Ναι, είναι οι κυρίες που φέτος σέρνουν το χορό. Μετά την Anna Calvi , την Adele, την Joan As Police Woman και την PJ Harvey, το επόμενο άλμπουμ που ξεχωρίζει φέτος -τουλάχιστον στην δική μου δισκοθήκη- είναι της Keren Ann. Eντάξει, είναι και οι Burzum, αλλά για το black metal θα τα πούμε την επόμενη βδομάδα...
Keren Ann 101 (Μάρτιος 2011) Έχουν περάσει σχεδόν τέσσερα ολόκληρα χρόνια από τότε που έγραφα για την Κέρεν Αν ότι αρκούσε να μας χαρίσει ένα άλμπουμ που να έχει έστω κι ένα κομματάκι που να μην είναι μπαλάντα, για να την τοποθετήσω εκεί ψηλά που έχω την Λέσλι Φέιστ και την Σούζαν Βέγκα. Λοιπόν... she delivered! Το μόνο πράγμα που δεν μου αρέσει στο «101» είναι το νέο της κούρεμα. Κατά τ’ άλλα, η Ρωσσοισραηλινο-ολλανδοϊαβο-αμερικανογαλλίδα έρχεται, γοητευτικότερη από ποτέ, να μας δώσει ένα μάθημα για το πώς θα έπρεπε να είναι η ποπ σ’ έναν τέλειο κόσμο, σμιλεύοντας ένα υπέροχο άλμπουμ με τα αγαπημένα της εργαλεία: την δραματικότητα του Γκενσμπούργκ, την άνεση της Feist, την ευρύτητα της Αστρούντ Ζιλμπέρτου στη μαγική χρήση της φωνής κι όλα αυτά άψογα δουλεμένα σε εκατό επίπεδα, τεχνικά και μουσικά, που θα τα ζήλευαν ακόμη κι ο Sparklehorse ή οι Portishead…
Keren Ann - My Name Is Trouble
Smith Westerns Dye It Blonde (Ιανουάριος 2011)
Τόσες μα τόσες αναβιώσεις κι ούτε ένας να βάλει ψηλά στην ατζέντα του το glam rock. Ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο που υπάρχουν οι Smith Westerns. Στο δεύτερό τους άλμπουμ οι T-Rex κατεβαίνουν με ορμή σε μια καλιφορνέζικη παραλία, καβαλάνε πρώιμα σερφοσάνιδα κι ανοίγονται στα βαθιά να πιάσουν το κύμα. Με μπόλικη αλήτικη διάθεση. Οι Smith Westerns αναμειγνύουν το glam με το beach και το punk rock έτσι όπως κανείς άλλος δεν το έχει κάνει ως τώρα και χάρη σε μια υπέροχη παραγωγή που τους φέρνει κοντά και σ’ αυτό που κατασκεύασαν και στο οποίο στήριξαν το ξαφνικό μεγαλείο τους οι MGΜΤ, μας χαρίζουν ένα από τα πιο ευχάριστα άλμπουμ της χρονιάς ως τώρα.
Smith Westerns - Weekend
Elbow Build A Rocket Boys! (Μάρτιος 2011)
Είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχουν πολλές μπάντες εκεί έξω που να μπορούν εκτός από το ρόλο της μουσικής συντροφιάς να υποδυθούν και τον Καλό Σαμαρείτη ή τη Μητέρα Τερέζα της ψυχής σου. Που να χώνονται από τα αυτιά σου και να καταπραΰνουν τη θάλασσα μέσα σου που έχουν ξεσηκώσει δαίμονες, άγχη, οι κουράσεις της καθημερινότητας. Οι Elbow έγραφαν ανέκαθεν μια ουμανιστική μουσική, πολύ κοντά στον ήχο του Πίτερ Γκάμπριελ και με αρκετές στιλιστικές επιρροές από τους Pink Floyd και τους Roxy Music. Στο τελευταίο τους άλμπουμ ξεχνούν εντελώς τους τελευταίους και πλησιάζουν όσο ποτέ στον πρώτο, σμιλεύοντας το μουσικό τους ιδίωμα με τη μέγιστη τέχνη που τού αφιέρωσαν ποτέ. Ωστόσο, αυτό που μοιάζει με το πιο χαρακτηριστικό άλμπουμ της καριέρας τους, εμένα με αφήνει εντελώς αδιάφορο. Ίσως γιατί η αίσθηση του «αυτή η μπάντα θέλει να γίνει φίλη μου» δεν με συγκινεί ιδιαίτερα, ίσως γιατί η ψυχή μου έχει ήδη διώξει όλα τα δαιμόνια, ή ίσως γιατί μου αρέσει περισσότερο να ζω με τα δαιμόνια αυτά, παρά να ακούω μια τόσο «πολιτικώς ορθή» μουσική –που, προσωπικά, μού προκαλεί χασμουρητά.
Elbow - Lippy Kids
Beach Fossils What A Pleasure EP (Φεβρουάριος 2011)
Ελάχιστα βελτιωμένοι σε σχέση με το περσινό τους ντεμπούτο, «πιο δεμένους» τους λες, συνεχίζουν να παίζουν το ίδιο σερφάδικο lo-fi pop-rock σαν να κάνουν αγγαρεία και να συνθέτουν κομμάτια με κανένα ξεσηκωτικό στοιχείο μέσα τους. Παρ’ όλ’ αυτά, στην περσινή blogovision κατάφεραν να εμφανιστούν σε ουκ ολίγες λίστες –φαντάζομαι αποτέλεσμα του σχετικού hype και κάποιου «ψαγμένου» μουσικοsite (βαριέμαι κιόλας να ψάξω αν ήταν το Πίτσφορκ και τ’ αρχίδια μου ή κάποιο άλλο). Εντάξει, το τωρινό τους ΕΡ δεν φτάνει στο χάλι του περσινού ντεμπούτου τους, ας πούμε ότι αν το αφήσεις απλά ως «χαλί» την ώρα που κάνεις τις δουλειές του σπιτιού, ή που διαβάζεις περιοδικά στην τουαλέτα ή που προσπαθείς με το κυάλι σου να πάρεις μάτι τους απέναντι, τότε σχεδόν δεν σε ενοχλεί και σε μεταφέρει και σε ένα καλοκαιρινό mood. Αλλά η χρηστικότητά του είναι περίπου αυτή και μόνο.
Beach Fossils - Clayer (Live)
ΤΙ ΑΛΛΟ; Malachai – Return To The Ugly Side: Χαμένο στη μετάφραση των άπειρων μουσικών ειδών που μπερδεύουν στον ήχο τους, το ντουέτο από το Μπρίστολ παρουσιάζει το sequel του εντυπωσιακού ντεμπούτου του, σαν ένα γίγαντα που στηρίζεται σε πήλινα πόδια. Η παντελής έλλειψη δομής, με το ένα τραγούδι να διαδέχεται το άλλο σαν να έρχεται από μια άλλη μπάντα, το trip-hop να γίνεται Krautrock και μετά prog rock ή ψυχεδέλεια, χωρίς κανέναν ειρμό, ενθουσιάζει πολύ κόσμο, αλλά όχι εμένα που είμαι ψυχαναγκαστικό άτομο. Τρία αστεράκια / Tapes On Pause – Tapes On Pause: Δεν ξέρω πώς έπεσε αυτό το πράγμα στα χέρια μου, καθόλου δεν θυμάμαι. Και, ως γνωστόν, δεν πολυτρελλαίνομαι με την ηλεκτρονική μουσική. Αλλά ομολογώ πως μ’ αυτό το trip-hop σε fast forward εντυπωσιάστηκα. Ψάξε το. Δεν ξέρω πού το βρήκα εγώ, αλλά άν τύχει και το βρεις κι εσύ, μην το αγνοήσεις. Τριάμισι αστεράκια / Rachel Goodrich – Rachel Goodrich: Νόμιζα ότι το είδος της ποπ που παίζει η Λίλυ Άλεν, η Κέιτ Νας, η Λένκα και οι λοιπές ήταν πια εκτός μόδας, εξαντλημένο μαζί με τις προαναφερθείσες. Αλλά οχι, όλο και κάποια της ίδιας συνομοταξίας θα εμφανιστεί. Η Γκούντριτς τα λέει ωραία, είναι η αλήθεια, αλλά νομίζω ότι πια δεν πολυγουστάρω να ακούω τέτοια μουσική. Τρία αστεράκια / Alex Turner – Submarine EP: Τέσσερα σχεδόν unplugged κομμάτια και δύο στο στυλ των Arctic Monkeys στο πιο αργό τους. Ο ιθύνων νους της μπάντας για την οποίαν ποτέ δεν κατάλαβα προς τι ο ντόρος (αλλά και το μισό των υπέροχων Last Shadow Puppets) κυκλοφορεί ένα ΕΡ που φαινομενικά δεν έχει κανένα νόημα. Τελικά αποδεικνύεται ότι είναι το soundtrack μιας indie ταινίας που πιθανότατα δεν θα δεις ποτέ. Ο ήχος έχει ατμόσφαιρα πάντως. Τρία αστεράκια.
Ακρόπολη Αθηνών, Ιούλιος του 1958. (Ξέρω, τα αντανακλαστικά μου μετά τον θάνατο της Ελίζαμπεθ Τέιλορ αποδεικνύονται εντελώς νεκρά, αλλά συνήθως αυτά τα πράγματα τα αναλαμβάνει ο Mr. Arkadin. Τουλάχιστον βρήκα την πιο ωραία φωτογραφία).
O Mr. Arkadin απαντά:
Η αλήθεια είναι ότι η πρώτη μου αντίδραση στην είδηση του θανάτου της Τέιλορ ήταν ένα μεγαλοπρεπές, ασεβέστατο "χεστήκαμε". Η παρόρμησή μου ήταν να βγω στο twitter και να κάνω πλάκα, σαν τον Νένε. Αλλά μετά μού ήρθε στο μυαλό η θεϊκή μελωδία που έγραψε ο τρισμέγιστος Τζόνι Μάντελ για το Sandpiper και μαλάκωσα. Και η εναρκτήρια σεκάνς αυτής της ταινίας (την οποία, σημειωτέον, δεν έχω δει) μού φάνηκε ως ένας πολύ ταιριαστός αποχαιρετισμός.
Ρίξε μια ματιά πίσω σ' αυτό το σχεδόν τριακονταετές παρελθόν των R.E.M. και μετά, με το χέρι στην καρδιά, απάντησε στην ερώτηση αν είναι ή δεν είναι η καλλίτερη ροκ μπάντα της ιστορίας. Ναι, ξέρω, δεν λες εύκολα το "όχι". Ακόμη κι αν το τελευταίο τους άλμπουμ δεν είναι τίποτε το συναρπαστικό, δύσκολα μπορείς να ξεχάσεις όλα αυτά που σού έχουν προσφέρει στο παρελθόν...
R.E.M. Collapse Into Now (Μάρτιος 2011) Έχεις χαθεί σίγουρα κι εσύ κάποια στιγμή μέσα στο θόλο post punk παραλήρημα της κιθάρας του “Radio Free Europe”. Έχεις παθιαστεί με το “Talk About The Passion” –κάποτε, τότε που ήσουν ένα σκατένιο πιτσιρίκι που νόμιζε ότι ο κόσμος κρεμόταν από τις πυκνές τρίχες των αρχιδιών του, νόμιζες πως από κάτι τέτοιες μουσικές ήταν φτιαγμένος ο παράδεισος. Και πως κάπου εκεί πήγαινες άμα εκτελούσες σωστά την επανάσταση. Από τα “Pretty Persuasion” και τα συναφή, τα «7 Chinese Brothers» και τα «So. Central Rain», απ’ όλα εκείνα που έβαφαν με ήχους τα ταξίδια σου στα Λονδίνα, τα Βερολίνα, τις Βαρκελώνες, τότε που ακόμη δεν χαλούσες λεφτά σε φιρμάτα σκαρπίνια και μεταξωτές γραβάτες, αλλά μετέτρεπες το χαρτζιλίκι σου αυτόχρημα σε καύσιμο για να γυρίσεις αυτό που νόμιζες ότι ήταν ο κόσμος. Κι έχεις φυσικά χύσει πολλά κιλά ιδρώτα χορεύοντας το “Don’t Go Back To Rockville”. Κυρίως όμως έχει ξεσκίσει το λαρύγγι σου με τέτοια κομμάτια.
Έχεις προμοτάρει κάποια στιγμή ως ύμνο για την επανάστασή σου το “Begin The Begin” ή ίσως το “Fall On Me”, γιατί ήσουν κομματάκι πιο παιχνιδιάρης, έχεις νιώσει πως το “Finest Worksong” μίλησε κάποτε καλλίτερα από σένα για σένα και για όλα όσα σε προβληματίζουν, έδινες πανελλήνιες κι ένιωθες πως “It’s The End Of The World As We Know It”, έδινες πανελλήνιες και στο μπροστά θρανίο έγραφε κάποια για την οποίαν δήλωνες “The One I Love”. Ή ακόμη χειρότερα, κάποια για την οποίαν είχες “Orange Crush”. Και μετά ήλθε το “Pop Song 89” και –ακόμη χειρότερα- το “Losing My Religion” και σου γάμησε κάθε Θεό, παπά και θρησκεία. Όχι ότι δεν το χόρεψες κι εσύ κάτω από την ντισκομπάλα, σε μια τελειωμένη υπαίθρια ντίσκο κάπου στην Ερέτρια, αλλά αυτό δεν σήμαινε πως δεν αναρωτιόσουν: «αυτό ήταν δηλαδή; Αυτό όλο κι όλο;». Όχι, δεν ήταν, γιατί μετά πέταξες στη Σελήνη με το “Man On the Moon”, ξαναταξίδεψες σ’ αυτό που πια ήταν ένας μεγαλύτερος κόσμος, με το “New Test Leper”, ξαναέκλαψες με το “Daysleeper”. Και ναι, όταν το 2008, μετά από κανα-δυο άλμπουμ χαμένα στην επανάληψη και τη βαρεμάρα, βγήκε το “Accelerate” δεν είχες πια και πολλές αμφιβολίες: Οι R.E.M. ήταν η καλλίτερη ροκ μπάντα όλων των εποχών.
Στο 15ο τους άλμπουμ, κι έχοντας πια ανιχνεύσει κάθε πιθανό σημείο της σύγχρονης ροκ, ο Μάικ Στάιπ και η παρέα του ακούγονται απολύτως λογικά κουρασμένοι. Γέροι και επαναλαμβανόμενοι. Στην δεκαετία που πέρασε, είχαν το κύκνειο άσμα τους ή το –λιγότερο δραματικό- παλιμπαιδισμό τους με το φοβερό άλμπουμ που έβγαλαν προ τριετίας, αλλά δεν είναι δυνατόν να περιμένεις από μια μπάντα με τέτοια ιστορία να σε ανατριχιάζει με κάθε της δίσκο όπως έκανε πριν τριάντα χρόνια. Το “Collapse Into Now” είναι τίμιο και ειλικρινές. Είναι το ανθολόγιο της ζωής ενός παππούλη. Είναι 12 παλιές συνταγές που μαγειρεύονται σε πιο σύγχρονα κατσαρόλια. Είναι όμορφο και συναισθηματικό. Αλλά το έχουμε ακούσει τόσες φορές ξανά και ξανά από το ’83 που οι R.E.M., η –όντως, πιθανότατα καλλίτερα ροκ μπάντα στον πλανήτη- άρχισε να μας χαρίζει τα άλμπουμ της.
R.E.M. - Uberlin
Lykke Li Wounded Rhymes (Φεβρουάριος 2011)
Σαν μια γκόμενα που σού έχει αφήσει αναμνήσεις από ένα απίθανο καλοκαιρινό σεξ, κομματάκι πιο συναισθηματικό απ’ ότι το περίμενες στο φτηνό ενοικιαζόμενο με την ημιανοικτή μπαλκονόπορτα μπας και πάρει μάτι η υπόλοιπη παρέα, και τώρα επιστρέφει αναπάντεχα καυλωμένη (παρ’ ότι την κυνηγούσες επί μήνες κι έκανε ότι δεν σε ήξερε): Έτσι μου φάνηκε η Lykke Li, όταν ήμουν ακόμη στα κατεβάσματα του δεύτερού της άλμπουμ. Αλίμονο, όμως, οι προσδοκίες μου κατέρρευσαν σε ένα άνευρο χαϊδολόγημα. Το συναισθηματικό της ντεμπούτο, το “Youth Novels”, προ τριετίας, ήταν γλυκό, κοριτσίστικο, αέρινο και είχε μια αύρα από Bjork. Το sequel του βρίσκει την Lykke σε ένα παθιασμένο mood ενηλικίωσης, με την παιδική σεμνότητα να έχει χαθεί και κάποιες τάσεις επίδειξης να επικρατούν. Το “Youth Knows No Pain” που ανοίγει το άλμπουμ σε τρομάζει για πιθανές φαντασιώσεις περί «Ευρωπαίας Lady Gaga», αλλά το υπόλοιπο υλικό καταλαγιάζει σε ένα «η Robyn στο πιο σοφιστικέ της». Αντικειμενικά είναι υπέροχη μουσική, αλλά για μένα που είχα ξεπαρθενέψει εκείνο το αυθάδικο κοριτσάκι από τη Σουηδία σ’ εκείνο το παράξενο ξημέρωμα στην Αντίπαρο, τότε στην εποχή του “Youth Novels”, είναι απλά κατώτερο των προσδοκιών μου (που μετά το ντεμπούτο της με προϊδέαζαν για 4,5 αστεράκια μίνιμουμ).
Lykke Li - I Follow Rivers
Cold War Kids Mine Is Yours (Ιανουάριος 2011)
Μα στα αυτιά μου το “Louder Than Ever” είναι το “Sex On Fire” του 2011; Ή είναι που γουστάρω υπερβολικά τους Cold War Kids; Είμαι έτοιμος να τους συγχωρήσω τα πάντα; Είναι η μπάντα αυτή πραγματικά τόσο ξεφτιλισμένη όσο όλοι οι μουσικοκριτικοί αυτού του κόσμου θέλουν να με πείσουν πως είναι; Ή είναι ακριβώς αυτό το ευτυχές, πάναπλο και γι’ αυτό τόσο ευάκουστο πράγμα που ακούγεται από τα ηχεία μου; Ναι, στο τρίτο τους άλμπουμ οι Cold War Kids ξεχνούν και τους πειραματισμούς με τα blues και τις indie rock μαγκιές του ξεκινήματός τους και ψάχνουν να πιάσουν την καλή, υιοθετώντας το arena rock ύφος των Kings Of Leon και γυρίζοντας πιασάρικα videoclips. Εγώ έχω να πω ότι μπορεί η μουσική τους να μην έχει καμμιά φοβερή καινοτομία ή ποιότητα, αλλά από τους Kings Of Leon το κάνουν καλλίτερα και η φωνή του Νέιθαν Γουίλετ παραμένει χαρισματική. Και ότι μερικές φορές το arena rock είναι το ιδεατό άκουσμα. Σε μια αρένα, ας πούμε...
Cold War Kids - Louder Than Ever
The Civil Wars Barton Hollow (Φεβρουάριος 2011)
Ξέρεις τι παθαίνω με την folk pop. Ξέρεις πού είμαι διατεθειμένος να φτάσω για μια μπάντα σαν τους Mumford & Sons. Ξέρεις πόσο εύκολα με κυλούν στο πάτωμα κάτι τύποι σαν τον Τζος Ρίτερ και τους Angus & Julia Stone. Και εκεί που είμαι τόσο ευάλωτος και το έχω γυρίσει στα ψιλομπαρόκ της Άννας Κάλβι μπας και ξαναποκτήσω χαρακτήρα, εμφανίζεται ξαφνικά ετούτο το ντουέτο, που δεν ξέρω αν είναι άντρας και γυναίκα, εραστής και ερωμένη, ή τι σκατά είναι, το θέμα είναι ότι ακούγονται τόσο πολύ ερωτευμένοι που και γρανιτένιος εργένης, ορκισμένος κάφρος της τεστοστερόνης σαν κι εμένα να είσαι (λέμε τώρα), το λιώσιμο σαν παγωτό - χωνάκι κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο είναι το λιγότερο που μπορεί να σου (μου) συμβεί όταν ακούς τα τραγούδια τους. Εντάξει, ίσως βιάστηκα να τους χαρακτηρίσω “Mumford & Sons μου για φέτος" (δεν είναι τόσο ζωηροί), αλλά το δισκάκι είναι για πολλαπλά πατήματα στο κουμπάκι play (υπάρχει πάντα και η λειτουργία repeat που σε απαλλάσσει από τέτοιες βλακείες βέβαια).
The Civil Wars - Poison & Wine
ΤΙ ΑΛΛΟ; The Veils – Troubles of the Brain EP: Οι Veils φεύγουν από την Rough Trade και πάνε στην εταιρεία που ίδρυσε ο frontman τους Φιν Άντριους, γιορτάζοντάς το με ένα όργιο λονδρέζικου indie rock και τον παμμέγιστο Μπέρναρντ Μπάτλερ στην παραγωγή. Είναι τόση η επιρροή του από την folk που δεν γίνεται να του βάλω λιγότερα από... Τριάμισι αστεράκια / Dum Dum Girls – He Gets Me High EP:Σε αντίθεση με το χαοτικό ντεμούτο τους πέρσι, οι Καλιφορνέζες punk-surf-noise rockers καταφέρνουν εδώ να τιθασεύσουν το νοσταλγικό, θορυβώδες τους τριπ και να κατασκευάσουν τέσσερα ολόκληρα τραγούδια, το ένα καλλίτερο από το άλλο. Τριάμισι αστεράκια / Little Wings – Black Grass: Μια από τις εκφραστικότερες φωνές σ’ αυτό το γαμημένο σύμπαν (ο Κάιλ Φιλντ), παρέα με μια μπάντα που ξέρει να αντιγράφει όμορφα τον Μπομπ Ντίλαν (εδώ στις πιο folkish και σκοτεινές αναζητήσεις του). Υπάρχει ένα πρόβλημα ωστόσο: τα 10 κομμάτια του άλμπουμ είναι στην ουσία τρία. Τα υπόλοιπα επτά είναι παραλλαγές στο ίδιο μοτίβο. Τρία αστεράκια / Jason Isbell & the 400 Unit – Here We Rest: Σε αντίθεση με την παλιά του μπάντα, τους Drive-By Truckers που όσο γερνάνε, τόσο περισσότερο μοιάζουν με τους Lynyrd Skynyrd, ο Ίζμπελ κάνει τις κιθάρες του Νότου μια αναπάντεχη σχεδία και ανοίγεται σε ωκεανούς πολύ πιο σύνθετους, folkish, countrish, ταραγμένους και γεμάτους καρχαρίες, αλλά ελάχιστα πτοείται. Με λίγο παραπάνω συναίσθημα και θα κυνηγούσε το φοβερό τρόπαιο που κατέκτησε ο Τζος Ρίτερ πέρσι. Τριάμισι αστεράκια.
Κάνεις κλικ στο play εδώ από πάνω και χαζεύεις το ξεφύλλισμα του δεύτερου τεύχους του περιοδικού "Industrie". Το οποίο έχει από καιρό εξαντληθεί. Υποψιάζεσαι ότι τέλειωσε γιατί κυκλοφορεί σε ελάχιστα κομμάτια -και δίκιο έχεις. Φαντάζεσαι ότι δεν αφορά και πολύ κόσμο, ότι είναι ένα από εκείνα τα ελιτίστικα έντυπα που ασχολούνται με κάτι εντελώς αβάν γκαρ μορφές της μόδας, κάτι τύπους που δεν τους έχει καν ακουστά ο χίψτερ next door, που τυπώνεται κατά τα 3/4 σ' εκείνο το πανάκριβο υπερχαρτί των πεντακοσίων εβδομηνταοκτώ γραμμαρίων, το ψιλοάγριο, ψιλοσκληρό, ξέρεις, αυτό που κάνει τους art directors αυτού του κόσμου να γράφουν πάνω του με δύο μόνο χρώματα (άσπρο-μαύρο) και που στο τελευταίο του 25% φωτίζει από glossy, σχεδόν φωτογραφικό χαρτί, απλώνοντας μπόλικη ξιπασιά (και άφθονο χρώμα από τα lipgloss των μοντέλων) στο χώρο σου. Και πάλι έχεις δίκιο. Περίπου.
Όσο περιμένω να μού έλθει το τρίτο τεύχος, έχω απλώσει ξανά πάνω στο γραφείο μου το πρώτο "Industrie", εκείνο με την παπαρατσική φωτό της Άνα Γουίντουρ που φωτοσοπαρίστηκε έτσι που να μοιάζει επίτηδες τραβημένη από κάποιον του σιναφιού του Τέρι Ρίτσαρντσον. Τούτο εδώ αριστερά, τέλος πάντων. Δεν είναι ακριβώς ένα περιοδικό για τη μόδα -όχι ότι σε νοιάζει και τόσο. Είναι ένα περιοδικό για τον κόσμο της μόδας, ένα περιοδικό για τα περιοδικά. "Φανταστική συνταγή" θα ειρωνευθείς και θα γελάσεις όσην ώρα υπολογίζεις πόσα τεύχη περίπου ακόμη θα προλάβει να βγάλει μέχρι να ξεψυχίσει. Και πάλι, όμως δεν έχει σημασία, γιατί δεν είναι για το "Industrie" που θέλω να σου γράψω. Είναι για το γιατί τα περιοδικά δεν θα πεθάνουν ποτέ, για πράγματα που μου θύμισε ετούτο εδώ, για ιδέες που το "Industrie" με την Άνα Γουίντουρ του, το σκληρό χαρτί του και το μεγάλο φορμά του, απλά μου έδωσε μια αφορμή να καταγράψω. Και που, αν τελικά αποδειχτούν εκτός τόπου και χρόνου, τότε -τραγική ειρωνία- μαζί τους θα χαθεί κι εκείνο, μαζί τους θα χαθούν και τα περισσότερα από τα δικά μου όνειρα. Μέχρι τότε, κι όσο συνεχίζουμε να ζούμε χάρη στα πληκτρολόγια των υπολογιστών μας, τα κλικ των φωτογράφων μας και τις περασιές των γραφιστών μας, πιάνω τα περιεχόμενα του πρώτου τεύχους του "Industrie", και κρατάω μερικές ατάκες που τουλάχιστον σ' εμένα λένε πολλά (αλλά, αλίμονο, λένε πολύ λιγότερα σε αυτούς που ελέγχουν τα περιοδικά αυτήν την στιγμή στην Ελλάδα):
Editorial, σελ. 12:
Ο κόσμος της μόδας άλλαξε. Προχώρησε, και από ένα αυταρχικό business model έγινε μια δημοκρατική peer-to-peer αναζήτηση για πληροφορία. [...] Μέχρι πριν λίγα χρόνια ένα περιοδικό σαν το "Industrie" θα ήταν μια απιθανότητα: Οι insiders της μόδας ήταν γνωστοί μόνο στον πυρήνα της ίδιας της βιομηχανίας. Αλλά σήμερα οι αναγνώστες ενδιαφέρονται το ίδιο για τους εκδότες όσο και για τα αστέρια στα εξώφυλλά τους. Έτσι δημιουργήσαμε αυτό το περιοδικό με την πεποίθηση πως υπάρχουν αρκετοί που, όπως κι εμείς, θέλουν να μάθουν κάτι παραπάνω. Προφανώς μπορούμε να ευχαριστήσουμε γι' αυτό την εκδημοκρατικοποίηση της μόδας. -Έρικ Τόρστενσον και Γιενς Γκρέντε, εκδότες - διευθυντές του "Industrie".
When Editors Become Cover Stars, σελ. 16
Είχα δύο μήτινγκ χθες και η λέξη iPad αναφέρθηκε 15 φορές. Δεν είμαι ακριβώς σίγουρος πού οδεύει ο κόσμος μας με αυτό το iPad. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι σε 5 χρόνια το iPad, ή όπως αλλιώς θα λέγεται, θα υπηρετεί το νέο φορμά των ΜΜΕ, όπου τίποτε πια δεν θα είναι απτό και όλα θα είναι ψηφιακά -Τόμυ Τον του μπλογκ Jak & Jil.
The Camera that's Changing the Game, σελ. 33
Μέχρι και πριν λίγο καιρό, το να εξοπλιστείς ως επαγγελματίας φωτογράφος μπορούσε να σου κοστίσει πενταψήφιο νούμερο σε ευρώ, ώσπου η Eos 5D Mk II της Canon έφερε υψηλότατου επιπέδου τεχνολογία στο μπάτζετ του μέσου φωτογράφου. [...] Υπόσχεται να μετατρέψει ακόμη και τους πιο άπειρους ερασιτέχνες σε ολοκληρωμένους επαγγελματίες για λιγότερο από 2.500 ευρώ.
An Interview with Karl Templer, σελ. 46
To web, το iPad, ο,τιδήποτε online, όλα αυτά σημαίνουν ότι υπάρχει όρεξη για περισσότερο περιεχόμενο που πρέπει να ικανοποιήσεις. Υπάρχει μεγαλύτερη ζήτηση από ποτέ από πλευράς κοινού. Οι αναγνώστες ενδιαφέρονται πια και για το "making of", κι έτσι λίγο από το μυστήριο χάνεται. [...] Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μεγαλύτερη πρόκληση από ποτέ στο να δημιουργήσεις κάτι που θα ξεχωρίσει και θα κάνει τον άλλον να σταματήσει στην σελίδα σου. -Καρλ Τέμπλερ, στυλίστας, creative director σε περιοδικά και διαφημιστές καμπάνιες.
An Interview with Katie Grand, σελ. 50
Όταν ξεκινήσαμε το "Dazed & Confused" ήμασταν έξω κάθε νύχτα και ζούσαμε στο lifestyle για το οποίο γράφαμε. Μέναμε ξάγρυπνοι όλη νύχτα, μερικές φορές δεν πηγαίναμε καν στο γραφείο και βγάζαμε το περιοδικό από την κουζίνα μου! Είναι δύσκολο να βγάζεις ένα περιοδικό για τη νεανική κουλτούρα, αν δεν την ζεις. Το "Face" είχε παραγεράσει πια. Ο Νιλ Στίβενσον, ο τελευταίος του διευθυντής, είχε πια τριανταρίσει. Το περιοδικό θα έπρεπε να διευθύνεται από κάποιον σαν τον Μπεν Ρίαρντον, που έτρεχε το "i-D" στα είκοσί του. [...] Θυμάμαι όταν δούλευα στο "Face" που τους πρότεινα να βάλουμε τους Strokes στο εξώφυλλο με το που πρωτοβγήκαν, το '97-'98 και η Άσλεϊ Χιθ (τότε διευθύντρια σύνταξης) μού είπε ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. [...] Η διευθυντική ομάδα είχε γεράσει πολύ και είχε δημοσιοϋπαλληλοποιηθεί και απλά δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι θα ενθουσίαζε το νεανικό κοινό του περιοδικού. [...] Επειδή τα περιοδικά στα οποία έχω δουλέψει συνήθως είχαν πολύ περιορισμένο μπάτζετ, η εμπειρία μου με έκανε να δίνω πάντα στους μεγάλους φωτογράφους περισσότερη ελευθερία να βγάλουν αυτό που θέλουν και να δώσω συγκεκριμένες κατευθύνσεις μόνο στους νεώτερους, τους μη καθιερωμένους. -Κέιτι Γκραντ, διευθύντρια του "Love" και ιστορικό στέλεχος περιοδικών όπως τα "Pop", Dazed & Confused", "The Face".
An Interview with Panos Yiapanis, σελ. 56
Φοβάμαι ότι τα πάντα είναι πολύ αποστειρωμένα και ασφαλή τον τελευταίο καιρό. Πολλές εκδόσεις που δεν θέλω τώρα να κατονομάσω χρησιμοποιήσαν την κρίση ως δικαιολογία για να σταματήσουν να ταράζουν τα νερά. Εγώ όμως πιστεύω ότι τώρα είναι που υπάρχει ανάγκη για πιο συναρπαστική και εμπνευστική δουλειά. -Πάνος Γιαπάνης, στυλίστας.
Luis Venegas's Obsessions, σελ. 86
Ακόμη και όσον αφορά στην αποστολή των τευχών, εγώ τα βάζω στα κουτιά, με ένα προσωπικό σημείωμα για κάθε κατάστημα όπου θα πωληθούν. Εγώ γράφω την διεύθυνση και τα πηγαίνω στο ταχυδρομείο. [...] Προτιμώ να μένουν με το κοινό που πραγματικά ενδιαφέρεται γι' αυτά, που τα αναζητούν και που τα κρατούν. Η σπανιότητά τους τα κάνει ποθητά. [...] Το "Candy" είχε τέτοια ανταπόκριση που θα μπορούσα να τυπώσω πολύ περισσότερα τεύχη και να βγάλω λεφτά, γιατί η διαφορά κόστους μεταξύ του να τυπώσεις 1.000 και 2.000 δεν είναι μεγάλη. -Λουίς Βενέγκας, εκδότης περιοδικών με περιορισμένο αριθμό κυκλοφορίας.
All the Time Everywhere, σελ. 92
Η στρατηγική μας είναι "τα περιοδικά μας παντού, όλη την ώρα". Αν πάρουμε για παράδειγμα το "Epicurious", θα μπορούσες να βρίσκεσαι στην κουζίνα σου και να μαγειρεύεις, βλέποντας τις συνταγές του περιοδικού στο iPad. [...] Όταν είπα στην 14χρονη κόρη μου ότι κινούμαστε προς τον ψηφιακό κόσμο, μου απάντησε: "Πλάκα κάνεις, δεν θα τυπώνετε περιοδικά άλλο πια; Εμείς λατρεύουμε να σκίζουμε τις σελίδες και να τις κολλάμε στον τοίχο!". -Τομ Φλόριο, διευθυντής εκδόσεων της Conde Nast.
Ήταν και αυτό (όπως κι αυτό) τόσο τέλειο ματς που η παγωμάρα μου από τον αποκλεισμό της λατρεμένης Μπάγερν διήρκησε λίγα μόνο λεπτά. Μετά έκανα σεξ. Μετά γέμισα ένα ποτήρι κρασί. Μετά κάθισα στον υπολογιστή να δω αν ανέβηκαν τα χρηματιστήρια ύστερα από το φρικιαστικό τους άνοιγμα σήμερα. Και μετά έβαλα να ακούσω We Are Enfant Terrible. Δες το κι έτσι: Όταν έχεις μπροστά σου ένα τέτοιο θέαμα επί μιάμιση ώρα, ε δεν είναι δυνατόν να μην σου φτιάχνει τη μέρα. Άσε τους άλλους να ψηφίζουν για τις καλλίτερες ταινίες της χρονιάς (τις ποιες;). Πραγματικό αριστούργημα που να διαρκεί περί τα 90 λεπτά, μόνο στα γήπεδα του Τσάμπιονς Λιγκ μπορείς πια να το βρεις. Κι αφού έφυγε από το παιχνίδι ο Μπάστιαν και η παρέα του, τώρα εύχομαι η κλήρωση να στείλει την Ίντερ πάνω στην άλλη αγαπημένη μου (από τα πέτρινα χρόνια κι από την εποχή του Αρντίλες ακόμη) ομάδα μου. Πάνω στην Τότεναμ. Κι ο Χάρης ο Ρέντναπ να σβήσει μια και καλή τα όνειρα του κάθε Λεονάρντο.
Α, κι επειδή στο ενδιάμεσο είδα και τα γκολ του άλλου ματς, Μάντσεστερ Γιουν. - Μαρσέιγ, τελικά είναι τεχνητό ή τεχνικό οφσάιντ;
(Και αυτό ήταν ό,τι πλησιέστερο σε καφριλίδικο, οπαδικό μήνυμα θα διαβάσεις ποτέ στο "Πο Πο Culture!")
Δεν θα συμμετάσχω ("ποιος χέστηκε;" θα μου πεις) γιατί μου είναι δύσκολο να συμπληρώσω ολόκληρη εικοσάδα με ταινίες που πραγματικά μου άρεσαν μέσα στη σεζόν. Αλλά υπάρχουν προφανώς πολλοί άλλοι που μπορούν και γι' αυτό η πρώτη Blogovision για ταινίες αναμένεται συναρπαστική. Μπες εδώ για να μάθεις τις λεπτομέρειες (η ψηφοφορία ξεκινάει σήμερα -οριακά προλαβαίνεις να συμμετάσχεις κι εσύ) και εδώ για να δεις μαζεμένες όλες τις ψήφους.
Σύμφωνοι, έπρεπε να έχω ασχοληθεί με τους Radiohead από πιο νωρίς. Εξ άλλου άκουσα το “The King of Limbs” τουλάχιστον δέκα φορές την επόμενη κιόλας της κυκλοφορίας του. Αλλά κάτι δεν με άφηνε. Προφανώς ήταν που δεν μπόρεσα να ταυτιστώ με το όραμα του Γιορκ και της παρέας του. Και τώρα που επιτέλους κάθισα να γράψω πέντε αράδες για το τελευταίο τους άλμπουμ, και πάλι δεν κατάφερα να το αφήσω να κάτσει πάνω πάνω στο post. Γιατί τελικά είναι η νέα στροφή στην καριέρα της PJ Harvey που μοιάζει να έχει πολύ περισσότερη σημασία...
PJ Harvey Let England Shake (Φεβρουάριος 2011)
Ω, έλα Πόλυ, έλα πάλι, γύρνα πίσω στην παρέα μας, εδώ με τα παιδιά από τη σχολή, να μαζευτούμε ένα βράδυ σ’ ένα σπίτι, να πιούμε, να πιούμε πολύ. Και να μας τραγουδήσεις τις καινούργιες ιστορίες που σκάρωσες. Τι καλά που ξεπέρασες πια αυτόν τον χαζοέρωτα με τον Τζον Πάρις, τι καλά που θέλεις πάλι να κάνεις παρέα μ’ εμάς, με τα ανόητα προβλήματά μας και την αστείρευτη όρεξή μας για αναζήτηση –ναι, πέρασαν τόσα χρόνια, αλλά ακόμη τρέχουμε σαν τα σκυλιά να μυρίσουμε και να γλείψουμε ο,τιδήποτε δεν έχουμε δει ποτέ ξανά και μας φαίνεται ενδιαφέρον. Έλα Πόλυ, γίνε πάλι η ψυχή της παρέας. Ξέρεις, το είχαμε ανάγκη. Δεν ήμασταν και πολύ μακριά από το να τα παρατήσουμε όλα. Δεν έχουμε τόση ψυχή εμείς. Θέλουμε, ναι, αλλά μπορούμε;
Αφυπνισμένη, επιτέλους, από τον λήθαργο της συνεργασίας της με τον αναιμικό Τζον Πάρις, αδιάφορη πια για τους πιανιστικούς πειραματισμούς του (αξιόλογου πάντως «White Chalk»), η Πόλι Τζιν Χάρβεϊ έρχεται στο δέκατό της άλμπουμ (μετράω και τα δύο τελευταία, απαράδεκτα, με τον Πάρις) να ανακαλύψει έναν καινούργιο ρόλο για να παίξει στα θεατρικά έργα που είναι τα τραγούδια της. Στο “Let England Shake” γράφει ερωτικά κομμάτια, με αποδέκτη της αγάπης όχι ένα πρόσωπο, αλλά μια ολόκληρη χώρα. Χωρίς, βέβαια, να πουλάει φτηνούς εθνικισμούς ή γραφικές πατριδογνωσίες. Ταξιδεύει στην Καλλίπολη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και τη σφαγή που υπέστησαν οι Άγγλοι εκεί, για να στριμώξει μερικά λεπτά απόγνωσης και ηρωισμού, αναζήτησης και αυτοπροσδιορισμού, σ’ ένα κρυστάλλινο μπουκαλάκι γεμάτο πρωτόγνωρο άρωμα από σπουδαία μουσική. Και μας το φέρνει δώρο, στην παρέα της από τα φοιτητικά χρόνια, εκεί στις αρχές των ‘90s, που είχαμε τόσο καιρό να την δούμε. Δεν θυμάμαι αν έχει ξαναπεί ποτέ τα παραμύθια της τόσο όμορφα –κι ας είναι παραμύθια σκοτεινά. Ακούγοντάς το ξανά και ξανά, πιωμένος και χωρίς έγνοιες, ξανά στην αγκαλιά του κύκλου των χαμένων ποιητών, συνειδητοποιώ ότι ετούτο εδώ είναι το καλλίτερο άλμπουμ που έβγαλε ποτέ.
PJ Harvey - Let England Shake
Radiohead The King Of Limbs (Φεβρουάριος 2011)
Όλοι ξέρουμε ποιος βασιλεύει μεταξύ των τυφλών, τώρα οι Radiohead ψάχνουν να βρουν ποιος είναι ο μονόφθαλμος μεταξύ των κουτσών. Ξέρω ότι δεν είναι πολιτικώς ορθόν το παρακάτω σχόλιό μου, αλλά θα το καταθέσω: Προτιμώ τους αρτιμελείς. Δεν αισθάνθηκα ποτέ βολικά με τις αναζητήσεις των Radiohead σε άλλα βασίλεια, μολονότι ξέρω πολύ καλά πως δύσκολα πια παίρνω την απόφαση να σπρώξω το “Pablo Honey” ή το “The Bends” στο συρταράκι του CD Player –θεωρώντας τα κομματάκι ξεπερασμένα. Αλλά το “OK Computer”; Θα το ξεπεράσει ποτέ κάτι άλλο δικό τους; Η απάντηση σ’ αυτό έχει δοθεί προ πολλού, από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας και τις αναζητήσεις του “Kid A” και του “Amnesiac”. Ξανακούγοντας την δισκογραφία τους με λιγότερο φανατισμένο αυτί τόσα χρόνια μετά, μπορώ ακόμη κι εγώ να δηλώσω πως και το “Kid A” είναι εξαιρετικό. Δεν είναι αριστούργημα, δεν είναι το καλλίτερο είδος ηλεκτρονικής μουσικής που γράφτηκε ποτέ, δεν άλλαξε τελικά τόσο πολύ τη ροκ, βοηθώντας την πιο σπουδαία μπάντα της να περάσει από το σύνηθες τριπλό της κιθαριστικό παραλήρημα στα ψηφιακά λειβάδια, αλλά είναι ένα άλμπουμ με τεράστιες αρετές και, εννοείται, πως είναι το μέτρο σύγκρισης για ο,τιδήποτε άλλο έχουν γράψει ή σκοπεύουν να γράψουν στη νέα φάση της καριέρας τους που ξεκίνησε από το 2000.
Με αυτό σαν δεδομένο, το «The King Of Limbs» είναι μια βαρετή μετριότητα. Ένα άψογο δημιούργημα σε επίπεδο υλικών, αλλά με παντελή έλλειψη ψυχής. Μοιάζει μ’ ένα κτήριο από γυαλί και ατσάλι, σχεδιασμένο από έναν κορυφαίο αρχιτέκτονα, έναν Κούλχας ή τους Βέρνερ και Χέρτσογκ, στημμένο στο πιο ταιριαστό location, αλλά με όλους του τους ορόφους άδειους από κόσμο –και με τα ενοίκια τόσο ψηλά που κανείς δεν αναμένεται να ενδιαφερθεί για κάμποσα χρόνια ακόμη. Στον τελευταίο όροφο έχει, βέβαια, το θρόνο του ο βασιλιάς των κουτσών, αλλά who cares;
Radiohead - Lotus Flower
The Dears Degeneration Street (Φεβρουάριος 2011)
Ερώτηση: Για το πράγμα είναι γνωστός ο Καναδάς; Απάντηση: Ο Καναδάς είναι γνωστός για το σιρόπι σφενταμιού, για τις χήνες και τους κάστορές του, το σολωμό και την πέστροφα. Χμμμ, ΟΚ, enough με την γεωγραφία της Γ’ Δημοτικού. Ο Καναδάς είναι γνωστός για την ανεξάρτητη ροκ σκηνή του. Είναι η πατρίδα αυτού του μουσικού ιδιώματος που λέμε «θεατρική, πομπώδης indie rock» και που -χάρη στους Arcade Fire και το πρόσφατο Grammy τους- είναι ξαφνικά το επόμενο είδος μουσικής που εξερευνά η μεγάλη μάζα του κόσμου που ψάχνει ν’ ανανεώσει τη λίστα στο iPod του. Οι Dears έφτιαχναν τέτοια μουσική αρκετό καιρό πριν την σπείρουν στα πέρατα του κόσμου οι Arcade Fire. Γεννήθηκαν την ίδια περίοδο με την πιο διάσημη πλέον μπάντα indie rock στον πλανήτη, ξεκίνησαν την δισκογραφική τους πορεία παράλληλα μ’ εκείνους, πρόλαβαν κι έβγαλαν περισσότερα άλμπουμ, υπηρετώντας πάντα το ίδιο στυλ, χωρίς αποκλίσεις, χωρίς συμβιβασμούς.
Από τα πέντε τους άλμπουμ μέχρι τώρα, συμπεριλαμβανομένου του φετινού, εκείνο που αγάπησα περισσότερο ήταν το “Missiles” του 2008. Εκείνο, δηλαδή, που έχει λάβει τις λιγότερο ενθουσιώδεις κριτικές από τον μουσικό Τύπο, εκείνο που ξένισε κάπως τους fans τους με την εσωστρέφειά του και την χαμηλή του ενέργεια. Σταυρώστε με, αλλά εκείνοι οι Dears (όταν έμειναν μόνο δύο από τα βασικά μέλη στο γκρουπ, σε μια κρίση σχέσεων και προτεραιοτήτων) μου ακούγονταν πιο ειλικρινείς και σαφείς. Στο “Degeneration Street”, η υπόλοιπη μπάντα έχει επιστρέψει και μαζί της η επική διάθεση, τα ευκολομνημόνευτα ρεφραίν, οι -α λα Smashing Pumpkins- βρώμικες και γεμάτες κιθαριστικές οδηγίες. Ακούς το “5 Chords” και ξέρεις ότι εδώ έχεις βρει έναν σπουδαίο εκφραστή της μετεφηβικής οργής σου. Ναι, το όλο έργο είναι εξαιρετικά φιλόδοξο, γεμάτο στρώματα και υποστρώματα οργιώδους μουσικής και έντονα μελοδραματικό. Μπορεί όμως το μελόδραμα να αντικαταστήσει το συναίσθημα; Επιμένω πως αυτό που κατάφερε ο μινιμαλισμός (αν μπορείς να χρησιμοποιήσεις αυτή τη λέξη για τους Dears) του “Missiles” δεν θα μπορέσει ποτέ ξανά να το πετύχει ο πλουραλισμός της μπάντας στην πλήρη σύνθεσή της. Αλλά αυτό είναι και θέμα προσωπικού γούστου.
The Dears - 5 Chords (Live)
Bright Eyes
The People’s Key (Φεβρουάριος 2011) Το πόσο λατρεύω αυτόν τον μπαγάσα τον Κόνορ Όμπερστ το ξέρεις ήδη. Αν όχι, κάνε απλά κλικ εδώ. Ή εδώ. Ο πολυγραφότατος σαμάνος της μετα-κάντρι, μετα-αμερικάνα φυλής στήνει ξανά τους Bright Eyes σ’ έναν κύκλο γύρω από τη φωτιά και μέσα από την πίπα του ξεφυσάει τους καπνούς αυτού που μετατρέπεται στο δέκατό τους άλμπουμ. Ο ίδιος το παρουσιάζει σαν το τελευταίο του ως Bright Eyes. Μικρή σημασία όμως έχει το τι χρώμα έχουν τα φτερά του καπέλου του, ελάχιστη το πώς τον αποκαλούν οι υπόλοιποι ιθαγενείς. Είτε ως Commander Venus, είτε ως Monsters of Folk, είτε ως Bright Eyes, είτε απλά ως Όμπερστ... Κόνορ Όμπερστ, ο απίθανος αυτός τύπος θα είναι πάντα ένας χείμαρρος έμπνευσης και δημιουργικότητας –με ό,τι κακό συνεπάγεται αυτό, όπως έγραφα και για το δεύτερο άλμπουμ που έβγαλε με το όνομά του, προ διετίας.
Το ίδιο πρόβλημα υπάρχει και στο “The People’s Key”. Τα μισά κομμάτια θα ήταν απλά b-sides ή υλικό για κάποια επανέκδοση στο μέλλον –όμορφα τραγούδια, αλλά χωρίς το συναίσθημα, την οργή, το ξάφνιασμα των υπόλοιπων μισών. Αχ και να μπορούσε ο Όμπερστ να μετριάσει την εξωστρέφειά του και να κατάφερνε να στέλνει στην παραγωγή το ένα τρίτο μόνο απ’ όσα έγραφε. Κι ας έβγαζε ένα δίσκο κάθε τέσσερα χρόνια. Ποιος θα μπορούσε να τον αμφισβητήσει τότε;
Bright Eyes - Shell Games
ΤΙ ΑΛΛΟ; White Lies – Ritual: Ό,τι και να κάνουν στην καριέρα τους, θα είναι πάντα «αυτοί που μοιάζουν με τους Editors και τους Interpol μωρέ». Και δυστυχώς του αντιγράφουν άκομψα κι ανέμπνευστα. Στο δεύτερό τους άλμπουμ, εμπνέονται πολύ κι από τους Duran Duran. Δυόμισι αστεράκια / Gang Of Four – Content: Σύμφωνοι, είναι μια μπάντα με 35 χρόνια ιστορία. Αλλά το post punk rock τους της δεκαετίας του ’70 και των αρχών του ’80 ακούγεται εντελώς εκτός τόπου και χρόνου σήμερα. 20 χρόνια από την τελευταία τους κυκλοφορία, επιστρέφουν με νέο υλικό που ακούγεται ακριβώς όπως το παλιό. Δεν είναι κακό άλμπουμ, αλλά δεν ζούμε πια στα ‘80s για να αντέξουμε να το ακούσουμε. Τρία αστεράκια / Cut Copy – Zonoscope: Είναι αλήθεια πως το “Need You Know”, με το οποίο ξεκινάει το άλμπουμ, χώνεται μέσα σου σαν βαριά αρρώστια κι αρνείται να σε αφήσει –και κολλάει και τους άλλους. Αλλά μετά από αυτό, λες και βρέθηκε το τέλειο φάρμακο, όλα ξενερώνουν βιαστικά. Ξεκινούν ως μια arty indie ματιά στην electro των ‘80s, αλλά τελικά οι Aυστραλοί καταντούν να γράφουν italo-disco. Τρία αστεράκια / Mogwai – Hardcore Will Never Die, But You Will: Οι ηγέτες του επικού, ατμοσφαιρικού post rock κάνουν για άλλη μια φορά πολύ καλά τη δουλειά τους, αλλά σε καμμία περίπτωση δεν μπορείς να πεις το τελευταίο τους άλμπουμ αριστούργημα. Ίσως γιατί όλα αυτά τά ‘χεις ξανακούσει από τους ίδιους –πάνω κάτω τα ίδια- και περιμένεις επιτέλους το επόμενο βήμα. Τριάμισι αστεράκια
Ακόμη και στον καιρό του Τζάστιν Μπίμπερ (εξώφυλλο στο τεύχος Φεβρουαρίου του 2011), το "Vanity Fair", όταν θέλει, μπορεί να παρουσιάσει θαυμάσια δείγματα δημοσιογραφίας. Το πολυσέλιδο θέμα για την δοκιμή νέων φαρμάκων σε χώρες της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και της Ανατολικής Ευρώπης (και όχι μόνο -η Ελλάδα, το Βέλγιο, ακόμη και η Γαλλία αναφέρονται μέσα στο κείμενο) από τις μεγάλες αμερικανικές φαρμακοβιομηχανίες χωρίς κανέναν απολύτως έλεγχο από την FDA, στο τεύχος Ιανουαρίου, είναι πραγματικά αποκαλυπτικό. Και μια καλή αφορμή για να πάω να ξαναδώ εκείνη την ταινιάρα, τον "Επίμονο Κηπουρό"...
Η αμερικανική μουσική βιομηχανία αναζητάει νέο κοινό στην «ανεξάρτητη» μουσική κοινότητα, προκαλώντας την έκπληξη όσων νόμιζαν πως μουσική σήμερα σημαίνει... μεταμφιέσεις της Lady Gaga.
«Και το βραβείο πηγαίνει στο...», ξεκινάει χαμογελαστή η Μπάρμπρα Στρέιζαντ, ανοίγοντας τον φάκελο για να διαβάσει το νικητή του σημαντικότερου Γκράμι, αυτού για το καλύτερο άλμουμ της χρονιάς. «...Sssssssssuburbs». Tο μακρόσυρτο “s” της 69χρονης ηθοποιού και τραγουδίστριας δεν το προκαλεί κάποιος ενθουσιασμός. Το χαμόγελό της έχει μετατραπεί σε μια έκφραση έκπληξης. Σαν ν’ αναρωτιέται μέσα της: «Ποιοι στο καλό είναι οι Arcade Fire;» Δευτερόλεπτα μετά, το Facebook και το Twitter γεμίζουν με την ίδιαν ακριβώς απορία. Ποιοι είναι αυτοί οι κακοντυμένοι Καναδοί και ποιος έχει ακούσει το “The Suburbs” που αναδείχθηκε καλύτερο άλμπουμ της χρονιάς; Αρκετοί από εσάς θ’ αναρωτιέστε το ίδιο τώρα –ή θα το είχατε αναρωτηθεί όταν στις αρχές του φθινοπώρου το περιοδικό που κρατάτε στα χέρια σας τούς είχε αφιερώσει δύο σελίδες, δηλώνοντας από τότε ότι το «Suburbs» έβαζε σοβαρή υποψηφιότητα ως το καλύτερο άλμπουμ του 2010.
Μια καταγραφή στο blog http://whoisarcadefire.tumblr.com περιγράφει με ξεκαρδιστικό τρόπο τις αντιδράσεις του κοινού στην βράβευση των Arcade Fire στα Γκράμι της 13 Φεβρουαρίου (αλλά και στα Brit Awards, δύο ημέρες αργότερα, ως καλύτερου «διεθνούς» συγκροτήματος): Απλά τις παραθέτει. Από αφελή 12χρονα που εκνευρίστηκαν με την ήττα του Τζάστιν Μπίμπερ στην κατηγορία του «πρωτοεμφανιζόμενου καλλιτέχνη» (από την Εσπεράντσα Σπόλντινγκ, την τζαζ συνθέτρια που έκανε την άλλη μεγάλη έκπληξη στα Γκράμι) μέχρι μεσήλικες φίλους της ανάλατης country pop που παίζουν οι Lady Antebellum (οι οποίοι κέρδισαν τα περισσότερα βραβεία, αλλά όχι και το σημαντικότερο) και το μέσο Αμερικανό τηλεθεατή που η επαφή του με τη μουσική περιορίζεται στην Lady Gaga και την Μπρίτνεϊ Σπιρς, τις οποίες έχει συνηθίσει να χαζεύει στα κουτσομπολίστικα μαγκαζίνο, το αίσθημα είναι μια μείξη οργής και χαβαλέ (π.χ. «Μα γιατί η Ακαδημία βραβεύει αυτούς τους άγνωστους, κακάσχημους ανθρώπους; Τα έχει βάλει με τους διάσημους;»). Και επιτείνεται από τις απαντήσεις όσων σπεύδουν να δηλώσουν την δική τους «γνώση και έγκριση» των Arcade Fire. Ένας ανούσιος πόλεμος μεταξύ της mainstream και της indie μουσικής ξεσπάει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η αλήθεια είναι ότι δύσκολα θα καταλάβουν οι μεν τους δε, όσα επιχειρήματα κι αν παρατεθούν εκατέρωθεν. Γι’ αυτό και ο διάλογος μετατρέπεται σε γηπεδική ανταλλαγή συνθημάτων.
Η πιο σημαντική, όμως, αλήθεια είναι ότι η βράβευση των Arcade Fire στα Γκράμι δείχνει την αγωνία της αμερικανικής μουσικής βιομηχανίας να ανακαλύψει ένα καινούργιο κοίτασμα χρυσού που θα χρηματοδοτήσει την σωτηρία της από το εμπορικό τέλμα των τελευταίων ετών. Τα Γκράμι είναι ένας γερασμένος θεσμός που απέχει δυόμισι δεκαετίες πια από τις μεγάλες του στιγμές (το 1984 τα παρακολούθησαν πάνω από 50 εκατομμύρια τηλεθεατές, φέτος οι μισοί –κι όμως ήταν η μεγαλύτερη τηλεθέαση την τελευταία δεκαετία) και που σπάνια επιδεικνύει αντανακλαστικά προς «αυτό που έρχεται». Η στροφή του προς την indie rock σκηνή φέτος (μια δεκαετία μετά την καθιέρωσή της) έγινε χάρη σε μιαν εξαιρετική αφορμή: Οι Arcade Fire, η σημαντικότερη μπάντα της «ανεξάρτητης» δισκογραφίας κυκλοφόρησε το τρίτο -και πιο εύληπτο για το ευρύ κοινό- άλμπουμ της, γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ του indie και του mainstream για όποιον είναι πρόθυμος να το διασχίσει.
Στην ανεξάρτητη σκηνή, όπου κουμάντο δεν κάνουν οι μεγάλες δισκογραφικές με το εξαντλητικό promotion και το στοχευμένο image making, όπου το βάθος του μπούστου της Κέιτι Πέρι, τα κοστούμια της Lady Gaga και το χρώμα των μαλλιών της Rihanna θα έπαιζαν μικρότερο ρόλο από τα τραγούδια τους, είναι το ταλέντο στην συγγραφή μουσικής που κάνει έναν καλλιτέχνη να ξεχωρίζει. Και από τον Αύγουστο, όταν κυκλοφόρησε το «The Suburbs», χωρίς να συνοδεύεται από κάποιο βίντεοκλιπ ή από εξώφυλλα στα μεγάλα περιοδικά (μέχρι και λίγες ημέρες πριν τα Γκράμι, τίτλοι όπως το Vanity Fair και το Rolling Stone πόνταραν στο λάθος άλογο, χαρίζοντας το εξώφυλλό τους στον Τζάστιν Μπίμπερ...) οι μουσικοκριτικοί παραληρούσαν. Δεδομένης της καθολικής αποδοχής των Arcade Fire και του συμφωνικού, θεατρικού, πομπώδους ανεξάρτητου rock που παίζουν από την indie κοινότητα, που θεωρεί το ντεμπούτο τους, το «Funeral» του 2004 ως τον σημαντικότερο δίσκο για την δεκαετία που έφυγε, η επιλογή της Μουσικής Ακαδημίας των ΗΠΑ να τούς δώσει το Γκράμι φέτος δεν ενείχε και πολύ μεγάλο ρίσκο. Σύμφωνοι: θα εξόργιζε την αυτοαναφορική κοινότητα της σύγχρονης εμπορικής μουσικής σκηνής που πολιτεύεται ανταλλάσσοντας συνθέτες, φωνές και στυλίστες, στήνοντας ένα φτηνό θέαμα που καταναλώνεται εύκολα και αφειδώς από το ναρκωμένο τηλεοπτικό κοινό της μεσημεριανής ζώνης (κάτι αντίστοιχο με το καθ’ ημάς μπουζουκοπόπ ιδίωμα και, τους πρόθυμους για κουτσομπολίστικη δημοσιότητα, σταρ του). Αλλά θα έδινε επιτέλους μια εναλλακτική διέξοδο σε όλο αυτό το κοινό που είχε βαρεθεί την σύγχρονη αμερικανική μουσική και απαξιούσε θεσμούς όπως τα Γκράμι και, βεβαίως, την αγορά καινούργιας μουσικής. Σύμφωνα με το Rolling Stone, οι πωλήσεις των Arcade Fire και της Εσπεράντσα Σπόλντινγκ εκτοξεύθηκαν την πρώτη εβδομάδα μετά την βράβευσή τους. Χιλιάδες κόσμου ανταποκρίθηκαν θετικά στην τολμηρή επιλογή της Ακαδημίας κι έσπευσαν να τους γνωρίσουν.
Η ειρωνία είναι πως για τους ίδιους τους Arcade Fire η ξαφνική αυτή συνάντηση με την δημοσιότητα δεν είναι και τόσο ευτυχές γεγονός. Προς το παρόν την διαχειρίζονται με εξαιρετικό τρόπο, διατηρώντας τους ήπιους τόνους της indie κοινότητας μέσα στην οποία μεγάλωσαν, αλλά γνωρίζουν καλά και οι ίδιοι πως σύντομα θα πέσουν πάνω σ’ ένα σημαντικό δίλημμα: Θα ικανοποιήσουν το νέο τους κοινό ή θα τού γυρίσουν την πλάτη για να μην απογοητεύσουν το παλιό; Πριν καν επιβεβαιωθεί το φλερτ τους με το mainstream μέσω των βραβεύσεών τους, οι Arcade Fire είχαν αρχίσει να φυλλοροούν στο επίπεδο των πρώιμων φαν τους. Οι hipsters φίλοι τους, πάντα ανήσυχοι και πάντα πρόθυμοι να ανακαλύψουν την επόμενη «απίθανη μπάντα που γράφει μουσική που δεν έχει ξαναγραφτεί ποτέ», δεν είδαν με καλό μάτι την ακτιβιστική και φιλανθρωπική ρητορική των Arcade Fire στις συνεντεύξεις τους, ούτε την στήριξή τους στον Μπάρακ Ομπάμα και τη σύνδεση του αποκαλυπτικού τους ήχου με τα ακούσματα της γενιάς που αποκαλείται «The Obama Generation». Και, φυσικά, δεν αισθάνονται καθόλου βολικά στην ιδέα της εισβολής των μέχρι χθες φαν της Κάιλι Μινόγκ, της Μπιγιονσέ, ή –ακόμη χειρότερα- του «διαβόλου σε σώμα μικρού παιδιού» Τζάστιν Μπίμπερ στον μικρόκοσμό τους, στα υποφωτισμένα μπαρ τους, στις γκαλερί και τις ομαδικές ποδηλατάδες όπου συχνάζουν. Στους πιο «ψαγμένους» κύκλους των «εναλλακτικών» η φράση που κυριαρχεί είναι: «Οι Arcade Fire είναι οι νέοι U2». Και, όχι, δεν το λένε με θετικό τρόπο.
(Το κείμενο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο περιοδικό "Κ" που κυκλοφόρησε μαζί με την "Καθημερινή" στις 6.3.2011)
Έφυγε ο Φεβρουάριος και μπορεί να μού πήγαν σχεδόν σκατά στα προσωπικοοικονομικοεργασιακά μου, αλλά στα μουσικά ο μήνας με άφησε το ακριβώς αντίθετο του παραπονεμένου. Ιδού η δεύτερη φουρνιά με τα ακούσματα της παγωνιάς. (Έπονται δύο ακόμη μέχρι τα μέση Μάρτη και τα νέα κολλήματα που ξεβράζονται σιγά σιγά στα ηχεία μου):
Joan As Police Woman The Deep Field (Απρίλιος 2011) Δεν ξέρω αν όλοι αυτοί που πίνουν κρασί στο όνομα της Cat Power έχουν ακούσει όσο πρέπει τις ιστορίες της Joan As Police Woman. Ίσως ακόμη κι εμείς, οι ζηλωτές οπαδοί της Feist, να έπρεπε να νερώσουμε κάπως τις εμμονές μας. Γιατί σε αυτό, το τρίτο της άλμπουμ, η Τζόαν Γουάσερ αφήνει στην άκρη τη σκοτεινιά και τις μπαλάντες του ντεμπούτου και ολοκλρώνει αυτό που αχνοφαινόταν από το –προ τριετίας σχεδόν αριστούργημά της- “To Survive”. Μεταμορφώνεται σε μια γυναίκα με αυτοπεποίθηση, είτε κάνοντας «θηλυκά» τα τεχνάσματα του Μπάρι Γουάιτ, είτε κάνοντας πιο σέξι την τεράστια επιρροή της από τη Νίνα Σιμόν, είτε φορώντας το μπλουζάκι της με την στάμπα των Portishead από την ανάποδη. Κυρίως όμως κάνει δικά της όλα αυτά που μάθαινε τόσο καιρό πλάι στα φιλαράκια της, τον Ρούφους Γουέινράιτ και τον Άντονι Χέγκαρτι, για το πώς να θεατρικοποιεί και να χρωματίζει με όλο το ουράνιο τόξο τον ήχο της. Και, περνώντας από το ένα κομμάτι στο άλλο, από τον Τζεφ Μπάκλι του ενός κομματιού στον Λέοναρντ Κοέν του άλλου, χρειάζεται οπωσδήποτε μια τόσο μεγάλη τέχνη για να στεγανοποιηθεί τόσο ατρόμητα το σύνολο. Μερικές ακροάσεις ακόμη και την προικίζω με μισό αστράκι παραπάνω, για να πάει να παίξει ανάμεσα στα άλμπουμ της χρονιάς.
Joan As Police Woman - The Magic
DeVotchKa 100 Lovers (Φεβρουάριος 2011)
Απ’ όλους αυτούς τους τσιγγανοτάγαρους καλλιτέχνες που πλένονται μια φορά στο τρίμηνο παρά τον ιδρώτα από τις σαλτιμπαγκιές που καταφέρνουν στα live τους –ξέρεις ποιους εννοώ: αυτούς τους Gogol Bordello, τον Beirut και τους λοιπούς- ξεχωρίζω πανεύκολα τους DeVotchKa με τα τρία κεφαλαία γράμματα σε μία λέξη, ως μακράν τους πιο συμπαθείς. Προφανώς γιατί είναι και μακράν οι καλλίτεροι μουσικοί απ’ όλους στην φατρία τους. Μπορεί η πρώτη αίσθηση όταν τους ακούς να σού φέρνει στο νου Ούγγρους τσιγγάνους να ξιφομαχούν με τα δοξάρια των βιολιών τους γύρω από μια φωτιά στην καρδιά ενός παρκαρισμένου καραβανιού (ή τον Ζανίνο να υποδύεται έναν τέτοιον, σ’ εκείνη την ταινία του Βέγγου...), αλλά οι επιρροές από τη χορευτική μουσική της Ανατολικής Ευρώπης είναι ένα μόνο από τα δεκάδες στρώματα του ήχου τους. Άκου πιο καλά, και θ’ ανακαλύψεις γαλλικό καμπαρέ, μορικονικά soundtracks για άνισα γουέστερν και τις κιθάρες των μαριάτσι να ετοιμάζονται για επίθεση. Πάνω απ’ όλα, όμως, θα βρεις μια ατόφια ροκ διάθεση, που σ’ ετούτο, το έκτο άλμπουμ τους, τους οδηγεί σε μια έκρηξη εκφραστική, σε μια απλόχερη μοιρασιά ανεβαστικού mood, που από τέτοιες μπάντες μόνο σε μια συναυλία μπορείς να περιμένεις.
DeVotchKa - 100 Lovers
John Vanderslice White Wilderness (Ιανουάριος 2011)
Δεν γνωρίζεις τον Τζον Βάντερσλάις; Δεν έχεις ακούσει κανένα από τα 7 προηγούμενα άλμπουμ του; Δεν έχεις εικόνα από την υπερδεκαετή πορεία του σ’ αυτή την καταταλαιπωρημένη έννοια που ακούει στις δύο λέξεις «indie rock»; Kι αν σού ‘λεγα πως ακούγοντας δέκα κομμάτια του όλα κι όλα θα βουτούσες στην πεμπτουσία της αγαπημένης σου μουσικής με μεγαλύτερη λαχτάρα κι από φανατικό παλαιοημερολογίτη στην χαβούζα που ρίχνει ο παπάς τον σταυρό των Φώτων.
Ο Βάντερσλάις είναι ένας από τους καρδινάλιους της σύγχρονης ανεξάρτητης ροκ, ένας απ’ αυτούς που κλειδώνονται μέσα στο κονκλάβιο και ανακοινώνουν το νέο Πάπα, είτε αυτός είναι οι Strokes, είτε είναι οι Arcade Fire, αφήνοντας λίγο λευκό καπνό να πετάξει πάνω απ’ το Coachella ή το Primavera. Δυστυχώς, το περασμένο του άλμπουμ, το “Romanian Names” ήταν το μετριότερό του στην ενδεκάχρονη περιηγήσή του στην δισκογραφία –αρκετά κακό για να φοβηθώ ότι μπορεί και να με κάνει να τον εγκαταλείψω. Τσάμπα αγχώθηκα. Με το “White Wilderness” επιστρέφει στις ημέρες της μεγάλης του φόρμας και ντοπάρει ακόμη περισσότερο τον συναρπαστικό του ήχο (που πλαισιώνει τα ακόμη πιο συναρπαστικά του ποιήματα) με τη βοήθεια της Magik Magik Orchestra, χαρίζοντάς μας ένα έργο, φτιαγμένο για να μείνει κλασσικό για πάντα.
TI AΛΛΟ; Peter, Bjorn & John – Gimme Some: Δεν μου είχε πολυαρέσει το προδιετίας “Living Thing” τους και γενικά η τριπλέτα από τη Σουηδία μού έδινε την εντύπωση ότι μπορεί να γράψει ένα-δύο ασύλληπτα κομματάκια (βλ. “Amsterdam”), αλλά όχι ένα ολόκληρο ωραίο άλμπουμ. Ή τουλάχιστον όχι ξανά μετά το “Falling Out” του 2005. Και το “Gimme Some” κινείται κάπου εκεί. Άνισο, αφού διαθέτει μερικά υπέροχα κομμάτια και μερικές φόλες, αλλά –όπως πάντα- «σουηδικά» απλό και ειλικρινές. Α, και είναι πολύ κοντά στο περσινό trend του surf/beach rock των Drums, των Beach Fossils, των Best Coast και όλων αυτών. Τρία αστεράκια / Hercules & Love Affair – Blue Songs: Αυτοί εδώ τείνουν να εξελιχθούν στο απόλυτο one hit wonder (κι εκείνο το “one hit” θα λέω για πάντα ότι οφειλόταν στον Άντονι Χέγκαρτι). Ξεκόλλα από τους γκέι διθυράμβους του χιψτερόκοσμου και συγκεντρώσου σε αυτό που ακούς. Ναι είναι χαζοντίσκο από τις πιο ανέμπνευστες. Πάλι... Δύο αστεράκια / Tennis – Cape Dory: Ό,τι πιο φρέσκο, χαρούμενο, καλοκαιρινό, ανακουφιστικό, ξεσηκωτικό, νεανικό μπορείς να ακούσεις αυτή την περίοδο από το τόσο δημοφιλές ιδίωμα του σερφορόκ. Σχεδόν κανονικά ‘60s στην Χαβάη... Τριάμισι αστεράκια