22 Μαΐ 2013

H Coca-Cola του Πο Πο Culture!

Φωτογραφημένη για το Πράγματα Που Λαμβάνω Στη Δουλειά.

Iron & Wine - Ghost On Ghost

Iron & Wine
Ghost On Ghost
(Απρίλιος 2013)


Ο Samuel Beam κάποτε ηχογραφούσε για την Sub Pop. Και τραγουδούσε ψιθυριστά, αλλά επιβλητικά, σκοτεινά, αλλά σαφή διηγήματα. Ήταν lo-fi και indie, όσο lo-fi και indie μπορεί να είναι κάτι τόσο ρουστίκ, όσο η μουσική του. Και ο Samuel Beam, ο μουσικός από τη Νότια Καρολίνα που προτιμούσε να τον φωνάζουν Iron & Wine, ήταν πάνω απ’ όλα folk. Ένα παιδί του λαού, του αγρού, της φύσης. Εσωστρεφής, ωστόσο, και λιγάκι μυστήριος, έμοιαζε κάθε φορά που έβγαζε δίσκο να σού δίνει μια πρόσκληση για να μπεις στο υπνοδωμάτιό του, να τον ακούσεις την ώρα που γρατζουνούσε την κιθάρα ή το μπάντζο του, γυρεύοντας να σκαρώσει νέες μελωδίες.

Όλα αυτά μέχρι το 2007, όταν η μουσική του άρχισε να πλαισιώνεται από γεμάτες ενορχηστρώσεις, από μουσικούς βιρτουόζους, που έπαιζαν τα πάντα και την έκαναν ξαφνικά να ακούγεται τόσο, μα τόσο πλούσια –κοίτα να δεις τι δυναμική έκρυβε μέσα της τόσο καιρό. Ο Iron & Wine είχε βγει απ’ το υπνοδωμάτιο και είχε πάει κατ’ ευθείαν στο Μέγαρο Μουσικής, χωρίς να χάσει ούτε ένα γραμμάριο από την αυθεντικότητα ή την έμπνευσή του στην διαδρομή. Κάποιοι, βέβαια, δίσταζαν να τον ακολουθήσουν σ’ αυτό του το ταξίδι. Διέκριναν μια τάση για μεγαλείο, μια λέξη που δεν θες να την πολυλές αν είσαι indie. 4 χρόνια αργότερα, όντως, η Beam ηχογραφούσε πια για την Warner Bros. Και η μουσική του ήταν ακόμη πιο εύπεπτη. Μπορούσαν πια να την ακούν ακόμη κι εκείνοι που δεν θεωρούσαν εαυτούς indie ή ο,τιδήποτε άλλο παρόμοιο με τους αντίστοιχους περιορισμούς. Όμως η μουσική του παρέμενε αυθεντική και η μοναδική του ικανότητα στο να γράφει γλυκά τραγούδια, χωρίς να καταντά αηδία από το πολύ μέλι, δεν μας άφησε ασυγκίνητους. Προσωπικά, δεν θεωρώ το “Kiss Each Other Clean” (2011) υποδεέστερο των προηγούμενων άλμπουμ του. Ίσα-ίσα που οι ασκήσεις μεγαλείου του με κέρδισαν, αντί να με αποτρέψουν.

Δύο χρόνια μετά πηγαίνει ακόμη παραπέρα τη μετάλλαξή του από έναν κλεισμένο στο σύμπαν του, μελαγχολικό χωριατάκο, σε έναν λαμπερό crooner. Παραδόξως δεν το κάνει με τα εργαλεία της arena rock που έδειχνε να τιθασεύει στο πρόσφατο παρελθόν. Δεν ανεβάζει ρυθμούς, δεν παρακάνει ηλεκτρικό τον ήχο του. Στο πέμπτο του άλμπουμ προτιμά απλά να αφήσει στην άκρη τη μελαγχολία και να προσθέσει λίγο παραπάνω χαμόγελο. Τραγουδά για την αγάπη με έναν τρόπο κάπως ποπ και σε κομμάτια όπως το “The Dessert Babbler” δεν διστάζει να φλερτάρει ακόμη και με τη soft rock. Jazz, soul, funk στοιχεία ξεπετιούνται μια στο τόσο, ήπια πάντα και μετρημένα, τραβώντας πάντως το “Ghost on Ghost” μακριά από τη σφαίρα της folk –το έχουν ξανακάνει κι άλλοι στο παρελθόν αυτό, οι Simon & Garfunkel, ας πούμε, ή οι Beach Boys. Το αποτέλεσμα θα ξενίσει τους παλιούς του οπαδούς. Αλλά θα κερδίσει όσους τον ακολούθησαν σε κάθε του βήμα και επικρότησαν την κάθε του μεταμόρφωση. Ο Iron & Wine στέκεται πια κάπου ανάμεσα στους Belle & Sebastian, τον George Michael και τον δικό του, παλιό, σκοτεινό εαυτό –και μοιάζει να είναι πολύ άνετος με αυτό. Εσύ μπορείς μόνο να τον κατηγορήσεις ότι έχει πια χάσει τον αυθορμητισμό του, αλλά κι αυτό πόσο να του στερήσει από την τελική σούμα, όταν το όλο αποτέλεσμα είναι τόσο μα τόσο ευχάριστο; Ένα; Άντε ενάμισι αστεράκι στα πέντε…


