Την καλύτερη περιγραφή για τη Νόρα Τζόουνς την είχε κάνει πριν από λίγα χρόνια, ένας φίλος, μιλώντας για τα τραγούδια του Come Away With Me, του πρώτου της άλμπουμ: «είναι ερωτικά τραγούδια, από ένα κορίτσι που θέλει να ερωτευτεί, αλλά ταυτόχρονα βαριέται τη διαδικασία». Εκείνη την εποχή η Νόρα Τζόουνς ήταν ένα φαινόμενο, πουλώντας εκατομμύρια δίσκων – πράγμα πρωτοφανές για μια συλλογή χαμηλόφωνων τραγουδιών, στον αντίποδα αυτού που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «εμπορική ποπ μουσική».
Οι δημοσιογράφοι αναζητούσαν τα αίτια της επιτυχίας στα γονίδιά της – είχε γίνει πια γνωστό ότι η τραγουδίστρια είναι η (μη αναγνωρισμένη) κόρη του Ραβί Σανκάρ – αλλά μάλλον το πράγμα είχε να κάνει περισσότερο με θέμα συγχρονισμού. Στην Αμερική (και τον πλανήτη) μετά την 11η Σεπτεμβρίου, είχαμε λιγότερο ανάγκη από την απρόσωπη παραγωγή της ποπ βιομηχανίας, και περισσότερο από μια ζεστή, καθησυχαστική φωνή που θα τραγουδήσει στ’ αυτί μας. Η Νόρα Τζόουνς ήταν (και παραμένει) ακριβώς αυτό – και γι’ αυτό αγκαλιάστηκε αμέσως ως εμβληματική μορφή ενός τραγουδιού που ήταν απαραίτητο: χειροποίητες, νωχελικές μπαλάντες, βασισμένες στο πιάνο και την ακουστική κιθάρα, με κάποιους φολκ, κάντρι και μπλουζ απόηχους, τραγουδισμένες από μια ζεστή, φιλική φωνή, που θα μπορούσε να ανήκει σε μια φίλη σου, που γρατζουνάει μια κιθάρα στο καθιστικό σου.
Για τζαζ, βέβαια, ούτε λόγος – δεν είναι τυχαίο το ότι η ίδια η τραγουδίστρια ήταν η πρώτη που απαρνήθηκε το χαρακτηρισμό τζαζ (και γι’ αυτό κέρδισε την εύνοια της Ντι Ντι Μπριτζγουότερ, που είναι συνήθως ιδιαίτερα αυστηρή με τέτοια θέματα), καθησυχάζοντας τους πιουρίστες που άφριζαν, διαβάζοντας διθυράμβους του τύπου «ένα νέο αστέρι της τζαζ γεννιέται».
Η αλήθεια είναι ότι η άφιξη της Νόρα Τζόουνς στο προσκήνιο ήταν σωτήρια για τη τζαζ – έστω, από σπόντα. Τα έσοδα που είχε η Blue Note από τις πωλήσεις του Come Away With Me έδωσαν στην εταιρία μια σωτήρια ανάσα, που της επέτρεψε να συνεχίσει να επενδύει σε καθαρόαιμους τζαζ καλλιτέχνες – έστω κι αν οι δουλειές του Robert Glasper, του Jason Moran ή του Joe Lovano δεν θα φτάσουν ούτε το 1/10 των πωλήσεων αυτής της τραγουδίστριας, που παρέμεινε εσωστρεφής και ντροπαλή, παρά την επιτυχία της.
Κι όσο κι αν η δουλειά της ωχριά, σε σύγκριση με τα σημεία αναφοράς της – την Ρίκι Λι Τζόουνς, την Κάρολ Κινγκ, τη Τζόνι Μίτσελ – οφείλει κανείς να παραδεχθεί ότι δεν έχει δείξει τη διάθεση να κάνει καμία παραχώρηση για να χαϊδέψει το κοινό της, να παρεκκλίνει από την πορεία της: αντί να υποδυθεί τη τζαζ ντίβα τύπου Diana Krall, προτίμησε να συνεχίσει να γράφει τραγούδια όλο και πιο κοντά στην κάντρι και το φολκ, να συνεργάζεται με τους ίδιους μουσικούς, να αφηγείται προσωπικές, χαμηλότονες ιστορίες, με τον ίδιο νωχελικό τρόπο – αλλά και να φανερώνει την πολιτικοποιημένη της πλευρά: το καλύτερο τραγούδι του πρόσφατου Not Too Late είναι ένα αξιολάτρευτο μπλουζ με τίτλο Sinkin’ Soon, που περιγράφει τι συμβαίνει σε ένα καράβι (μια χώρα), όταν έχει έναν ανίκανο καπετάνιο (πρόεδρο) – το δεύτερο καλύτερο είναι μια ερωτική μπαλάντα για ένα ζευγάρι σε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς αυτό το ρεπερτόριο, αυτές οι τόσο προσωπικές ιστορίες θα ακούγονται σε έναν ανοιχτό χώρο όπως το Ηρώδειο, που θα φιλοξενεί την τραγουδίστρια στις 25 του μήνα (την ώρα που στο Λυκαβηττό μια πραγματική jazz lady, η Dee Dee Bridgewater, θα παρουσιάζει το αφιέρωμά της στην Αφρική). Κι έχει ενδιαφέρον το ότι μετά την Diana Krall, το Φεστιβάλ Αθηνών φέρνει μια άλλη σημαντική προσωπικότητα της εμπορικής τζαζ – κι ας δείχνει παροιμιώδη αδιαφορία για καθαροάιμες τζαζ εκδηλώσεις. Έστω κι έτσι, η άφιξη της Νόρα Τζόουνς στο Ηρώδειο είναι μια ακόμη απόδειξη του εντυπωσιακού τρόπου με τον οποίο το Φεστιβάλ Αθηνών, υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Λούκου, κατάφερε να ανανεωθεί και να γίνει ένα πραγματικά σύγχρονο, ενδιαφέρον και πολύπλευρο καλλιτεχνικό γεγονός.
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τ. Ιουλίου του περιοδικού Jazz&Τζαζ. Προσέξτε τον έντεχνο τρόπο με τον οποίο συνδυάζω το γλύψιμο στο Λούκο, που είναι ένα από τα δημοσιογραφικά sine qua non, με την κριτική για την έλλειψη τζαζ προγραμμάτων στο φεστιβάλ. Είμαι τόσο περήφανος για τον εαυτό μου!)
Για τζαζ, βέβαια, ούτε λόγος – δεν είναι τυχαίο το ότι η ίδια η τραγουδίστρια ήταν η πρώτη που απαρνήθηκε το χαρακτηρισμό τζαζ (και γι’ αυτό κέρδισε την εύνοια της Ντι Ντι Μπριτζγουότερ, που είναι συνήθως ιδιαίτερα αυστηρή με τέτοια θέματα), καθησυχάζοντας τους πιουρίστες που άφριζαν, διαβάζοντας διθυράμβους του τύπου «ένα νέο αστέρι της τζαζ γεννιέται».
Η αλήθεια είναι ότι η άφιξη της Νόρα Τζόουνς στο προσκήνιο ήταν σωτήρια για τη τζαζ – έστω, από σπόντα. Τα έσοδα που είχε η Blue Note από τις πωλήσεις του Come Away With Me έδωσαν στην εταιρία μια σωτήρια ανάσα, που της επέτρεψε να συνεχίσει να επενδύει σε καθαρόαιμους τζαζ καλλιτέχνες – έστω κι αν οι δουλειές του Robert Glasper, του Jason Moran ή του Joe Lovano δεν θα φτάσουν ούτε το 1/10 των πωλήσεων αυτής της τραγουδίστριας, που παρέμεινε εσωστρεφής και ντροπαλή, παρά την επιτυχία της.
Κι όσο κι αν η δουλειά της ωχριά, σε σύγκριση με τα σημεία αναφοράς της – την Ρίκι Λι Τζόουνς, την Κάρολ Κινγκ, τη Τζόνι Μίτσελ – οφείλει κανείς να παραδεχθεί ότι δεν έχει δείξει τη διάθεση να κάνει καμία παραχώρηση για να χαϊδέψει το κοινό της, να παρεκκλίνει από την πορεία της: αντί να υποδυθεί τη τζαζ ντίβα τύπου Diana Krall, προτίμησε να συνεχίσει να γράφει τραγούδια όλο και πιο κοντά στην κάντρι και το φολκ, να συνεργάζεται με τους ίδιους μουσικούς, να αφηγείται προσωπικές, χαμηλότονες ιστορίες, με τον ίδιο νωχελικό τρόπο – αλλά και να φανερώνει την πολιτικοποιημένη της πλευρά: το καλύτερο τραγούδι του πρόσφατου Not Too Late είναι ένα αξιολάτρευτο μπλουζ με τίτλο Sinkin’ Soon, που περιγράφει τι συμβαίνει σε ένα καράβι (μια χώρα), όταν έχει έναν ανίκανο καπετάνιο (πρόεδρο) – το δεύτερο καλύτερο είναι μια ερωτική μπαλάντα για ένα ζευγάρι σε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς αυτό το ρεπερτόριο, αυτές οι τόσο προσωπικές ιστορίες θα ακούγονται σε έναν ανοιχτό χώρο όπως το Ηρώδειο, που θα φιλοξενεί την τραγουδίστρια στις 25 του μήνα (την ώρα που στο Λυκαβηττό μια πραγματική jazz lady, η Dee Dee Bridgewater, θα παρουσιάζει το αφιέρωμά της στην Αφρική). Κι έχει ενδιαφέρον το ότι μετά την Diana Krall, το Φεστιβάλ Αθηνών φέρνει μια άλλη σημαντική προσωπικότητα της εμπορικής τζαζ – κι ας δείχνει παροιμιώδη αδιαφορία για καθαροάιμες τζαζ εκδηλώσεις. Έστω κι έτσι, η άφιξη της Νόρα Τζόουνς στο Ηρώδειο είναι μια ακόμη απόδειξη του εντυπωσιακού τρόπου με τον οποίο το Φεστιβάλ Αθηνών, υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Λούκου, κατάφερε να ανανεωθεί και να γίνει ένα πραγματικά σύγχρονο, ενδιαφέρον και πολύπλευρο καλλιτεχνικό γεγονός.
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τ. Ιουλίου του περιοδικού Jazz&Τζαζ. Προσέξτε τον έντεχνο τρόπο με τον οποίο συνδυάζω το γλύψιμο στο Λούκο, που είναι ένα από τα δημοσιογραφικά sine qua non, με την κριτική για την έλλειψη τζαζ προγραμμάτων στο φεστιβάλ. Είμαι τόσο περήφανος για τον εαυτό μου!)
2 σχόλια:
Θα συμφωνήσω με τον φίλο σου μόνο ως προς τούτο: "Βαριέται την διαδικασία". Τέτοια ώρα θα έχεις επιστρέψει πια από τη συναυλία της και θα έχεις καταλάβει πολύ καλά ποια ακριβώς διαδικασία βαριέται (και θα κλαις και τα ευρώ που ξόδεψες για το εισιτήριο -και γιατί έφτυσες την Ντι Ντι για τη Νόρα). Τουλάχιστον έτσι ήταν προ τριετίας, όταν την είχα δει ζωντανά στις Βρυξέλλες, λίγο μετά την κυκλοφορία του "Feels Like Home".
Απ' την άλλη, μπορώ να φανταστώ λίγα τόσο καταπραϋντικά βάλσαμα, σαν τα τρία άλμπουμ της (συν τις ηχογραφήσεις που είχε κάνει μ' εκείνο το συγκροτηματάκι, πριν ξεκινήσει σόλο καριέρα), για τις δύσκολες ώρες που γυρίζεις στο σπίτι με τα πόδια σαν βουτηγμένα σε δυο κάδους με φρέσκο τσιμέντο και το πουκάμισο να στάζει τσιγαρίλα, σίγουρος ότι κάτι από όλα αυτά που πρόσεξες τόσο πολύ να μην πάνε στραβά, έχει πάει πιο στραβά κι απ' το χειρότερό σου εφιάλτη...
@homo ludens:
κι όμως δεν κλαίω ούτε σεντ. περισσότερα σε σχετικό post, αν βρω όρεξη
Δημοσίευση σχολίου