27 Οκτ 2013

Arcade Fire: Μια δεκαετία στην δισκογραφία και άλλες ιστορίες


Ας μην ντραπούμε να το παραδεχτούμε. Το βραβείο Grammy για το άλμπουμ της χρονιάς που κέρδισαν το 2011 με το “The Suburbs”, η διάθεση «και τώρα ας σώσουμε τον κόσμο» και οι δεκάδες new best friends που συσσωρεύονται στις πρώιμες εκφράσεις του “Reflektor” με τη μορφή cameo εμφανίσεων σε βίντεοκλίπ – υπερπαραγωγές καθιστούν τους Arcade Fire τους νέους U2. Κάποιοι είχαν τολμήσει να κάνουν την σύγκριση πολύ νωρίς, από τα τέλη της περασμένης δεκαετίας, μετά το “Neon Bible”. Οι περισσότεροι την παραδέχονται ως επιτυχημένη τώρα.

Αλλά αυτό το «νέοι U2» είναι άραγε μομφή; Είναι έπαινος; Είναι απλά μια σύγκριση; Του τύπου «η ιστορία επαναλαμβάνεται»; Νιώθω ότι είναι μια μείξη των τριών. Εκκινώντας από το τελευταίο, από την προβολή ενός στιβαρού παρόντος σ’ ένα αβέβαιο μέλλον, παλιοί φίλοι και όψιμοι εχθροί καταλογίζουν ήδη στους Arcade Fire όσα σιχαίνονται στον Bono και την παρέα του. Την ίδια ώρα, όμως, παραδέχονται το παρόν μεγαλείο τους, γιατί πολύ απλά η απογοήτευση για τα κακά που έπονται δεν θα είχε βάση αν τα τωρινά καλά δεν ήταν τόσα, μα τόσα πολλά.

Φοβάμαι ότι το “Reflektor” που κυκλοφορεί στις 28 Οκτωβρίου θα οπλίσει με πιο κοφτερά βέλη τη φαρέτρα των πολεμίων. Από τις μέχρι σήμερα διαρροές του, μοιάζει ικανό να αποτελέσει το “Rattle and Hum” –ή ακόμη χειρότερα, το “Pop”- των Τεξανοκαναδών και, κυρίως, τις εποχές που αυτά τα δύο άλμπουμ όρισαν για τον δημιουργό τους. Αλλά τα δείγματα είναι ακόμη μικρά και η επαφή μας μ’ αυτά λίγο βιαστική, λίγο αμήχανη, οπότε δεν αξίζει να κάνουμε εικασίες. Η αλήθεια κρύβεται μόλις μέρες κοντά.

Κρατάμε, λοιπόν, από την σύγκριση με τους U2 το πρώτο κομμάτι, αυτό του χτισίματος του θρύλου, και το αναλύουμε με την ελπίδα οι χειραψίες με πλανητάρχες και οι αλλαγές έδρας για την αποφυγή φόρων δεν θα αποτελέσουν μέρος του κάδρου για τους Arcade Fire στη συνέχεια. Μια δισκογραφική δεκαετία θα κλείσει σε λίγες μέρες και μια νέα θα ξεκινήσει με το “Reflektor”. Αυτή που θα πακετάρουμε και θα βάλουμε στο ράφι ήταν τόσο συγκλονιστική που αξίζει να κλέψει λίγο ακόμη την παράσταση, πριν η επόμενη κυριαρχήσει σε όλο το μουσικό σύμπαν. Αν θες να το παίξουμε κι άλλο με όρους U2, σκέψου “Boy” και “War” και “The Unforgettable Fire” και “The Joshua Tree” και σταμάτα εκεί. Δεν είσαι έτοιμος να τους συγχωρέσεις τα πάντα;


 2003 – “Arcade Fire”

 


Ένα ευμέγεθες ΕΡ που πούλησε λίγες εκατοντάδες (ασύλληπτα συλλεκτικά πια) κομμάτια και που μας εισάγει στον ανθεμικό, αποκαλυπτικό – ήχο κατατεθέντα τους. Με κορυφαία στιγμή το “No Cars Go”, το μόνο κομμάτι που βρήκε στέγη και σε μεταγενέστερο άλμπουμ τους (στο “Neon Bible”). Αλλά και με τις απαραίτητες συστάσεις: Της Régine Chassagne ως μιας μείξης Bjork (στο “Woodlands National Anthem”) και Elizabeth Fraser (στο "Headlights Look Like Diamonds") και του Win Butler ως του ανήσυχου νέου, λίγο απροσάρμοστου, λίγο ιδιοφυίας, που δεν διστάζει να λέει στα μούτρα σου, έξω από τα δόντια αλήθειες που δεν σε αφήνουν να κοιμηθείς το βράδυ.


2004 – “Funeral”

 


 Το άλμπουμ της περασμένης δεκαετίας σύμφωνα με τους Έλληνες bloggers που το αποθέωσαν στην «διπλή» Blogovision του 2009, αλλά και σύμφωνα με τα περισσότερα μουσικά sites και περιοδικά. Καθιέρωσε τον ήχο των Arcade Fire ως αυτόν που ορίζει τα νέα δεδομένα για μια ολόκληρη γενιά μουσικών. Βαθιά συναισθηματικό, βαθιά επηρρεασμένο από τις ταυτόχρονες απώλειες συγγενών των μελών της μπάντας, βαθιά μεταφορικό, περισσότερο αποκαλυπτικό και από το ΕΡ τους της προηγούμενης χρονιάς, ήταν για τα ‘00s ό,τι και το διαχρονικά υπέροχο “Dog Man Star” των Suede για την προηγούμενη δεκαετία: Μια ρομαντική, σχεδόν ασύνδετη νότα, σε ένα κυνικό περιβάλλον. Που όμως έδενε άριστα με το τριγύρω του σύμπαν. Περιέχει 10 τραγούδια, αριστουργήματα όλα, το ένα καλύτερο από το άλλο, με το “Wake Up” να ξεχωρίζει μεταξύ τους, όχι γιατί είναι ανώτερο, αλλά γιατί στην λαμπρή τους live εξέλιξη στη συνέχεια έγινε ο απόλυτος συναυλιακός τους ύμνος, χαράσσοντας ανεξίτηλες αναμνήσεις σε όσους είχαν την τύχη να τους δουν ποτέ ζωντανά.


2007 – “Neon Bible”

 


Δεν το είχα εκτιμήσει δεόντως όταν κυκλοφόρησε (με την έννοια ότι ήταν απλά ένα από τα top 5 άλμπουμ μου εκείνης της χρονιάς και όχι ξεκάθαρα το κορυφαίο), ίσως γιατί κουβαλούσε την προκατάληψη για το «δύσκολο δεύτερο δίσκο». Ίσως γιατί πήγαινε την έννοια «επικό» ένα (δυσκολοχώνευτο) βήμα πιο πέρα. Ίσως γιατί η παρουσία του Win Butler γινόταν τόσο κυρίαρχη που λίγο ενοχλούσε. Σήμερα τολμώ να πω ότι το “Neon Bible” είναι η κορυφαία δισκογραφική δουλειά των Arcade Fire, αυτή που επηρρέασε όσο καμμία άλλη τις χιλιάδες indie rock μπάντες που τους κουβαλάνε (ευχή και κατάρα) ως βασική επιρροή. Και δεν το λέω μόνο εγώ. Μετά την ευρεία αποδοχή του “The Suburbs”, το “Neon Bible” έγινε εύκολα το «νέο» “Funeral”. Κατ’ αρχάς περιέχει τα “Windowsill” και “My Body Is A Cage”, τα δύο πιο συνταρακτικά, ειλικρινή και ανόθευτα τραγούδια που (πιθανότατα) θα γράψουν ποτέ.


2010 – “The Suburbs”

 


Όλα αυτά τα μαγικά, όμως, που περιγράφαμε παραπάνω, έπρεπε κάποια στιγμή να ανοίξουν και στον πολύ κόσμο. Όχι πρόστυχα, όχι σαν αυθάδικα μπούτια μιας εύκολης γκόμενας που καταφεύγει στο υπερβολικό μίνι κάθε φορά που έχει ανάγκες. Με το τρίτο τους άλμπουμ, οι Arcade Fire μεταμορφώνονται στον καθηγητή που μετατρέπει ένα δύσκλο μάθημα χημείας σε μια αξεπέραστη εμπειρία, σαγηνεύοντας μαθητές και κάνοντας όλους τους συναδέλφους του να ζηλεύουν. Ένας αποδεκτός U2ισμός οδηγεί και στο (αναπάντεχο για τους fans του Justin Bieber βραβείο Grammy), αλλά κυρίως απαλάσσει την «ανεξάρτητη ροκ» από την ανάγκη να είναι πάντα ακαταλαβίστικα πρωτοπόρα για να είναι αποδεκτή. Οι Arcade Fire αποκαλύπτουν την συνταγή για το τέλειο άλμπουμ, αυτό που συνδυάζει την εμπορικότητα με την συνθετική καινοτομία (του “Modern Man” ή του “Sprawl II” ας πούμε), αποδεικνύοντας ότι τίποτε δεν είναι ακατόρθωτο και κυρίως ότι διαθέτουν πολύ περισσότερα ταλέντα απ’ όσα νομίζαμε.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

Δεν υπάρχουν σχόλια: