμέσως ως εμβληματική μορφή ενός τραγουδιού που ήταν απαραίτητο: χειροποίητες, νωχελικές μπαλάντες, βασισμένες στο πιάνο και την ακουστική κιθάρα, με κάποιους φολκ, κάντρι και μπλουζ απόηχους, τραγουδισμένες από μια ζεστή, φιλική φωνή, που θα μπορούσε να ανήκει σε μια φίλη σου, που γρατζουνάει μια κιθάρα στο καθιστικό σου.

Για τζαζ, βέβαια, ούτε λόγος – δεν είναι τυχαίο το ότι η ίδια η τραγουδίστρια ήταν η πρώτη που απαρνήθηκε το χαρακτηρισμό τζαζ (και γι’ αυτό κέρδισε την εύνοια της Ντι Ντι Μπριτζγουότερ, που είναι συνήθως ιδιαίτερα αυστηρή με τέτοια θέματα), καθησυχάζοντας τους πιουρίστες που άφριζαν, διαβάζοντας διθυράμβους του τύπου «ένα νέο αστέρι της τζαζ γεννιέται».

Η αλήθεια είναι ότι η άφιξη της Νόρα Τζόουνς στο προσκήνιο ήταν σωτήρια για τη τζαζ – έστω, από σπόντα. Τα έσοδα που είχε η Blue Note από τις πωλήσεις του Come Away With Me έδωσαν στην εταιρία μια σωτήρια ανάσα, που της επέτρεψε να συνεχίσει να επενδύει σε καθαρόαιμους τζαζ καλλιτέχνες – έστω κι αν οι δουλειές του Robert Glasper, του Jason Moran ή του Joe Lovano δεν θα φτάσουν ούτε το 1/10 των πωλήσεων αυτής της τραγουδίστριας, που παρέμεινε εσωστρεφής και ντροπαλή, παρά την επιτυχία της.

Κι όσο κι αν η δουλειά της ωχριά, σε σύγκριση με τα σημεία αναφοράς της – την Ρίκι Λι Τζόουνς, την Κάρολ Κινγκ, τη Τζόνι Μίτσελ – οφείλει κανείς να παραδεχθεί ότι δεν έχει δείξει τη διάθεση να κάνει καμία παραχώρηση για να χαϊδέψει το κοινό της, να παρεκκλίνει από την πορεία της: αντί να υποδυθεί τη τζαζ ντίβα τύπου Diana Krall, προτίμησε να συνεχίσει να γράφει τραγούδια όλο και πιο κοντά στην κάντρι και το φολκ, να συνεργάζεται με τους ίδιους μουσικούς, να αφηγείται προσωπικές, χαμηλότονες ιστορίες, με τον ίδιο νωχελικό τρόπο – αλλά και να φανερώνει την πολιτικοποιημένη της πλευρά: το καλύτερο τραγούδι του πρόσφατου Not Too Late είναι ένα αξιολάτρευτο μπλουζ με τίτλο Sinkin’ Soon, που περιγράφει τι συμβαίνει σε ένα καράβι (μια χώρα), όταν έχει έναν ανίκανο καπετάνιο (πρόεδρο) – το δεύτερο καλύτερο είναι μια ερωτική μπαλάντα για ένα ζευγάρι σε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο.

Έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς αυτό το ρεπερτόριο, αυτές οι τόσο προσωπικές ιστορίες θα ακούγονται σε έναν ανοιχτό χώρο όπως το Ηρώδειο, που θα φιλοξενεί την τραγουδίστρια στις 25 του μήνα (την ώρα που στο Λυκαβηττό μια πραγματική jazz lady, η Dee Dee Bridgewater, θα παρουσιάζει το αφιέρωμά της στην Αφρική). Κι έχει ενδιαφέρον το ότι μετά την Diana Krall, το Φεστιβάλ Αθηνών φέρνει μια άλλη σημαντική προσωπικότητα της εμπορικής τζαζ – κι ας δείχνει παροιμιώδη αδιαφορία για καθαροάιμες τζαζ εκδηλώσεις. Έστω κι έτσι, η άφιξη της Νόρα Τζόουνς στο Ηρώδειο είναι μια ακόμη απόδειξη του εντυπωσιακού τρόπου με τον οποίο το Φεστιβάλ Αθηνών, υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Λούκου, κατάφερε να ανανεωθεί και να γίνει ένα πραγματικά σύγχρονο, ενδιαφέρον και πολύπλευρο καλλιτεχνικό γεγονός.


(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τ. Ιουλίου του περιοδικού Jazz&Τζαζ. Προσέξτε τον έντεχνο τρόπο με τον οποίο συνδυάζω το γλύψιμο στο Λούκο, που είναι ένα από τα δημοσιογραφικά sine qua non, με την κριτική για την έλλειψη τζαζ προγραμμάτων στο φεστιβάλ. Είμαι τόσο περήφανος για τον εαυτό μου!)

Το αγαπημένο μου περιοδικό...

...δεν είναι πια το Vanity Fair. Μετά το τεύχος - βατερλό με guest αρχισυντάκτη τον (πάντα πρόθυμο για ακριβή -με τα λεφτά των άλλων- επίδειξη) Bono και στόχο την σωτηρία της Αφρικής (έλεος!), η ναυαρχίδα της Conde Nast ξεφούρνισε έναν Σάια Λεμπέφ στο εξώφυλλο (πρωταγωνιστής στο "Transformers" και ευνοούμενος του Σπίλμπεργκ οι ως τώρα περγαμηνές του...) και μια σειρά θεμάτων που ακόμη δεν έχω καταλάβει σε ποιο ακριβώς κοινό απευθύνονται. Κι αυτό είναι το τέταρτο ή το πέμπτο παντελώς αδιάφορο τεύχος στα οκτώ, συνολικά, του 2007.

(Για τα δεδομένα που έχει θέσει το ίδιο το Vanity Fair, φυσικά, γιατί αλλιώς, ακόμη είναι ελάχιστα τα περιοδικά που μπορούν να καυχηθούν ότι έχουν τη δυνατότητα να κάνουν τέτοια δημοσιογραφία ή να στήνουν τέτοιες φωτογραφίσεις)

Την ίδια ώρα, το Monocle του τρομερού παιδιού των media Τάιλερ Μπρουλέ έφτασε αισίως στο πέμπτο του τεύχος. Που είναι ακόμη καλλίτερο από το τέταρτο. Που ήταν ακόμη καλλίτερο από το τρίτο. Και ούτω καθ' εξής... Και που το πρώτο του έθεσε εντελώς νέα στάνταρ στο πώς ορίζεται ένα classy κοσμοπολίτικο περιοδικό μέσα σε αυτό που έχει γίνει ο κόσμος μας σήμερα. Λιτά κείμενα που βασίζονται στην παρατήρηση κι όχι στον εντυπωσιασμό, φωτογραφίες με ξεκάθαρο σκοπό να δείξουν (κι όχι να κρύψουν. Ατέλειες ή ο,τιδήποτε...), ακομπλεξάριστο στήσιμο που δεν χρειάζεται εντυπωσιασμούς για να επιβληθεί, εκτύπωση σε χαρτί γραφής, ανταποκρίσεις από κάθε γωνιά του κόσμου που έχει κάτι ενδιαφέρον να πει (και ενδιαφέρον δεν είναι μόνο οι δακρύβρεχτες ιστορίες πείνας, πολέμων και επιδημιών) και μια σαφής αίσθηση ότι πίσω από το μονόκλ του αντικρίζει τον κόσμο πιο καθαρά απ' ότι οποιοσδήποτε δημοσιογράφος αυτή τη στιγμή είναι τα βασικά συστατικά της τόσο επιτυχημένης συνταγής που είναι αδύνατον να αντιγραφεί, γιατί πολύ απλά θα υπάρχει πάντα κάποιος προσωπικός παράγοντας που θα αφήσει κάποιο καίριο κομμάτι απ' έξω. Δεν γεννιούνται πολλοί Μπρουλέ πια.

23 Ιουλ 2007

Έλα Ερμιόνη στον τόπο σου...

Την ίδια ώρα που ο zelig ξενυκτούσε για να αγοράσει πρώτος το νέο βιβλίο του Χάρι Πότερ, εγώ ξενυκτούσα για να βρω ανέκδοτες φωτογραφίες της Έμα Γουότσον. Γιατί, δεν ξέρω αν το έχετε πάρει είδηση, αλλά η Ερμιόνη έχει κλείσει τα 17 και σε 9 μήνες από τώρα θα είναι ενήλικη με τη βούλα. Και όπως όλοι εμείς οι μη φανατικοί φίλοι του φαινομένου Χάρι Πότερ είχαμε υποπτευθεί από νωρίς, το όλο θέμα στον Χάρι Πότερ ΔΕΝ είναι ο Χάρι Πότερ, αλλά το πότε η Ερμιόνη θα πετάξει βυζάκι, θα μας κυττάξει με λάγνο βλέμμα, θα κάνει την πρώτη της σέξι φωτογράφιση.

Το ότι στη νέα ταινία που βγαίνει οσονούπω, ο Χάρι Πότερ δεν φιλά (γλωσσόφιλο ε;) την Ερμιόνη, αλλά μια χαζή Κινεζούλα, δείχνει ότι η Ρόουλιννγκ και οι συντελεστές της ταινίας -όπως και όσοι ακολουθούν σαν υπνωτισμένοι το μύθο της- είναι απλά ανέραστοι και ξενέρωτοι και ότι σε λίγα χρόνια όλη αυτή η potterομανία θα έχει παραδοθεί οριστικά στη λήθη. Γιατί πολύ απλά η Έμμα Γουότσον θα έχει κατακτήσει τον κόσμο ως η νέα Σκάρλετ Γιόχανσον και -όπως ακριβώς και η Σκάρλετ- θα κάνει το παν για να σβήσει από τη μνήμη μας το χαζό της παρελθόν...

Τελικά ανέβασα δυο εικόνες από το Elle Girl, αλλά κάπου έχω πετύχει μια ωραία φωτογράφιση για το promotion της ταινίας, ενώ το κορίτσι έκανε εξώφυλλο και στο Tatler. Σύντομα πλήρης γκαλερί εδώ...

Dee Dee Bridgewater - African Queen

Στις 25 Ιουλίου, η Dee Dee Bridgewater έρχεται στο Λυκαβηττό (και στις 27, στη Σάνη, της Χαλκιδικής) για να μοιραστεί μαζί μας κάτι περισσότερο από τραγούδια: το πώς ανακάλυψε τις αφρικανικές ρίζες της, αγκαλιάζοντας τη μουσική του Μάλι.

Αυτή είναι η τρίτη φορά που έχω την ευκαιρία να μιλήσω με την Dee Dee Bridgewater. Την πρώτη φορά, ήμουν κοκαλωμένος, από το τρακ του να βρίσκομαι μπροστά σε μια καλλιτέχνιδα που θαυμάζω απεριόριστα, την καλύτερη τζαζ τραγουδίστρια εν ζωή σήμερα, κατά τη γνώμη μου. Τη δεύτερη φορά, είχαμε μια εκτενή, εγκάρδια συνομιλία, από αυτές που μπορεί να έχει ένας ερωτευμένος θαυμαστής με το αντικείμενο του θαυμασμού του. Τώρα, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Η φωνή στην άλλη άκρη του ακουστικού παραμένει εγκάρδια, ζεστή και αισθησιακή, αλλά ο τόνος της είναι διαφορετικός. Μετά το ταξίδι της στο Μάλι, η Dee Dee Bridgewater είναι ένας άλλος άνθρωπος – κι αυτό φαίνεται από τον τρόπο που μιλάει, τον ενθουσιασμό της γι’ αυτή τη χώρα, γι’ αυτόν τον πολιτισμό, για τις ρίζες της που ανακάλυψε στα 57 της χρόνια. Αποτέλεσμα αυτής της προσωπικής αναζήτησης, το Red Earth δεν είναι ένας τζαζ δίσκος – κι ας περιλαμβάνει κομμάτια όπως το Footprints, ή το Afro Blue σε θαυμάσιες εκτελέσεις. Είναι ένας δίσκος αφιερωμένος στην υπέροχη μουσική που φτιάχνουν σ’ αυτήν την χώρα, προσωπικότητες όπως η Ούμου Σανγκαρέ ή ο Τουμάνι Ντιαμπατέ, που συμμετέχουν και οι δύο σ’ αυτό το δίσκο. Διαβάζοντας συνεντεύξεις της Dee Dee, αλλά και το σημείωμα του CD, καταλαβαίνεις ότι η σχέση της μ’ αυτόν τον πολιτισμό είναι βαθιά και σχεδόν μεταφυσική: δεν είναι τυχαίο ότι, με το που βρέθηκε στη χώρα, στο αεροδρόμιο, ένας άγνωστός της την επέπληξε, περνώντας τη για μια συγγενή του, για την αδιαφορία την οποία έδειχνε τόσα χρόνια για την οικογένειά της. Ούτε το ότι η «κόκκινη γη» της χώρας, που έδωσε τον τίτλο της στο άλμπουμ της θυμίζει το κόκκινο χώμα του Μέμφις, στο οποίο κυλιόταν παίζοντας όταν ήταν μικρή. Όλα αυτά – το πάθος, τη χαρά της ανακάλυψης, αλλά και την αγωνία της για τον κόσμο που ζούμε και την οργή της για την κυβέρνηση των ΗΠΑ – ήταν πανεύκολο, αυτή τη φορά, να της τα εκμαιεύσω. Το μόνο που χρειάστηκε ήταν να σηκώσω το ακουστικό, να της τηλεφωνήσω και να βρεθώ αντιμέτωπος με ένα χείμαρρο σκέψεων, εικόνων και συναισθημάτων. Το μόνο που μπορούσα να ψελλίζω είναι εκφράσεις θαυμασμού και δειλές απορίες – γι' αυτό και προτίμησα να αφήσω τη συνέντευξη να κυλήσει σαν μονόλογος, ακολουθώντας τον ειρμό των σκέψεών της.



  • «Αυτός ο δίσκος ήταν πολύ προσωπική υπόθεση. Είναι ένα εκπληκτικό μουσικό ταξίδι. Την ερωτεύτηκα αυτή τη χώρα και νιώθω ειλικρινά ότι βρήκα τις αφρικάνικες ρίζες μου, τον εαυτό μου, ένα λόγο ύπαρξης. Νιώθω ότι βρήκα τη φωνή μου. Είχα πάντα συνηθίσει να θέτω τη φωνή μου στην υπηρεσία άλλων καλλιτεχνών. Έχω εύπλαστη φωνή, μπορώ να τραγουδήσω σε πολλά διαφορετικά στιλ. Και όλοι μου οι δίσκοι από τότε που υπέγραψα στη Verve ήταν μια προσπάθεια να κρατηθεί στη ζωή ένα συγκεκριμένο είδος τζαζ τραγουδιού, αυτό της Ella Fitzgerald και της Sarah Vaughan. Μετά από το αφιέρωμα στην Ella (το Dear Ella) και το αφιέρωμα στον Κουρτ Βάιλ (το This Is New), ένιωσα την ανάγκη να βρω ποια είναι η Dee Dee, ποια είμαι στ’ αλήθεια.

  • Ήμουν πάντα νομάς, περιπλανιόμουν από εδώ κι από εκεί και ήμουν ένα είδος χαμαιλέοντα, μάθαινα να προσαρμόζομαι σε κάθε είδους καταστάσεις. Ζούσα στη Γαλλία τα τελευταία είκοσι χρόνια γιατί ένιωθα ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος πολύ πιο άνετα στη Γαλλία από ό,τι στην Αμερική. Νιώθω ότι με αποδέχονται σαν άτομο, σαν άνθρωπο. Δεν είναι το ίδιο στις ΗΠΑ. Έχουμε έναν αδιόρατο ρατσισμό που σαν μαύρη το έχω συνηθίσει, πια: αν είσαι μαύρος στις ΗΠΑ πρέπει να είσαι δέκα φορές καλύτερος από τον αντίστοιχο λευκό, προκειμένου να πετύχεις.

  • Έχω κουραστεί να πρέπει να αποδείξω τον εαυτό μου και τη δουλειά μου. Κι έχω κουραστεί να τρώω χαστούκια από τις δισκογραφικές εταιρίες. Κοίτα τι συμβαίνει στη τζαζ: με την Diana Krall, βρήκαν επιτέλους τη λευκή τζαζ τραγουδίστρια, και προσπαθούν να επαναπροσδιορίσουν τι είναι το τζαζ τραγούδι. Και δυστυχώς στην Αμερική δεν μπορεί να υπάρξει συνύπαρξη. Έχουν αποκλειστεί οι μαύρες τζαζ τραγουδίστριες. Προκειμένου να υπογράψεις συμβόλαιο με εταιρία πρέπει να είσαι νέα, λευκή τραγουδίστρια και να παίζεις πιάνο ή κιθάρα. Είναι γελοίο!

  • Όχι, δεν προσπαθώ να πάρω πολιτική θέση με το Red Earth. Aπλώς θέλησα να αγκαλιάσω την αφρικανική μου καταγωγή, κάτι που μέχρι τώρα αρνιόμουν να κάνω. Γιατί ό,τι αφορούσε στην Αφρικανική Ήπειρο είχε μια αρνητική διάσταση. Υπάρχει μια στερεοτυπική εικόνα της Αφρικής ως άγριας ηπείρου, που μας έχει εγκατασταθεί στο μυαλό. Άνθρωποι που είναι αγράμματοι, που δεν ξέρουν πώς να συμπεριφερθούν, που δεν φοράνε ρούχα, όλοι οι αρνητικοί συνειρμοί που μπορείς να κάνεις έχουν αποδοθεί στην ήπειρο αυτή. Κι όταν ο χαρακτηρισμός για τους Μαύρους Αμερικανούς άλλαξε από “μαύρος” – κάτι που ήταν ήδη δύσκολο να το αποδεχτώ, γιατί δεν είμαστε μαύροι, είμαστε διαφορετικές αποχρώσεις του καφέ – σε “Αφροαμερικανός”, για μένα ήταν προσβολή, γιατί έχω πολλές άλλες επιμειξίες στο αίμα μου, στην οικογένειά μου. Δεν μου άρεσε να με κατατάσσουν για μια ακόμη φορά σε ένα μικρό κουτάκι. Αντέδρασα στον τίτλο της αφροαμερικανής και σε κάθε τι αφρικανικό. Ένιωσα όμως ότι για να ολοκληρωθώ ως προσωπικότητα, ήταν σημαντικό να βρω και να αποδεχθώ την καταγωγή μου. Δεν θέλω να φύγω από τον κόσμο με απωθημένα. Θέλω να φύγω ειρηνικά, γαλήνια, γιατί δεν σκοπεύω να επιστρέψω. Έχω κουραστεί. Είμαι κουρασμένη κι απογοητευμένη από τον τρόπο που είναι ο κόσμος. Κι αν δεν ήταν τα παιδιά και η οικογένειά μου, ίσως είχα ήδη αποφασίσει να τα παρατήσω.

  • Αυτός ο κόσμος μου προκαλεί κατάθλιψη. Είναι γελοίο αυτό που συμβαίνει, αυτοί οι πόλεμοι, το ότι ο κόσμος δεν μπορεί να ενωθεί και να σταματήσει κάποιον σαν τον πρόεδρό μας, που έκλεψε την προεδρία των ΗΠΑ, που ξεκίνησε έναν παράνομο πόλεμο, που έχει διαστρεβλώσει κάθε νόμο, ώστε όλα να λειτουργούν προς δικό του όφελος, ώστε όταν δεν θα είναι πια πρόεδρος να μη μπορεί να κατηγορηθεί για εγκλήματα πολέμου. Το βρίσκω αηδιαστικό. Ο άνθρωπος θα έπρεπε να έχει παραπεμφθεί στη δικαιοσύνη. Είμαι θυμωμένη και κουρασμένη, γι’ αυτό ένιωσα την ανάγκη να βρω τους ανθρώπους από τους οποίους προέρχομαι.

  • Στο Μάλι, βρήκα τις απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις που έχω από τότε που ήμουν μικρή. Γεννήθηκα στο Μέμφις του Τενεσί, όπου το χώμα είναι κόκκινο – κι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, έχω μια δυνατή συναισθηματική αντίδραση κάθε φορά που βλέπω κόκκινο χώμα και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί. Τόσες ερωτήσεις απαντήθηκαν. Βρήκα αυτό που πιστεύω ότι είναι το σπίτι μου. Όταν είμαι στο Μάλι είμαι ένας άλλος άνθρωπος, νιώθω έμπνευση, νιώθω ευεξία, νιώθω τόσα πολλά πράγματα, βλέπω γύρω μου ανθρώπους που μου μοιάζουν, που θυμίζουν μέλη της οικογένειάς μου. Ο πολιτισμός τους, τα έθιμα που έχουν, ο τρόπος που ζουν θυμίζει τον τρόπο που μεγάλωσα. Ξαφνικά, νιώθω ότι βρήκα τον εαυτό μου. Εσύ είσαι Έλληνας, βλέπεις κάθε μέρα γύρω σου ανθρώπους που σου μοιάζουν. Στην Αμερική, δεν συμβαίνει αυτό. Γι’ αυτό οι μαύροι μεταξύ τους στην Αμερική αποκαλούνται αδέλφια. Γι’ αυτό το κάνουν. Γιατί έχουμε ξερριζωθεί.

  • Κάθε φορά που με ρωτάει κάποιος τι είναι σημαντικό για μένα λέω η οικογένειά μου. Κι αυτό είναι γεγονός στην μαλινέζικη παράδοση. Η οικογένεια είναι ο πυρήνας της κοινωνίας. Όλοι οι μουσικοί που μένουν έξω από τη χώρα, δουλεύουν και στέλνουν χρήματα στην οικογένειά τους, όχι μόνο την άμεση, αλλά την ευρύτερη, τους θείους και τα ξαδέρφια τους. Είναι όμορφο. Κι όταν χτίζουν σπίτια, είναι για να στεγάζονται μεγάλες οικογένεια, για να μένουν μαζί και να αλληλοβοηθούνται. Έτσι νιώθουν...

  • Είναι η πρώτη φορά που βρέθηκα σε μια μουσουλμανική χώρα και θέλησα στ’ αλήθεια να καταλάβω και να μάθω για τη μουσουλμανική θρησκεία γιατί η προσέγγισή τους είναι πολύ διαφορετική απο΄αυτή που επικρατεί στις αραβικές χώρες – ή ακόμα και στη Βόρεια Αφρική. Υπάρχει μια γαλήνη, που νιώθεις όταν βρίσκεσαι εκεί. Ακόμα και στη φτώχεια, είναι γαλήνιοι άνθρωποι. Γι’ αυτό πιστεύω πως κάνουν τόσο όμορφη μουσική, είναι αντανάκλαση των ανθρώπων. Όταν ακούω το κάλεσμα για προσευχή στο Μάλι, είναι πανέμορφο. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, πρέπει να είσαι εκεί για να το καταλάβεις .

  • Δεν σκοπεύω να αρνηθώ τη μουσική μου κληρονομιά, αλλά δεν πρόκειται να επιστρέψω σύντομα στη straight jazz. Έδωσα είκοσι χρόνια από τη ζωή μου στη τζαζ, χωρίς σταματημό. Νομίζω ότι έχω κερδίσει το δικαίωμα να κάνω το δικό μου. Ίσως επιστρέψω, αλλά όχι προς το παρόν. Κουράστηκα με τα standards, είμαι κοντά στα εξήντα πια, έχω άλλα πράγματα που θέλω να κάνω, που δεν σκεφτόμουν όταν ήμουν στα είκοσι, τα τριάντα, τα σαράντα. Νιώθω ότι είμαι στην τρίτη και τελική φάση της ζωής μου και νομίζω έχω κερδίσει το δικαίωμα να κάνω το δικό μου, να κάνω αυτό που θέλει η Ντι Ντι. Αυτό με οδήγησε στο Μάλι και προς το παρόν δεν βλέπω να φεύγω. Δεν χρειάζεται να πάω παραπέρα για πολύ καιρό, σε ό,τι έχει να κάνει με τη μουσική μου αναζήτηση. Σκόπευα να κάνω ένα δίσκο βασισμένο στη λάτιν. Δεν μπορώ να το κάνω τώρα. Δεν μ’ ενδιαφέρει πια. Γιατί να το κάνω;»

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τ. Ιουλίου του περιοδικού Jazz&Τζαζ με τίτλο "Η Βασίλισσα της Αφρικής. Στην αρχή σκεφτόμουν να αναρτήσω τα παραλειπόμενα της συνέντευξης: πώς την αντιμετώπιζαν ρατσιστικά αυτήν και το γκρουπ της στα ξενοδοχεία της Ιταλίας, πώς ένας κλασικός businessman κοίταζε με τρόμο τα dreadlocks στο κεφάλι της, με αποτέλεσμα να ζητήσει από την αεροσυνοδό μια θέση μακριά της, πώς φορά πάντα ρούχα που σχεδιάζει μια Μαλινέζα designer, ως διαμαρτυρία για την πολιτική των ΗΠΑ που εξοντώνουν το αφρικανικό βαμβάκι κ.ο.κ. - μετά απλώς βαρέθηκα. Το editing είναι σοφό πράγμα...)

22 Ιουλ 2007

Τι σημαίνει hallow, είπαμε;

Ξημερώματα Σαββάτου, στις 3 π.μ. βρεθήκαμε στο El Venizelos, με προορισμό το Press Point του Παπασωτηρίου, όπου οι υπάλληλοι είχαν μόλις τοποθετήσει τα φρεσκοτυπωμένα αντίτυπα του τελευταίου Χάρι Πότερ σε τακτοποιημένες στοίβες. Γύρω μας, ταξιδιώτες από διάφορες χώρες δεν έκρυβαν τον ενθουσιασμό τους που αγόραζαν το βιβλίο πριν ανοίξουν τα βιβλιοπωλεία της πατρίδας τους - και τηλεφωνούσαν στους δικούς τους να το πουν. Βουτήξαμε κι εμείς τα αντίτυπα που μας αναλογούσαν (δύο σε μια παρέα έξι ατόμων - οι άλλοι ήρθαν για βόλτα) και πήγαμε για ύπνο - είμαστε μεγάλοι πια για να πίνουμε καφέ στο αεροδρόμιο τα χαράματα. Τριάντα ώρες μετά, κυκλοφορώ σε ένα σπίτι βυθισμένο στη σιωπή. Η σύντροφος της ζωής μου καταπίνει τις σελίδες με εντυπωσιακό ρυθμό - που σημαίνει ότι σε 200 περίπου σελίδες (α) θα μου ξαναμιλήσει και (β) θα έρθει η σειρά μου...

21 Ιουλ 2007

Django Weekend: Sweet and Lowdown

Απόψε θα έχει καύσωνα. Η μοναδική περίπτωση να τη γλιτώσεις, είναι να πας κάπου παραθαλάσσια και να ξαπλώσεις στην παραλία χαζεύοντας τα αστέρια, μέχρι αργά το βράδυ. Αν δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, μην κάνεις την ανοησία που θα κάνουν όλοι: μην πας στο κέντρο για ποτάκια. Απλώς θα ιδρώσεις και θα νιώσεις χειρότερα. Καλύτερα μείνε σπίτι - έτσι κι αλλιώς, στις 9.15 η ΕΤ1 δείχνει τις "Συμφωνίες και Ασυμφωνίες", μια από τις καλύτερες ταινίες του Γούντι Άλεν των τελευταίων ετών.
(Παρένθεση: και μ' αυτό, η κρατική τηλεόραση με αποζημίωσε για το ανταποδοτικό τέλος) .

Ανήκω σ' αυτούς που θεωρούν ότι ακόμα και οι κακές ταινίες του Γούντι Άλεν είναι καλές ταινίες, αλλά το "Sweet and Lowdown" είναι ένα μικρό κομψοτέχνημα. Πρόκειται για τη βιογραφία μιας φανταστικής προσωπικότητας, του κιθαρίστα Έμετ Ρέι, ενός δαιμονικού ταλέντου της αμερικανικής τζαζ του μεσοπολέμου, που είχε ως ίνδαλμα τον μέγιστο Django Reinhardt ("Είμαι ο καλύτερος κιθαρίστας του κόσμου", λέει. "Υπάρχει και ένας τσιγγάνος στη Γαλλία... Είναι ό,τι ομορφότερο έχω ακούσει"). Στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Σον Πεν είναι αναμενόμενα καταπληκτικός, δημιουργώντας έναν χαρακτήρα που είναι ταυτόχρονα κάθαρμα και συμπαθής - εκείνη που κλέβει την παράσταση όμως, είναι η Σαμάνθα Μόρτον, στο ρόλο της μουγκής, ψυχοπονιάρας αγαπημένης του. Το πρόσωπό της είναι το συναισθηματικό βαρόμετρο της ταινίας.

Η ταινία είναι γυρισμένη σαν ένα είδος δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ. Οι σκηνές δράσης διακόπτονται από σχόλια για τον Έμετ Ρέι, από μια σειρά προσωπικοτήτων-"ειδικών", όπως ο ίδιος ο Γούντι Άλεν ή ο θρυλικός κριτικός της τζαζ (και της αμερικανικής πολιτικής) Νατ Χέντοφ. Αυτή η λεπτομέρεια πρέπει να μπέρδεψε πολλούς Έλληνες κριτικούς κινηματογράφου, που θεώρησαν ότι ο Έμετ Ρέι ήταν υπαρκτή προσωπικότητα - μάλλον δεν είδαν την ταινία.

Για την ιστορία, ο ήχος του Django ήταν μοναδικός στην εποχή του. Στην αμερικανική τζαζ δεν υπήρχε σολίστας της κιθάρας εκείνη την εποχή. Η κιθάρα ήταν συνοδευτικό όργανο, ενώ οι περισσότερες ορχήστρες προτιμούσαν στη θέση της το μπάντζο. Ακόμα και το ντουέτο Eddie Lang - Joe Venuti, που βρισκόταν σε απ' ευθείας διάλογο με τον Django και τον Grappelli, βασιζόταν στο βιολί του Venuti, και όχι στην κιθάρα. Ο πρώτος σημαντικός σολίστας της τζαζ κιθάρας, ήταν ο Charlie Christian, o κιθαρίστας του Benny Goodman, ο άνθρωπος που επινόησε την ηλεκτρική κιθάρα στα τέλη του '30.

Όσο για τον Django, η φήμη του είχε μεν περάσει τον Ατλαντικό, αλλά ο ίδιος δεν πήγε στην Αμερική μέχρι το τέλος του Πολέμου. Αυτά για την ιστορία. Όσο για την ταινία, οι ίδιοι κριτικοί που θεώρησαν υπαρκτό τον Έμετ Ρέι, έγραφαν διεκπεραιωτικούς ύμνους του τύπου "ένας νοσταλγικός φόρος τιμής στη τζαζ του '30" κλπ. Μπούρδες. Η ταινία είναι ένα πικρό σχόλιο για την επικοινωνία στην ερωτική σχέση, ένας προβληματισμός για το ρόλο του καλλιτέχνη στην κοινωνία και για τη σχέση της ηθικής με τη δημιουργία - που φροντίζει να μην προσφέρει απαντήσεις (γιατί δεν υπάρχουν).

Είναι επίσης μια ταινία με εξαιρετική μουσική. Παίζοντας τον κιθαρίστα, ο Σον Πεν έμαθε πού να βάζει τα δάχτυλά του στα τάστα, όμως εκείνος που έπαιζε πραγματικά κιθάρα είναι ο Howard Alden, που ερμήνευσε μερικά από τα ομορφότερα κομμάτια του μεσοπολέμου - και του ρεπερτορίου του Django. To κομμάτι που ακούγεται συνέχεια στην ταινία και δίνει τον τόνο στο soundtrack, είναι ένα που ο Γούντι Άλεν αγαπά ιδιαίτερα, και το έχει βάλει στο soundtrack μιας από τις πιο προσωπικές του ταινίες - το "I'll see you in my dreams".

O Alden κάνει ό,τι μπορεί, όμως δεν φτάνει τον Django, στα χέρια του οποίου το κομμάτι γίνεται πραγματική ποιήση. Είναι ίσως το πιο φωτεινό κομμάτι που μπορώ να φέρω στο μυαλό μου - το αγαπώ, ταυτίζομαι, θέλω να ακούγεται στην κηδεία μου, πώς το λένε;

UPDATE: Μόλις τέλειωσε, το έχασες. Ψάξε το DVD...

20 Ιουλ 2007

Αναμνήσεις από μια συναυλία που έλαβε χώρα...

Εδώ και δέκα μέρες θέλω να γράψω για την εμπειρία μου από την περίφημη συναυλία Beirut - Sophie Solomon - Calexico στο Gagarin Open Air Festival στις περίφημες Ολυμπιακές Εγκαταστάσεις Τέρμα Θεού, αλλά κάτι με κρατάει - και κυρίως το γεγονός ότι, κάθε φορά που το σκέφτομαι, ξυπνά μέσα μου ένα κομμάτι του εαυτού μου, που θυμίζει ύποπτα τον Ζάχο Χατζηφωτίου και εκτοξεύει αφορισμούς του τύπου:


  • "Δεν μας έφταναν οι δικοί μας λεχρίτες, κάνουμε και εισαγωγή!"
  • "Έχουμε υιοθετήσει όλους τους ξυπόλητους και τους αντιμετωπίζουμε σαν σοβαρούς καλλιτέχνες, ενώ δεν είναι παρά μπατιροτουρίστες!"
Θα προσπαθήσω να τον κάνω να σωπάσει και να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου για τη νύχτα της 10ης Ιουλίου 2007.

Πρώτα απ' όλα, δεν ήταν καθόλου αυτονόητο για μένα ότι θα πάω στο φεστιβάλ. Ξέρω πολλούς για τους οποίους δεν χωρούσε δεύτερη σκέψη. Δεν ήμουν ένας από αυτούς. Εκείνη τη μέρα συνέπεσαν τρεις εξίσου ενδιαφέρουσες συναυλίες.

  1. Αυτοί που ξέρουν από μουσική, δεν το σκέφτηκαν ιδιαίτερα. Ανέβηκαν στο Λυκαβηττό να παρακολουθήσουν μια εμβληματική μορφή της ευρωπαϊκής τζαζ, τον Γιαν Γκαρμπάρεκ, με φοβερή μπάντα - τον Eberhard Weber στο μπάσο και τον Manu Katche στα τύμπανα. Ενώ έκανα συνέντευξη με τον Katche, προτίμησα να μην ανέβω στο Λυκαβηττό, γιατί δεν μου πολυταιριάζει η ψυχρότητα του Γκαρμπάρεκ - ώρες ώρες παίζει σαν να έχει καταπιεί μπαστούνι, ή το σαξόφωνό του. Η κόρη του, από την άλλη, μου είναι εξαιρετικά συμπαθής.
  2. Από τους υπόλοιπους, αυτοί που ξέρουν από μουσική βρέθηκαν στο Ηρώδειο να υποβάλλουν τα σέβη τους στον Alain Toussaint, που είναι ίσως ο καλύτερος μουσικός που ήρθε φέτος στην Αθήνα. Τελεία. Ο άνθρωπος είναι μεγάλη μορφή, συγκλονιστικός πιανίστας, θρύλος - παρ' όλα αυτά σχεδόν άγνωστος. Το κοινό που κατέκλυσε το θέατρο και χόρευε σαν τρελό αποτελεί το κατά κύριο λόγο από μια άλλη κατηγορία, ανθρώπους που νομίζουν ότι ξέρουν από μουσική και ήθελαν να ξαναζήσουν τη νιότη τους, τότε που άκουγαν Elvis Costello & the Attractions, και τώρα δεν καταλαβαίνουν ότι ο Κοστέλο αφ' ενός έχει ξοφλήσει καλλιτεχνικά, αφ' ετέρου επιβιώνει ως ένα είδος μουσικολόγου που καταπιάνεται πότε με τα μπλουζ, πότε με το μπαλέτο, πότε με τη τζαζ... Εν πάση περιπτώσει, όσοι πήγαν στο Ηρώδειο, βγήκαν κερδισμένοι.
  3. Οι υπόλοιποι, αυτοί που νομίζουν ότι ξέρουν από μουσική, επειδή σνομπάρουν οτιδήποτε είναι mainstream, βρέθηκαν στο γήπεδο Baseball, με τα σάλια να τρέχουν από προσμονή για τη στιγμή που θα βρεθούν στη σκηνή οι Beirut, που είναι, ως γνωστόν oι νέοι Beatles. Κι εγώ, τι ήθελα ανάμεσά τους; Ας πούμε απλώς ότι έχω βαρεθεί να πηγαίνω στις συναυλίες μουσικών που βρίσκονται με το ένα πόδι στον τάφο κι ένιωσα την ανάγκη να βρεθώ κοντά σε νέο κόσμο και να ακούσω κάτι πιο φρέσκο.
Η αλήθεια είναι ότι τους Beirut δεν τους είδα - ας όψεται ο Manu Katche που με καθυστέρησε, και μια άλλη υποχρέωση που προέκυψε στην πορεία, βρέθηκα στο Φεστιβάλ ενώ το set βρισκόταν στη μέση του. Κι επειδή το ταξί με άφησε στην Ποσειδώνος, έκανα 25 λεπτά μέχρι να φέρω ένα γύρο το γήπεδο και να βρω την πόρτα. Όλο αυτό το διάστημα άκουγα μεν τη συναυλία, αλλά δεν έβλεπα. Ό,τι άκουγα πάντως, ήταν όμορφο. Όπως όμορφα είναι όλα τα τραγούδια του Zach Condon, που μπορεί να είναι ταλαντούχος, δεν είναι όμως σε καμία περίπτωση ο νέος Ντύλαν, ο νέος David Byrne, και δεν του ταιριάζει ο χαρακτηρισμός "θεός". Ο Θεός πλένεται. Άνθρωποι που βρέθηκαν σε απόσταση αναπνοής από τον Zach με διαβεβαιώνουν ότι κρατούσαν την εν λόγω αναπνοή, για να μην τους πάρει η μπόχα της απλυσιάς. Ωραίο δισκάκι, παρ' όλα αυτά.
Βρέθηκα λοιπόν στην αρένα τη στιγμή ακριβώς που η σκηνή είχε αδειάσει. Βρήκα δεκάδες γνωστούς μου, που ήταν όλοι εκστατικοί για το συγκλονιστικό live που είχαν δει. Αμέσως σκέφτηκα: κονομήσαμε νέους Calexico.

Πήρα ένα ποτάκι κι έκανα υπομονή για τη Sophie Solomon, την οποία οι εφημερίδες αρέσκονται να αποκαλούν "πανύψηλη" - είναι τυπική βρετανίδα αλόγα, αναψοκοκκινισμένη και πάντα έτοιμη να πιει το βάρος της σε ουίσκι, μια αρετή που σπανίζει στις γυναίκες και γι' αυτό εκτιμητέα.

Είναι επίσης εξαιρετική μουσικός. Από πλευράς μουσικής παιδείας και δεξιοτεχνίας είναι καλύτερη από όλους τους μουσικούς και των τεσσάρων συγκροτημάτων που πέρασαν από εκείνη τη σκηνή μαζί. Αυτό όμως δεν το εκτιμά το "εναλλακτικό" κοινό. Άκουσα σχόλια του τύπου "παίζει πολυ κραυγαλέα" και "είναι πολύ καθαρός ο ήχος της" - μέχρι "θα μπορούσε να είναι υπόκρουση στη eurovision". Σ' αυτούς, έχω να πω το εξής: το Low-Fi δεν είναι αξία, παιδιά (ο dj Lo-fi, πάλι, είναι) - είναι άποψη, είναι στιλ, δεν είναι όμως περιεχόμενο.

Όχι ότι το ρεπερτόριο της Solomon είναι κάτι εξαιρετικό: το Poison Sweet Madeira είναι ένας ευχάριστος απλώς δίσκος, στα όρια της world music με το ροκ, με απόηχους από εβραϊκά klezmer, ρώσους κλασικούς συνθέτες, τσιγγάνικα βιολιά - και την υπέροχη φωνή του Ralph Fiennes να απαγγέλει ένα πανέμορφο ποίημα.

Ο Fiennes βέβαια δεν ήρθε στο Φεστιβάλ: τη Solomon συνόδευε ένα ακόμα τσούρμο από μπατιροτουρίστες (μπάσο, ακορντεόν, τύμπανα, κιθάρες) με καβουράκια στο κεφάλι, που έπαιζαν τσιγγάνικο ροκ. Πλησίασα να τη δω από κοντά - δεν είναι και τόσο ψηλή, ενάμισι κεφάλι μου ρίχνει - και χάρηκα την κάβλα της, την ώρα που βασανίζει το στραντιβάριους της. Από κάτω, μερικοί δικοί μας χίπις την είχαν καταβρεί.

Αφού τέλειωσε κι αυτό, ξαναπήρα ένα ποτάκι και ξαναβρέθηκα ανάμεσα σε ανθρώπους που παραμιλούσαν για τους Beirut, που είναι οι νέοι Calexico. Τότε βγήκαν στη σκηνή οι κανονικοί Calexico με ένα σετ best of - ή "τραγούδια που συγκίνησαν τους Έλληνες και κανέναν άλλον στον κόσμο". Αξιοπρεπέστατοι μεν, αλλά είχα ήδη βαρεθεί. Έτσι κι αλλιώς, γύρω μου είχα ανθρώπους που έχουν κουραστεί από τους Calexico, ειδικά τώρα που είναι καλύτεροι τεχνικά. Τότε που ήταν ακατέργαστος ο ήχος τους, ήταν πολύ καλύτερα... Όταν το άκουσα αυτό, ήξερα ότι πρέπει να φύγω. Έτσι κι αλλιώς, τα αγαπημένα μου τραγούδια των Calexico, είναι κρυμμένα στο Feast of Wire, τον δίσκο που οφείλεις να σνομπάρεις, αν είσαι "εναλλακτικός":

Κανένα από αυτά δεν ακούστηκε στο εν λόγω live.

Αν έμενα, θα άκουγα επιτέλους τους Beirut, μαζί με τους Calexico και το opening act (δεν θυμάμαι, δεν με νοιάζει) - χωρίς τη Sophie, τη σνόμπαραν - να διασκευάζουν το Face a la mer. Τo έχασα. Δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς, από φθινόπωρο, οι Beirut θα μας έρχονται κάθε εξάμηνο.

υγ. Οι φωτογραφίες είναι κλεμμένες από το Avopolis. Αν υπάρχει πρόβλημα, κυνηγήστε τον Homo (ή μήπως hominem;) Ludens...

Πόσο δίνει το στοίχημα ότι θα ακυρωθεί και ο George Michael;

Νέα αναταραχή από χθες στα διεθνή γραφεία στοιχημάτων: Μετά το βατερλό της τρίτης ημέρας του "Fly Beyond Festival" (η Pink δεν εμφανίστηκε ποτέ, οι Sugababes έπαιξαν πόσο; μισή ωρίτσα;) μεγάλοι bookers όπως οι kouvas.com και sigouraki.co.uk ανέβασαν τις αποδόσεις στο στοίχημα "George Michael to appear in Athens". Πλέον, όποιος ποντάρει στο ότι ο Γιωργάκης όντως θα έλθει, θα κερδίσει έως και 15 φορές τα λεφτά του! Ο λόγος που οι διεθνείς bookers θεωρούν σχεδόν απίθανο να πραγματοποιηθεί τελικά η συναυλία του βρετανοκύπριου τραγουδιστή είναι ο συνδυασμός των ακυρώσεων (την τελευταία στιγμή και χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του κοινού) των συναυλιών των Rasmus και της Pink, η γραφική διοργάνωση της δεύτερης μέρας του "Fly Beyond" και κυρίως το γεγονός ότι κοινός παρανομαστής του φεστιβάλ παρωδία και της συναυλίας - "γεγονότος της χρονιάς" είναι η εταιρεία - αρπαχτή που έχει αναλάβει την παραγωγή (ναι, φυσικά και εννοώ την "HotBeez"). Ανεπιβεβαίωτες -αλλά ιδιαίτερα έντονες- πληροφορίες του "Πο Πο Culture!" μιλούσαν ήδη εδώ και δύο εβδομάδες για προπώληση που δεν καλύπτει τους στόχους και γκρίνια από τη μεριά των Άγγλων. Αν όλα πάνε σύμφωνα με το συνηθισμένο (αυτό δηλαδή που απολαύσαμε στο "Fly Beyond"), το κοινό θα ενημερωθεί για την ακύρωση της συναυλίας του δημοφιλούς τραγουδιστή την Πέμπτη, 26 Ιουλίου, μόλις περάσει την είσοδο του ΟΑΚΑ (μετά από τρεισήμισι ώρες αναμονής στην ουρά) και αφού του αφαιρεθεί το καπάκι από το νεράκι που θα κουβαλά...

19 Ιουλ 2007

Σκέψεις μετά το live των James

I. Το ότι είναι εγκληματικό να βάζεις τους Air να παίζουν ΜΕΤΑ την Τόρι Έιμος (και μετά τους Matisse, παρεμπιπτόντως) το είχαμε επισημάνει όλοι όσοι έχουμε μια στοιχειώδη μουσική παιδεία. Το ότι το έγκλημα θα έφτανε στο σημείο να στερήσει από το κοινό (που πλήρωσε 60 ευρώ) τη συναυλία μιας από τις σημαντικότερες καλλιτέχνιδες της περασμένης δεκαετίας, όμως, με οδηγεί στην επόμενη σκέψη:

ΙΙ. Αυτοί οι τυπάδες στην HotBeez πρέπει να είναι πολύ ερασιτέχνες (και παπατζήδες, άσχετοι, αποτυχημένοι, μισάνθρωποι). Γιατί αλλιώς δεν εξηγείται το ότι στις 7 η ώρα, που ξέρουν ότι θα σκάσει ο πολύς ο κόσμος -και με το θερμόμετρο να γράφει 33 βαθμούς-, να έχουν στήσει μπροστά στην είσοδο αναχαιτιστικά παραπετάσματα σαν αυτά που έβαζαν οι Άγγλοι στα στενά του Ντέρι και του Μπέλφαστ κάθε φορά που έπαιζε διαδήλωση. Ούτε το ότι διάφοροι ηλίθιοι σεκιουριτάδες θα καθυστερούσαν ακόμη περισσότερο το πλήθος που αδημονούσε να μπει στο χώρο της συναυλίας, ζητώντας του να αφαιρέσει τα καπάκια από τα μπουκάλια και να πετάξει τα κουτάκια με τα αναψυκτικά ή τις μπίρες που είχε προμηθευτεί απ' έξω.

ΙΙΙ. Το να είσαι 40 λεπτά στην ουρά για μπεις -και να βλέπεις με την άκρη του ματιού σου την Τόρι στο videowall να εξαντλεί σιγά σιγά το χρόνο της στη σκηνή- είναι λόγος να απαιτήσεις από αυτούς τους ανεγκέφαλους που είχαν για τα καπάκια να σου γυρίσουν πίσω τουλάχιστον ένα εικοσάευρο.

IV. Τελικά από Τόρι πρόλαβα μόνο το "Precious Things". Προσωπικά το θεωρώ ένα από τα αριστουργήματά της. Και μόνο το γεγονός ότι η μοναδική γεύση από το σόου της ήταν αυτή (και μετά πάπαλα...) με κάνει να εξοργίζομαι ακόμη περισσότερο με τους HotBeezάδες.

V. Στις συναυλίες συνήθως ο κόσμος πίνει μπίρα. Άρα, όταν περιμένεις 20.000 λαό και έχεις όλα κι όλα 5 βαρέλια, φροντίζεις τουλάχιστον να υπάρχει κάποιος μπροστά στο καθένα από αυτά που να βγάζει μπίρα συνεχώς. Αν δεν το κάνεις, απλώς θα δημιουργηθούν ουρές. Στην "HotBeez" προφανώς δεν το ήξεραν. Αποτέλεσμα: στο peak της μπιροεπιθυμίας του κοινού (δηλαδή στο βαρετό κομμάτι του φεστιβάλ -λέγε με και "Air") το να σερβιριστείς σήμαινε μιάμιση ώρα (δεν κάνω πλάκα!) στριμωξίδι.

VI. Μία ώρα, λοιπόν, και σαράντα λεπτά μετά -και ήδη φουλ του pissed off για την αξία που είχαν τα 60 ευρώ μου στα μάτια των θλιβερών "καυτών μελισσών" (ωραίο όνομα διάλεξαν, τρομάρα τους)- συνειδητοποιώ ότι οι πιο ωραίες φατσούλες αυτής της πόλης ήταν και πάλι μαζεμένες στο live των James, έξι χρόνια μετά. Τ-shirts με λουλουδόσταμπες, ξανθά κοτσιδάκια, τατουαζάκια που ξεφύτρωναν εκεί που το 2001 υπήρχε μόνο μωρουδιάστικο δερματάκι, havaianas και μιλιτέρ βερμούδες, και όλοι οι γνωστοί σου, όλοι αυτοί που είχες ακριβώς να δεις από εκείνο τον Σεπτέμβριο, αλλά ήξερες ότι θα τους πετύχαινες εκεί και θα χορεύατε πάλι παρέα. Η διάθεση φτιάχνει αμέσως, οι James ξεκινούν με το -κλεμμένο από το "Πες κάτι" του Φίλιππου Πλιάτσικα- "Say Something", όπως συνήθως, και κάποιος μεταφέρει στον zelig ότι ένα πυκνό μπαφοσύννεφο μαζεύεται πάνω από τον Καλατραβικό ουρανό...

VII. Είτε οι φίλοι του zelig έχουν τελείως, μα τελείως στρεβλή εικόνα του τι συμβαίνει τριάμισι μέτρα μπροστά απ' τα μάτια τους, είτε τελείως μα τελείως κατεστραμμένη όσφρηση, είτε απλά ο φίλτατος συν-μπλογκαδόρος μου είναι εμπαθής και τρισάθλιος (δηλαδή αυτό ακριβώς -και το έχετε ήδη καταλάβει όλοι, πλην του "Ομίλου Φίλων Τζαζ Λουτρακίου", του οποίου τα μέλη τώρα τελευταία βολοδέρνουν στα στενάκια του "Πο Πο Culture!")

VIII. Οι James έβγαλαν το 1992 ένα άλμπουμ που θα μείνει στην ιστορία. Κατά τ' άλλα, στουντιακά δεν υπήρξαν ποτέ ένα πολύ σπουδαίο συγκρότημα. Συναυλιακά, όμως, δεν χωράει κουβέντα. Με κάθε τους κομμάτι μαεστρικά στημένο ώστε να ξεσηκώνει ακόμη και τον πιο ξενέρωτο τυχαίο που βρέθηκε εκεί, όταν ακούγεται live, και με την εμβληματική φιγούρα του κύριου Μπουθ να σερβίρει τον -συμπαθητικά- σπαστικό χορό του χωρίς ούτε ντρέπεται ούτε να νοιώθει αυτάρεσκα ότι κάνει κάτι σπουδαίο, το σημαντικότερο πολιτισμικό προϊόν που έχει βγει από τη θλιβερή πόλη που λέγεται Μάντσεστερ κατάφερε να πιάσει λίγο ακόμη χώρο από αυτόν τον ελάχιστο που κρατάω για τις σκέψεις που θα διατηρώ και στην μετά-Αλτσχάιμερ εποχή. Με τη συναυλία του Λυκαβηττού δεν μπορεί να συγκριθεί το χθεσινό live -τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με τη συναυλία του Λυκαβηττού- αλλά με τη μέση "φοβερή" συναυλία που έχει ο καθένας στο κεφάλι του και την κουβαλά σαν πρότυπο για να λέει την άλλη μέρα στο γραφείο "πέρασα" ή "δεν πέρασα καλά", το χθεσινό σόου παίζει στα ίσα για ένα ημίχρονο και στο δεύτερο ανεβάζει ρυθμούς και σκοράρει για πλάκα 2-3 γκολάκια!

ΙΧ. H "HotBeez", λέει, διοργανώνει και τη συναυλία του Τζορτζ Μάικλ. Εκεί είναι που θα πέσει πολύ γέλιο...

Fish are jumping...

...αυτή η εικόνα των ψαριών που πηδούν έξω από το ζεστό νερό, είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στιχάκια του πιο χαρακτηριστικού τραγουδιού όλων των εποχών.
Βαριέμαι να κουνηθώ, βαριέμαι να σκεφτώ, βαριέμαι να σηκώσω το τηλέφωνο να ακυρώσω όλες τις υποχρεώσεις που έχω αναλάβει...
...αντ' αυτού, ακούω στο repeat, μια από τις πιο νωχελικές εκτελέσεις του Summertime που έχει πέσει στα χέρια μου (και δεν θυμάμαι πώς).
Είναι η υπέροχη φωνή της (μεγάλης αδυναμίας μου) Εύης Σιαμαντά, με τον Χρήστο Ραφαηλίδη στο βιμπράφωνο.


Απόλαυση.
υγ. θέλω διακοπές...

Περιμένοντας το ρεπορτάζ...

...μέχρι να γράψει ο Homo Ludens πώς πέρασε χθες στους James κι αν ήταν εφάμιλλοι της εμφάνισής τους στη Μαδρίτη, θα μεταφέρω αυτό που μου είπαν οι δικές μου πηγές:
με το που ξεκίνησε το πρώτο τραγούδι (Say Something - δυνατή εκκίνηση), το νέφος του μπάφου υψώθηκε πάνω από το ΟΑΚΑ, σαν να ήταν όλοι συνεννοημένοι, να κάνουν σπονδές στους θεούς του ήσσονος, πλην ευχάριστου rock'n'roll.

18 Ιουλ 2007

Tintin hunts black people

Σχολιάζοντας το θέμα που προέκυψε πρόσφατα (δηλαδή με μερικές δεκαετίες καθυστέρηση), σχετικά με τις ρατσιστικές περιπέτειες του Τεντέν, ο πάντα ευφυής Kevin Church (ένας από τους αγαπημένους μου bloggers), δημιουργεί ένα εξώφυλλο-αριστούργημα:

Όσο για την ουσία της ιστορίας, ναι, το συγκεκριμένο κόμικ είναι ρατσιστικό, όπως το πρώτο κόμικ με τον Τεντεν "Ο τεντέν στη χώρα των σοβιέτ" ήταν σαφέστατα αντικομμουνιστικό, κι όπως τα περισσότερα είναι γεμάτα από στερεότυπα. Ενώ ο ίδιος ο Ερζέ είχε μάλλον ύποπτη συμπεριφορά την περίοδο του ναζισμού. Όμως, προς υπεράσπισίν του, δεν σταματούσε ποτέ να ξαναφτιάχνει τα παλιά του κόμικ, να τα εκσυγχρονίζει, να αφαιρεί τις αιχμές κ.ο.κ.

Κι εν πάση περιπτώσει, εμένα ο Τεντέν μου αρέσει. Ακόμα και λόγω της αφέλειας με την οποία αντιμετωπίζει τον κόσμο γύρω του.