Πριν καν ξεκινήσεις να διαβάζεις το κείμενό μου για τα '70s, θυμήσου ότι πριν 4 χρόνια ο Mr. Arkadin πόσταρε μια ανάλυση για τη μουσική των James Bond σε εκείνη τη saga που είχα κάνει, βλέποντας -και γράφοντας- μια ταινία κάθε μέρα. Πας στο The 007 Countdown, κατεβαίνεις ως την αρχή του και διαβάζεις για κάθε ταινία -και τη μουσική της- από την αρχή. Για το post που ακολουθεί (και αυτά με τις υπόλοιπες δεκαετίες που θα ανεβάσω στη συνέχεια) εκείνες οι αναλύσεις του Mr. Arkadin αποτέλεσαν τον καλύτερο μπούσουλα. Για πιο μεγάλη ευκολία, έχω λινκάρει τον τίτλο της κάθε ταινίας στο αντίστοιχο post που είχα ανεβάσει το 2008.
(Διάβασε ακόμη: #1. Στα '60s)
H δεκαετία του ’70 ήταν μια μεταβατική εποχή, όχι μόνο για το είδος του ήρωα στο οποίο έπρεπε να μεταλλαχθεί ο 007 για να καταφέρει να επιβιώσει, ούτε στο ποιος ηθοποιός τελικά θα αναλάμβανε το δύσκολο αυτό έργο. Και μουσικά πολλά είχαν αλλάξει από την εποχή που μια ορχήστρα με κάθε πιθανό όργανο, ένας αργόσυρτος τζαζ ή μποσανόβα ρυθμός και μια δυνατή κορώνα στο τέλος –όλα δεμένα με το κεντρικό μουσικό θέμα του James Bond– ήταν αρκετά.
"Diamonds Are Forever" (1971)
Ο John Barry, πάντως, που στην προηγούμενη ταινία έχει στήσει την κορυφαία, ίσως, ορχηστρική εκτέλεση της παραπάνω συνταγής και έχει δώσει την ελευθερία στον Louis Armstrong να γράψει ένα κομμάτι που λίγη σχέση είχε με τα υπόλοιπα της δεκαετίας του ’60, σαν να ήθελε να πει ότι «αυτά που ξέρατε, τέλειωσαν, ετοιμαστείτε για rollercoaster τώρα», εδώ σαν να το μετανιώνει. Επαναφέρει την Shirley Bassey, γκόμενά του πλέον, και δεν εξελίσσει τον ήχο του παράλληλα με την εποχή του. Ίσως επηρεάστηκε από εκείνη, που θα ήθελε πολύ ένα comeback στο στάτους που την άφησε το “Goldfinger”, με κάτι που να ακούγεται πολύ κοντά σ’ εκείνο. Ίσως επηρεάστηκε από το γενικότερο κλίμα της ταινίας, που ήταν κάπως αμήχανο, με την επιστοφή του Sean Connery, εμφανώς γερασμένου, κι ένα αστείο, κακόγουστο σενάριο. Η μουσική και το τραγούδι των τίτλων συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πιο μέτρια της σειράς. Κάτι έπρεπε να γίνει άμεσα...
H ανανέωση άργησε μια ταινία! Αλλά τι ανανέωση ήταν αυτή. Ο Roger Moore φέρνει μια ολότελα νέα αύρα και παίρνει πάνω του την πιο ωραία (κατά την ταπεινή μου άποψη) περιπέτεια James Bond που γυρίστηκε ποτέ, το σενάριο φέρνει ένα νέο είδος κακών (έμποροι ναρκωτικών) για να εκσυγχρονίσει τον ήρωα και η μουσική, επιτέλους, ακούγεται όσο μοντέρνα έπρεπε. Δεν είναι τυχαίο πως στην υπογραφή του soundtrack δεν βρίσκεται ο John Barry, που, όπως φάνηκε, δυσκολευόταν κάπως να αντιληφθεί τις αλλαγές που έφεραν τα ‘70s (και που, εντελώς βολικά, δούλευε σε κάτι άλλο την περίοδο που γυριζόταν η ταινία και δεν μπορούσε να συμμετάσχει). O George Martin, o «5ος Beatle» δηλαδή, κάνει θαύματα, και ακόμη περισσότερο οι Paul και Linda McCartney που φέρνουν για πρώτη φορά τον ήχο της ροκ μέσα στον James Bond, αλλά με τρόπο απόλυτα ταιριαστό.
O John Barry έμαθε το μάθημά του και επιστρέφει δριμύτερος. Με όχι τόσο σκληρό ροκ όσο ο Martin και ο McCartney, αλλά με ένα νευρώδες ποπάκι με πολλά πνευστά, που για λίγα δευτερόλεπτα στο μέσο του πάει να γίνει μελοδραματική μπαλάντα. Το μοτίβο του να ακούγεται το τραγούδι των τίτλων σαν μια εκδοχή του κεντρικού μουσικού θέματος του James Bond εγκαταλείπεται πια οριστικά και μόνο κάποιες εξάρσεις των πνευστών στο τέλος το συνδέουν με την ταινία για την οποίαν έχει γραφτεί. Ερμηνεύτρια είναι ένα one hit wonder της εποχής, η Lulu, που τα πάει πολύ καλά στο ρόλο της. Όσον αφορά στο soundtrack, o Barry αφαιρεί την κιθάρα από τις περισσότερες ενορχηστρώσεις και βάζει κυρίως τρομπέτες να παίζουν το χαρακτηριστικό riff από το κεντρικό θέμα, μια καινοτομία που κερδίζει εύκολα τις εντυπώσεις.
Εδώ το τραγούδι των τίτλων για πρώτη φορά δεν έχει τον ίδιο τίτλο με την ταινία (μην βιαστείς, το “We Have All the Time in the World” του Louis Armstrong δεν ήταν τραγούδι τίτλων), αλλά φέρει τον τίτλο “Nobody Does It Better”. To ερμηνεύει παθιάρικα και δυναμικά η Carly Simon και σε εισάγει για τα καλά στα άδυτα της ποπ eurovisionίκής μπαλάντας. Γενικά, όλο το soundtrack της ταινίας (που το έχει επιμεληθεί ο Marvin Hamlisch, αφού ο John Barry καταζητείτο εκείνη την περίοδο στην Μεγάλη Βρετανία για φοροδιαφυγή!) αποπνέει μια εντονότατη σεβεντίλα. Λακ, φαβορίτα και παντελόνι καμπάνα. Ήταν ευχάριστο για την εποχή του, ακούγεται όμως αλλόκοτο σήμερα. Πράγμα που δείχνει ότι τουλάχιστον ο Barry ήξερε πώς να γράφει διαχρονική μουσική.
Ό,τι θα μπορούσε να πάει στραβά σε μια ταινία James Bond, πηγαίνει στο “Moonraker” που εύκολα χωράει στο top 5 των χειρότερων της σειράς (για την πλειονότητα των fans, μάλιστα, στρογγυλοκάθεται στην κορυφή). Ας αφήσουμε τα περί σεναρίου, ερμηνειών και λοιπά, και ας περιοριστούμε στα της μουσικής: o John Barry λύνει τα ζητήματά του με το νόμο, επιστρέφει στην πατρίδα του και στην δουλειά που παλιότερα είχε πάρει εργολαβία και ξαναφέρνει μαζί του την Shirley Bassey. Η οποία ερμηνεύει το τραγούδι των τίτλων πιο ήπια απ’ ότι τα δύο προηγούμενά της, αλλά δεν προσθέτει και πολλά, γιατί έχει την ατυχία να πέσει πάνω σε μια εντελώς ανάλατη και άχρωμη ποπ μπαλάντα. Έγραφα πιο πάνω ότι έχουμε μπει πια σε μια seventies Eurovision λογική, αλλά το “Moonraker”, αν κατέβαινε στον διαγωνισμό, φοβάμαι ότι θα τερμάτιζε τελευταίο και καταϊδρωμένο. Η λεπτομέρεια που σκοτώνει είναι το ποιοι απέρριψαν το κομμάτι πριν τελικά καταλήξει στην (εύκολη λύση) Bassey: Κατά σειρά, ο Frank Sinatra, o Johnny Mathis και (κρατήσου) η Kate Bush.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου