31 Οκτ 2013
Απουσιολόγιο 2013
Το ότι το 2013 ήταν η χρονιά που θα κυκλοφορούσαν άλμπουμ οοοοόλοι (και όταν λέμε οοοοόλοι εννοούμε οοοοόλοι) το ξέραμε. Το ότι έχουν κυκλοφορήσει άλμπουμ κι άλλοι τόσοι, το έχουμε δει στην πορεία. Αυτή είναι η πιο πλούσια χρονιά μετά από εκείνο το περίφημο σωτήριο έτος 2010. Αλλά και πάλι. Μέσα στον υπερκορεσμό που βιώνουν τα ηχεία μας, έχουμε παραβλέψει τις υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν. Τουλάχιστον 10 μεγάλα ονόματα είχαν προγραμματίσει δισκογραφική παρουσία μέσα στη χρονιά κι ακόμη δεν την έχουμε δει. Σύμφωνοι, μας βολεύει να το αναβάλουν μέχρι το 2014 (για να μας κάνουν πιο εύκολη τη δουλειά στην Blogovision), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα πάρουμε –σαν γνήσια σπασικλάκια- το απουσιολόγιό μας να τους περάσουμε από μια απουσία:
Azealia Banks
Σκοπός της ήταν το sequel του επιτυχημένου της ντεμπούτου να έρθει μερικούς μήνες αργότερα. Αλλά μετά πλακώθηκε. Με τους πάντες. Η μία αναβολή διαδέχθηκε την άλλη και από Φεβρουάριο του ’13, πήγαμε το Μάρτιο, μετά τον Σεπτέμβριο και πια έχουμε φτάσει στο 2014.
Dr. Dre
Είχε πει ότι θα βγάλει άλμπουμ το ’13, αλλά μάλλον ασχολείται απλά με το να πουλάει ακουστικά.
Jack White
Τον περιμέναμε σόλο, αλλά μάλλον θα τον δούμε ως Dead Weather.
Klaxons
Από πέρσι έχουν ανακοινώσει ότι δουλεύουν νέο άλμπουμ (το τρίτο τους) παρέα με τους Chemical Brothers. Πόσους μήνες χρειάζονται για να το τελειώσουν;
La Roux
Πέρασαν κιόλας τέσσερα χρόνια από το ανεβαστικό synth-pop ντεμπούτο της. Μάλλον θα περάσουν πέντε πριν ακούσουμε τη συνέχεια.
Rihanna
Αν κυκλοφορήσει άλμπουμ φέτος, φτάνει τα 8. Μα πότε πρόφτασε;
Sky Ferreira
Από τα πιο πολυαναμενόμενα ντεμπούτα της χρονιάς (με την ίδια γυμνόστηθη στο εξώφυλλο) είχε πάρει για ημερομηνία κυκλοφορίας την 29η Οκτωβρίου, αλλά η ίδια αποκάλυψε στο βρετανικό περιοδικό GQ ότι το άλμπουμ θα βγει το 2014.
UPDATE: Τελικά, βγήκε κανονικά στις 29...
The Stone Roses
Θεωρητικά θα ήταν ένα από τα μεγάλα comeback της χρονιάς. Τελικά το comeback θα γίνει (αν γίνει) το 2015.
U2
Οι φήμες είναι πολλές, αλλά οι ειδήσεις ελάχιστες. Η τελευταία είδηση είναι ότι οι ηχογραφήσεις τελειώνουν το Νοέμβριο. Άρα πάμε για το επόμενο έτος.
Wild Beasts
Το κοινό του Twitter περιμένει τον διάδοχο του “Smother”, αλλά ούτε καν μια τόση δα φήμη δεν έχει κυκλοφορήσει ότι θα το δούμε όντως μέσα στη χρονιά, όπως είχαν υποσχεθεί αρχικά.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
29 Οκτ 2013
Τα 10 καλύτερα τραγούδια του Lou Reed
Τέτοιες λίστες -τέτοιες ώρες- ή παραείναι προφανείς ή παραείναι συναισθηματικές. Προσπάθησα να μπερδέψω και τα δύο. Αν κάνεις μια δημοσκόπηση σε χίλιους ανθρώπους δείγμα, στην πιο πολψηφισμένη τους δεκάδα θα βρεις 6-7 κοινά με αυτήν που ακολουθεί. Τα υπόλοιπα 3 είναι ο δικός μου τρόπος να θυμάμαι τον Lou Reed. Και οι χίλιοι του δείγματος, όμως, θα έχουν μια τέτοια δική τους τριάδα. Τουλάχιστον.
Vicious
Από το “Transformer” του ’72. Glam rock και παιχνιδιάρικο, μακριά από τη συνήθη μαύρη θεματική του Reed, ήταν το τραγούδι που άνοιξε τον δρόμο για τον πολύ κόσμο να έρθει κοντά του.
Venus Ιn Furs
Από το ντεμπούτο των Velvet Underground & Nico το ’67. Σεξ, θάνατος, ναρκωτικά. Σαν μια απόκοσμη τελετή, σαν ένα soundtrack φτιαγμένο για ένα υγρό, κατασκότεινο καταγώγιο που θες και δεν θες να εξερευνήσεις. Ίσως το πιο επιβλητικό κομμάτι που έγραψε ποτέ. Σίγουρα η κορυφαία του ερμηνεία.
Dirty Blvd.
Από το “New York” του ’88. Η δική μου εισαγωγή στον Lou Reed, ένα κομμάτι που άκουσα στην αρχή της εφηβείας μου και μου φάνηκε μυστικιστικό και απίστευτα ψαγμένο, αφού ο δημιουργός του δεν τραγουδούσε, αλλά απλά απήγγειλε.
Sword of Damocles (Externally)
Από το “Magic and Loss” του ’92. Ένα υπνωτικό τραγούδι για τον καρκίνο και τη χημειοθεραπεία, γραμμένο σε μια εποχή που ο Lou Reed δεν έκανε πια ναρκωτικά, αλλά οι γύρω του πέθαιναν από κάτι ακόμη πιο ανίκητο.
Perfect Day
Από το “Transformer”. Το πιο όμορφο τραγούδι που έγραψε ποτέ, κι ας μη μοιάζει καθόλου μα καθόλου για δικό του.
Street Hassle
Το magnum opus του. Από το ομώνυμο άλμπουμ του ’78. Θα το βρεις στην κορυφή των περισσότερων δεκάδων για τον Lou Reed. Ένα 11λεπτο έπος που όχι μόνο δεν πνίγεται μέσα στις φιλοδοξίες του, αλλά που καταφέρνει με ευκολία να γίνει σημείο αναφοράς των σύγχρονων ρομαντικών.
Metal Machine Music, Part 1
Από το “Metal Machine Music” του ’75. Η πιο αναπάντεχη στιγμή της δισκογραφίας του, που απετέλεσε και την απαρχή του noise rock. Για πολλούς από τους fans του ήταν απλά κάτι ακαταλαβίστικο, ένα παράξενο τριπάρισμα στο οποίο εκείνοι δεν κατάφεραν να συνυπάρξουν.
Walk on the Wild Side
Ένα ακόμη κομμάτι από το “Transformer”, αλλά όχι απλά άλλο ένα. Το “Walk on the Wild Side” μιλά για τους τρανσέξουαλ, τα ναρκωτικά, τους ζιγκολό, τον στοματικό έρωτα στους παραδρόμους των νεοϋορκέζικων λεωφόρων. Και είναι το διασημότερο τραγούδι του Lou Reed, το διασημότερο τραγούδι για το Big Apple των ’70s.
All Tomorrow's Parties
To κρατάω στη δεκάδα, κι ας είναι η Nico που ερμηνεύει και όχι ο ίδιος. Το doom αριστούργημα που έγραψε ο Lou Reed για το ντεμπούτο των Velvet Underground χρειαζόταν τον απόκοσμο τρόπο του μοντέλου από τη Γερμανία, την αποστροφή της στα αγγλικά σαν να είναι όχι μια γλώσσα, αλλά ένας ακαταλαβίστικος κώδικας για να περιγραφεί το σύνθετο σκηνικό της καλλιτεχνικής σκηνής γύρω από τον Andy Warhol όπως στηνόταν στο “Factory”, στα μέσα της δεκαετίας του ’60.
Waves Of Fear
Παρανοϊκό, τρομακτικό, αλλά και εξιλεωτικό, το κορυφαίο κομμάτι του “Blue Mask” του ’82, του απόλυτου άλμπουμ για την πρέζα, είναι ένα από τα πιο δυνατά, πιο ρυθμικά τραγούδια που έγραψε ο Reed, βγαλμένο μέσα από τους ψυχωτικούς παλμούς των φλεβών του, όταν η δόση αργούσε πολύ.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
27 Οκτ 2013
Arcade Fire: Μια δεκαετία στην δισκογραφία και άλλες ιστορίες
Ας μην ντραπούμε να το παραδεχτούμε. Το βραβείο Grammy για το άλμπουμ της χρονιάς που κέρδισαν το 2011 με το “The Suburbs”, η διάθεση «και τώρα ας σώσουμε τον κόσμο» και οι δεκάδες new best friends που συσσωρεύονται στις πρώιμες εκφράσεις του “Reflektor” με τη μορφή cameo εμφανίσεων σε βίντεοκλίπ – υπερπαραγωγές καθιστούν τους Arcade Fire τους νέους U2. Κάποιοι είχαν τολμήσει να κάνουν την σύγκριση πολύ νωρίς, από τα τέλη της περασμένης δεκαετίας, μετά το “Neon Bible”. Οι περισσότεροι την παραδέχονται ως επιτυχημένη τώρα.
Αλλά αυτό το «νέοι U2» είναι άραγε μομφή; Είναι έπαινος; Είναι απλά μια σύγκριση; Του τύπου «η ιστορία επαναλαμβάνεται»; Νιώθω ότι είναι μια μείξη των τριών. Εκκινώντας από το τελευταίο, από την προβολή ενός στιβαρού παρόντος σ’ ένα αβέβαιο μέλλον, παλιοί φίλοι και όψιμοι εχθροί καταλογίζουν ήδη στους Arcade Fire όσα σιχαίνονται στον Bono και την παρέα του. Την ίδια ώρα, όμως, παραδέχονται το παρόν μεγαλείο τους, γιατί πολύ απλά η απογοήτευση για τα κακά που έπονται δεν θα είχε βάση αν τα τωρινά καλά δεν ήταν τόσα, μα τόσα πολλά.
Φοβάμαι ότι το “Reflektor” που κυκλοφορεί στις 28 Οκτωβρίου θα οπλίσει με πιο κοφτερά βέλη τη φαρέτρα των πολεμίων. Από τις μέχρι σήμερα διαρροές του, μοιάζει ικανό να αποτελέσει το “Rattle and Hum” –ή ακόμη χειρότερα, το “Pop”- των Τεξανοκαναδών και, κυρίως, τις εποχές που αυτά τα δύο άλμπουμ όρισαν για τον δημιουργό τους. Αλλά τα δείγματα είναι ακόμη μικρά και η επαφή μας μ’ αυτά λίγο βιαστική, λίγο αμήχανη, οπότε δεν αξίζει να κάνουμε εικασίες. Η αλήθεια κρύβεται μόλις μέρες κοντά.
Κρατάμε, λοιπόν, από την σύγκριση με τους U2 το πρώτο κομμάτι, αυτό του χτισίματος του θρύλου, και το αναλύουμε με την ελπίδα οι χειραψίες με πλανητάρχες και οι αλλαγές έδρας για την αποφυγή φόρων δεν θα αποτελέσουν μέρος του κάδρου για τους Arcade Fire στη συνέχεια. Μια δισκογραφική δεκαετία θα κλείσει σε λίγες μέρες και μια νέα θα ξεκινήσει με το “Reflektor”. Αυτή που θα πακετάρουμε και θα βάλουμε στο ράφι ήταν τόσο συγκλονιστική που αξίζει να κλέψει λίγο ακόμη την παράσταση, πριν η επόμενη κυριαρχήσει σε όλο το μουσικό σύμπαν. Αν θες να το παίξουμε κι άλλο με όρους U2, σκέψου “Boy” και “War” και “The Unforgettable Fire” και “The Joshua Tree” και σταμάτα εκεί. Δεν είσαι έτοιμος να τους συγχωρέσεις τα πάντα;
2003 – “Arcade Fire”
Ένα ευμέγεθες ΕΡ που πούλησε λίγες εκατοντάδες (ασύλληπτα συλλεκτικά πια) κομμάτια και που μας εισάγει στον ανθεμικό, αποκαλυπτικό – ήχο κατατεθέντα τους. Με κορυφαία στιγμή το “No Cars Go”, το μόνο κομμάτι που βρήκε στέγη και σε μεταγενέστερο άλμπουμ τους (στο “Neon Bible”). Αλλά και με τις απαραίτητες συστάσεις: Της Régine Chassagne ως μιας μείξης Bjork (στο “Woodlands National Anthem”) και Elizabeth Fraser (στο "Headlights Look Like Diamonds") και του Win Butler ως του ανήσυχου νέου, λίγο απροσάρμοστου, λίγο ιδιοφυίας, που δεν διστάζει να λέει στα μούτρα σου, έξω από τα δόντια αλήθειες που δεν σε αφήνουν να κοιμηθείς το βράδυ.
2004 – “Funeral”
Το άλμπουμ της περασμένης δεκαετίας σύμφωνα με τους Έλληνες bloggers που το αποθέωσαν στην «διπλή» Blogovision του 2009, αλλά και σύμφωνα με τα περισσότερα μουσικά sites και περιοδικά. Καθιέρωσε τον ήχο των Arcade Fire ως αυτόν που ορίζει τα νέα δεδομένα για μια ολόκληρη γενιά μουσικών. Βαθιά συναισθηματικό, βαθιά επηρρεασμένο από τις ταυτόχρονες απώλειες συγγενών των μελών της μπάντας, βαθιά μεταφορικό, περισσότερο αποκαλυπτικό και από το ΕΡ τους της προηγούμενης χρονιάς, ήταν για τα ‘00s ό,τι και το διαχρονικά υπέροχο “Dog Man Star” των Suede για την προηγούμενη δεκαετία: Μια ρομαντική, σχεδόν ασύνδετη νότα, σε ένα κυνικό περιβάλλον. Που όμως έδενε άριστα με το τριγύρω του σύμπαν. Περιέχει 10 τραγούδια, αριστουργήματα όλα, το ένα καλύτερο από το άλλο, με το “Wake Up” να ξεχωρίζει μεταξύ τους, όχι γιατί είναι ανώτερο, αλλά γιατί στην λαμπρή τους live εξέλιξη στη συνέχεια έγινε ο απόλυτος συναυλιακός τους ύμνος, χαράσσοντας ανεξίτηλες αναμνήσεις σε όσους είχαν την τύχη να τους δουν ποτέ ζωντανά.
2007 – “Neon Bible”
Δεν το είχα εκτιμήσει δεόντως όταν κυκλοφόρησε (με την έννοια ότι ήταν απλά ένα από τα top 5 άλμπουμ μου εκείνης της χρονιάς και όχι ξεκάθαρα το κορυφαίο), ίσως γιατί κουβαλούσε την προκατάληψη για το «δύσκολο δεύτερο δίσκο». Ίσως γιατί πήγαινε την έννοια «επικό» ένα (δυσκολοχώνευτο) βήμα πιο πέρα. Ίσως γιατί η παρουσία του Win Butler γινόταν τόσο κυρίαρχη που λίγο ενοχλούσε. Σήμερα τολμώ να πω ότι το “Neon Bible” είναι η κορυφαία δισκογραφική δουλειά των Arcade Fire, αυτή που επηρρέασε όσο καμμία άλλη τις χιλιάδες indie rock μπάντες που τους κουβαλάνε (ευχή και κατάρα) ως βασική επιρροή. Και δεν το λέω μόνο εγώ. Μετά την ευρεία αποδοχή του “The Suburbs”, το “Neon Bible” έγινε εύκολα το «νέο» “Funeral”. Κατ’ αρχάς περιέχει τα “Windowsill” και “My Body Is A Cage”, τα δύο πιο συνταρακτικά, ειλικρινή και ανόθευτα τραγούδια που (πιθανότατα) θα γράψουν ποτέ.
2010 – “The Suburbs”
Όλα αυτά τα μαγικά, όμως, που περιγράφαμε παραπάνω, έπρεπε κάποια στιγμή να ανοίξουν και στον πολύ κόσμο. Όχι πρόστυχα, όχι σαν αυθάδικα μπούτια μιας εύκολης γκόμενας που καταφεύγει στο υπερβολικό μίνι κάθε φορά που έχει ανάγκες. Με το τρίτο τους άλμπουμ, οι Arcade Fire μεταμορφώνονται στον καθηγητή που μετατρέπει ένα δύσκλο μάθημα χημείας σε μια αξεπέραστη εμπειρία, σαγηνεύοντας μαθητές και κάνοντας όλους τους συναδέλφους του να ζηλεύουν. Ένας αποδεκτός U2ισμός οδηγεί και στο (αναπάντεχο για τους fans του Justin Bieber βραβείο Grammy), αλλά κυρίως απαλάσσει την «ανεξάρτητη ροκ» από την ανάγκη να είναι πάντα ακαταλαβίστικα πρωτοπόρα για να είναι αποδεκτή. Οι Arcade Fire αποκαλύπτουν την συνταγή για το τέλειο άλμπουμ, αυτό που συνδυάζει την εμπορικότητα με την συνθετική καινοτομία (του “Modern Man” ή του “Sprawl II” ας πούμε), αποδεικνύοντας ότι τίποτε δεν είναι ακατόρθωτο και κυρίως ότι διαθέτουν πολύ περισσότερα ταλέντα απ’ όσα νομίζαμε.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
26 Οκτ 2013
Τι ακούγαμε σαν σήμερα πριν 1, 10, 20, 30 χρόνια
Προσοχή: Το τριπάρισμα που καταγράφεται στη συγκεκριμένη σελίδα πρόκειται για προσωπική εμπειρία. Πιθανώς πολλοί να ταυτιστούν. Αλλά σίγουρα πολλοί περισσότεροι θ’ αρχίσουν τα «πού ‘ναι ρε οι Tame Impala / Strokes / Danii Minogue / Hüsker Dü;» Δεν τα γράφω για να απεικονίσω τη συλλογική μας εμπειρία. Μην τα διαβάσεις αν είναι να πάρεις θέση. Διάβασέ τα ως μια υπόμνηση και μια πρόσκληση να ταξιδέψεις και στο δικό σου memory lane, να ψαρέψεις τα top των Οκτώβρηδών σου και να τα μοιραστείς μαζί μας.
2012 Bat For Lashes – “The Haunted Man”
Γιατί;
Γιατί, όπως έχω ξαναγράψει, ακόμη και το χειρότερο άλμπουμ της Bat For Lashes είναι καλύτερο από το 99% της σοδειάς μιας ολόκληρης χρονιάς. Σάρωσε εύκολα τον περσινό μου Οκτώβρη, πάνω από αριστούργήματα τύπου “Lonerism” (Tame Impala) και “Allelujah! Don’t bend! Ascend!” (Godspeed You! Black Emperor). Ο καθένας μας έχει τα προσωπικά του κολλήματα και η απέριττη, αιθέρια, αναπολική, νεραϊδένια pop της Natasha Khan είναι ένα από τα δικά μου.
Τι έγραψε η ιστορία;
Ήταν το τρίτο άλμπουμ της Bat For Lashes (κατά κόσμον Natasha Khan) μετά τα αριστουργήματα “Fur and Gold” (2006) και “Two Suns” (2009). Αλλά το μοναδικό που δεν την έφερε υποψήφια για το βραβείο Mercury. Έφτασε στο νούμερο 6 του βρετανικού chart (που δεν το λες και κακή επίδοση), έγινε η πιο επιτυχημένη της δουλειά εμπορικά σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Επίσης, έκλεισε την 20άδα της δικής μας Blogovision (με τους οκτωβριανούς του αντιπάλους να τα πηγαίνουν αρκετά καλύτερα, είναι η αλήθεια -5η θέση για τους Tame Impala και 10η για τους GY!BE).
Must listen;
Το «όσο πιο Bat For Lashes γίνεται» “Lillies”, με το οποίο το άλμπουμ σε υποδέχεται στη μοναδική του μυσταγωγία. Σιγά σιγά στην αρχή, εκρηκτικά, αλλά πάντα ελεγχόμενα στη συνέχεια και μέχρι το τέλος.
2003 Coheed and Cambria – “In Keeping Secrets of Silent Earth: 3”
Γιατί;
Γιατί πριν 10 χρόνια το emo ήταν κυρίαρχο. Και αυτό είναι το κορυφαίο emocore άλμπουμ όλων των εποχών. Μόνο μην το πεις στους ίδιους, που προτιμούν να το ορίζουν σαν μια μείξη metal, pop και punk (δηλαδή αυτό που ορίζει το emo, αλλά τέλος πάντων).
Τι έγραψε η ιστορία;
Η ιστορία είναι λίγο μπερδεμένη, είναι η αλήθεια. Το “In Keeping…” ήταν στην ουσία το τρίτο μέρος (εξ ου και το 3 στον τίτλο) μιας τετραλογίας από concept albums γύρω το “The Amory Wars”, μια σειρά κόμικς που έγραφε ο frontman του γκρουπ Claudio Sanchez. Όμως κυκλοφόρησε δεύτερο στη σειρά... Η τετραλογία στην πορεία μεγάλωσε και οι Coheed and Cambria έχουν πια φτάσει τα επτά στούντιο άλμπουμ με θεματική γύρω από τη βιβλία κόμικς του Sanchez. Πρακτικά το γκρουπ είναι ένα side project του κομίστα που φτιάχτηκε για να προμοτάρει την άλλη του δουλειά, αλλά τελικά έγινε πολύ σπουδαιότερο από τις σελίδες του. Το “In Keeping…” έγινε εύκολα χρυσό στις ΗΠΑ, όπου το emo ήταν η απόλυτη τρέλλα της εποχής και θεωρείται ένα από τα κορυφαία σύγχρονα prog metal άλμπουμ.
Must listen;
Το ομώνυμο “In Keeping Secrets of Silent Earth: 3” είναι ένα οκτάλεπτο και βάλε έπος, που αποτέλεσε και το τρίτο single του δίσκου. Πήγε, πάντως, άπατο στα charts, αφού η τεράστια διάρκειά του και οι συνεχείς εναλλαγές στα μουσικά του θέματα το κάνουν με διαφορά το πιο δύσκολο (αλλά και ανεκτίμητης αξίας) κομμάτι που έγραψαν οι Coheed and Cambria.
1993 The Afghan Whigs - Gentlemen
Γιατί;
Ανόητη ερώτηση. Γιατί πολύ απλά πρόκειται για έναν από τους κορυφαίους δίσκους της δεκαετίας του ’90 (αν όχι τον κορυφαίο, για όσους μπορούν να κρίνουν τα πράγματα μακριά από τους συμβολισμούς της αυτοκτονίας του Cobain ή της εμπορικής επιτυχίας των Pearl Jam και της αναγνώρισης των Radiohead πιο μετά). Γιατί το δημιουργικό μεγαλείο του Greg Dulli βρίσκεται στο απώγειό του συνθετικά και στιχουργικά –κυρίως το δεύτερο- αποδίδοντας όχι τραγούδια, αλλά βαθιές πληγές που παραμένουν σημάδια ανεξίτηλα, δεκαετίες αργότερα, κάνοντας το “Gentlemen” ένα άκουσμα διαχρονικό, πολύ πιο συναφές με το σήμερα απ’ ότι είναι ακόμη και το αγαπημένο μου άλμπουμ εκείνης της δεκαετίας, το “Ten” των Pearl Jam. Δεν συζητάμε καν, βέβαια, το πόσο απείχε απ’ ο,τιδήποτε είχε κυκλοφορήσει εκείνο τον Οκτώβριο...
Τι έγραψε η ιστορία;
Το “Gentlemen” ήταν το τέταρτο άλμπουμ των Afghan Whigs. Την παραγωγή είχε κάνει ο ίδιος ο Dulli. Ήταν το σημείο που η μπάντα μετατράπηκε από ένα συνηθισμένο garage punk γκρουπ σε αυτό το μοναδικό αμάλγαμα από διάφορα είδη που τους χάρισε ένα φανατικό κοινό και τους καθιέρωσε ως cult, με την καλή έννοια. Την προηγούμενη χρονιά είχαν κυκλοφορήσει το “Congregation” όπου για πρώτη φορά έμπλεξαν τα soul στοιχεία με την garage punk τους, αλλά στο “Gentlemen” πήγαν ένα βήμα παραπέρα, επηρεασμένοι και από την σκηνή του Seattle. Οι κριτικοί παραληρούσαν, αλλά τα βασανιστικά του ερωτήματα, αυτές οι υπαρξιστικές αναζητήσεις με τον τρόπο που τις ξερνούσε ο Dulli, συγκρινόμενα με την πολύ πιο ωμή αντιμετώπιση από μπάντες σαν τους Nirvana, το κράτησαν μακριά από την εμπορική επιτυχία, παρότι το άλμπουμ είχε κυκλοφορήσει από μια μεγάλη δισκογραφική, σαν την Elektra.
Must listen;
Το “What Jail Is Like” σερβίρεται ως το πιο εύπεπτο κομμάτι του “Gentlemen”. Καταλαβαίνεις βέβαια από τον τίτλο του ότι ούτε κι αυτό είναι κάποιο τσιχλοφουσκέ τραγουδάκι για χορό. Το πιάνο στο φόντο είναι απλά η δικαιολογία, η παραχώρηση του Dulli για το πιο ωμό και ακατέργαστο τελικά κομμάτι του δίσκου, που σε πιάνει από το λαιμό και χώνεται με μανία μέσα σου, μολύνοντάς σε για πάντα.
1983 Cocteau Twins - Head over Heels
Γιατί;
Γιατί είναι το άλμπουμ που όρισε την ταυτότητα της 4AD και όλων των αριστουργημάτων που ακολούθησαν από την εν λόγω δισκογραφική. Γιατί τα ‘80s δεν ήταν μόνο Bananarama και “Final Countdown”. Γιατί ο Οκτώβριος του ’83 ήταν ένας σπουδαίος δισκογραφικά μήνας (είχε Genesis, Bob Dylan, Cyndi Lauper, Culture Club, Level 42), αλλά με ποιο άλλο παιδί του θα αναφωνούσες σήμερα «πλάκα κάνεις!», μην μπορώντας καν να πιστέψεις πως αυτό το έξοχο άκουσμα γράφτηκε πριν τριάντα ολόκληρα χρόνια;
Τι έγραψε η ιστορία;
Το “Head Over Hills” ήταν το δεύτερο άλμπουμ της Elizabeth Fraser και του Robin Guthrie. Δεν ήταν ένα εύκολο άκουσμα για τη εποχή του. Το έλεγες και goth σε μια περίοδο που όλα ήταν ροζ, με παγιέτες, με βάτες... Οι ίδιοι οι Cocteau Twins θα το βάπτιζαν dream pop σήμερα, αλλά ακόμη και η έννοια dream pop δεν ήταν ευπώλητη το 1983. Αυτό που έχει περισσότερη σημασία είναι ότι το αραχνιασμένο, αιθέριο, μυσταγωγικό στυλ των Cocteau Twins και αυτά τα απίστευτα φωνητικά της Fraser όρισαν σε πολύ μεγάλο βαθμό το μυστηριώδη χαρακτήρα της 4AD. Ένας χαρακτήρας που επιβεβαιώνεται ακόμη και σήμερα από καλλιτέχνες όπως οι Deerhunter, οι National, ο Bon Iver, ή η Grimes. Αλλά δεν ήταν μόνο τα «παιδιά» τους στην 4AD. Ήταν και οι τόσοι άλλοι σπουδαίοι που επηρρεάστηκαν από τον ήχο των Cocteau Twins, όπως διαμορφώθηκε στο “Head Over Hills”. Η λίστα είναι ατελείωτη, αλλά μερικά ενδεικτικά ονόματα είναι των Bjork, My Bloody Valentine, Massive Attack, Portishead, Boards of Canada…
Must listen;
Στο “Sugar Hiccup” η Fraser επιτρέπει στο κοινό μια και μοναδική ευκαιρία να έρθει κοντά της. Πουθενά στον υπόλοιπο δίσκο δεν είναι τόσο προσιτή όσο εδώ. Για όποιον δεν είναι εξοικειωμένος με τον ήχο των Cocteau Twins το 1983, αυτό το κομμάτι είναι η καλύτερη εισαγωγή.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
24 Οκτ 2013
Anna Calvi - One Breath
Anna Calvi
One Breath
(Οκτώβριος 2013)
Στο σύγχρονο δικαστήριο επιλογών καλλιτεχνικής καριέρας, ένας μουσικός συνήθως εγκαλείται για προδοσία όταν στο «δύσκολο» δεύτερο άλμπουμ του καταφεύγει στις εμπορικές των οδών. Όσο πιο ακατέργαστο και αυθεντικό είναι το ντεμπούτο του, συνήθως τόσο μεγαλύτερη αποθέωση απολαμβάνει από τους πιτσφορκολάτρεις μουσικόφιλους ή μουσικοκριτικόφιλους. Κι αν το δεύτερο τολμήσει να παρουσιαστεί με μια λουστραρισμένη παραγωγή ή με κανα πιασάρικο ρεφρέν –να αποκλίνει, τέλος πάντων, από την αγριάδα και το ύφος «πρέπει να με κατακτήσεις» του πρώτου-, τότε οι κριτικές έρχονται σαν αλλεπάλληλοι κόλαφοι.
Θα έχει, λοιπόν, πολύ πλάκα να δούμε τις αντιδράσεις στο “One Breath”. Γιατί η Anna Calvi διάλεξε τον αντίθετο δρόμο. Ενώ, δηλαδή, μας παρουσιάστηκε ντυμένη στα καλά της πριν δύο χρόνια (με το άλμπουμ που προσωπικά θεώρησα το καλύτερο εκείνης της χρονιάς και του χάρισα το #1 της Blogovision μου), σήμερα επανέρχεται με ρούχα σκισμένα, με το πρόσωπο γεμάτο λάσπη, τα μαλλιά άλουστα. Απρόσιτη ήταν έτσι κι αλλιώς. Μόνο που την πρώτη φορά το πετύχε εκπέμποντας σεβασμό. Στο “One Breath” (το ακούτε ολόκληρο εδώ) το πετυχαίνει εκπέμποντας ωμότητα.
Για να ξαναγυρίσω σε αυτά που έγραφα στην αρχή, εμένα καθόλου δεν με πειράζει όταν ένας μουσικός αποφασίζει να πάρει την πιο εμπορική οδό. Συνήθως αυτό σημαίνει ότι τα στοιχεία εκείνα που βρίσκονται κρυμμένα πίσω από θορύβους και ακαταλαβίστικες ψαγμενιές στην αρχή τους καριέρας του, ανεβαίνουν στην επιφάνεια και παίζουν σημαντικότερο ρόλο στη συνέχεια. Το να μού σερβίρονται εύκολα, καθαρά, προσιτά καθόλου δε με χαλάει –το αντίθετο μάλιστα. Η Calvi, λοιπόν, ανατρέποντας το όλο σκηνικό με ξένισε απότομα στα πρώτα ακούσματα του “One Breath”. Γιατί να με υποβάλει στο μαρτύριο αυτό;
Λόγω της λατρείας που είχα δείξει στο “Anna Calvi”, αποφάσισα πάντως να ασχοληθώ λίγο παραπάνω. Κάτι που, ας πούμε, δεν άντεξα να κάνω με τους MGMT και αυτό το απαράδεκτο πράγμα που ονόμασαν άλμπουμ. Στο “One Breath” η Calvi αφήνει για τα καλά πίσω το σινεματικό περιβάλλον του ντεμπούτου της και ξεστυλιζάρεται από την ασφάλεια των κλασικών της επιρροών. Είναι περισσότερο Siouxsie και Nick Cave, παρά Claude Debussy και Cocteau Twins. Ακατέργαστη και πανκ, σαν να βαρέθηκε ξαφνικά τα καμπαρέ και τον κυριλέ κόσμο τους και να έχει κατεβεί στα καπηλειά, αφήνοντας τους μεθυσμένους πελάτες να τη θωπεύουν στα μπούτια. Μοναδικό κοινό στοιχείο των δυο εικόνων της, η Telecaster που παραμένει σαν ένα λάφυρο από μια λαμπρή εποχή και σαν μια υπόσχεση για επιστροφή εκεί.
Νιώθω ότι το “One Breath” δεν μπορείς να το ορίσεις με χρονολογική σειρά. Δεν είναι η λογική συνέχεια του “Anna Calvi”. Είναι ένας αναχρονισμός. Τουλάχιστον έτσι όπως παρουσιάζεται σ’ εμάς. Γιατί, προφανώς, για την ίδια είναι ένα ρόλος που είχε ξαναπαίξει στο παρελθόν αλλά δεν τόλμησε να παρουσιάσει πιο έξω. Έχοντας σήμερα την άνεση να μιλά σε ένα κοινό που την έχει ήδη αποδεχτεί, λέει πράγματα πιο τολμηρά, πιο απότομα, πιο έξω από τα δόντια. Λέει πράγματα για εκείνη –τέρμα πια τα μυστήρια. Το “One Breath” σίγουρα δεν είναι ο δίσκος της χρονιάς, αλλά είναι ένα από τα ζητήματα που θα μας απασχολήσουν τα μάλα όταν θα κάνουμε τον μουσικό απολογισμό του 2013. Είναι αυτό που έδωσε νέο νόημα στον όρο «δύσκολο δεύτερο άλμπουμ».
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
One Breath
(Οκτώβριος 2013)
Στο σύγχρονο δικαστήριο επιλογών καλλιτεχνικής καριέρας, ένας μουσικός συνήθως εγκαλείται για προδοσία όταν στο «δύσκολο» δεύτερο άλμπουμ του καταφεύγει στις εμπορικές των οδών. Όσο πιο ακατέργαστο και αυθεντικό είναι το ντεμπούτο του, συνήθως τόσο μεγαλύτερη αποθέωση απολαμβάνει από τους πιτσφορκολάτρεις μουσικόφιλους ή μουσικοκριτικόφιλους. Κι αν το δεύτερο τολμήσει να παρουσιαστεί με μια λουστραρισμένη παραγωγή ή με κανα πιασάρικο ρεφρέν –να αποκλίνει, τέλος πάντων, από την αγριάδα και το ύφος «πρέπει να με κατακτήσεις» του πρώτου-, τότε οι κριτικές έρχονται σαν αλλεπάλληλοι κόλαφοι.
Θα έχει, λοιπόν, πολύ πλάκα να δούμε τις αντιδράσεις στο “One Breath”. Γιατί η Anna Calvi διάλεξε τον αντίθετο δρόμο. Ενώ, δηλαδή, μας παρουσιάστηκε ντυμένη στα καλά της πριν δύο χρόνια (με το άλμπουμ που προσωπικά θεώρησα το καλύτερο εκείνης της χρονιάς και του χάρισα το #1 της Blogovision μου), σήμερα επανέρχεται με ρούχα σκισμένα, με το πρόσωπο γεμάτο λάσπη, τα μαλλιά άλουστα. Απρόσιτη ήταν έτσι κι αλλιώς. Μόνο που την πρώτη φορά το πετύχε εκπέμποντας σεβασμό. Στο “One Breath” (το ακούτε ολόκληρο εδώ) το πετυχαίνει εκπέμποντας ωμότητα.
Για να ξαναγυρίσω σε αυτά που έγραφα στην αρχή, εμένα καθόλου δεν με πειράζει όταν ένας μουσικός αποφασίζει να πάρει την πιο εμπορική οδό. Συνήθως αυτό σημαίνει ότι τα στοιχεία εκείνα που βρίσκονται κρυμμένα πίσω από θορύβους και ακαταλαβίστικες ψαγμενιές στην αρχή τους καριέρας του, ανεβαίνουν στην επιφάνεια και παίζουν σημαντικότερο ρόλο στη συνέχεια. Το να μού σερβίρονται εύκολα, καθαρά, προσιτά καθόλου δε με χαλάει –το αντίθετο μάλιστα. Η Calvi, λοιπόν, ανατρέποντας το όλο σκηνικό με ξένισε απότομα στα πρώτα ακούσματα του “One Breath”. Γιατί να με υποβάλει στο μαρτύριο αυτό;
Λόγω της λατρείας που είχα δείξει στο “Anna Calvi”, αποφάσισα πάντως να ασχοληθώ λίγο παραπάνω. Κάτι που, ας πούμε, δεν άντεξα να κάνω με τους MGMT και αυτό το απαράδεκτο πράγμα που ονόμασαν άλμπουμ. Στο “One Breath” η Calvi αφήνει για τα καλά πίσω το σινεματικό περιβάλλον του ντεμπούτου της και ξεστυλιζάρεται από την ασφάλεια των κλασικών της επιρροών. Είναι περισσότερο Siouxsie και Nick Cave, παρά Claude Debussy και Cocteau Twins. Ακατέργαστη και πανκ, σαν να βαρέθηκε ξαφνικά τα καμπαρέ και τον κυριλέ κόσμο τους και να έχει κατεβεί στα καπηλειά, αφήνοντας τους μεθυσμένους πελάτες να τη θωπεύουν στα μπούτια. Μοναδικό κοινό στοιχείο των δυο εικόνων της, η Telecaster που παραμένει σαν ένα λάφυρο από μια λαμπρή εποχή και σαν μια υπόσχεση για επιστροφή εκεί.
Νιώθω ότι το “One Breath” δεν μπορείς να το ορίσεις με χρονολογική σειρά. Δεν είναι η λογική συνέχεια του “Anna Calvi”. Είναι ένας αναχρονισμός. Τουλάχιστον έτσι όπως παρουσιάζεται σ’ εμάς. Γιατί, προφανώς, για την ίδια είναι ένα ρόλος που είχε ξαναπαίξει στο παρελθόν αλλά δεν τόλμησε να παρουσιάσει πιο έξω. Έχοντας σήμερα την άνεση να μιλά σε ένα κοινό που την έχει ήδη αποδεχτεί, λέει πράγματα πιο τολμηρά, πιο απότομα, πιο έξω από τα δόντια. Λέει πράγματα για εκείνη –τέρμα πια τα μυστήρια. Το “One Breath” σίγουρα δεν είναι ο δίσκος της χρονιάς, αλλά είναι ένα από τα ζητήματα που θα μας απασχολήσουν τα μάλα όταν θα κάνουμε τον μουσικό απολογισμό του 2013. Είναι αυτό που έδωσε νέο νόημα στον όρο «δύσκολο δεύτερο άλμπουμ».
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
23 Οκτ 2013
Tι έχουμε ακούσει από το “Reflektor” μέχρι σήμερα
Το “Reflektor”, το τέταρτο άλμπουμ των Arcade Fire είναι αναμφισβήτητα το πιο πολυαναμενόμενο της χρονιάς. Η ίδια η μπάντα έχει φροντίσει μ’ ένα ιδιότυπο μάρκετινγκ γι’ αυτό. Έχει δώσει την ευκαιρία σε λίγους, επιλεγμένους δημοσιογράφους να το ακούσουν μία και μοναδική φορά. Έχει κυκλοφορήσει δύο βίντεοκλίπ με πολλές εκπλήξεις (η μία, ας πούμε, ήταν ο David Bowie). Έχει «κλειδώσει» κάθε πληροφορία με έξυπνο τρόπο που να απαιτεί τη συμμετοχή του fan για να απελευθερωθεί. Χτίζουν την αγωνία, την προσδοκία έστω, με μια ελιτίστικη, καθόλου μαζική προσέγγιση, η οποία όμως γίνεται και τέτοια, χάρη στα viral χαρακτηριστικά που αποκτά σε κάθε της ξεμύτισμα.
Στις 28 Οκτωβρίου το άλμπουμ θα κυκλοφορήσει επιτέλους και όλο αυτό το μαγείρεμα θα τελειώσει. Θα ξεκινήσει μια νέα διαδικασία ευθύς αμέσως, γνωστή σε όλους μας από το “Suburbs”, που θα τους κάνει πρώτο hashtag στο Twitter, πιο πολυσυζητημένο όνομα στο Facebook, κυρίαρχους του Spotify. Όχι άδικα. Είναι η μεγαλύτερη μπάντα της εποχής μας –ακόμη κι αν όλα αυτά εκνευρίζουν πολύ κόσμο και τον στέλνουν μακριά τους.
Στις ελάχιστες μέρες που έμειναν μέχρι την κυκλοφορία του Reflektor (διπλού άλμπουμ, για όσους αγοράζουν ακόμη βινύλια ή CDs), επιχειρούμε να ανακεφαλαιώσουμε όσα γνωρίζουμε γι’ αυτό. Ακολουθεί η tracklist του και κάποια βίντεο για όσα από τα τραγούδια του έχουμε ήδη ακούσει:
Ι
"Reflektor"
"We Exist"
"Flashbulb Eyes"
"Here Comes The Night Time" (στο βίντεο μαζί με τα “We Exist” και “Normal Person”)
"Normal Person"
"You Already Know" "Joan of Arc"
ΙΙ
"Here Comes The Night Time II"
"Awful Sound (Oh, Eurydice)"
"It's Never Over (Oh Orpheus)"
"Porno"
"Afterlife"
"Supersymmetry"
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
14 Οκτ 2013
Tρεις εβδομάδες παρέα με το Spotify
Είναι αλήθεια ότι ανήκω σ’ αυτήν την (εκνευριστική ώρες ώρες) ομάδα ανθρώπων που είχαν πρόσβαση στο Spotify αρκετό καιρό πριν έλθει στην Ελλάδα. Αλλά ας κάνουμε ένα γερό erase σ’ εκείνη την περίοδο κι ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Από την ουσιαστική τους αρχή. Ακόμη και το πρώτο κείμενο που έγραψα για το νέο μας κόλλημα, το νέο κόλλημα όλων μας, μού φαίνεται εντελώς εκτός τόπου και χρόνου όταν το ξαναδιαβάζω τώρα. Ήταν αυτό εδώ, για το Radio του Spotify, και το είχα γράψει στις 10 Σεπτεμβρίου. Ένα μήνα μετά, μοιάζει άκυρο.
Γιατί είχε γραφτεί πριν το Spotify αποκτήσει ελληνική κοινότητα. Γιατί είχε γραφτεί για ένα άλλο μέσο. Δεν αναιρώ τώρα όσα έγραφα εκεί. Δεν αλλάζω ούτε λέξη. Απλά, αν μου έλεγες σήμερα «γράψε κάτι για το Radio του Spotify», θα σου έλεγα «πλάκα μας κάνεις; Έχω να σου γράψω χίλια άλλα τόσα»…
Τρεις εβδομάδες, λοιπόν, παρέα με το Spotify από τότε που το κάναμε κοινόβιο. Ξεχνάμε το πριν, ξεχνάμε τις ναρκισσιστικές ή αλαζονικές ή απλά αφελείς μας ατάκες στο Twitter που υποδήλωναν πόσο γαμάτοι ήμασταν που το είχαμε πρώτοι. Καθόλου γαμάτοι. Αστείοι ήμασταν. Γιατί αρμενίζαμε σε μια θάλασσα άδεια. Χωρίς λιμάνια, χωρίς άλλα σκάφη. Αρμενίζαμε χωρίς σκοπό.
Το Spotify όμως δεν είναι απλά ένας ακόμη τρόπος για να ακούσεις μουσική. Δεν είναι το μέσο για σόλο αρμενίσματα και ατενίσματα του απείρου. Όχι. Είναι ο τρόπος για να αλλάξει η καθημερινότητά σου –μετά μουσικής πάντα. Για να αποκτήσεις επαφή πιο εξωστρεφή. Πιο social. Επαφή όχι με την έννοια της επούλωσης ενός τραύματος που δεν κλείνει. Όχι με το αυτομάντρωμα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο μ’ ένα ποτήρι ουίσκι στο ένα χέρι και ένα ζευγάρι ακουστικά στο άλλο. Επαφή συνεχή, δεδομένη, γεμάτη αφορμές. Δεν λέω ότι χρειάζεται το Spotify για να αποκτήσεις τέτοια επαφή. Λέω ότι απλά τη διευκόλυνε και ότι πλέον αυτού του είδους η επαφή πάει να γίνει η default.
Ποιος δεν έχει εξαντλήσει όλες τις ώρες χαζέματος που είχε στη διάθεσή του αυτές τις τρεις εβδομάδες και ποιος δεν φρόντισε να γεννήσει νέο χρόνο, συμπιέζοντας deadlines, αγνοώντας επίμονα ντριν στο τηλέφωνο, αμελώντας αγαπημένες συνήθειες -όπως το 5x5 με την παρέα, τη μία παραπάνω Kaiser παρέα με τα φιστίκια της Αμπάριζας, το σεξ στα όρθια μπροστά στην τηλεόραση όταν βγαίνει η Όλγα Τρέμη-, μόνο και μόνο για να χαθεί στο ατελείωτο σερβίρισμα μουσικών προτάσεων από το Spotify, τους χρήστες του, τους facebook friends του, τους καλλιτέχνες που φιλοξενούνται, από sites (σαν και τούτο εδώ), blogs, την κόρη του περιπτερά και τον Avicii; Ποιος, αλήθεια, δεν απόρησε / ενοχλήθηκε / κατουρήθηκε στα γέλια με την επιστροφή του Avicii ξανά και ξανά στις λίστες της νέας, αγαπημένης συνήθειας;
Τρεις βδομάδες στο κοινόβιο και ανακαλύπτω πια ότι τη μουσική μου την ακούω μέσα από εδώ. Τι άλλο άλλαξε; Λιγότερες γραμμές στο Moleskine κατειλημμένες από τίτλους άλμπουμ που πρέπει να μεταφερθούν από το PC του σπιτιού σ’ εκείνο του γραφείου. Λιγότερα χαμένα φλασάκια που πέφτουν από τσάντες. Λιγότεροι θρήνοι για τις υπέροχες μουσικές που χάθηκαν σε υπονόμους. Περισσότερο bandwidth για να κατεβαίνουν τα Homeland και τα Game of Thrones αυτής της πλάσης. Περισσότερες αναμνήσεις από Jethro Tull και άλλες ξεχασμένες μπάντες που δεν περίμενα να ξανακούσω ποτέ. Περισσότερες (και πιο εύκολες) ανακαλύψεις νέων ήχων και ενδιαφερόντων projects. Περισσότερη μπαλαφαρία με τους υπόλοιπους στο Twitter (για το τι ακούν και γιατί) και μια πρόωρη αναθέρμανση στο ενδιαφέρον για #mousikomaxies εν όψει #blogovision.
Επιστροφή, βασικά, στα social media. Πάνω που τα είχα σιχαθεί ή βαρεθεί (ακόμη δεν έχω καταλήξει), μπουκάρω ξανά και ξανά για να διασκεδάσω πια. Όχι για να πλακωθώ με χρυσαυγίτες, με αγανακτισμένους, με φασιομπλόγκαζ, με haters και εριστικούς ποζεράδες. Τώρα είναι σαν τις πρώτες μέρες ξανά. Είναι πάρτυ. Με φοβερή μουσική. Όποιος βάπτισε το Spotify “music streaming service” ήταν πολύ φειδωλός. Θα το έλεγα “music social medium” αν ήμουν νονός. Έχουν περάσει μόνο τρεις βδομάδες και ήδη αναρωτιέμαι πώς άντεχα τη μουσική μου ρουτίνα πριν το φθινόπωρο του ‘13. Και να φανταστεί κανείς ότι πήζω στη δουλειά και δεν έχω αρχίσει ακόμη να σκαρώνω λίστες…
10 Οκτ 2013
To Instagram ετοιμάζεται να υποδεχτεί διαφημίσεις
Αν είναι ένας τομέας που η κόντρα μεταξύ Facebook και Twitter έχει ένα νικητή πιο ξεκάθαρο απ’ οπουδήποτε αλλού, αυτός είναι η διαφήμιση. Την ώρα που το Facebook κερδίζει εκατομμύρια καθημερινά, βάζοντας στο κεφάλι σου (και πολύ περισσότερο στο κεφάλι όσων χειρίζονται εταιρικές σελίδες) με χίλιους τρόπους πώς να κάνεις promote και boost τα posts σου, το Twitter ακόμη ψάχνει να βρει τον τρόπο για να μετουσιώσει σε παρανοϊκά κέρδη τη δημοφιλία του.
Ποια καλύτερη στιγμή, λοιπόν, για το Facebook να τη βγάλει έξω και να τη μετρήσει (την επιτυχία του στον εμπορικό τομέα), από την ώρα που το Twitter προέβαινε σε ανακοινώσεις για την είσοδό του στο Χρηματιστήριο; Ακόμη καλύτερη ήταν η τακτική του. Δεν μίλησε για το ίδιο το Facebook, αλλά για το πιο σημαντικό του απόκτημα: Για το Instagram, που αγόρασε πέρσι για περίπου ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Λίγο πριν, λοιπόν, το Twitter εξηγήσει πώς σκοπεύει να μπει στο NASDAQ, η Facebook Inc. έβγαζε μια ανακοίνωση που έλεγε ότι έρχονται σε λίγο καιρό οι διαφημίσεις στην πιο δημοφιλή υπηρεσία photo και video sharing.
Σύμφωνα με τους ανθρώπους της Facebook, η εταιρεία εξετάζει διάφορους τρόπους ώστε το νέο αυτό στοιχείο να μην διαταράξει την εμπειρία των χρηστών του Instagram. «Θα ξεκινήσουμε σιγά-σιγά. Στην αρχή θα δείχνουμε μερικές πολύ όμορφες, υψηλής ποιότητας εικόνες, από ένα μικρό αριθμό εταιρειών». Και αυτό θα συμβεί στις ΗΠΑ (αρχικά) πριν το τέλος του χρόνου.
Δεν έχουν περάσει ούτε 10 μήνες από την εποχή που το Instagram ήταν μια εταιρεία που απασχολούσε 32 ανθρώπους όλους κι όλους. Ένας μόνο από αυτούς δούλευε στο (ο Θεός να το κάνει) τμήμα μάρκετινγκ. Κι όλα αυτά σε ένα προϊόν που δεκάδες χιλιάδες άλλες επιχειρήσεις χρησιμοποιούσαν ως όχημα για τις δικές τους πολιτικές στην διαφήμιση. Σήμερα τα πάντα έχουν αλλάξει. Αλλά δεν άλλαξαν βιαστικά και άναρχα. Η Facebook Inc. εφάρμοσε και στο Instagram την δική της επιτυχημένη εμπορική πολιτική.
Θα θυμάσαι ίσως πόσο καιρό άργησε η εταιρεία του Mark Zuckerberg να εξαργυρώσει την επιτυχία της. Ο ίδιος ο Διευθύνων Σύμβουλός της αρνήθηκε απίστευτες προσφορές εκατομμυρίων δολαρίων για διαφημιστικά banners, μέχρι να καταλήξει σε μια φόρμα διαφήμισης που θα ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με το μέσον του. Όχι που θα χρησιμοποιούσε, δηλαδή, το Facebook ως μέσον, αλλά που θα ήταν στοιχείο του μέσου αυτού. Το ίδιο συνέβη και στο Instagram. Με την παρένθεση ενός παρατράγουδου στα τέλη του 2012 (θυμήσου τι είχε συμβεί, διαβάζοντας εδώ) όταν το κράξιμο των χρηστών του Instagram απέτρεψε την Facebook να εφαρμόσει μια ιδέα κάπως επιθετική που θα τραμπούκιζε τις δικές σου εικόνες για να του αποφέρουν κέρδη.
Τώρα, έφτασε πια η ώρα για το Instagram να αρχίζει να κερδίζει από την δεξαμενή των 150 εκατομμυρίων χρηστών του –από τις εταιρείες, τέλος πάντων, που απευθύνονται στην δεξαμενή αυτή. Ήδη μεγάλες φίρμες, όπως η Nike, τρέχουν κανονικά καμπάνιες στο Instagram (viral εννοείται) χωρίς να πληρώνουν ούτε σεντ. Είναι περίπου όπως και τον πρώτο καιρό των Facebook pages. Αλλά ο Zuckerberg δείχνει να έχει σαφές πλάνο για το πώς θα βγάλει όσο το δυνατόν περισσότερα από αυτήν την ιστορία. Και ξέρει ότι, για να το πετύχει, πρέπει να διατηρήσει την εμπειρία του χρήστη όσο το δυνατόν πιο κοντά σ’ αυτήν που ήδη απολαμβάνει. Σε δύο μήνες θα γνωρίζουμε ακριβώς πώς θα δείχνει το νέο του «νομισματοκοπείο».
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
9 Οκτ 2013
Cold War Kids - Dear Miss Lonelyhearts
Cold War Kids
Dear Miss Lonelyhearts
(Απρίλιος 2013)
Ορίστε μια μπάντα για την οποία δεν θα διαβάσεις ποτέ καλή κουβέντα στις δισκοκριτικές, αλλά που κάθε φορά που θα την ακούσεις σ’ ένα μπαρ, ένα χάπι καλής διάθεσης θα διαλυθεί μαγικά στο ποτό σου και θα σε κάνει πιο ανεβασμένο άνθρωπο για μερικά λεπτά. Ο Nathan Willett έχει μια από τις πιο εκφραστικές, αγριεμένες, πωρωτικές φωνές στο σημερινό σύμπαν της pop/rock και όλη η μπάντα φροντίζει πάνω απ’ όλα να τη βγάζει σε πρώτο πλάνο. Δεν βρίσκω κάτι κακό σ’ αυτό –ίσα ίσα που με ξετρελαίνει που το φαινόμενο αυτό δεν συναντάται μόνο στην AOR ή στην τσιχλοφουσκέ pop.
Βέβαια, στο “Dear Miss Lonelyhearts”, οι ίδιοι οι Cold War Kids είναι πιο pop από ποτέ. Άκου το “Loner Phase”, για παράδειγμα. Φάση χορεύουμε ιδρωμένοι στα clubs, αδιαφορώντας για την αηδία που προκαλεί στο γκομενάκι που θέλαμε να ρίξουμε οι σταγόνες που στάζουν στη μούρη της. Νομίζω ότι τους προτιμώ έτσι από τον arena rock χαρακτήρα που είχαν φτιάξει για το προηγούμενό τους άλμπουμ, το “Mine Is Yours”, προ διετίας.
Πρακτικά, με το “Dear Miss Lonelyhearts” ξαναγυρίζουν σ’ αυτό το κουκουρούκου, βαθιά ιδιοσυγκρασιακό πράγμα που μας είχαν πρωτοπαρουσιάσει στο ντεμπούτο τους, το “Robbers & Cowards” το 2006. Μόνο που πια, δίπλα στους White Stripes –ή τους Raconteurs καλύτερα– με τον ήχο των οποίων τόσο έμοιαζε ο δικός τους, ή στους Tapes n’ Tapes, τους My Morning Jacket και τους Walkmen, θα πρέπει να προσθέσεις κάποιες μπρουκλινέζικες επιρροές, ας πούμε από Yeasayer ή από MGMT.
Οι Cold War Kids παραμένουν αθεράπευτα Καλιφορνέζοι, μην ξεγελιέσαι. Δεν γυρεύουν να σε πείσουν ότι είναι σοφιστικέ ή ότι αλλάζουν με κάποια επανάσταση την indie pop του σήμερα. Σκοπός τους είναι να περνάνε και να περνάμε καλά. Και το “Dear Miss Lonelyhearts” σου αφήνει μια τεράστια ικανοποίηση καθώς περιηγείσαι στα 36 λεπτά και 40 δευτερόλεπτα της διάρκειάς του. Ειδικά έτσι όπως είναι στημμένο, με τα καλύτερα και πιο παράξενα κομμάτια του μαζεμένα στο τέλος.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
Dear Miss Lonelyhearts
(Απρίλιος 2013)
Ορίστε μια μπάντα για την οποία δεν θα διαβάσεις ποτέ καλή κουβέντα στις δισκοκριτικές, αλλά που κάθε φορά που θα την ακούσεις σ’ ένα μπαρ, ένα χάπι καλής διάθεσης θα διαλυθεί μαγικά στο ποτό σου και θα σε κάνει πιο ανεβασμένο άνθρωπο για μερικά λεπτά. Ο Nathan Willett έχει μια από τις πιο εκφραστικές, αγριεμένες, πωρωτικές φωνές στο σημερινό σύμπαν της pop/rock και όλη η μπάντα φροντίζει πάνω απ’ όλα να τη βγάζει σε πρώτο πλάνο. Δεν βρίσκω κάτι κακό σ’ αυτό –ίσα ίσα που με ξετρελαίνει που το φαινόμενο αυτό δεν συναντάται μόνο στην AOR ή στην τσιχλοφουσκέ pop.
Βέβαια, στο “Dear Miss Lonelyhearts”, οι ίδιοι οι Cold War Kids είναι πιο pop από ποτέ. Άκου το “Loner Phase”, για παράδειγμα. Φάση χορεύουμε ιδρωμένοι στα clubs, αδιαφορώντας για την αηδία που προκαλεί στο γκομενάκι που θέλαμε να ρίξουμε οι σταγόνες που στάζουν στη μούρη της. Νομίζω ότι τους προτιμώ έτσι από τον arena rock χαρακτήρα που είχαν φτιάξει για το προηγούμενό τους άλμπουμ, το “Mine Is Yours”, προ διετίας.
Πρακτικά, με το “Dear Miss Lonelyhearts” ξαναγυρίζουν σ’ αυτό το κουκουρούκου, βαθιά ιδιοσυγκρασιακό πράγμα που μας είχαν πρωτοπαρουσιάσει στο ντεμπούτο τους, το “Robbers & Cowards” το 2006. Μόνο που πια, δίπλα στους White Stripes –ή τους Raconteurs καλύτερα– με τον ήχο των οποίων τόσο έμοιαζε ο δικός τους, ή στους Tapes n’ Tapes, τους My Morning Jacket και τους Walkmen, θα πρέπει να προσθέσεις κάποιες μπρουκλινέζικες επιρροές, ας πούμε από Yeasayer ή από MGMT.
Οι Cold War Kids παραμένουν αθεράπευτα Καλιφορνέζοι, μην ξεγελιέσαι. Δεν γυρεύουν να σε πείσουν ότι είναι σοφιστικέ ή ότι αλλάζουν με κάποια επανάσταση την indie pop του σήμερα. Σκοπός τους είναι να περνάνε και να περνάμε καλά. Και το “Dear Miss Lonelyhearts” σου αφήνει μια τεράστια ικανοποίηση καθώς περιηγείσαι στα 36 λεπτά και 40 δευτερόλεπτα της διάρκειάς του. Ειδικά έτσι όπως είναι στημμένο, με τα καλύτερα και πιο παράξενα κομμάτια του μαζεμένα στο τέλος.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)