30 Νοε 2013
Blogovision 2013: Στην απέξω
1η του Δεκέμβρη αύριο, ω θεία ημερομηνία! Είναι η Blogovision που ξεκινά bitches.
7η χρονιά φέτος. Και παραδοσιακά, μια μέρα πριν, το Πο Πο Culture! προθερμαίνεται με τη λίστα όσων δεν τα κατάφεραν -παρά λίγο- να μπουν στην 20άδα. Παραδοσιακά, τέλος πάντων, γιατί κάποιες χρονιές με φτωχότερη συγκομιδή από τη φετινή, συναρπαστική σοδειά, όσοι έμειναν απέξω, έμειναν απέξω για καλό λόγο και καμία συμπληρωματική λίστα δεν πόσταρα. Το 2013 όμως όλα κρίθηκαν στις λεπτομέρειες.
Ορίστε, λοιπόν, με αλφαβητική σειρά τα 10 άλμπουμ που με πόνο ψυχής αφήνω χωρίς ούτε μισό πόντο.
(Κάτω κάτω, μια λίστα με όλα τα "στην απέξω" των περασμένων χρόνων. Κι εδώ ένα κειμενάκι που πόσταρα πέρσι για όσους δεν ξέρουν ακόμη τι εστί Blogovision).
Arctic Monkeys - AM
Όσο πιο pop, όσο πιο mainstream, τόσο περισσότερο μου αρέσουν. Απλά πράγματα. (Περισσότερα εδώ)
David Bowie - The Next Day
Πήρε την απόφαση να το κάνει δύσκολο. Το comeback του. Έχει κάθε δικαίωμα, ως μικρός Θεός.
Nick Cave & The Bad Seeds - Push The Sky Away
Τυπικός και λατρεμένος Cave, ίσως παραπάνω προβλέψιμος απ' όσο αντέχω μετά από τόσα χρόνια.
Cold War Kids - Dear Miss Lonelyhearts
Μια παρεξηγημένη μπάντα που ξέρει να γράφει τραγούδια που σε κάνουν πιο ευτυχισμένο άνθρωπο. (Περισσότερα εδώ)
Deafheaven - Sunbather
Κατασκότεινοι, αβυσσαλέοι, αλλά τόσο προσιτοί. Το αύριο του heavy metal.
Iron & Wine - Ghost On Ghost
Ή, πώς η folk μπορεί να γίνει πιο pop, χωρίς να προσβάλει τ' αυτιά σου.
Primal Scream - More Light
Με τυπική primalscreamική ποικιλλία, για να ανακαλύπτεις ένα νέο αγαπημένο σημείο κάθε φορά που το ξανακούς.
She & Him - Volume Three
Επειδή μερικές φορές η πιο πολυμαγειρεμένη συνταγή είναι και η πιο γευστική.
Tricky - False Idols
Κομματάκι άνισο, με μερικές από τις πιο σπουδαίες του στιγμές, αλλά -δυστυχώς- και αρκετά γεμίσματα.
John Vanderslice - Dagger Beach
Πιο εκκεντρικός από ποτέ, αλλά με 13 χρόνια καριέρας και 9 άλμπουμ στην πλάτη του, το λάθος θα ήταν να πισογυρίσει. (Περισσότερα εδώ)
Αυτοί που δεν τα κατάφεραν στο παρελθόν: [2011] [2010] ['00s] [2009]
27 Νοε 2013
Οι 10 πιο viral διαφημίσεις της χρονιάς
Όχι, ο Jean Claude Van Damme δεν έχει προλάβει να ανεβεί στην κορυφή. Αλλά βρίσκεται ήδη στο νούμερο 10, μια εβδομάδα μόλις μετά την κυκλοφορία του περίφημου comeback του (πάνω σε δύο νταλίκες που κινούνται με την όπισθεν). Αναλυτικά η δεκάδα που ξεκινά με το διαφημιστικό της Volvo και συνεχίζει στις 9 διαφημίσεις που θα πρέπει να ξεπεράσει σε views ο Βέλγος μέχρι το τέλος της χρονιάς για να κερδίσει τον τίτλο του “Mr. Viral 2013”. Προσοχή: Ακολουθεί πολλή «αμερικανιά»:
10. Το σπαγγάτο του Van Damme
Η διαφήμιση που έδωσε την αφορμή για το θέμα μας. Αυτό που κάνει ο Van Damme, πάντως, τελικά δεν είναι τόσο επικίνδυνο όσο φαίνεται. Ήταν πέρα για πέρα αληθινό, αλλά ουκ ολίγα μέτρα, που δεν είναι ορατά στο διαφημιστικό, είχαν παρθεί ώστε το εγχείρημά του να είναι απολύτως ασφαλές.
9. O αγρότης των Ram Trucks
Χμ, ΟΚ, πάμε παρακάτω.
8. To κορίτσι με τις τηλεκινητικές ικανότητες
Κι όμως ήταν διαφήμιση, για το προμόσιον της ταινίας “Carrie”.
7. Το test drive της PepsiMax
O Jeff Gordon είναι οδηγός του NASCAR.
6. To αλογάκι της Budweiser
Με Fleetwood Mac στο soundtrack και μπόλικη συγκίνηση στην πορεία.
5. Καρδιά από Cornetto
Μια ιστορία αγάπης από την Τουρκία που θα ζήλευε ακόμη και ο Wes Anderson.
4. Ship my pants στο Kmart
Ένα ανόητο λογοπαίγνιο που δείχνει πόσο εύκολο είναι να κάνεις σουξέ με το τίποτε.
3. Τα μωράκια της Evian
Αυτό μάλιστα. Και δεν απευθύνεται μόνο σε υποψήφιες μαμάδες. Μούρλια.
2. Η καμήλα της Geico
?????????????????
1. Η αληθινή ομορφιά της Dove
Και κλάααααμα η κυρία…
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
Τι ακούγαμε σαν σήμερα πριν 1, 10, 20, 30 χρόνια - Νοέμβριος '13
Πριν φύγει μακριά ο Νοέμβριος του ’13 και μπούμε στον παραδοσιακά παρανοϊκό Δεκέμβρη (τουλάχιστον από τότε που θεσπίστηκε η Blogovision, που σημαίνει ότι πιο πολύ ψηφίζουμε και σχολιάζουμε, παρά ακούμε νέα μουσική), ας επιχειρήσω το καθιερωμένο πια ταξίδι μέσα στο χρόνο. Για όποιον δεν ξέρει τι είναι η «Χρονομηχανή», εδώ βρίσκεται ο δικός μου Οκτώβριος και εδώ του Μάρκου Φράγκου. Καλές αναμνήσεις και καλή ακρόαση:
2012
Crystal Castles – “(III)”
Γιατί;
Γιατί το ημιχαοτικό, επιθετικό, ασφυκτικό τους ηλεκτρονικό παραλήρημα έχει στιγματίσει την τελευταία δεκαετία, κάνοντας ακόμη κι εμάς που δεν ακούμε αυτού του είδους τη μουσική να αγωνιούμε για κάθε τους νέα κυκλοφορία. Ενδεικτικά: Το ringtone στο κινητό μου είναι δικό τους κομμάτι.
Τι έγραψε η ιστορία;
Η θετική ανταπόκριση των κριτικών ήταν σχεδόν δεδομένη από πριν και το (III) δεν δυσκολεύτηκε να συμπεριληφθεί στις λίστες με τα καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς. Εμπορικά, βέβαια, η επιτυχία ήταν σχετική. Οι Crystal Castles παραμένουν experimental electro για τα περισσότερα αυτιά και μόνο κάποιοι τολμηροί DJs τους παίζουν. Παρ’ όλ’ αυτά –και για κάποιον ανεξήγητο ρόλο- το άλμπουμ έκανε ένα σχετικό σουξέ στην Αυστραλία, αλλά κυρίως στις ΗΠΑ όπου σκαρφάλωσε κάποια στιγμή μέχρι και το νούμερο 2 των dance/electro charts.
Must listen;
To “Pale Flesh” είναι στοιχειωτικό και ανεβαστικό συνάμα, και αυτός ο συνδυασμός είναι κατόρθωμα, αν δεν είσαι το φάντασμα κάποιου δαιμονισμένου χορευτή που πέθανε στη μεγάλη πανούκλα (όχι τυχαία η επιλογή τρόπου θανάτου -δες με ποιο τραγούδι ξεκινάνε το άλμπουμ) του 1665-66.
2003
Joss Stone – “The Soul Sessions”
Γιατί;
Γιατί ήταν αυτή που έδωσε το έναυσμα για την έκρηξη του neo-soul στα μέσα της περασμένης δεκαετίας. Και γιατί το “The Soul Sessions” ήταν το ντεμπούτο της. Από εκεί ξεκίνησαν όλα.
Τι έγραψε η ιστορία;
Η ιστορία έγραψε ότι ένα ολόκληρο είδος μουσικής (ανα)γεννήθηκε και λατρεύτηκε (κυρίως από στρουμπουλές, ευσυγκίνητες Αγγλιδούλες), αρχής γενομένης με το εν λόγω άλμπουμ. Amy Winehouse, Estelle, Duffy, Kelly Clarkson και φυσικά Adele είναι μερικά μόνο από τα ονόματα που ακολούθησαν την Joss Stone σ’ αυτό το ταξίδι. Η μεγαλύτερη διαφορά της Stone από σχεδόν όλες τις υπόλοιπες είναι ότι εκείνη γράφει μόνη τα τραγούδια της. Το “The Soul Sessions” έφτασε ως το νούμερο 5 των βρετανικών charts και της έδωσε μια υποψηφιότητα για το βραβείο Mercury. Όχι κι άσχημα για ντεμπούτο.
Must listen;
“All The King’s Horses”: Γιατί όλο το υπόλοιπο άλμπουμ σήμερα ακούγεται πολύ «προβλέψιμο», με την εμπειρία των 10 ετών και των αναρίθμητων παρόμοιων δουλειών που ακολούθησαν (δηλαδή, με το “Back To Black” τι άλλο να ακούσεις;). Αλλά αυτό το κομμάτι στέκει μια χαρά και τώρα, αναδεικνύοντας τόσο το συνθετικό όσο το ερμηνευτικό ταλέντο της Joss Stone.
1993
Pearl Jam – “Vs.”
Γιατί;
Δεν θέλει και πολλή φιλοσοφία. Γιατί πολύ απλά είναι το δεύτερο (ή το τρίτο –δες εδώ) καλύτερο grunge άλμπουμ της ιστορίας. Και τα ‘90s ήταν grunge. Καρό πουκάμισο, σκισμένο τζιν μ’ ένα πακέτο Prince μαλακό στην κωλότσεπη, μακρύ, λίγο λιγδιασμένο μαλλί και σπουδές στο Πανεπιστήμιο. Και Pearl Jam. Αξέχαστα χρόνια.
Τι έγραψε η ιστορία;
Οι Pearl Jam βγήκαν στο δρόμο αμέσως μετά την κυκλοφορία του “Ten” και δεν μπήκαν στο στούντιο πριν την άνοιξη του ’93 για να ηχογραφήσουν το νέο τους υλικό. Το στοίχημα ήταν τεράστιο. Το “Vs.” θα ήταν το sequel του πιο επιδραστικού άλμπουμ της εποχής. Όλοι οι προβολείς είχαν πέσει πάνω τους. Το συγκρότημα από το Σηάτλ, πάντα απρόθυμο να ακολουθήσει τους κανόνες του μάρκετινγκ, δούλεψε σκληρά και με ταχύτητα, ετοίμασε το άλμπουμ μέσα σε ελάχιστο χρόνο και μετά αποφάσισε να μην το προμοτάρει με κανένα τρόπο. Ούτε με videoclips, που ήταν ο πιο κλασικός εκείνα τα χρόνια.
Αυτό, βέβαια, δεν του στέρησε την εμπορική επιτυχία. Πούλησε πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα μέσα στο πρώτο δεκαήμερο από την κυκλοφορία του. Έγινε πέντε φορές πλατινένιο στις ΗΠΑ και έμεινε 5 εβδομάδες στην κορυφή των αμερικανικών charts. Στρογγυλοκάθισε στο νούμερο 1 σχεδόν σε κάθε άλλη αγορά που κυκλοφόρησε και έσπασε ουκ ολίγα ρεκόρ.
Must listen;
Το να διαλέξεις ένα μόνο κομμάτι από το “Vs.” πρέπει να είναι μια από τις πιο δύσκολες αποστολές της ιστορίας. Αλλά έχοντας ζήσει την ανατριχιαστική εμπειρία του sing along με τη μπάντα το “Elderly Woman Behind the Counter in a Small Town” βοηθά κάπως την κατάσταση.
1983
Billy Idol – “Rebel Yell”
Γιατί;
Ο Billy Idol ήταν ένας από τους πρώτους «επαναστάτες» της γενιάς που μεγάλωσε με το «Μουσικόραμα». Ασχέτως του ότι τελικά ήταν πιο κοντά στους Duran Duran, παρά στο punk που πουλούσε ως εικόνα, η συνταγή του χρωμάτισε το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80 για τα καλά.
Τι έγραψε η ιστορία;
Το “Rebel Yell” ήταν το τρίτο και καλύτερο άλμπουμ της καριέρας του. Εκεί όπου η punk αισθητική του και η αγριάδα στο στυλ του, συνδυασμένα με την πιασάρικη ποπ της εποχής, το χορευτικό μπιτ και –βέβαια- την τεράστια προβολή από το ολόφρεσκο ακόμη MTV, τον οδήγησαν να γράψει ιστορία: Του άνοιξε τον δρόμο για την αγορά των ΗΠΑ (όπου ζούσε και όπου τελικά τα κατάφερε πολύ καλύτερα από την πατρίδα του τη Μεγάλη Βρετανία), όπου ο δίσκος έγινε 2 φορές πλατινένιος. Ήταν μια από τις αιτίες που τα μέσα εκείνης της εποχής μιλούσαν για το "Second British Invasion" –περισσότερο ένα μαρκετινίστικο κόλπο του MTV, παρά πραγματικότητα. Το άλμπουμ του εξασφάλισε μια υποψηφιότητα για Grammy (Best Male Rock Vocal Performance), αλλά και αρκετές υποψηφιότητες στα μουσικά βραβεία του MTV για τo videoclip του “Eyes Without A Face”. Δεν κέρδισε κανένα τίλο τελικά, αλλά το “bad boy” look του παραήταν ακραίο για την εποχή εκείνη, και οποιαδήποτε βράβευση θα αποτελούσε ένα μίνι σκάνδαλο.
Must listen;
Το “Eyes Without A Face”, το πιο γνωστό ίσως κομμάτι της καριέρας του, είναι ενδεικτικό του τι μουσική έπαιζε στην πραγματικότητα ο Billy Idol, σε αντίθεση με το τι πουλούσε με το look του.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
26 Νοε 2013
Pearl Jam - Lightning Bolt
Pearl Jam
Lightning Bolt
(Οκτώβριος 2013)
To “Lightning Bolt” είναι η πρώτη κυκλοφορία μετά το ντοκιμαντέρ, εκείνο το πανέμορφο “Pearl Jam Twenty” που είδαμε πρόπερσι. Και δεν γίνεται να το αντιμετωπίσεις ξέχωρα απ’ την ταινία; Γιατί; Γιατί, αν δεν είσαι απολιθωμένος στο grunge των 90s και δεν ακολουθείς ακόμη βήμα προς βήμα την πιο επιδραστική μπάντα εκείνων των καιρών, θα έχεις λογικά χάσει το νήμα του γιατί οι Pearl Jam είναι τόσο σπουδαίοι. Στο “Pearl Jam Twenty” (δεύτερη επιλογή μου γι’αυτό εδώ το θέμα) η εξήγηση απλωνόταν από το πρώτο ως το τελευταίο δευτερόλεπτο του φιλμ. Ο συνεχής τους προβληματισμός για το τι πρεσβεύουν και το πού κινούνται, όλα αυτά τα υπαρξιακά ερωτήματα που ελάχιστες μπάντες που «έπιασαν την καλή» απασχόλησαν ποτέ, είναι τελικά η κινητήρια δύναμη πίσω από την αγέραστη μηχανή τους.
Το “Lightning Bolt” θα μπορούσε να είναι το soundtrack εκείνου του ντοκιμαντέρ. Εννοείται, βέβαια, πως ένα κανονικό soundtrack με όλα τις σπουδαίες στιγμές του παρελθόντος των Pearl Jan, όπως ακούγονταν στην ταινία, κυκλοφόρησε το 2011. Αλλά από άποψη στάσης ζωής, φιλοσοφίας, διήγησης αυτού του πράγματος που είναι οι Pearl Jam, το νέο υλικό που παρουσιάζεται στο τελευταίο τους άλμπουμ είναι πιο ταιριαστό στις εικόνες από τα παλιά. Κατ’ αρχάς γιατί δηλώνει συνέχεια.
Σύμφωνοι, οι Pearl Jam δεν ακούγονται πολύ διαφορετικοί από αυτό που έβγαζαν το 1991, όταν αναστάτωναν το σύμπαν με το “Even Flow”, ή όταν σε στοίχειωναν με το “Jeremy”. Πάνε αργά, πάνε γρήγορα, πάνε απρόβλεπτα. Αλλά πάνε και ώριμα. Στο “Lightning Bolt” μεγαλώνουν κάπως, μεσήλικες πια, με πιο μεγάλα κιθαριστικά riffs, πιο μεγάλα συναισθήματα, πιο μεγάλες προθέσεις. Δεν προσποιούνται ότι είναι τίποτε πιτσιρίκια. Ξέρουν καλά ότι είναι βετεράνοι της rock. Διαλέγουν προσεκτικά τις μάχες τους και δίνουν μόνο αυτές που μπορούν να κερδίσουν. Μια μπάντα -με πέντε μέλη μάλιστα- είναι πολύ πιο δύσκολο να γίνει Bruce Springsteen απ’ ότι για το ίδιο το «αφεντικό». Αλλά οι Pearl Jam δεν έχουν άλλο δρόμο, αν θέλουν να παραμείνουν μαζί. Έχουν μια κληρονομιά να υπηρετήσουν.
Στο “Lightning Bolt”, ο Eddie Vedder κυριαρχεί τη μία, οι Jeff Ament και Steve Gossard την άλλη. Διαλέγονται μεταξύ τους, ένα τραγούδι ο μεν, ένα τραγούδι οι δε, επιλέγοντας να προβάλουν τις όποιες διαφορές στο μεγάλωμά τους, να τις διαφημίσουν, παρά να τις αφήσουν να γίνουν ρωγμές στη σχέση τους. Το αποτέλεσμα είναι τίμιο. Στην πρώτη ακρόαση ίσως το απορρίψεις ως «παλιακό». Με τη δεύτερη, θα σου κολλήσει. Γιατί –μην ξεχνάς- πολλές από τις κιθάρες του σήμερα κουβαλάνε DNA που συντέθηκε το ’91. Το νέο, το τωρινό, έχει ένα σημείο αναφοράς. Κι αυτή η οικειότητα είναι η κληρονομιά των Pearl Jam. Δεν θυμίζουν απλά μια άλλη εποχή. Αλλά περιγράφουν όλο σου το ταξίδι από τότε μέχρι σήμερα.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
Lightning Bolt
(Οκτώβριος 2013)
To “Lightning Bolt” είναι η πρώτη κυκλοφορία μετά το ντοκιμαντέρ, εκείνο το πανέμορφο “Pearl Jam Twenty” που είδαμε πρόπερσι. Και δεν γίνεται να το αντιμετωπίσεις ξέχωρα απ’ την ταινία; Γιατί; Γιατί, αν δεν είσαι απολιθωμένος στο grunge των 90s και δεν ακολουθείς ακόμη βήμα προς βήμα την πιο επιδραστική μπάντα εκείνων των καιρών, θα έχεις λογικά χάσει το νήμα του γιατί οι Pearl Jam είναι τόσο σπουδαίοι. Στο “Pearl Jam Twenty” (δεύτερη επιλογή μου γι’αυτό εδώ το θέμα) η εξήγηση απλωνόταν από το πρώτο ως το τελευταίο δευτερόλεπτο του φιλμ. Ο συνεχής τους προβληματισμός για το τι πρεσβεύουν και το πού κινούνται, όλα αυτά τα υπαρξιακά ερωτήματα που ελάχιστες μπάντες που «έπιασαν την καλή» απασχόλησαν ποτέ, είναι τελικά η κινητήρια δύναμη πίσω από την αγέραστη μηχανή τους.
Το “Lightning Bolt” θα μπορούσε να είναι το soundtrack εκείνου του ντοκιμαντέρ. Εννοείται, βέβαια, πως ένα κανονικό soundtrack με όλα τις σπουδαίες στιγμές του παρελθόντος των Pearl Jan, όπως ακούγονταν στην ταινία, κυκλοφόρησε το 2011. Αλλά από άποψη στάσης ζωής, φιλοσοφίας, διήγησης αυτού του πράγματος που είναι οι Pearl Jam, το νέο υλικό που παρουσιάζεται στο τελευταίο τους άλμπουμ είναι πιο ταιριαστό στις εικόνες από τα παλιά. Κατ’ αρχάς γιατί δηλώνει συνέχεια.
Σύμφωνοι, οι Pearl Jam δεν ακούγονται πολύ διαφορετικοί από αυτό που έβγαζαν το 1991, όταν αναστάτωναν το σύμπαν με το “Even Flow”, ή όταν σε στοίχειωναν με το “Jeremy”. Πάνε αργά, πάνε γρήγορα, πάνε απρόβλεπτα. Αλλά πάνε και ώριμα. Στο “Lightning Bolt” μεγαλώνουν κάπως, μεσήλικες πια, με πιο μεγάλα κιθαριστικά riffs, πιο μεγάλα συναισθήματα, πιο μεγάλες προθέσεις. Δεν προσποιούνται ότι είναι τίποτε πιτσιρίκια. Ξέρουν καλά ότι είναι βετεράνοι της rock. Διαλέγουν προσεκτικά τις μάχες τους και δίνουν μόνο αυτές που μπορούν να κερδίσουν. Μια μπάντα -με πέντε μέλη μάλιστα- είναι πολύ πιο δύσκολο να γίνει Bruce Springsteen απ’ ότι για το ίδιο το «αφεντικό». Αλλά οι Pearl Jam δεν έχουν άλλο δρόμο, αν θέλουν να παραμείνουν μαζί. Έχουν μια κληρονομιά να υπηρετήσουν.
Στο “Lightning Bolt”, ο Eddie Vedder κυριαρχεί τη μία, οι Jeff Ament και Steve Gossard την άλλη. Διαλέγονται μεταξύ τους, ένα τραγούδι ο μεν, ένα τραγούδι οι δε, επιλέγοντας να προβάλουν τις όποιες διαφορές στο μεγάλωμά τους, να τις διαφημίσουν, παρά να τις αφήσουν να γίνουν ρωγμές στη σχέση τους. Το αποτέλεσμα είναι τίμιο. Στην πρώτη ακρόαση ίσως το απορρίψεις ως «παλιακό». Με τη δεύτερη, θα σου κολλήσει. Γιατί –μην ξεχνάς- πολλές από τις κιθάρες του σήμερα κουβαλάνε DNA που συντέθηκε το ’91. Το νέο, το τωρινό, έχει ένα σημείο αναφοράς. Κι αυτή η οικειότητα είναι η κληρονομιά των Pearl Jam. Δεν θυμίζουν απλά μια άλλη εποχή. Αλλά περιγράφουν όλο σου το ταξίδι από τότε μέχρι σήμερα.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
25 Νοε 2013
10+1 άλμπουμ που δίνουν άλλη σημασία στο Νοέμβριο
Άτιμος μήνας ο Νοέμβριος. Όσον αφορά στη Blogovision τουλάχιστον. Εκεί που αρχίζεις να στήνεις τη λίστα σου (αν δεν είσαι τόσο ψυχαναγκαστικός που να τρέφεις ένα excel με τίτλους από την 1η του Γενάρη κιόλας), σκάνε οι νέες κυκλοφορίες λίγο πριν το deadline και σου ανατρέπουν τα πάντα. Από τη μία δεν έχεις χρόνο να ακούσεις προσεκτικά, από την άλλη ενθουσιάζεσαι με κάτι τόσο πολύ που είναι σαν να μην άκουσες ποτέ τίποτε άλλο μέσα στη χρονιά.
Τι θα κάνεις; Θα κουνήσεις προς τα κάτω όλη τη λίστα; Θα αντικαταστήσεις το ένα με το άλλο; Θα απελπιστείς και θα αποχωρήσεις; Μην ανησυχείς. Όλα θα είναι πιο εύκολα αν είσαι προετοιμασμένος για τις κυκλοφορίες του μήνα. Οι δέκα κορυφαίες και πιο πολυαναμενόμενες είναι αυτές που ακολουθούν. Κράτα μια θέση στην καρδιά σου (και στην 20άδα σου για την Blogovision) αν διαβάσεις κάτι που σού κινεί το ενδιαφέρον:
Jon Hopkins – “How I Live Now” OST
Δεν πήρε το Mercury, αλλά πήρε τη δουλειά για να γράψει το soundtrack της ταινίας “How I Live Now” και μαζί δωράκι την ευκαιρία να συνεργαστεί με την Bat For Lashes.
Sebastien Tellier – “Confection”
To έκτο άλμπουμ του Γάλλου συνθέτη θα είναι αποκλειστικά instrumental που μάλλον του ταιριάζει και περισσότερο. Στα ντραμς τον πλαισιώνει ο -The Good The Bad & The Queen, αλλά δεν ξέρουμε ακριβώς ποιος από τους τρεις- Tony Allen.
Lady Gaga – “ARTPOP”
Η μεγαλύτερη pop star της εποχής μας έχει πανέτοιμο το τέταρτό της άλμπουμ, που αν θυμίζει περισσότερο το εκρηκτικό της ντεμπούτο “The Fame”, παρά το “Born This Way” του 2011, τότε εύκολα θα πετάξεις από τη λίστα μας τις δακρύβρεχτες εντεχνίλες των αγαπημένων μας indie καλλιτεχνών και θα φωτίσει με ένα κλικ το 2013 μας.
The Fall – “The Remainderer EP”
Δεν ξέρουμε αν θα έχει τη διάρκεια και τον αριθμό των τραγουδιών που θα το καθιστά έγκυρο για την Blogovision, αλλά ως πρελούδιο του κανονικού τους άλμπουμ που θα κυκλοφορήσει του χρόνου, θα είναι σίγουρα μια από τις κορυφαίες μουσικές στιγμές της χρονιάς.
Jake Bugg – “Shangri La”
Για το sequel του περσινού ντεμπούτου του που έφερε το όνομά του και έφτασε μέχρι και το Νο. 1 στην πατρίδα του, τη Μεγάλη Βρετανία, ο Bugg ταξίδεψε στις ΗΠΑ για να συναντήσει τον πολύ Rick Rubin ώστε να σταματήσει να μοιάζει στον Donovan και να αρχίσει να φέρνει σε Hendrix.
Wooden Shjips – “Back To Land”
Αισίως έφτασαν στο έβδομό τους άλμπουμ και οι φήμες λένε ότι αυτό έχει σχεδόν κανονική παραγωγή, δηλαδή μπορεί να ακουστεί και από πιο κοινά αυτιά. Όσο για τις αναφορές του, αυτές κινούνται από τον Eric Clapton ως τους Mazzy Star, όλα αυτά βουτηγμένα φουλ στην ψυχεδέλειά τους. Ακούστε το εδώ.
Cut Copy – “Free Your Mind”
Τώρα που οι MGMT δεν ακούγονται, μήπως ήρθε η ώρα για τους «MGMT του φτωχού» να δείξουν την πραγματική τους αξία; Ο Dave Fridmann, ο παραγωγός που μας χάρισε το “Oracular Spectacular” κάθεται πίσω από τις κονσόλες και υπόσχεται πολλά. Ακούστε το εδώ.
Eminem – “The Marshall Mathers LP II”
Πρόκειται για την ολική επαναφορά του κάποτε κορυφαίου ράπερ στον πλανήτη. Το ότι τιτλοφορεί τη νέα του δουλειά, προσθέτοντας απλά ένα «ΙΙ» στον τίτλο του κορυφαίου άλμπουμ που έβγαλε ποτέ, πριν 13 χρόνια, τέτοιου τύπου προσδοκίες γεννά.
Wu-Tang Klan – “A Better Tomorrow”
Ο συναγωνισμός πάντως για τον Eminem θα είναι τεράστιος, αφού επιστρέφουν στη δισκογραφία και οι θεοί της ραπ, 8 ολόκληρα χρόνια μετά το “8 Diagrams”.
MIA – “Matangi”
To τέταρτο άλμπουμ της ΜΙΑ είναι έτοιμο εδώ και καιρό, αλλά η δισκογραφική της το απέρριψε αρχικά επειδή ακουγόταν «πολύ χαρωπό». Τελικά μόλις πριν λίγες μέρες κατάφερε να βρει το δρόμο του. Μπορείτε να το ακούσετε εδώ.
+1 Bonus:
Britney Spears – “Britney Jean”
Ίσως να μην είναι το αντίπαλον δέος στην Lady Gaga, αλλά μπορεί και να είναι. Στο 2013, εξάλλου, έρχεται με ανεβασμένα τα credits χάρη στην κορυφαία κινηματογραφική σκηνή της χρονιάς, αυτή με το πιάνο και τα πολυβόλα στο “Spring Breakers”. Kυκλοφορεί στις 3 Δεκεμβρίου, μια μέρα μετά τα γενέθλια της Britney, αλλά λογικά θα έχει διαρρεύσει μέσα στο μήνα που διανύουμε τώρα.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
24 Νοε 2013
Moonface - Julia With Blue Jeans On
Moonface
Julia With Blue Jeans On
(Νοέμβριος 2013)
Το ταλέντο του Spencer Krug ήταν αδιαμφισβήτητο ούτως ή άλλως. Αν μπορούσες να εντοπίσεις ένα πρόβλημα στη μουσική του προσφορά, ήταν η αδυναμία του να επιλέξει ένα συγκεκριμένο δρόμο. Να διαλέξει κατεύθυνση, να θέσει στόχους, να σε πάρει μαζί του σ’ ένα παιχνίδι με κανονάκια, checkpoints και βραβεία. Αλλά, εντάξει, δεν μπορούμε να κατακρίνουμε κάποιον επειδή αρνείται να παίξει το παιχνίδι της αγοράς.
Για όποιον δεν γνωρίζει το μυαλό πίσω από τους Sunset Rubdown, τους Wolf Parade, τους Swan Lake, τους Frog Eyes, δηλαδή τον κύριο Moonface, κατά κόσμον Spencer Krug, ένα καλό ξεκίνημα θα βρει εδώ. Για όποιον, πάλι, είναι εξοικειωμένος με τον μυθικό του κόσμο, τους δράκους και τους βασιλιάδες των στίχων του, και με τη μουσική του πολυπλοκότητα, τα δεκάδες όργανα, γυρίσματα, μπερδεμένες μελωδίες των τραγουδιών του, υπάρχει μια είδηση: Ξέχνα ό,τι ξέρεις και κάτσε να ακούσεις το “Julia With Blue Jeans”. Είναι εντελώς διαφορετικό από ό,τι άλλο έχει κάνει.
Στον πιο προσωπικό δίσκο που έβγαλε ποτέ, αφού ακούγεται μόνο η φωνή του και το πιάνο του, ο Spencer Krug ακούγεται σαν να είναι κάποιος άλλος. Τι έλεγα πιο πάνω για αδυναμία να διαλέξει κατεύθυνση; Να ‘τος πάλι, σε νέα ρότα, σε νέες θάλασσες, ανεξερεύνητες. Μόνο που αυτή τη φορά η επιλογή του είναι αναπάντεχη. Γιατί στο “Julia With Blue Jeans” κάνει δύο πράγματα που δεν έχει κάνει ποτέ στο παρελθόν: Απογυμνώνει τη μουσική του και γράφει για το πιο κλισέ θέμα απ’ όλα. Για την αγάπη.
Χρησιμοποιώντας το πιάνο με εντελώς διαφορετικό τρόπο απ’ αυτόν τον τετριμμένο που το έχουμε συνηθίσει στη σύγχρονη pop, πετυχαίνει να αντικαταστήσει τον γεμάτο από όργανα και εναλλαγές ήχο του παρελθόντος του με κάτι πιο μεγαλοπρεπές. Αποδεικνύει πως ο μινιμαλισμός, αυτός ο κακός που συνήθως ισοπεδώνει ακόμη και τους πιο σπουδαίους μουσικούς, μπορεί να γίνει ο καλύτερός του σύμμαχος.
Και μιλώντας σε δεύτερο πρόσωπο, σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του άλμπουμ, απευθύνοντας την σπάνιας δυναμικής ποίησή του σε μια φανταστική Julia, δημιουργεί κάτι σαν concept δίσκο, μια ιστορία αγάπης, συγκαλυμμένη, μια ιστορία του ενός κομματιού που δεν ολοκληρώνεται ποτέ αν δεν ενωθεί κάποτε με το έτερόν του ήμισυ.
Ο Moonface μας συστήνεται ως βάρβαρος στο επιβλητικό κομμάτι με το οποίο ανοίγει το άλμπουμ. Αλλά σύντομα αφήνει το πρώτο ίχνος των ευαισθησιών του. “I am a barbarian. But sometimes, I’m a lamb, I’m just a lamb, when I recall how I asked you where you want to be buried, and you asked me the name of the town where I was born.” Δύο, μόλις τραγούδια πιο κάτω, επανέρχεται ακόμη πιο ευάλωτος. Στο “Barbarian II” o χειμώνας αρχίζει και γίνεται άνοιξη. Οι στίχοι επαναλαμβάνονται αλλά ήδη ακούγονται να λένε κάτι εντελώς διαφορετικό.
Ο βάρβαρος δεν θα σπάσει, βέβαια, εύκολα. Πότε κυνικός, πότε κομπορρήμων, ζωγραφίζει φανταστικές εκστρατείες στο πιάνο του, αποφεύγοντας να τελειώσει οποιοδήποτε κομμάτι με τον τρόπο που το ξεκινά. Σαν να δηλώνει ότι δεν θα ριζώσει κάπου. Ότι θα παραμείνει ελεύθερος. Ελεύθερος να ταξιδέψει, να τραφεί με αίμα, να ξεχάσει ότι μπορεί να έχει και αισθήματα. Και ξαφνικά, τυπικός Spencer Krug στις προθέσεις του, αναπάντεχος Moonface στο αποτέλεσμα, παγιδεύεται στη μέση του άλμπουμ στο πιο βαθύ, ερωτικό, καθάριο τραγούδι που έχει γράψει ποτέ. Το “Julia With Blue Jeans On” προκαλεί δάκρυα στον ανυποψίαστο ακροατή –και μουσικά επαναφέρει μνήμες από είδη μουσικής που πια έχουν σβήσει.
Μα ο βάρβαρος επανέρχεται αμέσως μετά, πηδώντας πολλά κεφάλαια μιας συνηθισμένης ερωτικής σχέσης, για βρωμίσει με ειρωνεία και κυνισμό –τουλάχιστον στα λόγια– ό,τι έχτισε με το προηγούμενο τραγούδι. “I regretfully withdraw my offer to try to improve myself” είναι οι πρώτες κουβέντες του “Love The House You’re In”, του κομματιού που πιθανότατα θα σου τραβήξει περισσότερο το ενδιαφέρον στην πρώτη ακρόαση.
Σε κάθε μία από τις επόμενες, πάντως, θα αποκτάς και διαφορετικό «αγαπημένο» τραγούδι. Τη μία θα σε συνεπαίρνει το επικό “Barbarian”, την επόμενη το σινεματικό “Your Chariot Awaits”. Μετά θα αναλάβει το βγαλμένο από μιούζικαλ “November 2011” ή το μυστικιστικό “Everyone is Noah, Everyone is the Ark”. Στο “Dreamy Summer” θα ανακαλύψεις τον Claude Debussy να κατευθύνει τα δάκτυλα του Krug πάνω στο πιάνο, στα “First Violin” και “Black is Back in Style” όλη του η κλασική μουσική παιδεία θα αποτυπωθεί με μαγικές πινελιές πάνω στο εβένινο ταμπλό του.
Κι ενώ όλα τα στοιχεία εδώ μέσα θα σ’ έκαναν να μιλήσεις για μελαγχολία ή ρομαντισμό, τελικά δεν το κάνεις. Γιατί ο Krug, ως Moonface, κατορθώνει να μην επιτρέψει στην ένδεια των μουσικών οργάνων να περιορίσει το εύρος των συναισθημάτων με τα οποία μπορεί να σε γεμίσει. Το “Julia With Blue Jeans On” είναι πάντως πολύ δύσκολα συγκρίσιμο με οποιαδήποτε δουλειά που μας παρουσίασε στο παρελθόν. Μπορεί να σου γεννά παρόμοιο πλήθος εικόνων και να σε κάνει να νιώθεις εξίσου πολλά πράγματα, αλλά το κάνει με άλλο τρόπο. Κάθε φορά που το ακούω, το θεωρώ όλο και πιο μεγαλειώδες.
Το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι ότι ο Krug εδώ μοιάζει να παίρνει μια σημαντική απόφαση για το τι θέλει να κάνει με τη μουσική του. Αν δεν είναι απλά ένα ακόμη από τα σοκάκια που διάλεξε στην τύχη, αυτό του “Julia With Blue Jeans On” θα τον οδηγήσει σε έναν όλο και πιο ευρύ, πιο φωτισμένο δρόμο. Θα τον οδηγήσει σε ένα μεγαλύτερο πλήθος ακροατών, θα τον βοηθήσει να γράφει όλο και πιο εύληπτα, όλο και πιο κατανοητά, χωρίς να χάνει την μοναδικότητά του. Προς το παρόν, πάντως, έχει φτιάξει το καλύτερο άλμπουμ μιας σπουδαίας μουσικά χρονιάς. Τουλάχιστον.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
Julia With Blue Jeans On
(Νοέμβριος 2013)
Το ταλέντο του Spencer Krug ήταν αδιαμφισβήτητο ούτως ή άλλως. Αν μπορούσες να εντοπίσεις ένα πρόβλημα στη μουσική του προσφορά, ήταν η αδυναμία του να επιλέξει ένα συγκεκριμένο δρόμο. Να διαλέξει κατεύθυνση, να θέσει στόχους, να σε πάρει μαζί του σ’ ένα παιχνίδι με κανονάκια, checkpoints και βραβεία. Αλλά, εντάξει, δεν μπορούμε να κατακρίνουμε κάποιον επειδή αρνείται να παίξει το παιχνίδι της αγοράς.
Για όποιον δεν γνωρίζει το μυαλό πίσω από τους Sunset Rubdown, τους Wolf Parade, τους Swan Lake, τους Frog Eyes, δηλαδή τον κύριο Moonface, κατά κόσμον Spencer Krug, ένα καλό ξεκίνημα θα βρει εδώ. Για όποιον, πάλι, είναι εξοικειωμένος με τον μυθικό του κόσμο, τους δράκους και τους βασιλιάδες των στίχων του, και με τη μουσική του πολυπλοκότητα, τα δεκάδες όργανα, γυρίσματα, μπερδεμένες μελωδίες των τραγουδιών του, υπάρχει μια είδηση: Ξέχνα ό,τι ξέρεις και κάτσε να ακούσεις το “Julia With Blue Jeans”. Είναι εντελώς διαφορετικό από ό,τι άλλο έχει κάνει.
Στον πιο προσωπικό δίσκο που έβγαλε ποτέ, αφού ακούγεται μόνο η φωνή του και το πιάνο του, ο Spencer Krug ακούγεται σαν να είναι κάποιος άλλος. Τι έλεγα πιο πάνω για αδυναμία να διαλέξει κατεύθυνση; Να ‘τος πάλι, σε νέα ρότα, σε νέες θάλασσες, ανεξερεύνητες. Μόνο που αυτή τη φορά η επιλογή του είναι αναπάντεχη. Γιατί στο “Julia With Blue Jeans” κάνει δύο πράγματα που δεν έχει κάνει ποτέ στο παρελθόν: Απογυμνώνει τη μουσική του και γράφει για το πιο κλισέ θέμα απ’ όλα. Για την αγάπη.
Χρησιμοποιώντας το πιάνο με εντελώς διαφορετικό τρόπο απ’ αυτόν τον τετριμμένο που το έχουμε συνηθίσει στη σύγχρονη pop, πετυχαίνει να αντικαταστήσει τον γεμάτο από όργανα και εναλλαγές ήχο του παρελθόντος του με κάτι πιο μεγαλοπρεπές. Αποδεικνύει πως ο μινιμαλισμός, αυτός ο κακός που συνήθως ισοπεδώνει ακόμη και τους πιο σπουδαίους μουσικούς, μπορεί να γίνει ο καλύτερός του σύμμαχος.
Και μιλώντας σε δεύτερο πρόσωπο, σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του άλμπουμ, απευθύνοντας την σπάνιας δυναμικής ποίησή του σε μια φανταστική Julia, δημιουργεί κάτι σαν concept δίσκο, μια ιστορία αγάπης, συγκαλυμμένη, μια ιστορία του ενός κομματιού που δεν ολοκληρώνεται ποτέ αν δεν ενωθεί κάποτε με το έτερόν του ήμισυ.
Ο Moonface μας συστήνεται ως βάρβαρος στο επιβλητικό κομμάτι με το οποίο ανοίγει το άλμπουμ. Αλλά σύντομα αφήνει το πρώτο ίχνος των ευαισθησιών του. “I am a barbarian. But sometimes, I’m a lamb, I’m just a lamb, when I recall how I asked you where you want to be buried, and you asked me the name of the town where I was born.” Δύο, μόλις τραγούδια πιο κάτω, επανέρχεται ακόμη πιο ευάλωτος. Στο “Barbarian II” o χειμώνας αρχίζει και γίνεται άνοιξη. Οι στίχοι επαναλαμβάνονται αλλά ήδη ακούγονται να λένε κάτι εντελώς διαφορετικό.
Ο βάρβαρος δεν θα σπάσει, βέβαια, εύκολα. Πότε κυνικός, πότε κομπορρήμων, ζωγραφίζει φανταστικές εκστρατείες στο πιάνο του, αποφεύγοντας να τελειώσει οποιοδήποτε κομμάτι με τον τρόπο που το ξεκινά. Σαν να δηλώνει ότι δεν θα ριζώσει κάπου. Ότι θα παραμείνει ελεύθερος. Ελεύθερος να ταξιδέψει, να τραφεί με αίμα, να ξεχάσει ότι μπορεί να έχει και αισθήματα. Και ξαφνικά, τυπικός Spencer Krug στις προθέσεις του, αναπάντεχος Moonface στο αποτέλεσμα, παγιδεύεται στη μέση του άλμπουμ στο πιο βαθύ, ερωτικό, καθάριο τραγούδι που έχει γράψει ποτέ. Το “Julia With Blue Jeans On” προκαλεί δάκρυα στον ανυποψίαστο ακροατή –και μουσικά επαναφέρει μνήμες από είδη μουσικής που πια έχουν σβήσει.
Μα ο βάρβαρος επανέρχεται αμέσως μετά, πηδώντας πολλά κεφάλαια μιας συνηθισμένης ερωτικής σχέσης, για βρωμίσει με ειρωνεία και κυνισμό –τουλάχιστον στα λόγια– ό,τι έχτισε με το προηγούμενο τραγούδι. “I regretfully withdraw my offer to try to improve myself” είναι οι πρώτες κουβέντες του “Love The House You’re In”, του κομματιού που πιθανότατα θα σου τραβήξει περισσότερο το ενδιαφέρον στην πρώτη ακρόαση.
Σε κάθε μία από τις επόμενες, πάντως, θα αποκτάς και διαφορετικό «αγαπημένο» τραγούδι. Τη μία θα σε συνεπαίρνει το επικό “Barbarian”, την επόμενη το σινεματικό “Your Chariot Awaits”. Μετά θα αναλάβει το βγαλμένο από μιούζικαλ “November 2011” ή το μυστικιστικό “Everyone is Noah, Everyone is the Ark”. Στο “Dreamy Summer” θα ανακαλύψεις τον Claude Debussy να κατευθύνει τα δάκτυλα του Krug πάνω στο πιάνο, στα “First Violin” και “Black is Back in Style” όλη του η κλασική μουσική παιδεία θα αποτυπωθεί με μαγικές πινελιές πάνω στο εβένινο ταμπλό του.
Κι ενώ όλα τα στοιχεία εδώ μέσα θα σ’ έκαναν να μιλήσεις για μελαγχολία ή ρομαντισμό, τελικά δεν το κάνεις. Γιατί ο Krug, ως Moonface, κατορθώνει να μην επιτρέψει στην ένδεια των μουσικών οργάνων να περιορίσει το εύρος των συναισθημάτων με τα οποία μπορεί να σε γεμίσει. Το “Julia With Blue Jeans On” είναι πάντως πολύ δύσκολα συγκρίσιμο με οποιαδήποτε δουλειά που μας παρουσίασε στο παρελθόν. Μπορεί να σου γεννά παρόμοιο πλήθος εικόνων και να σε κάνει να νιώθεις εξίσου πολλά πράγματα, αλλά το κάνει με άλλο τρόπο. Κάθε φορά που το ακούω, το θεωρώ όλο και πιο μεγαλειώδες.
Το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι ότι ο Krug εδώ μοιάζει να παίρνει μια σημαντική απόφαση για το τι θέλει να κάνει με τη μουσική του. Αν δεν είναι απλά ένα ακόμη από τα σοκάκια που διάλεξε στην τύχη, αυτό του “Julia With Blue Jeans On” θα τον οδηγήσει σε έναν όλο και πιο ευρύ, πιο φωτισμένο δρόμο. Θα τον οδηγήσει σε ένα μεγαλύτερο πλήθος ακροατών, θα τον βοηθήσει να γράφει όλο και πιο εύληπτα, όλο και πιο κατανοητά, χωρίς να χάνει την μοναδικότητά του. Προς το παρόν, πάντως, έχει φτιάξει το καλύτερο άλμπουμ μιας σπουδαίας μουσικά χρονιάς. Τουλάχιστον.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
23 Νοε 2013
Αποχαιρέτα το, το Like Button που φεύγει
Η κατεύθυνση του αντίχειρα προς τα πάνω ή προς τα κάτω, όταν ήταν επιλογή ενός Ρωμαίου αυτοκράτορα, σήμαινε τη σωτηρία ή το θάνατο. Αλλά εκείνα τα χρόνια η ανθρώπινη ζωή δεν είχε την αξία που έχει σήμερα και ο κάθε Κόμοδος μπορούσε να καθαρίζει κόσμο με ένα νεύμα, με το κοινό να παραληρεί από έκσταση. Και μετά ήρθε το Facebook. Και το thumbs up εγκατέλειψε τους γυμνούς βάρβαρους με τις περικεφαλαίες και τις τρίαινες που τα έβαζαν με ύαινες και λιοντάρια, αποχαιρέτισε τους τύπους με τις τηβέννους και τα κλαδιά στα κεφάλια και συνδέθηκε με τη λέξη like.
Μέχρι που το Facebook αποφάσισε να στείλει τον αντίχειρα στη λήθη μια και καλή. Επανασχεδιάζοντας αυτό που η ίδια η εταιρεία θεωρεί «ένα από τα πιο πολύτιμα brand assets της», σκότωσε το thumbs up και το αντικατέστησε με ένα ζωηρό μπλε κουτάκι όπου αναγράφεται απλά η λέξη Like με τη γραμματοσειρά Helvetica. Πιο σημαντικό ακόμη, ότι στο κουτάκι χώρεσε και το “f” του λογοτύπου του Facebook που αναλαμβάνει πλέον το ρόλο το βασικού εικαστικού στοιχείου για την έννοια του “like”.
To πιο εντυπωσιακό είναι ότι γι’ αυτή την αλλαγή, που στο μάτι δεν κάνει και τόσο μεγάλη, η εταιρεία έφαγε πάνω από μισό χρόνο. Σύμφωνα με τον product manager της Ling Bao, το κουμπί έπρεπε να σχεδιαστεί έτσι ώστε να μπορεί να παίξει χωρίς κανένα πρόβλημα σε κάθε πιθανή πλατφόρμα και σελίδα όπου ήδη χρησιμοποιείται. Και αυτό δεν ήταν κάτι απλό.
Για την ιστορία, αυτή τη στιγμή το like button εμφανίζεται σε 7,5 εκατομμύρια websites και πέφτουμε πάνω του (όλοι μαζί, ε;) 22 δισεκατομμύρια φορές την ημέρα.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
22 Νοε 2013
Τα πολλά (φεγγαρο)πρόσωπα του Spencer Krug
Ας μην επιχειρήσω εδώ να αποτιμήσω το μεγαλείο του. Η δισκοκριτική για το “Julia With Blue Jeans On” του Moonface (το νέο το παρατσούκλι) θα έρθει μέσα στις επόμενες ημέρες πρόθυμη να τον αποθεώσει. Σήμερα ας κάνω απλά τις συστάσεις. Γιατί υπάρχει ακόμη κόσμος που δεν γνωρίζει τον Spencer Krug, έναν από τους κορυφαίους (τον κορυφαίο κατά την ταπεινή γνώμη του υπογράφοντος) Καναδούς μουσικούς. Ή γιατί η εμμονή του να αλλάζει πρόσωπα και σχήματα, έχει μπερδέψει ακόμη κι αυτούς που τον έχουν πάρει είδηση σε κάποιο από αυτά.
Οι Wolf Parade είναι πιθανότατα το πιο γνωστό του project. To έστησε μαζί με τον επίσης σπουδαίο Dan Boeckner το 2003 και το κράτησε στη ζωή μέχρι πρόπερσι. Το δεύτερο και το τρίτο άλμπουμ τους, τα “At Mount Zoomer” και “Expo 86” ήταν δύο από τα πιο υπέροχα δείγματα της σύγχρονής κιθαριστικής ροκ. Ενθουσίασαν το κοινό, τιμήθηκαν δεόντως από την κριτική.
Άλλοι ίσως τον γνωρίζουν από τους Sunset Rubdown, ένα πολύ πιο προσωπικό του project. To “Dragonslayer” του 2009 είναι για μένα ένας από τους κορυφαίους δίσκους της περασμένης δεκαετίας, αλλά και τα “Shut Up I Am Dreaming” και “Random Spirit Lover” δεν τα ξεπέρασε ποτέ κανείς αδιάφορα, αν έτυχε να πέσει πάνω τους. Το δε “Introducing Moonface” έκανε αυτό που υποδηλώνει ο τίτλος του. Μας πρωτοσύστησε στον Moonface. Το καινούργιο του project, αυτό από το οποίο μας χαρίζει σήμερα το –πιθανότατα– κορυφαίο άλμπουμ του 2013.
Υπήρξαν όμως κι άλλες μορφές του Krug πριν φορέσει τη μάσκα του φεγγαριού. Ξεκίνησε ως Frog Eyes το 2001 στη Βικτώρια μαζί με τον τότε συγκάτοικό του, πριν μετακομίσει στο Μόντρεαλ για να φτιάξει τους Wolf Parade, αλλά και το instrumental τρίο Fifths of Seven. Και, βέβαια, υπάρχουν πάντα οι Swan Lake, το supergroup στο οποίο ξανασυναντήθηκε με τον Carey Mercer (τον συγκάτοικο που έλεγα πιο πάνω) και όπου συνεργάστηκε με τον Daniel Bejar των Destroyer και των The New Pornographers (άλλος με μανία να παίζει με εκατό διαφορετικά ονόματα και γκρουπ).
Ο Spencer Krug είναι σήμερα 36 ετών και έχει ήδη βγάλει 26 LPs και EPs μέσα σε 12 χρόνια καριέρας. Και ο Conor Oberst είναι πολυγραφότατος (ως Bright Eyes, Conor Oberst, Monsters of Folk και διάφορα άλλα), όπως και αρκετά ακόμη από τα παιδιά – θαύματα αυτής της γενιάς. Κανείς όμως δεν φτάνει στο επίπεδο του κυρίου Φεγγαροπρόσωπου. Κανείς δεν καταφέρνει να γίνεται κάθε χρόνο και καλύτερος. Κανείς δεν επιμένει να κυνηγά την τελειότητα, ακόμη κι όταν όλοι γύρω του νιώθουν ότι κάποια στιγμή την έπιασε. Υπό αυτή τη λογική, η συνεχής αλλαγή προσώπων είναι μια καλή τακτική.
Αλλά, επειδή τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, οι καλύτερες συστάσεις δίνονται με την ίδια τη μουσική. Διάλεξα μερικά χαρακτηριστικά του τραγούδια και έφτιαξα με λίστα με χρονολογική σειρά. Για την ιστορία, ποστάρω και όλη του τη δισκογραφία:
2002: Frog Eyes – “The Bloody Hand” (Absolutely Kosher)
2003: Wolf Parade – 4song EP (Self-Released)
2004: Wolf Parade – 6song EP (Self-Released)
2005: Wolf Parade – “Wolf Parade” EP (Sub Pop)
2005: Fifths of Seven – “Spry from Bitter Anise Folds” (DSA)
2005: Sunset Rubdown – “Snake's Got a Leg” (Global Symphonic)
2005: Wolf Parade – “Apologies to the Queen Mary” (Sub Pop)
2006: Sunset Rubdown – “Sunset Rubdown” EP (Global Symphonic)
2006: Frog Eyes – “The Future Is Inter-Disciplinary or Not at All” (Acuarela Discos)
2006: Sunset Rubdown – “Shut Up I Am Dreaming” (Absolutely Kosher)
2006: Swan Lake – “Beast Moans” (Jagjaguwar)
2007: Sunset Rubdown – “Random Spirit Lover” (Jagjaguwar)
2007: Frog Eyes – “Tears of the Valedictorian” (Absolutely Kosher)
2008: Wolf Parade – “At Mount Zoomer” (Sub Pop)
2009: Sunset Rubdown – “Introducing Moonface” (Global Symphonic)
2009: Swan Lake – “Enemy Mine” (Jagjaguwar)
2010: Moonface – “Dreamland EP: Marimba and Shit-Drums” (Jagjaguwar)
2010: Wolf Parade – “Expo 86” (Sub Pop)
2011: Moonface – “Organ Music Not Vibraphone Like I'd Hoped” (Jagjaguwar)
2012: Moonface – “With Siinai: Heartbreaking Bravery” (Jagjaguwar)
2013: Moonface – “Julia With Blue Jeans On” (Jagjaguwar)
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
21 Νοε 2013
Μερικές φορές δεν είναι κακό να μένεις σ' αυτά που ξέρεις
Πρώτο βήμα λάθος. Δεύτερο. Τρίτο. Στρίβω προς τ’ αριστερά. Κι ας λέει ο εγκέφαλος «ευθεία». Βάζω δύναμη στο πόδι να κρατήσει πορεία προς τα ‘κει που βλέπουν τα μάτια, αλλά αρνείται. Λοξοδρομώ στη μέση της οδού και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου τρομοκρατούμαι. Όχι γιατί κάτι δεν λειτουργεί σωστά στο νευρικό μου σύστημα. Αλλά γιατί θυμάμαι πριν λίγο που είχα κοιτάξει πίσω πως ένα αυτοκίνητο είχε την ίδια κατεύθυνση με μένα. Θα πρέπει να βρίσκεται πολύ κοντά πια. Σταματώ στη μέση του δρόμου, γελώντας με την κατάντια μου. Ευτυχώς ο οδηγός έχει βγει από την παράδρομο στην Συγγρού. Είμαι ακινητοποιημένος, θέλω να πάω δεξιά, να ακουμπήσω κάπου μέχρι να περάσει, αλλά μπορώ να πάω μόνο αριστερά, να βγω κι εγώ στη Συγγρού. Πάλι καλά που είναι η κοπέλα μου μαζί. Με βοηθάει να κινηθώ προς τα εκεί που πρέπει. Μετά από δύο λεπτά έχουν όλα επιστρέψει στο κανονικό.
Δεν έχω ακόμη καταλάβει τι συνέβη. Η μόνη ερμηνεία που μού στέκει είναι ότι έπαθα κάποια μορφή αγκύλωσης. Δεν είναι και λίγες τρεις ώρες χωρίς διάλειμμα στο θέατρο. Εγώ φταίω, βέβαια. Στο πρώτο δεκάλεπτο της είπα «πάμε να φύγουμε, δεν αντέχεται», αλλά δεν το έκανα με τρόπο πειστικό. Όταν μετά από μιάμιση ώρα μού το πρότεινε εκείνη, μπήκα στη λογική του «αφού αντέξαμε ως εδώ, ας το πάμε μέχρι το τέλος». Κακώς. Ο «Κυκλισμός του Τετραγώνου» είναι μια ανυπόφορη αβανγκαρντίλα. Ανούσιο ως κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη, ματαιόδοξο ως σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά, είναι από αυτές τις παραστάσεις που ξέρεις ότι θα σού σερβίρει η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών ως πρωτοποριακές και θα στις διαφημίσει τόσο ώστε να νιώθεις ένοχος αν δεν πας να τις δεις, αλλά μετά θα νιώθεις περισσότερο ένοχος που δεν τις κατάλαβες ή δεν τις «έζησες». Δεν τσιμπάω πια. Τα μισά πράγματα που κάνει η Στέγη είναι δήθεν, απέραντα δήθεν, και την επόμενη φορά –αν δεν κάνω σωστή έρευνα αγοράς- θα φύγω όντως στο δεκάλεπτο, χωρίς να σκέφτομαι τα λεφτά που χάλασα για το εισιτήριο.
Ή άλλη λύση είναι να πηγαίνω μόνο στο Εθνικό. Ανεβάζουν πιο συμβατά θεάματα με τη δική μου αντίληψη περί θεάτρου. Την «Οδύσσεια» του Wilson πέρσι, ας πούμε. Που δεν την αποθέωσαν οοοοοοοοοοοοοόλοι οι κριτικοί όπως τον «Κυκλισμό του Τετραγώνου». Ίσα ίσα που την έκραξαν όσο τίποτε. Όσο τον Μάρκο Σεφερλή τέλος πάντων. Αλλά που άρεσε σε όποιον πήγε να τη δει. Σε αντίθεση με το σίχαμα των Δημητριάδη - Καραντζά που εκνεύρισε, κοίμισε, ξενέρωσε τους πάντες, πλην της απάλευτης αυτής ομάδας ανθρώπων που αυτοπροσδιορίζονται ως κριτικοί θεάτρου.
BTW, είδα την «Γκόλφω» τις προάλλες στο Εθνικό. Ναι, την αυθεντική. Το βουκολικό δραματικό ειδύλλιο του Σπυρίδωνος Περεσιάδου, που γράφτηκε τότε που η Ελλάδα προσπαθούσε να αυτοπροσδιοριστεί μέσα από Ολυμπιακούς Αγώνες και ατελέσφορους πολέμους κόντρα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Γράφτηκε το 1893 για τα μπουλούκια. Αλλά έγινε σουξέ στον κινηματογράφο 21 χρόνια αργότερα, με τον Τάσο, τον Κίτσο, το Γιάννο και τ’ άλλα παιδιά να μιλούν στην ψυχή του Έλληνα που ήθελε να πιάσει την καλή. Η παράσταση στο Εθνικό, πανέμορφα σκηνοθετημένη από τον Νίκο Καραθάνο, λατρεύτηκε πέρσι στο Rex και φέτος μεταφέρθηκε στο ιστορικό κτήριο του θεάτρου, στην Αγίου Κωνσταντίνου. Μοντέρνα αισθητική, χωρίς τις αβανγκαρντίλες της Στέγης, σε αφήνει να συνδεθείς αυτάρεσκα με τα ρυάκια του Χελμού και τα βράχια της Στύγας, και κυρίως με τη γλωσσική παράδοση του τόπου, το μόνο πράγμα για το οποίο πραγματικά δικαιούμαστε να περηφανευόμαστε σαν Έλληνες.
Τέλος πάντων, κάτι τέτοιες συγκρίσεις, της «Γκόλφως» και του «Κυκλισμού του Τετραγώνου» (μα από τον τίτλο κιόλας δεν θες να λήξει το ματς με 5-0 υπέρ της πρώτης;) με κάνουν να αναρωτιέμαι μπας και γέρασα πια. Μπας και δεν αντέχω την πρωτοπορία, μπας και γίνομαι συντηρητικός, μπας και βολεύομαι στην στασιμότητα όσων ξέρω. Σκάσανε και οι νέοι Arcade Fire πάνω στα δυο θέατρα και έκαναν τις σκέψεις πιο έντονες. Από την άλλη, τι ψυχαναγκασμός είναι αυτός; Γιατί πρέπει με το ζόρι να κυνηγάμε το meta, το αβανγκάρντ, το πρωτοποριακό για να θεωρούμαστε φρέσκοι; Δηλαδή είναι καλύτεροι οι αμήχανοι Arcade Fire που καβαλάνε το άρμα του James Murphy, λίγο τρομαγμένοι με την ίδια τους τη μετάλλαξη (που «έπρεπε» να γίνει, για να μην τους πούνε οι κριτικοί -οι μουσικοκριτικοί τώρα- ότι μπατάλεψαν κι αυτοί στη δεκαετία πάνω), από τους Arcade Fire του “The Suburbs” μόλις τρία χρόνια πίσω, που ζύμωσαν όλη την οργή και την δραματικότητα των δύο πρώτων τους άλμπουμ για να φτιάξουν κάτι προσιτό στους πολλούς; Δηλαδή δεν θα χωνεύαμε και δύο και τρία ακόμη “The Suburbs” πριν νιώσουμε την ανάγκη για ένα “Reflektor”; Ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω.
Και μετά πάει και πεθαίνει και ο Lou Reed και με αναγκάζει να φτιάξω δεκάδα με τα καλύτερά του τραγούδια, έτσι ως φόρο τιμής, δεκάδα που περιέχει και κάτι από το “Metal Machine Music”, την απόλυτη μουσική αβανγκαρντίλα, και τα ξανασκέφτομαι όλα από την αρχή. Στον μακαρίτη γιατί το συγχωρώ και στο θέατρο το θεωρώ ανεπίτρεπτο; Με τους Arcade Fire γιατί απογοητεύομαι αλλά τον Lou Reed τον αποθεώνω ως χαμαιλέοντα; Τελικά τι είναι πιο επιθυμητό; Το γνωστό, το σταθερό, το στάσιμο; Ή εκείνο που κινείται σε άγνωστα νερά;
Η απάντηση είναι πως όλα είναι σχετικά. Ο «Κυκλισμός του Τετραγώνου» θα έστεκε σε μια σκηνή με είκοσι θέσεις. Θα χωνευόταν ιδανικά από ένα ειδικευμένο κοινό, που θα μας τον σέρβιρε μετά σωστά ή θα τον απέρριπτε (το πιθανότερο) ως πολύ βαρύ για τα στομάχια μας. Στην Στέγη των 500 θέσεων είναι μια πρόκληση.΄Η «Γκόλφω» του δεκαπεντασύλλαβου ιαμβικού και των χίπστερ μουστακιών ζυμώθηκε έναν αιώνα και δυο δεκαετίες πριν παρουσιαστεί τόσο όμορφα όσο σήμερα. Ο Lou Reed καθιέρωσε έναν ήχο, όρισε πράγματα στη μουσική, πολλά πράγματα, έγινε «γκουρού» πριν καν κλείσει τα 30 του –και άρα είχε κάθε δικαίωμα να δοκιμάσει κι άλλες ουσίες, ξένες στην εικόνα, αλλά παρόμοιες στην υφή μ’ εκείνες που ρουφούσε (και μοιραζόταν με μας) άπληστα μέχρι τότε. Οι Arcade Fire θα μπορούσαν να κάνουν το «διαφορετικό» τους άλμπουμ να ακούγεται σαν δικό τους. Όχι σαν remixes των b-sides τους. Όχι σαν την περιττή παρένθεση μιας απίστευτης πορείας στη μουσική. (Ελπίζω να συνεχιστεί η πορεία όπως έφτασε ως εδώ και να μην διαψευστώ).
Για να μην παρεξηγηθώ, δεν θεωρώ το “Reflektor” κακό άλμπουμ. Αλλά και μόνο το ότι χρησιμοποιώ τη λέξη «κακό», ακόμη και με το «δεν» -που θεωρητικά την ακυρώνει- δίπλα του, αντί να μιλάω για ένα αριστούργημα, κάτι σημαίνει. Αναρωτιέμαι λοιπόν μία ακόμη φορά Τι πειράζει να μένεις στάσιμος σ’ αυτά που ξέρεις, αν τα πειράματά σου με καινούργια παιχνίδια δεν σε γεμίζουν ούτε εσένα τον ίδιο; Γιατί πρέπει ντε και καλά να αποδεικνύεις κάθε χρόνο, κάθε μήνα, κάθε λεπτό ότι έχεις κάτι καινούργιο να πεις; Είναι πια τόσοι πολλοί αυτοί που έχουν να πουν κάτι, που από έναν παλιό που λέει κάτι καινούργιο, είναι λογικό να προτιμήσουμε να ακούσουμε κάποιον καινούργιο που λέει κάτι για πρώτη φορά.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
6 Νοε 2013
Η ιστορία ενός τραγουδιού: Guns n' Roses - November Rain
Το πρώτο Metal Hammer που είχα αγοράσει, σε ηλικία 12 ετών, μόστραρε στο εξώφυλλο τον Blackie Lawless των W.A.S.P. με τα πριονάκια του και τις μαύρες μπέρτες του, ιδανική εικόνα για να τρομάξω τη μικρή μου αδερφή και ν’ ακούσω καμμιά χριστοπαναγία από τον πατέρα μου (πριν μου το πάρει και το πετάξει στα σκουπίδια παρέα με τ’ απομεινάρια από τις μπάμιες που δεν κατέβαζα με καμμία δύναμη). Οπότε το διαφύλαξα ως κόρη οφθαλμών. Κι αυτό με αποζημίωσε δεόντως.
Γέμισε απολαυστικά ολόκληρο το μήνα μέχρι να αγοράσω το επόμενο τεύχος. Με έκανε να αγαπήσω τα περιοδικά και μετά από μια δεκαετία να ξεκινήσω μια καριέρα σ’ αυτά. Μού δημιούργησε μια έντονη ανάγκη να γίνω μαλλιάς, την οποία ικανοποίησα σχετικά γρήγορα (με αποτέλεσμα σήμερα να είμαι σχεδόν καραφλός). Μού γνώρισε τους W.A.S.P. που έγιναν το πρώτο heavy metal συγκρότημα του οποίου αγόρασα δισκογραφική δουλειά. Κι εδώ αφήνω τις παιδικές αναμνήσεις, για να πιάσω το νήμα που θέλω να πιάσω τόση ώρα και να φτάσω στο “November Rain”.
Ο Steve Riley είχε αντικαταστήσει τον Tony Richards πίσω από τις κάσες, τα ταμπούρα και τα πιατίνια των W.A.S.P. κάποια στιγμή το 1985, αλλά δύο χρόνια αργότερα, όταν εγώ μάθαινα τη μπάντα, τους παρατούσε για τους L.A. Guns. Έχει μείνει μαζί τους μέχρι σήμερα, πράγμα που είναι εντυπωσιακό. Το ότι οι L.A. Guns υπάρχουν ακόμη και σήμερα, εννοώ. Εντυπωσιακότατο. Τέλος πάντων, το ’87 θεωρούνταν το ίδιο σπουδαίοι με τους W.A.S.P στη hard rock και heavy metal σκηνή του Los Angeles, οπότε δεν αξίζει να κατηγορούμε τον Riley ότι άφησε την Μάντσεστερ Σίτι για να πάει στη Νορθάμπτον, ας πούμε.
Αρκετά με τους W.A.S.P. Μπες στο ψητό.
Η μεταγραφή του Riley με ανάγκασε να ασχοληθώ λίγο παραπάνω με τους L.A. Guns. O ήχος τους δεν με συγκινούσε. Παραήταν κοριτσίστικος για τα αυτιά ενός δωδεκάχρονου αγοριού που βιαζόταν να γίνει άντρας. Τα πριόνια του Blackie μάλιστα, αλλά οι glam κλάψες των Guns; Τι συμβόλιζαν; Κράτησα μερικά ονόματα και προχώρησα παρακάτω.
Μισό λεπτό. Τα ονόματα εδώ έχουν σημασία. Αυτό το αγόρι που έμοιαζε με και τραγουδούσε σαν κορίτσι, λεγόταν Paul Black. Οι άλλοι δύο, με το μπάσο και την κιθάρα, ήταν ο Μick Cripps και ο Nickey Alexander. Για τον Riley τα είπαμε ήδη. Το θέμα είναι ότι και οι τέσσερις αυτοί, δεν είχαν καμμία σχέση με τους αρχικούς L.A. Guns. Πάμε, λοιπόν, στη χρονιά – κλειδί της ιστορίας μας: Το 1983, που λες, ο Tracii Guns, κιθαρίστας, μαζί με τον τραγουδιστή Axl Rose (να ‘τα μας), τον μπασίστα Ole Beich και τον ντράμερ Rob Gardner έφτιαξαν ένα γκρουπάκι που ονειρευόταν να καβαλήσει το άρμα της ανερχόμενης τότε σκηνής του L.A., κυρίως για να αποκτήσει πρόσβαση σε καλύτερης ποιότητας ναρκωτικά και πιο καυτές (sic) γκόμενες. Επειδή ειδικά τις τελευταίες, τις απολάμβανε κυρίως ο frontman του κάθε γκρουπ, και ο Axl Rose ένιωθε λίγο λιγότερο frontman από όσο ήθελε στο γκρουπ του Tracii Guns, έφυγε πριν καν η μπάντα κυκλοφορήσει το πρώτο της EP και έφτιαξε τους Hollywood Rose.
Έλα, το πιάνεις τώρα έτσι; Από τη μία οι L.A. Guns. Και από την άλλη οι Hollywood Rose. Guns. Rose. Καταλαβαίνεις πού το πάω, σωστά; Λοιοιοιοιοιοιοιπόν, πριν φτάσουμε στους Guns n’ Roses και πριν καν ο Axl παρατήσει τον Tracii και τους άλλους, 21 ετών όπως ήταν τότε, συναισθηματικούλης και ευαίσθητος σε σχέση με αργότερα, είχε κάτσει και είχε γράψει ένα τραγούδι. Όπως θυμάται χαρακτηριστικά ο Tracii: «Εκείνο τον καιρό ήταν το μοναδικό κομμάτι που ήξερε να παίζει στην κιθάρα. Καθόταν με τις ώρες στο πιάνο και το έπαιζε και το ξανάπαιζε. Και μετά έπαιζε εκείνο το εκπληκτικό σόλο στην κιθάρα. Και μου έλεγε “κάποια μέρα αυτό το τραγούδι θα είναι πολύ γαμάτο”. Και του έλεγα “μα είναι ήδη γαμάτο”. Αλλά εκείνος απαντούσε “δεν είναι ακόμη τελειωμένο”. Και έβαζε κι άλλα».
Νομίζω ότι ξέρω ποιο τραγούδι είναι αυτό.
Το τραγούδι του Axl Rose έφτασε κάποια στιγμή να έχει 21 λεπτά διάρκεια. Αυτό που δεν άλλαξε από το 1983, όταν το πρωτόπαιξε στον Tracii Guns ήταν ο τίτλος του. Το έλεγε “November Rain”. Οι Hollywood Rose, στο μεταξύ, έγραψαν κι άλλα τραγούδια. Αλλά δεν κυκλοφόρησαν ποτέ δίσκο. Μαζί με τον Rose, έπαιζε ο Izzy Stradlin και ο Chris Weber. Κάποια στιγμή έδιωξε τον τελευταίο και τον αντικατέστησε με τον Slash. (Καλώς τα παιδιά). Μετά έκαναν μερικές ακόμη αλλαγές και τελικά διαλύθηκαν. Αλλά ο (απολυμένος) Weber πήρε το demo τους και το πούλησε σε μια δισκογραφική ως “The Roots of Guns n’ Roses”, όταν οι Gn’R ήταν πια σπουδαίοι.
Στους Guns n’ Roses, BTW, φτάσαμε όταν οι Hollywood Rose και οι L.A. Guns έγιναν ένα. Αυτό συνέβη το σωτήριον έτος 1985 και είναι ο λόγος που η αρχική σύνθεση των τελευταίων δεν είχε καμμία σχέση με αυτή της μπάντας που υποδέχτηκε τον Riley το 1987. Οι πρώτοι Gn’R ήταν: Axl Rose (φωνή), Izzy Stradlin (κιθάρα), Tracii Guns (κιθάρα), Ole Beich (μπάσο), Rob Gardner (ντραμς). Δηλαδή δύο Hollywood Roses παρέα με τρεις L.A. Guns. Αλλά πριν καν υπογράψουν συμβόλαιο με την Geffen, o παλιόφιλος Slash πήρε τη θέση του Guns που δεν πολυπατούσε στις πρόβες (προφανώς γιατί ήταν αυτός που πια δεν ήθελε να είναι το νούμερο 2) και οι Duff McKagan και Steven Adler αντικατέστησαν μετά από λίγο και τους υπόλοιπους από τους L.A. Guns, οι οποίοι όμως είχαν πια χάσει την παλιά τους μπάντα και δεν είχαν πού να γυρίσουν…
Μ’ αυτά και μ’ αυτά βρισκόμαστε πια στο 1986, χρονιά που οι Guns n’ Roses κυκλοφορούν το ντεμπούτο τους. Πρόκειται για το “Live ?!*@ Like a Suicide”, ένα μάλλον απαράδεκτο ΕΡ που δεν προμήνυε τι θα ακολουθούσε. Το EP περιελάμβανε 4 τραγούδια και κανένα από αυτά δεν ήταν το “November Rain” που ο Axl Rose λιβάνιζε 3 χρόνια ήδη. Το 1987 ακολούθησε το “Appetite for Destruction”. Κανένα “November Rain” ούτε κι εδώ. Ούτε ένα πρωτοβρόχι. 1988. “G N' R Lies”. Τίποτα. Nada. Και φτάνουμε στο τιμημένο 1991 και στα “Use Your Illusion I” και “II”. Μετά από οκτώ ολόκληρα χρόνια, ο Axl Rose ένιωσε πια έτοιμος να μοιραστεί το magnum opus του με τον κόσμο.
Δώσ’ μου και λίγη Stephanie τώρα.
Και πόσο magnum ήταν! Με διάρκεια 8:57 λεπτά, διπλό κιθαριστικό σόλο και συνοδεία ορχήστρας, ήταν ό,τι πιο επικό και πομπώδες είχαν βγάλει ποτέ οι Guns n’ Roses. Αλλά το μεγαλείο του δεν τέλειωνε εκεί. Η μπάντα αποφάσισε να το κυκλοφορήσει και ως single, παρά την τεράστια διάρκειά του. Και δικαιώθηκε. Το 1992, όταν το “November Rain” βγήκε μόνο του στα δισκάδικα, ανέβηκε στην 2η θέση των charts τον Αύγουστο του 1992 και έγινε το πιο μεγάλο σε διάρκεια τραγούδι που μπήκε ποτέ στο Top 10, ένας τίτλος που τον περιφέρει περήφανο μέχρι σήμερα.
Σε ένα bootleg του 1985 πάντως, που κυκλοφόρησε στην Αυστραλία, υπάρχει μια ζωντανή εκδοχή του τραγουδιού με ακουστική κιθάρα και καθόλου σόλο, που διαρκούσε μόλις 4:43 λεπτά. Άλλο τραγούδι δηλαδή… Ο Slash θυμάται ότι πριν ετοιμάσουν το “Appetite for Destruction”, ο Axl είχε μπει στο στούντιο με έναν άλλο κιθαρίστα (τον Manny Charlton των θρυλικών Nazareth) και είχαν ηχογραφήσει μια 18λεπτη εκδοχή του τραγουδιού του, αλλά ούτε κι εκείνη βρήκε τον δρόμο προς τα δισκοπωλεία. Το τελικό αποτέλεσμα του “Use Your Illusion I” βρέθηκε τελικά κάπου στη μέση.
Συμβιβασμούς στην διάρκειά του οι Guns n’ Roses δεν έκαναν ούτε για λίγο παραπάνω έκθεση στο MTV. Η εκδοχή του βίντεοκλίπ, μάλιστα, ήταν κατά μερικά δευτερόλεπτα πιο μεγάλη, αφού περιέχει και την αρχική σκηνή όπου ο Axl σηκώνεται από το κρεβάτι του και καταπίνει τα χάπια του (με ένα μπουκάλι μπέρμπον να σκιαγραφείται στο φόντο). Η ταινία –γιατί σε κάτι τέτοιο καταλήξαμε- κόστισε πάνω από 1,5 εκατ. δολάρια (το πιο ακριβό βίντεοκλίπ όλων των εποχών μέχρι τότε) και τελικά έγινε από τα πιο δημοφιλή θεάματα του μουσικού καναλιού. Η παρουσία της Stephanie Seymour, του πιο αγαπημένου μου μοντέλου στην ιστορία και τότε συντρόφου του Axl Rose (που ανάρρωνε από μια πολύ έντονη σχέση, για την οποία θα μάθεις τα πάντα εδώ) στο ρόλο της νύφης του, καθήλωνε το κοινό που εύκολα του χάρισε την πρώτη θέση όταν ψήφισε τα καλύτερα βίντεοκλίπ του 1992, αλλά και το επανέφερε στην κορυφή ως το alltime best σε ουκ ολίγες ευκαιρίες (ψηφοφορίες) μέσα στα ‘90s.
Το σημάδι του “November Rain” έμεινε πιο έντονο χάρη στην πορεία του στο MTV, σίγουρα πιο αναλλοίωτο απ’ ότι η απλή φθινοπωρινή βροχή του τίτλου του και απ’ όσο –αντικειμενικά τώρα- άξιζε σε ένα μάλλον υπερφίαλο δημιούργημα, μια μπαλάντα γεμάτη κλισέ και φουσκωμένη όσο δεν πάει άλλο σε διάρκεια, στην οποία το μόνο που πραγματικά εντυπωσιάζει είναι το διπλό κιθαριστικό σόλο του σπουδαίου Slash (γραμμένο πάντως από τον Rose). 30 χρόνια μετά την σύλληψή του, είπαμε να θυμηθούμε την ιστορία του, περιμένοντας την πρώτη βροχή του Νοέμβρη. Όταν γραφόταν το παρόν κείμενο, έξω είχε λιακάδα και 21 βαθμούς…
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
5 Νοε 2013
Ο Alex Turner έχει πάθει λαρυγγίτιδα
Ο βασικότερος λόγος που γράφω αυτό το κείμενο είναι όχι για να μεταδώσω την είδηση, αλλά για να κάνω τις δικές μου προβλέψεις για την Blogovision του 2013: oι Arctic Monkeys θα κατακτήσουν με ευκολία την πρώτη θέση. Το “AM” δεν είναι το δικό μου αγαπημένο άλμπουμ της χρονιάς, αλλά είμαι καλός στο να παίζω στοίχημα και πάντα βγάζω λεφτά από τα πιο δύσκολα σπορ, όπως το τένις, η ποδηλασία, το χόκεϊ επί πάγου, οι εκλογές, αν το επόμενο παιδί της τάδε βασιλικής οικογένειας θα είναι αγόρι ή κορίτσι και, φυσικά τα μουσικά βραβεία. Οπότε άκου με.
Πίσω στην είδηση τώρα: o Alex Turner έχει πάθει λαρυγγίτιδα και αυτό είναι σημαντικό αφ’ ενός γιατί οι Arctic Monkeys θα νικήσουν στη φετινή #blogovision αφ’ εταίρου γιατί ξέρουμε ότι στη μεγάλη πλειονότητά σας οι αναγνώστες (αναγνώστριες) μας είστε fans τους. Έχει και το χρηστικό ρόλο ότι αν είχατε κλείσει εισιτήρια για κάποια από τις συναυλίες τους σε Γλασκώβη, Μπέρμιγχαμ, Σέφιλντ και Όφενμπαχ, σας ενημερώνουμε ότι έχετε το δικαίωμα να λάβετε τα λεφτά σας πίσω (και να μείνετε με τη γλύκα), ή να αλλάξετε τα αεροπορικά σας εισιτήρια και να τους δείτε πιο μετά.
Απ’ ότι φαίνεται, και οι 4 συναυλίες θα πάνε για αργότερα μέσα στο Νοέμβριο (ήδη ανακοινώθηκε η 18η του μηνός για το Μπέρμιγχαμ και η 20η για τη Γλασκώβη), αλλά και αυτό με επιφύλαξη, αφού με την υγεία δεν παίζουμε και μπορεί ο γιατρός να μη δώσει το ΟΚ μέχρι τότε. Οπότε, αν την πατήσατε ήδη μια φορά, κλείνοντας non-refundable εισιτήρια στο αεροπλάνο, μην την ξαναπατήσετε δεύτερη.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
2 Νοε 2013
Πώς το Gangnam Style αύξησε κατά 800% την τιμή της μετοχής μιας εταιρείας
H DI Corp. είναι μια σχετικά άγνωστη, μικρή κορεατική εταιρεία που ειδικεύεται στις δοκιμές υλικών για μικροαγωγούς. Συνδέεται δηλαδή άμεσα με την αγορά της πληροφορικής, χωρίς όμως να μπορεί να κινηθεί με δυναμική των κολοσσών της βιομηχανίας της. Είναι ένα μικρό γραναζάκι που και να εκλείψει, η μηχανή θα κινείται μια χαρά.
Κι όμως, από το 2012 η εταιρεία είδε την τιμή της μετοχής της να αυξάνεται κατά 800%. Ο λόγος δεν ήταν κάποια καινούργια μέθοδος δοκιμών ή κάποιο σημαντικό εύρημα που έφερε τα πάνω κάτω στον κόσμο της τεχνολογίας. Ήταν ένα τραγούδι. Όχι τυχαίο τραγούδι, μεν, αφού μιλάμε για το πιο επιτυχημένο κομμάτι της χρονιάς που πέρασε, το “Gangnam Style” του PSY, αλλά και πάλι: ήταν ένα τραγούδι.
Η σύνδεση είναι πιο απλή απ’ όσο μπορεί κανείς να φανταστεί. Όταν διέρρευσε η είδηση ότι ιδιοκτήτης της DI Corp. είναι ο πατέρας του PSY, οι επενδυτές έμαθαν και την άγνωστη εταιρεία, προεξόφλησαν ένα hype γύρω από τη μετοχή της, αγόρασαν στα χαμηλά της και άρχισαν να πωλούν με σημαντικά κέρδη λίγο αργότερα. Οι νέοι αγοραστές ήταν αυτοί στους οποίους τα νέα έφτασαν με μικρή καθυστέρηση: Οι οπαδοί του PSY και διάφοροι όψιμοι επενδυτές. Αλλά η ιστορία δεν έληξε εκεί. Η φούσκα συνέχισε να μεγαλώνει. Κάποιοι που έμαθαν ακόμη πιο αργά την είδηση, έσπευσαν να αγοράσουν με τη σειρά τους μετοχές της DI. Δεν τους ένοιαζε που η τιμή είχε ήδη πενταπλασιαστεί ή εξαπλασιαστεί. Αυτοί ήθελαν απλά να έχουν μετοχές του «μπαμπά του PSY».
Σύντομα άρχισαν να συρρέουν οι επενδυτές από το εξωτερικό. Κάθε φορά που κάποιο flash mob με μίμηση του χορού του PSY ανέβαινε στο YouTube, η τιμή της DI ανέβαινε κι άλλο. Η είδηση για την εταιρεία του μπαμπά του καλλιτέχνη γινόταν όλο και πιο γνωστή και χιλιάδες αδαείς με τις επενδύσεις έσπευδαν να αγοράσουν. Η χρηματιστηριακή αξία της εταιρείας, από 38 εκατομμύρια δολάρια που ήταν πριν το “Gangnam Style” έχει φτάσει σήμερα στα 272. Κάποια στιγμή, πριν ένα περίπου χρόνο, είχε πιάσει τα 334 εκατομμύρια δολάρια. Η τιμή δεν έχει ακόμη κατρακυλήσει στα προ σουξέ του PSY επίπεδα. Βασικά, απέχει αρκετά ακόμη από τα χαμηλά της. Το παρόν κείμενο ίσως να αποτελέσει μια αφορμή για έναν ακόμη ανοδικό κύκλο…
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
1 Νοε 2013
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)