Iron & Wine - Joy

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

21 Μαΐ 2013

Ray Manzarek: 1939 - 2013



Στο άκουσμα του ονόματος της μπάντας, το μυαλό σου πηγαίνει αυτόματα σε μια φιγούρα. The Doors σημαίνει Jim Morisson όσο τίποτε άλλο. Στο άκουσμα, όμως, του ήχου τους, της μουσικής τους, κρατάς το μυστήριο και την παραισθησιογόνα ρευστότητα των πλήκτρων του Ray Manzarek. Όταν ο συνιδρυτής της μπάντας έφυγε χθες από τη ζωή, σε ηλικία 74 ετών, μετά από πολυετή μάχη με τον καρκίνο, ο John Densmore, ο ντράμερ των Doors, έκανε μια δήλωση που συμπυκνώνει όλα τα παραπάνω: «Δεν υπήρξε άλλος κιμπορντίστας στον πλανήτη πιο κατάλληλος από τον Ray να στηρίξει τους στίχους του Jim».

Η ιστορία της γνωριμίας των δύο είναι γνωστή: στη σχολή κινηματογράφου του UCLA (o Manzarek είχε κι άλλο πτυχίο, Οικονομικών από το Πανεπιστήμιο DePaul, όπου και είχε πρωτοξεκινήσει να παίζει μουσική). Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’60, μια εποχή που η Καλιφόρνια την ζούσε υπό την επήρεια παραισθησιογόνων… Η καλλιτεχνική παραγωγή ως εκ τούτου βρισκόταν στο απόγειό της και η τεράστια προσφορά, που υπολειπόταν της ζήτησης, έκανε τον παράγοντα τύχη καθοριστικό στοιχείο στη επιτυχία ή όχι μιας μπάντας. Στην περίπτωση των Doors η τύχη ήταν εκεί, αλλά η προσωπικότητα του Morisson και το ταλέντο του Manzarek έπαιξαν μεγαλύτερο ρόλο.

Ο Manzarek γεννήθηκε στο Σικάγο, από γονείς πολωνικής καταγωγής. Πιθανότατα δεν θα είχε φτάσει ποτέ στην Καλιφόρνια, στο LSD και στους Doors αν το όνειρο της ζωής του είχε μπει σε ράγες από νωρίς: ήθελε να παίξει επαγγελματικό μπάσκετ. Αλλά δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός για το σπορ (1,84 μ.). Στο σχολείο ήταν ένα δυνατό «τεσσάρι», όταν όμως μεγάλωσε χωρίς να ψηλώσει άλλο, οι προπονητές του επέμεναν ότι έπρεπε να μάθει να παίζει γκαρντ. Ο Manzarek δεν έδειξε καμία διάθεση να αλλάξει το στυλ παιχνιδιού του, παράτησε το μπάσκετ και στο πανεπιστήμιο ασχολήθηκε με τη μουσική.

Έπαιζε διαφόρων ειδών πλήκτρα. Στις συναυλίες των Doors, οι οποίοι δεν είχαν μπασίστα για μόνιμο μέλος τους (χρησιμοποιούσαν διάφορους στις ηχογραφήσεις των δίσκων τους μόνο), έπαιζε ταυτόχρονα δύο όργανα. Το ένα ήταν keyboard για να καλύψει τις χαμηλές νότες του μπάσου. Το άλλο, βέβαια, ήταν το θρυλικό Vox Continental, το ηλεκτρικό πιάνο που χρησιμοποιούσαν οι περισσότεροι ψυχεδελικοί μουσικοί της εποχής. Αργότερα το άλλαξε για το Gibson G-101 Kalamazoo, που έβγαζε παρόμοιο ήχο, αλλά είχε κοκάλινα πλήκτρα, άρα πιο γερά από τα πλαστικά του Vox Continental που συχνά διαλύονταν στις ζωντανές εμφανίσεις των Doors όταν ο Manzarek τα έδινε όλα πάνω στα keyboards του.

Οι Doors έβγαλαν δύο άλμπουμ μετά το θάνατο του Morisson και ήταν ο Manzarek που ανέλαβε να τραγουδήσει. Γενικά, η επιμονή του να διατηρήσει ζωντανό το θρύλο της μπάντας (θα θυμάσαι ίσως την θλιβερή εμφάνισή τους στον Λυκαβηττό, λίγο μετά το Euro του 2004, με τις φανέλες της Εθνικής Ελλάδας) τον έκαναν κάπως αμφιλεγόμενο από το 1971 και μετά. O Densmore διαφώνησε με τους χειρισμούς του Manzarek και δεν δέχτηκε να τον ακολουθήσει στις διάφορες αναβιώσεις του θρυλικού γκρουπ των ‘60s, κάτι που έκανε μετά χαράς ο κιθαρίστας Robby Krieger.

Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι τα κίνητρα του Manzarek ήταν διαφορετικά από του Krieger. Ενώ ο δεύτερος ήθελε όντως να εξαργυρώσει τη συμμετοχή του σε ένα από τα πιο δημοφιλή ροκ συγκροτήματα της ιστορίας, για τον κιμπορντίστα και συνιδρυτή των Doors το στοίχημα ήταν άλλο. Να αποδείξει ότι ήταν εξίσου ισχυρός παράγοντας της επιτυχίας τους με τον Jim Morisson. Ο Manzarek ήταν σαν να διαιωνίζει έναν (συγκαλυμμένο τα χρόνια της ύπαρξής του) ανταγωνισμό ακόμη και μετά το θάνατο του ενός εκ των δύο «αντιπάλων». Έφυγε από τη ζωή χωρίς ποτέ να καταφέρει να χωνέψει ότι για την συντριπτική πλειονότητα των φίλων της μουσικής The Doors σημαίνει Morisson.

Η μουσική του προσωπικότητα, πάντως, θα μείνει αθάνατη. Θα είναι εκεί κάθε φορά που θ’ ακούγεται η εισαγωγή του “Light My Fire”. Θα σε απειλεί σε κάθε “Waiting For The Sun”, θα σε ανεβάζει σε κάθε “Hello, I Love You”, θα τρυπώνει στο υποσυνείδητό σου με κάθε “Love Me Two Times”. Η δική του, ψυχεδελική, σφραγίδα όρισε τον ήχο των Doors. Χωρίς αυτόν, ο Morisson πιθανότατα θα ήταν ένας σπουδαίος ποιητής, χωρίς όμως να είχε γίνει ροκ σταρ.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

10 τραγούδια για τη ζέστη


Το καλοκαίρι ήλθε μερικές εβδομάδες νωρίτερα και το Jumping Fish είπε να το υποδεχτεί με μια ιδρωμένη playlist, γεμάτη με λεκέδες από καρπούζι και παγωτό χωνάκι. Όποιος, πάλι, θεωρεί ότι ο καλύτερος τρόπος να πολεμήσεις τη ζέστη είναι με ψύχρα, έχουμε και από αυτό. Εδώ θα βρεις 10 τραγούδια για το κρύο)


David Bowie – “Heat”
Ολόφρεσκος David Bowie στο (κατ’ εμέ) καλύτερο κομμάτι του κάπως μέτριου τελευταίου του άλμπουμ, σ’ ένα υπαρξιακό δράμα που πάντως ελάχιστη σχέση έχει με τον καύσωνα των ημερών πέραν του τίτλου του.


Toto – “Fahreneit” 
Το κατάμεστο στα πλήκτρα soft / adult (τι χαρακτηρισμός κι αυτός) rock που έπαιζαν οι Toto, είχε αρχίσει να γίνεται πολύ βαρετό και πασέ στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και όντως το “Fahreneit” του 1986 είναι ένα από τα πιο άθλια άλμπουμ τους. Ακούγοντας όμως το ομώνυμο κομμάτι σήμερα δεν μπορείς να μη νιώσεις μια κάποια νοσταλγία για την εποχή εκείνη που αγόραζες γρανίτα grillo ένα εικοσάρικο και έκανες διακοπές στην Στούπα και στην Κινέτα.


Yello – “Celsius” 
To έβαλα ως αντιστάθμιση στο “Fahreneit” περισσότερο, για να μετρήσουμε την θερμοκρασία και με τον δικό μας τρόπο, αλλά είναι τόσο ιδιαίτερο μέσα στην ηλεκτρονική του παράνοια, που ναι μεν δεν πολυθυμίζει καλοκαίρι, αλλά προσθέτει μια πινελιά αυθεντικότητας στη λίστα. Είναι σαν να φοράς panama hat από τον Παναμά αντί για ψάθινο καπελάκι από το σούπερ μάρκετ του νησιού.


Suzanne Vega – “99.9 F°”
To 1992 υπήρχε μια φήμη ότι η Suzanne Vega θα το γύριζε στην ηλεκτρονική μουσική. Όχι τυχαία. Το remix των DNA στο υπέροχο παλιό της folk κομμάτι “Tom’s Diner” είχε γίνει πριν δύο χρόνια η μεγαλύτερη επιτυχία που έκανε ποτέ. Τελικά το “99.9 F°” δεν ήταν techno, αλλά δεν είχε και πολύ σχέση με την ιδιαίτερη «αστική» folk που έγραφε μέχρι τότε. Το ομώνυμο κομμάτι είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Το πείραμα πάντως δεν πέτυχε και η Vega σύντομα γύρισε σε πιο γνώριμα μονοπάτια.


Donna Summer – “Hot Stuff”
Δεν χρειάζονται συστάσεις για το πιο μεγάλο hit της Donna Summer. H μακαρίτισσα εδώ και ένα χρόνο Donna, έψαχνε για το πιο καυτό πράγμα απ’ όλα –κάτι που είναι παντός καιρού είναι η αλήθεια και δεν προϋποθέτει αποκλειστικά το καλοκαίρι για να το απολαύσεις.


Pat Benatar – “In The Heat Of The Night”
Στο εφηβικό μας δίλημμα “Lita Ford ή Pat Benatar;” οι περισσότεροι είχαμε δώσει την ψήφο μας στην πρώτη, επιμένοντας ότι ήταν πιο αυθεντική ροκού (και πιο ξανθιά, θα προσθέσω), αλλά οι λίγοι, οι ποιοτικοί, επέμεναν ότι η Pat –όντας και πιο παλιά στο χώρο- ήταν απείρως πιο «καυτή». Αυτό της το κομμάτι, από το σπουδαίο ομώνυμο άλμπουμ της του 1979 (που περιείχε και το έπος “We Live For Love”) το αποδεικνύει. Και επίσης προσθέτει και ποιοτικά χαρακτηριστικά στο δίλημμα. Lita το χειμώνα. Pat το καλοκαίρι.


Phil Ocs – “In The Heat Of The Summer” 
Ένα ιστορικό κομμάτι από μια από τις θρυλικότερες φιγούρες που γέννησε ποτέ η folk. Το ακούς και βρίσκεις με τη μια τη βασική επιρροή όλων των nu-folk καλλιτεχνών που ξεπηδάνε τα τελευταία χρόνια σαν κράχτες ενοικιαζόμενων δωματίων την στιγμή που ακουμπάει ο καταπέλτης του φέρι μποτ στην προβλήτα του νησιού.


John Lee Hooker & Canned Heat – “Burning Hell” 
Από τα πιο δημοφιλή κομμάτια του John Lee Hooker (το έγραψε το 1959), διπλασίασε την θερμαντική του ιδιότητα, όταν ξαναηχογραφήθηκε το 1970 με τη βοήθεια των Canned Heat, που –ως γνωστόν- μπορούσαν να κάνουν το καυτό ακόμη καυτότερο. 


John Fogerty and The Fairfield Four "A Hundred and Ten In The Shade"
110 βαθμοί Φαρενάιτ είναι κάτι παραπάνω από 43 βαθμούς Κελσίου για όποιον αναρωτιέται. Και το συγκεκριμένο κομμάτι του John Fogerty είναι από τα πιο χαρακτηριστικά που έγραψε (το 1997) από τότε που διέλυσε τους Creedence Clearwater Revival.


Martha & the Vandellas – “Heatwave” 
Ήθελα να κλείσω τη λίστα με το χαρακτηριστικότερο κομμάτι της και ήμουν έτοιμος να βάλω το “Vanilla Ice Ice Baby”, μέχρι που θυμήθηκα ότι υπήρχε το απόλυτο αντίδοτο στον καύσωνα, που μάλιστα χρησιμοποιούσε τη λέξη σαν τίτλο του! 

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

15 Μαΐ 2013

10 λογοκριμένα video clips


Το τελευταίο video clip του David Bowie, με τον ίδιο στο ρόλο ενός μάλλον αδιάφορου κι ατάραχου Μεσσία και τους Gary Oldman και Marion Cotillard να υποκρίνονται χαρακτήρες που ανεβάζουν το αίμα στο κεφάλι του κάθε καλού Χριστιανού. έγινε μέσα σε λίγες ώρες αντικείμενο κατακραυγής και λογοκρισίας. Έγινε, δηλαδή, μια ωραία αφορμή για να θυμηθούμε 10 ακόμη περιπτώσεις που το βίντεο ενός τραγουδιού προκάλεσε και κυνηγήθηκε (κατορθώνοντας, μεταξύ άλλων, να τραβήξει την προσοχή από τη μουσική και να τη στείλει αλλού –μερικές φορές εντελώς προσχεδιασμένα…):


Madonna – “Justify My Love”
Για τη βασίλισσα της ποπ αυτό ήταν μόνο η αρχή…


Madonna – “Erotica”
…γιατί μερικά χρόνια αργότερα ήρθε αυτό.


The Prodigy – “Smack My Bitch Up”
Μια προφανής επιλογή για την παρούσα λίστα και μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που ήταν κρίμα που το βίντεο επισκίασε το τραγούδι.


Cee Lo Green – “Fuck You”
Απολαυστικά αθώο βίντεο, αλλά είναι αυτές οι σιγανοπαπαδιές που διαβρώνουν τα ήθη με το χειρότερο τρόπο.


Bjork – “Pagan Poetry”
Το ότι κάποιοι σοκαρίστηκαν από το βυζί της Ισλανδής και κατάφεραν να «κόψουν» το εν λόγω video clip από το MTV παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της τηλεόρασης μέχρι σήμερα.


Charlotte et Serge Gainsbourg – “Lemon Incest”
Μπαμπάς και κόρη ημίγυμνοι στο κρεβάτι; Θα περνούσε, αν ο μπαμπάς δεν λεγόταν Gainsbourg.


Erykah Badu – “Window Seat”
Από πίσω ακούγεται αθώα, ρομαντική σόουλ, εκείνη ξεκινά να τα πετά, αλλά –περίμενε– είναι μέρα μεσημέρι, το κάνει στη μέση του δρόμου και στο τέλος πέφτει κάτω, παριστάνοντας τη νεκρή, εκεί που σκότωσαν τον JFK. WTF?


Nine Inch Nails – “Closer”
Ένα σπουδαίο κομμάτι, που χρειαζόταν και το ανάλογο βίντεο. Μόνο που ήταν κάπως προχωρημένο για την εποχή του (1994). Και το ένα και το άλλο.


Frank Zappa – “You Are What You Is”
Όπου ένας σωσίας του τότε πλανητάρχη Ronald Reagan εκτελείται στην ηλεκτρική καρέκλα.


Missy Elliot – “She’s a Bitch”
Άθλιο τραγούδι, υπέροχο βίντεο, λάθος τίτλος. 14 χρόνια μετά μπορούμε πια να το απολαύσουμε χωρίς ενοχές.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

14 Μαΐ 2013

Πότε θα αναγνωριστεί επιτέλους το μεγαλείο του Josh Ritter;


Το “The Beast In Its Tracks” δεν είναι το καλύτερο άλμπουμ του Josh Ritter. Στη δική μου λίστα με τις δουλειές του τραγουδοποιού από το Idaho κάθεται προς το παρόν κάπου στη μέση. Αλλά δεν έχει περάσει και πολύς καιρός από τότε που βγήκε. Είναι πολύ πιθανόν όταν του χρόνου κάτσω να ξανακούσω και τα επτά που έχει βγάλει ως τώρα και ξαναβγάλω αξιολόγηση, το “The Beast In Its Tracks” να πιάσει πάτο.

Αλλά αυτό από μόνο του αποτελεί μια ισχυρή ένδειξη ότι ο Ritter είναι σπουδαίος. Αν το χειρότερό του άλμπουμ είναι τόσο όμορφο όσο το “The Beast In Its Tracks” κι αν έχουν περάσει πια 14 χρόνια και τόσες κυκλοφορίες για να φτάσουμε στο σημείο να πούμε ότι «αυτή τη φορά δεν ξεπέρασε τον εαυτό του», τότε μήπως απλά τον έχουμε αδικήσει κατάφωρα τόσο καιρό;

Σύμφωνοι, με το μεγαλειώδες “So Runs The World Away”, ο ίδιος ο Josh είχε βάλει τον πήχη πολύ ψηλά, καλλιεργώντας μεγάλες προσδοκίες σε μας, τους πιστούς του φαν. Και, όντως η νέα του δουλειά δεν έχει μέσα αριστουργήματα σαν το “Lantern”, το “Folk Bloodbath” ή το “The Curse”. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν είναι εθιστική. Δεν υπάρχει περίπτωση να βάλεις το “The Beast In Its Tracks” να παίζει και να το κλείσεις 43 και μισό λεπτά μετά. Θα το ξαναπάς από την αρχή, θα κολλήσεις σε 2-3 σημεία του (σίγουρα με το «χιτ» “New Lover”), θα μάθεις τις ιστοριούλες του απέξω.

Αν είναι κάτι που τον κάνει ξεχωριστό είναι ακριβώς αυτές οι ιστοριούλες. Στο νέο του άλμπουμ παίρνει για αφορμή μια δύσκολη προσωπική του στιγμή και γράφει μπόλικα παραμύθια που έχουν πολλά να πουν στον καθένα μας. Δεν είναι εύκολος ένας δίσκος που να μιλά για τον χωρισμό (εκτός κι αν γράφεις ζεϊμπεκιές για τον Βασίλη Καρρά ή τσιφτετελοπόπ για τα φτηνά τσόλια των πιστών). Είναι εσωστρεφής, γεμάτος αναστεναγμούς και κλισέ –μπορεί εύκολα να κατεβεί στο επίπεδο του «γραφικού» (ή στον Καρρά και τα τσόλια που λέγαμε). Αλλά ο Josh Ritter μεταχειρίζεται αριστουργηματικά το διαζύγιό του, πηδώντας από το θυμό στον αυτοσαρκασμό και από τη ζεστασιά στο χιούμορ και την τιμιότητα από το ένα τραγούδι στο άλλο.

Αν δεν τα κατάφερνε αυτός, ποιος θα τα κατάφερνε; Από την πρώτη στιγμή που έπιασε την κιθάρα του για να πει τα folk παραμύθια του, από το “Josh Ritter” του 1999 και το “Golden Age of Radio” του 2000, η σεμνότητά του ξεχείλιζε από παντού. Έπιανε τα θέματά του χωρίς καμία διάθεση να τα ξεσκίσει – αλλά εξερευνητικά, γλυκά, ήρεμα. Αν μπορούσε κανείς να τον κατηγορήσει για κάτι ήταν αυτή η υπερβολική ηπιότητα και σεμνότητα. O Ritter ήταν politically correct. Σε καμμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να προκαλέσει. Δεν έμοιαζε με τον μέντορά του, του Bob Dylan ας πούμε.

Όχι, ο Ritter δεν ήθελε με τίποτε να κάνει κάτι τέτοιο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ήθελε να πάει κι από τον εύκολο δρόμο. Στο “Hello Starling” του 2003, το καλύτερο ίσως άλμπουμ του ως τώρα, πρόσθεσε στις διηγήσεις του δύο ακόμη στοιχεία: την ωριμότητα και τη σοφία. Σύμφωνοι, δεν θα συγκρουστεί ποτέ με κάποιο θέμα του, αλλά δεν θα το αφήσει και σε ησυχία. Θα μπει μέσα του, θα ψηλαφίσει κάθε του πτυχή και όταν πια το κατανοήσει θα βγάλει προς τα έξω μόνο αυτά που αξίζουν, μόνο αυτά που έχει νόημα να μας πει. Στο “Hello Starling” ο Ritter μετατρέπεται στον Leonard Cohen της folk και θα κρατήσει αυτόν τον ρόλο και στα δύο επόμενά του άλμπουμ. Στο “The Animal Years” (2006) με λίγο λιγότερο χιούμορ και πολύ περισσότερη μειλίχια διάθεση. Και στο “The Historical Conquests of Josh Ritter” με όρεξη να πάει στην άλλη πλευρά, με ηλεκτρισμό α λα Springsteen και ιστορίες κοφτερές και επικές.

Κάπως έτσι φτάσαμε και στο αποκορύφωμα του “So Runs the World Away” το 2010. Εκεί οι ελεγείες του έμοιαζαν πια με ένα ταξίδι πάνω στο ποταμόπλοιο του εξωφύλλου, παρέα με τον Mark Twain και τον Tom Waits. Ο κύκλος του Ritter – Φιλέα Φογκ μοιάζει τώρα πως ολοκληρώθηκε κάπου εκεί.

Είναι όμως όντως έτσι; Ή μήπως απλά έχει διακοπεί λόγω του χωρισμού του, που έγινε το θέμα του τελευταίου του άλμπουμ; Μήπως ο αφηγητής, ο παραμυθάς Ritter, έκανε απλά μια στάση για να βγάλει μερικά πράγματα από μέσα του και θα επιστρέψει σύντομα στην παρατήρηση και την εξερεύνηση όλων αυτών των ηρώων που λάτρευε να αποθεώνει τόσα χρόνια; Πιθανότατα ναι. Κι εμείς τι κάνουμε μέχρι τότε; Αυτή η στάση είναι μια καλή ευκαιρία να ξαναμελετήσουμε το έργο του από την αρχή, ήρεμα, σεμνά, βαθιά, όπως θα έκανε κι εκείνος. Και να αναγνωρίσουμε επιτέλους το μεγαλείο του.

Ως συνήθως όλα αυτά τα λέει καλύτερα η ίδια η μουσική. Αν δεν έχεις την τύχη να έχεις στη συλλογή σου τα άλμπουμ του Josh Ritter, μπορείς πάντα να ξεκινήσεις με ένα preview της δουλειάς του εδώ.

(Γράφτηκε για τo Jumping Fish)

13 Μαΐ 2013

Metallica, τώρα και σε φλιπεράκι


Διαφημίζοντάς το με κερατάκια και χαζοβιόλικη heavy metal μαγκιά, ο James Hetfield παρουσίασε τις προάλλες ένα βίντεο με το making of του νέου project των Metallica που δεν είναι κάποιο άλμπουμ, κάποιο DVD ή ας πούμε ένα νέο σετ ντραμς με τις φάτσες της μπάντας πάνω στις κάσες και τα πιατίνια, αλλά ένα… φλιπεράκι.

Στο βίντεο δεν το βλέπεις σε δράση, αλλά το γκρουπ έκανε γνωστές μερικές από τις λεπτομέρειες της συνεργασίας του με την Stern Pinball Inc., την πιο μεγάλη κατασκευάστρια τέτοιων παλιομοδίτικων παιχνιδιών: Το φλιπεράκι των Metallica θα παίζει ήχους από τα κλασικά έπη τους “Creeping Deat”', “For Whom The Bell Tolls”, “Master Of Puppets”, “Fuel”, “Battery”, “Sad But True”, “Enter Sandman” και μερικά ακόμη.

Λογικά το παιχνίδι θα είναι έτοιμο πριν τις 8 Ιουνίου, ώστε να παρουσιαστεί στο Orion Music + More, το φεστιβάλ που διοργανώνουν για δεύτερη φορά οι ίδιοι στο Ντιτρόιτ. Και το οποίο φέτος θα είναι αρκετά indie, με Foals, The Joy Formidable, Japandroids στο lineup και μεγάλο όνομα, πλην των Metallica, τους Red Hot Chili Peppers.

Για εμάς που ούτε στο Ντιτρόιτ προβλέπεται να βρεθούμε, ούτε έχουμε λεφτά για να κάνουμε εισαγωγές συλλεκτικών φλιπερακίων από Αμερική, οι Metallica ετοιμάζουν το επόμενο άλμπουμ τους μετά το (πολύ ικανοποιητικό) comeback στον παλιό τους ήχο, το “Death Magnetic” του 2008. Σιγά σιγά θα μπουν στο στούντιο για ηχογραφήσεις και μέσα στο 2014 η νέα τους δουλειά θα βγει σε δισκοπωλεία και «κατεβαστήρια».



(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

12 Μαΐ 2013

10 τραγούδια για τις μαμάδες



Από βαθιά συναισθηματικά (σε βαθμό χειμάρρου δακρύων), ως προκλητικά ερωτικά (σε βαθμό «της μάνας σου») με όλη τη γκάμα να φιλοξενείται στο ενδιάμεσο (υπερπροστατευτικές, αυστηρές, γλυκές και λοιπές μαμάδες), τα τραγούδια της λίστας μας αποτελούν το ιδανικό soundtrack για την Ημέρα της Μητέρας. Διαλέγεις ποιο ταιριάζει στην δική σου και ξεκινάς από εκεί –αλλά προς Θεού, μην αγνοήσεις τα υπόλοιπα, γιατί θα το πούμε στη μαμά σου!



John Lennon - "Mother"
Λέγεται «μητέρα», αλλά πρακτικά μιλά και για τον πατέρα του. Τόσο η Julia, όσο και ο Alf Lennon παράτησαν τον Johnny όταν ήταν παιδάκι. O Alf την έκανε νωρίς από το σπίτι, ενώ η Julia τον παρέδωσε αργότερα στην αδελφή της, και τελικά έφυγε από τη ζωή όταν εκείνος ήταν 17, σε ένα δυστύχημα.



Elvis Presley - "Mama Liked The Roses" 
Αν δεν αντέχεις τις συγκινήσεις, μπορείς να το προσπεράσεις και να πας στο… μεθεπόμενο (γιατί το επόμενο είναι πέντε φορές πιο βαρύ). Ένα από τα πιο συναισθηματικά κομμάτια που είπε ποτέ ο Presley, γεμάτο από αναμνήσεις και δάκρυα.



Lost In The Trees – “Golden Eyelids”
Ολόκληρο το περσινό αριστουργηματικό “A Church That Fits Our Needs” είναι μια ελεγεία για την απώλεια που νιώθει ο ηγέτης των Lost In The Trees, Ari Picker, για τη μητέρα του που αυτοκτόνησε, μην μπορώντας να παλέψει άλλο με τον καρκίνο. Λογικά τα δάκρυα έχουν ήδη ανεβεί στα μάτια σου, οπότε άκου και το κορυφαίο κομμάτι του άλμπουμ, για να φτάσεις στην κορύφωση της συγκίνησης.



Etta James - "Tell Mama"
Όπου ο λατρεμένος της γιος έρχεται να μιλήσει στη μαμά Etta για μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση. Η προστατευτική φωνή της James είναι η ιδανικότερη επιλογή για την παρηγοριά. Στην αγκαλιά μιας τέτοιας μαμάς, όλες οι έγνοιες φεύγουν μακριά.



The Shirelles – “Mama Said”
Παρόμοια περίπτωση με της Etta James, αλλά εδώ οι μαμάδες είναι πολλές. Και λέγονται Shirelles. Πολλαπλή η παρηγοριά.



Fountains Of Wayne - "Stacy's Mom"
Την Ημέρα της Μητέρας δεν την γιορτάζουν βέβαια μόνο οι γιοι και οι κόρες. Την γιορτάζουν και όλοι οι MILF lovers…



Scissor Sisters - "Take Your Mama"
Από τη λίστα δεν θα μπορούσε να λείπει το πιο απολαυστικό κομμάτι που έχει ποτέ γραφτεί για τη σχέση που αναπτύσσουν με τις μητέρες τους εκείνα τα αγόρια που τους αρέσουν τα αγόρια. Η ιδέα του να βγεις έξω με τη μαμά σου και την παρέα σου και να λιώσετε στο χορό ως το πρωί είναι ό,τι πιο γλυκό έχει συμπεριληφθεί ποτέ σε ερωτικό τραγούδι.



Joni Mitchell – “Little Green”
Πίσω στα δάκρυα: Μια έφηβη που έχει μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, δίνει το παιδί της για υιοθεσία. Η ίδια η Joni ενώθηκε με την κόρη της πολλά χρόνια μετά…



Genesis - "Mama" 
Ένα συγκρότημα που λέγεται Genesis θα έπρεπε να έχει στη λίστα του ένα κομμάτι που να μιλά για μια μητέρα. Είναι απολύτως λογικό.



Sinead O'Connor – “This Ιs Τo Mother You”
To κλείνουμε με κάτι τόσο Sinead και τόσο Ημέρα της Μητέρας, που μας ξαναπιάνουν τα δάκρυα με το πόσο σπουδαίοι είμαστε που σού επιφυλάξαμε τέτοιο φινάλε.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

1 Μαΐ 2013

10 τραγούδια για να γιορτάσεις την Εργατική Πρωτομαγιά



Ανεξαρτήτως του αν θα τιμήσεις την 1η Μαΐου ανήμερα την Πρωτομαγιά, ή θα ακολουθήσεις τη μεταφορά τη γιορτής από το Υπουργείο Εργασίας ειδικά για φέτος στην Τρίτη του Πάσχα, το top 10 που ακολουθεί θα σε βοηθήσει να την περάσεις ευχάριστα, με τον κατάλληλο –πάντα– προβληματισμό.



Bob Dylan - "Maggie's Farm"
Οι σχέσεις εργαζόμενου – εργοδότη περνούν στο μικροσκόπιο του Bob Dylan. Ο ήρωάς του δεν αντέχει να δουλεύει άλλο στη φάρμα της Maggie με τους όρους που του βάζει. Προτιμά να τα τινάξει όλα στον αέρα και να φύγει μ’ ένα χορταστικά electric blues τρόπο.



The Clash - "Career Opportunities”
Όταν οι Clash έγραφαν αυτό το τραγούδι, στην Αγγλία των ‘70s, οι δουλειές ήταν λίγες και η γκρίνια πολλή. Τόσο πολλή που οι Clash δεν ήθελαν π.χ. να δουλέψουν σαν οδηγοί ασθενοφόρου. Αν ζούσαν άραγε στην Ελλάδα του 2013 θα άλλαζαν γνώμη;



Styx – “Blue Collar Man (Long Nights)”
Δώσε μου μια δουλειά, ό,τι δουλειά να ‘ναι. Δώσε μου μια ευκαιρία να επιζήσω. Κι εγώ θα σου δώσω λίγο lame hard rock.



Huey Lewis and the News – “Workin' for a Livin'”
Το τραγούδι που δεν λέει απολύτως τίποτε, αλλά την ίδια ώρα λέει τόσα πολλά. Γραμμένο από τον άνθρωπο που δεν έγραψε ούτε μισό αξιόλογο κομμάτι στην καριέρα του, αλλά έκανε μια τόσο σπουδαία καριέρα. Γιατί η ζωή –και η εργατιά– είναι γεμάτες από τέτοιες αντιθέσεις (αδικίες;).



Donna Summer – “She Works Hard For The Money” 
Εκείνη δουλεύει σκληρά για τα λεφτά κι εμείς χύνουμε τόνους ιδρώτα κάτω από τη ντισκομπάλα. Δίκαιο.



Dolly Parton - “9 to 5”
Η πιο ευχάριστη ωδή στο οκτάωρο από την απόλυτη σταρ της country (στο πιο pop κομμάτι που έγραψε ποτέ, ωστόσο).


Rolling Stones – “Salt of The Earth”
Όσο παράξενο κι αν ακούγεται ένα κομμάτι όπου κάποιος σαν τον Mick Jagger μιλά για τους ανθρώπους που εργάζονται σκληρά (όχι ότι δεν έχει εργαστεί και αυτός σκληρά στη ζωή του, αλλά σίγουρα όχι με τον τρόπο που το εννοούμε εμείς), αυτό εδώ το αριστούργημα των Stones είναι ένας από τους ανεπίσημους ύμνους της Πρωτομαγιάς.



John Lennon – “Working Class Hero”
Αυτό εδώ, πάλι, είναι ημιεπίσημος ύμνος…



Billy Bragg - “There is Power in a Union”
Πρωτομαγιά όμως σημαίνει πάνω απ’ όλα συνδικάτα και αυτό εδώ είναι το κομμάτι τους.



Βασίλης Παπακωνσταντίνου – “1η Μαΐου” 
Σιγά μην το άφηνα απ’ έξω. Χρειάζεται και λίγη ερωτική περιπέτεια η Πρωτομαγιά, για να μείνει ακόμη πιο βαθειά στη μνήμη. «Πες μου Μαρία, μήπως θυμάσαι ‘κείνο το βράδυ που σε πήρα αγκαλιά;»

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)