Η μετά θάνατον ζωή
Πάγος έχει καλύψει τα μάτια των γονιών μου. Πώς να δούν; Πώς να κλάψουν; Μεγαλώνοντας σε μια παράξενη καταιγίδα –κανείς δεν παγώνει, κανείς δεν ζεσταίνεται. Βγήκα έξω στη νύκτα, βγήκα να ψάξω για λίγο φως. Παιδά πεθαίνουν έξω στο χιόνι. Δες τα να φεύγουν. Δες τα να φεύγουν!
-Neighborhood #3 (Power Out), από το άλμπουμ “Funeral” (2004)
Toν Ιούνιο του 2003 η γιαγιά της Ρεζίν Σασάν άφηνε τον μάταιο τούτο κόσμο. Στο ταξίδι της την ακολούθησε τον Μάρτιο του 2004 ο παππούς του Γουίν Μπάτλερ. Και ένα μήνα αργότερα η πολυαγαπημένη θεία του Ρίτσαρντ Πάρι. Θα ήταν τρεις ακόμη θάνατοι από φυσικά αίτια, τρεις αποχωρήσεις υπερηλίκων από την ζωή, τρία απλά, καθημερινά συμβάντα, αν οι Σασάν και Μπάτλερ δεν ήταν σύντροφοι στη ζωή και ο Πάρι δεν ήταν συνεργάτης τους. Και αν όλα αυτά δεν συνέβαιναν την περίοδο που το μουσικό τους γκρουπ, οι Arcade Fire, δεν συνέγραφαν και ηχογραφούσαν τα τραγούδια για το πρώτο τους άλμπουμ. Το ζοφερό κλίμα αποτυπώθηκε στον ήχο του.
Δεν ήταν τρεις άδικοι, βίαιοι ή αναπάντεχοι θάνατοι, γι’ αυτό και η αναγνώριση του εσωτερικού πόνου ήταν μάλλον υποσυνείδητη. Αλλά ήταν μια διαδικασία που κρατούσε για μήνες. Η μια απώλεια διαδεχόταν την άλλη. Η αμηχανία, οι σκέψεις, η ωρίμανση και μαζί μια ιδιότυπη αναγέννηση πότιζαν τους τοίχους του στούντιο, τα σεντόνια του ζεύγους, τα ίχνη που άφηναν οι πατημασιές του γκρουπ στα χιονισμένα πεζοδρόμια του Μόντρεαλ. Όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος τους, τον Σεπτέμβριο του 2004, τον ονόμασαν «Κηδεία» («Funeral») και όλοι οι μουσικοκριτικοί του κόσμου τον ονόμασαν το καλύτερο πράγμα που είχαν ακούσει για δεκαετίες.
Αυτό που είχε συμβεί ήταν μεταφυσικά απλό: Οι Arcade Fire ήταν ένα γκρουπ με πολύ ταλέντο. Δεν θα υπέγραφε συμβόλαιο μαζί τους η Merge, αλλιώς. Παρ’ ότι μικρή και ανεξάρτητη δισκογραφική, είναι κορυφαία στο είδος της –όλες οι νέες μπάντες της indie rock θα ήθελαν να βρεθούν κάτω από την στέγη της. Όχι, το πρόβλημα με τους Arcade Fire δεν ήταν η έλλειψη ταλέντου. Ήταν η αδυναμία να το τιθασεύσουν. Επτά μέλη, στις αρχές της τρίτης δεκαετίας της ζωής τους όλοι, με άπειρες ιδέες, ελάχιστη συνεννόηση, πολλά νεύρα. Οι Arcade Fire ήταν ένα χάος. Και ύστερα ήλθαν οι θάνατοι των αγαπημένων τους προσώπων και γαλήνεψαν την οργή, χαλιναγώγησαν το πάθος κι έβαλαν σε έναν δρόμο τις ιδέες τους. Σήμερα, που πλέον η μπάντα έγινε παγκοσμίως γνωστή, μετά το βραβείο Γκράμι για τον καλύτερο δίσκο που κέρδισαν τον Φεβρουάριο, το “Funeral” αναγνωρίζεται σαν το καλύτερο άλμπουμ της δεκαετίας που πέρασε.
Η ευαγγελική ρητορική
Δεν θέλω να πολεμήσω έναν ιερό πόλεμο / δεν θέλω οι πωλητές να μού κτυπούν την πόρτα / δεν θέλω να ζω στην Αμερική άλλο πια [...] Τρίτε Παγκόσμιε Πόλεμο πότε θα μού έλθεις; / όσο παίζαμε με τους σπινθήρες, απελευθερώσαμε τη φωτιά / τα παράθυρα είναι σφαλιστά τώρα, οπότε τι μάς έρχεται; / ένα σπίτι που θ’ αρπάξει φωτιά ή μια φουσκωμένη θάλασσα;
-Windowsill, από το άλμπουμ “Neon Bible” (2007)
Όταν ξεστομίζεις τόσο εύκολα ένα «Δεν θέλω να ζω στην Αμερική άλλο πια», μπορείς εύκολα να βρεθείς στην πυρά –αλλά τον Μάρτιο του 2007, ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος ήταν ακόμη πλανητάρχης και η Αμερική ήταν διχασμένη. Και μπορεί τα 5 από τα 7 μόνιμα μέλη των Arcade Fire να είναι Καναδοί, αλλά τα αδέλφια Γουίν και Γουίλ Μπάτλερ όχι μόνο γεννήθηκαν στις ΗΠΑ, στην Καλιφόρνια, αλλά μεγάλωσαν στο Οχάιο του Τέξας, την πολιτεία της οποίας υπήρξε κυβερνήτης ο Μπους μέχρι το 2000. Έχοντας και την πρόσθετη εμπειρία της Μορμόνας μητέρας τους και του αυστηρού χριστιανικού περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσαν, ήξεραν πολύ καλά για ποιο λόγο δεν άντεχαν πια να ζουν στην πατρίδα τους.
Το δεύτερο άλμπουμ των Arcade Fire, το 2007 ήταν ένα αποκαλυπτικό, πομπώδες μανιφέστο κατά του καταναλωτισμού, της δογματικής θρησκείας και των πολιτικών εναντίον του περιβάλλοντος και εναντίον «των εχθρών της Αμερικής». Οι ιδέες τους εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα από τον Μπαράκ Ομπάμα, του οποίου ο Γουίν –ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της μπάντας, κι ας διαρρηγνύει ο ίδιος τα ιμάτιά του ότι όλοι είναι ίσοι- δήλωσε από νωρίς οπαδός. Το 2008 οι Arcade Fire έδιναν δωρεάν συναυλίες στις ΗΠΑ υπέρ της υποψηφιότητας Ομπάμα και τραγούδια τους αποτελούσαν κομμάτια του «σάουντρακ της ελπίδας», της μουσικής λίστας που επένδυε, δηλαδή, τις εκδηλώσεις υπέρ του μετέπειτα Προέδρου.
Τον Ιανουάριο του 2010 ένας σεισμός ισοπέδωσε τη Αϊτή, σκοτώνοντας εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους. Η Ρεζίν Σασάν, μισή Κανδή – μισή Αϊτινή είχε ήδη γράψει ένα τραγούδι για την πατρίδα της που μιλούσε κατά του καθεστώτος Ντιβαλιέ. Το επόμενο βήμα ήταν η σύσταση, μέσω του γκρουπ, της φιλανθρωπικής οργάνωσης Kanpe, υπέρ των πληγέντων από τον σεισμό. Ο Ομπάμα, η Αϊτή και η ρητορική του “Neon Bible”, ενός υπέροχου άλμπουμ που δεν απογοήτευσε ούτε στο ελάχιστο όσους είχαν εκστασιαστεί με το “Funeral”, έκαναν κάποιους να ξεστομίσουν για πρώτη φορά το «οι Arcade Fire είναι οι νέοι U2». Σπουδαίοι μουσικοί, με επικά, συναυλιακά κομμάτια και ακτιβιστική δράση. Οι πρώτοι, μάλιστα, είχαν βρεθεί να ανοίγουν και τρεις συναυλίες των δεύτερων το 2006, στην μια εκ των οποίων οι U2 τους κάλεσαν ν’ ανεβούν μαζί τους στην σκηνή να πουν παρέα το “Love Will Tear Us Apart” των Joy Division. Για τον σκληρό πυρήνα των φαν των Arcade Fire, η σύγκριση με τους U2 ήταν κάτι σαν προδοσία. Τι σχέση είχε ο λαϊκισμός του Μπόνο με την επαναστατικότητα του Γουίν;
Η ζωντανή αποκάλυψη
Όλα τα παιδιά ανέκαθεν γνώριζαν / πως ο αυτοκράτορας δεν φοράει ρούχα / αλλά τον προσκυνούσαν έτσι κι αλλιώς / καλύτερα έτσι απ’ το να ήταν μόνα...
