25 Φεβ 2011

Οι δίκαιοι νικητές του πιο σημαντικού Brit Award

Μού ζήτησαν από το Mad TV ένα κειμενάκι (άφησαν ελεύθερο το θέμα της έκθεσης) για το micro-site που έστησαν εν όψει της προβολής των Brit Awards απ' το κανάλι το Σαββατοκύριακο 12 & 13 Μαρτίου. Δεν κρατήθηκα. Έγραψα ακριβώς αυτό που περιμένεις. Για τους Mumford & Sons:


Με έναν πρωτοφανή συγχρονισμό στην αναγνώριση των κυρίαρχων ρευμάτων του σήμερα, τα σημαντικότερα μουσικά βραβεία για το 2010, το αμερικανικό Grammy και το Brit Award για το καλύτερο άλμπουμ (αμφότερα απονεμήθηκαν τον Φεβρουάριο του ‘11) είχαν για παραλήπτες τις μπάντες που χαρακτήρισαν πέρσι την αγγλόφωνη σκηνή στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Κι αν για την αμερικανική μουσική βιομηχανία η επιλογή του “Suburbs” των Arcade Fire ήταν ένα τολμηρό βήμα μακριά από το τέλμα του εμπορικού κατεστημένου που έφερνε ως αντιπάλους τους τα απομεινάρια του ντεμπούτου της Lady Gaga, τους βαρετά «ασφαλείς» Lady Antebellum με την ανάλατη country pop τους και τις δοκιμασμένες επιλογές της Κέιτι Πέρι και του Eminem, για τη Μεγάλη Βρετανία η βράβευση του “Sigh No More” των Mumford & Sons σημαίνει εντελώς διαφορετικά πράγματα.

Τα Brit Awards παραδοσιακά είναι πιο «ανοικτόμυαλα» από τα Grammys και με πιο ανεπτυγμένα αντανακλαστικά στην όσφρηση του επόμενου trend. Οι ΗΠΑ είχαν μουσικά την ανάγκη να βρουν μια νέα πηγή για να γεμίσει το αυλάκι που θα ποτίσει την καταταλαιπωρημένη τους καλλιέργεια και την έψαξαν στο indie rock. Τους δόθηκε μια εξαιρετική ευκαιρία: Η σημαντικότερη indie μπάντα στον πλανήτη κυκλοφόρησε ένα εύληπτο άλμπουμ που εύκολα θα το αποδεχόταν το ευρύ κοινό –και το ότι οι Arcade Fire είναι Καναδοί, μικρή σημασία παίζει. Καναδός είναι κι ο Τζάστιν Μπίμπερ εξάλλου. Οι Βρετανοί, πάλι, απαλλαγμένοι από το άγχος του διλήμματος «indie ή mainstream;», έψαχναν απλά να ανακαλύψουν την μπάντα που θα τους επαναφέρει στην πρωτοκαθεδρία των μουσικών δρωμένων. Κι αν αυτήν την μπάντα την ακολουθεί από πίσω μια ολόκληρη, αναπτυσσόμενη μουσική σκηνή, ακόμη καλύτερα. Αν όχι, οι Βρετανοί ήταν έτοιμοι να την κατασκευάσουν.

Είναι άλλο πράγμα οι σκέτοι Oasis κι άλλο πράγμα οι Oasis ως εκπρόσωποι ενός trend που λέγεται Britpop, ας πούμε, κι έχει για χερουβείμ και σεραφείμ τους Suede και τους Blur.

Δεν λέω ότι η nu-folk σκηνή του Δυτικού Λονδίνου θα εξελιχθεί στη νέα Britpop. Οι ίδιοι οι Mumford & Sons αμφισβητούν την ίδια την ύπαρξή της εξ άλλου. Επιμένουν ότι την παρέα τους με την Λόρα Μάρλινγκ, τους Noah & The Whale και μερικές μπάντες που μουσικά κινούνται εκεί κοντά, τα media έσπευσαν να την βαπτίσουν «σκηνή» για τους λόγους που περιέγραψα παραπάνω. Αυτό όμως που δεν διαπραγματεύομαι είναι πως, απ’ όλα αυτά που μας παρουσίασε η Μεγάλη Βρετανία τα τελευταία χρόνια, το οργιαστικό folk του Μάρκους Μάμφορντ και της παρέας του, ένα αμάλγαμα Byrds, Waterboys, Λέοναρντ Κοέν, Ντέμιεν Ράις και ρυθμικής indie rock είναι το πιο ανεβαστικό και «φρέσκο» άκουσμα. Γι’ αυτό και το υποστήριξα μετά μανίας στην “Blogovision” του 2010, ψηφίζοντάς το στο #2 μου. Την κορυφή την είχα κρατημένη για τους Arcade Fire...

Εν τω μεταξύ, στο ατελιέ του καλλιτέχνη...

Η Κάρολ Όμαρτ, στάρλετ των b-movies, ποζάρει για το πενάκι του Μίλτον Κάνιφ, του Τολστόι του κόμικ-στριπ, αποτελώντας το μοντέλο/πηγή έμπνευσης για την μοιραία Κόπερ Καλχούν, αντικείμενο πόθου και νέμεση του χάρτινου ήρωα Στιβ Κάνιον, ο οποίος τότε (1947) ξεκινούσε την 40χρονη πορεία του στις σελίδες των αμερικανικών εφημερίδων.

24 Φεβ 2011

Αυτή την εβδομάδα (#08 του '11) τα ηχεία παίζουν: Anna Calvi, Twilight Singers, Beth Ditto κ.α.

Τεράστιος ο όγκος μουσικής που κατανάλωσα μέσα στο πρώτο δίμηνο του 2011. Αδύνατον να τη χωρέσω όλη σε μηνιαία posts χωρίς να κινδυνέψεις να πάθεις αποκόλληση αμφιβληστροειδή (αν υποθέσουμε τώρα ότι κάθεσαι και τα διαβάζεις όλα). Συνεπώς αλλάζω το format σε εβδομαδιαίο...

Anna Calvi
Anna Calvi
(Ιανουάριος 2011)

Ζωσμένη πάντα την Fender Telecaster της, με τα μαλλιά χτενισμένα να πέφτουν σε καλοζυγισμένους καταρράκτες ή μαζεμένα σ’ έναν classy κότσο που θα ταίριαζε σε μια αίθουσα συνεδριάσεων κάπου στην Γουώλ Στρητ κι όχι σ’ ένα κακοφωτισμένο liveάδικο, η Άννα Κάλβι ορμάει σαν λυτρωτικός τυφώνας στα μουσικά πράγματα του 2011, πετώντας σε ψηλά στον αέρα. Εκεί, παρέα με το ετερόκλητο team των επιρροών της, που ξεκινούν από τον Κλωντ Ντεμπισί, την Εντίθ Πιάφ και τη Νίνα Σιμόν και φτάνουν στην Siouxsie και την PJ Harvey, σε στροβιλίζει σ’ ένα χορό, σ’ ένα μυστηριώδες φλαμένκο απ’ το οποίο δεν θες να ξεφύγεις, δεν θες να προσγειωθείς πίσω σ’ ένα ήρεμο έδαφος.

Η Κάλβι είναι ο απόλυτος μουσικός καθρέπτης μιας μοιραίας γυναίκας –the David Lynch way. Μοιάζει να έχει αναδυθεί από κάποιο επεισόδιο του Twin Peaks που δεν παίχτηκε ποτέ στην τηλεόραση, από μια σκηνή που ερμήνευε την “Casta Diva” με το βάθος μιας Κάλλας –σ’ ένα κάντρι μπαρ δίπλα στο δάσος με τις οξιές. Ο Μπράιαν Ίνο έφτασε να την ονομάσει «το καλλίτερο πράγμα στη μουσική από τον καιρό της Πάτι Σμιθ». Δεν νομίζω ότι οι δύο κυρίες είναι συγκρίσιμες –το θέμα είναι «κλαδικό». Η Άννα Κάλβι είναι μια πραγματική μάγισσα, είναι η Μαριάν Φέιθφουλ όταν στοίχειωνε το “Memory Remains” των Metallica, είναι το απόσταγμα από τα καλλίτερα των Cocteau Twins. Mόνο με ξωτικά και νεράιδες μπορεί να κάνει παρέα –κι ας δίνει την εικόνα ενός κοριτσιού που εύκολα θα μπορούσε να φορεθεί στο εξώφυλλο του “Love” ή του “Another Magazine”. Zola Jesus, συγγνώμη, αλλά άντεξες μόνο δύο χρόνια...


Anna Calvi - Blackout & Desire (Live)


Adele
21
(Ιανουάριος 2011)

Η Adele μεγάλωσε. Έγινε 21 και πήρε κι άλλα κιλά. Αλλά ωρίμασε συνθετικά, επεξεργάστηκε την εφηβική εσωστρέφεια του «19» και την μετέτρεψε σε πασαρέλα για να επιδείξει τα κάλη της –χάρη και στην δημοσιότητα που της χάρισαν τα δύο Grammies που κέρδισε με το εφηβικό ντεμπούτο της. Και φρόντισε να μην πέσει στην παγίδα της Duffy που προσπάθησε να αποβάλει την εικόνα του βλαχοκόριτσου και να το υποδυθεί το sexy disco girl, καταλήγοντας να τραγουδάει κάτι σαν τα «Παπάκια» του 21ου αιώνα. Η Adele συνθέτει και ερμηνεύει πια μια bluesy ποπ, μια σόουλ που απέχει από το κλασικό ύφος της Έιμι Γουαϊνχάουζ και διεκδικεί μια θέση στα dance clubs. Οι φολκίζουσες / μπλουζίζουσες μπαλάντες έχουν μείνει πια πίσω.

Φυσικά όλα αυτά δεν είναι μόνο δικές της επιλογές, αλλά και της δισκογραφικής της, που έχει φροντίσει να την στηρίξει μ’ έναν Ρικ Ρούμπιν στην επίβλεψη της παραγωγής (κι αρκετούς ακόμη κορυφαίους παραγωγούς και μηχανικούς ήχου από κάτω του), αλλά και σημαντικούς συνθέτες – μηχανές hits για να συγγράψουν μαζί της τη μουσική. Και τα έχουν καταφέρει υπέροχα: Σε αντίθεση με το «19», στο «21» είναι τα τραγούδια και όχι η φωνή της Adele που κλέβουν την παράσταση. Το μόνο που μπορείς να του προσάψεις είναι η σχετικά μεγάλη διάρκειά του (13 τραγούδια σε 55 λεπτά) και η εντελώς ανούσια και αμήχανη διασκευή του “Lovesong” των Cure σε στυλ μπόσα νόβα.


Adele - Rolling In The Deep


The Twilight Singers
Dynamite Steps
(Φεβρουάριος 2011)

Το «Dynamite Steps» είναι το πέμπτο και –για μένα- το καλλίτερο άλμπουμ των Twilight Singers. Ίσως γιατί ο παιδικός μου ήρωας, αυτός ο απίθανος αλήτης της γκραντζ, ο Γκρεγκ Ντούλι, αποφασίζει ξαφνικά να αντλήσει έμπευση από τον ίδιο του τον εαυτό και τα θορυβώδη, ηλεκτρικά όνειρα των Afghan Whigs. Κρατάει βέβαια και τις blues / soul αναφορές του, αυτές που δίνουν στους Twilight Singers τον ιδιαίτερό τους χαρακτήρα, αλλά τις μιξάρει υπέροχα με το σκοτεινό ροκ της εποχής που οι γκόμενες τον έβλεπαν σαν τον Μπράιαν Φέρι της κολάσεως.

Αν βάλεις να ακούσεις το «Dynamite Steps» την ημέρα, κινδυνεύεις να τυφλωθείς, να πέσει φωτιά από ψηλά να σε κάψει, να βγει ένα σατανικό τέρας από τα σωθικά σου. Γιατί η μουσική του είναι γραμμένη για τη νύκτα, για έρωτες στα στενάκια πίσω από κακόφημα μπαρ, για παράνομες συναλλαγές κάτω από καμμένα από τσιγάρα τραπεζομάντηλα, για παπούτσια που λασπώθηκαν σ’ ένα κυνηγητό –κι ίσως απέκτησαν και δυο στάμπες αίμα. Αν δεν είχε βγάλει κι εκείνο το απίστευτο «Saturnalia» ως Gutter Twins μαζί με τον Μαρκ Λάνεγκαν προ τριετίας, θα έγραφα ότι αυτή είναι η καλλίτερη δουλειά του Ντούλι μετά το «Gentlemen» που έστησε με τους Afghan Whigs το 1993 (και που είναι ένα από τα αγαπημένα μου άλμπουμ όλων των εποχών). Στις 15 Απριλίου, όταν οι Twilight Singers θα δώσουν συναυλία στο Gagarin, θα είμαι φυσικά εκεί, πιστός στο ετήσιο ραντεβού με τον υπέροχο αυτό τύπο.


British Sea Power
Valhalla Dancehall
(Ιανουάριος 2011)

Ο Θεός σώζοι τη βασίλισα –και το βασιλικό ναυτικό. Στοιχειωμένο για πάντα από το πρώτο του άλμπουμ, εκείνο το «The Decline Of British Sea Power» του 2003, σαν το καράβι στη «Μπαλάντα του γερο-ναυτικού» του Σάμιουελ Τέιλορ Κόλριτζ, περιφέρεται στις ίδιες φόρμες, επικές και γεμάτες –ένα βηματάκι πιο ‘κει προς το post rock από τη συνήθη αγγλική μπάντα, ας πούμε- χωρίς να χάνει ούτε ένα από τα κανόνια του. Μόνο που με τον καιρό, τα όπλα χάνουν την ισχύ τους και τα βλήματα δεν πετάνε πια τόσο μακριά. Στο πέμπτο τους (αν μετράς και το soundtrack για την ταινία “Man of Aran”) άλμπουμ, οι British Sea Power παραμένουν εντυπωσιακά ξεσηκωτικοί, μπερδεύοντας από Μπάουι μέχρι Franz Ferdinand στο ρούμι τους, από Echo & The Bunnymen μέχρι James, και φυσικά μπόλικους Joy Division και την απαιτούμενη πρέζα Ίγκι Ποπ. Σε 13 κομμάτια και πάνω από μία ώρα διάρκεια, ο καθένας θα ανακαλύψει τα δικά του uber αγαπημένα. Στο σύνολο όμως, μπορεί και να τον πιάσει ναυτία από το ατέλειωτο ταξίδι.


ΤΙ ΑΛΛΟ;
…And You Will Know Us By The Trail Of The Dead – Tao Of The Dead: Μεγαλεπήβολο, όπως ο,τιδήποτε επιχείρησαν ποτέ οι AYWKUBTTOTD (το γελοίο τους όνομα εξάλλου υποδηλώνει μια ροπή προς την υπερβολή), φλερτ με το post rock, αλλά κουραστικά υπερβολικό για όλο αυτό το... τίποτε σε επίπεδο έμπνευσης που κρύβει. Δυόμισι αστεράκια / Deerhoof – Deerhoof vs. Evil: Πόσο χάος να αντέξει κανείς; Αν είναι φαν των Deerhoof και του noisy εναλλακτικού pop/rock τους, προφανώς πολύ. Αλλά δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι όλοι οι φαν τους θα αντέξουν το νεώτερό τους πόνημα. Είναι πολύ μπερδεμένο ακόμη και γι’ αυτούς –η μουσική αναρχία στο μέγιστο βαθμό. Δυόμισι αστεράκια / Tapes n’ Tapes – Outside: Οι Tapes n’ Tapes είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα μπάντας που έγινε το απόλυτο hype λόγω των blogs και των χίψτερς και μετά βυθίστηκε στη λήθη γιατί «την έμαθαν κι άλλοι». Το ΝΜΕ είχε φτάσει το 2006 να τους αναφέρει ως συνώνυμο του “indie” και η αλήθεια είναι ότι οι τύποι είναι όσο “indie” πάει. Ίσως όμως δεν είναι τόσο καλοί μουσικοί. Με επιρροές τόσο σαφείς στις προθέσεις τους όσο οι Pavement και με μια διάθεση να γράψουν απλή, καθαρή μουσική, χωρίς φιοριτούρες, που θα τους ξανακάνει μια μπάντα “word of mouth” στον χιψερόκοσμο, παραδίδουν ένα τίμιο τρίτο άλμπουμ, που τα Πίτσφορκ αυτού του κόσμου βιάστηκαν να καταδικάσουν με βαθμολογίες κοντά στη βάση. Τριάμισι αστεράκια / Nicole Atkins – Mondo Amore: Είχα λατρέψει το προ τριετίας “Neptune City”. Παίζοντας στην ουσία rock n’ roll των τελών της δεκαετίας του ’50 –the Roy Orbison kind…- ακουγόταν πιο φρέσκια απ’ οποιονδήποτε σύγχρονό της. Στο sequel όμως πάει στα ‘60s και φλερτάρει με τις πιο ροκάδικες φόρμες τους, χωρίς να καταφέρνει καθόλου να τις φέρει στα μέτρα της, να τις κάνει κάπως πιο εφαρμοστές στην δική μας εποχή. Και χάνεται για πάντα σ’ αυτό το ταξίδι της στο χρόνο. Δυόμισι αστεράκια / Asobi Seksu – Fluoresence: Αν τους είχες λατρέψει επειδή κάποτε είχαν για πιο σημαντική επιρροή τους My Bloody Valentine, θα τους μισήσεις τώρα που έχουν γίνει σχεδόν ποπ. Αν πάλι το shoegaze δεν είναι your cup of tea και δεν σε νοιάζει το παρελθόν τους, αλλά δεν σε χαλάει λίγο μουντζούρωμα στον ήχο και λίγο γρατζούνισμα της κιθάρας παραπάνω, αξίζει να ακούσεις το νέο τους άλμπουμ, αν και η ερμηνεία της Γιούκι Τσiκουντάτε στα φωνητικά μπορεί να σου ξυπνήσει λίγο μνήμες από την Ντολόρες των Cranberries και να σε τρομάξει. Τρία αστεράκια / Beth Ditto – Beth Ditto EP: Η μουσική και η παραγωγή των Simian Mobile Disco πολύ φοριέται στις μέρες μας, αλλά παραδόξως πουθενά δεν «πέφτει» τόσο όμορφα όσο στο υπερμέγεθες «είναι» της Μπεθ. Οι κιθάρες είχαν λίγο ως πολύ εξοστρακιστεί από το τελευταίο άλμπουμ των Gossip, αλλά στο προσωπικό της ΕΡ απουσιάζουν πια εντελώς. Τα σύνθι παίζουν τον πρώτο ρόλο. Και η συγκλονιστική ερμηνευτική χάρη της χοντρής. Τα τέσσερα κομμάτια του EP είναι τα πιο ωραία χορευτικά τραγούδια του 2011 ως τώρα. Τέσσερα αστεράκια.


Beth Ditto - I Wrote The Book

Τώρα στις Απόκριες, η Μπάγερν ντύνεται Ολυμπιακός

Πανηγύρισα χθες το βράδυ σε βαθμό αρχής βραχνιάσματος, με ένα ντεσιμπελάτο, παρατεταμένο «ναι» το γκολ του Μάριο Γκόμεζ στο ’90. Όχι επειδή «από τις γερμανικές, είμαι Μπάγερν». Ούτε επειδή μου χάρισε ένα χρυσαφένιο δίποντο, πολύτιμο όπλο για την σκληρή αρένα του anofelouCL (μη ρωτάς). Το καταχάρηκα γιατί δεν ήθελα να λήξει το ματς χωρίς τέρμα και να το θυμάμαι σαν «το πιο συναρπαστικό 0-0 που έχω δει τα τελευταία χρόνια». Θα χαμογελούσα με ικανοποίηση –και θα γλίτωνα το γδάρσιμο στις φωνητικές χορδές- ακόμη κι αν το γκολ στο τελευταίο λεπτό του αγώνα το κατάφερνε η Ίντερ. Μία εβδομάδα μετά το Άρσεναλ – Μπαρτσελόνα, που μού ξαναπέρασε με δωρεάν λούστρο τη συνήθη μου απάντηση («μόνο αγώνες του Champions League») στην ερώτηση αν βλέπω τηλεόραση, το χθεσινό ματς στο αφιλόξενα παγωμένο Μιλάνο ήταν το πιο όμορφο δώρο που μού έχει κάνει ποτέ το χαζοκούτι, έτσι που μού το παρέδωσε «γεμάτο», στο τέλος μιας σκατένιας μέρας (παρεμπιπτόντως, πολύ «βαρύς» ήταν ο Φεβρουάριος, τουλάχιστον για μένα...).

Περνούσα τόσο καλά παρακολουθώντας το, που στην αρχή σκέφτηκα ότι έφταιγε το εφέ της αποσιώπησης του βαρετού, δημοσιοϋπαλληλίστικου σχολιασμού από τον απεργούντα συνάδελφό μου στην ΕΡΤ. Η επένδυση με τους πραγματικούς ήχους του Τζουζέπε Μεάτσα αντί του συνήθους αμήχανου σπικάζ που παίρνεις ως αντάλλαγμα στην συνεισφορά σου μέσω του λογαριασμού της ΔΕΗ, ακουγόταν σαν γλυκιά σουίτα του Ντεμπισί. Σύντομα συνειδητοποίησα πως είναι η παραζάλη από το κονσέρτο του Φαν Χάαλ που με έκανε να γλυκαίνομαι τόσο. Και μαζί η συμφωνία του Λεονάρντο –και κυρίως τα σόλο του Ετό’ο- να μην κόψει τον ρυθμό ιστορικού rave party στα Οινόφυτα που έδινε ο Ρομπέν κι ο Ριμπερί στο ματς, αλλά να σηκωθεί και να χορέψει. Τουλάχιστον κάπως περισσότερο απ’ όσο επιτρέπει ένα παραδοσιακό, μιλανέζικο ταμπούρωμα.

Είναι αλήθεια ότι η πρώτη σύνδεση με το «ντέρμπυ του Σαββάτου» πήγε να μου μολύνει το μυαλό σχετικά νωρίς. Ήταν η στυλιστική παρατήρηση πως «η Μπάγερν ντύθηκε πάλι Ολυμπιακός». Την ξεπέρασα χαμογελώντας συγκαταβατικά στον εαυτό μου που συνεχίζει να σκέπτεται τέτοιες χαζομαρίτσες αποκριάτικα κι επικεντρώθηκα στην παρατήρηση του νέου μου πουλέν (Μπάστιαν Σβαϊνστάιγκερ δεν είσαι πια ο μόνος Γερμανός Θεός μου), του «σούταρε μού από το μισό μέτρο με όλη σου τη δύναμη σε όποια γωνία θες, εγώ θα προλάβω να τιναχτώ και να το πιάσω» Τόμας Κραφτ.


Όταν πια τέλειωσε ο αγώνας και σηκώθηκα από τον καναπέ με αυτό το γεμάτο σε διάρκεια ρίγος ικανοποίσης που απολαμβάνεις σε περιπτώσεις εξαιρετικού σεξ, δοκιμής ενός απίθανου grand-cru ή άλματος χωρίς πτώση με το windsurf πάνω από ένα δίμετρο κύμα, γύρισα στην Β. και τής είπα «τέτοιο ποδόσφαιρο μάλιστα, να κάτσω να το δω». Υπονοούσα τον δικό της ψυχαναγκασμό να παρακολουθήσει από την αρχή μέχρι το τέλος τον αγώνα του Σταδίου Καραϊσκάκη πριν πέντε μέρες. «Δεν θα καταλάβεις ποτέ», μου απάντησε απαξιωτικά. Μάλλον δεν θα καταλάβω ποτέ. Ίσως γιατί εγώ μιλάω για ένα ποδόσφαιρο. Κι εκείνη εννοούσε ένα άλλο ποδόσφαιρο. Το Σάββατο είδα τα καπνογόνα, περίμενα υπομονετικά ως την σέντρα, άντεξα το πρώτο επτάλεπτο μπάλας σε slow motion και μετά αποσύρθηκα στο γραφείο μου, σε ένα δικό μου ποδοσφαιρικό σύμπαν όπου οι Young Boys που διευθύνω στο Football Manager κατάφερναν να αποσπάσουν ισοπαλία από την (Πρωταθλήρια Ευρώπης την προηγούμενη σεζόν) Λίβερπουλ στους ομίλους του Champions League. Σηκωνόμουν μόνο για να δω τα γκολ. Όσα μέτρησαν κι όσα ακυρώθηκαν.

