Όταν το 1962 ο Μυστικός Πράκτωρ 007 προσγειώθηκε παρέα με τον «Δρ. Νο» στις κινηματογραφικές αίθουσες, άπλωσε ένα κοσμοπολίτικο βερνίκι σ’ ένα κόσμο μάλλον μουντό. Αν ρίξει κανείς μια ματιά στη δεκάδα με τις πιο μεγάλες εμπορικές κινηματογραφικές επιτυχίες εκείνης της χρονιάς, θα ανακαλύψει έξι ασπρόμαυρες ταινίες («Σκιές και Σιωπή», «Ο άνθρωπος της Μαντζουρίας», «Λολίτα», «Η Δίκη», «Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς», «Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν;»), την πολεμική περιπέτεια που δεν έλειπε τότε από καμμία σοδειά («Η μεγαλύτερη μέρα του πολέμου») και, φυσικά, τα πολύωρα έπη – συνταγή της εποχής για συγκομιδή Όσκαρ («Λώρενς της Αραβίας» και «Η κατάκτηση της Δύσης»).
Ο «Δρ. Νο» με την παιδική υπόθεση, το άθλιο καστ (πλην του Τζόζεφ Γουάιζμαν στο ρόλο της ζωής του, ως ο ομώνυμος «κακός») και τις συνεχείς αναφορές στην τρέχουσα επικαιρότητα ήταν μια ταινία εντελώς παράταιρη προς την σοφιστικέ ή επική νόρμα της εποχής (προσθέστε και το «Ελ Σιντ» που παιζόταν ακόμη σε γεμάτα σινεμά, από την περασμένη χρονιά, για να συμπληρώσετε την εικόνα). Και αυτό ήταν το πιο σημαντικό συστατικό της επιτυχίας του. Στην ουσία αποτελούσε την κινηματογραφική εισαγωγή στα swinging sixties, με την ελαφράδα του, τα εξωτικά του τοπία (η ιστορία του διαδραματίζεται στην Τζαμάικα) και τη μουσική του. Και με την Ούρσουλα Άντρες να αναδύεται φορώντας το περίφημο λευκό μπικίνι από το νερό της Καραϊβικής, ο «Δρ. Νο» γέμισε τις κινηματογραφικές αίθουσες για πρώτη φορά με αφορμές για σύμβολα της ποπ κουλτούρας, μιας έννοιας που επίσης είχε μόλις γεννηθεί...
Ο κόσμος αγκάλιασε με θέρμη αυτό το νέο είδος θεάματος και η Eon Productions, η εταιρεία που είχε αγοράσει τα δικαιώματα για τις νουβέλες του Ίαν Φλέμινγκ ήταν έτοιμη να τού προσφέρει κι άλλο υλικό –και να το βελτιώσει χρόνο με το χρόνο. Ο «Δρ. Νο», άλλωστε, βγήκε στα σινεμά με σκοπό να αποτελέσει τον «πιλότο» για μια τηλεοπτική σειρά, αλλά η αναπάντεχη επιτυχία του έπεισε τον Άλμπερτ Μπρόκολι και τον Χάρι Σάλτζμαν να την συνεχίσουν στη μεγάλη οθόνη. Φέτος η «σειρά» γιορτάζει μισό αιώνα διάρκειας...
Το 1973, 11 χρόνια μετά το ντεμπούτο του, ο Τζέιμς Μποντ χρειαζόταν λίφτινγκ. Από τη μία γιατί ο Σον Κόνερι έδειχνε ήδη πολύ γέρος για να συνεχίσει να υποδύεται τον ήρωα (και το πείραμα με τον Τζορτζ Λέιζενμπι δεν αγκαλιάστηκε με ενθουσιασμό από το κοινό), από την άλλη γιατί και ο κόσμος είχε αλλάξει πια. Και, όπως είπαμε, ο 007 δεν ενθουσίαζε το κοινό με το βάθος των νοημάτων του ή με τις επικές του ιστορίες, ούτε με τις συγκλονιστικές ερμηνείες των ηθοποιών του. Την δουλειά την έκαναν οι εύκολες εντυπώσεις και η ποπ κουλτούρα: Μια φωτογραφία του Γιούρι Γκαγκάριν στο σοβιετικό προξενείο της Κωνσταντινούπολης, μια Aston Martin διαλυμένη στον τοίχο του εργοστασίου του «Χρυσοδάκτυλου», μια εντυπωσιακή Ιταλίδα να καβαλάει μια 650άρα BSA A65 ήταν αρκετά. Και βέβαια, η Νάνσι Σινάτρα, η Σίρλεϊ Μπάσεϊ και ο Τομ Τζόουνς να ερμηνεύουν το τραγούδι των τίτλων που αυτόματα γινόταν χιτ της εποχής. Ο Μποντ ήταν η εποχή του. Και το ’73 ο Ψυχρός Πόλεμος ή οι παρανοϊκοί «κακοί» που τού έδιναν νόημα ύπαρξης (τι θα ήταν άραγε ο 007 χωρίς τον Μπλόφελντ;) ήταν πια «παλιακοί».
Ο Ρότζερ Μουρ ήλθε για να αποδομήσει τον Μποντ των ‘60s και ένας πιο απτός κίνδυνος, τα ναρκωτικά, επιστρατεύτηκαν για να τον φέρουν πιο κοντά στον θεατή των ‘70s. Ο 007 επαναπροσδιοριζόταν υπέροχα, ακριβώς την στιγμή που το χρειαζόταν, με το «Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν», την καλύτερη κατά την ταπεινή μου άποψη ταινία της σειράς. 22 χρόνια μετά, με το «Goldeneye» του 1995, ο Μποντ επαναπροσδιορίστηκε για δεύτερη φορά, αποδίδοντας την τρίτη καλύτερη μέχρι τότε (μετά και τον «Χρυσοδάκτυλο») ταινία της σειράς. Η θλιβερή παρένθεση Τίμοθι Ντάλτον που υποβίβασε τον Μποντ σε έναν ακόμη ήρωα αστυνομικής περιπέτειας (από το status του αρχετυπικού σύγχρονου action hero που οι υπόλοιποι αντέγραφαν) χρειαζόταν ένα γερό αντίδοτο. Οι κακοί έγιναν τρομοκράτες και αργότερα, στο «Το αύριο ποτέ δεν πεθαίνει», βαρώνοι των media και ο Πιρς Μπρόσναν ξεπέρασε σε στυλ ακόμη και τον ίδιο τον Σον Κόνερι.
Αλλά ήταν στο «Casino Royale» του 2006 όταν η Eon Productions έδωσε τα ρέστα της, ξεπερνώντας και το «Goldeneye». Επιστρατεύοντας τον καλύτερο ηθοποιό που έχει παίξει ποτέ τον ρόλο, έπιασε τον 007 από τα γενοφάσκια του και τον ξανάκτισε σε κάθε του λεπτομέρεια –αφού η ανάγκη για αναγέννηση ήταν τότε πιο επιτακτική από ποτέ. Ναι, το Βότκα Μαρτίνι είναι ακόμη το αγαπημένο του κοκτέιλ, αλλά όταν τον ρωτούν αν το πίνει κουνημένο ή κτυπημένο, ο Ντάνιελ Κρεγκ απαντά «δεν με νοιάζει». Ναι, και η αγαπημένη του σαμπάνια περνάει από την οθόνη, αλλά ο νέος 007 δεν ξέρει καν πώς να την προφέρει. Την παραγγέλνει ως «Μπόλινγκερ», όταν ο Μουρ και ο Κόνερι την απολάμβαναν ως «Μπόλιντζερ». Και ναι, εδώ θα πει για πρώτη φορά τρεις λέξεις που δεν περίμενες ν’ ακούσεις ποτέ από το στόμα του: «Ι love you». Και όταν το αντικείμενο της αγάπης του χαθεί, στο «Quantum of Solace» που ακολουθεί, ο νέος 007 δεν θα ρίξει καν στο κρεβάτι το «κορίτσι του Μποντ», την εντυπωσιακή Όλγκα Κιουριλένκο. Μα είναι πράγματα αυτά;
Το γιατί ο Τζέιμς Μποντ συνεχίζει να μας αρέσει δεν έχει μια κοινή απάντηση για όλους. Για μένα, ας πούμε, είναι όλες αυτές οι αυτοαναφορές από ταινία σε ταινία, τα «κλεισίματα ματιού» προς το φανατικό του κοινό. Όταν, για παράδειγμα, ο Τζορτζ Λέιζενμπι στην αρχική σκηνή του «Στην υπηρεσία της Αυτού Μεγαλειότητας» σώζει μια καλλονή από το θάνατο, αλλά εκείνη εξαφανίζεται χωρίς ούτε ένα πεταχτό φιλί, πλησιάζει την κάμερα και δηλώνει «αυτό δεν συνέβη ποτέ στον άλλον τύπο», εννοώντας τον Κόνερι. Για άλλους είναι το κάστινγκ των Bond girls ή η αποκάλυψη του νέου gadget. Για πολλούς, το τραγούδι των τίτλων, αφού οι ταινίες του 007 δεν ορίζουν μόνο το κινηματογραφικό τοπίο.
Αυτό που όλοι μας έχουμε κοινό είναι ο εθισμός σε μια συνταγή που άλλαξε το σινεμά και εισήγαγε την ποπ κουλτούρα πριν μισό αιώνα και που έκτοτε άλλαξε ίσα ίσα τα συστατικά της, μόνο όσο χρειαζόταν για να μείνει φρέσκια. Κράτησε τα κορίτσια, τους φοίνικες, τις καταδιώξεις με αυτοκίνητα, τα three pieces κοστούμια, τη βότκα αντί του τζιν στο μαρτίνι. Και πρόσθεσε ακριβώς ό,τι χρειαζόταν για να επιβιώσει στην εποχή του. Όταν, ας πούμε, χρειάστηκε να πάει στο διάστημα, γιατί στους κινηματογράφους σάρωνε ο «Πόλεμος των Άστρων», ο Τζέιμς Μποντ απλά πήγε στο διάστημα («Επιχείρηση: Μουνρέικερ»). Και σε μια σειρά που αγαπάς, κάτι τέτοια ανεκδιήγητα τα συγχωρείς. Γιατί ξέρεις πως το επόμενο επεισόδιο θα είναι καλύτερο.
(Γράφτηκε για το περιοδικό "Κ" της "Καθημερινής")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου