25 Απρ 2011

Το ειδικό βάρος της Adele

«Δεν έχει τελειώσει, αν δεν βγει να τραγουδήσει η χοντρή», λένε οι Αμερικανοί. Και μολονότι η θυμοσοφία τους ταιριάζει περισσότερο σε αγώνες του ΝΒΑ, εκείνο το σαββατόβραδο της 18ης Οκτωβρίου του 2008 ξαναφόρεσε την κυριολεκτική της σημασία. 17 εκατομμύρια τηλεθεατές, το μεγαλύτερο νούμερο που έκανε το “Saturday Night Live” για περισσότερο από μια δεκαετία, χάζευαν την Adele, ένα παχουλό (για να το θέσουμε «πολιτικώς ορθά») κορίτσι από το Ανατολικό Λονδίνο να τραγουδάει με σπαρακτικό τρόπο τα σόουλ τραγούδια της. Την επόμενη κιόλας ημέρα οι πωλήσεις των κομματιών της στο online κατάστημα iTunes εκτοξεύθηκαν. H Adele (κατά κόσμον Αντέλ Λόρι Μπλου Άντκινς) είχε σταθεί τυχερή που στην ίδια εκπομπή εμφανιζόταν η υποψήφια Αντιπρόεδρος εκείνη την περίοδο Σάρα Πέιλιν, καθηλώνοντας τους Αμερικανούς μπροστά στους τηλεοπτικούς τους δέκτες. Τυχερή ή το τμήμα Δημοσίων Σχέσεων της δισκογραφικής της είχε κάνει πολύ καλή δουλειά... Χωρίς όμως το ταλέντο της κι αυτή την εκφραστικότατη φωνή, που χωράει την συστολή μιας Κάρολ Κινγκ και την ζεστασιά μιας Ρομπέρτα Φλακ, θα είχε γοητεύσει το κοινό –ειδικά τους, μαθημένους στην σόουμπιζ των ανορεξικών bisexuals ή των σιλικονάτων Barbies, Αμερικανούς;

Δυόμισι χρόνια έχουν περάσει από τότε και η Adele απολαμβάνει ένα νέο κύκλο αναγνώρισης, τόσο πρωταφανούς που το καινούργιο της άλμπουμ, το «21», έσπασε το ρεκόρ του “The Immaculate Collection” της Madonna, ως ο δίσκος με τις περισσότερες εβδομάδες στην κορυφή των βρετανικών charts από γυναίκα καλλιτέχνη. Όποιοι βιάστηκαν το 2008 να την χαρακτηρίσουν “one hit wonder”, ανασυντάσσονται τώρα και ψάχνουν εξήγηση για το «φαινόμενο Adele». Πώς γίνεται αυτή η εύσωμη πιτσιρίκα, με μια προσωπική ζωή που δεν έχει τα σκάναλα της Έιμι Γουαϊνχάουζ και μια σκηνική παρουσία που δεν θυμίζει ούτε στο ένα χιλιοστό την εξωφρενική περσόνα της Lady Gaga, να τις ξεπερνάει σε επιτυχία, τραγουδώντας πράγματα χιλιοειπωμένα, μ’ ένα στυλ που δεν φέρνει απολύτως τίποτε νεωτερίστικο;

Η απάντηση βρίσκεται σ’ εκείνο το τρίπτυχο που υπονοήσαμε πιο πάνω: Αρκετό ταλέντο, μια δυνατή επένδυση από τη μουσική βιομηχανία και μερικές ευτυχείς συγκυρίες έφεραν αυτό το κορίτσι απ’ το φτωχικό Τότεναμ στην κορυφή του αμερικανικού και 17 ευρωπαϊκών charts. Με τα κόκκινα μαλλιά πιασμένα σ’ έναν βαρετό, «γιαγιαδίστικο» κότσο, με τα περιττά κιλά να μην κρύβονται ούτε κάτω από τα φαρδιά της φορέματα, με τα «σειρηνώδη» ντεκολτέ τύπου Κέιτι Πέρι και τα φιδίσια χορευτικά τύπου Ριάνα να βρίσκονται απλά εκτός δυνατοτήτων της, στέκεται όρθια, άκαμπτη στην σκηνή και διηγείται τις μελαγχολικές της ιστορίες για ένα κορίτσι που ενηλικιώνεται και που το πρώτο μάθημα της νέας της ζωής είναι πόσο βαρύς μπορεί να είναι ένας χωρισμός. Και το κοινό από κάτω ξεσπάει σε δάκρυα...

Η βρετανική «σόουλ» επίθεση
Ήταν μια τέτοια εμφάνιση, η εκτέλεση του «Someone Like You» στα φετινά βραβεία BRIT (το βρετανικό αντίστοιχο των Γκράμι) τον Φεβρουάριο, που σήμανε τη νέα απόβαση της Adele στα iPod αυτού του κόσμου. Η 23χρονη Άντκινς έκανε ακόμη περισσότερη εντύπωση κι από το προ τριετίας “Saturday Night Live”, οδηγώντας 16.000 ανθρώπους στην O2 Arena του Λονδίνου σ’ ένα όρθιο χειροκρότημα και εκατομμύρια τηλεθεατές σε ανατριχίλες. Το «21» είχε μόλις κυκλοφορήσει –όχι τυχαία. Το timing ήταν ιδανικό για μια ακόμη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία από του «19».

Το 2006, το “Back to Black” της Έιμι Γουαϊνχάουζ επιβεβαίωνε με την σαρωτική του επιτυχία τους γνώστες και τους παράγοντες της βρετανικής μουσικής που πόνταραν στο ότι η μουσική αναγέννηση του νησιού θα ερχόταν από την αναβίωση της θηλυκής σόουλ. Το πείραμα είχε ήδη αρχίσει ν’ αποδίδει καρπούς με την Τζος Στόουν, έγινε μόδα με την Γουαϊνχάουζ και απέκτησε, φυσικά, αμέσως νέες εκπροσώπους στα πρόσωπα της Duffy, της Λιόνα Λιούις και της Adele. Οι δισκογραφικές έψαχναν για τις φωνές που θα μπορούσαν να εκφράσουν συναισθήματα με τον τρόπο που το έκανε κάποτε η Έτα Τζέιμς, η Αρίθα Φράνκλιν, η Ντάστι Σπρίνγκφιλντ, ή οι Κινγκ και Φλακ που αναφέραμε πιο πάνω.

Η Έιμι Γουαϊνχάουζ όχι μόνο μπορούσε, αλλά έγραφε κιόλας η ίδια τέτοια μουσική. Και με την βοήθεια του σπουδαίου παραγωγού Μαρκ Ρόνσον έβγαλε τον, κατά πολλούς, καλύτερο δίσκο της περασμένης δεκαετίας. Η Duffy σύρθηκε στο παιχνίδι λόγω της ιδανικής της φωνής, αλλά η Ουαλή προτιμούσε να τραγουδάει ποπ τσιχλόφουσκες. Όταν το επιχείρησε στο δεύτερο άλμπουμ της, σβήστηκε μονομιάς από τον χάρτη. Η περίπτωση της Adele ήταν διαφορετική. Όσο σπούδαζε στην ακαδημία BRIT, περισσότερο προσανατολιζόταν στο να εργασθεί ως ανιχνευτής ταλέντων παρά ως τραγουδίστρια, έχοντας και την συστολή λόγω της σιλουέτας της. Η φωνή της όμως ταίριαζε στις προδιαγραφές που έψαχναν στις δισκογραφικές και η πληθωρική περσόνα της Μπεθ Ντίτο, frontwoman της ποπ πανκ μπάντας The Gossip, είχε αποδείξει ήδη από τις αρχές των ‘00s πως υπάρχει χώρος στην σόουμπιζ ακόμη και για χοντρές, άσχημες, μη προσεγμένες περφόρμερ –αρκεί να κατόρθωναν να μετατρέψουν το μειονέκτημα της εικόνας τους σε όπλο (κάτι που πέτυχε, άλλωστε, με τον απόλυτο τρόπο και η ασχημούλα, ατσούμπαλη Lady Gaga).

Στο «19», που σήμαινε και την ηλικία της Adele όσο γράφονταν τα τραγούδια του άλμπουμ, η καλλιτέχνις συνεργάσθηκε με τον Εγκ Γουάιτ, τον άνθρωπο πίσω από τις επιτυχίες της Τζος Στόουν. Συμπαραγωγός ήταν ο Μαρκ Ρόνσον. Όπως καταλαβαίνει κανείς, η μουσική βιομηχανία δεν άφησε τα πράγματα στην τύχη... Το 2008 η Adele πήρε το βραβείο «Των Κριτικών» στα BRITs (ένας θεσμός που συνδέεται άμεσα με την σχολή όπου φοίτησε) και ένα χρόνο μετά τιμήθηκε με δύο Γκράμι («Νέου Καλλιτέχνη» και «Καλύτερης Γυναικείας Ποπ Φωνής»). Στο «21», το ρόστερ είναι ακόμη εντυπωσιακότερο: Στην επίβλεψη ο σπουδαιότερος σύγχρονος παραγωγός Ρικ Ρούμπιν και στην σύνθεση οι Ράιαν Τέντερ και Πωλ Έπγουορθ (γράφουν για τη Λιόνα Λιούις ο πρώτος και για την Κέιτ Νας, την Florence & The Machine και πολλούς άλλους ο δεύτερος) εγγυήθηκαν ότι οι συνθετικές και στιχουργικές ιδέες της Adele θα έμεναν στον «σωστό» δρόμο. Το «21» έλαβε άριστες κριτικές, έσπασε το ρεκόρ του πιο «πολυκατεβασμένου» απο το Internet βρετανικού άλμπουμ και έφερε την Adele στην υπέροχη θέση να είναι η πρώτη καλλιτέχνις από το 1964 (και τους Beatles) με δύο σινγκλ και δύο άλμπουμ στο top 5 των charts την ίδια εβδομάδα, αφού προφανώς αναζωογόνησε το ενδιαφέρον και για το ντεμπούτο της.

Η συνταγή της Adele
Γιατί όμως αυτή και όχι, για παράδειγμα, η ήδη δοκιμασμένη και πολύ πιο όμορφη Τζος Στόουν –για την οποίαν γράφονται πάνω κάτω τα ίδια τραγούδια; Όταν η Adele ντεμπούταρε με το «19», τόσο η πατρίδα της όσο και οι ΗΠΑ βρίσκονταν εν μέσω μιας οικονομικής κρίσης. Ο κόσμος αποζητούσε πάνω απ’ όλα την σιγουριά. Ακόμη και στην ποπ, όλο αυτό το φλούο σκηνικό με το υπερβολικό στυλ και την πόζα, προκαλούσε περισσότερο τον εκνευρισμό, παρά την ηρεμία. Η Adele έφερνε με την εικόνα της, σεμνή, συνεσταλμένη, προσιτή, και τα τραγούδια της, παλιομοδίτικα και γι’ αυτό χιλιοδοκιμασμένα, μια ανακουφιστική εναλλακτική πρόταση.

Τα πάντα, βέβαια, θα μπορούσαν να είχαν καταρρεύσει στη συνέχεια, όπως συνέβη με το «λάθος άλογο», την Duffy, ή να είχαν οδηγηθεί στα άκρα, όπως με την υπερβολική προσωπικότητα της Έιμι Γουάινχάουζ. Αλλά η Adele, έχοντας μεγαλώσει μόνο με τη μάνα της, στερημένη πολυτέλειες και χωρίς να είναι ποτέ το «καυτό» κορίτσι της γειτονιάς, δεν άλλαξε χαρακτήρα μετά την επιτυχία του ντεμπούτου της. Παραμένοντας μια παχουλή ασχημούλα, με πιο κακή συνήθεια τα δύο ποτήρια κρασί παραπάνω, όσο περιμένει να ασχοληθεί μαζί της κανας μεθυσμένος συνομήλικός της στα κλαμπ του Λονδίνου, εκπροσωπεί τον απόλυτο μέσο όρο, με τον οποίον τόσο εύκολα μπορεί να ταυτιστεί από ένα κορίτσι 15 ετών μέχρι και η γιαγιά στην οποίαν θυμίζει τα ‘60s με τον ήχο και το στυλ της. Κι αυτό, σε μια εποχή που μουσικά ορίζεται από το “X-Factor” και το “American Idol”, όπου ακόμη και μια Σούζαν Μπόιλ μπορεί να κυνηγήσει το παιδικό της όνειρο, είναι η ιδανική συνταγή επιτυχίας. Απλά δεν χωράει πολλούς. Όποια επιχειρήσει τώρα να αντιγράψει την Adele θα μείνει στην (διόλου ευκαταφρόνητη) σκιά της.

(To κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Κ" της "Καθημερινής" το Μ. Σάββατο, 23.04.2011)


Adele - Someone Like You (Live at the 2011 BRITs)

1 σχόλιο:

Vasilakos είπε...

To κλείσιμό της, όπου σηκώνει το αριστερό της πόδι της από αμηχανία και ψελίζει συγκινημένη "thanks" αρνούμενη συνειδητά να κοιτάξει προς τη μεριά του κοινού δαγκώνοντας νευρικά τα χείλη της με δάκρυα στα μάτια, δείχνει πολλά για το χαρακτήρα της. Για τη φωνή της τί να πεί κανείς, το standing ovation των 30'' είναι απόλυτα αντιπροσωπευτικό. Εκπληκτικό άρθρο.