-Ready To Start, από το άλμπουμ “The Suburbs” (2010)
Από το Κολοράντο ως τη Νέα Ορλεάνη και από το το Ζάγκρεμπ ως το Εδιμβούργο, η μισή Αμερική και η μισή Ευρώπη, πενήντα – εξήντα χιλιάδες άνθρωποι τη φορά αποθεώνουν τους Arcade Fire σε κάθε τους συναυλία από τον Απρίλιο, όταν ξεκίνησε η τελευταία τους περιοδεία. Μπορεί το “The Suburbs” να ψηφίστηκε από κάθε μουσικό έντυπο που σέβεται τον εαυτό του σαν το κορυφαίο της χρονιάς που πέρασε, αλλά στο να αναγνωρίζει πια όλος ο κόσμος την μπάντα (που μέχρι εκείνη την στιγμή ήταν το μυστικό που οι χίπστερς έτρεμαν να μην μάθουν οι υπολοιποι) συνέβαλε κυρίως η αναπάντεχή τους βράβευση με το Γκράμι, τον Φεβρουάριο. Και πάλι όμως, τέτοιοι μύθοι σβήνουν γρήγορα αν δεν συνοδεύονται από γερές συγκινήσεις. Και οι Arcade Fire στην σκηνή είναι μόνο συγκινήσεις.
Τα επτά μέλη της μπάντας (Γουίν και Γουίλ Μπάτλερ, Ρεζίν Σασάν, Ρίτσαρντ Πάρι, Τζέρεμι Γκάρα, Σάρα Νόιφιλντ και Τιμ Κίνγκσμπερι) συνοδευόμενα συνήθως από τρεις-τέσσερις ακόμη μουσικούς (όπως ο βιρτουόζος του βιολιού Όουεν Πάλετ) εναλλάσσονται σε κάθε πιθανό όργανο (παίζουν βιολιά, βιόλες, τσέλα, πιάνα, ακορντεόν, συνθεσάιζερ, εκτός από τις κιθάρες, το μπάσο και τα ντραμς) στις συναυλίες τους, παρουσιάζοντας ένα διαρκώς κινούμενο σύνολο, που σε συνεπαίρνει με την ενέργειά του ακόμη περισσότερο απ’ ότι κάνουν τα, ούτως ή άλλως, άκρως υμνικά, συναυλιακά κομμάτια που παίζουν. Ακόμη και όσοι φίλοι της μουσικής δεν τούς είχαν πάρει είδηση επτά χρόνια τώρα, είναι πια αδύνατον να ξεφύγουν απ’ τη σαγήνη τους.
Απρόβλεπτοι μουσικά, βαπτισμένοι στην κολυμβήθρα του καναδικού indie rock, της κοιτίδας της πιο δημιουργικής μουσικής παγκοσμίως την τελευταία δεκαετία, ευφυείς και ποιητικοί στιχουργικά, τολμηροί στις κοινωνικές τους παρεμβάσεις, μουσικοί και όχι ροκ σταρ (δεν έχουν αναπτύξει κακές συνήθειες, εθισμούς ή έστω κάποια ανάγκη επίδειξης), αποκαλυπτικοί στις συναυλίες τους, οι Arcade Fire είναι αυτή την στιγμή η «σπουδαιότερη μπάντα του πλανήτη» και, όχι, δεν είναι οι νέοι U2, γιατί –όσο βέβηλο κι αν διαβάζεται αυτό- είχαν προσπεράσει τους U2 από την πρώτη κιόλας στιγμή ορίζοντας το παιχνίδι με εντελώς νέους κανόνες: Οι U2 συμπύκνωσαν και περιέγραψαν μια εποχή, όταν οι Arcade Fire τόλμησαν να ζητήσουν και πέτυχαν να ξεκινήσουν μια καινούργια.
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Κ" της "Καθημερινής" την Κυριακή, 04.09.11)
2 σχόλια:
greek-punk.blogspot.com
parallirima
kourastika na kano scroll down
Δημοσίευση σχολίου