Ο Φεβρουάριος, έχω παρατηρήσει, είναι ένας μήνας συναρπαστικός στη μουσική συγκομιδή. Όμως η σημερινή τετράδα –ή καλύτερα η τριάδα που αντιστοιχεί στα στρογγυλά 10, 20, 30 χρόνια πίσω- δύσκολα θα ξαναβγεί. Είναι άλμπουμ ιστορικά, άλμπουμ που μοσχοβολάνε ολόκληρη την εποχή τους και σου θυμίζουν και όλα αυτά που ακολούθησαν.
2013
Foals – “Holy Fire”
Γιατί;
Γιατί ο Γιάννης Φιλιππάκης είναι και γαμώ τα παιδιά και τού άξιζε κάποια στιγμή να συζητάει όλος ο κόσμος για το έργο του και όχι μόνο πέντε ψαγμένοι μουσικοκριτικοί. Με το “Holy Fire”, το τρίτο τους άλμπουμ, οι Foals κατέκτησαν charts, ακούστηκαν σε μέρη που δεν θα φανταζόσουν ποτέ ότι θα τους άκουγες όταν τους πρωτοανακάλυπτες πριν από 8 χρόνια και κέρδισαν (για δεύτερη φορά) μια υποψηφιότητα για βραβείο Mercury.
Τι έγραψε η ιστορία;
Μερικά εντυπωσιακά νούμερα, όχι πάντως ιδιαίτερα άγνωστα στους ίδιους τους Foals που κατάφερναν να πετυχαίνουν εμπορική επιτυχία ακόμη και με τα πιο «δύσκολα», πρώτα άλμπουμ τους. Το νούμερο 2 στη Μεγάλη Βρετανία, πάντως, και οι κορυφές των charts διαφόρων χωρών ήταν, αναμφισβήτητα, τα υψηλότερα μέρη που έχουν πετάξει ως τώρα. Πολλοί μουσικοκριτικοί έψεξαν την στροφή προς το πιο εύπεπτο (ακόμη κι αν δεν το κατέκριναν ως «εμπορικό» με την κακή έννοια), αλλά όλοι συμφώνησαν πως αυτό ήταν ένα άλμπουμ που ήξερες ότι κάποια στιγμή θα έβγαζαν οι Foals. Ο πρώιμος ήχος τους το περιείχε κατά κάποιο τρόπο. Ήταν σίγουρο ότι θα τους οδηγούσε εκεί...
Must listen;
Νομίζω ότι το “My Number”, που το πέρσι καλοκαίρι κυριαρχούσε και στο Ανώι, στο μοναδικό μπαρ σε όλη την Κάρπαθο (την πατρίδα του Φιλιππάκη) που αντέχεις ν’ ακούσεις τη μουσική του, είναι η πιο χαρακτηριστική στιγμή του άλμπουμ.
2004
Franz Ferdinand – “Franz Ferdinand”
Γιατί;
Γιατί το γεφύρωμα της «εναλλακτικής» με την ευρύτερα αποδεκτή ποπ γινόταν το 2004 με τον πιο στυλάτο τρόπο από ένα κουαρτέτο από τη Γλασκώβη που ήταν πιο arty απ’ αυτό που σού πρότειναν οι Strokes, αλλά το ίδιο relevant. Και γιατί οι Franz Ferdinand είχαν βρει τον τρόπο να κάνουν τους Stranglers και τους Duran Duran, τους Roxy Music και τους Gang Of Four να μοιάζουν ένα.
Τι έγραψε η ιστορία;
Το 2004 ήταν μια υπέροχη χρονιά για την Ελλάδα. Διοργανώσαμε τους Ολυμπιακούς, πήραμε το Euro και ο κορυφαίος ροκ σταρ του πλανήτη λεγόταν Καπράνος. Το ομώνυμο ντεμπούτο των Franz Ferdinand τιμήθηκε με το βραβείο Mercury (και ήταν ένα από τα πιο δίκαια Mercuries των τελευταίων ετών, αφού χάρη σ’ αυτό το άλμπουμ ξαναβρήκε η βρετανική σκηνή το ρυθμό για να προλάβει τους Αμερικανούς και τους Καναδούς που είχαν ξεχυθεί σαν τρελοί στον στίβο στην εκκίνηση της δεκαετίας), πούλησε πάνω από τριάμισι εκατομμύρια κόπιες παγκοσμίως και έγραψε τον τίτλο του με ανεξίτηλη μπογιά στη σύγχρονη ροκ. Δέκα χρόνια μετά, ακούγεται το ίδιο φρέσκο, το ίδιο ξεσηκωτικό, το ίδιο σχετικό με το σήμερα όπως τότε.
Οι ίδιοι οι Franz Ferdinand, δυστυχώς, δυσκολεύτηκαν στην πορεία να δικαιολογήσουν την άμεση εκτόξευσή τους στη σφαίρα των ροκ ημίθεων. Το δεύτερό τους άλμπουμ “You Could Have It So Much Better” ήρθε βιαστικά την επόμενη χρονιά και ήταν μια σχετική απογοήτευση. Με το “Tonight” του 2009 οι φίλοι τους διχάστηκαν. Άλλοι μιλούσαν για την καλύτερη δουλειά τους, άλλοι για μια μπάντα που το έχασε όσο γρήγορα το βρήκε. Αυτό που, πάντως, δεν αμφισβητεί κανείς είναι ότι το περσινό “Right Thoughts, Right Words, Right Action” ήταν το οριστικό τους βατερλώ.
Must listen;
Το πολυπαιγμένο “Take Me Out”, με το καθηλωτικό του riff που μετατρέπεται σε ξέφρενο ρεφραίν, και είναι υπεύθυνο για τόσες και τόσες χαμένες ώρες ύπνου από πονεμένους, ξεχαρβαλωμένους σβέρκους που παλινδρομούσαν ουρλιάζοντας τους στίχους και χορεύοντας στα ατελείωτα πάρτυ της απίθανης χρονιάς που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ.
1994
Green Day – “Dookie”
Γιατί;
Γιατί θέλουμε να μείνουμε παιδιά για πάντα. Και να κάνουμε σκέιτ στα μαρμαρένια αλώνια.
Τι έγραψε η ιστορία;
Ήταν το τρίτο άλμπουμ μιας κάπως άγνωστης μπάντας από την Καλιφόρνια, που έπαιζε μια χαρωπή μετεξέλιξη του punk. Έγινε ένα από τα σύμβολα της γενιάς του grunge –κι ας είχε αρκετά διαφορετικό ήχο-, δίνοντας στους Green Day δικαίωμα να συγκρίνονται με μπάντες σαν τους Pearl Jam ή τους Nirvana. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης σ’ αυτό έφερε το MTV, ακόμη μεγαλύτερο όμως εκείνη η τραγουδάρα, το “Basket Case”. Εντελώς αναπάντεχα, πάντως, 10 χρόνια αργότερα, οι Green Day, απείρως πιο ώριμοι πια, μας πρότειναν το “American Idiot”, ένα διαφορετικό, πολύ πιο σοφιστικέ άλμπουμ σε σχέση με το “Dookie”. Το “American Idiot” έμοιαζε σαν αποτέλεσμα της ανάγκης τους να αποδείξουν ότι δεν ήταν τυχαία εκείνη η τρέλα που είχε ξεσπάσει για πάρτη τους το 1994.
Πίσω στο “Dookie”, όμως, που άσκησε τέτοια επιρροή ώστε λίγα χρόνια μετά να ξεκινήσει μια νέα μανία, το emo rock, και που έφτασε να πουλήσει περισσότερα από 20 εκατομμύρια αντίτυπα, χαρίζοντας και μια υποψηφιότητα για Grammy σ’ εκείνους τους παρανοϊκούς πιτσιρικάδες με τα γουρλωμένα μάτια, που ορκιζόσουν ότι ήταν οι ίδιοι που το προηγούμενο βράδυ είχαν γεμίσει γκράφιτι τον τοίχο της αυλής σου και είχαν πετάξει τα άδεια κουτιά από τα σπρέι στο σκύλο σου. Κι όμως, δεν ήταν μια μανία της στιγμής. Ξανακούγοντάς το μετά από είκοσι χρόνια, σου μοιάζει ίσως και καλύτερο. Είναι το σημείο αναφοράς της μοντέρνας punk κι ας ήρθε σε μια στιγμή και από εκεί που κανείς δεν το περίμενε. Όχι τυχαία έχει χωρέσει στις λίστες με τα καλύτερα ροκ (και όχι μόνο) άλμπουμ όλων των εποχών των μεγαλύτερων μουσικών περιοδικών και sites.
Must listen;
“Basket Case”. Θέλει κι ερώτημα;
1984
The Smiths – “The Smiths”
Γιατί;
Γιατί κάπου εδώ λήγει το new wave των synths και οι κιθάρες ξαναπαίρνουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο, φέρνοντας τη Μεγάλη Βρετανία στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των rock fans ανά τον κόσμο. Και με τι τρόπο!
Τι έγραψε η ιστορία;
Η επιτυχία για τους Smiths ήταν άμεση. Λατρεύτηκαν από τους κριτικούς, το κοινό, πούλησαν πολλά βινύλια, γέμισαν όλους τους χώρους που εμφανίστηκαν live. Είχε συμβάλει σ’ αυτό τα μέγιστα η ιδιαίτερη προσωπικότητα του Morrissey. Ένα χρόνο πριν είχαν βγάλει το “Hand In Glove” σε single μέσω της Rough Trade και οι συγκαλυμμένες αναφορές στην ομοφυλοφιλία, παρέα με τα riffs του, είχαν δημιουργήσει έντονο σούσουρο στην underground βρετανική κοινότητα. Οι συνεντεύξεις του frontman Morrissey, πάντα αιρετικές, και οι εμφανίσεις του με τις γλαδιόλες στην κωλότσεπη μετέτρεψαν το σούσουρο σε αγαπημένο θέμα για τα media. Η Rough Trade φρόντισε να τους κλείσει και για άλμπουμ. Το ντεμπούτο τους, το 1984, έγινε κάτι που περίμενε με αγωνία όλη η Αγγλία. Οι Smiths δεν απογοήτευσαν κανέναν.
Το κοινό τίμησε δεόντως το πρωτότυπο μείγμα των Smiths. Οι οσκαργουαλντικές ερμηνείες του κρούνερ Morrissey παρέα με την κομψή, αλλά παραδοσιακή ροκ του Johnny Marr δημιουργούσαν ένα νέο, εμβληματικό στυλ για τη βρετανική μουσική –και αυτό ήταν σαφές πριν καν τελειώσεις με την πρώτη πλευρά του “The Smiths”. Το άλμπουμ παρέμεινε ψηλά στα charts σχεδόν για το σύνολο του 1984, φτάνοντας μέχρι και το νούμερο 2 στη Μεγάλη Βρετανία. Τα επόμενα τρία χρόνια, ακολούθησαν τρία ακόμη αριστουργηματικά άλμπουμ από την ίδια μπάντα, πριν οι Marr και Morrissey τα σπάσουν οριστικά και την διαλύσουν. Η στάμπα που άφησαν μ’ εκείνη τη «μετεωρική» τετραετία που ξεκίνησε από το “The Smiths” δύσκολα θα σβήσει.
Must listen;
Για το “What Difference Does It Make?” ο Morrissey έχει πει ότι είναι ένα από τα λιγότερο αγαπημένα του κομμάτια. Ίσως γι’ αυτό και είναι τόσο μεγαλειώδες. Εμπεριέχει την δημιουργική κόντρα του με τον Marr και στην ερμηνεία του, πιο μπλαζέ, απαθή και αλαζονική απ’ οπουδήποτε αλλού, διακρίνεις την απίστευτη γκάμα των ερμηνευτικών του ικανοτήτων. Συμβολίζει ολόκληρο το άλμπουμ με την εσωτερική του σύγκρουση και το παράξενο μείγμα που οι Smiths είχαν να προτείνουν για μια νέα μουσική Αγγλία.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)