Όταν, βέβαια, σφύριξε ο φοβισμένος κ. Καλόπουλος το τριπλό σημάδι του ότι μπορούν πια οι εκσφενδονιστές κροτιδών να εισέλθουν στον αγωνιστικό χώρο για να καταφέρουν καμμιά κλωτσιά κι εκείνοι, δεν άντεξα να μη ρίξω κι εγώ τη ματιά μου στο «δυστύχημα» (με το οποίο πολύ εύστοχα παρομοιάζει ο Δημήτρης Θεοδωρόπουλος το ελληνικό ποδόσφαιρο στο υπέροχο κείμενό του στο OnSports.gr). Διάβασα αναλύσεις σε αθλητικά sites και blogs, απόλαυσα με σχετική ενοχή τον Πρόεδρο-φαινόμενο του Ολυμπιακού να δίνει ρεσιτάλ στο ρόλο του νταβατζή από μενίρ, έσπευσα να ψάξω τα πρωτοσέλιδα των «οπαδικών» εφημερίδων το επόμενο πρωί.

Δεν έχει νόημα να παραθέσω κι εγώ την άποψή μου για όσα έχουν ήδη καταπονήσει τα πληκτρολόγια των συναδέλφων και των απλών φιλάθλων την τελευταία εβδομάδα: για τους «στρατούς» των οπαδών, τους επαγγελματίες παράγοντες, τον πάντα σύμφωνο ΟΠΑΠ που υποτίθεται ότι δεν χρηματοδοτεί πια τον εμετό αυτό (αλλά που έχει γεμίσει τις φανέλες των ομάδων με προτροπή να κάνουν το... good.gr), τον παραλογισμό της φανατισμένης ρητορικής που βοηθάει στον χαβαλέ το γραφείου (πρωτοεπίπεδο χαβαλέ -το "βάλε το κόκκινο φουστάνι" που ακούστηκε με το που τέλειωσε το ματς, θα μπορούσε να είναι επιτυχημένο χιούμορ μόνο σε ένα φιλόξενο για την ευφυία περιβάλλον), αλλά που σταδιακά οδηγεί το κάζο προς τον «χαμένο» συνάδελφο σε αναμέτρηση α λα γουέστερν στη ρημαγμένη κουραδόπολη του ελληνικού ποδοσφαίρου, με τους γύπες να παραμονεύουν για το επόμενο ξεκοιλιασμένο πτώμα. Είναι πια μια συζήτηση που αφορά μόνο όσους συνεχίζουν να την κάνουν. Πώς η ελληνική τηλεόραση είναι εντελώς αυτοαναφορική και η μία εκπομπή απαντάει στην άλλη –χωρίς να έχουν οποιοδήποτε ενδιαφέρον να φέρουν στο μέσο τους νέο κοινό; Κάπως έτσι.

Αυτός που θέλει να συζητήσει για ποδόσφαιρο την τελευταία εβδομάδα, έχει να πει για το απίστευτο ματς της Ίντερ με την Μπάγερν –ακόμη και να μην ξέρει από μπάλα, δεν μπορεί να μην συγκινήθηκε από το θέαμα. Αυτός που θέλει να συζητήσει για «ποδόσφαιρο» με την έννοια που δίνουν στον όρο οι Έλληνες παράγοντες και οι ποτισμένοι με το ναρκωτικό του φανατισμού –ή οποιοδήποτε άλλο ναρκωτικό- βαστάζοι τους, ας το κάνει με τον επόμενο πρόθυμο να τον ακούσει. Και μετά ας βγάλουν τις σιδερογροθιές τους, να σπάσουν ο ένας το κεφάλι του άλλου. Σιγά σιγά, ο δυνατότερος θα σκοτώσει τον πιο αδύναμο, μετά τον επόμενο, μετά θα τον φάει κάποιος ακόμη δυνατότερος. Ευχής έργον θα είναι στο τέλος να μείνει μόνο ένας όρθιος. Και τότε, μόνος του, μην έχοντας πια με ποιον να τα βάλει, θα πάει ένα βράδυ ήρεμος να δει μια ταινία στο σινεμά, μια παράσταση στο θέατρο. Το «Ταξιδεύοντας με τον ΠΑΟΚ» ας πούμε...

19 Φεβ 2011

I will survive

Εδώ και λίγες μέρες έχω κολλήσει μ' αυτό:

Δεν έχω δει ποτέ τους Burger Project - φίλοι που εμπιστεύομαι λένε πως πρόκειται για την καλύτερη live μπάντα της Αθήνας (μαζί με τους Swinging Cats της Πέννυς Μπαλτατζή) - αλλά μου αρέσει ο ασεβέστατος τρόπος που κάνουν τις διασκευές τους. Δείχνει επίσης ότι ξέρουν από μουσική - ξέρουν πού να πατήσουν και ποιά ενορχήστρωση εξυπηρετεί τον εκάστοτε στόχο τους. Επίσης, ξέρουν ότι το mash-up, όπως και το λογοπαίγνιο, μπορεί να είναι το πιο φτηνό και κακόγουστο είδος χιούμορ, αν δεν το κάνεις καλά. Αν δηλαδή, δεν αξιοποιήσεις στο έπακρο όλα τα συστατικά με τα οποία διαλέγεις να παίξεις. Εν προκειμένω, το κάνουν υποδειγματικά. Το "I will survive" μπορεί όντως να είναι η κραυγή ελευθερίας του νεοέλληνα, ένα νέο κουτοπόνηρο "ελευθερία ή θάνατος". Ενώ το "Και σαν πρώτα ανδρειωμένη" θα μπορούσε κάλλιστα να ακούγεται στα γκέι μπαρ του πλανήτη, από το στόμα μιας ντραγκ Γκλόρια Γκέινορ.
Όσο για το μορικονικό twist στο δεύτερο μισό του κομματιού είναι απλώς σκέτη καύλα.
ΥΓ. Έχω μόνο σεβασμό για τον Σωτήρη Γκορίτσα, είναι ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ που ξέρει να πει μια ιστορία με εικόνες και οι ιστορίες που λέει είναι η καλύτερη ανατομία του σύγχρονου συγχυσμένου νεοέλληνα, με ένα πικρό υπόγειο χιούμορ που δεν συναντά κανείς συχνά.

18 Φεβ 2011

Adieu l' ami - UPDATED


Με τον ως άνω τίτλο, το περιοδικό Jazz&Τζαζ αποχαιρέτησε τον Κώστα Σπανό, τον άνθρωπο που άνοιξε στα τέλη του'70 το πρώτο τζαζ μπαρ της Ελλάδας, στην Αγία Γαλήνη - για να το μεταφέρει στις αρχές του '90 στην Δεξαμενή. Στην τελευταία σελίδα, ως επικήδειο, αναδημοσίευσαν ένα δικό μου κείμενο, από το τεύχος 70* (νομίζω το πρώτο κείμενο που έδωσα στο περιοδικό το 1998) - φαίνεται ότι οι νεκρολογίες θα με κυνηγούν για καιρό. Το αναδημοσιεύω κι εγώ με την σειρά μου, ως έναν ελάχιστο φόρο τιμής σ' αυτόν τον τρελόγερο:


"Ο Κώστας Σπανός είναι χωρίς αμφιβολία η πιο χαρακτηριστική jazz φυσιογνωμία της Αθήνας. Κάθε βράδυ, βρέξει-χιονίσει, κατά τις 9, ανηφορίζει στην Δεξαμενή, στο νο 4 της οδού Δεινοκράτους, όπου εδώ και δυόμισι χρόνια, το Jazz in Jazz, το πρώτο τζαζ μπαρ της Ελλάδας, συνεχίζει την πορεία που ξεκίνησε πριν από είκοσι ένα χρόνια στην Αγία Γαλήνη της Κρήτης. Καθισμένος πίσω από την μπάρα, πίνει, μιλά με τους πελάτες, σερβίρει στρέιτ ποτά, κυρίως όμως υλοποιεί το μεράκι του**.

Γιατί το Jazz in Jazz δεν μοιάζει με κανένα άλλο μπαρ της πόλης. Δεν παίζει σύγχρονη μουσική - το ρεπερτόριο ξεκινά από την δεκαετία του '20 και φτάνει το πολύ μέχρι το '50-΄60. Δεν σερβίρει φαντεζί κοκτέιλ - το πολύ μέχρι τζιν εντ τόνικ. Για την ακρίβεια, δεν σερβίρει τίποτε. Αν θέλετε ποτό, πρέπει να πάτε οι ίδιοι στο μπαρ να το ζητήσετε, όχι από τον μπάρμαν, αλλά από τον οικοδεσπότη. Γιατί εδώ δεν βρίσκεστε απλώς ε έναν ναό της τζαζ, αλλά στο "σπίτι" του Κώστα Σπανού. Το σπίτι που μοιράζεται με τους ήρωές του, τον Νίτσε, τον Ιησού Χριστό, τους πρωτοπόρους της τζαζ και με όσους θέλουν κάθε βράδυ να πιουν ένα ποτό μαζί του. "Και κανένας να μην ερχόταν, πάλι δικαιωμένος θα ήμουν, ότι μόνο εγώ ακούω τζαζ", λέει και τα μάτια του πετάνε σπίθες, φωτίζοντας ένα πρόσωπο σκαμμένο από ρυτίδες και κρυμμένο μέσα σε γένια, μακριά μαλλιά κι ένα μόνιμο καπέλλο.

Το τελευταίο είναι αναφορά στον ντράμερ του Preservation Hall της Νέας Ορλεάνης, που για να ευχαριστήσει πριν από τριάντα χρόνια τον νεαρό Έλληνα ναύτης που τον κερνούσε κάθε βράδυ κονιάκ και ούζα, του χάρισε το καπέλλο του.

Τι σημασία όμως έχουν όλα αυτά; Τι σημασία έχει να εξιστορήσει κανείς την ιστορία ενός ναύτη από το Καρπενήσι που έμαθε την τζαζ από το ραδιόφωνο και αποφάσισε να βρεθεί στην Νέα Ορλεάνη; έναν μακρυμάλλη ναύτη που οι συνάδελφοι στο καράβι φώναζαν "Χίπι", αλλά οι εργοδότες του θυμούνται ακόμη, καθώς έχουν φτιάξει βιβλιοθήκες από τα βιβλία που άφηνε στα πλοία; Έναν ναύτη που κατέβηκε κάποτε στην Κρήτη να επισκεφτεί τον τάφο του Καζαντζάκη (τον ένιωθε κοντά του, όπως κάθε άνθρωπο που εκτιμά το πνεύμα του Νίτσε) και έμεινε, αρχίζοντας εκεί μια ξεχωριστή τζαζ ιστορία;

Τι σημασία έχει να πει κανείς ότι το "Jazz in Jazz" είναι ένας χώρος μικρός, ζεστός και φιλικός, γεμάτος βιβλία, cd, κασέτες, μουσικά όργανα, φωτογραφίες, χιλιάδες αντικείμενα με ξεχωριστή ιστορία το καθένα; Τι νόημα έχει να πει κανείς ότι σ' αυτό το μπαρ θα ακούσει - από mini-disc (!) - την πιο ψαγμένη παλιά τζαζ - τόσο, που δεν χρειάζεται η υπόμνηση "no music requests", ποιος θα τολμούσε να αμφισβητήσει την αισθητική και τις γνώσεις του οικοδεσπότη;

Η ουσία δεν βρίσκεται στις ιστορίες που μπορεί να μάθει κανείς διαβάζοντας αυτές τις λέξεις, ούτε καν σ' εκείνες που θα ακούσει από το στόμα του ίδιου του Κώστα Σπανού. Η ουσία του "Jazz in Jazz" βρίσκεται στις ιστορίες που φτιάχνει ο καθένας από εμάς, όταν κάτσει με το ποτό του σε μια καρέκλα δίπλα στην τζαμαρία, κοιτώντας έξω στο δρόμο, ή εξετάζοντας τις κορνίζες από παλιά παραθυρόφυλλα και ακούγοντας ένα ακορντεόν από την Γαλλία του μεσοπολέμου σε ένα ζωηρό ερωτικό σουίνγκ".



*Το τεύχος 70 συνοδευόταν από ένα καταπληκτικό cd με τίτλο - και θέμα "Swing Classics", το οποίο περιλάμβανε, εκτός από τον απαραίτητο Έλινγκτον, κι ένα κομμάτι που έμελλε να παίξει μεγάλο ρόλο στην ζωή μου αργότερα. Το "Petite Fleur" του Σίντνεϊ Μπεσέ.

UPDATE: Όσο για το τρέχον τεύχος του Jazz&Τζαζ, αυτό κυκλοφορεί με cd Τσάρλι Πάρκερ. Εντελώς συμπτωματικά, τις ίδιες μέρες που βγήκε στα περίπτερα, ήρθε στα χέρια μου το αφιέρωμα του Τζο Λοβάνο στον Πάρκερ, στο οποίο διασκευάζει εμπνευσμένα σε αργό τέμπο το εμβληματικό Yardbird Suite. Α ναι, μπάσο στην μπάντα του Λοβάνο παίζει η Εσπεράντσα Σπόλντινγκ, η οποία κοσμούσε το εξώφυλλο του περασμένου τεύχους του J&Τ. (Κι αυτό είναι που λέμε "full circle")

**Αυτή είναι η πρώτη - και θέλω να πιστεύω η τελευταία - φορά που χρησιμοποίησα αυτήν την έκφραση. Ζητώ συγγνώμη.

17 Φεβ 2011

H Monika, ο Κωστής κι ένας φακός


Monika - Never

Το ταλέντο και οι διάφορες εκφράσεις του με εκπλήσσουν κάθε φορά. Λες και δεν ξέρω ότι ένας άνθρωπος που έστησε κάποτε κάτι μοναδικό είναι ικανός να σου χαρίσει άλλο ένα όποτε θελήσει -το πρόβλημα είναι ότι πολλές φορές δεν θέλει, θέλει να πουλήσει το ταλέντο του για τα αναθεματισμένα τα αργύρια. Τέλος πάντων, πάμε πίσω στην έκπληξη. Πόσο χάρηκα όταν είδα το νέο βίντεοκλίπ της Monika, για το "Never", που κυκλοφόρησε προχθές. Και πόσο ενθουσιάστηκα όταν διάβασα την ιστορία του: Ένας φακός που είχε στο αυτοκίνητό της, μια κάμερα που κρατούσε μαζί του ο σύντροφός της, ο Κωστής Μαραβέγιας, μια νύκτα, μια παραλία, λίγα πλάνα, σε κάποια από αυτά το Μονικάκι κάνει lip synching στους στίχους του "Never" και ιδού ένα αυτοσχέδιο, αλλά μπιτάτο, σκοτεινό, αλλά γεμάτο ζωή, απλό, αλλά τόσο εκφραστικό βίντεο. Το ανεβάζω σήμερα με αφορμή τις εμφανίσεις της Monika απόψε και αύριο το βράδυ στο Fuzz. Αν δεν την έχεις δει live (πράγμα μάλλον απίθανο, ειδικά αν είσαι θαμώνας στο "Πο Πο Culture!") να πας οπωσδήποτε. Γιατί αν στα βίντεοκλίπ έχει 70% ταλέντο και στη σύνθεση μουσικής έχει 85%, τότε στις ζωντανές εμφανίσεις έχει 100%...

16 Φεβ 2011

Μάλλον δεν θα δω την Μπαρτσελόνα απόψε...




Πάνω απ' όλα με κέρδισε το soundtrack των videos, βέβαια. Το "Horchata" των Vampire Weekend στο ταινιάκι της Μπρούκλιν Ντέκερ, για παράδειγμα. Πολύ περισσότερα θα βρεις εδώ.






Οι Mumford & Sons μου για φέτος;


The Civil Wars - Barton Hollow

Αν διαβάζεις αυτό εδώ το blog, τότε σίγουρα έχεις αναμετρηθεί κάποια στιγμή με την εμμονή που έπαθα πέρσι για τους Mumford & Sons. Και την ξεδιάντροπη διαφήμιση που έκανα στο ντεμπούτο άλμπουμ τους, το "Sigh No More". Χθες, το εν λόγω άλμπουμ κέρδισε το BRIT Award ως το καλλίτερο της χρονιάς που έφυγε. Ως εκ τούτου, το παρόν post, όπου σου παρουσιάζω τη νέα μου ανακάλυψη, τους Civil Wars, αποκτά ξαφνικά ιδιαίτερη σημασία...

14 Φεβ 2011

Υπάρχει Θεός - ή μάλλον Θεά

Εντάξει, δεν είναι να παίρνει κανείς και πολύ στα σοβαρά τα Γκράμι - έναν απαρχαιωμένο θεσμό που προσπαθεί με νύχια και με δόντια να αποδείξει ότι η αμερικανική μουσική βιομηχανία παραμένει ακμαία και σημαντική (και που ανακήρυξε άλμπουμ της χρονιάς το "έκλασε ο Σπρίνγκστιν και βγήκε αυτό" Suburbs) - αλλά η αλήθεια είναι ότι είναι ωραίο να ξυπνάς ένα πρωί και να βλέπεις ότι στα πιο mainstream μουσικά βραβεία του πλανήτη ο Τζάστιν Μπίμπερ έχασε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου καλλιτέχνη από την Εσπεράντσα Σπόλντινγκ, που στα 26 της είναι η νεότερη καθηγήτρια του φημισμένου Μπέρκλι, μια καταπληκτική μπασίστρια, μια συναρπαστική περφόρμερ, μια ιδιοφυής δημιουργός, ένα ταλέντο από αυτά που εμφανίζονται μια φορά σε κάθε γενιά - μια γνήσια διάδοχος του Χέρμπι Χάνκοκ ή του Στίβι Γουόντερ, ανάλογα με τα κέφια της (δεν είναι τυχαίο το ότι ο Πρινς έχει πάθει την πλάκα του μαζί της - όπως και ο Ομπάμα, άλλωστε). Κι έχει πλάκα γιατί, ακόμη κι αν στα χρόνια που έρχονται μας κάνουν κλύσμα τον Μπίμπερ ακόμη περισσότερο από ό,τι φέτος, ο εκνευριστικός πιτσιρικάς έχασε δια παντός την ευκαιρία να κερδίσει βραβείο "πρωτοεμφανιζόμενου". Όχι ότι η λατρεμένη μου Εσπεράντσα είναι "πρωτοεμφανιζόμενη". Το θαυμάσιο Chamber Music Society είναι το τρίτο της άλμπουμ, αλλά αυτό προφανώς δεν έχει σημασία για τους γκράμηδες - εκείνοι τώρα την ανακάλυψαν. Πάλι καλά.

Arcade Fire, Hilton και Delta Airlines

Φαντάζομαι τον Τσαρλς Κέλεϊ να ξεπερνάει το αρχικό του σοκ περίπου την στιγμή που η μπαγκέτα από το δεξί χέρι της Ρεζίν Σασάν άρχιζε να δίνει το ρυθμό για το "Ready To Start". Ακόμη δεν έχω αποφασίσει πώς θα γράφω το επίθετο της Ρεζίν στα ελληνικά. Ως τώρα το πήγαινα προς το Κασάν, αλλά το σκέτο "κ" είναι σίγουρα λάθος, οπότε τείνω προς το κάπως πιο σωστό Σασάν, για να μην γράχω Κγσασσάν που πλησιάζει ακόμη περισσότερο σε μια ορθή ηχητική γραφή -αλλά που και πάλι δεν καλύπτει απόλυτα αυτό που πιάνει το αυτί. Για τον Κέλεϊ, βέβαια, που για τα πρώτα δευτερόλεπτα μετά την προφορά της λέξης "Suburbs" από τα γερασμένα χείλη της Μπάρμπρα Στρέιζαντ έμεινε στήλη άλατος, αδυνατώντας να καταλάβει πώς η μπάντα του, οι Lady Antebellum, που είχαν σαρώσει τα βραβεία Γκράμι ως εκείνη την στιγμή, δεν κατάφεραν να πάρουν το τελευταίο και πιο σπουδαίο, ελάχιστη σημασία έχει το πώς προφέρεται το Σασάν. Όταν η κιθάρα του Γουίν Μπάτλερ έφτυσε τις πρώτες νότες του τραγουδιού που έκλεισε τη χθεσινή "μεγάλη βραδιά της μουσικής", το μυαλό της ψυχής των Lady Antebellum πρέπει να ταξίδευε ήδη στο πώς θα κατάφερνε να δέσει την πρωτοεπίπεδη κάντρι ποπ τους με το οργιαστικό indie rock που χυνόταν εκείνη την στιγμή από την σκηνή. Οι Arcade Fire είχαν κερδίσει το Γκράμι για το "καλλίτερο άλμπουμ" και ο Κέλεϊ ήξερε ότι από την επόμενη ημέρα όλος ο κόσμος θα έψαχνε να μάθει τη μουσική τους. Αν αυτή δεν ήταν η ιδανική μπάντα για μια "ψαγμένη" συνεργασία που θα έστελνε για άλλη μια φορά τους Lady Antebellum στην αγαπημένη τους θέση, στην κορυφή των charts, τότε ποια ήταν;

Είδα τη νίκη των Arcade Fire σήμερα το μεσημέρι. Δεν ξενύκτισα, δηλαδή, ως τις 7 το πρωί για να χαζέψω τα δεκάδες (εκατοντάδες;) Γκράμι που μοιράζονται κάθε χρόνο πριν ανακοινωθεί αυτό που έχει και την πιο μεγάλη σημασία. Είχα και να ξυπνήσω στις 8 το πρωί για να πάω να παίξω τένις (μην ρωτάς). Όταν πάτησα το "play" στο YouTube ήξερα ήδη ότι το "Suburbs" είχε κερδίσει το βραβείο του "Καλλίτερου Άλμπουμ της Χρονιάς" (που έφυγε). Κι όμως, ανατρίχιασα σαν να ήμουν παρών, σαν να είχα τιναχτεί στον αέρα από ένα από τα καθίσματα της πρώτης σειράς από κάτω τους. Ο Γουίν ακούμπησε το Γκράμι πάνω στην ενισχυτή, ψέλλισε μια τελευταία ευχαριστία, η Ρεζίν άρχισε να κτυπάει την μπαγκέτα, το σόου έφτασε στο τέλος του και αντί για το (εμετικό, όπως έγραφα κάποτε εδώ) "Need You Now", ακουγόταν το "Ready To Start". Αν αυτό δεν ήταν το ιδανικό φινάλε για την indie κοινότητα, τότε ποιο είναι;


Arcade Fire - Ready To Start (Live at the Grammys 2011)

Προσωπικά δεν έτρεφα καμμία αμφιβολία για το ποιο ήταν το σπουδαιότερο άλμπουμ τη χρονιά που πέρασε. Τού έβαλα πέντε αστεράκια εδώ, το ψήφισα στην κορυφή της λίστας μου για τα καλλίτερα του 2010 εδώ, αγωνιούσα για την τύχη του όσο καταμετρούσαμε τις ψήφους στην blogovision (εδώ) και κάθε τόσο φρόντιζα να θυμίζω στον ταλαίπωρο αναγνώστη του "Πο Πο Culture!" ποια θεωρώ την καλλίτερη μπάντα στον κόσμο σήμερα. Δεν αμφέβαλλα καν ότι το "The Suburbs" είναι ένας απ' αυτούς τους δίσκους που έχουν τη μαγική ικανότητα να ανοίξουν ένα "δύσκολο" άκουσμα σε ένα ευρύτερο κοινό. Αλλά απ' αυτό ως το να φτάσω να πιστεύω ότι θα κέρδιζε το πιο σπουδαίο Γκράμι κόντρα στους Lady Antebellum (ό,τι πιο "ασφαλές" ακούγεται στα ραδιόφωνα των Η.Π.Α. σήμερα...) και την αιώνια ερωμένη των φλας, Lady Gaga, ή τον Eminem και την Κέιτι Πέρι, η απόσταση ήταν τεράστια. Εξ άλλου, αυτό που εγώ θεωρούσα την πιο μεγάλη αξία του τρίτου άλμπουμ των Arcade Fire, πολλοί παλιοί τους φίλοι είχαν αρχίσει ήδη να την μεταφράζουν σε "ξεπούλημα". Και η σύνδεση των Καναδών με την "σκεπτόμενη" Αμερική του Ομπάμα, τούς έκανε στα μάτια άλλων να φαντάζουν ως οι νέοι U2 -μια "πολιτικώς ορθή" μπάντα σε βαθμό αηδίας που σύντομα θα ασχολιόταν περισσότερο με τις δήθεν φιλανθρωπικές δράσεις παρά μ' αυτό που ήξερε να κάνει καλά: να γράφει τραγούδια. Όσο καταλάγιαζε η ανατριχίλα του "Ready To Start" σ' εκείνο το βιντεάκι από το YouTube, εμφανίστηκε αρχικά μια σφήνα γεμάτη Hilton και στο καπάκι άλλη μια, αυτήν την φορά της Delta Airlines. Οι νότες των Arcade Fire έπεφταν ακόμη από πίσω σαν ανακουφιστική βροχή που καθάριζε την κόπρο της σύγχρονης ποπ. Ο Γουίν κοπανιόταν ακόμη επάνω στην σκηνή με το μεγαλύτερο χαμόγελο που τον έχω δει ποτέ να διαθέτει. Αλλά η οθόνη έδειχνε ένα αεροπλάνο της Delta. Αν αυτό δεν ήταν το πιο ειρωνικό φινάλε στο -μέχρι εκείνη την στιγμή- πιο όμορφο φινάλε, τότε ποιο ήταν;

12 Φεβ 2011

Elisabeth Kontomanou - με δικά της λόγια


Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΕΛΛΗΝΙΔΑ, αλλά δεν έχω επαφή με τις ελληνικές μου ρίζες. Εμεινα ορφανή και μεγάλωσα από θετούς γονείς. Ανυπομονώ όμως να έρθω στην Ελλάδα να συναντήσω τα ξαδέλφια και τους συγγενείς μου. Θα έρθουν όλοι να με ακούσουν. Μπορεί να μην έχω επαφή με την ελληνική μου καταγωγή, αλλά η αλήθεια είναι ότι η πρώτη μου επιρροή ήταν η Μαρία Κάλας. Ημουν 3 ετών όταν την είδα στην τηλεόραση και είχα καταγοητευτεί. Μου αρέσει επίσης πάρα πολύ το κλαρίνο. Το βρίσκω καταπληκτικό όργανο.

Η ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΤΗ ΣΑΡΑ ΒΟΝ και τη Νίνα Σιμόν με κολακεύει. Σημαίνει ότι έχω πετύχει τον στόχο μου. Αυτές οι τραγουδίστριες, όπως και η Μπίλι Χόλιντεϊ, την οποία αγαπώ ιδιαίτερα, είναι που έκαναν αυτή τη μουσική δημοφιλή. Εχω μάθει πολλά από αυτές.

ΞΕΚΙΝΗΣΑ ΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΩ επαγγελματικά με ένα ψέμα. Ημουν νέα, βαριόμουν, αλλά ήξερα τι θέλω να κάνω. Εβαλα μια αγγελία που έλεγε: «Επαγγελματίας τραγουδίστρια ψάχνει συγκρότημα». Δεν περίμενα να απαντήσει κανείς, αλλά με κάλεσαν και τα βρήκα με τη δεύτερη μπάντα που ανταποκρίθηκε. Το επόμενο Σαββατοκύριακο ήμουν στη σκηνή κι ένιωθα σαν να ήμουν πάντοτε εκεί. Ηταν φυσικό.

ΚΑΘΕ ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ. Συνήθως δεν ετοιμάζω λίστα με τα τραγούδια που θα πω και τη σειρά. Είναι μια συναισθηματική εμπειρία, που εξαρτάται από το πώς θα ανταποκριθεί το κοινό. Πολλές φορές εκπλήσσομαι κι εγώ η ίδια με τον εαυτό μου. Αυτό που κυρίως έμαθα μέσα από τη δουλειά μου είναι να εκφράζομαι, να αφήνω τα συναισθήματά μου να φανούν μέσα από το τραγούδι. Η ζωή δεν είναι πάντοτε εύκολη και το τραγούδι προσφέρει ψυχική εκτόνωση τόσο για μένα όσο και για το κοινό. Αν δεν υπήρχε ακροατήριο, η μουσική θα ήταν άδεια.

Η ΤΖΑΖ ΕΙΝΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ: από τους τέσσερις γιους μου, οι τρεις είναι μέλη της μπάντας μου - ο Ντόναλντ παίζει ντραμς, ο Γκούσταβ πιάνο και ο Τζόι κιθάρα. Μόνο ο μπασίστας μου δεν είναι μέλος της οικογένειας. Ο μικρότερος, ο Τέο, είναι 11 ετών. Ελπίζω να τον καταφέρω να τραγουδήσει. Ο πατέρας μου επίσης ήταν τζαζ μουσικός, έπαιζε σαξόφωνο. Ηρθε από τη Γουινέα στη Γαλλία στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και έφερε μαζί του τη μουσική του. Δεν είναι θέμα γονιδίων, είναι μια πνευματική κατάσταση, κάτι που έχεις μέσα σου που υπερβαίνει τα πάντα. Είναι τόσο απλό.

ΕΧΩ ΖΗΣΕΙ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ, τη Νέα Υόρκη και τώρα στη Στοκχόλμη. Μου αρέσει να ταξιδεύω, να ανακαλύπτω νέα μέρη, να φροντίζω την πνευματική μου καλλιέργεια. Η Νέα Υόρκη είναι το καλύτερο μέρος για έναν μουσικό της τζαζ, είναι εκεί όπου συμβαίνουν όλα. Αλλά στη Σουηδία είναι καλύτερα για έναν γονιό. Είναι μια χώρα στην οποία μπορείς να μεγαλώσεις μια οικογένεια. Αλλά ποιος ξέρει; Μπορεί να λατρέψω την Ελλάδα και να θελήσω να ζήσω στην Αθήνα.

9 Φεβ 2011

Geena Davis

Πάντα μού άρεσε που το Τζίνα το έγραφε Geena. Και το επώνυμο, Davis. Τόσο απλά. Θα περίμενα Davies.

Βρείτε μου αυτή η φωτογραφία!

Από την στιγμή που την είδα εδώ έχω φάει τα ίdeρνετς μπας και τη βρω σε μεγαλύτερη ανάλυση. Αλλά πουθενά... Ελεήστε τον πτωχό. Θέλω να γιορτάσω τα εικοστά γενέθλια του "Θέλμα και Λουίζ". Mε μια μεγάλη αφίσα στο γραφείο μου. Εικονοστάσι.

Ώρα να βάλουμε στο blogroll μας κι αυτό:

Το "Gentlemen's Guide" είναι ένα (ακόμη) blog παραγωγής Homo Ludens. Προς το παρόν σε εντελώς beta έκδοση, μη σου πω και delta. Αλλά θα πάρεις μια γεύση.

8 Φεβ 2011

Tanqueray, κόκες και πεπόνια. Στο Ejekt. Φέτος τον Ιούνιο.

Πρώτα ήταν ο ταρίφας μπαμπάς που λάτρευε την τζαζ και τον Σινάτρα. Έπειτα ήλθε το δωράκι - κιθάρα, οι σπουδές όπου άρχισε να ξερνάει το αστείρευτο ταλέντο της, οι εμφανίσεις στα θλιβερά μπαρ του βορειοανατολικού Λονδίνου, η κασέτα που ταξίδεψε σ' έναν κυνηγό ταλέντων χάρη στο γκόμενο που ευτυχώς δεν τη γούσταρε μόνο για τις πίπες της. Ακολούθησε η κόντρα των δισκογραφικών για την διεκδίκηση της εκκολαπτόμενης νέας Έτα Τζέιμς. Το "Frank" και η υποψηφιότητα για το βραβείο Mercury. Η περιοδεία με τους Dap Kings, την μπάντα της Σάρον Τζόουνς. Η διεθνής καταξίωση.

Και μετά χάθηκε η μπάλα. Κατάθλιψη, ποτά, ναρκωτικά, ανορεξία, μπουνίδια σε τοίχους, γκόμενους, αντιζήλους... Και μαζί το ζενίθ. Το "Back To Black" νομιμοποίησε τη χρήση ακόμη και των πιο θανατηφόρων ουσιών στην συγγραφή μαγικής μουσικής. Τόσο σπουδαίο άλμπουμ ήταν, τόσο απίστευτη καταγραφή της θολής χρονιάς που έζησε η Γουάινχάουζ μετά το "Frank", που δεν διστάζαμε κάποτε να την προτρέπουμε να ρουφήξει όλη την κόκα του κόσμου, προκειμένου να συνεχίζει να γράφει τέτοια αριστουργήματα. Τόσο σπουδαίο άλμπουμ ώστε αποτέλεσε και το πρώτο (κανονικό) post ετούτου εδώ του blog.

Η soul ξαναζεί στιγμές δόξας και γεμίζει στάδια. Και το προσωπικό σόου του ανθρώπου που την αναβίωσε πουλάει περισσότερο όταν προβάλει την αυτοκαταστροφική καρικατούρα του, παρά τη μουσική που την έκανε τόσο αναγνωρίσιμη. Σύντομα η μουσική η ίδια πουλάει επειδή η Γουάινχάουζ μπαινοβγαίνει στις κλινικές, δέρνεται, χωρίζει και τα ξαναφτιάχνει με τον τζάνκι γκόμενο, γίνεται η καραμέλα στο στόμα της κάθε νοικοκυράς που το πιο κοντινό που βρέθηκε ποτέ στη soul είναι η Γλυκερία.

Καθαρή πια ή και όχι, η Γουάινχάουζ ετοιμάζεται να παρουσιάσει νέα δουλειά φέτος και η τουρνέ της θα περάσει στις 22 του Ιουνίου από την Αθήνα και το Ejekt. Είτε τη μισείς για όλα τα παραπάνω, είτε τη λατρεύεις για το "Rehab" και το πώς ενέπνευσε τον Μαρκ Ρόνσον, λογικά δεν θα αντισταθείς να την δεις ζωντανά. Έστω για να προσπαθήσεις να καταλάβεις τι είναι αυτά τα πεπόνια που φύτρωσαν ξαφνικά κάτω από το λαιμό της (ή για να έχεις να λες στα εγγόνια σου ότι την είδες να σκοντάφτει και να πέφτει από τη σκηνή, όπως παραλίγο να γίνει πριν 3 βδομάδες στο Χεσίφι της Βραζιλίας).

7 Φεβ 2011

Ο φόβος μας φέρνει πιο κοντά


Μπορεί η Χρυσή Σφαίρα καλύτερης δραματικής σειράς να πήγε στο «Boardwalk Empire», το γκανγκστερικό δράμα εποχής με τον Στιβ Μπουσέμι, αλλά η πιο επιτυχημένη δραματική αμερικανική σειρά της σεζόν είναι μάλλον το «Walking Dead», που προσφέρει απλόχερα αίμα και βία, παρουσιάζοντας μια στρατιά αιμοσταγών ζόμπι να κατασπαράσσουν τα πάντα στο πέρασμά τους. Προϋπόθεση για να το απολαύσει κανείς αυτό το θέαμα είναι να αντέχει το αίμα και τη θέα της κατακρεουργημένης σάρκας, και κυρίως να απολαμβάνει τα αλλεπάλληλα «μπου», το αίσθημα του φόβου, κάτι που προφανώς έχουμε εμπεδώσει πια για τα καλά στη μαζική κουλτούρα. Εκπαιδευτήκαμε εδώ και μερικά χρόνια με τους βρικόλακες και τα βαμπίρ κάθε είδους και τώρα είμαστε έτοιμοι να περάσουμε στο επόμενο στάδιο. Δεν είναι τυχαίο ότι την ώρα που τα downloads του «Walking Dead» δίνουν και παίρνουν έσκασε στις αίθουσες και το «Let me in», το (απαραίτητο) αμερικανικό ριμέικ του σουηδικού βαμπιροδράματος «Ασε το κακό να μπει». Ο τίτλος θα μπορούσε να είναι το μότο της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας: εθισμένοι στην κουλτούρα του φόβου, τον αφήνουμε να εισβάλλει και να καθορίσει τον τρόπο ζωής μας. Ειδικά στην Ελλάδα, περάσαμε τις πιο τρομοκρατημένες γιορτές των τελευταίων δεκαετιών - «αν το 2010 σου φάνηκε δύσκολο, περίμενε να δεις το 2011» ήταν το πνεύμα στο οποίο κινήθηκε ο δημόσιος λόγος. Τέσσερις εβδομάδες μέσα στο 2011, διατελούμε σταθερά σε κλίμα ελεγχόμενου πανικού και καθησυχαστικού φόβου, με την πτώχευση, τα σκληρά μέτρα, το φάντασμα της δραχμής και την ανεργία να σκοτεινιάζουν τις μέρες μας - ακόμη και ο νόμος για το κάπνισμα απειλεί να επανέλθει κι αυτή τη φορά να εφαρμοστεί. Κι εκεί που πολλοί έβλεπαν ως λύση στην οικονομική δυσχέρεια τη μετανάστευση, ήρθε να τους τρομοκρατήσει η ίδια η Φύση, με τη μορφή θεομηνιών και ακραίων καιρικών φαινομένων: πλημμύρες στην Αυστραλία, καταστροφές στη Βραζιλία, φονικό ψύχος στην Ευρώπη, ούτε να μεταναστεύσει κάποιος δεν μπορεί.
Δεν είναι παράλογο δηλαδή που μέσα σε αυτό το κλίμα επέστρεψε σαν κερασάκι στην τούρτα ο φονικός ιός Η1Ν1 να εμπλουτίσει τον φόβο με μια δόση πανικού - και να θυμίσει στον κόσμο ότι υπάρχουν τόσα αδιάθετα και χρυσοπληρωμένα εμβόλια, είναι κρίμα να πάνε χαμένα. Την ίδια στιγμή, ένας άλλος φόβος έχει επανακάμψει δριμύτερος: αυτός του ηλεκτρονικού φακελώματος. Μπορεί πια το barcode και η μαγνητική ταινία να μην έχει πάνω της τον μπαμπούλα του «666», που κάποτε κατέβαζε στους δρόμους παπάδες και τσεμπεροφορούσες γριές, αλλά μια μερίδα πολιτών είναι πρόθυμη να ρισκάρει τα δικαιώματα του πολίτη, αρνούμενη την περίφημη κάρτα μέσα από την οποία θα περνούν όλες μας οι οικονομικές συναλλαγές. Το ενδιαφέρον είναι ότι όλοι αυτοί οι κατά φαντασίαν Τζούλιαν Ασάντζ, που πιστεύουν ότι στις ηλεκτρονικές πληροφορίες που ανταλλάσσουν κρύβονται στοιχεία που απειλούν κυβερνήσεις (όχι ότι οι κυβερνήσεις απειλήθηκαν από τα κουτσομπολιά που αποκάλυψε το WikiLeaks) είναι πρόθυμοι να ξεράσουν κάθε τους προσωπικό δεδομένο στο Facebook, προκειμένου να ξαναβρεθούν με τους παλιούς τους συμμαθητές και να φλερτάρουν στο μεγάλο παγκόσμιο ηλεκτρονικό νυφοπάζαρο. Αλλά κάπως έτσι, η ιστορία του Facebook έγινε η πιο ενδιαφέρουσα κινηματογραφική ιστορία της χρονιάς, όπως απέδειξε και το βραβείο που πήρε στις Χρυσές Σφαίρες.
(Δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος του εβδομαδιαίου "Big Fish", την κυριακή 23/1 - το αναδημοσιεύω επειδή κάτι συζητάνε για τον φόβο στο τουίτερ, και είπα να συμβάλλω με όποιον τρόπο μπορώ).

Ξαφνικά είσαι πάλι 12 ετών. Και σκας από ανυπομονησία.



(το να σου αρέσει και η Νάταλι Πόρτμαν κάνει την ανυπομονησία μεγαλύτερη)

5 Φεβ 2011

Πιο φωναχτά από ποτέ


Cold War Kids - Louder Than Ever

Στο τρίτο τους άλμπουμ ("Mine is Yours") οι πάντα εξαιρετικοί Καλιφορνέζοι αποφασίζουν να διεκδικήσουν τον θρόνο του σύγχρονου anthemικού arena rock από τους Kings Of Leon. Το "Louder Than Ever" είναι το ανεβαστικότερο τραγούδι ως τώρα στην καριέρα των Cold War Kids.

Χούλιγκαν - Θέατρο: 1-0

Όσο κι αν προσπαθώ να το κατανοήσω μου φαίνεται αδύνατον. Η είδηση "οργισμένοι οπαδοί του Ολυμπιακού επιτέθηκαν με μολότοφ και λοστούς στο Θέατρο Τέχνης" είναι ό,τι πιο εξωγήινα σουρεαλιστικό έχω ακούσει τελευταία - και έχω ακούσει πάρα πολλά. Ναι, είμαστε όλοι τσιτωμένοι τελευταία και ναι, υπάρχουν στιγμές που κυκλοφορείς στην πόλη και κόβεις την ένταση με το μαχαίρι. Σάββατο πρωί στα καφέ, π.χ. - και μιλάω από προσωπική πείρα - υπάρχουν άνθρωποι που παραγγέλνουν καπουτσίνο και είναι έτοιμοι να πλακώσουν τους σερβιτόρους στις σφαλιάρες. Αλλά χουλιγκάνοι στο θέατρο Τέχνης; Κάρολος Κουν; Στην Πλάκα; Επειδή το έργο λέγεται "Ταξιδεύοντας με τον ΠΑΟΚ, μια ιστορία του Σταθμού Λαρίσης"; Πόσο πιο νεάντερταλ μπορεί να είσαι δηλαδή;

Ξαφνικά, έρχονται στο μυαλό μου διάφορες παραστάσεις που έχω παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια που ευχόμουν να μπουκάρει κάποιος να τα κάνει λαμπόγυαλο στο όνομα της Τέχνης, αλλά δεν φανταζόμουν ποτέ ότι αυτό θα συμβεί σε έργο του Σταύρου Τσιώλη. Ο οποίος είναι ίσως ο πιο γοητευτικός συνομιλητής που είχα ποτέ την χαρά να γνωρίσω - του είχα κάνει μια συνέντευξη στο "Αθηναϊκόν", για το "Ας Περιμένουν οι γυναίκες" και ήθελα να μείνω για πάντα στο τραπεζάκι να τον ακούω να μιλάει. Παρεμπιπτόντως, το "Ας περιμένουν οι γυναίκες" παίζει να είναι η πιο σημαντική ελληνική κωμωδία των τελευταίων 25 ετών.



(Βέβαια, η αγαπημένη μου ταινία του Τσιώλη παραμένει το "Παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε" που έκανε με τον Χρήστο Βακαλόπουλο, αλλά αυτή η ταινία σηκώνει ξεχωριστό ποστ).

Ο Τσιώλης λατρεύει τον λαϊκό πολιτισμό. Ο τρόπος που χρησιμoποιεί τα σκυλάδικα, τα κλαρίνα, τα πανηγύρια, την κομματική κουλτούρα της Ελλάδας, το ποδόσφαιρο και τις συζητήσεις καφενείου στο έργο του είναι υποδειγματικός - κυρίως γιατί καταφέρνει με έναν σατανικό τρόπο να τα συνδέσει όλα αυτά με γνήσια συναισθήματα, να μην μείνει στις συμπεριφορές και την επιφάνεια. Δεν είναι επιθεωρησιακός ο Τσιώλης - όταν γράφει ένα θεατρικό με δύο Παοκτσούδες (η μία είναι η συμπάθειά μου, η Μυρτώ Αλικάκη, την άλλη δεν την ξέρω) κολλημένες στον Σταθμό Λαρίσης, κάτι θέλει να πει για τους ανθρώπους γύρω μας. Αλλά έκανε το λάθος να βάλει τη λέξη ΠΑΟΚ στον τίτλο. Θα έπρεπε να βάλουν απ' έξω κάτι τύπου "εμφανίζεται κι ένας γαύρος" (με τα χαρακτηριστικά του Αργύρη Μπακιρτζή).

Ζούμε μεγάλες στιγμές...
UPDATE: Όσο το σκέφτομαι, κι επειδή στα σχόλια υπάρχει μια αναφορά στους οπαδούς του ΠΑΟΚ, νομίζω ότι το περιστατικό (όταν περάσει ο θόρυβος και ηρεμήσουμε) θα μπορούσε να είναι μια από τις ιστορίες του Τσιώλη. Ειδικά οι οπαδοί του ΠΑΟΚ προσφέρουν δεκάδες τέτοιες ιστορίες. Η αγαπημένη μου είναι αυτή που τους θέλει να ταξιδεύουν με την ομάδα στη Γερμανία κι όταν βγαίνουν από το τρένο, σοκαρισμένοι από το ψύχος να φωνάζουν ομαδικά "Κρύο-γαμιέται-ημά-να-σου!". Η άλλη αγαπημένη μου είναι αυτή που τους θέλει να βγαίνουν να διαδηλώσουν έξω από την ΔΕΘ για την υπαγωγή του ΠΑΟΚ στο άρθρο 44, να πέφτουν πάνω σε αγρότες που διαδήλωναν επίσης και οι οποίοι τους πιάνουν στο φιλότιμο με αποτέλεσμα να ενώσουν τις φωνές τους και να δημιουργήσουν το σύνθημα "Αγρότη πεινάς/ Γαμιέται ο Πειραιάς". Η κωμωδία στα καλύτερά της.

4 Φεβ 2011

Twin Peaks, 1990...

Τις ήθελα και τις τρείς. Από την πρώτη στιγμή. Την Ντόνα Χέιγουορντ για γκόμενα. Την Όντρεϊ Χορν για φαντασίωση. Και την Σέλι Τζόνσον για ερωμένη. Η Σέριλιν Φεν, η Όντρεϊ του Twin Peaks (αριστερά), η πιο μεγάλη από όλες -κι ας έπαιζε την πιο μικρή τότε-, 46 ετών σήμερα, έγινε μετά η Έλενα του "Boxing Helena" και ξαναγύρισε στην τηλεόραση που τόσο αγαπούσε τα φοβερά της μάτια, αλλά σε σειρές που ούτε καν τις πήραμε είδηση.










Η Μέντχεν Άμικ, η Σέλι (δεξιά), δεν έφυγε ποτέ πιο πέρα από το γυαλί. Σε β' σειρές κι αυτή, αλλά ξαναγύρισε στον 2ο κύκλο του Gossip Girl και του Californication, πριν 2 χρόνια, γνήσια cougar σε ανάλογους ρόλους, στα 39 της. Η πιο όμορφη απ' όλες, η Λάρα Φλιν Μπόιλ, η Ντόνα της σειράς (κάτω) είχε και την πιο μικρή καριέρα. Αλλά παραμένει το ίδιο ποθητή με τότε... (UPDATE: ή και όχι. Χάρη στο Hellboy -δες στα σχόλια- ανακάλυψα ακόμη νεώτερες φωτογραφίες της από gossip περιοδικά. Οι πλαστικές τής έχουν πια καταστρέψει το πρόσωπο κι ας διατηρεί ακόμη την ίδια, κομψά λεπτή σιλουέτα).

Red Alert: Προσβολή της αισθητικής


Rihanna - S&M

Δες προσεκτικά το πιο πάνω βίντεοκλίπ. Αν αντέχεις, φυσικά. Τι σε ενοχλεί περισσότερο; Το μαλλί "Vileda, τώρα και σε κόκκινο"; Το σκηνικό με τις κλειστοφοβικές διαστάσεις και τους αλλόφρονες κλακαδόρους που θα ήταν το σπίτι της Μπάρμπι, αν η Μπάρμπι ήταν η Αλίκη (της Χώρας των Θαυμάτων); Το γουνάκι ρακούν και το φόρεμα από αποκόμματα εφημερίδων; Το ρομποτικό κούνημα των κεφαλιών της ομάδας των ρεπόρτερ; Η παρουσία του γλοιώδους υποκειμένου που ακούει στο ψευδώνυμο Πέρεζ Χίλτον (έστω και σε ρόλο κανίς); Τα ζαλιστικά, φλούο χρώματα που γεμίζουν την οθόνη σου, σαν ένας ποταμός εμετού που προκλήθηκε από υπερβολική κατανάλωση τσιχλόφουσκας Big Babol; Τα απαρχαιωμένα innuendos με την αργόσυρτη κατάποση μπανανών και την εκστατική φραουλοληχία;

Η Ριάνα συμβολίζει με κάθε βήμα στην καριέρα της όλο και περισσότερο την κενότητα του εγκεφάλου μιας ολόκληρης γενιάς που έχει μεγαλώσει με το People και το Us, το E! Entertainment, τους Καρντάσιαν και τις αδελφές Χίλτον. Από το "έλα, έλα" και το φαλλικό σύμβολο της Ομπρέλας της πρώτης της επιτυχίας, ως το λολίτικο "λα, λα, λα" της τελευταίας, η εκνευριστική της φωνή μεταφέρει με μονοσύλλαβα μπαλόνια, τον αέρα που είναι η μοναδική ουσία που γεμίζει την ποπ σήμερα. Αφού η ποπ έχει γίνει απλά άλλο ένα παρακλάδι του gossip σύμπαντος. Αυτό είναι πια ο πυρήνας: ένα άναρχο ξεκατίνιασμα σε μια ξεπεσμένη γειτονιά μιας φτωχής πόλης. Όποια διαθέτει το πιο ροζ σπίτι είναι η βασίλισσα, αλλά τα χρώματα με τα οποία το έβαψε είναι φτηνά, ξεθωριάζουν γρήγορα και κάποια άλλη διεκδικεί αμέσως τον τίτλο. Το πανέξυπνο marketing των εταιρειών πίσω από την Lady Gaga βρήκε το σύμπαν αυτό κομματάκι απροετοίμαστο και τώρα όλες οι Ριάνες αυτού του κόσμου τρέχουν ασθμαίνουσες πάνω στα δωδεκάποντά τους να το ξεπατικώσουν. Αλίμονο, το περιττό βάρος του σκύλου - Πέρεζ Χίλτον, τούς κόβει λίγο από τον ρυθμό.

Ό,τι και να σε ενοχλεί απ' όσα παράθεσα παραπάνω, σίγουρα δεν θα σε εκνευρίζει όσο το ίδιο το τραγούδι. Τρισάθλια, πρωτοεπίπεδη μουσική, για τα μη εξοικειωμένα αυτιά των οκτάχρονων -και όσων επιθυμούν μια πνευματική ζωή επιπέδου δημοτικού σχολείου. Αλλά το χειρότερο με το φαινόμενο της ροζ λοβοτομής δεν είναι οι εκφράσεις του στα απόνερα της gossip τέχνης. Είναι ο τρόπος που το αντιμετωπίζουν οι ιερεξεταστές της ξεπεσμένης εκείνης γειτονιάς. Το "S&M" απαγορεύθηκε, λέει, ήδη σε 11 χώρες και έπονται κι άλλες. Ενοχλούν τα λόγια του ρεφραίν του: "Cause I maybe be bad, but I'm perfectly good at it. Sex in the air, I don't care, I love the smell of it. Sticks and stones may break my bones, but chains and whips excite me." Γιατί υπάρχει μια λεπτή κόκκινη γραμμή ανάμεσα στην δευτεροσύνη της Ριάνα και της κάθε Ριάνα και στο παράδειγμα που επιτρέπεται να δίνει στα εκκολαπτόμενα ριανοπουτανάκια.

Καλώς θα έκαναν, βέβαια, να το απαγορεύσουν παντού. Όχι επειδή είναι ξεδιάντροπο, ανήθικο και προτρέπει τον κόσμο σε ανάρμοστες πράξεις. Αλλά, καθαρά για λόγους αισθητικής. (Επίσης: ποιος της έχει πει της γελοίας ότι της πάει όλο αυτό το κόκκινο λουκ που έχει υιοθετήσει;)

Κατηγορία: Διάσημος ήρωας, κουτσός-κουλός-τυφλός, σε αληθινή ιστορία (και ολίγον από Ινδία)


Όχι, ούτε η λατρεμένη μου Αν Χάθαγουεϊ και ο ιδρώτας της στο γυμναστήριο θα με πείσουν να παρακολουθήσω την απονομή των βραβείων Όσκαρ. Ελπίζω, βέβαια, ότι ο Mr. Arkadin θα θυμηθεί τον παλιό, καλό του εαυτό και θα μας χαρίσει μια twittero/blogοαναμετάδοση της βραδιάς. Αλλά δεν θα ξενυκτίσω για ένα θεσμό που δεν μού προσφέρει τίποτε. Κι ας διαθέτει πρόσθετο, "ελληνικό" ενδιαφέρον φέτος. Θα τα διαβάσω την επόμενη, με τον πρωινό μου καφέ, θα χαζέψω black tie και τουαλέτες (και θα σαρκάσω την παροιμιώδη ανικανότητα των μισών από τις περίφημες σταρ του Χόλιγουντ και των στυλιστών τους να διαλέξουν ένα φόρεμα που τούς ταιριάζει), θα πανηγυρίσω αν το σηκώσει ο Λάνθιμος (πιο πολύ γιατί δεν θα αντέξω μια ακόμη βράβευση του εκτρώματος που μάς σέρβιρε ο Ινιαρίτου) με σχόλια στο twitter και MSNικό κράξιμο στους φίλους μου που ακόμη δεν έχουν δει τον "Κυνόδοντα", κοντά ενάμιση χρόνο από τότε που τους πρωτοέπρηξα να το κάνουν.

Αλλά δεν θα χαλάσω τον ύπνο μου για να παρακολουθήσω την επιβράβευση ενός σινεμά που φτιάχνεται μόνο και μόνο για να κρατήσει στο τέλος ένα (ή και παραπάνω) μικρό αγαλματάκι φαλακρού ανδρός. Γιατί, κακά τα ψέμματα, αυτήν την στιγμή στις Η.Π.Α. επιδοτούνται και προωθούνται δύο είδη κινηματογράφου: Ένα που απευθύνεται στις απαίδευτες αμερικανικές μάζες και πουλάει εφέ ή χαζογκομενικές υστερίες για να πουλήσει εκατομμύρια εισιτήρια. Κι ένα που ακολουθεί συγκεκριμένες νόρμες και οδηγίες χρήσεως ώστε να διεκδικήσει μέσω των βραβείων Όσκαρ την εμπορική επιτυχία: Αληθινές (ψιλοεπικές) ιστορίες, με κάποιον "τσαλακωμένο" ήρωα (χαζό, κακάσχημο, τραυλό), που καταφέρνει να γυρίσει όλα τα εναντίον του δεδομένα υπέρ του και να επικρατήσει στο τέλος. Υπάρχει και το τρίτο είδος, το "ανεξάρτητο", αλλά εκεί δεν είναι σαν τη μουσική. Όταν 7 στα 10 indie rock άλμπουμ είναι από άξια λόγου μέχρι και αριστουργήματα, στον indie κινηματογράφο η αναλογία δεν φτάνει ούτε τη 1 στις 30 ταινίες... Αλλά πάμε πίσω στα Όσκαρ.

Και σε μερικά παραδείγματα που θα σε κάνουν να απαξιώσεις το θεσμό μια και καλή. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου να βλέπει σινεμά, το μοτίβο ήταν το ίδιο -περιορίζομαι στο Όσκαρ "Καλλίτερης Ταινίας":

- Το 1980 ήταν το "Ordinary People", το σκηνοθετικό ντεμπούτo του Ρόμπερντ Ρέντφορντ και όχι το απόλυτο αριστούργημα του Ντέιβιντ Λιντς ("Ο Άνθρωπος Ελέφαντας").
- Το 1981 ήταν οι "Δρόμοι της Φωτιάς". Αληθινή ιστορία, επική παρουσίαση. Αλλά σκέψου απλά ότι υποψήφια ήταν και η ταινία που σηματοδότησε ολόκληρη την δεκαετία του '80, οι "Κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού"...
- Το 1982 ήταν ο "Γκάντι". Διάσημος ήρωας, αληθινή ιστορία, επική παρουσίαση, εξωτικά τοπία.
- Το 1984 ήταν το "Αμαντέους". Κλασσική συνταγή. Διάσημος ήρωας, αληθινή ιστορία, επική παρουσίαση. Κι ας ήταν υποψήφιο το "Κραυγές στην σιωπή" την ίδια χρονιά. Τουλάχιστον δεν το πήρε το ακόμη πιο "οσκαρικό" (και πληκτικό) "Πέρασμα στην Ινδία".
- Το 1985 το "Πέρασμα στην Ινδία" βέβαια πήρε την εκδίκησή του. Το Όσκαρ καλλίτερης ταινίας πήγε στο "Πέρα από την Αφρική". Επική παρουσίαση, εξωτικά τοπία. Νομίζω ότι κάπου εκεί εξαντλήθηκε αυτή η συνταγή -στους τίτλους τουλάχιστον- κι ευτυχώς δεν μας προέκυψε ποτέ κανένα "Ταξίδι στην Άπω Ανατολή"...
- Αλλά τι λέω; Το 1987 ήλθε ο "Τελευταίος Αυτοκράτορας"... Διάσημος ήρωας, αληθινή ιστορία, επική παρουσίαση, εξωτικά τοπία.
- Μετά αλλάζουμε αγαπημένη κατηγορ;α και περνάμε στους "κουτσούς-κουλούς-τυφλούς": Το 1988 το Όσκαρ πήγε στον "Άνθρωπο της Βροχής".
- Το 1990 ήταν η χειρότερη ταινία όλων των εποχών: "Χορεύοντας με τους Λύκους". Θα προτιμούσα το "Goodfellas".
- Το 1991 αχνοφάνηκε μια ελπίδα, όταν η "Σιωπή των Αμνών" επικράτησε του "JFK" και του κινουμένου σχεδίου "Η Ωραία και το Τέρας". Αλλά ήταν απλά μια αχτιδούλα.
- Το 1992 ξεκινάει η σάγκα του "πιο-λοβοτομημένο-σινεμά-πεθαίνεις" Κλιντ Ίστγουντ με το "Unforgiven". Σιγά μην το έδιναν στο "Παιχνίδι των Λυγμών".
- Για τη "Λίστα του Σίντλερ" του 1993 τα σχόλια περιττεύουν. Διάσημος ήρωας, αληθινή ιστορία, επική παρουσίαση.
- Το 1994, την καλλίτερη ίσως χρονιά του αμερικανικού σινεμά τα τελευταία 30 χρόνια, το Όσκαρ πήγε στον "Φόρεστ Γκαμπ" (κατηγορία: κουτσοί-κουλοί-τυφλοί). Ούτε στο "Pulp Fiction", ούτε στην -κατά την ταπεινή μου άποψη- σπουδαιότερη ταινία όλων των εποχών, το "Τελευταία έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ".
- Το 1996, με τον "Αγγλο Ασθενή" επιστρέψαμε στις εποχές Αφρικής, Ινδίας και τελευταίου Αυτοκράτορα. Η αλήθεια είναι ότι ο ανταγωνισμός από το "Φάργκο", τον"Τζέρι ΜακΓκουάιρ", τα "Μυστικά και Ψέμματα" και το "Shine, o σολίστας" ήταν αστείος. Ζήτω η επική παρουσίαση και τα εξωτικά τοπία λοιπόν!
- Το 1997 ήταν ο "Τιτανικός" που -αν και εντελώς "οσκαρική" ταινία- βρισκόταν τόσο μπροστά από την εποχή του, που είμαστε υποχρεωμένοι να υποκλιθούμε όλοι.
- Το 1998 ήταν ο "Ερωτευμένος Σαίξπηρ". Την ίδια χρονιά υποψήφιο ήταν και το "Λεπτή Κόκκινη Γραμμή", η σπουδαιότερη στρατιωτική ταινία όλων των εποχών.
- Το 1999 ήταν το "American Beauty" και όχι το "Insider".
- To 2000 ήταν ο "Μονομάχος" και όχι το "Traffic".
- To 2003 ήταν το τρίτο μέρος του "Άρχοντα των Δακτυλιδιών"...
- Το 2004 ξανακτυπάει ο Ίστγουντ με το "Million Dollar Baby". Αλλά πια έχει χαθεί τόσο πολύ η μπάλα, που οι υπόλοιπες υποψηφιότητες είναι το "Aviator", το "Ray", το "ξεχασμένο" "Finding Neverland" και το "ανεξάρτητο" "Πλαγίως" -με τα δύο τελευταία να δείχνουν την φτώχεια στην παραγωγή.

