20 Ιουλ 2013
Penny and the Swingin' Cats στη στέγη της Στέγης
Ήταν mellow η βραδιά, mellow και το Disaronno Sour που ρουφούσα κομμάτι ζαλισμένος όσο χάζευα τους Penny και τους Swingin' Cats την Πέμπτη στη Hytra. Στην ταράτσα, στη στέγη αν θες, της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, στο πλαίσιο του Disaronno 5|25 Live Sessions On the Roof. Είχα ακούσει πολλά, δεν είχα καταφέρει να βρεθώ κάποια από τις προηγούμενες Πέμπτες, αλλά τη λατρεμένη Πέννυ Μπαλτατζή δεν θα την έχανα για τίποτε.
Τα ταξίδια της μπάντας της στο swing jazz, στο Great American Songbook και στο Χόλιγουντ της αθώας, ασπρόμαυρης εποχής του (ταξίδια, ωστόσο, έγχρωμα, πολύχρωμα, εντονόχρωμα) είναι βάλασμο για μια κουρασμένη καθημερινή, από αυτές τις φορτωμένες που κάθονται στους ώμους σου τις τελευταίες μέρες πριν φύγεις διακοπές, τότε που πρέπει να τα προλάβεις όλα. Ήταν εγγυημένο το αποτέλεσμα από πριν και όντως η πραγματικότητα δεν με διέψευσε.
Ήταν και η σκηνή του live, βέβαια. Όταν έχεις για φόντο την Ακρόπολη, κανένα σόου δεν μπορεί να συγκριθεί με το δικό σου, όσο μεγάλο stage, όσο μαγικά φώτα, όσο φοβερούς χορευτές κι αν έχει. H Penny, με την περίφημη οικειότητα που σού μεταδίδει κάτι τόσο divaϊκό (γελοίος νεολογισμός, αλλά δεν ξέρω πώς να το πω -ίσως "ντιβέ") και οι Swingin' Cats, με το μαγικό τρόπο που προσαρμόζονται σε όλους τους ρόλους τους -εύκολα γίνονται από κομπάρσοι πρωταγωνιστές- ξεκίνησαν κινηματογραφικά, καβαλώντας νοητά ένα παλιό Ford με φτερά και διαβαίνοντας τις θύρες των κινηματογραφικών στούντιο της εποχής της ποτοαπαγόρευσης και άρχισαν μετά να ανεβάζουν ρυθμούς και τη διάθεση όλων μας. Mellow was the night. Και purple κατά περιπτώσεις, χάρη στους φωτισμούς -κάπως ταιριαστά με τα Disaronno Sour που κρατούσαμε οι περισσότεροι στα χέρια μας.
Το επόμενο ραντεβού για το 5|25 Live Sessions On the Roof που διοργανώνει ο Εν Λευκώ με την υποστήριξη του DiSaronno είναι για τις 25 Ιουλίου, με προσκεκλημένους καλλιτέχνες τους Burger Project. Τα λέμε εκεί.
19 Ιουλ 2013
Laura Marling - Once I Was An Eagle
Laura Marling
Once I Was An Eagle
(Μάιος 2013)
Έγραφα τις προάλλες στο Twitter - προς ενθουσιασμό της μουσικής μας ιντελιγκέντσιας: «Η Laura Marling γίνεται όλο και πιο Χάρις Αλεξίου με κάθε νέο της άλμπουμ». Άκουσε το “Devil’s Resting Place” για παράδειγμα. To πολύ πολύ να αναβαθμίσεις την σύγκριση από Χαρούλα σε Ελένη Βιτάλη. Είναι το καλύτερο κομμάτι του πιο πρόσφατου άλμπουμ της, του “Once I Was An Eagle”. Αλλά απέχει πολύ από το ν’ ακούγεται σαν Suzanne Vega, όπως θα ήθελε πιθανότατα η δημιουργός του.
Διαβάζω παντού διθυραμβικές κριτικές για το νέο άλμπουμ της Marling. Για μια εξέλιξη που οδηγεί σε μια νέα, σοφιστικέ φόρμα. Για ένα αποτέλεσμα βαθύ και στοχαστικό. Διαφωνώ κάθετα. Η λυγμολαλιά της μού αρέσει πολύ περισσότερο όταν συνοδεύει φωνητικά τα ξεσπάσματα των φίλων της –και πολύ πιο ανεβαστικών καλλιτεχνών– όπως οι Noah and the Whale ή οι Mumford & Sons (oι οποίοι ήταν back band της). Στις δικές της συνθέσεις, η φωνή της βυθίζεται στο σύνολο που θέλει να λουστράρει με ποζεράδικη εντεχνίλα, μ’ αυτό το επιτηδευμένο μελαγχολικό «κάτι», ένα ανούσιο παραλήρημα.
Πήγαινε στο “Little Bird” και θα με θυμηθείς. Σαν μικρό πουλί, σαν σπουργιτάκι ανεμικό, κουρασμένο από τον αέρα που φυσάει και φυσάει και φυσάει, η Laura κατεβάζει σε κάθε λέξη την ένταση της φωνής. Είναι τόσο εμετικά δήθεν όλο αυτό, τόσο εύκολο και φτηνό, που σε κάνει να φρικάρεις στην σκέψη ότι είχες λίγο τσιμπήσει όταν πριν πέντε χρόνια στην σύστηαν ως το bext next thing της folk. Σήμερα ούτε τρία από τα πέντε σου αστεράκια δεν θα χαράμιζες για πάρτη της.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
Once I Was An Eagle
(Μάιος 2013)
Έγραφα τις προάλλες στο Twitter - προς ενθουσιασμό της μουσικής μας ιντελιγκέντσιας: «Η Laura Marling γίνεται όλο και πιο Χάρις Αλεξίου με κάθε νέο της άλμπουμ». Άκουσε το “Devil’s Resting Place” για παράδειγμα. To πολύ πολύ να αναβαθμίσεις την σύγκριση από Χαρούλα σε Ελένη Βιτάλη. Είναι το καλύτερο κομμάτι του πιο πρόσφατου άλμπουμ της, του “Once I Was An Eagle”. Αλλά απέχει πολύ από το ν’ ακούγεται σαν Suzanne Vega, όπως θα ήθελε πιθανότατα η δημιουργός του.
Διαβάζω παντού διθυραμβικές κριτικές για το νέο άλμπουμ της Marling. Για μια εξέλιξη που οδηγεί σε μια νέα, σοφιστικέ φόρμα. Για ένα αποτέλεσμα βαθύ και στοχαστικό. Διαφωνώ κάθετα. Η λυγμολαλιά της μού αρέσει πολύ περισσότερο όταν συνοδεύει φωνητικά τα ξεσπάσματα των φίλων της –και πολύ πιο ανεβαστικών καλλιτεχνών– όπως οι Noah and the Whale ή οι Mumford & Sons (oι οποίοι ήταν back band της). Στις δικές της συνθέσεις, η φωνή της βυθίζεται στο σύνολο που θέλει να λουστράρει με ποζεράδικη εντεχνίλα, μ’ αυτό το επιτηδευμένο μελαγχολικό «κάτι», ένα ανούσιο παραλήρημα.
Πήγαινε στο “Little Bird” και θα με θυμηθείς. Σαν μικρό πουλί, σαν σπουργιτάκι ανεμικό, κουρασμένο από τον αέρα που φυσάει και φυσάει και φυσάει, η Laura κατεβάζει σε κάθε λέξη την ένταση της φωνής. Είναι τόσο εμετικά δήθεν όλο αυτό, τόσο εύκολο και φτηνό, που σε κάνει να φρικάρεις στην σκέψη ότι είχες λίγο τσιμπήσει όταν πριν πέντε χρόνια στην σύστηαν ως το bext next thing της folk. Σήμερα ούτε τρία από τα πέντε σου αστεράκια δεν θα χαράμιζες για πάρτη της.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
18 Ιουλ 2013
O (τρομακτικός) κόσμος, μέσα από τα μάτια του Pac-Man
Δεν χρειάζονται πολλά λόγια. FPS-Man σημαίνει First Person Shooter-Man. Είναι ο Pac-Man, παιγμένος μέσα από το μικρό, κίτρινο, στρογγυλό ανθρωπάκι. Σ’ ένα κλειστοφοβικό, λαβυρινθώδες σύμπαν, δηλαδή, όπου τρέφεσαι με λευκές μπίλιες και σε κυνηγάνε ντιζαϊνάτα φαντάσματα.
Το animated gif σου δίνει μια πρώτη γεύση. Αλλά τίποτε δεν θα είναι το ίδιο όταν πάρεις την απόφαση και πατήσεις το link. Κινδυνεύεις να μη ξαναβγείς από το λαβύρινθο ποτέ. Ο εθισμός είναι άμεσος.
(Για την ιστορία, ο πρώτος Pac-Man κυκλοφόρησε από τη Namco το 1980 και ήταν μια κονσόλα. Τα τέσσερα φαντάσματα έχουν κι αυτά το δικό τους όνομα και το δικό τους χαρακτηριστικό το καθένα. Το πορτοκαλί είναι ο Otoboke, που είναι λίγο χαζούλης και του ξεφεύγεις εύκολα. Το ροζ είναι ο Machibuse που σε παραμονεύει στις γωνίες –άρα ο πιο επικίνδυνος αντίπαλός σου στο FPS-Man. Το κόκκινο είναι ο ανελέητος κυνηγός Oikake. Και το γαλάζιο είναι ο άστατος Kimagure, που κάνει πότε το ένα και πότε το άλλο. To ότι πέρασαν 33 χρόνια μέχρι να σκεφτεί κάποιος να βγάλει το FPS-Man είναι εντελώς ανεξήγητο).
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
17 Ιουλ 2013
27 διασκευές, παιγμένες live από τους Wilco
Στην περίπτωση του Solid Sound Festival της Δυτικής Μασαχουσέτης, Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει –ή σχεδόν έτσι. Το διοργανώνουν οι Wilco, παίζουν οι Wilco, κερνάνε οι Wilco, πίνουμε όλοι. Επίσης, αυτό που κερνάνε δεν είναι Wilco. Για την τρίτη χρονιά (ξεκίνησε το 2010, αλλά το 2012 είχε κάνει διάλειμμα) του φεστιβάλ, οι Wilco, δηλαδή το πιο λατρεμένο προϊόν που έβγαλε ποτέ το Σικάγο (μετά το ομώνυμο παγωτό), σκέφτηκαν να παίξουν ένα σόου από διασκευές. Και μετά να το δώσουν για δωρεάν κατέβασμα. Ήταν τα κομμάτια που ζήτησαν οι fans τους. Έπαιξαν και δεύτερο σετ με τα δικά τους, αλλά –κακά τα ψέματα- το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στα ξένα. Το NYC Taper κατέγραψε το όλο συμβάν και πρέπει να πας στη σελίδα του για να το κατεβάσεις (τα links αλλάζουν συνεχώς, γιατί καταρρέουν οι servers). Για να σε πείσω ότι αξίζει τον κόπο, μάθε ότι έπαιξαν από “Get Lucky” μέχρι Beatles και ABBA. Και κάποια τα έπαιξαν παρέα με τους Yo La Tengo.
Βασικά δες όλο το setlist εδώ:
The Boys Are Back in Town (Thin Lizzy)
Cut Your Hair (Pavement)
In the Street (Big Star)
New Madrid (Uncle Tupelo)
Dead Flowers (The Rolling Stones)
Simple Twist of Fate (Bob Dylan)
Ripple (Grateful Dead)
Who Loves the Sun (The Velvet Underground)
And Your Bird Can Sing (The Beatles)
Psychotic Reaction (Count Five)
Tom Courtenay (Yo La Tengo) (με τους Yo La Tengo)
James Alley Blues
Waterloo Sunset (The Kinks) (με τον Lucius)
Waterloo (ABBA) (με τον Lucius)
(What’s So Funny ’bout) Peace, Love and Understanding (Brinsley Schwarz)
Marquee Moon (Television)
Happy Birthday To You (Mildred J. Hill)
(Don’t Fear) The Reaper (Blue Öyster Cult)
Cinnamon Girl (Neil Young)
Get Lucky (Daft Punk)
Surrender (Cheap Trick)
Color Me Impressed (The Replacements) (με τον Tommy Stinson)
Kingpin
Thank You Friends (Big Star)
Encore:
The Weight (The Band) (με τον Lucius)
Roadrunner (The Modern Lovers) (με τον Yo La Tengo)
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
16 Ιουλ 2013
Vine εναντίον Instagram, σημειώσατε 2
Το γράψαμε κι εμείς το Φεβρουάριο: Το Vine είναι το νέο Instagram. Όλοι το πιπιλούσαν, όλοι είχαν εντυπωσιαστεί, όλοι έστηναν ανόητα (ή και με νόημα) μικροβιντεάκια, παίζοντας με τη νέα τρέλα. Το ότι είχαμε στήσει το πανηγυράκι μας και χαιρόμασταν με το νέο μας παιχνίδι, βέβαια δεν σήμαινε ότι το Instagram (δηλαδή το Facebook) καθόταν με σταυρωμένα χέρια και μας κοιτούσε.
Πριν από 15 ημέρες η δική του υπηρεσία βίντεο έκανε την εμφάνισή της και –όπως ήταν λογικό- άρχισαν οι συγκρίσεις. Ασχέτως του ποιο από τα δύο σού αρέσει περισσότερο, τα νούμερα δίνουν ήδη τα πρώτα συμπεράσματα για το τι προτιμά ο πολύς κόσμος. Σύμφωνα με το εργαλείο analytics Topsy, από την πρώτη κιόλας ημέρα λανσαρίσματος του Instagram Video, τα shares από το Vine στο Twitter έπεσαν κατά 40%.
Την επόμενη εβδομάδα, η κατάσταση για το Vine χειροτέρευσε ακόμη περισσότερο. Ενδεικτικά, ενώ την 15η Ιουνίου είχαν ανεβεί περίπου 3.000.000 βίντεο από Vine στο Twitter, στις 26 Ιουνίου, μία εβδομάδα μετά το λανσάρισμα του Instagram Video, τα shares από το Vine δεν κατάφεραν να φτάσουν ούτε τις 900.000.
Από την άλλη, την πρώτη ημέρα έγιναν share πάνω από 5.000.000 Instagram videos, ενώ όλο το υπόλοιπο δεκαήμερο που έχει μεσολαβήσει από τότε, το Vine ερχόταν δεύτερο. Κάτι που αποτελεί τραγική ειρωνεία, καθώς το τελευταίο είναι εργαλείο που έφτιαξε το ίδιο το Twitter, που βλέπει τώρα τον μεγάλο του αντίπαλο, το Facebook (που έχει εξαγοράσει το Instagram) να κάνει απόβαση στα χωράφια του και να διώχνει τα δικά του πρόβατα…
Το Instagram επιτρέπει βίντεο των 15 δευτερολέπτων, έναντι 6 του Vine, και ήδη σύμφωνα με κάποια στοιχεία, περίπου 100 κορυφαίες εταιρείες στον κόσμο εγκατέλειψαν το δεύτερο για τις χάρες του πρώτου. Ωστόσο το Vine ετοιμάζει την αντεπίθεσή του: Η εφαρμογή κυκλοφόρησε ήδη για το Kindle Fire της Amazon ενώ προσφάτως είχε βγει και για λειτουργικό Android, ενώ από την Πέμπτη, αυτό το τελευταίο app υποστηρίζει πλέον και την μπροστινή κάμερα του κινητού, για όποιον θέλει να κάνει Vine τη φατσούλα του.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
15 Ιουλ 2013
CocoRosie - Tales Of A GrassWidow
CocoRosie
Tales Of A GrassWidow
(Μάιος 2013)
Το “Tales of a Grass Widow” είναι το πέμπτο άλμπουμ του ιδιότυπου ντουέτου των CocoRosie. Ακούγοντάς το, μοιραία αρχίζεις να το συγκρίνεις προς δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Από τη μία, στον άξονα της διαχρονίας, το βάζεις δίπλα στα προηγούμενα των indie folk-tronic αδελφών Bianca και Sierra Casady και ψάχνεις να βρεις ομοιότητες και διαφορές. Από την άλλη, υπάρχει ο άξονας τη συγχρονίας, όπου το μετράς με βάση τα υπόλοιπα avant-garde πράγματα που κυκλοφορούν αυτόν τον καιρό. Με το σίχαμα των Kniφe για παράδειγμα.
Από τη δεύτερη σύγκριση, οι CocoRosie βγαίνουν πανεύκολα κερδισμένες. Παραμένουν εκκεντρικές, χωρίς να είναι δήθεν. Χωρίς να σε εκνευρίζουν με τις υπερβολές τους. Έχουν μια νεραϊδένια και βουκολική διάθεση στο “Tales of a Grass Widow”, την οποία όμως τη δένουν πολύ γερά με τα urban electronic στοιχεία του ήχου τους. Joanna Newsom, ακούς; Αυτή είναι η συνταγή.
Πίσω στη λίστα, όμως, με τα δικά τους άλμπουμ, στην αναμέτρηση με το δικό τους παρελθόν, οι CocoRosie μοιάζουν να γυρεύουν κάποιου είδους καταξίωση που τόσο καιρό ποσώς τις ένοιαζε να διεκδικήσουν. Ο Antony Hegarty εμφανίζεται στο δεύτερο κιόλας κομμάτι του δίσκου, το “Tears for Animals” για να προσθέσει έξτρα παραμυθένιο στοιχείο στη σύνθεση, αλλά αυτή είναι μια συνεργασία που δεν χρειαζόταν. Οι CocoRosie δεν παίζουν πια εκείνο το αυθεντικό, νεραϊδένιο lo-fi με το οποίο έγιναν γνωστές. Πέρα από τη –μάλλον αναμενόνη συνεργασία με τον Antony- όλα τους τα υπόλοιπα κόλπα κινούνται περισσότερο προς την διευκόλυνση του κοινού, παρά προς τον προβληματισμό του, όπως έκαναν όλα αυτά τα χρόνια. Οι CocoRosie είναι πια pop. Απλή, εύπεπτη pop με λίγες μόνο ενέσεις από την παλιά τους εκκεντρικότητα. Το “Tales of a Grass Widow” είναι, δηλαδή, η ιδανική αφορμή για να τις γνωρίσει όποιος τις φοβόταν τόσο καιρό. Αλλά, ενώ είναι ανεβαστικό και δυναμικό, είναι ένα άλμπουμ που οι φανατικοί τους φίλοι θα προσπεράσουν σχετικά γρήγορα, περιμένοντας ένα πιο πολύπλοκο, πιο δυσπρόσιτο επόμενο.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
Tales Of A GrassWidow
(Μάιος 2013)
Το “Tales of a Grass Widow” είναι το πέμπτο άλμπουμ του ιδιότυπου ντουέτου των CocoRosie. Ακούγοντάς το, μοιραία αρχίζεις να το συγκρίνεις προς δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Από τη μία, στον άξονα της διαχρονίας, το βάζεις δίπλα στα προηγούμενα των indie folk-tronic αδελφών Bianca και Sierra Casady και ψάχνεις να βρεις ομοιότητες και διαφορές. Από την άλλη, υπάρχει ο άξονας τη συγχρονίας, όπου το μετράς με βάση τα υπόλοιπα avant-garde πράγματα που κυκλοφορούν αυτόν τον καιρό. Με το σίχαμα των Kniφe για παράδειγμα.
Από τη δεύτερη σύγκριση, οι CocoRosie βγαίνουν πανεύκολα κερδισμένες. Παραμένουν εκκεντρικές, χωρίς να είναι δήθεν. Χωρίς να σε εκνευρίζουν με τις υπερβολές τους. Έχουν μια νεραϊδένια και βουκολική διάθεση στο “Tales of a Grass Widow”, την οποία όμως τη δένουν πολύ γερά με τα urban electronic στοιχεία του ήχου τους. Joanna Newsom, ακούς; Αυτή είναι η συνταγή.
Πίσω στη λίστα, όμως, με τα δικά τους άλμπουμ, στην αναμέτρηση με το δικό τους παρελθόν, οι CocoRosie μοιάζουν να γυρεύουν κάποιου είδους καταξίωση που τόσο καιρό ποσώς τις ένοιαζε να διεκδικήσουν. Ο Antony Hegarty εμφανίζεται στο δεύτερο κιόλας κομμάτι του δίσκου, το “Tears for Animals” για να προσθέσει έξτρα παραμυθένιο στοιχείο στη σύνθεση, αλλά αυτή είναι μια συνεργασία που δεν χρειαζόταν. Οι CocoRosie δεν παίζουν πια εκείνο το αυθεντικό, νεραϊδένιο lo-fi με το οποίο έγιναν γνωστές. Πέρα από τη –μάλλον αναμενόνη συνεργασία με τον Antony- όλα τους τα υπόλοιπα κόλπα κινούνται περισσότερο προς την διευκόλυνση του κοινού, παρά προς τον προβληματισμό του, όπως έκαναν όλα αυτά τα χρόνια. Οι CocoRosie είναι πια pop. Απλή, εύπεπτη pop με λίγες μόνο ενέσεις από την παλιά τους εκκεντρικότητα. Το “Tales of a Grass Widow” είναι, δηλαδή, η ιδανική αφορμή για να τις γνωρίσει όποιος τις φοβόταν τόσο καιρό. Αλλά, ενώ είναι ανεβαστικό και δυναμικό, είναι ένα άλμπουμ που οι φανατικοί τους φίλοι θα προσπεράσουν σχετικά γρήγορα, περιμένοντας ένα πιο πολύπλοκο, πιο δυσπρόσιτο επόμενο.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
13 Ιουλ 2013
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)