27 Μαρ 2014

Οι 30 καλλίτερες power ballads έγιναν 50


Ήταν ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα από την αρχή. Πώς να χωρέσεις τόσα αριστουργήματα σε μια λίστα με 30 συμμετοχές μόνο; Δοκίμασα να βάλω κανόνες: Κάθε μπάντα θα συμμετείχε με ένα μόνο κομμάτι. Αλλά ακόμη κι εκεί έκανα εξαίρεση. Οι Aerosmith, ως οι υπεύθυνοι για την δημιουργία της έννοιας power ballad, θα είχαν δύο. Και πάλι, όμως, η λίστα δεν βγήκε σωστή. Τα 30 αποδείχτηκαν λίγα. Συζητήθηκαν στα social media, ξανακούστηκαν με ρίγος και δάκρυ, αλλά στον καθέναν από εμάς κάτι έλειπε.

Σε μια προσπάθεια αποκατάστασης της δικαιοσύνης, αποφάσισα να επεκτείνω τη λίστα των καλύτερων power ballads όλων των εποχών από 30 σε 50. Χωρίς κανόνες αυτή τη φορά. Ιδού το α’ μέρος, ιδού το β’, ιδού το γ’, ιδού και οι 20 ακόμη που συμπληρώνουν τη λίστα:

24 Μαρ 2014

Οι 30 καλλίτερες power ballads όλων των εποχών


Με τον όρο power ballad εννοούμε ένα συναισθηματικό, συνήθως ερωτικό τραγούδι, που μπλέκει στα όρια της ροκ και της ποπ, έχοντας μεν ένα εξαιρετικά πιασάρικο ρεφρέν, αλλά φορτώνοντας την παραγωγή φουλ στην ηλεκτρική κιθάρα και στα ντραμς. Ξεκίνησε ως είδος στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν πολλές από τις ροκ μπάντες της εποχής είπαν να κατεβάσουν λίγο ρυθμούς και να γράψουν ένα-δυο κομμάτια που θα τις έκαναν γνωστές σε ευρύτερο κοινό.

Αυτές είναι οι 30 καλύτερες επικές μπαλάντες της Ιστορίας:

21 Μαρ 2014

Νέο άλμπουμ από τους The Pains of Being Pure at Heart


Με τις αναφορές τους στους Black Tamburine, τους My Bloody Valentine και τους Belle and Sebastian πάντα παρούσες, οι The Pains of Being Pure at Heart (σούπερ σουξέ στη Blogovision του 2009, όταν κατέλαβαν την 4η θέση με το ομώνυμο ντεμπούτο τους) επιστρέφουν με τρίτο άλμπουμ, μετά και το πανέμορφο “Belong” του 2011. Θα έχει τον τίτλο “Days Of Abandon” και θα κυκλοφορήσει στις 22 Απριλίου.

Για τον ήχο του, αφήνουμε να μιλήσει ο ίδιος ο frontman της μπάντας, Kip Berman: «Δεν ήθελα να ξανακάνω κάτι σαν το “Belong”. Αυτό το άλμπουμ ήταν η ευκαιρία μου να απομακρυνθώ λίγο από το γενικό στυλ σύνθεσης σε κάτι πιο προσωπικό, πιο εναρμονισμένο με τα αρχικά μου ιδανικά. Ήθελα να είναι χαρούμενη η μουσική και γεμάτη φως, ακόμη κι όταν το αντικείμενό της είναι σκοτεινό».

Και για του λόγου το αληθές, ορίστε ένα απόσπασμα από το “Art Smock” που θα ανοίγει το άλμπουμ:


(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

14 Μαρ 2014

Επιτέλους λίγη ραπ που ακούγεται: γνωστοί hip-hop artists τραγουδούν το "Game Of Thrones"


Υπάρχουν κάποια κλισέ στο πώς η εικόνα συνδυάζεται με τη μουσική στις κινηματογραφικές παραγωγές. Στις αθλητικές βιογραφίες, για παράδειγμα, ειδικά αν μιλάμε για κάποιον τυπάκο που ξεκίνησε από συμμορία στο Μπρονξ για να καταλήξει άσος του ΝΒΑ, θα παίξεις ραπ. Σε ταινίες με πολλά σκυλοφτιαγμένα αυτοκίνητα που κυνηγάνε το ένα το άλλο χωρίς κάποιο προφανές κίνητρο, θα βάλεις Tiesto. Σε αργόσυρτα δράματα που διαδραματίζονται σε κάποιο δάσος στα βουνά της Γιούτα, θα ταιριάξεις απογόνους του Bob Dylan. Και σε επικές μεσαιωνικές ιστορίες με αλώσεις κάστρων και μονομαχίες στα πέτρινα αλώνια, θα κολλήσεις πομπώδη κλασική μουσική και καμιά χορωδία. Αλλά το ΗΒΟ αποφάσισε να κάνει την έκπληξη.

Μετρώντας τα δημογραφικά στοιχεία των τηλεθεατών της πιο επιτυχημένης του σειράς, του “Game Of Thrones”, το κανάλι αποφάσισε να προλογίσει την επερχόμενη, τέταρτη σεζόν του, με ένα mixtape όπου πρωταγωνιστούν μουσικοί με συγκεκριμένα γνωρίσματα. Είναι όλοι τους hip-hop καλλιτέχνες. Γιατί προχώρησε σ’ αυτήν την κίνηση το ΗΒΟ; Γιατί είδε ότι χρόνο με το χρόνο το κοινό των μαύρων και των ισπανόφωνων τηλεθεατών του "Game Of Thrones” πέφτει, οπότε αποφάσισε να κάνει το δυναμικό του comeback εκεί και όχι στο λευκό κοινό, που ούτως ή άλλως το έχει πιάσει μια χαρά.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά φτάσαμε στα ραπαρίσματα τύπου “I’m tellin’ whoever messin’ with me / I can bring you that Khaleesi heat / Use my King, knack for words, as an actual sword / I can decapitate a rapper” από τον Big Boi και τους φίλους του, που θα τα απολαύσεις στο mixtape που ακολουθεί:
 
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

11 Μαρ 2014

Οι 100 καλλίτεροι κιθαρίστες όλων των εποχών


Οι λίστες δεν έβλαψαν ποτέ κανέναν. Και η πρόσφατη λιστομανία που έχει πιάσει το Rolling Stone (500 καλύτερα τραγούδια, 500 καλύτερα άλμπουμ, 100 καλύτεροι τραγουδιστές, 100 καλύτερα άλμπουμ των 00s, 100 καλύτερα τραγούδια των Beatles κ.ο.κ.) είναι η καλύτερη μαύρη τρύπα για το πέρασμα σε ένα μουσικό γαλαξία που ξαφνικά θα σβήσει τα πάντα από το περιβάλλον γύρω σου. Δεν πα’ να βαράνε τα τηλέφωνα για τα deadlines σαν ντραμς από speed metal μπάντα ή με τα ντεσιμπέλ που βγάζουν στα live τους οι Manowar.

Το ακόμη καλύτερο με τις λίστες είναι ότι κάποιοι κάθονται και τρώνε μέρες από τις ζωές τους για να τις βγάλουν και να τις στηρίξουν με υπέροχα κείμενα και μετά πας εσύ, με τη χαρακτηριστική ευκολία του αναγνώστη στα χρόνια του Internet και τις ισοπεδώνεις με ένα σχόλιο στο Twitter. Η δική μας #blogovision, ας πούμε, είναι η χαρά της αποδόμησης. Ένα ακόμη παράδειγμα, η λίστα του Rolling Stone με τους 100 καλύτερους κιθαρίστες όλων των εποχών, που είπαμε να πιάσουμε στα χέρια μας σήμερα, είναι εντελώς άκυρη. Ρίξε μια διαγώνια ματιά. Όχι, δεν υπάρχει πουθενά ο Yngwie Malmsteen! (Στην ερώτηση «ποιος είναι ο Yngwie Malmsteen;», η απάντηση είναι ένα υποτιμητικό «πφφφφφ»).

10 Μαρ 2014

Η αξία του πιο "Greatest Hits" απ' όλα


Στου Φώτη μαζευόμασταν πιο συχνά απ’ ό,τι στων υπολοίπων. «Βόλευε». Δεν είχαμε διευκρινίσει ακριβώς τι βόλευε, αλλά ήταν μάλλον ένας συνδυασμός. Κάπνιζαν και οι δύο γονείς του, οπότε το μικρό του σπίτι ήταν συνέχεια νοτισμένο με τσιγαρίλα. Έλειπαν συχνά, επίσης –ειδικά ο πατέρας του γύριζε συνήθως αργά το βράδυ, αφού έκλεινε τη βιοτεχνία. Συν τοις άλλοις, υπήρχε εκείνη η υπέροχη τζαμαρία. Είχε μεν τον κίνδυνο ότι σε έβλεπαν εύκολα απ’ έξω, αλλά πρόσφερε την ευκολία ότι άνοιγες όλα τα παράθυρα και η ατμόσφαιρα καθάριζε αμέσως. Οπότε, με λίγη παραπάνω προσοχή, τα πρώτα, λίγα –αφού ήμασταν όλοι και αθλητές- εφηβικά τσιγάρα, τα καπνίζαμε εκεί πέρα.

Δεν ήταν κάποια αλητεία, ούτε ότι νιώθαμε πιο άντρες. Ήταν η δική μας εκδοχή της υποβοήθησης στην απόλαυση της αγαπημένης μας μουσικής. Νιώθαμε ότι γινόταν πιο έντονη, όταν ρουφούσαμε τον καπνό. Πού και πού φέρναμε και καμιά μπίρα. Γινόμασταν ξαφνικά οι Doors στην έρημο, σε τριπάρισμα LSD, γινόμασταν ο Burrows ή ο Kerouac την ώρα της έμπνευσης -ή κάποια άλλη τέτοια χαζομάρα που είχαμε μεγεθύνει μέσα στο κεφάλι μας. Η αλήθεια ήταν ότι την διαφορά δεν την έκαναν τα τσιγάρα και οι μπίρες, αλλά οι κασέτες του Φώτη. Και ειδικά εκείνη η μαύρη με τον αετό, τα λιοντάρια και το στέμμα στο θυρεό.

Είχα ξαναδεί το “Greatest Hits” των Queen σε διάφορα περιοδικά και πουθενά δεν υπήρχε το μαύρο εξώφυλλο της κασέτας του Φώτη. Αλλού πέτυχα τον θυρεό, αλλά σε μπορντό φόντο, αλλού τα πρόσωπα των τεσσάρων μελών του συγκροτήματος σε μια σύνθεση που έμοιαζε κάπως με το βίντεο του “Bohemian Rhapsody” που είχα δει κάποτε στο «Μουσικόραμα». Γενικά οι Queen, εκείνα τα χρόνια, στη μέση προς το τέλος της δεκαετίας του ’80, ήταν ακόμη κάτι ακαταλαβίστικο για μένα. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι η κασέτα του Φώτη ήταν παλιά, από το 1981, και ότι ήδη περιείχε τα “greatest hits”, όπως έλεγε, μού προκαλούσε τεράστια απορία. Εκείνα τα χρόνια υπήρχαν παντού οι Duran Duran, ο Michael Jackson, η Whitney Houston –αυτοί ήταν ο ορισμός του hit. Hits ήταν αυτά που ακούγαμε και χορεύαμε στα σχολικά πάρτι. Πώς θα μπορούσε να είναι hit κάτι τόσο αλλοπρόσαλλο σαν το “Bicycle Race”; Ακόμη κι αν με γέμιζε με τόση ανατριχίλα κάθε φορά που το άκουγα, κάτι δεν κολλούσε.

Καθώς μεγάλωνα και συνειδητοποιούσα από τη μία πόσο τεράστια μπάντα ήταν οι Queen και από την άλλη ανακάλυπτα όλο και περισσότερα “Greatest Hits” διαφόρων καλλιτεχνών (απογοητευτικά ως επί το πλείστον), άρχισα να καταλαβαίνω ότι εκείνη η κασέτα του Φώτη δεν ήταν απλά μια συλλογή με επιτυχίες. Δεν ήταν απλά μια εμπορική κίνηση μιας μπάντας που κάποια Χριστούγεννα είπε να μαζέψει σε ένα άλμπουμ τα singles της για να πουλήσει εύκολα δώρα. Το “Greatest Hits” των Queen ήταν κάτι άλλο…
Η ειρωνεία, βέβαια, είναι ότι ο σκοπός του άλμπουμ δεν ήταν ποτέ διαφορετικός απ’ αυτόν του moneymaker. Γι’ αυτό και υπήρχαν τόσα πολλά εξώφυλλα (σε κάθε χώρα κυκλοφορούσε με την εικόνα που έκρινε ο υπεύθυνος της τοπικής αγοράς ότι θα πουλήσει περισσότερο). Γι’ αυτό και δεν υπήρχε καν μια ενιαία tracklist. Άλλα κομμάτια περιείχε η κασέτα του Φώτη, άλλη το βινύλιο που κυκλοφόρησε στις Η.Π.Α, άλλη το γερμανικό CD. Σε κάποιες χώρες, οι Queen δεν θεωρούνταν καν τόσο σπουδαίοι το 1981 ώστε η συλλογή να αποτελείται πραγματικά από τα “Greatest Hits” τους. Είχαν κυκλοφορήσει λιγότερα singles, δηλαδή, από αυτά που περιλαμβάνονταν στον δίσκο. Στη Μεγάλη Βρετανία, πάλι, χώρεσαν μόνο τα 14 πιο επιτυχημένα εμπορικά τραγούδια τους (που αργότερα, στην επανέκδοση του άλμπουμ, έγιναν 20).

Αλλά, όπως έγραψα και πιο πάνω, το “Greatest Hits” ήταν κάτι διαφορετικό. Λειτούργησε σαν ένα ξεχωριστό άλμπουμ για τα σημεία του κόσμου που οι Queen δεν είχαν ακόμη κατακτήσει στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και επικύρωσε την κυριαρχία τους σε όλο τον υπόλοιπο πλανήτη. Δέκα χρόνια αργότερα, οι Queen κυκλοφόρησαν το “Greatest Hits II”. Περιείχε τα singles της περιόδου 1981-1991. Η επιτυχία του άλμπουμ ήταν επίσης τεράστια, αν και κατά κύριο λόγο οφείλεται στο ότι, ένα μήνα μετά την κυκλοφορία του, έφυγε από τη ζωή ο Freddie Mercury. Ακολούθησε και ένα “Greatest Hits III” το 1999, με επιτυχίες από τις σόλο καριέρες των μελών των Queen ή τραγούδια που κυκλοφόρησαν μετά το θάνατο του frontman τους. Η πλήρης εμπειρία βγήκε ένα χρόνο αργότερα, με τον τίτλο “The Platinum Collection”. Ήταν ένα box set που περιείχε και τα τρία άλμπουμ. Αλλά, μη γελιόμαστε, ο σταρ ήταν πάντοτε το πρώτο.

Το “Greatest Hits” των Queen έχει πουλήσει περισσότερα από 25 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως. Είναι μία από τις πέντε πιο επιτυχημένες συλλογές και ένα από τα 50 πιο επιτυχημένα άλμπουμ της Ιστορίας. Τον Φεβρουάριο, ξεπερνώντας τα 6 εκατομμύρια αντίτυπα στη Μεγάλη Βρετανία, έγινε το πιο εμπορικό άλμπουμ όλων των εποχών για την πατρίδα των Queen. Παραμένει το αγαπημένο shortcut εκατομμυρίων ανθρώπων (ο υπογράφων είναι ένας από αυτούς) στο σύμπαν της κορυφαίας ίσως μπάντας όλων των εποχών. Δεν ένιωσα ποτέ την ανάγκη να φτιάξω ένα δικό μου “Best Of…” Queen, γιατί το “Greatest Hits” με κάλυπτε απόλυτα. Ήταν και οι αναμνήσεις από τη τζαμαρία του Φώτη, το παραδέχομαι –το σπίτι δεν υπάρχει πια. Άντεξε λίγο παραπάνω από τον Freddie Mercury, αλλά δεν είχε ελπίδα σε έναν κόσμο που δεν πολυκαταλαβαίνει τις τζαμαρίες.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

6 Μαρ 2014

Βαθμολογώντας όλες τις διασκευές του "Drunk In Love" της Beyoncé


Το “Drunk In Love” γράφτηκε πέρσι από την Beyoncé, τον σύζυγό της Jay-Z και τους Noel Fisher, Andre Eric Proctor, Rasool Diaz, Brian Soko, Timbaland, Jerome Harmon, και Boots και είναι το τρίτο κομμάτι του δίσκου που μας χάρισε απροειδοποιήτα, σαν χριστουγεννιάτικο δώρο, εκεί προς το τέλος του Δεκεμβρίου. Στην εκτέλεσή του στο “Beyoncé”, ακούγεται η ίδια με τον Jay-Z. Κατά κάποιο τρόπο, το “Drunk In Love” ήταν η, μετά από μια δεκαετία, συνέχεια του “Crazy In Love”, του τεράστιου εκείνου hit που είχαν κάνει οι Beyoncé και Jay-Z και που τόσο διασκευάστηκε στην πορεία. Είναι σαν το ζευγάρι να επιβεβαιώνει τον έρωτά του, δέκα χρόνια μετά, να λέει κάτι «σαν να μην πέρασε μια μέρα».

Κάπως έτσι και ο περιβάλλων χώρος τους, ο μουσικός, αποφάσισε –σε κάτι σαν μια σιωπηλή συνομωσία- να χειριστεί το “Drunk In Love” όπως τον προκάτοχό του στην αγάπη. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Δηλαδή, διασκευάζοντάς το με μανία. Πριν φύγει ο Φεβρουάριος του 2014, δηλαδή πριν καν κλείσουν τρεις μήνες από την κυκλοφορία του “Beyoncé”, έχουμε ήδη 9 διασκευές ή remix του κομματιού, το ένα καλύτερο από το άλλο. Κάτι συμβαίνει εδώ...

Η πιο εντυπωσιακή διασκευή είναι η πιο πρόσφατη. Αυτής της ανερχόμενης dance-pop βασίλισας της Μεγάλης Βρετανίας, της Katy B δηλαδή. Η φωνή της, δύο κοπέλες στα backing vocals, ένα πιάνο και λίγα κρουστά, σε μια βαθιά συναισθηματική μπαλάντα.
Βαθμολογία: 9 (στα 10)
Απόλαυσέ την εδώ:




Στην ίδια λογική το έχει πει ο James Blake. Αλλά με τον εντελώς προσωπικό του εκφραστικό τρόπο (που ομολογώ ότι ποτέ δεν με τρέλαινε).
Βαθμολογία: 5



Η Angel Haze θέλει να ραπάρει και να βγάλει οργή. Το σκοτώνει σε κάποια σημεία, το απογειώνει σε άλλα. (Κυρίως το σκοτώνει, όμως).
Βαθμολογία: 4



Το remix του Future δίνει περισσότερο βάρος στον «αντρικό» χαρακτήρα του κομματιού.
Βαθμολογία: 6


Ο Noel Fisher, που συνέγραψε το κομμάτι, έχει βγάλει το δικό του, «επίσημο» remix.
Βαθμολογία: 7



Από τη remixomania δεν θα έλειπε, βέβαια, ο Kanye West. Το δικό του είναι πομπώδες και εντυπωσιακό, ακριβώς όπως θα το περίμενε κανείς.
Βαθμολογία: 7

 


Αυτός όμως που εντυπωσιάζει είναι ο The Weeknd με την πραότητα τους αγγίγματός του. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μάλλον το τρίτο καλύτερο, μετά το πρωτότυπο και την διασκευή της Katy B.
Βαθμολογία: 8



Ο πρώτος που ασχολήθηκε ήταν ο Diplo. Το φόρτωσε με ό,τι περισσότερο μπορούσε να πατήσει πάνω στην κονσόλα του και του άλλαξε τα φώτα.
Βαθμολογία: 4



Από ‘κει και πέρα, έχουμε το remix του Τ.Ι. Χαοτικό και καγκούρικο αναμφισβήτητα.
Βαθμολογία: 2
 


Για την ιστορία, το πρωτότυπο είναι αυτό εδώ:




(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

5 Μαρ 2014

Η μέρα που πέθανε η μουσική


Πριν 55 χρόνια (55 χρόνια κι ένα μήνα -καθώς το έγραψα όταν έπρεπε, αλλά άργησα να το ποστάρω), στις 3 Φεβρουαρίου του 1959, πέθανε για λίγο η μουσική. Ο Buddy Holly, o Ritchie Valens και ο  J. P. "The Big Bopper" Richardson σκοτώθηκαν στην Αϊόβα, όταν το αεροπλάνο στο οποίο επέβαιναν, συνετρίβη. Ήταν ένα χρόνο πριν, όταν ο Buddy Holly τα έσπασε με τους υπόλοιπους Crickets και αποφάσισε να φτιάξει μια νέα μπάντα και να βγει σε περιοδεία σε όλες τις ΗΠΑ. Συνεργάστηκε με τους Waylon Jennings, Tommy Allsup και Carl Bunch και ονόμασε την τουρνέ του “Winter Dance Party”. Το Winter του τίτλου, όμως, συνδυασμένο με το 1958 και το 1959 της εποχής του, λέει πολλά για τις δύσκολες συνθήκες του ιδιότυπου εκείνου πάρτυ. Ο Ritchie Valens και ο Big Bopper ήταν οι δύο καλλιτέχνες που ανέλαβαν το support. Είχαν μόλις βγάλει δίσκους και μια περιοδεία παρέα με το θρύλο Buddy Holly ήταν ένας ιδανικός τρόπος για να αναδείξουν το νέο τους υλικό. Σύμφωνα με το πρόγραμμα του “Winter Dance Party”, οι 3 καλλιτέχνες θα εμφανίζονταν σε 24 διαφορετικές πόλεις μέσα σε διάστημα 3 εβδομάδων.

Σύντομα το πούλμαν που τους μετέφερε έγινε εστία ιώσεων και ο Carl Bunch αναγκάστηκε να αποχωρήσει από το σχήμα, αφού η γρίπη τον έστειλε στο νοσοκομείο. Ο Buddy Holly έβλεπε ότι το πρόγραμμα θα ήταν αδύνατον να βγει με τέτοιο καιρό, τόσο κρύο και με το πούλμαν για μέσο μεταφοράς. Μην ξεχνιόμαστε: Βρισκόμασταν στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και οι ανέσεις που πρόσφερε εκείνη την εποχή ένα λεωφορείο σε καμμία περίπτωση δεν μπορούν να συγκριθούν με αυτές που προσφέρει σήμερα. Αλλά ο Buddy Holly ήταν πεισματάρης. Και είχε και λεφτά. Αποφάσισε να νοικιάσει ένα μικρό αεροπλάνο για τη μπάντα του στην Αϊόβα, για να φτάσει έγκαιρα στη Μινεσότα όπου ήταν η επόμενη εμφάνιση, στις αρχές Φεβρουαρίου του ’59. Ο Big Bopper έπεισε τον Jennings να ανταλλάξουν θέσεις, γιατί είχε κολλήσει κι αυτός γρίπη και ένιωθε πολύ αδύναμος για να κάνει το ταξίδι με το πούλμαν. O Allsup έπαιξε τη δική «κορώνα-γράμματα» με τον Valens, για να τη χάσει από τον δημιουργό του “La Bamba”. Λίγα λεπτά μετά την απογείωση, οι κακές καιρικές συνθήκες και ένα λάθος του Roger Peterson, του πιλότου του μικρού αεροπλάνου, έστειλαν τους τέσσερις επιβαίνοντες στον άλλο κόσμο.



Πέρασαν 12 χρόνια από τότε μέχρι να γράψει ο Don McLean το “American Pie”. Είναι ένα κομμάτι που έχει σκοπό χαρούμενο, όμως μιλά για μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες στην ιστορία της μουσικής. Έγινε η πιο γνωστή επιτυχία του McLean, και για τέσσερις εβδομάδες βρέθηκε στο Νο. 1 των αμερικανικών charts το 1972 (ξαναβρέθηκε εκεί μετά από 28 χρόνια, χάρη στην διασκευή της Madonna). Ο McLean είχε αφιερώσει ολόκληρο το άλμπουμ που περιείχε το “American Pie” στον Buddy Holly. Κι όμως, όλο αυτό το έκανε με έναν αινιγματικό τρόπο, αφού σε κανένα τραγούδι του (ομώνυμου) δίσκου δεν αναφέρονταν τα ονόματα των μουσικών που σκοτώθηκαν το 1959. Επανειλημμένα ρώτησαν τον McLean για τη σημασία του τίτλου του τραγουδιού και του άλμπουμ, αλλά ποτέ δεν έδωσε σαφή απάντηση. Το μόνο που τα συνέδεε με το τρομερό δυστύχημα της 3ης Φεβρουαρίου του 1959 ήταν η αφιέρωση στον Buddy Holly και ο περίφημος στίχος “I can’t remember if I cried / When I read about his widowed bride / but something touched me deep inside / The day the music died”.

Η «μέρα που πέθανε η μουσική» ήταν μια έννοια που είχε γεννηθεί αμέσως μετά το δυστύχημα, όταν όλη η Αμερική θρηνούσε ένα θρύλο της ροκ ν’ ρολ και δύο από τους πιο ανερχόμενους καλλιτέχνες της. Όσο για τη χήρα του Buddy Holly, τη Maria Elena, η ιστορία της είχε σπαράξει τις ΗΠΑ όταν έγινε γνωστή. Έμαθε τα νέα από την τηλεόραση, έγκυος στον έκτο μήνα, και απέβαλε το επόμενο πρωί. Δεν πήγε στην κηδεία και ποτέ δεν επισκέφτηκε τον τάφο του Buddy Holly, κατηγορώντας για πάντα τον εαυτό της ότι εκείνη έφταιγε. Λόγω της εγκυμοσύνης της, ήταν η πρώτη και μοναδικη φορά που δεν συνόδευσε τον άντρα της σε μια περιοδεία. Οι αρχές στις ΗΠΑ, εξαιτίας της ιστορίας της Maria Elena, αποφάσισαν ότι στο εξής τα ονόματα των θυμάτων οποιουδήποτε δυστυχήματος δεν θα ανακοινώνονται στα ΜΜΕ πριν να ενημερωθούν πρώτα οι συγγενείς τους. Όσο για το “Winter Dance Party”… συνεχίστηκε κανονικά, από τους Waylon Jennings και Tommy Allsup, τους δύο που από τύχη δεν επιβιβάστηκαν στο μοιραίο αεροπλάνο.

(Γράφτηκε για τo Jumping Fish)

2 Μαρ 2014

Πριν μισό αιώνα: Beatlemania!


Πριν 50 χρόνια, το Φεβρουάριο του 1964, οι Beatles έφτασαν στις ΗΠΑ. Τα τέσσερα μέλη του γκρουπ ήταν μαζί 7 χρόνια, αλλά το πρώτο τους (και το δεύτερο) LP το είχαν κυκλοφορήσει μόλις την προηγούμενη χρονιά. Είχαν ήδη τραβήξει τα βλέμματα όλου του κόσμου επάνω τους. Αλλά η απόβαση στις ΗΠΑ μετέτρεψε το ενδιαφέρον σε κάτι άλλο, κάτι πιο μαγικό: σε μανία.

Οι Beatles προσγειώθηκαν στο JFK της Νέας Υόρκης με την πτήση 101 της PanAm στις 7 Φεβρουαρίου του 1964. Τον ίδιο μήνα εμφανίστηκαν κάμποσες φορές στο “Ed Sullivan Show”, με αποτέλεσμα να τους δει να παίζουν τα τραγούδια τους και ο πιο απομακρυσμένος Αμερικάνος. Πριν μπει η άνοιξη, οι ΗΠΑ είχαν υποκύψει ολοκληρωτικά στο φαινόμενο Beatles και ο όρος "Beatlemania ήταν πλέον μια λέξη που πιπίλιζε όλος ο κόσμος.



Μια παρόμοια λέξη είχε χρησιμοποιηθεί στα μέσα του 19ου αιώνα για να περιγράψει την τρέλα που είχε απλωθεί στην Ευρώπη με τον πρώτο μεγάλο ροκ σταρ. Σύμφωνοι, δεν υπήρχε ροκ μουσική το 1844, αλλά ο Franz Liszt ζούσε μια ζωή και συνέπαιρνε τα πλήθη με τρόπο που μόνο με των ροκ σταρ της σύγχρονης εποχής μπορεί να συγκριθεί. Από εκείνα τα χρόνια προέκυψε ο όρος Lisztomania. Στην εποχή του Liszt η υστερία αποτυπωνόταν σε μάχες για το ποιος (κυρίως ποια) θα έπιανε το μαντήλι ή το γάντι που πετούσε στο κοινό όταν ολοκλήρωνε τα ρεσιτάλ του, αλλά και στα σουβενίρ που δημιουργούσαν τα διάφορα ατυχήματά του: Αν έσπαγε τη χορδή ενός πιάνου, αυτή πουλιόταν ως ένα πολύτιμο κόσμημα από τον τυχερό που τη μάζευε. Οι τρίχες από την πλούσια κώμη του που έπεφταν στο πάτωμα γίνονταν φετίχ αντικείμενα που κοσμούσαν συλλογές και συλλογές…



Στην περίπτωση των Beatles προστέθηκαν τα ουρλιαχτά. Οι τσιρίδες… Οι fans, θηλυκού γένους, στόλιζαν με τις φωνές τους κάθε εμφάνιση των «σκαθαριών» στις συναυλίες αλλά και στον δρόμο. Κάθε δημόσια εμφάνιση των Beatles ήταν πηγή ντεσιμπέλ υψηλών συχνοτήτων. Ακόμη κι όταν οι Beatles έφυγαν από τις ΗΠΑ, αυτό που άφησαν πίσω τους κράτησε για χρόνια. Για τα επόμενα έξι χρόνια βρισκόντουσαν στην κορυφή των singles charts κατά μέσο όρο μια στις έξι εβδομάδες και στην κορυφή των album charts μία στις τρεις.





Τον τίτλο του ανθρώπου που επινόησε τον όρο Beatlemania διεκδικεί ο Andi Lothian, ένας Σκωτσέζος ατζέντης μουσικών που την είπε σε ένα δημοσιογράφο τον Οκτώβριο του 1963, όταν οι Beatles έκαναν τουρνέ στην πατρίδα του. Στις 15 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, η λέξη καταγράφηκε για πρώτη φορά στον Τύπο. Ήταν ένα ρεπορτάζ της Daily Mirror για τη συναυλία του γκρουπ το προηγούμενο βράδυ στο Τσέλτεναμ.

Η Beatlemania ήταν πια έντονη στις ΗΠΑ απ’ ότι στην Ευρώπη. Κάτι που κράτησε ως το τέλος. Η ύστατή της έξαρση ήταν στις 29 Αυγούστου του 1966 στο Σαν Φρανσίσκο, όταν οι Beatles εμφανίστηκαν για τελευταία φορά μπροστά σε ένα μεγάλο κοινό. Οι 25.000 fans τους εκείνο το βράδυ έχουν να λένε ότι ήταν παρόντες στην τελευταία συναυλία των fab four πριν την απόφασή τους να σταματήσουν τις περιοδείες…

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

Τα 10 καλλίτερα τραγούδια που κέρδισαν ποτέ Όσκαρ



“The Way You Look Tonight” από το “Swing Time” (1936)


To πρωτοτραγούδησε ο Bing Crosby με την Dixie Lee, την τότε σύζυγό του. Το είπε και η Billie Holiday, κι εκείνη το ’36. Αλλά ήταν ο Fred Astaire, όταν το τραγούδησε για χάρη της Ginger Rogers στο “Swing Time” που το εκτόξευσε στη σφαίρα του μυθικού, κερδίζοντας ένα Όσκαρ και καθιστώντας το ένα από τα Great American Classics.



“Somewhere Over The Rainbow” από το «Μάγο του Οζ» (1939)


Ένα ακόμη από τα Great American Classics, γραμμένο από τους Harold Arlen και E.Y.Harburg, έγινε το σήμα κατατεθέν της Judy Garland και βέβαια της θρυλικής ταινίας «Ο Μάγος του Οζ». Αλλά το 1939 το εκτέλεσε ως instrumental και ο Glenn Miller, στέλνοντάς το στην κορυφή των charts, σε μια εκδοχή που προσωπικά βρίσκω ανώτερη από της ταινίας.



“Moon River” από το «Πρόγευμα στο Tiffany’s» (1961)


Το τραγούδι που κυριαρχεί στην υπέροχη ταινία του Blake Edwards, είναι μια συγκλονιστική μελωδία του Henry Mancini. Οι στίχοι είναι του Johnny Mercer και το τραγουδούν τόσο ο Andy Williams (η κλασική του εκδοχή) όσο και η ίδια η Audrey Hepburn. Ήταν μάλιστα η δική της εκτέλεση με την κιθάρα, που κέρδισε το Όσκαρ.



“The Windmills Of Your Mind” από το «Υπόθεση Τόμας Κράουν» (1968)


Ένα αξεπέραστο τραγούδι που εύκολα διεκδικεί τον τίτλο του πιο ιδιαίτερου (ίσως και του καλύτερου) που κέρδισε ποτέ το βραβείο. Γραμμένο από το σπουδαίο Γάλλο συνθέτη Michel Legrand ντύνει υπέροχα τους στίχους των Alan και Marilyn Bergman που μιλούν για τους ανεμόμυλους κάποιου μυαλού –κι όντως το κομμάτι μοιάζει σαν ζαλιστικό στροβίλισμα ενός δονκιχωτικού ονείρου...



“Theme From Shaft” από το “Shaft” (1971)


Σόουλ, φανκ, ντίσκο, όλα μαζί σε ένα απογειωτικό τραγούδι που όχι τυχαία έδωσε το πρώτο Όσκαρ που πήγε ποτέ σε μαύρο (εκτός από τα βραβεία για τις κατηγορίες των ηθοποιών), που δεν ήταν άλλος από τον Isaac Hayes.




“Up Where We Belong” από το «Ιπτάμενος και Τζέντλεμαν» (1982)


Οφείλω να ομολογήσω ότι αυτό εδώ είναι το προσωπικό μου νούμερο 1 από τη σπουδαία αυτή δεκάδα. Ο Joe Cocker και η Jennifer Warnes είναι, πολύ απλά, φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον (φωνητικά) και η σύνθεση των  Jack Nitzsche, Buffy Sainte-Marie και Will Jennings είναι τόσο απογειωτική όσο υποδηλώνει κι ο τίτλος της.



“Flashdance… What a Feeling” από το “Flashdance” (1983)


Νομίζω ότι το ερώτημα “What a Feeling” ή “Maniac” στοιχειώνει ακόμη τους φίλους της ηλεκτρονικής μουσικής των ‘80s. Το δεύτερο (που προσωπικά είναι το πιο αγαπημένο μου από τα δύο) είχε την ατυχία να ακούγεται στην ίδια ταινία με μια από τις πιο εμβληματικές συνθέσεις του Giorgio Moroder στο απώγειο της δόξας του. Σε κάθε περίπτωση, ό,τι ακουγόταν εκείνη τη χρονιά στο “Flashdance” ήταν αριστούργημα και αυτό που βραβεύτηκε τελικά δεν θα μπορούσε να λείψει από τούτην εδώ τη δεκάδα.



“Take My Breath Away” από το “Top Gun” (1986)


Οι περισσότεροι νομίζουν ότι το “Take My Breath Away” ήταν αυτό που όρισε τους Berlin ως one hit wonder. Αλλά οι Berlin δεν θα ήταν ούτε καν αυτό αν δεν υπήρχε –ποιος άλλος;- ο Giorgio Moroder. Ο Ιταλός (μαζί με τον Tom Whitlock, βασικό του συνεργάτη σε όλο το soundtrack του “Top Gun” που αποτελείται αποκλειστικά από κομματάρες) έγραψε και αυτή την εμβληματική μπαλάντα, για να κερδίσει το δεύτερο από τα τρία συνολικά του Όσκαρ (το πρώτο ήταν για το soundtrack του «Εξπρές του Μεσονυχτίου» και το δεύτερο για το “What a Feeling” που λέγαμε πιο πάνω).




“My Heart Will Gon On” από τον «Τιτανικό» (1997)


Η αποθέωση του δακρύβρεχτου λυρισμού από μόνο του, αλλά πόσο επικά ταιριαστό στο αριστούργημα του James Cameron, είναι το κομμάτι που η γενιά μας έχει μάθει να συνδυάζει όσο κανένα άλλο με την έννοια του βραβείου Όσκαρ για το καλύτερο τραγούδι. Ίσως γιατί τα τελευταία είκοσι, εικοσιπέντε χρόνια, υπάρχει μια ένδεια από πραγματικά σπουδαία κομμάτια.




“Skyfall” από το “Skyfall” (2012)


Είναι το τραγούδι που ξαναέστρεψε το βλέμμα πάνω στο εν λόγω βραβείο μετά από πολλά χρόνια. Αριστουργηματικά τζεϊμσμποντικό, με τρόπο που θυμίζει απόλυτα John Barry, αποδεικνύει το τεράστιο ταλέντο τόσο της Adele, όσο και του σπουδαίου Paul Epworth, του παραγωγού – χαμαιλέοντα που μπορεί να συνθέσει ό,τι του ζητηθεί, βάζοντας τον εαυτό του έτσι πίσω από την επιτυχία μιας πλειάδας αστέρων της τελευταίας δεκαετίας.


Ολόκληρη η λίστα, για όσους χρησιμοποιούν το Spotify (το “Skyfall” ακούγεται σε διασκευή):



(Γράφτηκε για το Jumping Fish)