31 Αυγ 2007

Είναι ωραίο να φτάνεις στο γραφείο και να σε περιμένει η Alicia Keys

Σε γενικές γραμμές, δεν τα πάω καλά με το r'n'b. Μου προκαλεί θανάσιμη πλήξη τόσο ο ήχος, όσο και η πόζα, όλο αυτό το δήθεν αισθησιακό με ξενερώνει. Κάνω όμως μια εξαίρεση για την Alicia Keys, που της έχω αδυναμία. Όταν λοιπόν άνοιξα το pc κι άνοιξα τα e-mail μου, κατασυγκινήθηκα που βρήκα νέα της, υπό μορφή mp3 - teaser. Η Alicia λοιπόν παραμένει κούκλα και διαθέτει ακόμα αυτή τη φωνή που μπορεί να αναδείξει και το πιο μέτριο τραγούδι. Και το No one δυστυχώς ανήκει σ' αυτήν την κατηγορία. Την πρώτη φορά που το άκουσα το βρήκα κάπως βαρετό, τη δεύτερη άρχισα να το ψιλοτραγουδάω, την τρίτη μου είχε κολλήσει. Αν το τραγουδούσε άλλη - καμιά beyonce, ας πούμε, δεν θα του είχα δώσει δεύτερη ευκαιρία. Έτσι κι αλλιώς, δεύτερο Falling αποκλείεται να βγάλει...

28 Αυγ 2007

Ξέφωτο ελπίδας

Η φωτογραφία τραβήχτηκε το Νοέμβριο του 2005 λίγο έξω από τις Πηγές Ταϋγέτου. Την τράβηξε η Μαρία. Χθες το βράδυ πήγαμε μαζί να υποδεχτούμε τον πατέρα της. Έκανε ακόμη αστεία. Κι ας είχε καεί το σπίτι του. Το σπίτι που μόλις είχε ολοκληρώσει στο χωριό του, σε μια σχεδόν ηρωική -ανεξήγητη με τα απλοϊκά δικά μας μέτρα και σταθμά- προσπάθεια να ξανασυνδεθεί με τις ρίζες του. Το σπίτι χάθηκε, αλλά εκείνος έκανε ακόμη αστεία. Προφανώς επειδή ξέρει ότι θα το ξαναχτίσει. Προφανώς επειδή ξέρει ότι λίγο πιο κάτω, τα πλατάνια αντιστάθηκαν. Τα πλατάνια της φωτογραφίας...

Depression pt. 2

Την κυρία Σοφία Μούτσου δεν την έχω δει ποτέ. Δεν ξέρω πώς είναι φυσιογνωμικά, δεν ξέρω ποιο κόμμα τη στήριξε στις δημοτικές εκλογές, δεν ξέρω αν είναι όντως καλή δήμαρχος. Ξέρω όμως ότι από τότε που άρχισαν να καίγονται τα Στύρα, την ακούω κατά διαστήματα να βγαίνει στο ραδιόφωνο και να κάνει εκκλήσεις για βοήθεια - πρέπει να είναι άυπνη εδώ και τέσσερις μέρες η γυναίκα. Ξέρω επίσης ότι τη στιγμή που όλοι οι πολιτικοί λένε πράγματα του τύπου "το μυαλό μας είναι με τις οικογένειες των θυμάτων" κ.ο.κ. εκείνη είναι η μοναδική πολιτικός που έχω ακούσει να χρησιμοποιεί τη φράση "δεν αντέχω τον πόνο των ανθρώπων γύρω μου". Φαντάζομαι ότι για κάποιον άλλον δεν σημαίνει κάτι αυτό, αλλά για κάποιο λόγο εμένα μου έχει μείνει. Όταν δε, την άκουσα προχθές να εξηγεί τι πρέπει να γίνει σε επίπεδο αντιπλημμυρικών έργων για να μην έρθουν τα χειρότερα, ένιωσα ότι αυτή τη γυναίκα τη θέλω για πρωθυπουργό μου.
Και τώρα ακούω ότι οι Στυραίοι τα έβαλαν μαζί της...

27 Αυγ 2007

Depression

Κανονικά, θα έκανα πλάκα με όλα αυτά. Με τα συλλαλητήρια, με τους θεατρινισμούς, με το concept "όλοι μαύρα και βουβή διαμαρτυρία". Με το concept "ασύμμετρη απειλή" (τι σόι ελληνικά είναι αυτά;). Με όλα. Αλλά δεν έχω όρεξη για πλάκα. Για την ακρίβεια δεν έχω όρεξη για τίποτα.
Είχα σχεδιάσει ένα ωραίο ρομαντικό ποστάκι για το τέλος του καλοκαιριού, με ανάλογες μουσικές, αλλά δεν μου βγαίνει. Ξύπνησα στις 6 το πρωί για να προλάβω να είμαι εγκαίρως στην Αθήνα. Πέρασα το τριήμερο στη Νεάπολη Λακωνίας - γύρω μας καιγόταν ο τόπος κι εμείς περιφερόμασταν σαν τους μαλάκες, περιμένοντας τη στιγμή που θα κλείσουν όλοι οι δρόμοι γύρω και θα αποκλειστούμε. Χθες το απόγευμα ο φίλος μου ο Γιώργος βάφτισε την κόρη του. Το βράδυ τρωγοπίναμε μέχρι σκασμού σε vintage ταβερνείο, εξοπλισμένο με κλασικό juke-box. Ανάμεσα στην ανθολογία κλασικού ελληνικού λαϊκού τραγουδιού (Μπιθικώτσης, Μοσχολιού κ.ο.κ.) μερικά "ροκάκια" σαρανταπεντάρια ξεχώριζαν σαν τη μύγα μες στο γάλα: rolling stones, beatles, zager&evans (ναι, το in the year 2525, σάμπως είχαν βγάλει κι άλλο;) και - τα ντα! - το "Fire" του Arthur Brown. Το βρήκα εξόχως ειρωνικό, και σκέφτηκα προς στιγμήν να το βάλω, να φρικάρουν λίγο οι θείες που χόρευαν νησιώτικα, αλλά - είπαμε - δεν είχα όρεξη.

19 Αυγ 2007

Δε μας χέζεις ρε Νταλάρα;

Επιτέλους, φτάνει η υπέροχη αυτή εποχή του χρόνου, το φθινόπωρο... Το φθινόπωρο, όπου ευδοκιμούν τα Ευρωμπάσκετ και οι Πρόωρες. Επιτέλους, η λατρεμένη φράση που από το στόμα του Τζίμη Πανούση πέρασε στα χείλη του καθενός μας κι έγινε λαϊκή αποστροφή προς κάθε τι σπασαρχίδικο, ξιπασμένο και παράλογα απαιτητικό, αποκτά πια την διπλή σημασία που από τις 18 του περασμένου μηνός το "Πο Πο Culture!" ήλπιζε πως θα αποκτήσει.

Το "δε μας χέζεις ρε Νταλάρα;" ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια της αναγωγής του "μαλάκας" σε "νταλάρας" και προσωποποιείται. Πλέον το "Νταλάρα" της φράσης μπορεί να σημαίνει όντως κάτι σε Νταλάρα. Αννα Νταλάρα, εν προκειμένω. Περιμένω να αποφασίσει ο Γιωργάκης Παπανδρέου σε ποια περιφέρεια της Αττικής θα την κατεβάσει τελικά, για να παραστώ σε μια ομιλία της και να το βροντοφωνάξω μόλις σιγήσουν οι ιαχές "Το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ, ενωμένο δυνατό".

Μέχρι τότε, αφήνω τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τον έτερο πρωταγωνιστή εκείνου του προφητικού ιουλιανού post να σας κάνει συντροφιά από ψηλά... Ναι, εκεί πάνω, τον ανακάλυψα κι εγώ ξαφνικά σήμερα ανάμεσα στις διαφημίσεις AdSense που αποδίδουν στο blog περίπου 3,23 δολάρια το μήνα (τουλάχιστον τα παίρνουμε από τους Μητσοτάκηδες!)

16 Αυγ 2007

30 χρόνια από τότε που ο Έλβις εγκατέλειψε το κτίριο...

Η αγαπημένη μου σκηνή από το Mystery Train του Τζάρμους είναι εκείνη με το ζευγάρι των γιαπωνέζων ροκαμπιλάδων, που κάνουν προσκύνημα στο Μέμφις, το λίκνο του ροκ εν ρολ, και τους εμφανίζεται το φάντασμα του Έλβις, τραγουδώντας την ωραιότερη εκτέλεση του Blue Moon που έχει ηχογραφηθεί ποτέ.

Είναι η δικαίωση της εμμονής τους, αυτό το εκτόπλασμα που διατηρεί αιώνια την νεανικότητα και τη δροσιά του νεαρού παιδοβούβαλου που μπήκε σε ένα στούντιο να κόψει ένα δίσκο-δώρο για τη μαμά του και άλλαξε την πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού.

Είναι η εικόνα του Έλβις που η δεοντολογία του ροκ μας επιβάλλει να έχουμε σε εκτίμηση: η πρώτη περίοδος, οι ηχογραφήσεις της Sun Records, ένας ωμός, ακατέργαστος ήχος, μια έκλυση ενέργειας χωρίς προηγούμενο. Η ροκ δεοντολογία μας διδάσκει να σνομπάρουμε την επόμενη φάση της καριέρας του, τις πιο "επαγγελματικές" ηχογραφήσεις στην RCA, τις χαζοταινίες με την Αν-Μάργκρετ, όλα όσα δάμασαν τον Έλβις και τον μετέτρεψαν στο πρώτο ποπ είδωλο. Όσο για την τελική φάση της καριέρας του, το come back, με τις λαμέ φόρμες, την παχυσαρκία και τις χορευτικές κινήσεις καράτε, γι' αυτήν η ροκ δεοντολογία έχει μόνο ειρωνεία και σαρκασμό.

Αλλά το θέμα με τη ροκ δεοντολογία είναι να ξέρεις πότε θα αποφασίσεις να την αγνοήσεις. Για μένα ήταν η στιγμή που διάβασα ένα κείμενο του Γκρέιλ Μάρκους, που είναι ένας από τους ανθρώπους που συνέταξαν τον κώδικα δεοντολογίας του ροκ εν ρολ. Είναι ένα κείμενο που έγραψε τον Αύγουστο του '77, όταν έμαθε το θάνατο του Έλβις. Το αναδημοσίευσε το 1983 το "Περιοδικό" που εξέδιδε ο Θανάσης Λάλας (και το οποίο τότε θύμιζε τα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής του, όπως την Οδό Πανός, δεν είχε ακόμα εξελιχθεί στην αντι-λάιφσταϊλ εκδοχή του, όπως θα συνέβαινε στα τέλη των '80s). Το ανακάλυψα σε ένα βιβλιοπωλείο στα Εξάρχεια (ή μήπως στο Παρά Πέντε;) κάποια στιγμή το καλοκαίρι του '92, όταν διάβαζα τον Λάλα στο Βήμα (και τον είχα ακόμα σε εκτίμηση) - και παραδόξως το βρήκα σήμερα. Έχει πλάκα αυτό: το 2007 αναδημοσιεύω ένα κείμενο του '77 που δημοσιεύτηκε το '83 σε ένα περιοδικό που διάβασα το '92. Αν με ενδιέφερε η αριθμολογία, θα ήμουν εκστατικός.

Εν πάση περιπτώσει...

Πίνοντας Jack Daniels (που "έρχεται γραμμή από το Τενεσί, όπως ο πρώτος μικρός δίσκος του Έλβις") στη μνήμη του εκλιπόντα, ο Μάρκους θυμάται τον Έλβις "όχι σαν άνθρωπο (...) αλλά σαν μια μορφή δύναμης, σαν (...) την αναγκαιότητα που υπάρχει σε κάθε κουλτούρα και που την οδηγεί να γεννήσει μια τέλεια μεταφορά του εαυτού της που ν' αγκαλιάζει τα πάντα". Στη συνέχεια το λέει πιο καθαρά: "Το πρόβλημα είναι ότι ο Έλβις δεν άλλαξε απλά την ιστορία της μουσικής (...) αλλά ότι (...) άλλαξε την ιστορία και, κάνοντας αυτό, έγινε ιστορία: έγινε ένα κομμάτι της και δέθηκε μαζί της. (...) Να γιατί, πραγματικά, ο θάνατός του δεν έχει κανένα νόημα. (...) Όπως ο θάνατος του Φράνκλιν Ρούσβελτ για μια άλλη γενιά, έτσι κι αυτός δεν είναι απλά θάνατος, αλλά ένας παράλογος θάνατος και μ' έναν κρίσιμο και τρομερό τρόπο μη πραγματικός. Όταν η ιστορία προσωποποιείται και το πρόσωπο πίσω απ' αυτήν την ιστορία πεθαίνει, τότε κι η ιστορία παύει πια να είναι πραγματική".


Από την αμπελοφιλοσοφία τον σώζει η γυναίκα του, που κατεβαίνει στο μπαρ του ξενοδοχείου (το ζευγάρι ήταν σε διακοπές, όταν έμαθε την είδηση): "μου είχε ζητήσει να μαγνητοφωνήσω το Long Black Limousine, από το μεγάλο δίσκο της επιστροφής του Έλβις το 1969 για το ταξίδι μας. (...) Είναι πολύ τραγούδι: η ιστορία μιας χωριατοπούλας που φεύγει για να πιάσει την καλή στην πόλη, πουλάει την ψυχή της και ξαναγυρίζει, όπως είχε υποσχεθεί με ένα φανταχτερό αυτοκίνητο - με μια νεκροφόρα. Ο Έλβις ποτέ δεν τραγούδησε με περισσότερο πάθος. Ήταν πικρός, και για ποιον άλλο δίσκο του Πρίσλεϋ μπορείς να πεις κάτι τέτοιο; Βέβαια, ο Έλβις δεν ήταν ηλίθιος - ήξερε ότι το τραγούδι ήταν γι' αυτόν, αλλά το τραγουδούσε σαν να του άρεσε αυτό και συγχρόνως να τον αηδίαζε".

...από αυτό το σημείο του κειμένου, άλλαξε δια παντός όποια γνώμη είχα μέχρι τότε για τον Έλβις. Ευτυχώς που δεν έχω Jack Daniels στο σπίτι.

15 Αυγ 2007

Django Holiday: Brazil

H περιπτερού μου ευχήθηκε "χρόνια πολλά". Της το ανταπέδωσα. Κι ας μην είναι η κανονική μου περιπτερού, γιατί εκείνη έχει κλείσει το μαγαζί και είναι σε κάποιο νησί - όπως το 75% των περιπτεράδων του λεκανοπεδίου. Χθες έκανα πέντε τηλέφωνα για να καταφέρω να παραγγείλω ένα γαμοσουβλάκι.

Αυτή είναι μάλλον η πιο νεκρή μέρα του χρόνου - θα περιμένω να περάσει, κι αύριο θα ξαναφύγω - με περιμένουν κάποιες παραλίες του Ιονίου. Πρώτη φορά φτάνω δεκαπενταύγουστο για να κάνω τα πρώτα κανονικά μου μπάνια.

Στο μεταξύ, λόγω των συνθηκών, έχω φανεί ασυνεπής στη δέσμευσή μου να ανεβάζω κομμάτια του Django Reinhardt κάθε σαββατοκύριακο. Ζητώ συγγνώμη. Ελπίζω να επανορθώσω, με αυτήν την υπέροχη εκτέλεση του Brazil - από τις τελευταίες του ηχογραφήσεις, τότε που χρησιμοποιούσε ηλεκτρική κιθάρα. Και ως δωράκι, να κι άλλη μια θαυμάσια εκτέλεση, που εφαρμόζει το "Μουσικό Αξίωμα #1". Χαλάρωσε κι απόλαυσε.

Carnet de voyage...

Όταν εξέφρασα τον προβληματισμό μου στη Σοφία, μου διάβασε ένα απόσπασμα του Houellebecq (με τον οποίο έχει κολλήσει επικίνδυνα, τελευταία), ο οποίος μιλά για την "κατάρα του τουρίστα, που δοσμένος στη φρενήρη αναζήτηση 'μη τουριστικών' περιοχών τις οποίες η παρουσία του και μόνο απαξιώνει, ωθείται έτσι όλο και μακρύτερα προς ένα στόχο, η πραγματοποίηση του οποίου χάνει σταδιακά το νόημά της. Αυτή η άπελπις κατάσταση, όμοια με του ανθρώπου που προσπαθεί να ξεφύγει από τη σκιά του, ήταν γνωστή στο χώρο της βιομηχανίας του τουρισμού: (...) με κοινωνιολογικούς όρους, τη χαρακτήριζαν παράδοξο του double bind".

Με άλλα λόγια, ποιος καταλαβαίνει καλύτερα τη Βαρκελώνη; Ο εικοσάχρονος που περιφέρεται μεθυσμένος στην πόλη, απολαμβάνοντας χαρούμενα κορίτσια, μουσικές και μπύρες του λίτρου, αγορασμένες από σούπερ μάρκετ; Οι οικογενειάρχες που καταβροχθίζουν παέγια από τα τουριστικά εστιατόρια (αυτά με τις φωτογραφίες των πιάτων απέξω και τις τιμές γραμμένες με τεράστια νούμερα); Εγώ, που νιώθω τον ψυχαναγκασμό να δω ό,τι έχει κάνει ο Gaudi και να επισκεφτώ το ίδρυμα Joan Miro; Κανένας μας, μάλλον. Ή μάλλον, όλοι από λίγο.

Χαίρομαι που δεν σνόμπαρα τις Ramblas - είναι ένας από τους ομορφότερους δρόμους στην Ευρώπη. Χαίρομαι που πήρα μαζί μου τα βιβλία του Μονταλμπάν (τι πιο τουριστικό θα μπορούσα να κάνω;). Χαίρομαι που βρέθηκα στην αγορά της boqueria, να τρώω tortilla στις 12 το μεσημέρι, πίνοντας cava (το τοπικό τους αφρώδες), δίπλα από τύπους που έτρωγαν καλαμαράκια πίνοντας μπύρα με λεμονάδα. Χαίρομαι που απογοητεύτηκα από τα "παραδοσιακά" tapas - η παράδοση είναι υπερεκτιμημένη έννοια. Kαι χαίρομαι που άκουσα τη συμβουλή της φίλης που μας έστειλε για φαγητό στο Crema Canela. Είναι ό,τι περιμένεις από ένα μαγαζί με τέτοιο όνομα, κι ακόμα περισσότερο.

Για το μόνο που μετάνοιωσα, είναι που δεν έκανα μπάνιο στη Μπαρσελονέτα - η δικαιολογία μου είναι ότι ξέχασα την πετσέτα μου, αλλά μάλλον είναι η γνωστή ελληνική καχυποψία για όποια θάλασσα δεν είναι Αιγαίο ή Ιόνιο.

Κατά τ' άλλα, κατά βάθος απολαμβάνω πάντα αυτό το κυνήγι με τη σκιά μου: τον ποδαρόδρομο, τα μουσεία, το φαγοπότι, τα "αυθεντικά" φαγάδικα, το να μαζεύω εικόνες που θα με βοηθήσουν να βγάλω τη χρονιά...

8 Αυγ 2007

Γιατί ο Φίλιππος Πλιάτσικας με εκνευρίζει τόσο πολύ;


Ο Φίλιππος Πλιάτσικας θέλει να σώσει τον κόσμο. Μου αφήνει αυτό το υπονοούμενο με το που μπαίνω στο site του: «Κάποιες φορές αισθάνεσαι ότι σε αφορούν όλα: ένα χτυπημένο μικρό παιδί από βόμβα στον Λίβανο που το ’χει η μητέρα του στην αγκαλιά της, τα δάση του Αμαζονίου που καταστρέφονται ανελέητα, οι άνθρωποι που μένουν δίπλα σου, ακόμα και οι ήχοι που βγάζει το γέλιο ή το κλάμα ενός μικρού παιδιού. Ο δίσκος ονομάστηκε “ΟΜΝΙΑ” που σημαίνει “ΟΛΑ”».

Τον αφορούν λοιπόν «όμνια». Ακόμη και η διάσωση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αλλιώς θα ονόμαζε τον νέο του προσωπικό δίσκο με το απλούστερο «Ολα» και θα βοηθούσε πολύ περισσότερο τον γραφίστα που έστησε το εξώφυλλο να του φτιάξει ένα ωραίο lettering, να σπάσει λίγο τη μονοτονία. Αλλά όχι. Ο Φίλιππος Πλιάτσικας είναι αντισυμβατικός. Και είναι δυνάμει επαναστάτης. Στο πρώτο τραγούδι του άλμπουμ το λέει ξεκάθαρα: «Αν θα μπορούσα τον κόσμο να άλλαζα...». Μόνο που κάτι τον κρατά και δεν τον αφήνει να αλλάξει τον κόσμο.

Να ’ναι άραγε αυτό το ίδιο βάρος, αυτά τα κρυφά δεσμά που δεν αφήνουν τη φωνή του να τραγουδήσει, τα μάτια του ν’ ανοίξουν, το βλέμμα του να κοιτάξει κατευθείαν τον φακό; Φέρε στον νου σου τις φωτογραφίες του Φίλιππου που έχεις χαζέψει στα περιοδικά και στις αφίσες. Και τώρα προσπάθησε να θυμηθείς σε πόσες από αυτές δεν αγναντεύει προβληματισμένος το άπειρο, σε πόσες ο νους του δεν ταξιδεύει μίλια μακριά από τον φωτογράφο - στο Νταρφούρ, στα θύματα των Ερυθρών Χμερ στην Καμπότζη ή στον εμφύλιο του Ανατολικού Τιμόρ. Θυμήσου πόσες φορές το τραγούδι του ξεφεύγει από τα μονοψήφια ντεσιμπέλ ενός βραχνού ψιθύρου και σε πόσες συναυλίες τον έχεις δει να τραγουδά χωρίς να κρατά κλειστά τα μάτια, δέσμια των «σκοτεινών» του εγνοιών...

Ο Φίλιππος Πλιάτσικας με εκνευρίζει αφάνταστα γιατί ακόμη και στα πιο απλά θέματα μιλά πιο αόριστα και από Κινέζο φιλόσοφο του 3ου αιώνα π.Χ. Οταν, για παράδειγμα, σε μια συνέντευξη τον ρωτούν τι θα άλλαζε στην Ελλάδα του σήμερα, αν θα μπορούσε να αλλάξει κάτι (προσοχή, στην Ελλάδα του σήμερα, όχι σε όλον τον κόσμο, όπως επιχειρεί με το πρώτο τραγούδι του νέου του άλμπουμ - βλέπε παραπάνω), εκείνος δεν θα πει «θα έβαζα κάδους για ανακύκλωση σε κάθε γειτονιά» ή κάτι σαν «θα καταπολεμούσα τη διαφθορά». Οχι, ο σκοπός του είναι ανώτερος. Και πιο αινιγματικός: «Επειδή είμαστε ένα παγκόσμιο χωριό, δεν μπορείς να αλλάξεις κάτι μόνο στην Ελλάδα ή μόνο στη Γερμανία ή στη Γαλλία (σ.σ.: η επιλογή των κρατών σε σχέση, για παράδειγμα, με το Σουδάν ή την Κολομβία είναι ένα ακόμη πλιατσίκειο παράδοξο). Πρέπει να αλλάξουν πράγματα παντού. Και εγώ θα ήθελα να αλλάξουν τα αυτονόητα, τα πρακτικά, τα καθημερινά. Αυτά που έχουν τεθεί υπό αμφισβήτηση. Αν τα δέντρα είναι πράσινα, αν η θάλασσα είναι γαλάζια, αν, όταν αγαπάει κάποιος κάποιον, τον αγαπάει όντως»...

Ο Φίλιππος Πλιάτσικας με εκνευρίζει προκλητικά, γιατί είναι κακός μουσικός (το δηλώνει και ο ίδιος ευθαρσώς στα αυτοβιογραφικά του μηνύματα, προφανώς για να έρθει ακόμη πιο κοντά προς τον «μέσο» ακροατή), γιατί δεν αντέχω άλλο μι μινόρε στις συνθέσεις του και γιατί, στο κάτω-κάτω, οι μεγάλες επιτυχίες του είναι είτε διασκευές είτε βασίζονται σε στίχους άλλων. Εχεις διαβάσει το «Μαραμπού» του Καββαδία που έλεγε: «Λένε για μένα οι ναυτικοί που ζήσαμε μαζί / πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο...». Ε, άλλαξε τους «ναυτικούς» με τις «όμορφες», το «κακοτράχαλο» με το «αδιόρθωτο», το «τομάρι» με το «ρεμάλι» και το «διεστραμμένο» με το «τελειωμένο» και έχεις ένα από τα αγαπημένα σου χιτ των Πυξ Λαξ.

Ο Φίλιππος Πλιάτσικας με εκνευρίζει απίστευτα, γιατί ακόμη και το τραγούδι-σύμβολο των James, το «Say something» (ναι, η αφορμή για το παρόν κείμενο δόθηκε στη συναυλία των Βρετανών προ δεκαημέρου στο Ολυμπιακό Στάδιο), δεν το "έκλεψε" με κομψό τρόπο -όπως, ας πούμε, είχε κάνει ο Μανόλης Φάμελλος παλιότερα μ’ ένα εξώφυλλο των Afghan Whigs-, αλλά με τον πιο χοντροκομμένο: το μετέτρεψε σε «Πες κάτι, πες κάτι, μίλα μου...», γνωρίζοντας πολύ καλά πως οι καταθλιπτικές έφηβες που αποτελούν το 80% του κοινού του δεν γνωρίζουν ούτε ποιοι είναι οι James ούτε καν πού πέφτει το Μάντσεστερ απ’ όπου μας έρχονται. Είμαι σίγουρος πως στο live της 18ης Ιουλίου υπήρχαν παιδάκια στο κοινό που εντυπωσιάστηκαν όταν ο Τιμ Μπουθ άνοιγε τη συναυλία διασκευάζοντας Πλιάτσικα...

Ο Φίλιππος Πλιάτσικας με εκνευρίζει ολοκληρωτικά, επειδή επιμένει να είναι ο μόνος μη μεταλάς μαλλιάς, όταν ακόμη και το έτερον ήμισυ του «έντεχνου προβληματισμού», ο Γιάννης Κότσιρας, τόλμησε επιτέλους να εναρμονίσει το λουκ του με το πνεύμα των ημερών. Δεν εννοώ τη μόδα, γιατί ο Πλιάτσικας είναι υπεράνω μόδας -είναι σαφές και από το ντύσιμό του-, αλλά τον καύσωνα. Πού πάει με τέτοια χαίτη μες στο κατακαλόκαιρο δεν μπορώ να καταλάβω. Οπως δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η μουσική του Πλιάτσικα (ή των Πυξ Λαξ, δεν θα τα χαλάσουμε εδώ) ταιριάζει τόσο στο Μέγαρο - και γιατί δεν είναι απλώς άλλο ένα έξυπνο promotion της δισκογραφικής του. Πιστεύεις και εσύ ότι είναι το δεύτερο, ε; Οτι ο Πλιάτσικας γίνεται σιγά-σιγά ο νέος Νταλάρας; Σε μια πιο ήπια, πιο σιωπηρή και άρα πιο επικίνδυνη βερσιόν; Αυτό ακριβώς. Ο Φίλιππος Πλιάτσικας με εξοργίζει, γιατί είναι η προσωποποίηση της μετριότητας που στη σημερινή Ελλάδα καθορίζει τα trends και θεοποιείται. Θεοποιείται, είπα; Μα, ο Πλιάτσικας είναι ήδη πάνω και από τον Θεό. Κάτι τέτοιο δεν υπονοούσε στο προηγούμενο άλμπουμ του όταν τραγουδούσε: «Γιατί εξατμίζομαι τη νύχτα / Γιατί γίνομαι καπνός / Τι δεν ξέρω, τι δεν είδα, τι να πω / Πού έχουν κρύψει την ελπίδα / Τι δεν έμαθε ο Θεός / Πώς μπορεί να μην το ξέρει ούτε αυτός»;

(Big Fish, 29.VII.07)

Αστερίες

Minnie Driver - Seastories
Κάπως έτσι ροκάρουν στο Χόλιγουντ

Ναι, αυτή η Μίνι Ντράιβερ είναι. Με τις ματάρες της, με τα μεγάλα της ρομάντζα και με τη μέτρια χολιγουντιανή καριέρα. Οχι, δεν το ’ριξε ξαφνικά στη σύνθεση, μπας και βρει τη δόξα αλλού. Μουσικός ήταν από πάντα. Και με τούτο εδώ, το δεύτερο άλμπουμ της, αποδεικνύει ότι είναι ικανή να γράψει χορταστική εναλλακτική κάντρι, να μετατρέψει τις επιρροές της από τον Σπρίνγκστιν και τον Νιλ Γιανγκ σε γόνιμα μελαγχολικές μπαλάντες και να χρησιμοποιήσει τις φωνητικές της χορδές a la maniere de Λέσι Φέιστ, σκαρώνοντας ένα συμπαθέστατο δισκάκι που γίνεται ακόμη πιο ωραίο αν φέρνεις στο μυαλό σου την εικόνα της!





The Smashing Pumpkins - «Zeitgeist»
Οταν ο Billy Corgan ανακάλυψε τον χεβμεταλά μέσα του

Ο Μπίλι αποφάσισε να παρατήσει κατά μέρος τους προσωπικούς του δαίμονες και να το γυρίσει στο πολιτικό σχόλιο (δες και το εξώφυλλο του «Zeitgeist»). Αυτό είχε τα εξής αποτελέσματα: α) να ξαναφτιάξει τους Smashing Pumpkins χωρίς τους υπόλοιπους… Smashing Pumpkins, β) να γίνει αφάνταστα βαρετός στιχουργικά, προσπαθώντας για πρώτη φορά στη ζωή του να γίνει κατανοητός, και γ) να γράψει έναν heavy metal δίσκο! Ακουσα το νέο του πόνημα με τεράστιο ενδιαφέρον και με σχετική (ένεκα ηλικίας) πώρωση, αλλά την ίδια ώρα δεν μπορούσα να ξεκολλήσω το μυαλό μου από τα αριστουργήματα των Pumpkins την περασμένη δεκαετία και να μη θρηνήσω για το χαμένο ταλέντο του κάποτε πιο αγαπημένου μου συνθέτη.





Maroon 5 - It Won't Be Soon Before Long
Ο καλλίτερος ποπ δίσκος της χρονιάς

Υποπτεύεσαι ότι κάτι περίεργο τρέχει απ’ το πρώτο κιόλας κομμάτι. Το «If I Never See Your Face Again» είναι ένα ποπίζον funk-soul κομμάτι που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει ερμηνεύσει ο Μάικλ Τζάκσον, ας πούμε, ή οι Bee Gees. Κι όμως, οι Maroon 5 το πιτσιλάνε με μια ροκ πινελιά και το κάνουν ν’ ακούγεται πιο σοφιστικέ. Το γκρουπ, που έγινε γνωστό με το σούπερ χιτ «This Love», εγκαταλείπει με τούτο εδώ το δεύτερο άλμπουμ τους όποιον ροκ περιορισμό είχε μέχρι τώρα και βάζει πλώρη να καθιερωθεί στην κορυφή της ποπ, παρέα με τον Τζάστιν Τίμπερλεϊκ που ξαφνικά φαίνεται να το επηρεάζει περισσότερο απ’ ό,τι οι Police παλιότερα. Με 12 τραγούδια -διαμαντάκια- οι Maroon 5 στήνουν ένα album - blockbuster, αλλά με τη δική τους ευδιάκριτη πια σφραγίδα και χωρίς καμία έκπτωση στη μελωδία και στο στιλ.



Bon Jovi - Lost Highway

Οταν από το πρώτο κιόλας τραγούδι του νέου άλμπουμ των Bon Jovi ακούς τον στίχο «Don’t know where I’m going, but I know where I’ve been», ξέρεις πολύ καλά ότι ολόκληρο το «Lost highway» θα είναι άλλο ένα θεσπέσιο δείγμα έλλειψης πρωτοτυπίας. Γιατί πόσες ακόμη εκδόσεις του «Ξέρω - δεν ξέρω πού πάω - πας - πάμε, αλλά ξέρω - δεν ξέρω πού πήγα - πήγες - πήγαμε» μπορείς να ακούσεις από το στόμα του χαριτόβρυτου κ. Τζον Μπον Τζόβι χωρίς να αναφωνήσεις «έλεος!»;

Προφανώς όμως τις ίδιες σκέψεις με εμένα δεν συμμερίζεται η πλειονότητα των Αμερικανών καταναλωτών μουσικής, που εκτόξευσε -είκοσι χρόνια μετά την τελευταία του μεγάλη επιτυχία- το νέο πόνημα του 45άρη πια Νιουτζερσεϊέζου στην κορυφή των charts, επικυρώνοντας με τον καλύτερο τρόπο το φαινόμενο «χρονομηχανή της ποπ κουλτούρας», που κάνει όλο και πιο έντονη την παρουσία του τον τελευταίο καιρό. Η μόνη λογική εξήγηση που μπορώ να δώσω είναι ότι με τον -αναπόφευκτο- θάνατο του άλμπουμ στην εποχή του mp3, τέτοια φαινόμενα θα παρατηρούνται όλο και πιο συχνά, αν συνεχίζουμε να ασχολούμαστε με τις κυκλοφορίες ολοκληρωμένων δουλειών και όχι απλώς μεμονωμένων τραγουδιών. Κοινώς, το ποιος πουλάει πολύ στα album charts καλό θα ήταν να πάψει να σημαίνει οτιδήποτε. Διότι πολύ απλά οι πωλήσεις πια είναι αστείες σε σχέση με αυτό που ήταν πριν από δέκα χρόνια - και σε σχέση με αυτό που πουλιέται μέσω Ιντερνετ. Συνεπώς ακόμη και μια κουρασμένη μάζα 40άρηδων που θυμήθηκαν την εφηβεία τους και είπαν να συμπληρώσουν τη δισκοθήκη τους με την ανέμπνευστη συνέχεια της pop metal νιότης του Τζόνι μπορούν να «φτιάξουν» trend, στέλνοντας ένα βαρετό άλμπουμ στην κορυφή. Τώρα, αν αποφάσιζαν επιτέλους οι Bon Jovi να περάσουν από τα λημέρια μας για καμιά συναυλία, αυτό το κείμενο θα είχε εντελώς διαφορετικό ύφος…

Αγάπη μου, γέμισα άμμο τον Philippe Starck!

«Οι ψαγμένοι κοσμοπολίτες ταξιδιώτες απαιτούν ντιζάιν που κόβει την ανάσα, πολυτελή σπα, προσωπικές πισίνες με τζακούζι, μαθήματα γιόγκα στο ηλιοβασίλεμα, τα πιο trendy cocktails στο pool bar και φυσικά τις γκουρμέ εμπνεύσεις των σπουδαιότερων σεφ της nouvelle cuisine σ’ ένα εστιατόριο που ούτε και ο κατάλογος Μισλέν δεν έχει αρκετά αστέρια για να του χαρίσει. Και όλα αυτά μπορούν να τα βρουν στο παραδεισένιο "Hotel Zouzouni", έξι χιλιόμετρα έξω απ’ τα Καμένα Βούρλα».


Την ίδια ώρα που τέτοια δημοσιεύματα ξεφυτρώνουν όλο και περισσότερο στα lifestyle περιοδικά, ένα ενθουσιασμένο πλήθος παραθεριστών προσπαθεί να βολέψει την κυτταρίτιδά του σε μια ξαπλώστρα πισίνας Philippe Starck, να ανακαλύψει πού ακριβώς στο δωμάτιό του βρίσκεται -και με ποιο μαγικό κουμπί του universal control ανοίγει- το εντοιχισμένο mini bar της «Porsche Design» και να χορτάσει με τη μία μπουκιά φασιανού πατέ με γέμιση από φάβα φράουλας που του σερβίρει ο διακεκριμένος Γάλλος σεφ Ντε Φασολάντ. Ή μήπως δεν είναι ακριβώς έτσι; Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι κάποια στιγμή στη ζωή σου θα θελήσεις να ικανοποιήσεις την ξιπασιά σου σ’ ένα τόσο δήθεν ξενοδοχείο, σίγουρα αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θα σκεφτείς για τις καλοκαιρινές σου διακοπές (εκτός κι αν είσαι εμίρης απ’ το Ντουμπάι, κληρονόμος εφοπλιστή ή φιναλίστ καλλιστείων με επώνυμο «χορηγό»). Γιατί το καλοκαίρι θες απλά να ξεκουραστείς, να λερώσεις με τα αλάτια και τον ιδρώτα σου σκεπάσματα, πετσέτες, ξαπλώστρες και καρέκλες, να φας χορταστικά ντόπια φαγητά και όχι να γίνεις θύμα των εμμονών ενός παντελώς άγνωστου interior designer που πούλησε τα σχέδια που του απέρριψαν για ένα μπουτίκ ξενοδοχείο στο Ρέικιαβικ σ’ έναν παπατζή ξενοδόχο στη Μύκονο που ανακάλυψε έναν υπέροχο τρόπο για να υπερτιμήσει ακόμη περισσότερο τις ανύπαρκτες υπηρεσίες που σου προσφέρει.

(Big Fish, 29.VII.07)

Gaudi Afternoon*

Εδώ και λίγες μέρες ακούω καταλανική τζαζ, ελπίζοντας να πετύχω καμιά καλή μπάντα να παίζει, μετά το προσκύνημα στη Sagrada Familia (έχω ένα τάμα...). Ελπίζω επίσης να πέσω πάνω στη Scarlett και τον Woody, αλλά αυτό είναι μάλλον απίθανο. Εν πάση περιπτώσει, από αύριο θα απολαμβάνω αυτό που για μένα είναι το πρώτο βήμα προς την ξεκούραση - να βρίσκομαι ξαφνικά σε έναν τόπο που δεν θυμίζει τα μέρη που κυκλοφορώ και που δεν θα ακούω καν ελληνικά. Όταν θα έχω ηρεμήσει, θα νιώθω πια ασφαλής να επιστρέψω και να μπορέσω να απολαύσω όσο ελληνικό καλοκαίρι μου αναλογεί.

Για μερικές μέρες πάντως, κι ενώ εγώ θα σουλατσάρω στη Barceloneta, ελπίζω πως o Homo Ludens θα ξαναπάρει επιτέλους πίσω τα ηνία του blog που εκείνος δημιούργησε, και θα γράφει ανενόχλητος για τα πράγματα που λατρεύει: για σερφ, για χέβι μέταλ, για βυζιά και μπύρες...

*Tο φτηνό λογοπαίγνιο του τίτλου είναι κλεμμένο από μια μικρή πολύ μικρή ταινιούλα, ανεξάρτητη αμερικανική κομεντί, που είχα πετύχει κάποια στιγμή στο Filmnet. Χαριτωμένη - κυρίως γιατί έπαιζε η Marcia Gay Harden, στο ρόλο ενός τρανσέξουαλ.

7 Αυγ 2007

Το 14χρονο αγοράκι μέσα μου είναι ενθουσιασμένο...

Από τη στιγμή που πρωτοείδα αυτή τη φωτογραφία του Robert Downey Jr. στο ρόλο του Τόνυ Σταρκ, ενώ ετοιμάζεται να υιοθετήσει την ταυτότητα του Iron Man, κατουρήθηκα πάνω μου από προσδοκία - όπως υποθέτω και κάθε αγοράκι που μεγάλωσε διαβάζοντας Marvel Comics (ακολουθεί flash-back σε 100 λέξεις). Νόμιζα ότι είχα βάλει για ύπνο αυτό το αγοράκι εδώ και δεκαπέντε χρόνια περίπου, αλλά το ξύπνησαν όλες αυτές οι ταινίες με σούπερ ήρωες που βγαίνουν κάθε τρεις μήνες στις αίθουσες. Δεν είναι τυχαίο ότι τις ταινίες των X-men τις είδα με τον κολλητό μου από το σχολείο, που καθόμασταν στο ίδιο θρανίο για έξι χρόνια - όταν είδα την ταινία, ένιωθα σαν να βλέπω τους παλιούς μου συμμαθητές. Για να μην αναφέρω το ότι στην τελευταία σκηνή του Spider Man 2, τη στιγμή που η Μαίρη-Τζέιν λέει στον Πίτερ "go get them, tiger", βούρκωσα κανονικότατα - και γίνω τελείως ρεζίλι (πολύ αργά).

Flash-Back! (σε είχα προειδοποιήσει...) Γεννήθηκα το 1975, κι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, λατρεύω τα κόμιξ (έτσι τα γράφω εγώ). Έμαθα να διαβάζω μόνος μου, όταν ήμουν τεσσάρων, για να μπορώ ανενόχλητος να διαβάζω τα Λούκι Λουκ και τα Σεραφίνο που βαριόντουσαν να μου διαβάζουν οι μεγάλοι. Στην τρίτη δημοτικού έπεσε στα χέρια μου το πρώτο τεύχος του "ΣΠΑΪΝΤΕΡ-ΜΑΝ", των εκδόσεων Καμπανά: μικρό σχήμα, ασπρόμαυρο, κυκλοφορούσε κάθε Τρίτη και περιλάμβανε τρεις ιστορίες - μια του Spider-Man και δύο εναλλάξ των άλλων ηρώων του Marvel Universe (Hulk, Daredevil, Avengers, Captain America, Iron Man). H συχνότητα κυκλοφορίας δεν είναι χωρίς σημασία: δεδομένου ότι οι πρωτότυπες ιστορίες κυκλοφορούσαν στην Αμερική κάθε μήνα, εμείς είχαμε τη δυνατότητα στις 52 εβδομάδες του χρόνου να καλύψουμε περίπου 4 χρόνια αμερικανικής έκδοσης - που ισοδυναμεί με εντατικά μαθήματα μαζικής κουλτούρας. Τα καλοκαίρια δε, έβρισκα τις παλιότερες εκδόσεις του Καμπανά από τα '70s (μεγάλο σχήμα, άλλοι ήρωες και κυρίως, τα σκίτσα του παμμέγιστου Jack Kirby). Όταν πήγα στο γυμνάσιο, η πιο φιλόδοξη Μαμούθ Comix είχε πάρει τα δικαιώματα των Χ-Men και των Fantastic Four (επέλεξαν να ξεκινήσουν από την αρχή, δημοσιεύοντας τις ιστορίες του Stan Lee και του Jack Kirby, πράγμα για το οποίο θα τους είμαι αιώνια ευγνώμων) - ανεβάζοντας τον πήχυ, σε επίπεδο μετάφρασης, λέτερινγκ, επιμέλειας έκδοσης. Στο μεταξύ κι εγώ είχα αρχίσει να διαβάζω τα πρωτότυπα κόμιξ, κάνοντας πλούσιο τον βιβλιοπώλη της γειτονιάς μου, που αναγκάστηκε να ξεκινήσει συνεργασία με το πρακτορείο ξένου τύπου. Αργότερα, πέρασα στη Βαβέλ και τα "ενήλικα" κόμιξ, μάζεψα τα Marvel σε μια κούτα και τα ξέχασα μέχρι το πρόσφατο κύμα ταινιών που μου τα θύμισε. Τώρα, έχω ξανακολλήσει, κι έχω γίνει πελάτης του Comicworld, στο Χαλάνδρι, που φροντίζει να μου φέρνει τόμους με αυτά που διάβαζα μικρός.

Από όλους αυτούς τους ήρωες, οι αγαπημένοι μου ήταν ασφαλώς ο Spider-Man, οι X-Men, οι Fantastic Four (note to self: χρωστάω ένα κείμενο που να τους παραλληλίζει με τους Beatles), ακόμα και ο Captain America. O Iron Man, πάλι, δεν με συγκίνησε ποτέ ιδιαίτερα. Κι όμως, πρόκειται για έναν πολύ ενδιαφέροντα χαρακτήρα. Στο πρότυπο του Bruce Wayne-Batman, ο Τόνυ Σταρκ είναι ένας ζάπλουτος επιχειρηματίας-playboy (ακόμα και μουστάκι είχε, χε!), γεγονός που εξηγεί πού βρίσκει τα χρήματα για να φτιάχνει όλα αυτά τα εξαρτήματα. Είναι επίσης μια διάνοια σε ό,τι έχει να κάνει με ηλεκτρονικά συστήματα, πράγμα πολύ βολικό αν θέλεις να πολεμήσεις το έγκλημα, φτιάχνοντας τα δικά σου όπλα. Αυτό όμως που τον κάνει ενδιαφέροντα, είναι το ότι πρόκειται για έναν σκοτεινό χαρακτήρα: αλκοολικός, γυναικάς, με αδύναμη καρδιά, εμπνεύστηκε την πανοπλία του Iron Man όταν τραυματίστηκε στον Πόλεμο της Κορέας (είναι και αντικομμουνιστής, φυσικά!). Για να προστατέψει την καρδιά του από το θραύσμα που την απειλεί, έφτιαξε έναν θώρακα που ...την προστατεύει (φυσικά δεν υπάρχει επιστημονική ακρίβεια σε οτιδήποτε από αυτά, οπότε δεν τα αναπαραγάγω - όχι ότι τα θυμάμαι κιόλας). Γύρω από αυτόν τον θώρακα χτίστηκε η υπόλοιπη πανοπλία του Iron Man, που δημιουργήθηκε για να πολεμήσει τα κομμούνια (χεχεχε!), αλλά και παντός είδους σατανική μεγαλοφυΐα απειλούσε τις Βιομηχανίες Σταρκ, την Αμερική, το Δυτικό Κόσμο, τον Πλανήτη κ.ο.κ.

Το πρόβλημα είναι ότι καμία από τις περιπέτειες του Iron Man (από όσες διάβασα), δεν στάθηκε αντάξια του βασανισμένου, σκοτεινού, ανήθικου, αυτοκαταστροφικού ιδιοφυούς καπιταλιστή Playboy Τόνι Σταρκ. Γι' αυτό και κατουρήθηκα όταν διάβασα ότι στην ταινία του συμπαθέστατου Jon Favreau θα τον υποδυθεί ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του, που, αν δεν έχει γίνει ο νέος Πατσίνο, είναι γιατί τον εμπόδισε ο ίδιος ο αυτοκαταστροφικός του χαρακτήρας. Αν κάποιος μπορεί να δώσει στον Τόνι Σταρκ το βάθος που χρειάζεται, είναι αυτός.

Το ξέρω ότι το αποτέλεσμα θα με απογοητεύσει - γιατί το βάθος είναι το τελευταίο πράγμα που σκέφτεται το Χόλιγουντ, ειδικά όταν έχει να κάνει με σούπερ ήρωες. Παρ' όλα αυτά, δεν μπορώ παρά να βλέπω τη φωτογραφία και να φαντάζομαι αυτή τη μουσική να παίζει στις σκηνές που ο Σταρκ, σε δημιουργική έκσταση, επινοεί την πανοπλία του Iron Man - αυτό κι αν αποκλείεται: στην καλύτερη περίπτωση θα ακούγεται καμιά nu-metal διασκευή στο Iron Man των Black Sabbath, το οποίο εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Homo Ludens (αυτό είναι πρόσκληση, να το αναρτήσεις, αφεντικό).

Να θυμηθώ πριν τις διακοπές να πάρω κανένα Essential Spider Man...



6 Αυγ 2007

MSMW - κι εγώ: μια σχέση πάθους

Τον Απρίλιο του 1998 άλλαξε η ζωή μου*. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι βγάζω έναν αξιοπρεπή μισθό και αποφάσισα να το γιορτάσω, κάνοντας ένα δώρο στον εαυτό μου: αεροπορικά εισιτήρια για να πάω στο Λονδίνο, για να περάσω εκεί το Πάσχα, με μια φίλη μου που έμενε τότε εκεί. Δεν είχα ξαναπάει στο Λονδίνο και δεν ήμουν διατεθειμένος να συμβιβαστώ με τίποτα λιγότερο από τη τη British Airways, κι όπως αποδείχθηκε, είχα δίκιο.

Απολαμβάνοντας τη μοναξιά μου, πήρα ένα ζευγάρι ακουστικά από την αεροσυνοδό και αναζήτησα το κανάλι που έπαιζε τζαζ. Δεν πέρασαν δέκα λεπτά, κι έπεσα σ' αυτό το κομμάτι, που η ζεστή, ευγενική φωνή της Helen Mayhew (που τότε παρουσίαζε τη ζώνη dinner jazz στον Jazz fm), με πληροφόρησε ότι επρόκειτο για το A Go Go, του κιθαρίστα John Scofield, που μέχρι τότε τον είχα μόνο ακουστά. Το τζαζ πρόγραμμα διαρκούσε μία ώρα, κι έπαιζε εναλλάξ με μια ώρα country (έλεος) - αυτό σημαίνει ότι άκουσα το κομμάτι δύο φορές, κι άλλες δύο στην επιστροφή. Ήταν αρκετές για να τρέξω σαν υπνωτισμένος στο πρώτο δισκάδικο και να αγοράσω το δισκάκι. Από τότε, κόλλησα: όχι με τον πάντα αξιοπρεπή Scofield, αλλά με το τρίο που τον συνόδευε, τους neo-funk masters (όπως έγραφε το αυτοκόλλητο πάνω στο cd) Medeski, Martin & Wood - οργανίστας, ντράμερ και μπασίστας αντίστοιχα.

Το γαλλικό περιοδικό Les Inrockuptibles τους έχει χαρακτηρίσει το πιο εκρηκτικό πράγμα που συνέβη ποτέ στη Νέα Υόρκη, με εξαίρεση την 11η Σεπτεμβρίου (κρυάδες), κι έχει δίκιο. Ο ήχος τους πατά πάνω στην παράδοση της κλασικής soul-funk-jazz των '60s, όπως την καθόρισε το Hammond του Jimmy Smith - κι όταν λέω "πατά" εννοώ ότι τον ξενυχιάζει τον ήχο, μεταλλάσσοντάς τον σε κάτι εντελώς διαφορετικό, σαφώς πιο avant-garde, που συνδιαλέγεται με το hip-hop, τη free jazz και τον μινιμαλισμό. Έχω φροντίσει να αποκτήσω ολόκληρη τη δισκογραφία τους, δεν χάνω αφορμή να γράψω γι' αυτούς στο Jazz&Τζαζ, θεωρώ το Combustication ένα πραγματικό κομψοτέχνημα - κι έχω πάντα στην καρδιά μου το A Go Go.

Παρ' όλα αυτά, δεν πέταξα από τη χαρά μου όταν έμαθα ότι ξανασυνεργάστηκαν με τον John Scofield. Ίσως να φταίει το ότι θεωρώ πως ο Scofield έχει περάσει αυτά τα χρόνια προσπαθώντας να ξανακουστεί όσο groovy όσο σ' εκείνο το cd, χωρίς επιτυχία. Ίσως το ότι βρίσκω ότι και οι ΜΜW βρίσκονται σε δημιουργικό τέλμα: με πόσους τρόπους μπορείς να πεις το ίδιο πράγμα, χωρίς να καταφεύγεις στη βοήθεια ενός παραγωγού, που θα πάρει το υλικό σου και θα το στρογγυλέψει, για να κάνει τον ήχο σου λίγο πιο στιλπνό; Ίσως απλώς βαρέθηκα. Το θέμα είναι ότι για πρώτη φορά δεν έτρεξα να πάρω το cd - μπήκα όμως στο Myspace των Medeski, Scofield, Martin & Wood και κατέβασα τα τρία κομμάτια που προσέφεραν. Δεν εντυπωσιάστηκα. Το ένα έμοιαζε με επανάληψη του ήχου του A Go Go ξαναζεσταμμένου (αυτό που φοβόμουν), το άλλο ήταν θόρυβος για το θόρυβο (μην τους πει κανείς πουλημένους) και το τρίτο βαρέθηκα και να το ακούσω. Εν τω μεταξύ ένας φίλος επιβεβαίωσε την αίσθησή μου, λέγοντας ότι "μάλλον το έχασαν αυτοί".

Λίγες μέρες μετά, το cd που απέφευγα τόσους μήνες ήρθε στα χέρια μου. Κι από τότε δεν μπορώ να ακούσω τίποτε άλλο. Γιατί, με εξαίρεση δύο κομμάτια που όντως είναι σαν περίληψη προηγουμένων (φιλικά για χρήστες που δεν ξέρουν την προϊστορία), το cd δεν κάνει χάρες σε κανέναν. Το ακούς και βλέπεις το ίδιο το jazz-funk να στραπατσάρεται, να λιώνει, να αγγίζει το dub και διάφορα μεταλλαγμένα λάτιν, καθώς ο δαιμόνιος Billy Martin αλλάζει ρυθμούς σαν υπερκινητικό παιδί, ενώ ο Chris Wood συνεχίζει να παίζει αυτό το μπάσο που μοιάζει να έχει τόσο χαλαρές χορδές που ταλαντεύονται για ώρες - και πάνω σ' αυτό, ο Scofield με τον John Medeski, μοιάζουν να πετά ο ένας χρώματα στον καμβά του άλλου. Τα περισσότερα θέματα είναι όντως ακατανόητα - αυτοσχεδιαστικοί μαραθώνιοι, που παίρνουν μια μελωδία για να τη στίψουν και να την παρατήσουν ενάμισι λεπτό πριν τελειώσει το κομμάτι. Το μόνο που είναι προφανές είναι ότι πρόκειται για τέσσερις μουσικούς που λατρεύουν αυτό που κάνουν - και περνούν τόσο καλά τη στιγμή που το κάνουν, που ξέρουν ότι, αν αγαπάς τη μουσική, θα το νιώσεις κι εσύ. Και θα υποκύψεις.

Εγώ το έπαθα. Εδώ και μέρες έχω συνέχεια στο repeat το υπνωτιστικό In Case the World Changes Its Mind. Είναι το κομμάτι που είχα αρνηθεί να ακούσω. Καλά να πάθω.

*(Ναι, ξέρω, ώρες ώρες παραείμαι μελοδραματικός).

4 Αυγ 2007

Django Weekend: Nagasaki

Ούτε φυσικά μπορεί να είναι τυχαίο το ότι κι εγώ φεύγω για διακοπές την επέτειο της ρίψης της Ατομικής Βόμβας στο Ναγκασάκι.
Όμως, όποιο κι αν είναι το μυστηριώδες σχέδιο που έχει εκπονήσει για μας η Μοίρα, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον Django Reinhardt. Γιατί στην εποχή του, η λέξη "Ναγκασάκι" δεν ήταν ακόμα συνώνυμη της τραγωδίας - ήταν μια από εκείνες τις λέξεις, που κατάφερναν να εξάψουν τη φαντασία των πιο κοσμοπολιτών αστών του μεσοπολέμου, που στο άκουσμά της ονειρεύονταν εξωτικούς προορισμούς πέρα από κάθε φαντασία.
Τέτοιες λέξεις ήταν το ψωμοτύρι των τραγουδοποιών της Tin Pan Alley, που δημιουργούσαν εύπεπτα σουξέ γεμάτα πολιτισμικές ανακρίβειες - παρ' όλα αυτά, γοητευτικά (στην εποχή τους) και χαριτωμένα (σήμερα).
Κι αν επιλέγω, γι' αυτό το Django Weekend, το θρυλικό Nagasaki στην ερμηνεία του Quintette du Hot Club de France (που για την περίσταση, μετατρέπεται σε σεξτέτο, με την προσθήκη του Freddy Taylor στα φωνητικά - γιατί τέτοιοι στίχοι πρέπει να ακούγονται), είναι ακριβώς για το συνδυασμό υψηλής τέχνης (άκου τι παίζουν οι άνθρωποι) και φθηνού εξωτισμού, με άλλα λόγια για έναν και μοναδικό λόγο: χρειάζομαι διακοπές...

3 Αυγ 2007

Το επαναδιατυπώνω, για να το εμπεδώσουμε

Μουσικό αξίωμα #1
Κάθε τραγούδι που περιλαμβάνει έστω μερικά μέτρα σφυρίγματος, είναι εξ ορισμού ένα καλό τραγούδι.
Όπερ έδει δείξαι.

"Once I had a love, he was a gas, soon found out he had a pain in the arse"

Δεν μπορώ, φυσικά, να ελέγξω τον τρόπο που δουλεύει το μυαλό μου (ειδικά τώρα που το έχω κάψει τελείως), οπότε δεν έχει σημασία πώς από το προηγούμενο post μου ήρθε συνειρμικά η Lily Allen, που αποκάλυψε την τρίτη της θηλή, παίζοντας σε ένα τηλεπαιχνίδι, της βρετανικής τηλεόρασης (η ερώτηση, παρεμπιπτόντως, ήταν "τι έχω κοινό με τον πρίγκιπα Κάρολο").

Μου αρέσει πολύ η Lily Allen - πιστεύω ότι είναι η ιδανική ενσάρκωση αυτού που ονομάζουμε "ποπ": αυθάδης, αισιόδοξη, εφηβική (περισσότερο από ό,τι υπήρξε ποτέ η Britney Spears, φερ' ειπείν), εντελώς ακομπλεξάριστη, με μια πηγαία, ανεπιτήδευτη σεξουαλικότητα - κανονικά, αν έχεις πατήσει τα τριάντα, θα πρέπει να νιώθεις άβολα απέναντί της: γέρος.

Έλα όμως που τα τραγούδια της είναι μικρά ποπ κομψοτεχνήματα, με μια αμεσότητα και μια ειλικρίνεια που δεν υπάρχει πια στην ποπ τραγουδοποιία - ούτε σε καμία άλλη τραγουδοποιία, εδώ που τα λέμε, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.

Πέρσι, έβγαλα τις διακοπές μου ακούγοντας συνέχεια το cd της. Φέτος, μου αρκεί η διασκευή της στο υπέροχο (έτσι κι αλλιώς) Heart of Glass των Blondie, όπως το ερμήνευσε στο φεστιβάλ South by Southwest. Χαλαρή, χαμογελαστή, σαν να μην τρέχει τίποτα, άλλαξε τους στίχους, σεβάστηκε το υπ' αριθμόν 1 αξίωμα της ποπ ("ένα τραγούδι που περιλαμβάνει σφύριγμα είναι εξ ορισμού καλό τραγούδι"), για να ξεσπάσει στα γέλια στην πορεία. Παλιοκόριτσο...

Παγκόσμια Εβδομάδα Θηλασμού

Η σκηνή είναι τυχαία, αλλά χαρακτηριστική. Κάθομαι να πιω έναν παγωμένο εσπρέσο σε ένα από τα – μετρημένα στα δάχτυλα – πολιτισμένα καφέ του λεκανοπεδίου, περικυκλωμένος από ανθρώπους βυθισμένους στα ένθετα των εφημερίδων, όταν έρχεται και κάθεται στο διπλανό τραπέζι μια από τις “μοντέρνες μαμάδες” που τόσο αγαπάω – κοντό μαλλί, γυαλάκια, δυνατή, ελαφρώς βραχνή φωνή (έχει κόψει το κάπνισμα περίπου δύο χρόνια), και ύφος “μην παίζεις μαζί μου, γιατί δεν το έχω σε τίποτα να σου φέρω το κεφάλι ολόκληρη τη βιβλιοθήκη του Παντείου”. Συνοδεύεται από φίλο της, με τον οποίο αναλύουν το Φεστιβάλ Αθηνών μέρα τη μέρα, προσπαθώντας να αποφασίσουν πού θα πάνε, ενώ στο καροτσάκι δίπλα της, το μωράκι της κοιμάται μακάρια – τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που θα το ξυπνήσει η πείνα του. Σε μια κίνηση που θεωρείται η πιο φυσιολογική στον ανθρώπινο πολιτισμό – αν όχι σ' ολόκληρο το ζωικό βασίλειο, η μητέρα του θα το πάρει αγκαλιά, θα ανοίξει το πουκάμισό της και θα του προσφέρει τη θηλή του, αγνοώντας ότι μου προκαλεί ένα μικρό μαρτύριο.

Προσπαθώ να κοιτάζω αλλού – στους κυρίους που διαβάζουν τα ένθετα, τη σερβιτόρα που κάνει σλάλομ ανάμεσα στα τραπεζάκια, το καλαμάκι στο ποτήρι μου, αλλά το μυαλό μου είναι κολλημένο στο στήθος που βρίσκεται εκτεθειμένο δίπλα μου. Ένα κομμάτι του εαυτού μου θέλει να κοιτάξει με επιμονή, ένα άλλο προσπαθεί να αποφύγει το θέαμα πάση θυσία κι ένα τρίτο αυτο-οικτίρεται για την κατάστασή μου.

Το ξέρω, ότι είμαι ο πιο ανώριμος και μικρός άνθρωπος του κόσμου, αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορώ να αντιμετωπίσω το συγκεκριμένο θέμα με τον τρόπο που μου υπαγορεύει η ανθρωπότητα: με άνεση. Το παθαίνω συνέχεια τελευταία – και όσο οι πληθαίνουν οι φίλες και οι γνωστές που εγκυμονούν και φέρνουν στον κόσμο παιδιά, προβλέπεται να συμβαίνει όλο και περισσότερο. Να βρίσκομαι δηλαδή σε μαιευτήρια, κρατώντας λουλούδια και cd “Ο Μότσαρτ για μωρά”, τρέμοντας μήπως φτάσει η στιγμή που η φίλη μου θα ανεβάσει τη μπλούζα της για να ταΐσει το νεογνό κι εγώ θα στρέψω το βλέμμα μου σε μια από τις αφίσες έργων τέχνης που στολίζουν τα δωμάτια των μαιευτηρίων – και τις οποίες πια έχω αποστηθίσει.

Το πρόβλημά μου είναι ότι δεν είμαι σε θέση να κάνω το διαχωρισμό: καλούμαι εκείνη τη στιγμή να ξεχάσω όλες τις διαστάσεις της θηλυκότητας και να επικεντρωθώ μόνο στο κομμάτι της μητρότητας. Αυτή φταίει που οι γυναίκες γύρω μου δεν διστάζουν να αποκαλύψουν το στήθος τους δημοσίως, κάτι που δεν θα τους περνούσε ποτέ πριν (εκτός παραλίας, δηλαδή, αλλά και τότε σπανίως θα σκέφτονταν να το προσφέρουν σε ένα μωρό). Με όσες γυναίκες το έχω συζητήσει, δεν έχω καταλήξει πουθενά: για την ακρίβεια, με κοιτάζουν σαν να είμαι ανώμαλος που επιμένω να συνδέω στο μυαλό μου το στήθος με τον ερωτισμό, ακόμα και την περίοδο που μετατρέπεται σε τροφοδοτικό εργαλείο. “Δεν έχει καμία σχέση το στήθος της γυναίκας την περίοδο του θηλασμού με την προηγούμενή του κατάσταση, ούτε από πλευράς μεγέθους, ούτε από πλευράς αισθήματος” μου λένε και τις ακούω, αλλά δεν μπορώ να κατανοήσω.

Ίσως γιατί ξέρω πως δεν υπάρχει πιο ερωτική στιγμή από τη στιγμή του θηλασμού: σ' αυτή τη σχέση του βρέφους με τη θηλή συνοψίζεται όλο το δράμα των ανθρώπινων σχέσεων. Από αυτό το σημείο ξεκινά ο γολγοθάς μας, αυτή τη σχέση προσπαθούμε να ξαναβρούμε σε όλη μας τη ζωή, γι' αυτό και μας πιάνει (εμάς, τ' αγόρια, δηλαδή) αυτή η εμμονή με το στήθος. Και δεν τολμώ ούτε να φανταστώ πώς βιώνουν αυτό το δράμα τα κορίτσια...

ΥΓ1: Το ως άνω κείμενο θα δημοσιευτεί στο τ. Οκτωβρίου της Madame Figaro, στη στήλη "After Shave". Αν στερώ από τις αναγνώστριες του περιοδικού το κεκτημένο προνόμιο να το διαβάσουν πρώτες, είναι γιατί νιώθω την ανάγκη να συμμετάσχω κι εγώ με τον τρόπο μου στην Παγκόσμια Εβδομάδα Θηλασμού, που βρίσκεται σε εξέλιξη.

ΥΓ2: Στη φωτογραφία, εικονίζεται η αγαπημένη μου Maggie Gyllenhaal, τη στιγμή που προσπαθεί να με φέρει σε δύσκολη θέση. Δεν θα τα καταφέρει...

2 Αυγ 2007

"Σε τιμή ευκαιρίας", τω όντι...

Όταν ο Homo Ludens εμπνεόταν το motto "Pop είδωλα σε τιμή ευκαιρίας", δεν πρέπει ποτέ να φανταζόταν ότι θα το χρησιμοποιούσα εναντίον του, και μάλιστα, αναφερόμενος στην αγαπημένη του (μας) Amy Winehouse, η οποία, αν πουλιέται, θα πουλιέται όντως σε τιμή ευκαιρίας - για μια πάστα, που λένε.

Οι τελευταίες της φωτογραφίες θα μπορούσαν να αποτελούν μέρος καμπάνιας για τη βλαπτική επίδραση της εξάρτησης από τοξικές ουσίες, και κάνουν πολύ πιο ειρωνικό το μεγάλο της σουξέ: "μου προτείνουν να πάω για αποτοξίνωση, αλλά εγώ λέω όχι, όχι, όχι".

Και καλά η αποτοξίνωση: εγώ θα της πρότεινα να πάει να κάνει ένα ντους - και μετά να επισκεφτεί έναν οδοντίατρο κι έναν διαιτολόγο.

Κατά τ' άλλα, το Back to Black είναι προφανώς το μοναδικό cd που χρειάζεται να κουβαλά κανείς μαζί του στις διακοπές. Σκεφτόμουν ότι πρόκειται για τον τελευταίο soul δίσκο, μετά από αυτόν, μάλλον δεν χρειαζόμαστε άλλη soul. Και μου ήρθε στο μυαλό το εξής: αν αυτό είναι το πρώτο (ιστορικά) soul τραγούδι, τότε έχει ενδιαφέρον ο διάλογος που προκύπτει, αν το αντιπαραβάλλεις με το τελευταίο. Εκείνος δηλαδή, υμνεί τη γυναίκα του και τις αρετές της κι εκείνη παραδέχεται ότι δεν είναι δα και κανένα κελεπούρι...
Full Circle, με άλλα λόγια (πώς το λέτε εσείς εδώ; γιατί δεν θυμάμαι πώς το λέμε εμείς εκεί...)

Όπως έχω πει πολλές φορές, χρειάζομαι διακοπές.

Ο κ. Γεωργελές έχει να σας κάνει μερικές ερωτήσεις...

Διαβάζοντας στην Athens Voice το τελευταίο editorial του Φώτη Γεωργελέ πριν τις διακοπές, βρέθηκα κι εγώ προ των ευθυνών μου. Κι ενώ η πρώτη μου αντίδραση ήταν να πέσω στα γόνατα και να ομολογήσω, σκέφτηκα ότι πρέπει να υιοθετήσω την πατριωτική στάση: να δίνω ως απάντηση μόνο το όνομα και τον βαθμό μου.

Το μόνο που με παρηγορεί...

...είναι ότι κανένας μαθητής που σέβεται τον εαυτό του δεν διαβάζει στα σοβαρά τα βιβλία της ιστορίας. Προσπαθώ, ας πούμε, εδώ και μήνες να θυμηθώ τι έλεγαν τα βιβλία όταν εγώ πήγαινα στην ΣΤ' Δημοτικού (και είχα δάσκαλο τον αδελφό του Βύρωνα Πολύδωρα!), και δεν θυμάμαι τίποτα. Μόνο κάτι βλακείες για τα άμφια των παπάδων, από τα θρησκευτικά.
Γεγονός που με κάνει ακόμα πιο έξαλλο.

Η φράση-κλειδί είναι "στη συντηρητική παράταξη αυτό το βιβλίο έχει κάνει μεγαλύτερη ζημιά απ΄ ό,τι τα ομόλογα". Αν ισχύει, θα πρέπει να μεταναστεύσω πριν τις εκλογές - να θυμηθώ να ρωτήσω τη Διεθνή Αμνηστία αν έχει υπόσταση ο όρος "πολιτισμικός πρόσφυγας"...

1 Αυγ 2007

"Η τραγουδίστρια έπρεπε να διακόψει το μπάνιο της"!

Δεν έχει σημασία ποια είναι η τραγουδίστρια - ούτε πού βρήκα αυτή τη φωτογραφία. Σημασία έχει ο μελοδραματικός τόνος που παίρνει η λεζάντα, όταν αφαιρεθούν τα συμφραζόμενα.

Σε τρώει η αγωνία: γιατί έπρεπε να διακόψει το μπάνιο της; Τι συνέβη; Χτύπησε το κινητό της; Προκηρύχθηκαν εκλογές; Παραιτήθηκε η κοπέλα που προσέχει τα παιδιά; Την πλησίασε στην παραλία Νιγηριανός με το νέο της cd πειρατικό, πριν ακόμα κυκλοφορήσει κανονικό; Της τηλεφώνησε ο αστυνόμος Μπέκας για να της ζητήσει συμπληρωματική κατάθεση; (Η αλήθεια είναι ότι με το που πρωτοδιάβασα τη φράση σκέφτηκα το Μαρή). Ποιος ξέρει. Το μόνο σίγουρο είναι ένα: Χρειάζομαι διακοπές.

Κι όλο αυτό, επειδή έψαχνα μια αφορμή για να ανεβάσω μια ακόμη αγαπημένη μου εκδοχή του Summertime, από το πιο καλοκαιρινό γκρουπ των '60s - τους Zombies (btw: λατρεύω το ηλεκτρικό πιάνο!).