30 Οκτ 2012
Οδύσσεια α λα Robert Wilson: Χιούμορ, θέαμα, έπος!
Ο κόσμος ρωτάει το εύλογο: «Μα καλά, γιατί πήγες να δεις την… πρόβα;» Όντως αυτό που το Εθνικό Θέατρο ονομάζει «προπαράσταση» και ο Robert Wilson το λέει preview, δεν είναι παρά μια πρόβα. Τέσσερις, συγκεκριμένα, πρόβες. Μία την Κυριακή 21 Οκτωβρίου (σ’ αυτήν πήγα εγώ), μια την Τρίτη, μία την Τετάρτη και η πρόβα τζενεράλε την Πέμπτη, 25 Οκτωβρίου, με τις παραστάσεις να ξεκινούν κανονικά την επομένη.
Η απάντηση είναι σύνθετη. Κατ’ αρχάς γιατί πλήρωσα 7 ευρώ μόνο. Κατά δεύτερον γιατί είδα την «Οδύσσεια» πρώτος και τώρα μπορώ να ανεβάσω αυτό εδώ το post και να μαζέψω τα χιλιάδες κλικ των θεατρόφιλων που περιμένουν με αγωνία μια πρώτη κριτική για το πιο πολυαναμενόμενο δρώμενο της σεζόν. Και τέλος, γιατί πού αλλού μπορεί κανείς να απολαύσει την Ζέτα Δούκα να κάνει λάθος την μία από τις έξι στο σύνολο ατάκες της, μόλις πέντε μέρες πριν ξεκινήσουν οι κανονικές παραστάσεις;
(Ο αντίλογος στο τελευταίο επιχείρημα: «Και ποιος σου λέει ότι θα θυμάται τις ατάκες της στις κανονικές παραστάσεις;)
Πέρα από την πλάκα, πάντως, η εμπειρία της προπαράστασης ήταν σούπερ. Εξάλλου, το όλο «πρόχειρον» του πράγματος είναι εγγενές στοιχείο του έργου του Wilson. Και στο κανονικό έργο κάποια επίτηδες πρόχειρα πραγματάκια θα αποτελέσουν απολαυστικές λεπτομέρειες. Από την άλλη, η ίδια η παρουσία του σκηνοθέτη, που είναι πάντα εκδηλωτικός και παραστατικός, είναι μια εμπειρία που λογικά δεν θα τη ζήσουμε στις παραστάσεις (αν και, ικανό τον έχω να παίρνει κι εκεί το μικρόφωνο και να λέει τα δικά του). Κατά τα άλλα, το μόνο που έλειψε από την προπαράσταση ήταν οι 4 τελευταίες σκηνές (είχαν δουλέψει τις 22 από τις 26 που αποτελούν συνολικά την «Οδύσσεια»).
Πώς μου φάνηκε λοιπόν; Έπος. Ναι, το ξέρω ότι η «Οδύσσεια» είναι έτσι κι αλλιώς έπος, αλλά εγώ χρησιμοποιώ τώρα τη λέξη με την πιο σύγχρονη, μεταφορική της έννοια. Είναι ένα οπτικό, κυρίως, θέαμα, με τεράστια δουλειά στα κοστούμια, τους φωτισμούς και τα (λιτά, αλλά εξαιρετικά λειτουργικά) σκηνικά –τα πάντα, πλην των κοστουμιών, δια χειρός του ίδιου του Wilson. Οι ερμηνείες αν και φτωχές σε περιεχόμενο (είπαμε: την δουλειά την κάνει η εικόνα κυρίως) είναι ακριβείς εκεί που πρέπει (δηλαδή η Μαρία Ναυπλιώτου ως Καλυψώ, Κίρκη και Πηνελόπη και η Βίκυ Παπαδοπούλου ως Ναυσικά είναι εξαιρετικές). Επαρκείς εκεί που δεν χρειάζονται πολλά πολλά (ο Σταύρος Ζαλμάς έχει την κίνηση που χρειάζεται για να γεμίζει την σκηνή ως Οδυσσέας, οι Λυδία Κονιόρδου, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Άκης Σακελλαρίου, Νικήτας Τσακίρογλου είναι τόσο έμπειροι που και μόνο η παρουσία τους αρκεί). Και ανεβάζουν τα κέφια όταν τις αναλαμβάνουν οι πιτσιρικάδες (Αποστόλης Τότσικας, Κοσμάς Φοντούκης, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Λένα Παπαληγούρα, Μαριάνα Καβαλιεράτου και οι υπόλοιποι, με σαφείς εντολές να κάνουν το έργο πιο «ποπ»).
Έτσι κι αλλιώς, η απόδοση του ομηρικού έργου γίνεται με πολύ χιούμορ. Με αυτοσαρκασμό, μάλλον, για την φύση του ανθρώπου και την ροπή του προς το λάθος. Ο Wilson τηρεί την χρονολογική εξέλιξη της Οδύσσειας, όπως την αποτύπωσε ο Όμηρος, αλλά αντί να παρατάσσει τους προβληματισμούς με το βαρύ ύφος του αρχαίου έπους, σε έντονα συναισθηματικούς μονολόγους, προτιμά τις εύλογες απορίες στους διαλόγους, τις γκριμάτσες που δηλώνουν το παράλογο του πράγματος και τις οπτικές κορυφώσεις εκεί που το δράμα είναι όντως αρκετά έντονο για να το κοροϊδέψει. Το γκροτέσκο άγαλμα – κούκλα που χρησιμοποιείται ως Κύκλωπας (με τη φωνή του Δημήτρη Πιατά), για παράδειγμα, είναι την ίδια ώρα τρομακτικό αλλά και αστείο, αναλόγως του πώς το φωτίζει ή το εντάσσει στο σκηνικό ο σπουδαίος σκηνοθέτης.
Αλλά, επειδή μακρηγορώ και επειδή δεν είμαι κριτικός θεάτρου, ας το λήξουμε με ένα συμπέρασμα: Στο μουντό σκηνικό της καθημερινής μας πια ζωής, το να υπάρχει για τους επόμενους 6 μήνες το καταφύγιο αυτό του επιβλητικού θεάματος, αυτής της εξαιρετικής παραγωγής σε ένα τόσο όμορφο κτήριο της Αθήνας σαν το Εθνικό Θέατρο, είναι μια κάποια λύσις. Ή μια Ιθάκη. Αναλόγως του τι ψάχνει κανείς.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου