Μια τζαζ τραγουδίστρια από την Κορέα, που ζει στο Παρίσι, ηχογραφεί με Σουηδούς για μια γερμανική εταιρία, διασκευάζοντας αμερικανικά και βραζιλιάνικα τραγούδια – η παγκοσμιοποίηση δεν είναι και τόσο κακό πράγμα, τελικάΟσοι βρέθηκαν φέτος τον Ιούλιο στο Sani Resort για το Jazz on the Hill δεν θα ξεχάσουν ποτέ αυτήν την εύθραυστη Κορεάτισα που ανέβηκε διακριτικά – σχεδόν συνεσταλμένα – στην σκηνή για να απειλήσει, ένα τέταρτο μετά, να γκρεμίσει συθέμελα το μικρό θεατράκι με την σαρωτική δύναμη της φωνής της. Η αλήθεια είναι ότι οι παριστάμενοι ήμασταν εντελώς απροετοίμαστοι – το ντεμπούτο της στην γερμανική δισκογραφική εταιρία ACT δεν προϊδέαζε για την ερμηνεία της (και οι πέντε δίσκοι που είχε ηχογραφήσει προηγουμένως στο Παρίσι δεν έχουν βρει ακόμη τον δρόμο τους για την Ελλάδα): το «Voyage» παρουσίαζε μια χαμηλών τόνων αισθαντική τραγουδίστρια και τραγουδοποιό, με μια αιθέρια, ζεστή φωνή κι ένα ψιθυριστό τραγούδισμα, που έγραφε τα δικά της, ρομαντικά τραγούδια, ενώ επέλεγε να διασκευάσει Τομ Γουέιτς (το Jockey Full of Bourbon), Νατ Κινγκ Κόουλ (το Calypso Blues) με κομψό τρόπο – αλλά και το “Frevo” του Εγκμπέρτο Ζισμόντι με ένα ξέφρενο scat σε μποπ ύφος. Με λίγα λόγια, αυτό που περιμέναμε να δούμε και να ακούσουμε είναι άλλη μια τραγουδίστρια τύπου Μέλοντι Γκαρντό/ Μαντλίν Περού (είδος εν αφθονία τελευταία), με «selling point» την κορεάτικη καταγωγή. Αυτό που είδαμε είναι μια τραγουδίστρια που χρωστά πιο πολλά στην Κέιτ Μπους και την Φλόρα Πουρίμ, που δεν διστάζει να τεντώσει τις φωνητικές της χορδές στα όρια του σπασίματος, που ξεχύνεται με ορμή και πειραματική διάθεση στα τραγούδια, που περνά από το αισθαντικό ψιθύρισμα στο ουρλιαχτό χωρίς να ιδρώσει και που θα τα έβρισκε θαυμάσια επί σκηνής με τραγουδίστριες όπως η Μπγιορκ, η Σίλα Τσάντρα ή η Σαββίνα Γιαννάτου. Και το καλύτερο ήταν ότι αυτή η εντυπωσιακή εμφάνιση δεν ξένισε καθόλου το – ελαφρώς συντηρητικό, ούτως ή άλλως – κοινό του φεστιβάλ (αυτών δηλαδή που έχουν την οικονομική δυνατότητα να μένουν στο Sani Resort), το οποίο υποκλίθηκε στο ταλέντο της μικρόσωμης Κορεάτισας και παραδόθηκε αμαχητί (δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς) στην τέχνη της.Το σημείο χωρίς επιστροφή της συγκεκριμένης συναυλίας – εκεί που καταλάβαμε όλοι ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να παραδοθούμε – ήταν όταν η 40χρονη τραγουδίστρια μας παρουσίασε την δική της εκδοχή στο κλασικό «My Favourite Things», με μόνη συνοδεία ένα μικρό μουσικό κουτί. Από όλα τα jazz standards εκεί έξω, το «My Favourite Things» είναι ένα βαρόμετρο: οι περισσότερες από τις εκτελέσεις του τραγουδιού επιλέγουν να τονίσουν την διάστασή του ως ενός διαχρονικού ύμνου στην αισιοδοξία και την χαρά της ζωής – την διάσταση που είχε στο αρχικό του πλαίσιο, όταν το πρωτοτραγούδησε η Τζούλι Άντριους στην «Μελωδία της Ευτυχίας». Άλλοι – δηλαδή ο Τζον Κολτρέιν – το ερμηνεύουν σαν ουρλιαχτό, κρέμονται από πάνω του με νύχια και με δόντια, διαδηλώνοντας το δικαίωμά τους στην ευτυχία ως τελικό σκοπό ενός επίπονου ταξιδιού προσωπικής ολοκλήρωσης και αυτογνωσίας. Η Γιουν το τραγουδά σαν να πρόκειται για μια παιδική ανάμνηση, σαν υπόμνηση μιας ευτυχίας τόσο εύθραυστης που πρέπει να την φροντίσεις πολύ για να μην την χάσεις.
Καθόλου τυχαία, αυτή η εκτέλεση του “My Favourite Things” ανοίγει το τελευταίο – έβδομο, υπενθυμίζουμε – άλμπουμ της, το δεύτερο στην ACT, με τον ελαφρώς ειρωνικό τίτλο «Same Girl». Ειρωνικό, όχι γιατί αναφέρεται σε τραγούδι του πάντα πικρόχολου Ράντι Νιούμαν, το οποίο διασκευάζει στο άλμπουμ η Γιουν, αλλά γιατί τίποτε πάνω της δεν είναι «Same» - ούτε ο τρόπος που τραγουδάει, σε τέσσερις μάλιστα γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, πορτογαλικά και κορεάτικα), ούτε τα τραγούδια που επιλέγει να πει (από το στοιχειωμένο φολκ «My Name is Carnival» του Τζάκσον Φρανκ μέχρι το «Enter Sandman» των Metallica και το “Song of no Regrets” του Σέρζιο Μέντες), ούτε, πολύ περισσότερο, ο τρόπος που τα λέει. Όπως και στο Voyage, συνεχίζει να συνεργάζεται με δύο από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της σουηδικής τζαζ, τον μπασίστα/συνθέτη/παραγωγό Λαρς Ντάνιελσον (τον είδαμε το καλοκαίρι στο φεστιβάλ «Jazz +Πράξεις» στην Πάτρα) και τον κιθαρίστα/ενορχηστρωτή Ουλφ Βακένιους (συνεργάτη, για ένα διάστημα, και του Όσκαρ Πίτερσον, μεταξύ άλλων), ο οποίος την συνόδευε και στην εμφάνισή της στο Jazz on the Hill. Οι απέριττες ενορχηστρώσεις – στα περισσότερα τραγούδια η τραγουδίστρια συνοδεύεται απλώς από μια κιθάρα – είναι το καλύτερο περιβάλλον για την Γιουν που αφήνεται να ξεδιπλώσει την φωνή της σε όλη της την έκταση, να φωνάξει, να αυτοσχεδιάσει, να ψιθυρίσει, να τσιρίξει. Το “Enter Sandman” είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα: ο κατά τεκμήριο τελευταίος μαζικής ισχύος χαρντ ροκ ύμνος απογυμνώνεται από όλα τα χαρακτηριστικά του στοιχεία – και κυρίως τον «μάτσο» ηλεκτρισμό, για να αποδειχθεί ότι πρόκειται για ένα πραγματικά καλό τραγούδι, που λειτουργεί εξίσου εμπρηστικά όταν ερμηνεύεται από μια ακουστική κιθάρα και μια ψυχωμένη φωνή. Αλλά οι πιο δυνατές κι ενδιαφέρουσες στιγμές είναι συνθέσεις των πρωτεργατών του άλμπουμ: το «Breakfast in Baghdad» του Βακένιους, που ακροβατεί ανάμεσα στο οριεντάλ και την λάτιν τζαζ, επιτρέπει στην Γιουν να αποδείξει για μια ακόμη φορά την αυτοσχεδιαστική της δεινότητα, αυτήν που έκανε την γαλλική Blue Note να πέφτει στα πόδια της για ένα συμβόλαιο με το κουιντέτο που είχε στο Παρίσι (αλλά η Γιουν αρνήθηκε, προτιμώντας να απελευθερωθεί από το κουιντέτο και να εξερευνήσει μόνη της τις δυνατότητές της, εξαργυρώνοντας την λευκή επιταγή που της έδωσε ο Ζίγκφριντ Λοχ, της ACT), ενώ το δικό της «Pancake» είναι ένα σύγχρονο κλασικό τζαζ-ποπ παιχνιδιάρικο τραγούδι (με στίχους που αποτελούνται απλώς από μια απαρίθμηση φαγητών με εμφανώς χιουμοριστική διάθεση), που θα πρέπει να το αγκαλιάσουν κι άλλοι ερμηνευτές, από διάφορους χώρους.
Καθόλου άσχημα για μια γυναίκα που μέχρι τα 26 της χρόνια δεν είχε καν ακούσει τζαζ, κι ας είχε μεγαλώσει μέσα στην μουσική. Κόρη λυρικής τραγουδίστριας και ενός διευθυντή χορωδίας, η Γιουν είχε αποφασίσει να σπουδάσει μόδα, μέχρι που η συμμετοχή της σε κάποιες μουσικές παραστάσεις της επέτρεψε να διαπιστώσει και η ίδια το μουσικό της ταλέντο. «Όταν αποφάσισα να γίνω τραγουδίστρια, ρώτησα έναν φίλο μου μπασίστα, να μου προτείνει με ποιο είδος να ασχοληθώ», είπε σε μια συνέντευξή της στο περίφημο allaboutjazz. “Μου πρότεινε την τζαζ και τον ρώτησα τι είναι αυτό». Δεκαπέντε χρόνια μετά, έχει βρει την απάντηση μόνη της – και το Ευρωπαϊκό τζαζ στερέωμα έχει τεντώσει τα αυτιά του και κρέμεται από τα χείλη της.
(Δημοσιεύτηκε στο τεύχος Δεκεμβρίου του περιοδικού Jazz&Τζαζ, που βρίσκεται ήδη στα περίπτερα και συνοδεύεται από καταπληκτικό cd με ηχογραφήσεις του Γκιλ Έβανς, του ανθρώπου που δημιούργησε το 'cool')
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου