"Η καρδιά μου είναι θλιμμένη και μόνη/ Για σένα κλαίω, για σένα μόνο αγαπημένε/ Γιατί δεν το βλέπεις;/ Είμαι δική σου, ψυχή και σώμα". Οι τελευταίοι στίχοι που τραγούδησε η Amy Winehouse δεν θυμίζουν σε πολλά τα τραγούδια του "Back to Black" που την έκαναν διάσημη σε όλον τον κόσμο. Οι ρετρό τζαζ μπαλάντες του ΄30, όπως το κλασικό "Body and Soul", είναι φτιαγμένες για να τις τραγουδούν εύθραυστες ντίβες, συντετριμμένες από το βάρος των συναισθημάτων τους όχι τσαμπουκαλεμένα κορίτσια που δεν δίνουν δεκάρα για το τι λέει ο κόσμος γι' αυτές. Κι όμως, η μπαρουτοκαπνισμένη φωνή της ήταν πλασμένη για να αφηγείται τέτοιες ιστορίες συντριβής, μια - ακόμη - απόδειξη αυτού του παράδοξου που ενσάρκωνε η Amy Winehouse: μια "παλιά ψυχή" μέσα σε ένα νευρώδες νεαρό σώμα – ένα σώμα το οποίο ταλαιπώρησε και κατέστρεψε με μεθοδικότητα. Κι αυτό το τραγούδι, που είπε στο πλευρό του θρύλου Tony Bennett, για το άλμπουμ του που θα κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο, αυτός ο διαχρονικός τζαζ ύμνος που έχει ακουστεί από φωνές όπως αυτές της Billie Holiday και του Frank Sinatra (φωνές που ήταν εγγεγραμμένες στο DNA αυτού του κοριτσιού που μεγάλωσε ακούγοντας την δισκοθήκη του πατέρα της) είναι ίσως το ιδανικό κύκνειο άσμα για αυτήν που θα μπορούσε να είναι η μεγαλύτερη τραγουδίστρια της γενιάς της, αν την ένοιαζε. Και είναι το ιδανικό κύκνειο άσμα για ένα κορίτσι που αφέθηκε στην αυτοκαταστροφή, χωρίς να την νοιάζει να σωθεί, γιατί μάλλον δεν κατάφερε ποτέ να αγαπήσει αρκετά τον εαυτό της - γιατί ίσως δεν βρέθηκε κανείς να την αγαπήσει αρκετά. O θάνατός της προκάλεσε μεγάλη θλίψη, αλλά δεν σόκαρε κανέναν - κι αυτό είναι το πιο τραγικό που μπορεί να συμβεί σε ένα 27χρονο κορίτσι. Να γίνεται η παρακμή και η πτώση του θέαμα για ένα αχόρταγο, αδηφάγο κοινό που καταναλώνει «celebrities». Ένα κοινό που φαίνεται να ενθουσιάζεται στην ιδέα να ανεβάζει ινδάλματα για να τα βλέπει να πέφτουν. Κι όσο πιο ψηλά τα ανεβάζει, τόσο πιο θεαματική είναι η πτώση τους. Ένα κοινό που πληρώνει αδρά για ένα εισιτήριο συναυλίας, ώστε μετά να γιουχάρει αυτήν που πήγε να θαυμάσει, όπως συνέβη στο Βελιγράδι.
