24 Ιουλ 2010

Τι μουσικές θα πάρω μαζί μου το καλοκαίρι*


Arcade Fire - Suburban War (Live)

Από χθες το μεσημέρι, οι μισοί από τους ανθρώπους που γνωρίζω ακούν στο repeat και στην διαπασών ένα συγκεκριμένο άλμπουμ. Οι άλλοι μισοί βρίσκονται σε κάποιο νησί και μάλλον αγνοούν την παραζάλη στην οποία ζούμε ξαφνικά οι υπόλοιποι -και που δεν έχει να κάνει με την ζέστη. Την Δευτέρα θα βρίσκομαι κι εγώ σε ένα νησί, για τρεις ολόκληρες εβδομάδες, όπως συνηθίζω τα τελευταία χρόνια (ανακάλυψα την γοητεία του να μην κάνεις island hopping σαν τρελλός, όταν πριν 3 χρόνια πήγα στον Κουρεμένο της Σητείας για windsurfing και "για να σκεφτώ" -και δεν την αλλάζω πια με τίποτε), και προβλέπω να ακούω σχεδόν αποκλειστικά εκει, στο repeat και στην διαπασών, το "The Suburbs" των Arcade Fire.

Το τρίτο άλμπουμ της πιο επιδραστικής μπάντας των καιρών μας δεν φέρνει κάτι καινούργιο στα μουσικά πράγματα. Κάνει όμως κάτι καλλίτερο -ειδικά για μένα που δεν αντέχω όλον αυτόν το πανικό με τα "νέα" και τα "καινοτόμα" και τα "πρωτοποριακά" που είναι τόσο ακαταλαβίστικα (βλ. Animal Collective), ειδικά από την στιγμή που δεν έχουμε ακόμη προλάβει να χωνέψουμε τα προηγούμενα νέα, καινοτόμα και πρωτοποριακά. Αυτό που κάνει μαγικό άλμπουμ το "The Suburbs" είναι ότι διαρκεί πολύ (μία ώρα και κάτι), περιέχει 16 κομμάτια, αλλά είναι όλο συγκλονιστικό. Δεν υπάρχει ούτε ένα δευτερόλεπτο που να μπορεί να σε κάνει να βαρεθείς. Στην ουσία, οι Καναδοί πήραν όλο αυτό που πρόσφεραν στη μουσική αυτά τα 7-8 χρόνια, πέταξαν από πάνω του ο,τιδήποτε περιττό και μας παρουσιάζουν ένα έπος που από την πρώτη κιόλας ημέρα του (εγώ το έχω ακούσει από χθες 12 φορές σερί!) έχει γίνει κλασσικό.


Josh Ritter - Folk Bloodbath (Live)


Βέβαια, δεν θα είναι το μόνο CD που θα πάρω μαζί μου στην Αντίπαρο. Ειδικά όταν το τελευταίο τρίμηνο έχουν βγει τόσα καλά άλμπουμ. Ορίστε μια μικρή επιλογή, λοιπόν:

Ο Θεός μου Νιλ Χάνον παρουσίασε το νέο opus των Divine Comedy, το "Bang Goes The Knighthood" που είναι επίσης μεγάλο σε διάρκεια (κακώς, γιατί περιέχει 3-4 ηλεκτρονικούς πειραματισμούς προς το τέλος, που δεν είχαν θέση) και επίσης απολαυστικό, κυρίως γιατί κινείται πάνω στις γνώριμες φόρμες του Ιρλανδού, που κάνουν ακόμη και την πιο παλιακή μουσική να ακούγεται τόσο, μα τόσο μοντέρνα.

Ο κορυφαίος σύγχρονος μουσικός της folk, ο Josh Ritter με το "So Runs The World Away" παρουσιάζει, κατά την ταπεινή μου άποψη, την καλλίτερη δουλειά του ως τώρα. Και αυτό, σε μια χρονιά που το folk είναι σε τρομερή φόρμα, σημαίνει ότι μιλάμε για το καλλίτερο άλμπουμ του είδους εδώ και πάρα πολύ καιρό.


Foals - Blue Blood (Live)


Ο Γιάννης ο Φιλιππάκης πάλι, που είναι και πολύ καλό παιδί (μας έβγαλε έξω παρέα πριν κανα δίμηνο ο Φου Βου) με εξέπληξε ευχάριστα με το "Total Life Forever" των Foals. Όσο δεν μου άρεσε το ντεμπούτο τους, τόσο λάτρεψα την ήρεμη δύναμη του sequel...

Sequel είχαμε πριν λίγο καιρό και για τους Gaslight Anthem, το "American Slang" των οποίων συνεχίζει ακριβώς από εκεί που το άφησε το "The '59 Sound" -είναι δηλαδή η πιο ατόφια ροκ που θα έχεις ακούσει φέτος.


The Gaslight Anthem - American Slang


Τι άλλο; Janelle Monae, σίγουρα, για το πέρασμα ανώδυνα από το ένα είδος στο άλλο, από τη soul, στο rock και πίσω στο Rn'B, Black Keys, για την επιστροφή τους στα σπουδαία άλμπουμ, Wild Nothing, που μου κάνουν για νέοι Belle & Sebastian, Tame Impala, που είναι από τις αποκαλύψεις της χρονιάς, Tango With Lions, για να προσθέσουμε και κάτι ελληνικό στο πακετάκι και, βέβαια, Robyn, για τις ώρες που θέλουμε να λιώσουμε στο χορό.

Άντε, καλό καλοκαίρι. Θα ξαναποστάρω από τις 16 Αυγούστου και μετά!

(* Επειδή είμαι μέχρι αηδίας ψυχαναγκαστικός, το παραπάνω post δεν είναι το κλασσικό των "Δισκοκριτικών" που ανεβάζω από την αρχή του χρόνου κάθε μήνα. Όταν επιστρέψω από την Αντίπαρο, θα ανεβάσω και από τέτοιο, με εξώφυλλα, αστεράκια και λοιπά. Μόνο από μηνιαίο, θα έχει γίνει πια τριμηνιαίο και θηριώδες. "Ε και;", θα μου πεις. Λες και τα διαβάζει κανείς...)

Ποιός θα θρηνήσει το τέλος του "Τρωκτικού";

Από σήμερα τα ξημερώματα, όταν το troktiko ανέβασε την τελευταία του ανάρτηση, τόσο η ελληνική δημοσιογραφία όσο και η ελληνική μπλογκόσφαιρα (ίου!) έχουν κάθε δικαίωμα να ζητήσουν αναβάθμιση από την οποιαδήποτε φανταστική Moody's ή Fitch που μπορεί να αξιολογήσει τις μιντιακές υπεραξίες. Η χυδαιότερη μορφή έκφρασης, η δήθεν μαχόμενη δημοσιογραφία, αλλά στην ουσία η ανώνυμη και αστήρικτη συνωμοσιολογία, η άνευ διασταύρωσης καταγγελία, η αναχρονιστική ηθικολογία, η λαϊκίστικη κριτική, η αναδημοσίευση ακατανόητων ειδήσεων και φημών, η λαγνεία για ο,τιδήποτε μπορεί να ερεθίσει ακόμη και τα κατώτερα ένστικτα ενός αγράμματου και ημικοιμισμένου αναγνώστη, η σκανδαλοθηρία, και -στο κάτω κάτω- η ανορθογραφία και η παντελής έλλειψη συντακτικού και τέχνης του λόγου, έχασαν πια τον πιο δημοφιλή τους εκφραστή.

Με συνθλίβει, βέβαια, το γεγονός ότι η αιτία για το τέλος του "Τρωκτικού" είναι ο διά της βίας θάνατος του εμπνευστή του. Με συνθλίβει αφ' ενός γιατί γνώριζα τον Σωκράτη Γκιόλια. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε παίξει κατά κάποιον τρόπο ρόλο στη ζωή μου, όταν πριν καμμιά εικοσαριά χρόνια αποφάσιζα ότι "όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω δημοσιογράφος". Και γιατί, πέραν όσων έχουν λεχθεί και όσων θα ακουστούν στη συνέχεια, ήταν όντως ένα καλό παιδί. Με συνθλίβει όμως, αφ' ετέρου, ακόμη περισσότερο γιατί αυτόν τον εχθρό της ιδιότητάς μας -της δημοσιογραφικής, αλλά και εκείνης του blogger- δεν καταφέραμε να τον σιγήσουμε, ή έστω να τον περιορίσουμε οι ίδιοι, με επιχειρήματα ή με την πειστική καλλιέργεια προς το κοινό της ανάγκης για πολιτισμένη γραφή, πραγματική δημοσιογραφία και -πάνω απ' όλα- ελευθερία της έκφρασης που είναι ακριβώς το αντίθετο από τις ανώνυμες καταγγελίες. Κάτι ψελλίζαμε μια στο τόσο, αλλά τελικά τη λύση την έδωσαν τα πιστόλια. Με συνθλίβει ότι ο λόγος μας δεν έχει ούτε το ένα εκατομμυριοστό της δύναμης μιας σφαίρας. Με συνθλίβει επίσης ότι η μεγάλη πλειονότητα των συμπατριωτών μου θρηνεί αυτή τη στιγμή περισσότερο το θάνατο του "Τρωκτικού", παρά το θάνατο του Σωκράτη Γκιόλια, γιατί τόσον καιρό έβρισκε σ' αυτό το εμετικό, συκοφαντικό, κραυγάζοντα βόθρο που ήθελε να λέγεται blog το ιδανικό μέσο έκφρασης της μηδενικότητάς της.

Ναι, η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων είναι ένα μηδενικό. Μια φατρία κακομαθημένων Δημοσίων Υπαλλήλων (ακόμη κι αυτοί που δεν εργάζονται στο Δημόσιο, λειτουργούν αποκλειστικά με τη λογική του "ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε, μετά πάμε να αράξουμε τις κοιλάρες μας δίπλα στην παραλία και να γκρινιάξουμε για τη μπάκα του απέναντι, όσο λιγουρευόμαστε να του γαμήσουμε τη γυναίκα"), απαίδευτων τραμπούκων που μνημονεύουν τους Αρχαίους Ημών Προγόνους, χωρίς να γνωρίζουν ούτε μισό τίτλο τραγωδίας του Σοφοκλή, ως πρόφαση για την αυθεντία με την οποία εκτοξεύουν τις ξερολιές τους.

Κάθε τόσο, εδώ και καιρό, ερχόταν το "Τρωκτικό" στη συζήτηση με τους φίλους μου, ανθρώπους εκτός του χώρου μου, αλλά αρκετά επάνω από τον μέσο όρο του μηδενικού Έλληνα. Ανθρώπους που ήξεραν να κρίνουν την ασυδοσία του ελεεινού εκείνου μπλογκ, αλλά που συνέχιζαν να το διαβάσουν, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Ο ένας γιατί "δεν είναι δημοσιογραφικό μέσο, είναι ένα μπλογκ που ο καθένας από εμάς μπορεί να αποκαλύψει κάτι", ο άλλος γιατί "με μια ματιά βλέπεις όλα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα σήμερα", ο τρίτος γιατί "μέσα στον οχετό, κάθε τόσο σκάει και μια πραγματική αποκάλυψη που δεν την βρίσκεις αλλού".

Τους εξηγούσα ότι κανένα από τα επιχειρήματά τους δεν έστεκε. Το "Τρωκτικό" δεν ήταν μέσο "δημοσιογραφίας των πολιτών". Η έννοια blog δεν ορίζει αυτόχρημα κάτι τέτοιο. Το "ΠΠC", για παράδειγμα, είναι το blog δύο ανθρώπων των περιοδικών και αυτή μας την ιδιότητα δεν γίνεται ποτέ να την αφαιρέσει ένας αναγνώστης μας από τη γνώση του για εμάς: Από τη μία, αν γράψουμε κάτι άκυρο, αστήρικτο, αδιασταύρωτο, θα κάνει κακό και στην εκτός blog δουλειά μας. Από την άλλη, είναι αδύνατον να γράψουμε κάτι για τα αφεντικά μας, μια αποκάλυψη που θα συζητιόταν (λέμε τώρα), γιατί παραμένουμε εξαρτημένοι υπαλληλίσκοι και μας καίει το να μη χάσουμε τη δουλίτσα μας. Το "Τρωκτικό" δούλευε με κόσμο που πληρωνόταν κανονικά. Και ο μόνος λόγος για να μην το λες "δημοσιογραφικό site" ήταν το ποιόν αυτών που έγραφαν και αυτών που γράφονταν, όπως και η -ακόμη άγνωστη- πηγή των πληρωμών τους. Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εμένα όλο αυτό, οι ανίκανοι συντάκτες που φαντασιώνονται ότι είναι οι νέοι Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνσταϊν και οι ανώνυμοι χρηματοδότες τους, με τρομάζει...

Από 'κει και πέρα, αντιδρώ έντονα και στο "βλέπεις τα πάντα με μια ματιά". Δεν θέλω να βλέπω το αν η Πετρούλα έδειξε το βρακί της σε κάποιο αδιάφορο ψευτοσελεμπριτοevent (και ακόμη χειρότερα να διαβάζω την δήθεν ηθική κριτική που συνοδεύει την συγκλονιστική αυτή είδηση) δίπλα στην ανακοίνωση του σχεδίου νόμου για το ασφαλιστικό, για παράδειγμα. Και λυπάμαι όσους δεν αισθάνονται ότι τους κάνει κακό το να μην τους πειράζει η Πετρούλα στο τοπίο, "αφού γι' αυτά λέμε μωρέ στις παρέες". Δεν θα έπρεπε να λέμε γι' αυτά. Θα έπρεπε το μάτι σου να μην έχει πέσει στην κώμη του μουνιού της κάθε μιζεροβίζιτας, αλλά να έχει αφοσιωθεί στο να καταλάβει τι θα αλλάξει στη ζωή σου το νέο ασφαλιστικό. Αλλά, επειδή εσύ προτιμάς να φαντασιώνεσαι την Τζούλια ή την Ντούβλη (γούστα είναι αυτά) στο κρεββάτι σου, τελικά μαθαίνεις για το ασφαλιστικό μόνο την παραιτημένη από τη λογική, φωνασκούσα κριτική του κάθε τρωκτικού. Και φαντασιώνεσαι αποκαλύψεις λίγο πιο κάτω από το κάθε βρακάκι που φαίνεται ή δεν φαίνεται. Μόνο που ψάχνεις για διαμάντια μέσα στο βόθρο. Κι όσο βουτάς πιο βαθιά για να αρπάξεις αυτό που λαμπιρίζει στον πάτο, τόσο πιο πολύ γεμίζεις με σκατά. Όταν φτάνεις στον πάτο δε, εκεί ανακαλύπτεις πως αυτό που έλαμπε, ήταν μια σφαίρα. Μια γαμημένη σφαίρα.

(Αλλά, για όλα αυτά, έχουν ήδη γράψει δύο πολύ καλά κείμενα η Ρίκα Βαγιάνη και ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος...)

Το κορίτσι του "Contra"


Η ξανθιά με το πόλο στο εξώφυλλο του “Contra” βρέθηκε και έχει πλέον καταθέσει μήνυση κατά των Vampire Weekend και του φωτογράφου Tod Brody. Το πρώην μοντέλο, Ann Kirsten Kennis που πλέον ζει στο Connecticut(yep) αναγνώρισε τον εαυτό της όταν η έφηβη κόρη της της έδειξε το album. Η ίδια υποστηρίζει ότι η υπογραφή της στο συμβόλαιο είναι ψεύτικη και πως πρόκειται για οικογενειακή και όχι επαγγελματική φωτογραφία, διεκδικώντας πάνω από 2 εκατομμύρια δολάρια. Ο φωτογράφος από την άλλη δηλώνει πως η εικόνα είναι δική του δουλειά η οποία εδώ και 26 χρόνια βρισκόταν στη κατοχή του ενώ η πλευρά του συγκροτήματος δεν έχει κάνει κανένα σχόλιο. (Προσοχή: Το κείμενο δεν είναι δικό μου. Το αναδημοσιεύω από το site της Lifo).

(Επίσης, αυτό το κορίτσι εξωφύλλου έχει άραγε εμφανιστεί; Θα πρέπει να είναι κάπου 80 ετών πια...)

Χμμμμ.....

http://troktiko.blogspot.com/2010/07/troktikou.html

23 Ιουλ 2010

Γιατί πουλάει τόσο το φαινόμενο Lady Gaga

O γερασμένος Λάρι Κινγκ μοιάζει κάπως αμήχανος απέναντι στο ποπ φαινόμενο που έχει για καλεσμένη. Η Lady Gaga έχει ντυθεί ακριβώς όπως κι εκείνος, με τιράντες και γυαλιά, και τον περιμένει -με την αναγκαία καθυστέρηση, λόγω της δορυφορικής σύνδεσης- στο άλλο παράθυρο, στο Λος Άντζελες, όσο ο διάσημος συνεντευξιαστής ψάχνει από τη Νέα Υόρκη του για μια σανίδα σωτηρίας στο Internet: «Lady Gaga, ένας τηλεθεατής ρωτάει μέσω Twitter τι θα έκανες, αν δεν δούλευες στην σόουμπιζ». Μισό δευτερόλεπτο. Λος Άντζελες. Ρομποτική προφορά: «Θα ήμουν νεκρή». Ο θάνατος και η αναγέννηση είναι ένα επαναλαμβανόμενο δίπτυχο στο σύμπαν της Lady Gaga. Μην βιαστείτε να ξεγράψετε της πιο εντυπωσιακή ποπ περσόνα της εποχής μας, αν η σόουμπιζ κάποια στιγμή την προσπεράσει. Ο θάνατος θα είναι μεν ακαριαίος, αλλά σχεδόν αυτόματα θα συνοδευθεί από μια ανάσταση. Συμβαίνει σε όλα της τα βίντεολιπ, όπου μεταμορφώνεται από υποψήφιο θύμα σε femme fatale που αποτελειώνει τον επίδοξο θύτη (”Bad Romance”), όπου ο εραστής της την ρίχνει από το μπαλκόνι της έπαυλής της κι εκείνη επιστρέφει για να τον δηλητηριάσει (”Paparazzi”), όπου ελευθερώνεται από μια φυλακή, γεμάτη λεσβίες από την συνεργό της -την Μπιγιονσέ-, για να εκτελέσει τον άνθρωπο που την έστειλε εκεί (“Telephone”).

Ο δρόμος προς την δόξα
Συνέβη και στην πορεία της προς τον θρόνο της χορευτικής ποπ, όταν «δολοφόνησε» την Στέφανι Τζερμανότα (το κανονικό της όνομα), το κορίτσι του αυστηρού καθολικού σχολείου θηλέων Sacred Heart της Νέας Υόρκης, όταν έσβησε τις θηλυκές του καμπύλες και τις αντικατέστησε με ένα ανδρόγυνο σώμα, με μια ξανθιά Λάιζα Μινέλι, έναν ντοπαρισμένο κλώνο του Άντι Γουόρχολ, που κινείται από ένα εθισμένο στη δουλειά μυαλό και ντύνεται με εκκεντρική couture που ξεπερνά όποιο όριο θα μπορούσε ποτέ να χαρακτηριστεί haute... Συνέβη και στην «σωτηρία» της, το 2007, από την καταστροφή, από τα βρώμικο διαμέρισμα του Lower East Side του Μανχάταν όπου οι κοριοί σκόνταφταν πάνω σε υπολείμματα κοκαΐνης (όπως περιέγραψε την προ δόξας κατάντια της στο τεύχος του Rolling Stone που κυκλοφορεί), χάρη στην απόλυτη ανάσταση που έφερε το “Just Dance”. Ήταν το πρώτο από τα έξι χιτ της που ανέβηκαν στο νούμερο 1 των τσαρτ, το πρώτο τραγούδι που χάραξε την πορεία προς τις πωλήσεις 15 εκατομμυρίων άλμπουμ (δύο τίτλων, του “Freak” και του “Freak Monster”) και πάνω από 40 εκατομμυρίων σινγκλ.

Η ίδια η Lady Gaga επιμένει ότι το μοτίβο «θάνατος κι ανάσταση» δεν ισχύει για τη «μεταμόρφωσή» της. Ότι όλο αυτό το εκκεντρικό, ασέξουαλ μέσα στην σεξουαλικότητά του, προκλητικό και υπερστυλιζαρισμένο φαίνεσθαι, είναι απλά η έκρηξη του, στο παρελθόν, καταπιεσμένου είναι της. «Η πιο μεγάλη παρεξήγηση είναι ότι δεν είμαι πραγματικός άνθρωπος» λέει. Σύμφωνα με την ίδια, η Στέφανι Τζερμανότα δεν διέφερε σε πολλά από το σημερινό φρικιό που γεμίζει στάδια με τις συναυλίες του: Ασυνεννοησία με τους γονείς. Μια περίοδος που ο πατέρας της δεν της μιλούσε καν (το 2006, γύρω στα 20 της, όταν προσπαθούσε να προωθήσει κάπως τη μουσική της, αλλά οι συνεχείς αποτυχίες την είχαν αναγκάσει να εμφανίζεται σε «καλλιτεχνικά» στριπτιζάδικα για να βγάζει τα προς το ζην και να εξασφαλίζει τη δόση της). Ασυνεννοησία και με τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας της. Το φρικιό του σχολείου που δεν είχε καμμία φίλη, άκουγε χέβι μέταλ κι έκανε παρέα μόνο με μεγαλύτερα αγόρια. Ένας τεράστιος έρωτας, με τον Λιουκ Καρλ, τον ντράμερ ενός παντελώς άγνωστου συγκροτήματος της χαρντ ροκ και που μετά το τέλος του την άφησε χωρίς αισθήματα για τους άντρες. Ο θάνατος της αγαπημένης της θείας από συστημικό λύκο, μια ασθένεια που έχει διαγνωσθεί και στην ίδια. Ναι, στο τζερμανοτικό παρελθόν της Lady Gaga υπάρχουν ενδείξεις αυθεντικότητας ενός ροκ σταρ. Αλλά, για να σταθούμε μια στιγμή... Υπάρχει ένα αξίωμα που λέει ότι οι ροκ σταρ γεννιούνται. Και οι ποπ σταρ κατασκευάζονται. Τι συμβαίνει στην περίπτωση του φαινομένου Lady Gaga; Πρόκειται για την πρώτη ποπ σταρ που λειτουργεί με όρους ροκ; Ή υπάρχει κάποια απάτη που δεν διακρίνουμε με την πρώτη ματιά;

Αλήθειες και ψέμματα
Η πραγματικότητα βρίσκεται κάπου στη μέση. Για παράδειγμα, της έχει διαγνωσθεί η τάση να αποκτήσει λύκο, όχι η ίδια η ασθένεια. Ή, η μουσική της, γράφεται μεν από την ίδια (έχει συνθέσει και για άλλους καλλιτέχνες, με πιο γνωστή περίπτωση ένα bonus κομμάτι στο τελευταίο άλμπουμ της Μπρίτνεϊ Σπίαρς), αλλά πάντοτε σε συνεργασία με κάποιον γνωστό παραγωγό της χορευτικής ποπ. Η δισκογραφική της είναι μεν η «μικρή» Interscope, αλλά δικαιώματα έχουν και τα μεγαθήρια Universal και Sony (που πληρώνουν για το “Haus of Gaga”, το επιτελείο της από στυλίστες, σκηνοθέτες και χορογράφους, αλλά και την φαντασμαγορική της περιοδεία, που είναι προς το παρόν ζημιογόνος κατά 3 εκατ. δολάρια -αλλά έχει υπολογισθεί ότι με τις εμφανίσεις στις ΗΠΑ, ως τον Σεπτέμβριο, θα κάνει απόσβεση των υπέρογκων εξόδων παραγωγής).

Η ελληνικής καταγωγής δημοσιογράφος Βανέσσα Γρηγοριάδη (συνεργάτις των Vanity Fair, New York και Rolling Stone) δεν έμεινε στις εντυπώσεις που της άφησε η Lady Gaga σε μια συνέντευξη που της πήρε το 2009, αλλά αποφάσισε φέτος να αναλύσει λίγο περισσότερο τα συστατικά του ποπ φαινομένου της. Και δεν βρήκε κάποιον από τον κύκλο της την περίοδο της Νέας Υόρκης που να θυμάται την Lady Gaga (το όνομα που τής βρήκε -από το “Radio Gaga” των Queen- ο τότε εραστής της, συν-συνθέτης του “Paparazzi”, Ρομπ Φουζάρι, που διεκδικεί σήμερα 30 εκατ. δολάρια σε πνευματικά δικαιώματα) να κάνει ναρκωτικά. Ούτε κάποια κοπέλα που να ενεπλάκη ποτέ ερωτικά μαζί της -κι ας δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ότι είναι αμφιφυλόφιλη. Βρήκε όμως συμμαθήτριες που την θυμούνταν όχι ως κάποιο αντικοινωνικό φρικιό, αλλά ως ένα από τα πιο δημοφιλή κορίτσια του σχολείου, την «σταρ» που έπαιρνε πάντα τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στις μαθητικές θεατρικές παραστάσεις, που είχε πάθος με το τραγούδι, επιτυχίες με τα αγόρια και την όρεξη να γίνει μια μέρα διάσημη...

Η Στέφανι Τζερμανότα ήθελε πάντοτε να γίνει η καλλιτέχνις που είναι σήμερα. Το έχει δηλώσει σε δεκάδες συνεντεύξεις της. Ήθελε σίγουρα την διασημότητα που απολαμβάνει τώρα, αλλά ήθελε να την πετύχει με αυτό το είδος μουσικής και με αυτήν την εντός και εκτός σκηνής παρουσία; Όσον αφορά στο στυλ, φαίνεται πως δεν είχε ιδιαίτερη επαφή με τη μόδα μέχρι τα 20 της. Όταν ο Φουζάρι (που αρχικά την προόριζε για ροκ τραγουδίστρια ενός συγκροτήματος στο στυλ των Strokes) τής έκανε παρατηρήσεις για το αδιάφορο στυλ της, η Στέφανι προβληματίσθηκε. Και, σε μία ακόμη από τις άπειρες ενδείξεις της εργατικότητας και της αποφασιστικότητάς της (τα δύο στοιχεία του χαρακτήρα της που κανείς δεν πρόκειται να αμφισβητήσει ποτέ), η Lady Gaga άρχισε να μελετάει τα πάντα για τον Prince, τους Queen, τον Ντέιβιντ Μπάουι κι αργότερα τον Άντι Γουόρχολ και τους επιδραστικούς σχεδιαστές μόδας. Όσον αφορά στη μουσική, ποτέ δεν είχε ξεκάθαρο στυλ. Της άρεσε περισσότερο η ροκ, αλλά ανακάλυψε πως της ταίριαζε περισσότερο η χορευτική ποπ και δεν δυσκολεύθηκε καθόλου να κάνει το απαιτούμενο άλμα.



Workaholic Gaga
Όσον αφορά, τέλος, στην διασήμοτητα, η ίδια επιμένει ακόμη και σήμερα:«Είμαι σχετικά έξυπνη ώστε να μπορώ να κάνω τον κόσμο να προσέχει τη μουσική και τα ρούχα μου, για να μην ασχολείται με την προσωπική μου ζωή». Κι όντως, ένα τόσο εξώφθαλμα σκανδαλώδες πλάσμα, που η πρόκληση είναι βασικό συστατικό της επιτυχίας του, δεν έχει ακόμη απασχολήσει τις σελίδες του ροζ τύπου για κάποιο προσωπικό του ζήτημα. Ίσως επειδή η προσωπική ζωή της Lady Gaga δεν είναι τόσο πικάντικη όσο οι δηλώσεις της περί αμφισεξουαλικότητας, ομαδικού σεξ και αδυναμίας δέσμευσης μετά τον χωρισμό της αφήνουν να εννοηθεί. Ίσως επειδή είναι η τυπική ζωή μιας 24χρονης που δουλεύει ασταμάτητα από το πρωί ως το βράδυ ώστε να καταφέρνει να παρουσιάζει 3 άλμπουμ σε 4 χρόνια (τα τραγούδια για το επόμενό της είναι ήδη έτοιμα, τα έγραψε κατά την διάρκεια της περιοδείας, και θα το κυκλοφορήσει την άνοιξη του 2011), να δίνει πέντε συναυλίες - χοροθεατρικά σόου την εβδομάδα, γυρίζοντας ολόκληρο τον κόσμο, να βρίσκει χρόνο για τηλεοπτικές συνεντεύξεις και φωτογραφίσεις σε περιοδικά. Όπως λένε: «Αν δεν δουλέψεις στα 24 σου, πότε θα δουλέψεις;»

Το για ποιον τελικά δουλεύει η Lady Gaga και το για πόσο ακόμη θα δουλεύει τόσο εντατικά είναι ένα ερώτημα που πολύ δύσκολα θα απαντηθεί. Γιατί δουλεύει μεν για τη βιομηχανία της σόουμπιζ, αυτό είναι σαφές, που ψάχνει στο πρόσωπό της την διάδοχο της Μαντόνα, ρίχνοντας στο μίξερ στοιχεία τόσο της ίδιας της βασίλισσας της ποπ (την ιταλική καταγωγή και το καθολικό περιβάλλον, που οδήγησαν σε σεξουαλική αντίδραση), εκκεντρικών ροκ σταρ (με τον ανδρόγυνο και προκλητικό Μέριλιν Μάνσον, να είναι ό,τι πιο κοντινό στην Lady Gaga), μουσικής νοσταλγίας για το europop των ‘80s και ακραίας μόδας, που ξαναστρέφει την προσοχή στην δημιουργικότητα των σχεδιαστών. Δεν δουλεύει όμως και για όλα αυτά τα λίγο άσχημα, λίγο μοναχικά παιδιά που αισθάνονται αμήχανα μπροστά στα bootycalls της Rn’B και στις καλλίγραμμες σταρ τύπου Κάιλι Μινόγκ, Ριάνα ή Κέιτι Πέρι; Η Lady Gaga κάνει τους φαν της να αποδεχτούν αυτό που είναι. Τους μαθαίνει πως δεν πειράζει να είναι φρικιά, γκέι, ή ακοινώνητοι. Και μπορεί να είναι προκλητικότατη στην εικόνα της, στα βίντεο και τα σόου της, αλλά όταν μιλάει, όπως στην συνέντευξή της στον Λάρι Κινγκ, είναι σεμνή και χωρίς εξάρσεις. Όσον αφορά στην διάρκειά της, στην ποπ ποτέ δεν θεσπίστηκαν κανόνες, ίσχυε μόνο η θεωρία του χάους. Κάποιοι ποπ σταρ χωρίς κανένα ιδιαίτερο ταλέντο απολαμβάνουν αιώνιας δόξας, όταν άλλοι, σπουδαίοι μουσικοί, έχουν ήδη χαθεί στη λήθη. Η Μαντόνα, το απόλυτο «θηρίο» θέλησης κι εργατικότητας, απολαμβάνει το θρόνο της ποπ 27 ολόκληρα χρόνια. Η Lady Gaga έχει δείξει ανάλογα χαρίσματα ήδη -κι έχει και κάποιο ταλέντο, ειδικά το πρώτο της άλμπουμ είναι απολαυστικότατο. Μόνο που αυτό το «ήδη» έχει ξεκινήσει μόλις το 2007. Κι ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημά της αποδειχθεί ότι έχει κάνει τόσο πολλά σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα...

(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Κ" της "Καθημερινής" την Κυριακή, 18 Ιουλίου 2010)

19 Ιουλ 2010

Μπορώ να φάω είκοσι energy packs χωρίς να κάνω εμετό!

Γεύση μετάλλου στη γλώσσα

Γνώριζα τον Σωκράτη Γκιόλια από μικρό παιδί. Ήταν 3-4 χρόνια μεγαλύτερός μου και πριν καν ενηλικιωθεί είχε περάσει από τους στίβους στο αθλητικό ρεπορτάζ, καλύπτοντας το αγαπημένο του άθλημα. Μιλούσαμε, συνεπώς, καθημερινά (μέχρι τα 25 μου έκανα πρωταθλητισμό στις ημιαντοχές) όσο ήμουν αθλητής και κρατήσαμε επαφή κι αργότερα, λόγω του athletix.org, του site που είχα στήσει για τον στίβο και που για πολλά χρόνια ήταν το σημείο αναφοράς των ξένων για το τι γινόταν στην Ελλάδα. Την ίδια περίοδο ο Σωκράτης ασχολιόταν ήδη και με άλλα, δούλευε στο Μάκη, ξεκινούσα κι εγώ την δημοσιογραφική μου καριέρα, αλλά το μόνο κοινό μας σημείο ήταν ο στίβος και μόνο για τον στίβο μιλούσαμε.

Για τη μετέπειτα καριέρα του, λοιπόν, δεν ξέρω πολλά. Αυτά που ξέρουν όλοι πάνω κάτω. Μάκης, Ζούγκλα, Πρώτο Θέμα, troktiko, Θέμα FM. Διαφωνούσα με τον τρόπο που εκφραζόταν, εκτιμούσα όμως το πάθος του για την δουλειά. Είχαμε πολύ διαφορετικές απόψεις για πολλά θέματα, αλλά κι έναν αμοιβαίο σεβασμό για το πώς αντιμετώπιζε ο καθένας τα πράγματα. Εξ άλλου αντιπροσωπεύαμε εντελώς διαφορετικά σύμπαντα. Ξανασυναντηθήκαμε κάποια στιγμή στο Πρώτο Θέμα, όταν δούλευα στο Big Fish κι εκείνος έκανε εκείνη την ελεεινή στήλη με τα εκκλησιαστικά, μεταξύ άλλων. Πήγα να τον κοροϊδέψω, δεν κατάλαβε. Είπαμε, διαφορετικά σύμπαντα. Ειδικά το troktiko: αυτό το εμετικό site θα μπορούσε να είναι λόγος να εγκαταλείψω το "Πο Πο Culture!" - τόσο πολύ με χαλάει που όταν λες ότι έχεις blog, η συνηθέστερη απόκριση είναι "σαν το troktiko;"

Μπήκα πρωί πρωί στο αυτοκίνητο για μια δουλειά και άκουσα στο ραδιόφωνο για την εκτέλεσή του. Ένιωσα ένα κενό. Όχι ως δημοσιογράφος. Ως φίλος. Θυμήθηκα το γάμο του, πόσος κόσμος είχε γεμίσει την εκκλησία στην Ηλιούπολη, περιμέναμε μία ώρα μέχρι να χαιρετίσουμε το ζεύγος, θυμήθηκα που όταν είχα τελειώσει με το στίβο είχε ασχοληθεί (χωρίς να του το ζητήσω ποτέ) να μου βρει δουλειά, θυμήθηκα ακόμη πιο παλιά τα χαμόγελα στα στάδια και τα συγχαρητήρια μετά τις νίκες, ή τις συμβουλές μετά τις κακές εμφανίσεις. Και η γλώσσα μου γέμισε με γεύση μετάλλου...

16 Ιουλ 2010

At the indie disco


The Divine Comedy - At The Indie Disco

Μόλις συνειδητοποίησα ημισοκαρισμένος ότι το blog έχει να ανανεωθεί μια ολόκληρη εβδομάδα. Όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή, μέσα Ιουλίου, Mr. Arkadin και Homo Ludens πήζουν στην δουλειά, μπας και καταφέρουν να πάρουν μερικές ημέρες άδεια και να πάνε να ανεμοδαρθούν πάνω στις σανίδες τους (εγώ δηλαδή, ο άλλος δεν ξέρει τι θα κάνει στις διακοπές του). Έχω πράγματα να γράψω, για να δώσω λίγη ζωή στο blog, αλλά δεν προλαβαίνω με τίποτε. Σου χρωστάω, για παράδειγμα, τις παραδοσιακές θερινές δισκοκριτικές για να ξέρεις τι να πάρεις μαζί σου στο νησί. Αλλά ξαναλέω: Δεν έχω βρει χρόνο. Μέχρι τότε, πάρε νέους Divine Comedy που είναι must. Να ανεβεί κι ένα postάκι επιτέλους...

7 Ιουλ 2010

Είμαστε όλοι Τούρκοι (Ή, θα θέλαμε)

Είναι μάλλον ασφαλές να εικάσει κανείς ότι αυτήν την στιγμή, οι Ελληνες τηλεθεατές χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες: εκείνους που βλέπουν μουντιάλ κι εκείνους που βλέπουν το «τούρκικο»* (αυτή η επισήμανση συνήθως συνοδεύεται από διαχωρισμό των θεατών ανάλογα με το φύλο, αλλά η εμπειρία έχει αποδείξει ότι τέτοιου τύπου κατηγοριοποιήσεις είναι ξεπερασμένες). Κι έχει ασφαλώς ενδιαφέρον το ότι, ενώ η τουρκική σαπουνόπερα έχει τίτλο, ο οποίος μάλιστα παραπέμπει σε ένα παραμύθι που αποτελεί συλλογική πολιτιστική αναφορά των ανθρώπων σε κάθε γωνία της γης, δεν θα ακούσεις ποτέ κάποιον να λέει «βλέπω τις ‘Χίλιες και μία Νύχτες’». Όχι, είναι σαν να έχουμε συμφωνήσει όλοι να αναφερόμαστε σ’ αυτήν την σειρά με τον ελαφρώς απαξιωτικό όρο «Το τούρκικο», αφήνοντας να εννοηθεί η φράση «η μισή ντροπή δική μου».
Δεν είναι η πρώτη φορά που μας συμβαίνει τέτοιο εθνικό πολιτισμικό σοκ. Και πριν από λίγα χρόνια είχαμε όλοι παραδοθεί στις ιστορίες που ταλάνιζαν την οικογένεια Μπακλαβατζίογλου, παρακολουθώντας την ερωτική ιστορία ενός (κατάξανθου) Ελληνα και μιας σεμνής Τουρκάλας. Τότε, όμως, η συγκυρία ήταν διαφορετική. Ημασταν ακόμη σε κατάσταση ευφορίας μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, νιώθαμε ανώτεροι, έτοιμοι να αφήσουμε στην άκρη προαιώνια μίση και να παραδοθούμε στην ιδέα της ελληνοτουρκικής φιλίας. Ειδικά από την στιγμή που το ελληνικό στοιχείο ενσάρκωνε ένας όμορφος και ζάπλουτος νεαρός, και το τουρκικό μια λαϊκή φωνακλάδικη οικογένεια. Ναι, από την σύγκριση βγαίναμε κερδισμένοι, με το εθνικό μας φρόνημα κολακευμένο από τους γείτονές μας.
Τώρα όμως; Τι είναι αυτό που μας κάνει να σνομπάρουμε τις ελληνικές σαπουνόπερες και να παραδινόμαστε άνευ όρων στην ιστορία μιας όμορφης και μορφωμένης πλην πάμφτωχης χήρας που αμαρτάνει για το παιδί της; Α ναι, είναι η εθνική μας ροπή στο μελό, αυτό που αποτελεί πνευματική μας τροφή χρόνια τώρα, από την εποχή που ο Νίκος Ξανθόπουλος περιφρονούσε τα πλούτη των εφοπλιστών ενσαρκώνοντας το αδούλωτο φιλότιμο του Ελληνα. Ασφαλώς παίζει ρόλο και το σεξ απίλ του κεντρικού ήρωα, η επίδραση του οποίου στον γυναικείο πληθυσμό ίσως καταδεικνύει ένα έλλειμμα τεστοστερόνης στην ελληνική τηλεόραση, η οποία πιθανόν να χρειάζεται ορμονοθεραπεία, προκειμένου να αποφευχθεί η εισαγωγή ανδροπρέπειας από την γείτονα χώρα.
Αλλά δεν πρέπει να παραβλέψουμε κάτι εξίσου σημαντικό: η ύφεση έχει προκαλέσει ρωγμές στις σχέσεις της Ελλάδας με την Ευρώπη. Παλεύουμε χρόνια τώρα να πείσουμε τους εαυτούς μας για την ευρωπαϊκή μας εθνική ταυτότητα και την κρίσιμη στιγμή, οι Ευρωπαίοι μας αντιμετωπίζουν σαν μαύρα πρόβατα. Βαθιά πληγωμένοι (οικονομικά και πολιτισμικά) στρεφόμαστε για παρηγοριά στους γείτονές μας κι αυτό είναι συγκινητικό: είναι σαν να αποδεχόμαστε επιτέλους τον οριεντάλ εαυτό μας, αυτόν που αρνούμαστε χρόνια τώρα. Στο πρόσωπο των γειτόνων μας βρίσκουμε έναν ιδανικό καθρέφτη. Πόσω μάλλον που οι πρωταγωνιστές της σειράς είναι εξωφρενικά πλούσιοι, μεν, αλλά με ατόφια τα συντηρητικά, μικροαστικά χαρακτηριστικά τους. Υπάρχει καλύτερο πρότυπο;

*Ναι, ξέρω, υπάρχει και μια κατηγορία που βλέπει «True Blood», αλλά οι βαμπιρολάγνοι χρήζουν ειδικής αντιμετώπισης, έτσι κι αλλιώς.

**Εσύ τι βλέπεις; Ψήφισε στην δεξιά στήλη...

***(δημοσιεύτηκε την Κυριακή 4/7 στο περιοδικό Big Fish του "Πρώτου Θέματος")

6 Ιουλ 2010

Ξέρω τι θα κάνεις την Κυριακή το βράδυ...

Φέτος είναι η χρονιά της jazz...

Esperanza Spalding Live 07 / 2009 from Soulstaff on Vimeo.


Αν διαβάζεις αυτό το μπλογκ, ίσως και να με έχεις σιχαθεί: Django Reinhardt, Duke Ellington, Sonny Rollins, Roberta Gambarini, Dee Dee Bridgewater, Esbjorn Svensson, Medeski Martin & Wood και τόσοι άλλοι. Κάθε λίγο και λιγάκι έχω να σου πω για κάποιον που ξυπνάει το πρωί και κλάνει αυτοσχεδιασμούς στο πιάνο, το σαξόφωνο, την τρομπέτα, την κιθάρα, μια τραγουδίστρια που σε αγκαλιάζει με την φωνή της, κάποιον που πραγματικά ονειρεύεται να κάνει καριέρα παίζοντας βιμπράφωνο. Η πλάκα είναι ότι, κατά κανόνα, αυτή η εμμονή μου με την τζαζ αφορούσε περισσότερο σε μουσικές του παρελθόντος - και όχι άδικα: είτε μας αρέσει είτε όχι, οι μεγάλες μουσικές επαναστάσεις έχουν ήδη συντελεστεί, και τις περισσότερες τις ξεκίνησαν ο Θελόνιους Μονκ και ο Μάιλς Ντέιβις. Επίσης, είναι αλήθεια ότι έχει ήδη ηχογραφηθεί τόση μουσική που δεν έχουμε ακόμη αφομοιώσει, που δεν υπάρχει λόγος να ηχογραφείται καινούρια - πόσω μάλλον αν δεν πουλάει. Ειδικά στην τζαζ τα πράγματα είναι σχεδόν καταθλιπτικά: είναι ένα είδος που υπολογίζεται ότι εκπροσωπεί περίπου το 1,8% των πωλήσεων δίσκων παγκοσμίως (πριν από 5 χρόνια ήταν 3%) - και σ' αυτά υπολογίζονται ο Μάιλς και η Νόρα Τζόουνς. Κι όμως. Δεν ξέρω αν συνέβαινε πάντα ή αν απλώς είναι η παρούσα συγκυρία, αλλά νιώθω ότι, ειδικά φέτος, η τζαζ σοδειά είναι ιδιαίτερα πλούσια. Δεν εννοώ μόνο αριθμητικά - συστηματικά βγαίνουν καμιά εξηνταριά δίσκοι τον μήνα, παγκοσμίως - αλλά και ποιοτικά. Στο πρώτο εξάμηνο του 2010, έχω ακούσει συναρπαστικά δισκάκια: με έχουν συγκινήσει ο λαμπρός Κρίστιαν Σκοτ, ο φιλόδοξος Μπραντ Μέλνταου, ο εκρηκτικός Τζέισον Μοράν, ο γενναιόδωρος Άλντο Ρομάνο, οι λέκτορες του λυρισμού Κιθ Τζάρετ και Τσάρλι Χέιντεν, ο βαρυπενθών Νταν Μπέργκλουντ (που ξεπέρασε τον θάνατο του Σβένσον δημιουργώντας ένα ολοζώντανο σκανδιναβικό jazz-rock fusion) κ.ο.κ. Όσο τα ακούω με ζώνουν τα φίδια: συνέβαιναν τόσο ενδιαφέροντα πράγματα στην τζαζ τα τελευταία χρόνια, που εγώ κάλυπτα τα κενά μου στην δισκογραφική δεοντολογία; Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι είναι Ιούλιος κι έχω ήδη αρχίσει να γεμίζω εικοσάδα για την blogovision του Δεκέμβρη - για πρώτη φορά. Κι ότι κρατάω από τώρα την πρώτη θέση - από ένστικτο - για ένα άλμπουμ που θα βγει τον Αύγουστο, το Chamber Music Society της Εσπεράντζα Σπόλντινγκ, του μεγαλύτερου ταλέντου που έχει εμφανιστεί στην τζαζ εδώ και τουλάχιστον ένα τέταρτο του αιώνα (πριν ήταν αγέννητη)...

Esperanza Spalding, Chamber Music Society EPK from Concord Music Group on Vimeo.

3 Ιουλ 2010

Φέτος είναι η χρονιά του folk...


Tango With Lions - Right From The Start

Αν διαβάζεις αυτό το μπλογκ, ίσως και να με έχεις σιχαθεί: Mumford & Sons, Basia Bulat, Angus & Julia Stone, Josh Ritter, Shearwater, Sarah Jarosz και τόσοι άλλοι. Κάθε λίγο και λιγάκι έχω να σου πω για κάποιον που ξυπνάει το πρωί και χασμουριέται solos στο μπάντζο, κάποιον που ξέρει όντως να παίζει εκείνη τη μικρή, φορητή άρπα, κάποιον που πραγματικά ονειρεύεται να κάνει καριέρα παίζοντας γιουκουλέλε (ή γιουκαλίλι;). Οι Tango With Lions είναι στην ουσία η Kat (Κατερίνα Παπαχρήστου) και το "Verba Time" είναι το πρώτο της άλμπουμ. Και παίζει folk. Εντάξει, λατρεύω...

Στιγμές από τα Μουντιάλ που θυμάμαι: 1986, Μεξικό #3 (Έλκιερ, Λάουντρουπ, Γιέσπερ Όλσεν και άλλα τέτοια)


Χάρηκα πολύ με τη σημερινή πρόκριση της Ουρουγουάης στα ημιτελικά του Μουντιάλ. Κυρίως γιατί η Ουρουγάη που έχω στο μυαλό μου είμαι μια χώρα που αποτελείται από losers -που δεν ξέρουν κιόλας να χάνουν. Αλλά και μια χώρα με ποδοσφαιρικές δάφνες σπάνιες, εκείνα τα τρόπαια του '30 και του '50 που ναι, είναι πανάρχαια και "άλλη μπάλα έπαιζαν τότε", αλλά ειδικά το δεύτερο, μέσα στο Μαρακανά της πιο πυρηνικής Βραζιλίας που είχε υπάρξει μέχρι τότε ήταν απόδειξη πως αυτός ο μικροσκοπικός λαός έχει κάτι αρχίδια νααααα, μετά συγχωρήσεως. Περίμενα κάποια στιγμή να αναφλεγεί το μείγμα μολότοφ που φτιάχνεται από όλο αυτό το σκουριασμένο μεγαλείο σε συνδυασμό με την ανάγκη αποτίναξης της ανικανότητας για μια σοβαρή εμφάνιση σε μεγάλο αγώνα. Και να που η ανάφλεξη γίνεται φέτος και το παρεάκι του τρισμέγιστου Λουίς Σουάρεζ ονειρεύεται τελικό και -γιατί όχι;- τρίτο τίτλο.

Πίσω στο Μεξικό του 1986, όμως, και το λόγο που λυπόμουν μέχρι προσφάτως τους Ουρουγουανούς. Στις 4 Ιουνίου, η ομάδα του Χόρχε Μπάριος έπαιξε με τους φιναλίστ στη συνέχεια Δυτικογερμανούς και απέσπασε ένα αξιοπρεπέστατο 1-1. Στον όμιλο είχαν ακόμη τη Δανία και την Σκωτία, οπότε το να ξεκινάς με ισοπαλία κόντρα στους φιναλίστ (και) του προηγούμενου Μουντιάλ σήμαινε ότι ήσουν έτοιμος για μεγάλα πράγματα. Μπα... Τέσσερις μέρες αργότερα, στο Νεζαχουακογιότλ (την πόλη που ακόμη και σήμερα -στο παγκόσμιο κύπελλο της Αφρικής και των κουλών ονομάτων- παραμένει ο χειρότερος γλωσσοδέτης των σπορτκάστερ) η Ουρουγουάη διασυρόταν από τη Δανία του Μόρτεν Όλσεν. Που τότε ήταν παίκτης, βέβαια, γέροντας όπως και σήμερα, 37 ετών παλικάρι, αλλά είχε για παρέα κάτι μαγικά πιτσιρίκια σαν τον Μίκαελ Λάουντρουπ, τον αδελφό του, Γιέσπερ Όλσεν, τον Γιαν Μέλμπι και τον κάπως μεγαλύτερο (31 τότε) Πρέμπεν Έλκιερ Λάρσεν (όπως λέμε Γιάννεν Αγγελοπούλερ Δασκαλάκεν). Στο τέλος της ημέρας η Δανία μετρούσε 6 και η Ουρουγάη 1. Βατερλό. Ο κόσμος παραμιλούσε για το επιθετικό ταλέντο των Δανών. Εγώ ασχολιόμουν με κάτι άλλο...

Η εμφάνιση της εθνικής Δανίας του 1986 παραμένει μέχρι και σήμερα η πιο όμορφη εμφάνιση που φορέθηκε ποτέ σε ποδοσφαιρικό γήπεδο. Τους χάζευα με το στόμα ανοικτό να σκοράρουν το ένα γκολάκι μετά το άλλο και δεν ήθελα το παραμύθι αυτό να τελειώσει, γιατί είχα μείνει εντελώς μαλάκας με το μισό ριγέ, μισό γεμάτο κόκκινο, με αντίθετο σχέδιο στο μανίκι και αντίθετο και στο σορτσάκι. Εντάξει, σήμερα μοιάζει λίγο με τη στολή του καρνάβαλου, αλλά τότε ήμασταν μέσα στη μέση των '80s. Ήταν λέμε η απόλυτη εμφάνιση! Και ήταν και Hummel. Μια μάρκα παντελώς άγνωστη που επειδή ήμουν έξυπνος ως μαθητής δημοτικού, φανταζόμουν -και καλά έκανα- ότι ήταν δανέζικη εταιρεία και η εθνική ομάδα ήθελε να δείξει πίστη στα τοπικά προϊόντα (λογικά τα walkman τους έφεραν ακουστικά Bang & Olufsen και οι βέρες όσων από εκείνους ήταν παντρεμένοι, ήταν Georg Jensen...)

H Δανία, παραδόξως, αφού καθάρισε Σκωτία (1-0) και Δυτική Γερμανία (2-0) στον όμιλο, εξαφανίστηκε στον επόμενο γύρο, με 5-1 από τους Ισπανούς, σε ένα ρεσιτάλ του Εμίλιο Μπουντραγκένιο που έβαλε τέσσερα γκολ. Είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι ο λόγος για τον διασυρμό αυτόν ήταν ότι οι Δανοί δεν φόρεσαν την φανταστική σούπερ φοβερή εμφάνισή τους (γιατί έβαλαν τα κόκκινα οι Ισπανοί), αλλά αναγκάστηκαν να παίξουν με λευκά.

Τέλος πάντων, η πρώτη μου αγορά μετά το Μουντιάλ ήταν μια Δανία στο Subbuteo με την θεϊκή στολή. Ήταν η πιο πολυπαιγμένη από όλες μου τις ομάδες -και είχα πολλές. Για την ιστορία, η Ουρουγουάη τελικά κατάφερε να περάσει στον επόμενο γύρο, ως τρίτη από τον όμιλο (περνούσαν τότε οι 4 καλλίτερες από τις 6 τρίτες) χάρη σε μία ακόμη ισοπαλία κόντρα στους Σκώτους, και στους "16" αποκλείστηκε από την Αργεντινή του Μαραντόνα. Φέτος μπορεί να πάει την εκδίκησή της. Στον τελικό...

Από εκείνο το Μουντιάλ, θυμάμαι έντονα μερικά πράγματα ακόμη. Όπως το ότι στα προημιτελικά, τα 3 από τα 4 ματς πήγαν στα πέναλτυ. Στα δύο πέρασαν οι αγαπημένες μου ομάδες. Η μεγάλη Γαλλία κέρδισε τους Βραζιλιάνους (με τον Σώκρατες και τον Πλατινί να αστοχούν) και το Βέλγιο τους μισητούς Ισπανούς που είχαν διασύρει την ομάδα με την τέλεια φανέλα. Στον τρίτο, οι διοργανωτές Μεξικανοί του Χιούγκο Σάντσες και του τωρινού τους κόοουτς Χαβιέ Αγκίρε, είχαν δώσει ρεσιτάλ αστοχίας κόντρα στους Δυτικογερμανούς (σκόραρε το πρώτο ο Νεγκρέτε, έχασαν τα δύο επόμενα ο Κιράρτε και ο Σερβίν και βέβαια οι άλλοι δεν έχασαν ούτε ένα) και πολύ είχα λυπηθεί. Στον τέταρτο προημιτελικό έπαιζαν οι Αργεντινοί με τους Άγγλους. Εκείνο το ματς, και να μην το είχα δει τότε, θα ήταν αδύνατον να μην το θυμάμαι...



Παραδόξως, δεν έχω αναμνήσεις από τους ημιτελικούς, ίσως γιατί δεν ήθελα με τίποτε να δεχθώ ότι η πολυαγαπημένη μου Γαλλία ξανααποκλειόταν από τους Γερμανούς και δεν πήγαινε στον τελικό, αλλά θυμάμαι πολύ καλά τον μεγάλο τελικό. Ήμουν σε ένα εστιατόριο στις Μένητες της Άνδρου, είχαμε φάει πίτσα, οι μεγάλοι έπιναν κρασί κι έλεγαν τα δικά τους, εγώ ζήτησα από τον ιδιοκτήτη να μου ανοίξει την τηλεόραση. Όταν στο '80 ο Ρούντι Φέλερ ισοφάρισε σε 2-2, το γλέντι έπαυσε για λίγο και μαζεύτηκαν όλες οι ηλικίες πίσω μου. Τρία λεπτά αργότερα, μια μαγική μπαλιά του Μαραντόνα, πίσω από τη σέντρα, στον κενό χώρο που έτρεχε ο Μπουρουσάγα φάτσα με τον Σουμάχερ τους έστειλε όλους πίσω με ένα χαμόγελο. 3-2. Η τάξη είχε αποκατασταθεί.

Το μυστικό για να κερδίσεις ένα ματς στην διαδικασία των πέναλτυ...


...είναι να έχεις φάει καλά το μεσημέρι. (Η φωτογραφία προέρχεται από tweet του Ντιέγο Φορλάν)

2 Ιουλ 2010

Ζήτω η χαίτη

Το SMS έφτασε (ως συνήθως) απροειδοποίητα: «ρε συ, ο Πύρρος Δήμας είναι στους Aerosmith!». Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω κατά πόσον ο εθνικός μας ολυμπιονίκης είναι ροκάς (ή καρεκλάς; Ποιοι είναι οι αντίστοιχοι σημερινοί διαχωρισμοί;) αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία. Οι συναυλίες που διοργανώνει η εταιρεία του Ντέμη Νικολαΐδη αποτελούν, έτσι κι αλλιώς, κοσμικά γεγονότα, κατά κάποιον τρόπο, οπότε ναι, είναι αναμενόμενο να βρεθείς μπροστά σε «διάσημους» που μοιράζονται με σένα το ίδιο μουσικό γούστο. Πόσω μάλλον, δε, που το εν λόγω γούστο δεν είναι και κάτι σπάνιο. Η νοσταλγική αγάπη για τον παλιομοδίτικο ροκ ήχο, τις βαρβάτες κιθάρες και τις αγέρωχες χαίτες είναι κάτι που ενώνει το ελληνικό κοινό και ξεπερνά τις διαχωριστικές γραμμές. Σε δύο πράγματα μπορεί να ποντάρει κανείς με ασφάλεια τα καλοκαίρια στην Ελλάδα: στις επαναλήψεις του «Ρετιρέ» και τα Heavy Metal συγκροτήματα στο Rockwave – και για τα δύο φέτος κλονιστήκαμε συθέμελα: όχι μόνο κοντεύει Ιούλιος και δεν έχουμε ακούσει ακόμη τις φωνές της Κατερίνας Γιουλάκη να εγκαινιάζουν τους νέους ψηφιακούς μας δέκτες, αλλά και το Rockwave είναι λιγότερο «rock» από ποτέ, εκχωρώντας το metal χαρακτήρα του στο νεόκοπο Sonisphere, στο όνομα του οποίου ορκίζονται οι πολυάριθμοι Ελληνες χεβιμεταλάδες, μια φυλή που έχει αποδειχθεί απίστευτα ανθεκτική στις μόδες και το πέρασμα των χρόνων. Αρκεί να αναρτηθεί κάπου μια αφίσα που να αναγγέλλει μια συναυλία συγκροτήματος που γράφει το όνομά του με γοτθικά γράμματα και ξέρεις ότι εκείνη την ημέρα θα καταφτάσουν ορδές ανθρώπων με ίσια, μακριά μαλλιά και ελαστικά τζιν (αν αναρωτιόσουν ποιος είναι ο λόγος ύπαρξης του ελαστικού τζιν, ορίστε η απάντηση). Εχουμε μάθει πια να το αντιμετωπίζουμε ως φυσιολογικό, ενώ από τότε που οι Scorpions μας αναγνώρισαν σαν δεύτερη πατρίδα τους, το hard rock απενοχοποιήθηκε πλήρως. Αφού το μοναδικό συναυλιακό απωθημένο που έχουμε πια – δεδομένου ότι την Μαντόνα την είδαμε – είναι οι Bon Jovi. Τι να κάνουμε; Αυτά είναι τα αντανακλαστικά μας. Μπορεί η μουσική να εξελίσσεται, να βγαίνουν δεκάδες μπάντες στο Myspace, να ανακαλύπτεται ένα νέο ποπ παρακλάδι κάθε μήνα, να ιδρώνουν κάθε χρόνο οι υπεύθυνοι του Synch να φέρουν στην Αθήνα την πρωτοπορία, να ιδρώνουν και οι άλλοι να φέρουν την «popstar της ημέρας», αλλά στο τέλος οι Aerosmith θα μαζέψουν περισσότερους θεατές από όσους μάζεψε (π.χ.) η Ριάνα – κι αν το κοινό της Ριάνα δεν περιλάμβανε και τόσα ανήλικα που έπρεπε να συνοδεύονται από κηδεμόνα, θα είχε λιγότερους. Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις γι’ αυτό το πάθος των Ελλήνων – οι περισσότερες είναι κατεξοχήν μουσικές. Υπάρχει κι ένας παράγοντας που πρέπει κάποια στιγμή να εξετάσουμε: ο παράγοντας «χαίτη», που επιβιώνει, εκτός του χαρντ ροκ και σε ένα άλλο πεδίο της ποπ κουλτούρας που αγαπάμε: το ποδόσφαιρο. Τώρα που έχουμε ακόμη φρέσκια την εικόνα της φιλότιμης χαίτης του Σαμαρά να ανεμίζει στο στάδιο Πίτερ Μοκάμπα, ίσως πρέπει να παραδεχτούμε ότι μας αρέσουν οι ήρωές μας να έχουν πλούσιους βοστρύχους. Είναι θέμα DNA: μας θυμίζουν αρχαίους πολεμιστές, προφανώς. Ή αυτό, ή πραγματικά φοβόμαστε την φαλάκρα.
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Big Fish, την Κυριακή 27/6)

1 Ιουλ 2010

Έλεγχος α' εξαμήνου


Γλυκιά Ελέττρα,
λιώνει η Toblerone στην τσέπη της λινής βερμούδας, σαν τις μπογιές που βάφουν το δέρμα σου στις φωτογραφίες του Above Magazine. Θέλεις όντως να διαλέξουμε παρέα καινούργιες μουσικές για το iPod σου; Λερώνω παντελόνια και μάγουλα, απλώνω καφετιές δακτυλιές στη δισκοθήκη μου, δεν κρατιέμαι. Απ’ την αρχή της χρονιάς, έλεγχος α΄ εξαμήνου, σού βρίσκω δέκα δίσκους που σου ταιριάζουν. Ακουσε και πες μου:

1. To «Grey Oceans» των Cocorosie. Γιατί μου θυμίζει το εξώφυλλο που έκανες στο Above. Η δική σου ομορφιά, πασαλειμμένη με πράσινη και μπλε μπογιά, μπερδεύεται με τα ζωγραφισμένα, γκροτέσκα μουστάκια των αδελφών Κασάντι και απλώνει τον καμβά για να χορέψει πάνω του η μουσική τους. Μουσική για όνειρα. Ποιμενική indie pop με τα συνήθη τους πασπαλίσματα παιδικής αφέλειας -σαν τη λιωμένη Toblerone στην τσέπη και στα δάκτυλά μου- και δυο κουταλάκια του γλυκού trip-hop.

2. Το «Brothers» των Black Keys. Για το Μουντιάλ, που ήταν η πρώτη λέξη που μου ήλθε στο μυαλό όταν είδα το εξώφυλλο στο Above, λόγω «αφρικανικής» υφής προφανώς. Και οι Black Keys, σαν η Ουρουγουάη να θυμάται τον πρωταθλητή εαυτό της, επανιδρύονται στο soundtrack των ακουστικών μου από τις 11 Ιουνίου...

3. Το «Odd Blood» των Yeasayer. Για την Αφρική. Για τις οικολογικές και φιλανθρωπικές σου δράσεις εκεί. Γιατί οι Μπρουκλινέζοι αναμειγνύουν αφρικανικές και αραβικές νόρμες με την πιο μοντέρνα electro rock, για να συνθέσουν τον απόλυτο ύμνο των hipsters.

4. Το «Golden Archipelago» των Shearwater. Γιατί δεν θα έχεις άγνωστες λέξεις, ακούγοντας το πράσινο μανιφέστο του Τζόναθαν Μέιμπουργκ. Κι αν πιάσετε την κουβέντα, εκείνος θα καταλάβει αμέσως τα περί «κάθετης καλλιέργειας» που προωθεί το ίδρυμά σου.

5. To «A Sufi And A Killer» του Gonjasufi. Γιατί, αν έχω καταλάβει καλά, η Βιοϊατρική, εκεί που κυνηγάς το δεύτερο πτυχίο σου, είναι μια κοινωνικοφιλοσοφική προσέγγιση στο τι αλλάζει η επιστήμη στον άνθρωπο. Κι ο Gonjasufi κάνει κάτι παρόμοιο με τη μουσική. Κάπως έτσι θα ακουγόταν το dubstep αν γεννιόταν σ’ ένα χωριό των χίπι κάπου στα ’60s. Και γιατί αυτό είναι μάλλον το άλμπουμ της χρονιάς.

6. Το «Go» του Jonsi. Γιατί μια και πιάσαμε τα πτυχία, αν οι Διεθνείς Σχέσεις (το πρώτο σου) ήταν μουσική, θα ακούγονταν πάνω-κάτω σαν το «Go». Στο σόλο άλμπουμ του Jonsi μοιάζει σαν η μπάντα του, οι θρυλικοί Sigur Ros, να παίζουν σε fast forward, μετά από κατανάλωση γενναίων ποσοτήτων Prozac.

7. Το «Swim» του Caribou. Γιατί, καλά τα πτυχία, αλλά πάνω από όλα είσαι top model. Και δεν μπορώ να σε φανταστώ στα catwalks με τίποτε άλλο από το ηλεκτρονικό άλμπουμ της χρονιάς να ακούγεται απ’ τα ηχεία.

8. Το «Down The Way» των Angus & Julia Stone. Για τη συνεργασία σου με τη Lancôme. Στα βήματα της μητέρας σου. Κι ας μη θες να προφέρουν το «Ροσελίνι» ανάμεσα στο Ελέττρα και το Βίντεμαν. Ο Ανγκους και η Τζούλια, δύο αδέλφια από την Αυστραλία, συνθέτουν ένα folk ταξίδι στα ροζ σύννεφα. Οπως περίπου σε πουλάει η γαλλική εταιρεία. Οπως πουλούσε τη μητέρα σου.

9. To «Sigh No More» των Mumford & Sons. Για την Ιζαμπέλα Ροσελίνι. Γιατί το folk rock παραλήρημά τους είναι ό,τι πιο κοσμοπολίτικο και κομψό θα έχεις ακούσει φέτος. Σαν τη μητέρα σου.

10. Το «Bang Goes The Knighthood» των Divine Comedy. Για τη γιαγιά σου. Αν είναι κάποιος να γράψει ένα τραγούδι για την Ινγκριντ Μπέργκμαν, ας το κάνει ο Νιλ Χάνον...

Ελπίζω να σου αρέσουν,
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

(Exitorial, GK Ιουλίου 2010. Κυκλοφορεί με την «Καθημερινή» στις 4.7.)

Κι εσύ θα πας στη Μύκονο...


Fleet Foxes - Mykonos


The door slammed loud and rose up a cloud of dust on us
Footsteps follow, down through the hollow sound, torn up

And you will go to Mykonos
With a vision of a gentle coast
And a sun to maybe dissipate
Shadows of the mess you made

How did any holes in the snow tipped pines, I find
Hatching from the seed of your thin mind, all night?

And you will go to Mykonos
With a vision of a gentle coast
And a sun to maybe dissipate
Shadows of the mess you made

Brother you don't need to turn me away
I was waiting down at the ancient gate

You go
Wherever you go today
You go today

I remember how they took you down
As the winter turned the meadow brown

You go
Wherever you go today
You go today

When I'm walking brother don't you forget
It ain't often you'll ever find a friend

You go
Wherever you go today
You go today