Κάπου εκεί σταμάτησα να τα παρακολουθώ, απογοητευμένος. Όλες οι βραβευμένες ταινίες έκτοτε ήταν η μία χειρότερη από την άλλη: Από το εμετικής απιθανότητας "Slumdog Millionaire" και την χειρότερη ταινία που γύρισε ποτέ ο Σκορτσέζε, το "Departed", μέχρι την υπερκουλαμάρα του "Hurt Locker". Φέτος θα είναι ο "Λόγος του Βασιλιά". Που, εντάξει, δεν είναι και του πεταματού, αλλά είναι μια κλασσική "οσκαρική" ταινία. Η συγκεκριμένη, μάλιστα συνδυάζει τις δύο βασικές κατηγορίες: Διάσημος ήρωας, αληθινή ιστορία και κουτσός-κουλός-τυφλός (τραυλός ο συγκεκριμένος, ο καημένος ο Βασιλιάς). Τουλάχιστον αφήνει τα εξωτικά τοπία στην άκρη αν και θα μπορούσε, αφού στην Βρετανική Αυτοκρατορία που παραλαμβάνει ο Κόλιν Φερθ ανήκε τότε το ένα τρίτο του κόσμου (φυσικά και η Ινδία και το πέρασμά της). Ας πούμε ότι θα τού άξιζε το βραβείο που θεωρητικά χαρακτηρίζει την "καλλίτερη ταινία της χρονιάς" όντως, αλλά σε μια χρονιά που δεν θα είχε γεννήσει το πρωτοποριακό "Inception" και το αριστουργηματικό "Black Swan".

(Για την ιστορία, 4 ώρες πριν κλείσει η ψηφοφορία εδώ δίπλα, το 40% από εσάς ψηφίζει ότι θέλει να κερδίσει το βραβείο το "Black Swan", το 18% είναι υπέρ του "Social Network", το 16% υπέρ του "Λόγου του Βασιλιά", το 14% θέλει το "Inception" και το 9% μοιράζεται στις υπόλοιπες έξι).

Lisztomania!

Στις αρχές της δεκαετίας του '80 έβλεπα πολύ περισσότερη τηλεόραση απ' όση βλέπω τώρα. Κι ας υπήρχαν τότε μόνο δύο κανάλια. Εκ των οποίων το ένα λεγόταν Υ.ΕΝ.Ε.Δ. -και σήμαινε Υπηρεσία Ενημερώσεως Ενόπλων Δυνάμεων. Η αγαπημένη μου εκπομπή ήταν το παιδικό magazino "A-μπε-μπα-μπλομ" (μπορεί και να λεγόταν "Γύρω Γύρω Όλοι" -μιλάμε για ένα τέταρτο του αιώνα και βάλε πίσω, πού να θυμάμαι ονόματα;) με παρουσιάστρια μια νηπιαγωγό στο στυλ "η δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά" που εμένα πρέπει να μου προξενούσε τα πρώτα σεξουαλικά σκιρτήματα (αλλά ούτε κι αυτό το θυμάμαι με σιγουριά) και entertainer τον Γιάννη Ζουγανέλη, ο οποίος -με μπούκλες και μούσια τότε- άρπαζε την κιθάρα του και τραγουδούσε μαζί με τα νήπια - καλεσμένους της εκπομπής- το οργιαστικό "Γειά σας παιδιά" που έκλεινε το καθημερινό σόου και σήμαινε την ώρα που έπρεπε να πιω την πορτοκαλάδα μου συνοδεία μπισκότων Μιράντα. [Ηχητικό ντοκουμέντο: στο πρώτο και στο τελευταίο μισό λεπτό του βίντεο ακούγεται ο Γιάννης Ζουγανέλης και τα τραγουδάκια του από εκείνο το παιδικό. Η Ελεονώρα που καλεί να τραγουδήσει μαζί με τα υπόλοιπα παιδάκια φαντάζομαι ότι είναι η κόρη του...]

Μού άρεσε ακόμη να βλέπω τα ματς της Εθνικής, αφού είχα για ήρωες τον Νίκο τον Σαργκάνη και τον Θωμά τον Μαύρο, τον "Θησαυρό της Βαγίας", που βασιζόταν στο βιβλίο της Ζωρζ Σαρρή, το οποίο βέβαια δεν είχα λατρέψει όσο τη σειρά, και τα κινούμενα σχέδια "Νταρντακάν και οι τρεις σωματοφύλακες". Αλλά εκεί που πραγματικά ψάρωνα ήταν κάθε φορά που έδειχνε επεισόδιο της σειράς "Λιστ". Ήταν σε μια εντελώς άγνωστη γλώσσα (στα ουγγρικά, όπως πληροφορήθηκα αιώνες αργότερα) και σχεδόν όλοι και όλες οι ηθοποιοί ήταν ξανθοί. Επίσης, είχε μουσική, πολλή μουσική και κάποια στιγμή ακούστηκε και μια γνώριμη μελωδία, την οποίαν μπορούσα να αντιστοιχίσω με τα μοναδικά γαλλικά που ήξερα τότε: "Αλορζανφάν ντελά πατρίιιιιι....".

Δεν είμαι σίγουρος αν η στρεβλή μου μέχρι χθες πεποίθηση ότι την "Μασσαλιώτιδα" την είχε συνθέσει ο Φραντς Λιστ οφειλόταν σ' εκείνη την σειρά ή σε κάποιαν επιπόλαιη δασκάλα της μουσικής στο σχολείο -το σίγουρο είναι ότι είχα εντυπωσιαστεί τόσο από το εβδομαδιαίο τηλεοπτικό δράμα με τους ξανθούς ερωτύλους μαλλιάδες, ώστε ο συγκεκριμένος συνθέτης έγινε ένας από τους αγαπημένους μου, χωρίς να έχω ακούσει ούτε ένα έργο του.

Η σειρά εκείνη, ουγγρικής παραγωγής του 1982, σήμανε τελικά δύο πράγματα για τη μετέπειτα εξέλιξή μου στο ιδιόμορφο πλάσμα που είμαι σήμερα: α. Πάντα θα με συνέπαιρναν οι μαλλιάδες μουσικοί (μεγάλωσα χεβιμεταλλάς και ανδρώθηκα με το grunge) και γενικά η αντισυμβατική μουσική. β. Δεν θα δεχόμουν ποτέ πια κάτι με ενθουσιασμό, όσο σπουδαίο ποιοτικά κι αν ήταν, αν δεν συνοδευόταν κι απ' το ανάλογο πακέτο, με τους φιόγκους του, τα φανταχτερά του χρώματα, το άψογο φινίρισμα στις γωνίες.

Ο Λιστ ήταν στην ουσία ο πρώτος ροκ σταρ. Δεν ήταν μόνο το φιζίκ του (φτυστός ο Κομπέιν!). Δεν ήταν οι περιπέτειές του με τις γκόμενες, οι ορδές από γκρούπις που περίμεναν μια ακτίδα προσοχής μετά τα ρεσιτάλ του και μάζευαν τις γόπες από τα πούρα του για να τις κρύψουν στα ντεκολτέ τους. Δεν ήταν ούτε καν η ασυνήθιστη ζωή του, αφού είχε σπίτι στο Παρίσι, στο Μπαϊρόιτ, στο Λονδίνο, στη Βαϊμάρη, στη Ρώμη και στη Βουδαπέστη (εσφαλμένα, επίσης, θεωρείται Ούγγρος -είχε γεννηθεί στο Ντόμπορτζάν της σημερινής Ουγγαρίας, που τότε όμως λεγόταν Ράιντινγκ και ήταν κομμάτι της Αυστροουγγαρίας, από Γερμανόφωνους γονείς) -ένας πρώιμος πολίτης του κόσμου. Ήταν πάνω απ' όλα η εμφάνισή του στην σκηνή: Εκεί όπου έσπαγε τα πιάνα του από την ένταση, όπου ανέμιζε την ξανθή του κώμη σε κάθε βίαιο πάτημα των πλήκτρων, όπου ίδρωνε το white tie του από τη μανία με την οποία απέδιδε τη μουσική του -και τη μουσική των άλλων.

Γιατί εκεί, στα μέσα του 19ου αιώνα, ο Λιστ έφερε τρεις τεράστιες καινοτομίες στην τέχνη του, καινοτομίες που άλλαξαν τα πάντα με μιάς: Κατ' αρχάς έπαιζε και έργα άλλων. Ως τότε, οι μουσικές των μεγάλων συνθετών έτειναν να χάνονται μετά τον θάνατό τους. Ο Λιστ όμως τις έφερε στις παραστάσεις του και, κυρίως, μετέγγραψε τα σημαντικότερα έργα σε εκδοχές για ένα, δύο, τέσσερα πιάνα (το έκανε και με την "Μασσαλιώτιδα" και κάπου εκεί μπερδεύτηκα εγώ). Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε ακόμη ο φωνογράφος και στα σπίτια η μουσική που ακουγόταν ήταν αυτή που έπαιζε στο πιάνο το μέλος της οικογένειας που αναλάμβανε τον ρόλο του διασκεδαστή την εκάστοτε βραδιά. Οι πλούσιοι είχαν σάλα με τέσσερα πιάνα στις επαύλεις τους και οι παρτιτούρες του Λιστ τούς έφεραν πιο κοντά σε σπουδαίες συμφωνίες και άλλα έργα του περασμένου αιώνα, τα οποία αλλιώς δεν θα άκουγαν ποτέ...

Δεύτερον: Ο Λιστ εισήγαγε την έννοια της "παράστασης" στη μουσική. Ήταν ο πρώτος που έπαιξε ρεσιτάλ πιάνου, που έβαζε τον μουσικό και όχι το έργο στο επίκεντρο και που στην ουσία όρισε την έννοια της "συναυλίας" όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Μέχρι τότε, το να πας σε ένα κονσέρτο σήμαινε ότι πας για να ακούσεις τη μουσική. Από τότε άρχισες α πηγαίνεις για να κοπανηθείς κι εσύ με τον περφόρμερ. (Και οι γκρούπις για να τού πάρουν ένα τσιμπούκι).

Τρίτον: Με την επιβλητική του παρουσία και την εξαντλητική του δουλειά στην διδασκαλία των μαθητών του, μεγέθυνε στο έπακρο το ρόλο του δασκάλου της μουσικής. Οι επόμενες γενιές μουσικών δεν θα βασίζονταν πια μόνο στο ταλέντο τους και το "μουσικό αυτί" τους, αλλά θα δούλευαν εντατικά για να γίνουν βιρτουόζοι και να αποδίδουν στο μέγιστο τα έργα τους και τα έργα των προκατόχων τους. Ο Λιστ λάτρευε τον Παγκανίνι και τελικά κατάφερε να γεμίσει τον κόσμο με μπόλικους παγκανινοδειδείς περφόρμερ. Ο Ίνγκι Μάλμστιν είναι ένας μακρινός απόγονος των δυο τους (έτσι, για να συνδέσω κάπως αυτό το post με το χεβιμεταλλάδικό μου παρελθόν).

Και, φυσικά, ο Λιστ ήταν και σπουδαίος συνθέτης. Ήταν, όμως, τόσο πολυγραφότατος, ώστε δίπλα στα λίγα εξαιρετικά του έργα, να αφήσει και μπόλικα "σκουπίδια" -με αποτέλεσμα ο επόμενος αιώνας να τον θυμάται πιο πολύ ως "σπουδαίο πιανίστα", παρά ως συνθέτη μουσικής. Κι όμως: ο μεταρομαντισμός του, επηρρέασε πάρα πολύ τον Βάγκνερ (άσε που είχαν και συγγένεια, αφου ο Γερμανός, αν και συνομήλικος του Λιστ, παντρεύτηκε μια κόρη του) και τον Μπέλα Μπάρτοκ.

Φέτος συμπληρώνονται 200 χρόνια από τη γέννησή του και οι πάλαι ποτέ υπήκοοι της Αυστοουγγρικής Αυτοκρατορίας έχουν σκοπό να το γιορτάσουν. Ονομάζουν μάλιστα το όλο νταβαντούρι "Lisztomania", αναβιώνοντας έναν όρο του 1840, όταν οι Βερολινέζοι βαρούσαν μαλακίες ομαδικά, από τα ρεσιτάλ που είχε δώσει ο Λιστ στην πόλη τους. Πριν δύο χρόνια θα θυμάστε και το επικό τραγουδάκι με τον ίδιο τίτλο που μας παρουσίασαν οι Phoenix! Εμείς εδώ δεν προβλέπω να παραχωρήσουμε κάτι περισσότερο από ένα μονόστηλο σε δυο-τρεις "σοβαρές" εφημερίδες, αλλά έτσι και κάποιο κανάλι (της Βουλής, είναι το πιο πιθανό...) τολμήσει να παίξει εκείνη την ουγγρική εϊτίλα που χάζευα πιτσιρικάς, ορκίζομαι να ξανανοίξω το χαζοκούτι μου για κάτι άλλο εκτός από ματς Champions League!