"Παίζω σε ένα φεστιβάλ στην Σερβία με την Amy Winehouse και έχει βγει στην σκηνή και μουρμουρίζει. Δεν την ξέρω, αλλά ελπίζω ειλικρινά ότι κάποιος δικός της θα παρέμβει και θα της προσφέρει βοήθεια. Σπαράζει η καρδιά μου". Εκείνο το βράδυ, που ο Moby έκανε στο Twitter έκκληση για βοήθεια, δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι, μερικές εβδομάδες αργότερα η τραγουδίστρια που του σπάραζε την καρδιά θα ήταν νεκρή. Είχε μεσολαβήσει η ματαίωση της περιοδείας της (που θα την έφερνε στην Αθήνα, όπου εκείνος βγήκε και τραγούδησε το Rehab προς τιμήν της), μια ακόμη απόπειρα αποτοξίνωσης και μετά το τέλος. Στο μεταξύ, το βίντεο από την ντροπιαστική της εμφάνιση έκανε το γύρο των social media, για να καταβροχθιστεί από τα μάτια του κοινού, που εδώ και μερικά χρόνια παρακολουθούσε την αντίστροφη μέτρηση, περιμένοντας την οριστική πτώση. Το ρολόι σταμάτησε στις 23 Ιουλίου. Η ποπ κουλτούρα έχασε το μεγαλύτερο - και πιο πηγαίο - ταλέντο που είχε εμφανιστεί εδώ και πολλά χρόνια. "Μετά από το σόου μας στην Σερβία, εύχομαι να μπορούσα να είχα βοηθήσει την Amy. Λυπάμαι", έγραψε ο Moby στο twitter. Αλλά το ερώτημά του παραμένει αναπάντητο: δεν υπήρχε κάποιος δικός της να παρέμβει και να την βοηθήσει; Γιατί την άφησαν να αυτοκαταστραφεί; Ποιος την άφησε να πεθάνει;
Ο Πατέρας
Ο προηγούμενος άνθρωπος που έκανε δημόσια έκκληση για βοήθεια ήταν ο πατέρας της, ο Mitch Winehouse. "Θέλω να νοσηλευτεί. Η κατάστασή της βγαίνει εκτός ελέγχου. Δεν πρέπει να κυκλοφορεί εκεί έξω", δήλωνε τον Απρίλιο του 2008 στην (απαξιωμένη πια) εφημερίδα "News of the World", εκφράζοντας την δυσπιστία του για τα προγράμματα απεξάρτησης. "Δεν πιστεύω ότι θα την βοηθήσει να βρίσκεται κάπου κλεισμένη για έξι εβδομάδες. Χρειάζεται να πιάσουμε τον ταύρο από τα κέρατα". Ακόμη κι αν τα εννοούσε, φαίνεται πως δεν κατάφερε να κάνει τα λόγια του πράξη. Ενάμιση χρόνο αργότερα, το φθινόπωρο του 2009, κι ενώ η κόρη του βρισκόταν στην Καραϊβική, προσπαθώντας να "καθαρίσει", εκείνος έβγαινε και έκανε δηλώσεις για το νέο στήθος που απέκτησε με πλαστική χειρουργική η Amy. "Τα νέα της βυζιά είναι φανταστικά", είπε στην βρετανική τηλεόραση, σαν να είναι ένας φαν που παραληρεί και όχι ο ίδιος πατέρας που λίγο πριν καλούσε τους βουλευτές της χώρας του να χαράξουν μια νέα πολιτική που θα αντιμετωπίζει τους χρήστες ουσιών (όπως η κόρη του) σαν αρρώστους.
Με τα χρόνια, ο ανήσυχος πατέρας που αγωνιούσε για την υγεία της κόρης του, που έδινε συνεντεύξεις – ιατρικά ανακοινωθέντα και ενημέρωνε το κοινό για το εμφύσημα της Amy, μαλάκωσε – ίσως γιατί άρχισε και ο ίδιος να απολαμβάνει τις δάφνες της δημοσιότητας. Όχι μόνο όταν συμπρωταγωνιστούσε στα ρεπορτάζ του Rolling Stone ως «ο στοργικός πατέρας που βρίσκεται κοντά της και ξυπνά στην άγρια ροκ σταρ την τρυφερή κόρη που του ετοιμάζει σάντουιτς με γαλοπούλα και αγγούρι», αλλά κι όταν κατάφερε να εκταμιεύσει προσωπικά την δόξα της κόρης του, υπογράφοντας ο ίδιος συμβόλαιο με δισκογραφική εταιρεία και ηχογραφώντας ένα άλμπουμ όπου τραγουδά τζαζ (με μέτρια αποτελέσματα), κάνοντας έτσι πραγματικότητα το όνειρο που εγκατέλειψε όταν απέκτησε οικογένεια. Επίδοξος τζαζ τραγουδιστής, ο Mitch αποχαιρέτησε την καριέρα στο τραγούδι, προκειμένου να βρει μια σταθερή δουλειά ως οδηγός ταξί, ώστε να μπορέσει να φροντίζει την οικογένειά του (την Amy, τον μεγαλύτερο αδελφό της, Alex και την σύζυγό του, Janis, με την οποία χώρισαν όταν τα παιδιά ήταν μικρά). Το γούστο του όμως έπαιξε μεγάλο ρόλο στην δημιουργία του φαινομένου Amy - η δική του δισκοθήκη, γεμάτη από τα άλμπουμ του Frank Sinatra, της Sarah Vaughn, όλων των μεγάλων φωνών του '50, ήταν που γαλούχησε την μικρή Amyκαι που της έδωσε το πρώτο σύστημα καλλιτεχνικής αναφοράς. Όταν διαπίστωσε το ταλέντο της κόρης του στο τραγούδι, έμεινε άφωνος. H Amy ήταν 14 ετών και είχε ήδη ξεκινήσει να παρακολουθεί μαθήματα θεάτρου από την ηλικία των 8. Σε μια παράσταση της σχολής Sylvia Young, ανέβηκε και τραγούδησε. Ο πατέρας της, που περίμενε ότι απλώς θα την δει να παίζει, έμεινε άφωνος. Τρία χρόνια αργότερα, κι ενώ είχε αποβληθεί από την σχολή (γιατί έκανε piercing στην μύτη και γιατί η γενικότερη συμπεριφορά της δεν ταίριαζε με τις απαιτήσεις της σχολής), η Amy παρουσιάστηκε στον ιδιοκτήτη του τζαζ κλαμπ "After Dark" στο Σόχο και τού ζήτησε να ανέβει να τραγουδήσει με την μπάντα που έπαιζε μπλουζ εκείνη την ώρα. Ήταν ένα κορίτσι 17 ετών, που μύριζε αλκοόλ – αλλά με το που ανέβηκε στην σκηνή, όλα τα μάτια και τα αυτιά στράφηκαν προς το μέρος της. Σύντομα υπέγραψε συμβόλαιο με την Island – και με τον μάνατζερ Simon Fuller, γνωστό για τις Spice Girls και τα τηλεοπτικά Pop Idol, X-Factor (και τις παραλλαγές τους), ο οποίος μάταια προσπάθησε να την χειραγωγήσει: «ξέρει ότι δεν μπορεί να με κάνει ό,τι θέλει», έλεγε η ίδια (λέγεται ότι ο στίχος «προσπάθησαν να με στείλουν για αποτοξίνωση» στο τραγούδι «Rehab» αναφέρεται στον Fuller και την ομάδα του). Ο ένας μετά τον άλλο, οι παράγοντες της βρετανικής μουσικής βιομηχανίας ανακάλυπταν αυτό το νέο ταλέντο, που στα 19 της, το 2003 είχε ήδη κυκλοφορήσει το πρώτο της άλμπουμ. Το «Frank» ήταν ένα τζάζι δισκάκι που αποκάλυπτε μια τραγουδίστρια με γατίσιο γουργούρισμα και δυναμικό attitude, μια τραγουδίστρια που έγραφε με ωμή ειλικρίνεια για τις ερωτικές της σχέσεις (τα τραγούδια ήταν εμπνευσμένα από τον πρώην φίλο της), ενώ διασκεύαζε με μοντέρνο τρόπο κλασικά τζαζ θέματα. Μια σταρ είχε γεννηθεί. Αλλά δεν την ένοιαζε ιδιαίτερα. Η ίδια προτιμούσε να συχνάζει στην αγαπημένη της παμπ «Hawley Arms» στο Κάμντεν, να πίνει και να καπνίζει χόρτο, συνήθεια που απέκτησε στα 16 της, αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις των γονιών της: "Οι γονείς μου κατάλαβαν γρήγορα ότι θα έκανα ό,τι ήθελα", έλεγε. Κι αυτό που ήθελε το 2003 δεν ήταν να απολαύσει την επιτυχία. Ήταν να ζήσει μια συγκλονιστική ερωτική εμπειρία.
Ο σύζυγος
Τότε ήταν που μπήκε στην ζωή της ο Blake Fielder-Civil, ένας από αυτούς τους ανθρώπους που δεν έχουν ακριβώς κάποια ειδικότητα, αλλά κυκλοφορούν στους κύκλους των μουσικών – δούλευε κυρίως ως βοηθός σε γυρίσματα βιντεοκλίπ. Η Amy τον ερωτεύτηκε ακαριαία. Κοντά του, μεταμορφώθηκε. Από ένα ζουμερό, υγιές, δημιουργικό κορίτσι, λίγο γεμάτο, με προδιάθεση για περιπέτεια, έγινε αυτό που το σύμπαν της ποπ περίμενε να γνωρίσει, μια νεαρή καλλιτέχνις με την δική της προσωπικότητα και μια εμφάνιση-σήμα κατατεθέν: με τα μπράτσα καλυμμένα από τατουάζ, το χτένισμα σφηκοφωλιά και τα μάτια βαμμένα σε στυλ «Κλεοπάτρα», μια σύγχρονη εκδοχή του στυλ που λάνσαραν τα girl groups στα ‘50s και τα ‘60s. «Όταν την είδα σε ένα περιοδικό, νόμιζα ότι έκαναν αφιέρωμα σε μένα», δήλωσε χαρακτηριστικά η Ronnie Spector, η τραγουδίστρια των Ronettes. «Μετά έβαλα τα γυαλιά μου και είδα ότι ήταν η Amy». Η Amy ήταν μια Ronnie Spector φορτωμένη ουσίες, πήρε ένα πρότυπο θηλυκότητας, ελαφρώς καρτουνίστικο, όπως η Betty Boop που είχε «χτυπήσει» στο κορμί της, και το οδήγησε στα άκρα – πάντα με τον Blake στο πλευρό της (και το στήθος της, όπου ήταν γραμμένο το όνομά του). Όταν την παράτησε για μια άλλη γυναίκα, εκείνη το έριξε στην δουλειά κι έγραψε τα τραγούδια που θα συνέθεταν το δεύτερο άλμπουμ της, το «Back to Black». Η ίδια ωμή ειλικρίνεια, ο ίδιος συνδυασμός επιθετικής στάσης και πληγωμένων συναισθημάτων, η ίδια συγκλονιστική, δυναμική κι ελαφρώς ραγισμένη φωνή, που θύμιζε τις μεγάλες ντίβες της σόουλ και της τζαζ, σε ένα ακαταμάχητο πακέτο που έκανε το άλμπουμ επιτυχία σε όλον τον πλανήτη. Η ποπ κουλτούρα είχε ανακαλύψει μια νέα ηρωίδα, η μουσική βιομηχανία της είχε παραδοθεί, το ένα μετά το άλλο, τα μεγάλα μουσικά βραβεία έφεραν χαραγμένο το όνομά της – από το 2006 μέχρι το 2008, ήταν η αδιαμφισβήτητη πρωταγωνίστρια. Η ίδια δεν έδινε σημασία. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν ο Blake, ο οποίος επέστρεψε κοντά της – παντρεύτηκαν παρορμητικά στο Μαϊάμι, το 2007 κι ενώ το περιοδικό Rolling Stone την ακολουθούσε καταγράφοντας ένα ρεπορτάζ για την ζωή της. Η Amy και ο Blake έγιναν το αγαπημένο ζευγάρι των tabloid, κυρίως γιατί δεν έπαψαν να τους δίνουν αφορμή για να γράφουν. Η κοινή τους ζωή έγινε μια ιλιγγιώδης κούρσα καταχρήσεων, βίας και αυτοκαταστροφής, σε δημόσια θέα: αλκοόλ, κάνναβη, ηρωΐνη, κρακ, δεν υπήρχε ουσία που να μην καταναλώσουν (και που να μην της δίδαξε ο Blake πώς να παίρνει). Η ίδια η Amy γινόταν σιγά σιγά από καρικατούρα ντίβας, ένα φάντασμα, αποστεωμένη, βρόμικη, με γυάλινο βλέμμα και τα μπράτσα γεμάτα χαρακιές. Όταν οι παπαράτσι την έπιασαν με τις μπαλαρίνες της γεμάτες αίματα, οι φήμες για ξυλοδαρμούς άρχισαν να φουντώνουν. Εκείνη ορκιζόταν πως ήταν ευτυχισμένη, πως στον Blake είχε βρει το άλλο της μισό. Ο πατέρας του, ο πεθερός της, βγήκε στο BBC και έκανε έκκληση στους θαυμαστές της να σταματήσουν να αγοράζουν τα άλμπουμ της, να της κάνουν μποϊκοτάζ, προκειμένου να την ταρακουνήσουν. Αυτό που δεν κατάφερε εκείνος, το κατάφερε η δικαιοσύνη. Το ζευγάρι πήρε διαζύγιο το 2009, όταν εκείνος καταδικάστηκε σε φυλάκιση για διάρρηξη και κατοχή απομίμησης όπλου. Εκείνη πήγε στην Καραϊβική για μια ακόμη αποτυχημένη απόπειρα αποτοξίνωσης (αν και προσωρινά εμφανίστηκε υγιέστερη, με το χρώμα να έχει επανέλθει στα μάγουλά της και το κορμί της να έχει πάρει λίγο βάρος). Εκείνος, γνώρισε σε μια κλινική αποτοξίνωσης την Sarah Aspin, με την οποία παντρεύτηκαν κι έκανε παιδί, αλλά δεν ξέχασε ποτέ την Amy. Δεν τον άφησε εκείνη να τον ξεχάσει, καθώς του έστελνε καθημερινά δεκάδες ερωτικά sms τα οποία υπέγραφε ως "η γυναίκα σου". Τώρα, ο Fielder-Civil βρίσκεται σε επιτήρηση από φόβο μήπως αυτοκτονήσει. Αν και σ’ αυτό το ενδεχόμενο, θα έχανε την περιουσία (ανάμεσα σε 9,8 και 32,6 εκατομμύρια δολάρια) που δικαιούται από τα δικαιώματα της Amy (εκτός κι αν εμφανιστεί κάποια διαθήκη που τον αποκλείει). Στην ζωή ή τον θάνατο, η Amy ήταν για τους οκείους της η κότα με τα χρυσά αυγά.
Ο παραγωγός
Σε μια εποχή που η μουσική βιομηχανία παράγει μαζικά τυποποιημένα είδωλα και δημιουργεί μόδες βάσει μετρήσεων, η σαρωτική παρουσία της Amy Winehouse ήρθε να ταράξει τα νερά. Το 2006 κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το κοινό είχε ανάγκη να ακούσει αυτήν την μοντέρνα εκδοχή του ρετρό soul ήχου του ’60 – και κυρίως, κανείς δεν φανταζόταν ότι το μεγαλύτερο αστέρι της μουσικής βιομηχανίας θα ήταν ένα κορίτσι που δεν το έλεγες ακριβώς καλλονή. Ο μάνατζέρ της, ο Simon Fuller, έβγαινε στα American Idol και τα X-Factor του κόσμου αναζητώντας το είδωλο που θα ταίριαζε στο καλούπι – νέα παιδιά, όμορφα, με φωνή και (κυρίως) υπάκουα στις επιταγές των μάνατζερ. Η Amy ήταν ακριβώς το αντίθετο. Αλλά αυτό το ανοικονόμητο ταλέντο χρειαζόταν κάποιον να την τιθασεύσει. Αυτός ήταν ο DJ και παραγωγός Mark Ronson, ένα ιδιοφυές ταλέντο που αμέσως κατάλαβε πώς να αναδείξει το υλικό της τραγουδίστριας. Ήταν εκείνος που έκλεισε τους Dap-Kings, την μπάντα που συνόδευε την σόουλ τραγουδίστρια Sharon Jones για να παίξουν στο άλμπουμ, αναπαράγοντας τον κλασικό ήχο των ‘60s, που έκανε το Back to Black αυτό που είναι. Τα τελευταία τρία χρόνια, όλοι περίμεναν την επόμενη συνεργασία τους, την συνέχεια του Back to Black. «Θα είναι περίπου στο ίδιο στυλ, αλλά λίγο πιο ska», έλεγε η Amy στις συνεντεύξεις, προτού παγώσουν οι σχέσεις της με τον παραγωγό. Εκείνος ήταν πιο επαγγελματίας, εκείνη δεν έδειχνε όρεξη να δουλέψει. «Το υλικό είναι φανταστικό» , λέει ο Lucian Grainge, επικεφαλής της Universal, διαψεύδοντας έτσι τις φήμες που θέλουν την εταιρεία να επιστρέφει ως απαράδεκτα τα τραγούδια που είχε παραδώσει πέρσι σε demo η Amy. Σήμερα, η ποιότητά τους δεν έχει καμία σημασία. Και μόνο ο θάνατος της τραγουδίστριας είναι εγγύηση για τις πωλήσεις - ήδη τα τραγούδια της έχουν χτυπήσει κορυφή στα chart των itunes. Αλλά και όσο ζούσε η Amy, η εταιρία κατάφερε να εκταμιεύσει πολλές φορές το ενδιαφέρον του κοινού γι’ αυτήν, πουλώντας και ξαναπουλώντας το Frank και το Back to Black με πολλές συσκευασίες – deluxe, με ακυκλοφόρητα κομμάτια, σε διπλό πακέτο που περιλαμβάνει και τα δύο κ.ο.κ.
Κι όταν φάνηκε ότι η τραγουδίστρια μπήκε σε τροχιά προς την αυτοκαταστροφή, πήραν τα μέτρα τους. Πρώτα ετοίμασαν την διάδοχη κατάσταση, στο πρόσωπο της Duffy – η ίδια ψυχωμένη, «μαύρη» φωνή, το ίδιο soul ηχοτοπίο, με τον κιθαρίστα (των Suede) Bernard Butler σε ρόλο Mark Ronson, αλλά σε υγιές, ροζ περιτύλιγμα, χωρίς το σκοτάδι και την παρακμιακή συμπεριφορά της Amy. Και μετά, επένδυσαν στην Adele, ένα κορίτσι που μοιράζεται πολλά από τα χαρακτηριστικά της Amy Winehouse – και κυρίως το πηγαίο ταλέντο, την αδιαφορία για τις μόδες και την εμμονή με την εξωτερική εμφάνιση. Σε πείσμα της προκάτ ποπ βιομηχανίας, η Adele κατάφερε με τα τραγούδια της να σπάσει τα στεγανά και να δημιουργήσει μια γνήσια επιτυχία, χάρη στην δύναμη της μουσικής της και μόνο – ό,τι είχε κάνει η Amy Winehouse πριν αυτοκαταστραφεί μπροστά στα μάτια ενός κοινού που λατρεύει να βλέπει τον μύθο του “live fast, die young” να αναπαράγεται στο διηνεκές, κάθε φορά που ένα αστέρι θα γίνεται σούπερ νόβα σε δημόσια θέα. Η βασίλισσα πέθανε, ζήτω η καινούρια;
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Down Town, την Πέμπτη 28/7)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου