4 Φεβ 2014

Χωράει ο νεορομαντισμός στο 2014;


Ταγγέρη, βαμπίρ, Κιτ Μάρλοου, το πανέμορφο Michigan Theater του Ντιτρόιτ... Βγαίνοντας από την αίθουσα που έπαιζε το «Μόνο Οι Εραστές Μένουν Ζωντανοί» του Jim Jarmusch, προσπάθησα για μια στιγμή να ταξιδέψω 20 χρόνια πίσω, να μπορέσω να ξαναρουφήξω με μια βαθιά ανάσα όσο νεορομαντισμό μπορώ να χωρέσω μέσα μου. Σύντομα είχα εγκαταλείψει την προσπάθειά μου και γύρευα να βρω ψεγάδια στην αφήγηση του Jarmusch: Μήπως παραήταν προφανείς οι αναφορές στον Μπάιρον και τον Σέλεϊ; Μήπως άξιζε λίγη περισσότερη σοφία σ’ ένα ρόλο σαν του Μάρλοου –κι εκείνη η μαχαιριά στο πορτρέτο του Σαίξπηρ μήπως ήταν κάπως κακόγουστο αστείο;

Τι συμβαίνει λοιπόν; Δεν χωράει ο νεορομαντισμός στο 2014; Φοβάμαι πως όχι. Και αυτό, τούτος ο λάθος συγχρονισμός, είναι το μόνο στοιχείο που απαγορεύει στην ταινία του Jarmusch να απογειωθεί στη σφαίρα του αριστουργήματος. Σκέφτομαι πως αν έβλεπα την ίδια ακριβώς ταινία το 1994, τότε που οι Suede έβγαζαν το “Dog Man Star” και που η Anne Rice ολοκλήρωνε το “Memnoch the Devil”, το πέμπτο βιβλίο της σειράς της “The Vampire Chronicles”, θα ερωτευόμουν με μιας την Eve – Tilda Swinton του Jarmusch, την κατάλευκή της σάρκα, τη σχεδόν ατάραχη κίνηση του μυαλού της, τον τρόπο που διακοσμεί το δωμάτιό της με στοίβες δερματόδετων βιβλίων. Και θα ταυτιζόμουν με τον Adam. Θα ξανάπιανα την κιθάρα μου για να κεντήσω κάποιο αργόσυρτο, μελαγχολικό σόλο. Θα σκάλιζα ξανά το έργο της Μαίρης Σέλεϊ, θα ξαναχόρταινα τον «Φράνκενστάιν», θα ξαναφόραγα μαύρα, θα άφηνα τα μαλλιά μου πιο μακριά και τους τρόπους μου πιο δανδικούς, θα έκλεινα επιτέλους ένα εισιτήριο για την Ταγγέρη.

Είναι θέμα στυλ; Ή είναι θέμα της διαδοχής των εποχών; Ο νέος ρομαντισμός που φούντωσε ξανά την περίοδο ’92 – ’99 μοιάζει παράταιρος στον καιρό της μεγάλης τρέλας. Η οικονομική κρίση, έτσι βιαστικά που ήρθε μετά το ξέσαλο πάρτυ, χωρά περισσότερο έναν ισοπεδικό κυνισμό ή μια ματιά avant garde, παρά το αυτομαστίγωμα των ρομαντικών, όση σήψη κι αν έχει φέρει μαζί της. Μη σου πω ότι στεγάζει πιο εύκολα Μάρκους Σεφερλήδες παρά Κόρε Ύδρους (που είναι και της μόδας να μιλάς γι’ αυτούς –αν κι έχω ακόμη ένσταση κατά πόσο είναι νεορομαντικοί ή απλά trolls).

Η ιστορία, βέβαια, θέλει να με διαψεύσει (γιατί συνηθίζει να επαναλαμβάνεται). Ο νεορομαντισμός κάνει υπέροχους κύκλους εικοσαετιών. Για είκοσι χρόνια ανδρώνεται, με αποκορύφωμα πάντα στο τέλος της περιόδου, πριν εξαφανιστεί για άλλα είκοσι και ξανάρθει μετά. Ίσως ο Jarmusch να βιάστηκε ν’ ανεβεί σ’ ένα νέο κύκλο του. Δεν έχουν καλά καλά περάσει οι δύο δεκαετίας από το αραχνιασμένο soundtrack των Suede. Ούτε κι οι ίδιοι δεν τόλμησαν τόσο βαθιά βουτιά σ’ εκείνη τους την δεκαετία με το, κατά τ’ άλλα, υπέροχο περσινό “Barriers”. Το μέλλον θα δείξει. Μετά από κάθε μεγάλη αναταραχή, μετά από κάθε τρέλλα ή επιδημία, έρχεται αυτός ο υπέροχος βάλτος όπου μόνο οι αλλοπαρμένοι, φαινομενικά απαθείς ρομαντικοί ξεχωρίζουν.

Δεν θα με χαλούσε λίγος Lewis Carroll με την "Αλίκη και τη Χώρα των Θαυμάτων", δεν θα με χαλούσε μια νέα σειρά από «Αν» του Kipling, λίγη νεογοτθική αρχιτεκτονική, λίγο πιο σκοτεινή μουσική. Όλα αυτά γίνονται υπέροχα φρένα σε μια έξαλλη πορεία. Σε βοηθούν να πάρεις πέντε ανάσες, να ξανασκεφτείς από πού ήλθες και πού θες να πας. Παίρνουν μαζί τους μερικά θύματα, είναι η αλήθεια, και με μια βαμπιρική δαγκωματιά σε βυθίζουν για αρκετό καιρό στο δαντικό προαύλιο της κόλασης, στην αιώνια ζαλάδα που μουδιάζει την όρεξη, αλλά προετοιμάζει το μάτι. Και μετά, όσο περισσότερο έχεις παρατηρήσει, τόσο πιο εύστοχα γίνονται τα βέλη σου για την επόμενη μέρα. Αλλά ας εγκαταλείψω το παραλήρημα τώρα. Στα ηχεία έχουν ήδη ορμήξει οι Mercyful Fate και έχω καλωσορίσει παράδοξα θετικά την εισβολή τους. Ήρθε η ώρα να τους ανακαλύψω ξανά (και να θυμηθώ πώς ήταν τα πράγματα εκεί στην αρχή του προηγούμενου νεορομαντικού κύκλου...)

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

Δεν υπάρχουν σχόλια: