Την εποχή που η κυβέρνηση Μπους επέτρεψε την καταστροφή της Νέας Ορλεάνης, δούλευα στο ραδιόφωνο κι ένιωθα υποχρέωσή μου να παίζω σε κάθε εκπομπή (όχι ότι το πήρε είδηση κανείς) το "Blues for New Orleans" του Duke Ellington, αυτόν τον υπέροχο ύμνο, με το γουργουρητό του hammond του "Wild" Bill Davis και το σαξόφωνο του Johnny Hodges, στο τελευταίο σόλο της ζωής του (πέθανε στην διάρκεια της ηχογράφησης του άλμπουμ, με αποτέλεσμα να ακούγεται στα μισά κομμάτια του "New Orleans Suite"). Τους επόμενους μήνες, κυκλοφόρησαν και άλμπουμ τα έσοδα των οποίων πήγαν στην ανακούφιση των θυμάτων του τυφώνα Κατρίνα, όπως η ζωντανή ηχογράφηση της συναυλίας που διοργάνωσε στο Jazz at the Lincoln Center o Wynton Marsalis, με δεκάδες καλεσμένους (ανάμεσά τους η Diana Krall, η οποία τραγούδησε το "Basin Street Blues", στην καλύτερη ίσως ερμηνεία της καριέρας της) ή το ανατριχιαστικό "Sippiana Hericane" του Dr. John. Οπότε εμπλούτισα το ρεπερτόριο, χωρίς να ξεχνάω να βάζω και το "Do you know what it means to miss new orleans", φυσικά.
Τα θυμήθηκα όλα αυτά γιατί τις τελευταίες τρεις εβδομάδες παρακολουθώ με προσήλωση το "Treme", την τελευταία "καλύτερη-σειρά-στην-ιστορία-της-τηλεόρασης" (μη γελιόμαστε, αυτή παραμένει το "Singing Detective" ισοψηφώντας με τους "Sopranos" - οι υπόλοιπες ακολουθούν με μεγάλη διαφορά).
Η σειρά εξελίσσεται τρεις μήνες μετά την καταστροφή και καταγράφει ακριβώς τις προσπάθειες αυτής της κοινότητας να σταθεί ξανά στα πόδια της και να συνεχίσει την ζωή της. Είναι ένα συναρπαστικό χρονικό, με την μουσική να διεκδικεί κανονικό ρόλο ανάμεσα στους πρωταγωνιστές - και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Μιλάμε για Νέα Ορλεάνη, την πόλη όπου γεννήθηκε η τζαζ και που συνεχίζει να παράγεται η καλύτερη λαϊκή μουσική του κόσμου (κάποιοι Βραζιλιάνοι ίσως διαφωνούν μ' αυτό) - η μουσική για το "Treme" είναι ό,τι ήταν το dating για το "Sex & the City", οι φόνοι για τους "Sopranos" (ή το "Law & Order"), οι εξωγήινοι για το "X-Files": το σημείο αναφοράς, η κινητήρια δύναμη, αυτό που κινεί τον μύθο. Στα τρία μέχρι στιγμής επεισόδια έχουν εμφανιστεί ο θεός Kermit Ruffins, o Elvis Costello (μόνος του και με τον Allen Toussaint), οι Galactic, o Dr. John (φυσικά) και η συνέχεια αναμένεται να είναι ανάλογη.Οι ιστορίες των "κανονικών" πρωταγωνιστών είναι αντάξια της μουσικής - και σε τελική ανάλυση, προσωπικά βρίσκω πολύ ανακουφιστικό, μετά από τόσα χρόνια που η τηλεοπτική μυθοπλασία περιστρέφεται γύρω από φόνους, δολοπλοκίες, σεξ κ.ο.κ., να υπάρχει μια σειρά που ασχολείται με ανθρώπους που παλεύουν να βγάλουν το μήνα, να βρουν τους αγνοούμενους συγγενείς τους, να ξαναχτίσουν τα κατεστραμμένα τους σπίτια.
Οι χαρακτήρες είναι εξαιρετικοί - και ο τρόπος που αναπτύσσονται από επεισόδιο σε επεισόδιο υποδειγματικός, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ζευγάρι των πλανόδιων μουσικών που, από μια σκηνή στο δεύτερο επεισόδιο σχεδόν μονοπώλησαν το τρίτο.
Πεθαίνω με τον "big chief" Άλμπερτ Λαμπρό, που επιστρέφει με το κοντραμπάσο και την ινδιάνικη στολή του μένοντας σε ένα μπαρ (το σπίτι του είναι κατεστραμμένο) αποφασισμένος να διασώσει την παράδοση του Mardi Gras, παρά τις αντιρρήσεις των παιδιών του (ο γιος του είναι υποτίθεται ένας τζαζ τρομπετίστας που κάνει καριέρα στην Νέα Υόρκη - άμεση παραπομπή στον Christian Scott).
Λατρεύω την Ζανέτ Ντεσοτέλ, μαγείρισσα που παλεύει να ξαναφτιάξει το εστιατόριό της (γιατί δεν ήξερα την Kim Dickens; κάποιος πρέπει να πληρώσει γι 'αυτό!), αντιμέτωπη με προμηθευτές που της κόβουν την πίστωση, ανύπαρκτο προσωπικό, γονείς που δεν της δανείζουν - κι έναν εκνευριστικά loser on-off εραστή, τον μουσικό και dj με τα χαρακτηριστικά του Steve Zahn,
ο οποίος δεν χάνει ευκαιρία να θεωρητικολογήσει για την ιστορία και την κουλτούρα της Νέας Ορλεάνης, προτείνοντας ακόμα και την ιδέα να αναζητήσει η πόλη σωτηρία όχι από το κράτος, αλλά από την Μαφία, η οποία στο παρελθόν έθρεψε την τζαζ (η σκηνή που παίζει στην εκπομπή του το Buona Sera του Λούι Πρίμα, είναι η ωραιότερη χρήση αυτού του κομματιού ως soundtrack οπτικοακουστικού έργου).
Εξίσου υπέροχος θεωρητικός της Νέας Ορλεάνης ο οξύθυμος πανεπιστημιακός του John Goodman, φέρνει αγαλλίαση στους φαν του Big Lebowski.Η γυναίκα του, η Τόνι Μπερνέτ, η μαχητική δικηγόρος (την υποδύεται η καταπληκτική Melissa Leo) είναι η γείωση, το συνδετικό στοιχείο των ηρώων, εκείνη που αναλαμβάνει την επικοινωνία τους με τους θεσμούς, το κράτος, τους "εχθρούς" της πόλης με άλλα λόγια.
Aλλά η καρδιά μου είναι με τον Αντουάν Μπατίστ, τον μαλαγάνα μπατίρη τρομπονίστα που υποδύεται ο Wendell Pierce (ο οποίος στα ρεπό του παρουσιάζει εκπομπές στο τζαζ ραδιόφωνο του Νιούαρκ) που αναγκάζεται να δουλέψει στα μαγαζιά-τουριστοπαγίδες της Bourbon Street. Καθ' οδόν, σταματά σοκαρισμένος μπροστά από το κατεστραμμένο Preservation Hall. H αλήθεια είναι ότι αυτός ο ναός της μουσικής που κρατά αναμμένη την φλόγα της παραδοσιακής τζαζ της Νέας Ορλεάνης δεν έχει καταφέρει ακόμα να σταθεί στα πόδια του και χρειάζεται τη βοήθειά μας. Γι' αυτό και φέτος κυκλοφόρησε ένα καταπληκτικό δισκάκι με την ορχήστρα να συνοδεύεται από μια dream team της αμερικανικής μουσικής, από τον Pete Seeger, τον Richie Havens και τον Tom Waits μέχρι την Ani Di Franco και τον Andrew Bird. Αν είναι να αγοράσεις ένα δισκάκι νεορλεανέζικης μουσικής αυτήν την άνοιξη, ξέρεις ποιο θα είναι αυτό.
27 Απρ 2010
26 Απρ 2010
Στιγμές από τα Μουντιάλ που θυμάμαι: 1986, Μεξικό #2 (Όταν η Σοβιετική Ένωση εισέβαλε στην Ουγγαρία)
Το 1982 το Subbuteo ήταν για μένα ένας απαγορευμένος καρπός. Επιτραπέζιο ποδοσφαιράκι έπαιζα μόνο σε αυτά τα μικρά, τα πλαστικά, που διέθεταν δύο εντεκάδες, τους κόκκινους και τους μπλε, στηριγμένους σε ελατήρια. Ο μπαμπάς μου θεωρούσε το Subbuteo ακριβό δώρο κι ήμουν, συνεπώς, αναγκασμένος να το απολαμβάνω μόνος μου -και πολύ προσεκτικά- για μερικά μόνο δευτερόλεπτα, όταν άφηναν το δικό τους για λίγο τα μεγαλύτερα σε ηλικία ξαδέλφια μου. Κάποια ζημιά θα είχα κάνει στην πρώτη μου επαφή με τους παίκτες - μινιατούρες, γιατί ούτε με έπαιζαν, ούτε μου έδιναν τη Βραζιλία ή την Ιταλία να μαλακιστώ, μόνο κάτι παλιές, σπασμένες αγγλικές, κάτι Άστον Βίλα και κάτι Νόριτς, με τους μισούς παίκτες κυριολεκτικά... μισούς.
Το 1986, όμως, ήμουν πια 11 ετών, καλός μαθητής και με ένα στοιχειώδες χαρτζιλίκι που θα μπορούσε να στηρίξει την αρχική πατρική επένδυση. Έλαβα λοιπόν το πρώτο πακετάκι, με την τσόχα, τα τέρματα, τη Ρεάλ Μαδρίτης και την Άντερλεχτ για πρωτοχρονιάτικο δώρο και επένδυσα τα υπόλοιπα δώρα -που οι γιαγιάδες μου έκαναν παραδοσιακά σε ρευστό- για να αγοράσω μερικές ακόμη ομάδες και το παραδοσιακή φράκτη για να μη φεύγει η μπάλα. Απέφυγα αυτές που είχαν ήδη οι φίλοι και οι συγγενείς μου (δηλαδή όλες τις καλές -είχα αργήσει πάαααρα πολύ να μπω στο μαγικό κόσμο του Subbuteo) και διάλεξα από τις υπόλοιπες με βασικό κριτήριο το πόσο μου άρεσε η φανέλα. Πήρα, βέβαια, και την ΑΕΚ, την ομάδα μου. Οι δύο που θυμάμαι πιο έντονα ήταν η Παρί Σεν Ζερμαίν και η Εθνική Ουγγαρίας.
Για τους Μαγυάρους εκείνα τα χρόνια είχε φτιάξει η Adidas μια παραλλαγή της κλασικής κόκκινης φανέλας με το λευκό σορτς και τις πράσινες κάλτσες. Είχε προσθέσει οριζόντιες λευκές γραμμές στη φανέλα, όχι ίδιου μεγέθους -καμμία σχέση με Σέλτικ ή Κιου Πι Άρ δηλαδή- αλλά πιο παχιές ψηλά, στο λαιμό, και πιο λεπτές κάτω στην κοιλιά. Δεν έμοιαζαν ούτε με εκείνες της αγαπημένης μου ομάδας όλων των εποχών, της Γαλλίας, που στην ουσία ήταν μια μεγάλη κόκκινη και τρεις πιο μικρές, σαν τις συνήθεις ρίγες των ρούχων της Adidas. Η εμφάνιση της Ουγγαρίας είχε κάτι το μοναδικό, γι' αυτό και την είχα λατρέψει. Επίσης, στο άλμπουμ της Panini είδα ότι τη χώρα δεν τη λένε Ουγγαρία, αλλά Μαγκιαρόρζαγκ (ακόμη δεν είμαι σίγουρος πού ακριβώς πέφτει ο τόνος) και αυτό με είχε ιντριγκάρει τα μάλα. Βάλε και ότι στη σύνθεσή της φιγούραρε το μουστάκι του Μάρτον Εστερχάζι, που φιγούραρε στην κεφαλή της επίθεσης της τότε άνυδρης ΑΕΚ (από το ΄87 μαζί και με τον παμμέγιστο Χένρικ Νίλσεν) και θα καταλάβεις ότι εκείνο το μεσημέρι της 2ας Ιουνίου του 1986, ήμουν φίλα προσκείμενος σε εκείνη την ομάδα και όχι στο μεγάλο φαβορί για το ματς που ήταν η Σοβιετική Ένωση.
Για τους Μαγυάρους εκείνα τα χρόνια είχε φτιάξει η Adidas μια παραλλαγή της κλασικής κόκκινης φανέλας με το λευκό σορτς και τις πράσινες κάλτσες. Είχε προσθέσει οριζόντιες λευκές γραμμές στη φανέλα, όχι ίδιου μεγέθους -καμμία σχέση με Σέλτικ ή Κιου Πι Άρ δηλαδή- αλλά πιο παχιές ψηλά, στο λαιμό, και πιο λεπτές κάτω στην κοιλιά. Δεν έμοιαζαν ούτε με εκείνες της αγαπημένης μου ομάδας όλων των εποχών, της Γαλλίας, που στην ουσία ήταν μια μεγάλη κόκκινη και τρεις πιο μικρές, σαν τις συνήθεις ρίγες των ρούχων της Adidas. Η εμφάνιση της Ουγγαρίας είχε κάτι το μοναδικό, γι' αυτό και την είχα λατρέψει. Επίσης, στο άλμπουμ της Panini είδα ότι τη χώρα δεν τη λένε Ουγγαρία, αλλά Μαγκιαρόρζαγκ (ακόμη δεν είμαι σίγουρος πού ακριβώς πέφτει ο τόνος) και αυτό με είχε ιντριγκάρει τα μάλα. Βάλε και ότι στη σύνθεσή της φιγούραρε το μουστάκι του Μάρτον Εστερχάζι, που φιγούραρε στην κεφαλή της επίθεσης της τότε άνυδρης ΑΕΚ (από το ΄87 μαζί και με τον παμμέγιστο Χένρικ Νίλσεν) και θα καταλάβεις ότι εκείνο το μεσημέρι της 2ας Ιουνίου του 1986, ήμουν φίλα προσκείμενος σε εκείνη την ομάδα και όχι στο μεγάλο φαβορί για το ματς που ήταν η Σοβιετική Ένωση.
Για τον πιο σημαντικό συμβολισμό εκείνου του ματς δεν γνώριζα απολύτως τίποτε. Το όνομα Ίμρε Νάγκι, για παράδειγμα, του μεταρρυθμιστή κομμουνιστή πρωθυπουργού της Ουγγαρίας που δολοφονήθηκε το '58 από το πιο σκληροπυρηνικό, σταλινικό, κομμάτι του τοποθετημένου από τους Σοβιετικούς καθεστώτος δεν μου έλεγε τίποτε. Μου έλεγε κάτι ο Ίμρε Γκάραμπα, στόπερ, και ο Άνταλ Νάγκι, αριστερό χαφ, ο Ίμρε Νάγκι νάδα. Δεν ήξερα και πολλά για την έξοδο της Ουγγαρίας από την κομμουνιστική επιρροή, κάτι που το 1986 ήταν πια σαφές και απλά θέμα χρόνου να εκφραστεί και συνταγματικώς (το '87 ανέλαβε πρωθυπουργός ο Κάρολι Γκροσζ, από το '88 άνοιξε τα σύνορα ελεύθερα -και όχι μόνο στους ποδοσφαιριστές- και το '89 οργάνωσε ελεύθερες εκλογές). Αντιθέτως, γνώριζα πολύ καλά τι παικταράς ήταν ο Λάγιος Ντέταρι και πολύ είχα χαρεί που δύο χρόνια μετά θα ερχόταν να παίξει στην Ελλάδα (αν και μισούσα τον Ολυμπιακό, πήγαινα και τον έβλεπα στο Ολυμπιακό Στάδιο συχνά). Τέλος πάντων. Στο ελληνικό πρωτάθλημα θα έπαιζε κάποιο ρόλο τελικά και η μισή Σοβιετική Ένωση που έμπαινε στο Ιραπουάτο ως αντίπαλος της Ουγγαρίας εκείνη την ημέρα.
Ή μάλλον, αυτοί που κάθονταν στον πάγκο εκείνη την ημέρα ήταν αυτοί που θα έπιαναν λιμάνι στον Πειραιά πιο μετά. Φαντάσου τι ομαδάρα ήταν η Σοβιετική Ένωση του 1986 που ο Μπλαχίν, ο καλλίτερός της παίκτης το '82, και τα υπερηχητικά ΜIG (πόσο λατρεύω τα ποδοσφαιρικά κλισέ) που θαυμάσαμε κάποια χρόνια μετά και εδώ, ο Λιτόφτσενκο κι ο Προτάσοφ, ήταν αναπληρωματικοί. Ο Σάβιτσεφ δεν έπαιζε κάν στην εθνική τότε...
Οι Ούγγροι πήραν την κρυάδα από το 2ο κιόλας λεπτό. Στο 4' το σκορ είχε γίνει 2-0. 3-0 στο ημίχρονο, 6-0 τελικό. Ήταν σαν ο Κόκκινος Στρατός να πέρναγε μία ακόμη φορά από τη Βουδαπέστη, μία τελευταία, για να θυμίσει στους Μαγυάρους δεινά και κακουχίες. Και εγώ, συνέχισα μεν να συμπαθώ τους Ούγγρους, αλλά μετά από αυτή την εκθαμβωτική εμφάνιση των Σοβιετικών, με το καθολικό ποδόσφαιρο, την πίεση σε όλο το γήπεδο και το ξεδίπλωμα των επιθέσεων με μπαλιές που δίνονταν με τη μία σε αστραπιαίο χρόνο, κατάλαβα ότι αυτή η ομάδα ήταν να φτάστει ψηλά. Στον ίδιο όμιλο έπαιζαν και οι αγαπημένοι μου Γάλλοι κι άρχισα να εύχομαι να μην τους συντρίψουν κι αυτούς (δεν το έκαναν, το Γαλλία - ΕΣΣΔ έληξε 1-1 και το γκολ των Σοβιετικών πέτυχε ο αγαπημένος μου παίκτης τους τότε, ο Ουκρανός Βασίλι Ρατς, με μια βολίδα από τα 40 μέτρα). Οι Σοβιετικοί τελικά προκρίθηκαν πρώτοι στον όμιλο χάρη στη διαφορά γκολ (κέρδισαν και τον Καναδά 2-0, ενώ οι Γάλλοι με 1-0 και τους Ούγγρους με 3-0), αλλά στον επόμενο γύρο αντιμετώπισαν το μεγαλύτερο Βέλγιο όλων των εποχών και την έχθρα της FIFA προς ο,τιδήποτε κομμουνιστικό, όπως εκφράστηκε από τον Σουηδό διαιτητή Έρικ Φρέντρικσον. Αποκλείστηκαν 3-4 στην παράταση...
(Στο επόμενο: Έλκιερ, Λάουντρουπ, Γιέσπερ Όλσεν!)
25 Απρ 2010
24 Απρ 2010
Γιατί έχει συννεφιά σήμερα;
Μα, γιατί πέθανε ο Τζιν Λις, ο άνθρωπος που έγραψε τους (αγγλικούς) στίχους στο πιο καλοκαιρινό τραγούδι όλων των εποχών
Set as Wallpaper
23 Απρ 2010
Kick-Ass Kicks Ass
"Είδες το 'Kick-Ass'; Είναι κάτι ανάμεσα σε 'Kill Bill' και τα ανέκδοτα με την Αννούλα". Η κριτική του φίλου (το γούστο του οποίου σέβομαι απεριόριστα) με έψησε. Όχι ότι ήθελα πολύ ψήσιμο. Έχω ήδη αγαπήσει το κόμικ στο οποίο βασίζεται η ταινία - και όχι μόνο επειδή έχει βγει από το πενάκι ενός από τους αγαπημένους μου σχεδιαστές, του Τζον Ρομίτα Τζούνιορ. Όχι, αυτό που παραμένει το πιο γοητευτικό στοιχείο στο "Kick-Ass" είναι η ανάδειξη του έφηβου geek, αυτού του αντικοινωνικού, μονομανούς, άχαρου ανθρωπότυπου, που έχει ως σύστημα αναφοράς τα κόμιξ, τα videogames και την μυθοπλασία του φανταστικού, σε ήρωα. Και όταν λέμε "ήρωα" εννοούμε κανονικό ήρωα, που υπερασπίζεται τους αδύνατους, τα βάζει με τους κακούς, απονέμει δικαιοσύνη. Προσωπικά, με συγκίνησε κι ένα ακόμη δομικό στοιχείο του Kick-Ass: το ότι το κίνητρο που ώθησε τον πιτσιρικά πρωταγωνιστή στον ηρωισμό δεν ήταν μια σκοτεινή ιστορία εκδίκησης ή κάτι τέτοιο, αλλά η μοναξιά, η αποξένωση και η απελπισία. Από αυτήν την άποψη, το "Kick-Ass" είναι ένα υπέροχο "what if", η πραγματοποίηση (έστω στο χαρτί/ στην οθόνη) του υπέρτατου ονείρου κάθε έφηβου αναγνώστη των κόμιξ με σούπερ-ήρωες: να γίνει και ο ίδιος σούπερ-ήρωας, να φορέσει μια εφαρμοστή στολή, να υιοθετήσει μια κρυφή ταυτότητα και να τα περιπολεί τις νύχτες στην πόλη, πολεμώντας τους κακούς. Στην περίπτωση του νεαρού ήρωα του κόμικ η εφαρμοστή στολή είναι από νεοπρέν, το όνομα (Kick-Ass) του το έδωσαν οι θεατές των περιπετειών του στο Youtube και οι μάχες με τους κακούς σήμαιναν ένα γερό ξυλοφόρτωμα για τον ίδιο. Είναι το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένη η καλύτερη σάτιρα κι αν σ' αυτό προσθέσεις έναν φασίζοντα ψυχωτικό πατέρα/ σούπερ ήρωα που εκπαιδεύει την ανήλικη κόρη του να γίνει φονική μηχανή, πασπαλίσεις με μπόλικο φετιχισμό της βίας, έχεις μια ακαταμάχητη συνταγή. Μια συνταγή που λειτουργεί άψογα στο κόμικ, αλλά είναι φτιαγμένη για να γίνει ταινία - κι αυτή είναι η συνήθης μομφή που απευθύνεται στον σεναριογράφο Μαρκ Μίλαρ, ότι χρησιμοποιεί το μέσο του κόμικ ως προθάλαμο για το Χόλιγουντ. Η άλλη μομφή αφορά ακριβώς την ιστορία του "Big Daddy" και του "Hit Girl" - ένας πατέρας καταστρέφει δια παντός την παιδική ηλικία και την ψυχική υγεία της κόρης του κι εμείς χειροκροτάμε, διασκεδάζοντας: δεν είναι λίγο ανήθικο αυτό; Ήταν η ερώτηση που έθεσα στον Ρομίτα την περασμένη Παρασκευή, όταν τον συνάντησα στο πλαίσιο του Comicdom Con. Η απάντησή του με ικανοποίησε. Μου επεσήμανε όλες αυτές τις περιπτώσεις γονέων που πιέζουν τα παιδιά τους να γίνουν πρώτοι μαθητές, που τα οδηγούν στον πρωταθλητισμό, τους διαγωνισμούς ομορφιάς, που τα βάζουν να εξασκούνται με τις ώρες στον χορό, την μουσική, οτιδήποτε. Το "Hit Girl" είναι όλα αυτά τα παιδιά, μόνο που αντί να μαθαίνει ρυθμική γυμναστική, μαθαίνει να σκοτώνει με αποτελεσματικότητα νίντζα. Το στοιχείο της σάτιρας που λέγαμε... Τώρα έχω ένα αναλυτικό εργαλείο για να απολαύσω το όργιο βίας της ταινίας - πολλώ δε μάλλον που τον ρόλο του "Hit Girl" ενσαρκώνει η Κλόι Μόρετζ, που έκλεψε με τεράστια άνεση όλες τις σκηνές που εμφανιζόταν στο "500 days of Summer", αποδεικνύοντας ότι δεν θα ξεμπερδέψουμε εύκολα με δαύτη.
Χρόνια Πολλά Γιώργο!
...Σαλαμπάση
(Ο Γ.Σ. είναι υποψήφιος στο poll του ΠΠC στην τέρμα δεξιά στήλη και τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές είχε πάρει μόλις 4 ψήφους.)
22 Απρ 2010
That Χίψτερ Porn
Είχα ξεχάσει να σου γράψω γι' αυτό το site. Μου το θύμισε σήμερα η Lifo. Άργησα. Πάρε δύο εικόνες κι ένα link τουλάχιστον.
Βρέχει στη Σαγκάη, σκοράρει ο Ρομπέν, χάνει η Μπαρτσελόνα
Ο Ντέιβιντ Κούλθαρντ σχολιάζει στη μετάδοση του BBC / Ο Μίκαελ Σουμάχερ πιλοτάρει / Κάποτε ήταν αντίπαλοι / Ο Πεπ Γκουαρντιόλα φοράει ποσέτ / Ο Μουρίνιο έχει ξεκούμπωτο το σακάκι. Κουνιέται συνέχεια / Ο Ρομπέν νιώθει μπλοκαρισμένος / Ο Λορίς δεν είναι στη μέρα του σήμερα / Ο Κούλθαρντ το ξέρει, το περιμένει, το σχολιάζει ατάραχος / Ο Σουμάχερ αγκομαχάει, παλεύει με φαντάσματα / Βρέχει στη Σαγκάη / Ο διαιτητής δεν θα σου χαριστεί / Ο Μέσι; Πού είναι ο Μέσι; / Πλησιάζει ο Φέτελ. Τον Φέτελ τον έχουν πει «νέο Σουμάχερ» / Ο Νίκο Ρόζμπεργκ είναι ψηλά, πολύ ψηλά. Οδηγάει κι αυτός Mercedes. Όπως ο Σουμάχερ. Δεν αγκομαχάει / Ο Πεπ Γκουαρντιόλα είναι ανήσυχος / Κανείς δεν φυλάει τον Μάξουελ. Πάσα, γκολ, 0-1 / Ο Μουρίνιο δεν έχει κάνει κανένα λάθος / Ο Φέτελ περνάει / Ο Γουέμπερ περνάει / Ο Βιτάλι Πετρόφ περνάει / Ποιος είναι ο Βιτάλι Πετρόφ; / Γκολ, 1-1 / Ο Μουρίνιο ξέρει / Και ο Κούλθαρντ ξέρει, δεν θέλει να το πει τελείως κυνικά, αλλά ξέρει ότι θα συμβεί / Ο Μίκαελ Σουμάχερ είναι 41 ετών / Ο Χάμιλτον έχει περάσει εδώ και ώρα / Ο Ριμπερί μπερδεύει το πόδι για μπάλα / Ο Φαν Χαάλ ξέρει / Κόκκινη κάρτα / Γκολ, 2-1 / Ο Πεπ Γκουαρντιόλα δεν ξέρει / Γκολ, 3-1 / Ο Τουλαλάν είναι τεράστιο αμυντικό χαφ. Αλλά δεν είναι στόπερ / Ο Βιτάλι Πετρόφ; / Δεύτερη κίτρινη, κόκκινη / Μία φορά θέλει να νιώσει ελεύθερος ο Ρομπέν. Να σουτάρει με το αριστερό / Η βροχή δεν σταματάει στη Σαγκάη / Ο Μπάτον κερδίζει / Ελεύθερος. Σουτάρει. 1-0 / Ο Μουρίνιο είναι ο μεγαλύτερος προπονητής στον κόσμο / Με διαφορά.
21 Απρ 2010
International Metaxa Brand Ambassador
Ό,τι πιο γελοίο έχω δει από τότε που ο Κούγιας πήδηξε σε live μετάδοση τη μάντρα του Alter.
Το άλλο ισλανδικό ηφαίστειο
Την λένε Ανίτα Μπρίεμ. Ίσως την έχεις δει στον δεύτερο κύκλο του "Tudors", να υποδύεται την Τζέιν Σίμορ, την τρίτη σύζυγο του Ερίκου του 8ου. Ίσως πάλι την είδες στο "Ταξίδι στο κέντρο της Γης". (Η πιθανότητα να την έχεις δει και στα δύο είναι απειροελάχιστη, απευθύνονται σε τελείως διαφορετικό κοινό). Μπορείς επίσης να την ακούσεις να τραγουδά, μπιορκίζοντας ασύστολα, το "C' est si bon", συνοδεία της ηρωικής Preservation Hall Jazz Band της Νέας Ορλεάνης, σε ένα καταπληκτικό δισκάκι στο οποίο θα επανέλθω πολύ σύντομα.
20 Απρ 2010
Culture Overdose (kids, don't try this at home)
Έβρεχε του σκοτωμού, εκείνο το πρωί, παρ' όλα αυτά δεν το βάλαμε κάτω. Πήραμε τις ομπρέλες μας (που τις διέλυσε ο αέρας), πήραμε τραίνα και λεωφορεία και στις 12 ήμασταν στο δισκάδικο "J&R", όπου εκείνη την ημέρα έβγαινε για πρώτη μέρα σε κυκλοφορία το "Yesterday, You Said Tomorrow", το τελευταίο άλμπουμ του Κρίστιαν Σκοτ. Ο ίδιος ο "σημαντικότερος-τζάζμαν-κάτω-των-30 ετών" βρισκόταν εκεί με την καταπληκτική του μπάντα, γιορτάζοντας την κυκλοφορία με ένα 40λεπτο σετ, που περιλάμβανε τρία μόλις τραγούδια - ένα δικό του, την ήδη συζητημένη διασκευή του στο "Eraser" του Τομ Γιορκ και μια εκρηκτική διασκευή στο E.S.P. του Γουέιν Σόρτερ, που του επέτρεψε να δείξει την κλάση του και να ενθουσιάσει τους - καμιά τριανταριά - φαν που είχαν μαζευτεί εκείνο το βροχερό πρωινό στον δεύτερο όροφο του δισκάδικου. "Ακόμη και στη Νέα Υόρκη μειοψηφία είσαι, αγάπη μου", με περιέπαιξε η γυναίκα της ζωής μου. Ο Κρίστιαν Σκοτ είναι ένας μάλλον τσαμπουκαλής μουσικός που δεν σέβεται κανέναν και τίποτε στο τζαζ κύκλωμα (κι αυτό είναι ένα από τα προσόντα του), αλλά από κοντά είναι συμπαθέστατος. Όταν τού έδωσα το cd να μού υπογράψει το εξώφυλλο, τού θύμισα ότι έχουμε επικοινωνία στο Twitter και κανονίσαμε να τα πούμε και τηλεφωνικά, για ένα από τα προσεχή τεύχη του "Jazz & Τζαζ". Ήμουν πανευτυχής.
Βγήκαμε από το δισκάδικο και έβρεχε ακόμη - λιγότερο όμως - οπότε ψάξαμε για ένα ακόμη μέρος που να μας προστατεύσει από την βροχή. Ποιο καλύτερο από το σημαντικότερο μουσείο μοντέρνας τέχνης του κόσμου; Πολύ περισσότερο δε που φιλοξενούσε μια μεγάλη έκθεση-αφιέρωμα στον Τιμ Μπέρτον.
Ως φετιχιστής - και φαν της Μισέλ Φάιφερ - δεν έχω ξεπεράσει ακόμη το ότι είδα με τα ίδια μου τα μάτια την στολή που φορούσε ως Catwoman στο (αξεπέραστο) Batman Returns, το λιγότερο σημαντικό από τα εκθέματα του συναρπαστικού αφιερώματος, που περιλάμβανε ακόμη και τα σημειωματάρια του Μπέρτον, όταν απλώς ονειρευόταν να δουλέψει για την Disney. Αλλά δεν ήταν αυτή η σημαντικότερη από τις εκθέσεις του Μουσείου. Αυτή πρέπει να ήταν η εκθεση του Γουίλιαμ Κέντριτζ, ενός καλλιτέχνη τον οποίο, ομολογώ, αγνοούσα, αλλά με λύγισε η δύναμη του έργου του. Δεν μπορώ να πω το ίδιο για την αναδρομική της Μαρίνα Αμπράμοβιτς, που περιλάμβανε βίντεο από παλιές της περφόρμανς - και αναπαραστάσεις μερικών από αυτές, από νεαρούς καλλιτέχνες (μοντέλα;). Η ίδια η Αμπράμοβιτς, με το ίδιο γυάλινο βλέμμα της ψυχοπαθούς (TM) βρισκόταν στο μουσείο για την περφόρμανς "the artist is present", στην οποία καλούσε τους επισκέπτες να κάτσουν απέναντί της σιωπηλοί, για όσο αντέξουν (ή μέχρι να γελάσει κάποιος πρώτος, δεν είμαι σίγουρος - αν και δεν νομίζω ότι η Αμπράμοβιτς έχει γελάσει ποτέ).
Mε το σύνδρομο του Στεντάλ να μας έχει κάνει το κεφάλι καζάνι και το στομάχι κόμπο (ή το αντίθετο), κατευθυνθήκαμε προς το "Magnolia Bakery", να κάνουμε κάτι για το στομάχι, τουλάχιστον - ένα red devil cupcake (με κρέμα βανίλια), ας πούμε, για να ανεβάσει τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα, και να μας δώσει ενέργεια για αυτό που θα επακολουθούσε.
Το ραντεβού μας ήταν στο θέατρο Cort, όπου ένας εκλεκτός θίασος ανέβασε το κλασικό πλέον "View From the Bridge", του Άρθουρ Μίλερ, αυτήν την αρχαία τραγωδία δωματίου, που αναμοχλεύει την παθογένεια των μικρών κοινωνιών (και δεν υπάρχει μικρότερη κοινωνία από μια οικογένεια).
Η διαφημιστική επιγραφή έχει δίκιο: η λατρεμένη Σκάρλετ ήταν πράγματι μια αποκάλυψη. Το ότι την αγαπώ είναι γνωστό, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θεωρώ ότι είναι καλή ηθοποιός (η αλήθεια είναι ότι, με εξαίρεση το Match Point και το Lost in Translation, όπου αλλού την έχω δει είναι κάτω του μετρίου). Εδώ όμως άλλαξα γνώμη. Παίζοντας ένα καταπιεσμένο κορίτσι που χάνει σταδιακά την αθωότητά του στο Μπρούκλιν του '50, ήταν συγκινητική, με εντυπωσιακή εκφορά και ακόμα πιο δουλεμένη κινησιολογία. Η χημεία της με τον - καταπληκτικό, πάντα, έτσι κι αλλιώς - Λιβ Σράιμπερ ήταν εκρηκτική. Έκοβες την ένταση με το μαχαίρι.
Βγαίνοντας από το θέατρο ήμασταν ήδη αποκαμωμένοι - και θεονηστικοί. Μπήκαμε στο πρώτο ταξί που βρήκαμε και κατευθυνθήκαμε νότια, στο "Balthasar", για να στυλωθούμε με κρεμμυδόσουπα και ό,τι άλλο γαλλικό πιάτο είχε εξαμερικανίσει ο σεφ. Ήμασταν στο σωστό μέρος, κάτι που επιβεβαιώθηκε όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Λάρι Ντέιβιντ. Ακριβώς ο άνθρωπος που θέλεις να δεις στο τέλος μιας τέτοιας μέρας...
(Και για όποιον δεν κατάλαβε, έχω ήδη δύο εβδομάδες που γύρισα από την Νέα Υόρκη και ακόμη δεν έχω συνέλθει - αλλά δεν θα επανέλθω, το υπόσχομαι. Θα υποφέρω σιωπηλά).
Βγήκαμε από το δισκάδικο και έβρεχε ακόμη - λιγότερο όμως - οπότε ψάξαμε για ένα ακόμη μέρος που να μας προστατεύσει από την βροχή. Ποιο καλύτερο από το σημαντικότερο μουσείο μοντέρνας τέχνης του κόσμου; Πολύ περισσότερο δε που φιλοξενούσε μια μεγάλη έκθεση-αφιέρωμα στον Τιμ Μπέρτον.
Ως φετιχιστής - και φαν της Μισέλ Φάιφερ - δεν έχω ξεπεράσει ακόμη το ότι είδα με τα ίδια μου τα μάτια την στολή που φορούσε ως Catwoman στο (αξεπέραστο) Batman Returns, το λιγότερο σημαντικό από τα εκθέματα του συναρπαστικού αφιερώματος, που περιλάμβανε ακόμη και τα σημειωματάρια του Μπέρτον, όταν απλώς ονειρευόταν να δουλέψει για την Disney. Αλλά δεν ήταν αυτή η σημαντικότερη από τις εκθέσεις του Μουσείου. Αυτή πρέπει να ήταν η εκθεση του Γουίλιαμ Κέντριτζ, ενός καλλιτέχνη τον οποίο, ομολογώ, αγνοούσα, αλλά με λύγισε η δύναμη του έργου του. Δεν μπορώ να πω το ίδιο για την αναδρομική της Μαρίνα Αμπράμοβιτς, που περιλάμβανε βίντεο από παλιές της περφόρμανς - και αναπαραστάσεις μερικών από αυτές, από νεαρούς καλλιτέχνες (μοντέλα;). Η ίδια η Αμπράμοβιτς, με το ίδιο γυάλινο βλέμμα της ψυχοπαθούς (TM) βρισκόταν στο μουσείο για την περφόρμανς "the artist is present", στην οποία καλούσε τους επισκέπτες να κάτσουν απέναντί της σιωπηλοί, για όσο αντέξουν (ή μέχρι να γελάσει κάποιος πρώτος, δεν είμαι σίγουρος - αν και δεν νομίζω ότι η Αμπράμοβιτς έχει γελάσει ποτέ).
Mε το σύνδρομο του Στεντάλ να μας έχει κάνει το κεφάλι καζάνι και το στομάχι κόμπο (ή το αντίθετο), κατευθυνθήκαμε προς το "Magnolia Bakery", να κάνουμε κάτι για το στομάχι, τουλάχιστον - ένα red devil cupcake (με κρέμα βανίλια), ας πούμε, για να ανεβάσει τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα, και να μας δώσει ενέργεια για αυτό που θα επακολουθούσε.
Το ραντεβού μας ήταν στο θέατρο Cort, όπου ένας εκλεκτός θίασος ανέβασε το κλασικό πλέον "View From the Bridge", του Άρθουρ Μίλερ, αυτήν την αρχαία τραγωδία δωματίου, που αναμοχλεύει την παθογένεια των μικρών κοινωνιών (και δεν υπάρχει μικρότερη κοινωνία από μια οικογένεια).
Η διαφημιστική επιγραφή έχει δίκιο: η λατρεμένη Σκάρλετ ήταν πράγματι μια αποκάλυψη. Το ότι την αγαπώ είναι γνωστό, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θεωρώ ότι είναι καλή ηθοποιός (η αλήθεια είναι ότι, με εξαίρεση το Match Point και το Lost in Translation, όπου αλλού την έχω δει είναι κάτω του μετρίου). Εδώ όμως άλλαξα γνώμη. Παίζοντας ένα καταπιεσμένο κορίτσι που χάνει σταδιακά την αθωότητά του στο Μπρούκλιν του '50, ήταν συγκινητική, με εντυπωσιακή εκφορά και ακόμα πιο δουλεμένη κινησιολογία. Η χημεία της με τον - καταπληκτικό, πάντα, έτσι κι αλλιώς - Λιβ Σράιμπερ ήταν εκρηκτική. Έκοβες την ένταση με το μαχαίρι.
Βγαίνοντας από το θέατρο ήμασταν ήδη αποκαμωμένοι - και θεονηστικοί. Μπήκαμε στο πρώτο ταξί που βρήκαμε και κατευθυνθήκαμε νότια, στο "Balthasar", για να στυλωθούμε με κρεμμυδόσουπα και ό,τι άλλο γαλλικό πιάτο είχε εξαμερικανίσει ο σεφ. Ήμασταν στο σωστό μέρος, κάτι που επιβεβαιώθηκε όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Λάρι Ντέιβιντ. Ακριβώς ο άνθρωπος που θέλεις να δεις στο τέλος μιας τέτοιας μέρας...
(Και για όποιον δεν κατάλαβε, έχω ήδη δύο εβδομάδες που γύρισα από την Νέα Υόρκη και ακόμη δεν έχω συνέλθει - αλλά δεν θα επανέλθω, το υπόσχομαι. Θα υποφέρω σιωπηλά).
19 Απρ 2010
Accordeon Jazz (updated)
Είμαι σε τελείως - εντάξει, όχι τελείως, ποιον δουλεύω; - διαφορετική φάση μουσικά τελευταία, αλλά όταν έβαλα - σχεδόν από υποχρέωση - να ακούσω το δισκάκι που συνόδευε το τελευταίο τεύχος του γαλλικού "Jazzman/ Jazz magazine" κόλλησα με ένα θαυμάσιο εξωτικό swing από τον ακορντεονίστα Άλμπερτ Φόσεν (μιτ ζάινεν ζολίστεν - σικ) ονόματι "Amazonas". Από το όνομα της μπάντας, μέχρι το όνομα του κομματιού, μέχρι τον ήχο, μέχρι το ελαφρώς ανατριχιαστικό γεγονός ότι κάτι τέτοια άκουγαν στην ναζιστική Γερμανία (οι αντιφρονούντες, θέλω να πιστεύω), είναι όλα δέκα στα δέκα. Κι ενώ δεν είχα καμία όρεξη να γράψω εδώ πέρα για την ρετρό ακορντεονίστικη τζαζ - παρά το ότι ένα από αυτά τα κομμάτια είναι αυτό που θα έπρεπε να ακούγεται στους τίτλους της ταινίας με θέμα την ζωή μου, όταν γυριστεί - δεν μπορώ να αγνοήσω το ότι απόψε, στο Μέγαρο (update: έκανα λάθος, στο Παλλάς), θα εμφανιστεί ο σημαντικότερος ίσως τζαζ ακορντεονίστας της εποχής μας, ο Ρισάρ Γκαλιανό. Αν τον χάσεις, θα χάσεις (update: τον έχασες, δεν μπόρεσε να πετάξει ο άνθρωπος λόγω του ηφαιστείου κλπ) - αλλά θα μπορέσεις να επανορθώσεις πηγαίνοντας το καλοκαίρι στο Φεστιβάλ της Σάνης, στην Χαλκιδική το οποίο θα φιλοξενήσει τον Γκαλιανό, μαζί με τον Ιταλό τρομπετίστα Πάολο Φρέζου και τον Σουηδό πιανίστα Γιαν Λούντγκρεν, ώστε να παρουσιάσουν στο ομορφότερο ανοιχτό θεατράκι της Ελλάδας το υπέροχο Project τους με τίτλο "Mare Nostrum".
16 Απρ 2010
Το αγαπημένο μου girl band (αν μπορείς να το πεις έτσι) όλων των εποχών
15 Απρ 2010
Έλεος πια με τον υπερτιμημένο Ewan McGregor!
Είχε την τύχη (ή μάλλον, την σκωτσέζικη καταγωγή) ώστε να πρωταγωνιστήσει στο "Trainspotting" και να γίνει εν μια νυκτί ο απόλυτος indie κινηματογραφικός ήρωας μιας γενιάς που μεγάλωνε με πάρτυ στα Οινόφυτα και κάμπινγκ στα Κουφονήσια. Ακόμη κι αυτό με εκνευρίζει πάνω του. Γιατί το "Trainspotting" είναι εντελώς μούφα -υπερτιμημένο κι αυτό, όσο ο φελλός πρωταγωνιστής του. Δεν έχω καταλάβει γιατί μια σεκάνς σκηνών απόλυτης αηδίας και μαλακίας είναι ταινία -πόσω μάλλον αριστούργημα και "σταθμός" των '90s.
Αλλά, εντάξει, με το "Trainspotting" δεν πρόκειται να βγάλουμε άκρη, γιατί αρέσει σε όόόόόόόλο τον υπόλοιπο συνομήλικό μου και νεώτερο κόσμο, οπότε ίσως είμαι εγώ ο κολλημένος. Πάμε όμως στην υπόλοιπη καριέρα του απογόνου του Ουίλιαμ Ουάλας:
Το "Velvet Goldmine", αυτή η ταινιάρα για τη διαφορετικότητα και το glam rock ήλθε το '98, δύο χρόνια μετά το "Trainspotting" και στις αφίσες οι παραγωγοί ποστάρανε τη μουτσούνα του ΜακΓκρέγκορ. Για διαφήμιση. Ο ρόλος του Κερτ Γουάιλντ ήταν ψιλοτρίτος, η ερμηνεία του ΜακΓκρέγκορ άχρωμη και -το χειρότερο- ο χαρακτήρας που υποδυόταν ήταν Αμερικανός, όχι Σκωτσέζος, ούτε καν Αγγλάρας. Εντελώς άκυρος... Το "Velvet Goldmine" σε χαρακτήρες, το κράτησαν (όχι ότι χρειαζόταν "κράτημα", με τέτοιο σενάριο, σκηνοθεσία, μουσική και σκηνογραφία) οι απίστευτοι Τζόναθαν Ρέις Μέγιερς και Κρίστιαν Μπέιλ, αλλά ο ΜακΓκρέγκορ, από κεκτημένη λόγω του "Trainspotting" πιστώθηκε και από αυτό την επιτυχία. Έκλεινε τα '90s με τις γκόμενες να ξετρελλαίνονται για πάρτη του πιο πολύ απ' ότι κάνουν οι σημερινές πιτσιρίκες γι' αυτόν τον παπάρα το βρυκόλακα του "Twilight".
Βγήκε από τη δεκαετία με το "Star Wars - Episode I". Εντάξει, εδώ δεν χρειάζεται καν να κάνω εγώ σχόλιο...
Η κωλοφαρδία του στα '90s ήταν τόση που με το που μπήκε η νέα δεκαετία, τον περίμενε ο σούπερ ρόλος του Κρίστιαν στο "Moulin Rouge!" του Μπαζ Λούρμαν. Δηλαδή ένας ρόλος σε ένα εξαιρετικά σκηνοθετημένο μιούζικαλ, με συμπρωταγωνίστρια τη Νικόλ Κίντμαν στα καλλίτερά της και την παράσταση να κλέβουν η μουσική, τα σκηνικά και τα κοστούμια. Ανενόχλητος μπορούσε να κάνει τα χαζά, γλυκά ματάκια του και τις λοιπές μούτες του. Κανείς δεν ασχολιόταν με την άθλια ερμηνεία του. Η ταινία ήταν ταινιάρα, επιτυχιάρα, αυτός ήταν πρωταγωνιστής, credits κι άλλα credits, το κασέ αυξανόταν και τα κοριτσάκια λέρωναν ακόμη περισσότερο το βρακάκι τους.
Η κωλοφαρδία του στα '90s ήταν τόση που με το που μπήκε η νέα δεκαετία, τον περίμενε ο σούπερ ρόλος του Κρίστιαν στο "Moulin Rouge!" του Μπαζ Λούρμαν. Δηλαδή ένας ρόλος σε ένα εξαιρετικά σκηνοθετημένο μιούζικαλ, με συμπρωταγωνίστρια τη Νικόλ Κίντμαν στα καλλίτερά της και την παράσταση να κλέβουν η μουσική, τα σκηνικά και τα κοστούμια. Ανενόχλητος μπορούσε να κάνει τα χαζά, γλυκά ματάκια του και τις λοιπές μούτες του. Κανείς δεν ασχολιόταν με την άθλια ερμηνεία του. Η ταινία ήταν ταινιάρα, επιτυχιάρα, αυτός ήταν πρωταγωνιστής, credits κι άλλα credits, το κασέ αυξανόταν και τα κοριτσάκια λέρωναν ακόμη περισσότερο το βρακάκι τους.
Ακολουθούν: "Black Hawk Down" και "Star Wars - Episode II". Εντάξει, συγχαρητήρια. Απαιτητικότατες ταινίες.
Και μετά έρχεται η μεγάλη στιγμή της καριέρας του. Δηλαδή, η στιγμή που κανονικά θα έπρεπε να είναι η μεγάλη στιγμή της καριέρας του. Τιμ Μπέρτον, Big Fish, ο ρόλος του Εντ Μπλουμ στα νειάτα του. Η ερμηνεία του Ιούαν ΜακΓκρέγκορ σ' εκείνο το υπέροχο φιλμ ήταν τόσο μα τόσο αδιάφορη, που δεν θυμόμουν καν ότι αυτός έπαιζε το χαρακτήρα που υποδυόταν και ο θεός Άλμπερτ Φίνεϊ -ο Εντ Μπλουμ γέρος- στην ίδια ταινία...
Αλλά εντάξει, ακολούθησε ο "Valiant" και τα πράγματα μπήκαν σε μια τάξη. Ένας ταιριαστός ρόλος για τον Ιούαν. Ήταν απλά η φωνή για ένα καρτούν - περιστέρι. Αλλά ναι, αυτή ήταν η μεγαλύτερη στιγμή της καριέρας του. Το σωτήριον έτος 2005.
Το "Νησί" που ακολούθησε το θυμόμαστε όλοι για το σκάφος της Wally (ωραία ομοιοκαταληξία έβγαλα ε;) και, φυσικά, για την Σκάρλετ Γιόχανσον. Εγώ θυμάμαι λίγο και την αφίσα της ταινίας. Ναι. Η γνωστή μουτσουνίτσα του Ιούαν, με τα μισόκλειστα ματάκια και την ηλίθια έκφραση απορίας. Ποια μουτσουνίτσα; Κάτσε να κάνω copy - paste τη φωτογραφία από το "Ghost Writer" που έχω βάλει στην αρχή του post. Σύγκρινε τις δύο φάτσες και θα καταλάβεις τι λέω. Αυτός είναι ο Ιούαν ΜακΓκρέγκορ. Σε όλες του τις ταινίες!
Την ίδια χρονιά (το 2005) είχαμε και "Star Wars - Episode III" (απορία: υπάρχει κάποιος σοβαρός άνθρωπος που πάει και τα βλέπει αυτά;) και μετά, μέχρι τους "Illuminati" πέρσι τον χάσαμε. Βυθίστηκε, μαζί με το Νησί, σε ταινίες του βεληνεκούς του.
Φέτος, σε μια μαύρη στιγμή της ιστορίας του κάστινγκ, ο Ιούαν ΜακΓκρέγκορ επιστρέφει με πρωταγωνιστικό ρόλο σε μεγάλη ταινία. Είναι ο ghost writer στο εξαίσιο "Ghost Writer" του Πολάνσκι. Την ταινία, δηλαδή, με το καλλίτερο σενάριο και την πιο ατμοσφαιρική σκηνοθεσία στη φετινή σεζόν. Υπάρχει, βέβαια, κάποια δικαιολογία γιατί ο Πολάνσκι βάζει αυτό τον άχρωμο "μουτάκια" να παίξει τον πρώτο ρόλο. Γιατί ακριβώς σε όλη την ταινία ο πρωταγωνιστής είναι ένα τίποτε. Δεν είναι καν ένα πιόνι. Είναι ένας ψιλοχαζός παρατηρητής πραγμάτων που δεν κατανοεί, ακριβώς δηλαδή αυτό που σου βγάζει ο Ιούαν ΜακΓκρέγκορ με όλες του τις ερμηνείες σε όλες του τις ταινίες. Το "Ghost Writer" δεν είναι ταινία ηθοποιών -είναι ταινία (ταινιάρα) του σκηνοθέτη. Απλά, θα ήταν ακόμη καλλίτερο αν το "κύριος τίποτε" του ΜακΓκρέγκορ το έπαιζε κάποιος που μπορεί να υποδυθεί μέχρι και το "τίποτε"...
(Υπάρχει άλλη μια στιγμή στη ζωή του ΜακΓκρέγκορ -αλλά εγώ θα πω "στην καριέρα"- που τον εξύψωσε στο indie Πάνθεον. Ως δεινός μοτοσικλετιστής, έκανε ένα ταξίδι το 2004 από το Λονδίνο ως τη Νέα Υόρκη μέσω Σιβηρίας, Μογγολίας και Καναδά, πάνω σε μια BMW R1150GS. Όλο αυτό έγινε ντοκιμαντέρ. Και μετά διαφήμιση της BMW και ενός αρώματος. Ακόμη και τώρα η μουτσούνα του με το δερμάτινο, τη μηχανή και το άρωμα τυπώνεται στα περιοδικά. Γαμώ το μάρκετίνγκ μου, γαμώ.)
12 Απρ 2010
Στιγμές από τα Μουντιάλ που θυμάμαι: 1986, Μεξικό #1 (Οι σκατόφατσες των Βούλγαρων)
Το 1986 ήμουν έντεκα ετών. Άρα, αρκετά ανώριμος ακόμη για να κρίνω ένα Μουντιάλ με ποδοσφαιρικά κριτήρια. Όπως και με το Espana '82, έτσι και το Mexico '86 θα ήταν μια διοργάνωση εντυπώσεων, καλτ ηρώων, παιδικών εμμονών. Και ήδη από το πρώτο ματς, το Βουλγαρία - Ιταλία της 31ης Μαΐου στο χαοτικό Estadio Azteca που τόση εντύπωση μου είχε κάνει όταν άνοιξα ένα φακελάκι Panini και το βρήκα μέσα, όλα έδειξαν ότι και το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986 θα είχε μπόλικη τροφή να δώσει σε ένα blog που θα ξεκινούσε πάνω από 20 χρόνια μετά...
Η Ιταλία ήταν η Παγκόσμια Πρωταθλήτρια του '82. Ήταν επίσης η Παγκόσμια Πρωταθλήτρια που δεν κατάφερε καν να προκριθεί για το Euro '84, δύο μόλις χρόνια μετά τον τίτλο της. Και που ερχόταν στο ταλαιπωρημένο από το μεγάλο σεισμό Μεξικό και το υψόμετρό του γερασμένη και κουρασμένη, με παραπάνω από τους μισούς παίκτες ίδιους μ΄εκείνους που το πήραν στην Ισπανία. Δεν είχε καμμία ελπίδα να υπερασπιστεί τον τίτλο της. Αυτό το ήξερε ακόμη κι ένα εντεκάχρονο παιδί. Η Βουλγαρία ήταν η Βουλγαρία. Μια βαλκανική χώρα από αυτές που δεν αγαπούσαμε πολύ. Δεν προμήθευε τις ελληνικές ομάδες με παικταράδες, όπως έκανε η γειτονική Γιουγκοσλαβία, μόνο ο Ηρακλής είχε ένα δίδυμο στην άμυνα και -αν θυμάμαι καλά δεν ήταν και τίποτε παικταράδες. Επίσης, οι Βούλγαροι ήταν ακόμη κομμουνιστές, όχι ότι οι Γιουγκοσλάβοι δεν ήταν, αλλά ήταν κάπως αλλιώς. Δεν μπορούσα να το εξηγήσω τότε, ούτε και τώρα μπορώ, αλλά δες και το έμβλημά της εκείνης της περιοόδου με το επιθετικό τριγωνάκι και τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό να υποφώσκει. Ακόμη χειρότερα: Είχα διαβάσει το "Στον Καιρό του Βουλγαροκτόνου" της Πηνελόπης Δέλτα, τα "Μυστικά του Βάλτου" της ιδίας και το "Βασίλειος Βουλγαροκτόνος" ενός συγγραφέα που δεν θυμάμαι το όνομά του, αλλά υπόσχομαι να κάνω update μόλις μου έλθει (βρίσκω έναν Κώστα Κυριαζή στα ιντερνέ, αλλά δεν είμαι σίγουρος ρε γαμώτο) και δεν τους πήγαινα καθόλου τους Βούλγαροι μιλάμε. Δηλαδή με έπιανε και μια διαστροφική χαρά όταν διάβαζα που τους έχωνε ο Βασίλειος πυρωμένα σπαθιά μέσα στα μάτια.
Και μετά παρατάχτηκαν στο γήπεδο. Οι Αλτομπέληδες με τις επιμελώς ατημέλητες αφάνες τους, οι Ντι Τζενάρο με τις φιλαρισμένες χαιτούλες τους, οι Βιέρκοβουντ με τα αρχοντικά τους επίθετα. Κι από την άλλη κάτι απίστευτες σκατόφατσες με απίθανα ονόματα όπως ο Ζίφκο Γκοσποντίνοφ, κάτι αναχρονιστικοί μουστακαλήδες τύπου Ράντοσλαφ Ζντράφκοφ που έκαναν ακόμη και τον Μλίναρτζικ της Πολωνίας να μοιάζει με υποψήφιος του Next Top Model, κάτι τυπάκια που ήξερες ότι παίζουν μόνο και μόνο γιατί είχαν μπάρμπα στο κόμμα, αυτός ο Πλάμεν Γκέτοφ δεν γίνεται να παίζει μπάλα με τέτοια φάτσα, απλά δεν γίνεται...
Κι αρχίζει το ματς. Και κρέμονται κορδέλες από τα τρία πατώματα του Αζτέκα. Και πετάνε παντού χαρτάκια ασημί. Και οι Μεξικάνοι ανεμίζουν τις σημαίες τους που μοιάζουν τόσο μα τόσο με τις ιταλικές κι ας έχουν τα ίδια χρώματα και με τις βουλγάρικες. Και ο Αλτομπέλης καρφώνει το 1-0 λίγο πριν το τέλος του ημιχρόνου και όλα είναι τόσο όμορφα. Στο β' ημίχρονο οι ιταλικές χαίτες ανεμίζουν στη μια ευκαιρία μετά την άλλη και περιμένεις το δεύτερο γκολ σε κάθε φάση. Αχ αυτά τα κυριλέ πλασέ του Αλτομπέλη και αχ αυτές οι αποκρούσεις του Μιχαήλοφ!
Και στο '85 σκάει αυτός ο Νάσκο Σιράκοφ, με τη σαγόνα και την κουτέλα, πιάνει μια κεφαλιά από του διαόλου τη μάνα και κάνει το 1-1. Τι έγινε ρε παιδιά;
Οι σκατόφατσες των Βούλγαρων απλά με έκαναν να τους μισήσω κι άλλο. Αλλά δεν ήξερα ακριβώς γιατί, μέχρι 8 χρόνια αργότερα και το Μουντιάλ της Αμερικής. Όταν μία φουρνιά ακόμη χειρότερων σκατόφατσων μού έμαθαν ότι το ποδόσφαιρο ποτέ μα ποτέ δεν πρέπει να το κρίνουμε ποδοσφαιρικά. Όχι ότι το έκανα ποτέ, αλλά το '94 απέκτησα και επίσημα επιχειρήματα και ήμουν πια 19 ετών, ενήλικος, και μπορούσα να τα χρησιμοποιήσω. Αλλά μέχρι τότε, έχουμε ακόμη αρκετά posts...
Υ.Γ.: Στη φωτογραφία της αρχής, ποιος άλλος; Ο Νάσκο Σιράκοφ, με πούρο, στη μετακομμουνιστική εποχή, όταν έγινε Διευθυντής της Λέφσκι. Από μικρός φαινόταν λαμόγιο.
(Στο επόμενο: Όταν η Σοβιετική Ένωση εισέβαλε στην Ουγγαρία)
Κι αρχίζει το ματς. Και κρέμονται κορδέλες από τα τρία πατώματα του Αζτέκα. Και πετάνε παντού χαρτάκια ασημί. Και οι Μεξικάνοι ανεμίζουν τις σημαίες τους που μοιάζουν τόσο μα τόσο με τις ιταλικές κι ας έχουν τα ίδια χρώματα και με τις βουλγάρικες. Και ο Αλτομπέλης καρφώνει το 1-0 λίγο πριν το τέλος του ημιχρόνου και όλα είναι τόσο όμορφα. Στο β' ημίχρονο οι ιταλικές χαίτες ανεμίζουν στη μια ευκαιρία μετά την άλλη και περιμένεις το δεύτερο γκολ σε κάθε φάση. Αχ αυτά τα κυριλέ πλασέ του Αλτομπέλη και αχ αυτές οι αποκρούσεις του Μιχαήλοφ!
Και στο '85 σκάει αυτός ο Νάσκο Σιράκοφ, με τη σαγόνα και την κουτέλα, πιάνει μια κεφαλιά από του διαόλου τη μάνα και κάνει το 1-1. Τι έγινε ρε παιδιά;
Οι σκατόφατσες των Βούλγαρων απλά με έκαναν να τους μισήσω κι άλλο. Αλλά δεν ήξερα ακριβώς γιατί, μέχρι 8 χρόνια αργότερα και το Μουντιάλ της Αμερικής. Όταν μία φουρνιά ακόμη χειρότερων σκατόφατσων μού έμαθαν ότι το ποδόσφαιρο ποτέ μα ποτέ δεν πρέπει να το κρίνουμε ποδοσφαιρικά. Όχι ότι το έκανα ποτέ, αλλά το '94 απέκτησα και επίσημα επιχειρήματα και ήμουν πια 19 ετών, ενήλικος, και μπορούσα να τα χρησιμοποιήσω. Αλλά μέχρι τότε, έχουμε ακόμη αρκετά posts...
Υ.Γ.: Στη φωτογραφία της αρχής, ποιος άλλος; Ο Νάσκο Σιράκοφ, με πούρο, στη μετακομμουνιστική εποχή, όταν έγινε Διευθυντής της Λέφσκι. Από μικρός φαινόταν λαμόγιο.
(Στο επόμενο: Όταν η Σοβιετική Ένωση εισέβαλε στην Ουγγαρία)
9 Απρ 2010
Χέστηκα για το πανκ/ Χέστηκα και για τη μόδα
...αν υπάρχει ένας λόγος που υψώνω το ποτήρι μου (κρασί, λευκό) στην μνήμη του Μάλκολμ Μακ Λάρεν είναι γιατί στο απόγειο του γκραντζ δημιούργησε το πιο κομψό ποπ άλμπουμ της δεκαετίας του '90, πείθοντας μέχρι και την θεά Ντενέβ να ρίξει ένα συγκαταβατικό βλέμμα προς το μέρος μας
8 Απρ 2010
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)