27 Απρ 2011

Γιατί δεν αξίζει να πάρει το Champions League η Ρεάλ Μαδρίτης


Την τελευταία φορά που η Ρεάλ σήκωσε ένα Κύπελλο ήταν πριν μια βδομάδα. Αντίπαλός της ήταν και πάλι η Μπαρτσελόνα. Το βαρύτιμο τρόπαιο (sic) κατέληξε κάτω από το πούλμαν της ομάδας. Απόψε ξέρεις ποιον πρέπει να στηρίξεις. Ε;

Ψηφίζουμε Γιάννη Δημαρά...


...γιατί ποτέ δεν φοβήθηκε να αναμετρηθεί με τη βρωμιά.

26 Απρ 2011

Αυτήν την εβδομάδα τα ηχεία παίζουν: Battles, The Dodos, TV On The Radio κ.α. (#17 του '11)

Ο μήνας έδειχνε μέτριος από την αρχή του. Το παρατήρησα νωρίς νωρίς. Το κακό ήλθε κι έδεσε με τα δυσάρεστα νέα που μας έφθασαν πριν μια εβδομάδα από το Μπρούκλιν. Ο Τζέραρντ Σμιθ, ένας από τα πέντε βασικά στελέχη των TV On The Radio (δεύτερος από αριστερά, στην φωτογραφία έπανω) έχασε τη μάχη με τον καρκίνο του πνεύμονα και έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο. Η τραγική ειρωνία είναι ότι θεωρητικά ο δίσκος του μήνα είναι και το τελευταίο έργο του εκλιπόντος επί Γης. Το “Nine Types Of Light” είναι το πέμπτο άλμπουμ της περίφημης post-punk-funk μπάντας και έχει ήδη φτάσει στο Νο 12 των αμερικανικών charts. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, όμως, απλά συμβολίζει μια μέτρια –μουσικά- χρονιά, που πια έχει κλείσει το πρώτο τρίτο της και σε καμμία περίπτωση δεν μας έχει εντυπωσιάσει. Και, όχι, δεν τού χάρισα ούτε μισό αστεράκι αντί συλλυπητηρίων.

TV On The Radio
Nine Types Of Light
(Απρίλιος 2011)

Με τους TV On The Radio μού συμβαίνει αυτό που φαντάζομαι έχει σε όλους από εμάς προκύψει τουλάχιστον μία φορά σε κάποια έκθεση μοντέρνας τέχνης. Καθόμαστε μπροστά σ’ ένα φωσφοριζέ, εντυπωσιακό, τρισδιάστατο έργο και το επεξεργαζόμαστε μ’ ένα ύφος που υπονοεί χιλιάδες σκέψεις να μπουρδουκλώνονται δημιουργικά στο εσωτερικό της κεφαλής μας. Κι όμως, η έξωθεν εικόνα είναι λάθος. Γιατί στο μυαλό μας βασικά κυριαρχεί ένα και μόνο δίλημμα: Να γελάσω τώρα ή όχι;

Δεν θέλω να πω ότι οι TV On The Radio είναι συγκρότημα για γέλια, τώρα, προς Θεού. Θέλω απλά να σου πω τον πόνο μου (που φαντάζομαι ότι είναι και ο δικός σου) ότι δεν τους πολυκαταλαβαίνω. Και πως μπορεί αυτό που κάνουν να είναι υψηλή, πρωτοποριακή τέχνη (που φαντάζομαι πως είναι, κρίνοντας από τις υπόλοιπες καλλιτεχνικές επιδόσεις τους), αλλά εγώ συνεχίζω να επιλέγω τη μουσική που μού αρέσει με βάση κάποια ψυχαγωγικά κριτήρια (προσοχή: ψυχαγωγικά –όχι διασκεδαστικά) και με τους TVOTR δυσκολεύομαι αφάνταστα.

Είναι περίπου η ίδια ιστορία που σού έλεγα τότε με τους Animal Collective. Μπορούσα μεν να εκτιμήσω το “Merriweather Post Pavilion” σε σχέση με τα υπόλοιπα άλμπουμ της μπάντας, αλλά με τίποτε δεν καταλάβαινα τον ντόρο που είχε ξεσηκώσει σε ολόκληρο το μουσικό κόσμο. Έτσι και με το προηγούμενο των TVOTR, το “Dear Science”. Μού άρεσε, αλλά: «ξέρεις μωρέ τώρα. ΟΚ. Ντάξ’».

Το τωρινό τους, το “Nine Types Of Light” κλίνει περισσότερο προς το funk, σ’ αυτό το ιδιότυπο τρίπτυχο του post punk – funk jazz – pop rock που χαρακτηρίζει τον ήχο τους. Και σίγουρα κάνει πιο σαφείς τις επιρροές που η μπάντα έχει σκορπίσει στους ακολούθους της στο Μπρούκλιν. Είναι πιο χαρωπό και πιο εύπεπτο, γι’ αυτό και μού αρέσει περισσότερο απ’ οποιανδήποτε δουλειά τους ως τώρα. Γιατί το καταλαβαίνω ένα κλικ παραπάνω. Αλλά είναι ένα άλμπουμ που θα χαρακτηρίσει τη χρονιά μου; Σε καμμία περίπτωση.

Σε τελική ανάλυση, θεωρώ ότι είναι κάπως λάθος να τους αντιμετωπίζεις ως μουσικούς και να τους κρίνεις ξεχωριστά από τα υπόλοιπα projects τους. Αλλά, δυστυχώς, δεν έχω και πολύ χρόνο για σύγχρονη τέχνη αυτές τις μέρες. Και –για να πω την αμαρτία μου- ούτε και το βίντεο που ανεβάζω εδώ (που είναι η οπτική έκφραση του άλμπουμ, μια ταινία με ένα videoclip για κάθε κομμάτι, που έχει επεξεργαστεί και διαφορετικός σκηνοθέτης), κάθισα να δω ολόκληρο. Καλή η τέχνη για την τέχνη, αλλά θέλω ν’ ακούσω και κανα κανονικό τραγούδι!


TV On The Radio - Nine Types Of Light (The Movie)



Battles
Glossdrop
(Ιούνιος 2011)

Και πριν βιαστείς να εξαπολύσεις τα πυρά σου εναντίον μου για τον συντηρητισμό μου και τα παραπετάσματα που μού κρύβουν την αλήθεια των TV On The Radio, να σε προλάβω με τα τέσσερα αστεράκια στο δεύτερο άλμπουμ των Battles. Που ούτε κι αυτοί είναι κάποια «εύκολη» μπάντα που ακολουθεί συνταγές του τύπου «κουπλέ-ρεφρέν-κουπλέ-ρεφρέν», στίχους για την αγάπη και συνεργασίες με την Κέιτι Πέρι (γιατί για τέτοιον μ’ έχεις – το ξέρω), αλλά που αυτό το πειραματικό pop rock που παίζουν οδηγεί και σε κάποια αποτελέσματα.

Στο δεύτερό τους άλμπουμ έχουν μειώσει αισθητά το ρόλο των καταιγιστικών ντραμς του μεγάλου βιρτουόζου Τζον Στάνιερ (που τραβούσαν και το βλέμμα και στο εξώφυλλο του “Mirrored” λόγω της κατακίτρινης Tama κάσας τους), αλλά η σπουδαία τέχνη των υπόλοιπων μελών έχει γεμίσει το κενό ιδανικά. Λείπει, βέβαια, ο Τιοντάι Μπράξτον που αποχώρησε από το γκρουπ, αλλά αυτό απλά λύνει κάποιους γόρδιους δεσμούς στον ήχο των Battles και τους απελευθερώνει σε βαθμό που δίπλα στο τεράστιο, επικό κι ανεπανάληπτο “Futura”, ένα instrumental soundtrack του αύριο, να μπορούν να παραθέτουν και μοντέρνα pop του στυλ του “Ice Cream”. Γιατί όχι;


Battles - Ice Cream (Live)



The Dodos
No Color
(Μάρτιος 2011)

Οι Dodos είναι αυτή η απίστευτη μπάντα που παίζει κάτι μεταξύ Vampire Weekend, Belle & Sebastian και Animal Collective. Και που το κάνει τόσο καλά ώστε να μπορεί με το κάθε της άλμπουμ να σε ξεσηκώνει τόσο πολύ, όσο κι οι τρεις προαναφερθέντες μαζί. Μετά το υπέροχο “The Visiter” που είχαν κυκλοφορήσει προ τριετίας, το “No Color” θα ήταν κάπως παράτολμο να κινηθεί σε μακρινά μοτίβα. Μην σε παραπλανεί ο τίτλος. Το “No Color” είναι τόσο χρωματιστό που θαρρείς ότι έχει τυπωθεί στη Φινλανδία, στο εργοστάσιο της Marimekko (google it!). Είναι τόσο απελευθερωτικό που δύσκολα θα βρεις ένα κομμάτι που δεν σε προσκαλεί να σηκωθείς και να χορέψεις. Κι είναι τόσο παραδοσιακό, μέσα στην πρωτοπορία του, που η υπέροχη ακουστική κιθάρα του Μέρικ Λονγκ σού αφήνει τη ζεστασιά της οικειότητας σε κάθε γρατζούνισμα. Η μεγαλύτερη αρετή των Dodos είναι πως καταφέρνουν να κάνουν εντελώς άλλα πράγματα από αυτά για τα οποία θα θυμάσαι το άλμπουμ όταν πια απομακρυνθείς από τα ηχεία σου. Ενώ είναι θορυβώδεις, ανήσυχοι, εξερευνητές νέων ήχων και τρόπων ανάμειξής τους, σού χαρίζουν τελικά μια ηρεμία και μια σιγουριά που μόνο τα νανουρίσματα μπορούν να κάνουν. Προφανώς κάνουν αυτό που κάνουν τόσο καλά, ώστε ούτε ένα χιλιοστό από το ταλέντο τους δεν χάνεται στην πορεία. Ίσως να το αδικώ με τα τέσσερα αστεράκια, για να καταλάβεις...


The Dodos - Black Night


ΤΙ ΑΛΛΟ;
The Waifs – Temptation: Αυστραλοί λάτρεις του Ντίλαν, με μυθικές επιδόσεις στην πατρίδα τους και μια προσήλωση, τον τελευταίο καιρό, σε πιο americana φόρμες, κυκλοφορούν το έκτο τους άλμπουμ. Ευχάριστο, αλλά απίστευτα πρωτοεπίπεδο. Δυόμισι αστεράκια / Abigail Washburn – City Of Refuge: Πολύ καλλίτερες οι folk επιδόσεις της Άμπιγκέιλ, που είναι και βιρτουόζα του μπάντζο. Γενικά η μουσική της είναι πολύ παραδοσιακή και η φωνή της ώρες ώρες θυμίζει τις όμορφες προσπάθειες της Νόρα Τζόουνς να το γυρίσει στην country. Τριάμισι αστεράκια / Βill Callahan – Apocalypse: Ο Λέοναρντ Κοέν συναντά τον Νικ Κέιβ και του διηγείται παραμύθια σαν αυτά της Λόρι Άντερσον. Και μετά οι τρεις τους τα κάνουν τραγούδια, με αναφορές στον Κρις Κριστόφερσον και τον Τζόνι Κας. Όχι παράξενο που ξεσηκώνει τους δισκοκριτικούς –και όντως, κάποιες στιγμές, όπως το “America!” για παράδειγμα, είναι εξαιρετικές-, αλλά είναι τόσο υποτονικό στο σύνολό του που τελικά υπονομεύει την έξυπνη μείξη country και blues που έχει ως πυρήνα. Τρία αστεράκια / Whitesnake – Forevermore: Κρατάει κοντά μιάμιση ώρα και μέσα θα βρεις όλα τα κλισέ που έκαναν το hard rock να λατρευθεί τόσο στα ‘80s. Χρονομηχανή για τότε, σήμερα ακούγεται μόνο ως φάρσα. Δύο αστεράκια / Baby Guru – Baby Guru: Η πιο ηχηρή ως τώρα ελληνική κυκλοφορία της χρονιάς, ένα ψυχεδελικό μείγμα από Doors, Kraftwerk, πανκ επιρροές και αφρικάνικες μουσικές, από μια μπάντα που δεν χρησιμοποιεί καν κιθάρα! Οι προθέσεις είναι υπέροχες, τα παιδιά είναι συμπαθέστατα, αλλά η επιλογή της πολύ «ωμής» παραγωγής και η επιμονή τους να κυκλοφορούν στην ουσία ο,τιδήποτε γράφουν (πιο πολύ jamming κάνουν παρά σύνθεση), προσωπικά δεν με συγκινεί τόσο πολύ. Τρία αστεράκια / Μανώλης Αγγελάκης – Τι Κάνουν Οι Σκιές τη Νύχτα: Trip Hop του τεκέ, παράξενα Blues από έναν Έλληνα Τομ Γουέιτς, με υπέροχα παιχνίδια στους στίχους του Χρήστου Κανελλόπουλου, αλλά ένα τεράστιο μειονέκτημα είναι η ηθελημένη παραμόρφωση στη φωνή του Αγγελάκη που τον κάνει ν’ ακούγεται σαν κλειδωμένος σ’ ένα σκυλόσπιτο. Τρία αστεράκια / Gold Panda – Companion: Στην πρώτη ακρόαση ενθουσιάστηκα, με κάτι ινδικά, ιαπωνικά και λοιπά κουλά όργανα και samples που παίζουν μέσα, μετά κάπως το βαρέθηκα. Ξέρεις τώρα, δεν είμαι κι ο καλλίτερος κριτής για όλα αυτά τα ηλεκτρονικά. Είναι όμως πιο σοφιστικέ απ’ το περσινό χαρωπο του ντεμπούτο και προσωπικά μού αρέσει πιο πολύ. Τριάμισι αστεράκια / Bayside – Killing Time: Θά ‘θελαν νά ‘ναι οι Nirvana, θά ‘θελαν νά ‘ναι οι Green Day, αλλά το μεγάλου τους ατού είναι τελικά οι χεβιμεταλλικές τους επιδόσεις, με τα κοφτερά κιθαριστικά riffs και τα καταιγιστικά ντραμς. Όμως το emo rock που θέλουν να παίξουν χρειάζεται πιο άμεσα μηνύματα για να ξεχωρίσει. Όλοι θεωρούν αυτό το άλμπουμ ως το καλλίτερό τους, εμένα μού φαίνεται υπερβολικά φορτωμένο. Τρία αστεράκια


Bayside - Killing Time Album Promo

25 Απρ 2011

Το ειδικό βάρος της Adele

«Δεν έχει τελειώσει, αν δεν βγει να τραγουδήσει η χοντρή», λένε οι Αμερικανοί. Και μολονότι η θυμοσοφία τους ταιριάζει περισσότερο σε αγώνες του ΝΒΑ, εκείνο το σαββατόβραδο της 18ης Οκτωβρίου του 2008 ξαναφόρεσε την κυριολεκτική της σημασία. 17 εκατομμύρια τηλεθεατές, το μεγαλύτερο νούμερο που έκανε το “Saturday Night Live” για περισσότερο από μια δεκαετία, χάζευαν την Adele, ένα παχουλό (για να το θέσουμε «πολιτικώς ορθά») κορίτσι από το Ανατολικό Λονδίνο να τραγουδάει με σπαρακτικό τρόπο τα σόουλ τραγούδια της. Την επόμενη κιόλας ημέρα οι πωλήσεις των κομματιών της στο online κατάστημα iTunes εκτοξεύθηκαν. H Adele (κατά κόσμον Αντέλ Λόρι Μπλου Άντκινς) είχε σταθεί τυχερή που στην ίδια εκπομπή εμφανιζόταν η υποψήφια Αντιπρόεδρος εκείνη την περίοδο Σάρα Πέιλιν, καθηλώνοντας τους Αμερικανούς μπροστά στους τηλεοπτικούς τους δέκτες. Τυχερή ή το τμήμα Δημοσίων Σχέσεων της δισκογραφικής της είχε κάνει πολύ καλή δουλειά... Χωρίς όμως το ταλέντο της κι αυτή την εκφραστικότατη φωνή, που χωράει την συστολή μιας Κάρολ Κινγκ και την ζεστασιά μιας Ρομπέρτα Φλακ, θα είχε γοητεύσει το κοινό –ειδικά τους, μαθημένους στην σόουμπιζ των ανορεξικών bisexuals ή των σιλικονάτων Barbies, Αμερικανούς;

Δυόμισι χρόνια έχουν περάσει από τότε και η Adele απολαμβάνει ένα νέο κύκλο αναγνώρισης, τόσο πρωταφανούς που το καινούργιο της άλμπουμ, το «21», έσπασε το ρεκόρ του “The Immaculate Collection” της Madonna, ως ο δίσκος με τις περισσότερες εβδομάδες στην κορυφή των βρετανικών charts από γυναίκα καλλιτέχνη. Όποιοι βιάστηκαν το 2008 να την χαρακτηρίσουν “one hit wonder”, ανασυντάσσονται τώρα και ψάχνουν εξήγηση για το «φαινόμενο Adele». Πώς γίνεται αυτή η εύσωμη πιτσιρίκα, με μια προσωπική ζωή που δεν έχει τα σκάναλα της Έιμι Γουαϊνχάουζ και μια σκηνική παρουσία που δεν θυμίζει ούτε στο ένα χιλιοστό την εξωφρενική περσόνα της Lady Gaga, να τις ξεπερνάει σε επιτυχία, τραγουδώντας πράγματα χιλιοειπωμένα, μ’ ένα στυλ που δεν φέρνει απολύτως τίποτε νεωτερίστικο;

Η απάντηση βρίσκεται σ’ εκείνο το τρίπτυχο που υπονοήσαμε πιο πάνω: Αρκετό ταλέντο, μια δυνατή επένδυση από τη μουσική βιομηχανία και μερικές ευτυχείς συγκυρίες έφεραν αυτό το κορίτσι απ’ το φτωχικό Τότεναμ στην κορυφή του αμερικανικού και 17 ευρωπαϊκών charts. Με τα κόκκινα μαλλιά πιασμένα σ’ έναν βαρετό, «γιαγιαδίστικο» κότσο, με τα περιττά κιλά να μην κρύβονται ούτε κάτω από τα φαρδιά της φορέματα, με τα «σειρηνώδη» ντεκολτέ τύπου Κέιτι Πέρι και τα φιδίσια χορευτικά τύπου Ριάνα να βρίσκονται απλά εκτός δυνατοτήτων της, στέκεται όρθια, άκαμπτη στην σκηνή και διηγείται τις μελαγχολικές της ιστορίες για ένα κορίτσι που ενηλικιώνεται και που το πρώτο μάθημα της νέας της ζωής είναι πόσο βαρύς μπορεί να είναι ένας χωρισμός. Και το κοινό από κάτω ξεσπάει σε δάκρυα...

Η βρετανική «σόουλ» επίθεση
Ήταν μια τέτοια εμφάνιση, η εκτέλεση του «Someone Like You» στα φετινά βραβεία BRIT (το βρετανικό αντίστοιχο των Γκράμι) τον Φεβρουάριο, που σήμανε τη νέα απόβαση της Adele στα iPod αυτού του κόσμου. Η 23χρονη Άντκινς έκανε ακόμη περισσότερη εντύπωση κι από το προ τριετίας “Saturday Night Live”, οδηγώντας 16.000 ανθρώπους στην O2 Arena του Λονδίνου σ’ ένα όρθιο χειροκρότημα και εκατομμύρια τηλεθεατές σε ανατριχίλες. Το «21» είχε μόλις κυκλοφορήσει –όχι τυχαία. Το timing ήταν ιδανικό για μια ακόμη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία από του «19».

Το 2006, το “Back to Black” της Έιμι Γουαϊνχάουζ επιβεβαίωνε με την σαρωτική του επιτυχία τους γνώστες και τους παράγοντες της βρετανικής μουσικής που πόνταραν στο ότι η μουσική αναγέννηση του νησιού θα ερχόταν από την αναβίωση της θηλυκής σόουλ. Το πείραμα είχε ήδη αρχίσει ν’ αποδίδει καρπούς με την Τζος Στόουν, έγινε μόδα με την Γουαϊνχάουζ και απέκτησε, φυσικά, αμέσως νέες εκπροσώπους στα πρόσωπα της Duffy, της Λιόνα Λιούις και της Adele. Οι δισκογραφικές έψαχναν για τις φωνές που θα μπορούσαν να εκφράσουν συναισθήματα με τον τρόπο που το έκανε κάποτε η Έτα Τζέιμς, η Αρίθα Φράνκλιν, η Ντάστι Σπρίνγκφιλντ, ή οι Κινγκ και Φλακ που αναφέραμε πιο πάνω.

Η Έιμι Γουαϊνχάουζ όχι μόνο μπορούσε, αλλά έγραφε κιόλας η ίδια τέτοια μουσική. Και με την βοήθεια του σπουδαίου παραγωγού Μαρκ Ρόνσον έβγαλε τον, κατά πολλούς, καλύτερο δίσκο της περασμένης δεκαετίας. Η Duffy σύρθηκε στο παιχνίδι λόγω της ιδανικής της φωνής, αλλά η Ουαλή προτιμούσε να τραγουδάει ποπ τσιχλόφουσκες. Όταν το επιχείρησε στο δεύτερο άλμπουμ της, σβήστηκε μονομιάς από τον χάρτη. Η περίπτωση της Adele ήταν διαφορετική. Όσο σπούδαζε στην ακαδημία BRIT, περισσότερο προσανατολιζόταν στο να εργασθεί ως ανιχνευτής ταλέντων παρά ως τραγουδίστρια, έχοντας και την συστολή λόγω της σιλουέτας της. Η φωνή της όμως ταίριαζε στις προδιαγραφές που έψαχναν στις δισκογραφικές και η πληθωρική περσόνα της Μπεθ Ντίτο, frontwoman της ποπ πανκ μπάντας The Gossip, είχε αποδείξει ήδη από τις αρχές των ‘00s πως υπάρχει χώρος στην σόουμπιζ ακόμη και για χοντρές, άσχημες, μη προσεγμένες περφόρμερ –αρκεί να κατόρθωναν να μετατρέψουν το μειονέκτημα της εικόνας τους σε όπλο (κάτι που πέτυχε, άλλωστε, με τον απόλυτο τρόπο και η ασχημούλα, ατσούμπαλη Lady Gaga).

Στο «19», που σήμαινε και την ηλικία της Adele όσο γράφονταν τα τραγούδια του άλμπουμ, η καλλιτέχνις συνεργάσθηκε με τον Εγκ Γουάιτ, τον άνθρωπο πίσω από τις επιτυχίες της Τζος Στόουν. Συμπαραγωγός ήταν ο Μαρκ Ρόνσον. Όπως καταλαβαίνει κανείς, η μουσική βιομηχανία δεν άφησε τα πράγματα στην τύχη... Το 2008 η Adele πήρε το βραβείο «Των Κριτικών» στα BRITs (ένας θεσμός που συνδέεται άμεσα με την σχολή όπου φοίτησε) και ένα χρόνο μετά τιμήθηκε με δύο Γκράμι («Νέου Καλλιτέχνη» και «Καλύτερης Γυναικείας Ποπ Φωνής»). Στο «21», το ρόστερ είναι ακόμη εντυπωσιακότερο: Στην επίβλεψη ο σπουδαιότερος σύγχρονος παραγωγός Ρικ Ρούμπιν και στην σύνθεση οι Ράιαν Τέντερ και Πωλ Έπγουορθ (γράφουν για τη Λιόνα Λιούις ο πρώτος και για την Κέιτ Νας, την Florence & The Machine και πολλούς άλλους ο δεύτερος) εγγυήθηκαν ότι οι συνθετικές και στιχουργικές ιδέες της Adele θα έμεναν στον «σωστό» δρόμο. Το «21» έλαβε άριστες κριτικές, έσπασε το ρεκόρ του πιο «πολυκατεβασμένου» απο το Internet βρετανικού άλμπουμ και έφερε την Adele στην υπέροχη θέση να είναι η πρώτη καλλιτέχνις από το 1964 (και τους Beatles) με δύο σινγκλ και δύο άλμπουμ στο top 5 των charts την ίδια εβδομάδα, αφού προφανώς αναζωογόνησε το ενδιαφέρον και για το ντεμπούτο της.

Η συνταγή της Adele
Γιατί όμως αυτή και όχι, για παράδειγμα, η ήδη δοκιμασμένη και πολύ πιο όμορφη Τζος Στόουν –για την οποίαν γράφονται πάνω κάτω τα ίδια τραγούδια; Όταν η Adele ντεμπούταρε με το «19», τόσο η πατρίδα της όσο και οι ΗΠΑ βρίσκονταν εν μέσω μιας οικονομικής κρίσης. Ο κόσμος αποζητούσε πάνω απ’ όλα την σιγουριά. Ακόμη και στην ποπ, όλο αυτό το φλούο σκηνικό με το υπερβολικό στυλ και την πόζα, προκαλούσε περισσότερο τον εκνευρισμό, παρά την ηρεμία. Η Adele έφερνε με την εικόνα της, σεμνή, συνεσταλμένη, προσιτή, και τα τραγούδια της, παλιομοδίτικα και γι’ αυτό χιλιοδοκιμασμένα, μια ανακουφιστική εναλλακτική πρόταση.

Τα πάντα, βέβαια, θα μπορούσαν να είχαν καταρρεύσει στη συνέχεια, όπως συνέβη με το «λάθος άλογο», την Duffy, ή να είχαν οδηγηθεί στα άκρα, όπως με την υπερβολική προσωπικότητα της Έιμι Γουάινχάουζ. Αλλά η Adele, έχοντας μεγαλώσει μόνο με τη μάνα της, στερημένη πολυτέλειες και χωρίς να είναι ποτέ το «καυτό» κορίτσι της γειτονιάς, δεν άλλαξε χαρακτήρα μετά την επιτυχία του ντεμπούτου της. Παραμένοντας μια παχουλή ασχημούλα, με πιο κακή συνήθεια τα δύο ποτήρια κρασί παραπάνω, όσο περιμένει να ασχοληθεί μαζί της κανας μεθυσμένος συνομήλικός της στα κλαμπ του Λονδίνου, εκπροσωπεί τον απόλυτο μέσο όρο, με τον οποίον τόσο εύκολα μπορεί να ταυτιστεί από ένα κορίτσι 15 ετών μέχρι και η γιαγιά στην οποίαν θυμίζει τα ‘60s με τον ήχο και το στυλ της. Κι αυτό, σε μια εποχή που μουσικά ορίζεται από το “X-Factor” και το “American Idol”, όπου ακόμη και μια Σούζαν Μπόιλ μπορεί να κυνηγήσει το παιδικό της όνειρο, είναι η ιδανική συνταγή επιτυχίας. Απλά δεν χωράει πολλούς. Όποια επιχειρήσει τώρα να αντιγράψει την Adele θα μείνει στην (διόλου ευκαταφρόνητη) σκιά της.

(To κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Κ" της "Καθημερινής" το Μ. Σάββατο, 23.04.2011)


Adele - Someone Like You (Live at the 2011 BRITs)

16 Απρ 2011

The Twilight Zone

Το έγραφα και πρόσφατα, στην δισκοκριτική του "Dynamite Steps": ο Ντούλι έχει ξαναθυμηθεί τους Afghan Whigs και τα πάντα ξαφνικά είναι πιο ηλεκτρικά, πιο ωμά, πιο πωρωτικά. Τράβηξα μόνο δύο βίντεο -και ήταν σε μπαλάντες. Γιατί την υπόλοιπη ώρα της χθεσινής συναυλίας των Twilight Singers στο Gagarin, ήμουν συγχρονισμένος με τον ξέφρενο ρυθμό αυτών των συναρπαστικών μεσήλικων. Πόσο γουστάρω να βλέπω πραγματικούς ροκάδες επί σκηνής -ακόμη κι αν θέλουν να λένε ότι παίζουν the blues...


The Twilight Singers - Love / Annie Mae (Live)


The Twilight Singers - Gunshots (Live)

Αθάνατο 1987


Σε μιάμιση ώρα φτηνής βιντεοκασέτας μπορείς να καταλάβεις γιατί η Ελλάδα που μάς παρέδωσαν οι γονείς μας είναι ένα τόσο κατεστραμμένο μέρος -και, κυρίως, θα το διασκεδάσεις με όλη σου την ψυχή. Το "ντοκιμαντέρ" της Greca Films - Μ. Λεφάκης για το ταξίδι της Τσιτσιολίνα στην Αθήνα το 1987 θα ήταν το απόλυτο καλτ, αν δεν ήταν πρώτα η απόδειξη του πού πρέπει να στείλουμε τον λογαριασμό για τη σημερινή μας κατάντια.

(Θα ευγνωμονούμε για πάντα τον Άρη Δημοκίδη που το ανακάλυψε και τον φανατικό φαν της Τσιτσιολόνα Taitsitarot που το ανέβασε...)

11 Απρ 2011

Αυτήν την εβδομάδα (#14 του '11) τα ηχεία παίζουν: Fleet Foxes, Glasvegas, O' Death κ.α.

Από αλλού το περιμέναμε κι από αλλού μας βρήκε. Οι Fleet Foxes μοιάζουν κομματάκι χαμένοι στα "θέλω" και τα "πιστεύω" τους στο δεύτερο άλμπουμ τους που κυκλοφορεί σε κανα μήνα. Αλλά μια απίθανη μπάντα από το Μπρούκλιν που παίζει ένα παράξενο, σκοτεινό, γήινο -αλλά καμμία σχέση μ' αυτό των Fleet Foxes- folk, οι O' Death, ίσως και να έχουν γράψει τον δίσκο της χρονιάς.

Fleet Foxes
Helplessness Blues
(Μάιος 2011)

Οι Fleet Foxes έχουν μεγαλώσει τρία χρόνια από τότε που μας έπιασαν όλους απροετοίμαστους με το συγκλονιστικό ντεμπούτο τους. Παραμένουν όμως παιδιά –ο frontman τους Ρόμπιν Πέκνολντ έκλεισε μόλις τα 25 του... Και διατηρούν αυτή την νεανική, ημιαφελή θεώρηση για τον κόσμο, την χίπικη ευφορία της παπαρούνας και της ψυχεδέλειας, που αναδυόταν από το πρώτο τους άλμπουμ σαν το Άγιο Μύρο την Μεγάλη Πέμπτη. Ίσως μάλιστα να έχουν πια εθιστεί σ’ αυτήν. Στο “Helplessness Blues” απαρνούνται και τις όποιες πιο πιασάρικες πάσες μάς έκαναν πριν τρία χρόνια και επιδίδονται σ’ ένα παραληρηματικό σαμανικό πάρτυ (τους φαντάζομαι όρθιους με τις κιθάρες τους και με στεφάνια από μαργαρίτες στα μαλλιά –και τις γενειάδες τους- να τραγουδούν, κυττάζοντας τα ουράνια, γύρω από μια τεράστια φωτιά). Αν βρίσκεσαι σε μια παρόμοια κατάσταση έκστασης και ένθεης μανίας, το “Helplessness Blues” σίγουρα θα σε ενθουσιάσει. Αν όχι, τότε μάλλον θα σε δυσκολέψει. Γιατί σε καμμία περίπτωση δεν είναι αυτό που περίμενες με τόση αγωνία, όταν πριν τρία χρόνια ψήφιζες το “Fleet Foxes” ως το καλλίτερο άλμπουμ της χρονιάς (είχε βγει πλάκα-πλάκα τέταρτο στην τότε Blogovision).

Εντοπίζω το πρόβλημά του στο ότι η μπάντα, και ο Πέκνολντ περισσότερο, έχουν αρχίσει να παίρνουν πάρα πολύ στα σοβαρά τον εαυτό τους. Αυτό που ξεκίνησε σαν ένα ενδιαφέρον πείραμα εκμοντερνοποίησης της ψυχεδελικής folk των ‘60s και της ανάμειξής της με την baroque pop, έχει γίνει ξαφνικά μανιφέστο. Ο Πέκνολντ βγάζει λόγους περί «προσγείωσης» του ήχου τους (ηχογράφησαν το άλμπουμ επίτηδες «στα βιαστικά» για να ακούγονται τα λάθη τους και για να μην πολυσκέπτονται όσα τούς βγήκαν αυθόρμητα στο στούντιο) και περί αποποίησης της ποπ. Μέχρι εδώ καλώς, αλλά το θέμα είναι ότι όλα αυτά γίνονται περισσότερο για την εντύπωση παρά για την ουσία. Και η αλήθεια είναι ότι πρέπει να περιμένεις μέχρι το όγδοο κομμάτι του δίσκου, το “Lorelai”, για να ακούσεις κάτι πραγματικά σπουδαίο –από ‘και και πέρα, για τρία συνεχόμενα κομμάτια, η αλήθεια είναι ότι το “Helplessness Blues” απογειώνεται. Συνολικά είναι ένα καλό άλμπουμ, αλλά σε καμμία περίπτωση δεν πρόκειται να σώσει τη ροκ, όπως ευαγγελίζονται οι ορκισμένοι φαν τους και όπως ίσως μπορεί και να πιστεύουν οι ίδιοι οι Fleet Foxes.


Fleet Foxes - Lorelai (Live)


O’ Death
Outside
(Απρίλιος 2011)

Δώσε μου μπάντζο και πάρε μου την ψυχή. Πέρσι αποθέωνα τους Mumford & Sons σε κάθε πιθανή ευκαιρία. Φέτος θα το κάνω με τους O’ Death. Κοινό τους χαρακτηριστικό η τσιριχτή πενιά στο υπέροχο αυτό έγχορδο, αλλά από ‘κει και πέρα οι διαφορές είναι τεράστιες. Σε αντίθεση με το εκστατικό, ξεσηκωτικό folk-rock των Mumford & Sons, οι Μπρουκλινέζοι O’ Death παίζουν ένα πολύ πιο low-tempo, πολύ πιο σκοτεινό και θολό είδος folk, με άπειρα ιρλανδέζικα bluegrass στοιχεία μέσα, κάντρι ενέσεις και εμπνεύσεις που ρίχνουν ματιές σε δεκάδες ακόμη είδη μουσικής, από το punk ως το black metal. Κάποιοι έχουν πει ότι οι O’ Death παίζουν «γοτθική Americana». Ίσως αυτός είναι όντως ο τελειότερος χαρακτηρισμός για τον ήχο τους.

Το τέταρτο άλμπουμ τους περιέχει απίστευτα κομμάτια, όπως το τρομακτικό “Black Dress”, το αισιόδοξο μέσα στη μαυρίλα του “Bugs”, το εσωστρεφές “Ourselves”, το βασανιστικό “Look At The Sun” ή το ανυπόφορα σαδιστικό “The Lake Departed”. Βασικά, δεν υπάρχει τραγούδι που να υστερεί. Τα πανέμορφα έγχορδα που, με έναν περισσότερο κλασσικό, ορχηστρικό τρόπο, παρά με το στυλ που παίζουν τα βιολιά στην κάντρι, γεμίζουν τα κενά που αφήνουν οι κιθάρες, το μπάντζο και το τύμπανο είναι το κλειδί για τον επιβλητικό ήχο του άλμπουμ. Και βέβαια, η σπαρακτική φωνή του Γκρεγκ Τζέιμι, για τα οποία αξίζει να συζητήσουμε φέτος πολύ περισσότερο απ’ ότι για του Ρόμπιν Πέκνολντ. Σε τελική ανάλυση, ό,τι ήταν για το 2008 το “Fleet Foxes” ίσως να είναι για φέτος το “Outside”.


O' Death - Bugs


The Kills
Blood Pressures
(Απρίλιος 2011)

Δεν ξέρω αν η Άλισον Μόσαρτ θα είναι η κουμπάρα στο γάμο της Κέιτ Μος με τον Τζέιμι Χινς (το θρίλερ έχει προς το παρόν περιορισθεί στο θέμα του νυφικού που ήταν να το φτιάξει ο Γκαλιάνο, αλλά μάλλον τελικά θα το ράψει η ίδια η νύφη). Μπορώ να το υιοθετήσω σαν μια εύκολη δικαιλογία για το γιατί το “Blood Pressures” δεν είναι τόσο σπουδαίο όσο το “Midnight Boom”. Ν’ αφήσουν το γάμο και να πάνε για πουρνάρια; Η αλήθεια είναι πως η χημεία μεταξύ της Μόσαρτ και του Χινς παραμένει σε εκρηκτικά επίπεδα (να ανησυχεί το Κεϊτάκι;). Αλλά η στροφή τους σε πιο αργούς, σκοτεινούς ήχους και η εγκατάλειψη της ποπίζουσας πανκ που έπαιξαν στο σπουδαίο, προηγούμενο άλμπουμ τους για το bluesy στυλ με το οποίο ξεκίνησαν, για την ώρα αποδίδει μέτρια αποτελέσματα. Προς το παρόν, καλά στέφανα Τζέιμι!


The Kills - Satellite


Glasvegas
Euphoric: Heartbreak
(Απρίλιος 2011)

Οι Σκωτσέζοι Jesus & The Mary Chain (μα είναι τόοοοοσο όμοιοι!) ξανακτυπούν, αυτή τη φορά με έναν ανθεμικό τρόπο, σαφώς απευθυνόμενοι στις μάζες, στήνοντας πιασάρικα ρεφρέν και φορτώνοντας το νέο τους άλμπουμ με μια γεμάτη, επική παραγωγή. Από τη μία κάτι κινείται, αφού επιτέλους δεν είναι όλα τα τραγούδια ένα, όπως συνέβαινε με το ντεμπούτο τους. Από την άλλη, τι το συναρπαστικό θα ακούσεις στο “Euphoric: Heartbreak”; Εξαρτάται πού θα το πετύχεις. Φαντάζομαι ότι με συμπιεσμένο το κορμί σου ανάμεσα σε άλλα, εκστατικά σώματα, σε ένα μεγάλο φεστιβάλ, θα χύσεις ίσαμε τρία λίτρα ιδρώτα για πάρτη του. Το άλμπουμ είναι γραμμένο για τις αρένες, δεν χωράει καμμία αμφιβολία σε αυτό (και είναι πια και Doves, όχι μόνο Jesus & The Mary Chain…). Αλλά στο σπίτι σου μόνος, ή στο iPod στο δρόμο, δύσκολα θα σου μείνει τίποτε περισσότερο από το σύνηθες, την σκωτσέζικη προφορά του Τζέιμς Άλαν, δηλαδή.


Glasvegas - Euphoria, Take My Hand



ΤΙ ΑΛΛΟ;
Explosions In The Sky – Take Care, Take Care, Take Care: Όπως συμβαίνει και με τους Mogwai, τους Godspeed You! Black Emperor, ή τους Sigur Ros, τις τρεις πιο συγγενείς μπάντες με τους Explosions In The Sky δηλαδή, κάθε τους δουλειά ακούγεται πιο αδύναμη από την προηγούμενη γιατί σού μοιάζει σαν να την έχεις ξανακούσει. Δεν είναι ότι δεν μού αρέσει, είναι ότι κάπως βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια –ίσως γιατί δεν είμαι ορκισμένος φαν τους. Τρία αστεράκια / Pet Shop Boys – The Most Incredible Thing: Μουσική για μπαλέτο από την κορυφαία synth pop μπάντα όλων των εποχών; Γιατί όχι; Δυστυχώς όμως, οι PSB δεν φέρνουν το μπαλέτο στα μέτρα τους, αλλά αποφασίζουν να παίξουν οι ίδιοι κλασσική μουσική. Στο άλμπουμ ακούγονται ελάχιστα σύνθι. Την περισσότερη ώρα παίζει η ορχήστρα. Ενδιαφέρον πείραμα, αλλά μόνο για τους φαν των PSB –ή του μπαλέτου. Τρία αστεράκια / The Unthanks – Last: Νεραϊδένια folk για να ντύνει ηχητικά τα παραμύθια της γιαγιάς ή ταινίες με κινούμενα σχέδια. Η Λορίνα ΜακΚένιτ συναντά τις Cocorosie και κάνουν μια σπουδή πάνω στο μεσαιωνικό βρετανικό τραγούδι. Όχι άσχημα, αλλά τα πάντα λειτουργούσαν καλλίτερα στο –λιγότερο «επιστημονικό»- ντεμπούτο τους προ διετίας. Τρία αστεράκια / Black Joe Lewis – Scandalous: Αποθεώνεται από τους απανταχού κριτικούς, αλλά μην ψαρώνεις. Πρόκειται για ένα «ειδικό» άκουσμα, για τους φίλους της παλιάς, αρχετυπικής σόουλ... Μην περιμένεις κάτι που θα μοιάζει σε Σάρον Τζόουνς ή Έιμι Γουάινχάουζ. Βασικά μην μπεις καν στην διαδικασία να το ακούσεις αν δεν είσαι φαν της funk soul και του progressive gospel –που δεν είσαι. Ενάμισι αστεράκι / Delicate Steve – Wondervisions: Άλλο ένα αγαπημένο παιδί των δισκοκριτικών, ίσως επειδή κάνει αυτό που κάνουν οι Vampire Weekend, αλλά στο πιο «σοφιστικέ». Όπως καταλαβαίνεις, η τελευταία λέξη είναι παγίδα και στην περίπτωση του Delicate Steve οι αφρικανικοί ρυθμοί οδηγούν σε μια ευχάριστη αναρχία. Εγώ που είμαι τύπος της τάξης, δεν τρελλαίνομαι... Τρία αστεράκια / Panic! At The Disco – Vices & Virtues: Από την συνομοταξία των emo-ροκάδων, οι Panic! At The Disco είναι οι πιο συμπαθείς –ίσως γιατί είναι οι καλλίτεροι μουσικοί απ’ όλους. Στο τελευταίο τους άλμπουμ δείχνουν πόσο μεγάλη παιδεία έχουν (από κλασσική μουσική ως και bel canto θα βρεις εκεί μέσα), αλλά αυτή η επιδειξιομανία τους στερεί πολλή ενέργεια από την συνθετική τους έμπνευση. Τρία αστεράκια / Dropkick Murphys: Πανκ με γκάιντες, κέλτικο δηλαδή, για πολύ ξεσάλωμα, χορό και ξύλο. Το “Broken Hymns” είναι ένα από τα τραγούδια της χρονιάς! Το όλο άλμπουμ δεν είναι του στυλ μου, αλλά δεν μπορώ να αντισταθώ στην πώρωση που βγάζει. Τριάμισι αστεράκια


Dropkick Murphys - Broken Hymns (Unofficial Video)

Sidney Lumet R.I.P.


Το να έχεις 12 ηθοποιούς σε ένα δωμάτιο γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι επί μιάμιση ώρα είναι ένα σκηνικό καθαρά θεατρικό. Το 1957 ο Σίντνεϊ Λιούμετ απέδειξε με τους "12 Ενόρκους" ότι μπορεί να γίνει και κινηματογραφικό. Όχι απλά "μπορεί να γίνει"... Η ταινία (η πρώτη του Λιούμετ!) είναι μία από τις καλλίτερες που γυρίστηκαν ποτέ -κάτι που το αντιλαμβάνεσαι ακόμη και τώρα, μισό αιώνα και κάτι μετά. Και να φανταστεί κανείς ότι ήταν ένα μόνο δείγμα της μαεστρίας αυτού του τεράστιου σκηνοθέτη που έφυγε προχθές, στις 9 Απριλίου του 2011, σε ηλικία 87 ετών.

9 Απρ 2011

Γιατί να την πληρώσει ο Χρήστος Τζέκος;


Ας υποθέσουμε ότι είσαι γιατρός στο ΚΑΤ, εν μέσω Ολυμπιακών Αγώνων, και ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά σου ο Χρήστος Τζέκος και σου λέει πως η Κατερίνα Θάνου και ο Κώστας Κεντέρης έπεσαν με τη μηχανή και πρέπει να εισαχθούν στο νοσοκομείο. Οι αθλητές στέκονται δίπλα του σαστισμένοι, ίσως όχι εμφανώς τραυματισμένοι -τουλάχιστον στο βαθμό που να χρειάζονταν εισαγωγή, αλλά είναι προφανές ότι κάτι τρέχει. Απ' τα λίγα που ξέρεις περί πρωταθλητισμού στον στίβο, φαντάζεσαι ότι δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν: 'Η ότι τα παιδιά βρίσκονται σε δύσκολη θέση, αφού φοβούνται ότι δεν θα μπορέσουν να υπερασπισθούν τον θρύλο τους μπροστά στα μάτια των συμπατριωτών τους, είτε λόγω ελλιπούς προετοιμασίας, είτε λόγω άγχους, είτε λόγω πληροφοριών ότι οι "κακοί Αμερικανοί" έχουν έλθει με τα τελευταία επιτεύγματα του ντόπινγκ στην φαρέτρα τους. Ή, αν είσαι πιο υποψιασμένος για το παρασκήνιο του ελληνικού στίβου, ότι κάτι έχει πάει στραβά με την θεραπεία (sic) του Κώστα και της Κατερίνας και άρα κινδυνεύουν να πιαστούν ντοπέ και να ξεφτιλιστούν. Και στις δύο περιπτώσεις, το εθνικό σου καθήκον πιθανότατα θα σε καλέσει να κάνεις την εισαγωγή. Έτσι κι αλλιώς οι αθλητές δεν θα κατεβούν στους αγώνες, οπότε το όποιο κακό θα είναι μικρό. Δεν γίνεται να ξέρεις ότι την ώρα που συμβαίνουν όλα αυτά, ψάχνουν τον Κεντέρη και τη Θάνου για έλεγχο και ότι οι δύο αθλητές ψάχνουν άλλοθι για να τον αποφύγουν.

Ας υποθέσουμε ότι είσαι ο Κώστας ή η Κατερίνα και έχεις προετοιμασθεί επί τέσσερα χρόνια για τη μεγαλύτερη στιγμή της καριέρας σου, για μια κούρσα 19 ή 10 δευτερολέπτων που θα σου χαρίσει ένα χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο -ή ακόμη περισσότερο θα το χαρίσει στα εκατομμύρια συμπατριωτών σου που σε θέλουν θριαμβευτή στους "δικούς τους" αγώνες. Έχεις ήδη κερδίσει μετάλλιο στους προηγούμενους Ολυμπιακούς, είσαι το μεγάλο φαβορί και όλο το σύστημα λειτουργεί υπέρ σου. Η ψυχολογία σου δείχνει όχι απλά νίκη -αλλά θρίαμβο. Και ξαφνικά, λίγες μόνο μέρες πριν τον αγώνα σου, έρχεται ο προπονητής σου, ο πιο μεγάλος υποστηρικτής σου ως τώρα (σε κάθε επίπεδο) και σού λέει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα νόμιζες, ότι όχι μόνο δεν θα νικήσεις στον αγώνα, αλλά πιθανότατα δεν θα κατεβείς καν -και το ακόμη χειρότερο: ότι αυτήν την στιγμή διώκεσαι και πρέπει να κάνεις το παν για να μην πιαστείς. Πιθανότατα θα περάσεις άμεσα από τη φάση της απόλυτης αυτοπεποίθησης στη φάση του σοκ, σε μια κατάσταση ημιναρκωμένη και θα δεχθείς να κάνεις ακόμη και το πιο κουλό πράγμα που θα σου προτείνει ο Χρήστος Τζέκος, όπως το να σκίσεις τα ρούχα σου και να παρουσιαστείς στο ΚΑΤ ως θύμα μοτοσικλετικού ατυχήματος.


Ας υποθέσουμε τώρα ότι είσαι ο Χρήστος Τζέκος, που εκτός από την παραπάνω αυτοπεποίθηση που είχαν οι αθλητές σου, έχεις και τις διαβεβαιώσεις διαφόρων επισήμων φορέων με τους οποίους βρίσκεσαι σε θέση να μιλάς (ας πούμε γιατί είσαι ο κινητήριος μοχλός του συστήματος που έχουν στήσει για την παραγωγή μεταλλίων που διαφημίζουν το μεγαλείο της χώρας σου) και είσαι απόλυτα πεπεισμένος ότι όλα θα πάνε καλά. Κάποια στιγμή, κάποιος από τους εκπροσώπους των φορέων αυτών σού τηλεφωνεί και σου εξηγεί ότι το παραμύθι τελείωσε, ότι αυτήν την στιγμή οι αθλητές σου (και προφανώς και εσύ) τελούν υπό διωγμόν και ότι ο ίδιος και οι υπόλοιποι φορείς δεν μπορούν να σε καλύψουν πια, διότι η άρση της ασυλίας σου έχει έλθει από πολύ ψηλά. Πιθανότατα θα νιώσεις προδωμένος από το σύστημα με το οποίο συναλλασσόσουν τόσο καιρό και θα σπεύσεις να καλύψεις όσο μπορείς τα νώτα σου -ακόμη και με ηλίθιες ιδέες (όχι ότι με έξυπνες θα μπορούσες να ξεγελάσεις το σύστημα...)

Την Τρίτη, ο Εισαγγελέας εισηγήθηκε την ενοχή όλων των εμπλεκομένων στην υπόθεση του ατυχήματος Κεντέρη - Θάνου. Δηλαδή και των γιατρών και των αθλητών και του προπονητή τους. Αναγνώρισε ελαφρυντικά στους γιατρούς και στους αθλητές. Περίπου τα ελαφρυντικά που παρουσίασα κι εγώ πιο πάνω. Οι γιατροί είχαν μπροστά τους δύο θρύλους του αθλητισμού και οι αθλητές είχαν ψυχική εξάρτηση από τον προπονητή. Τον Τζέκο τον άφησε ξεκρέμαστο. Είναι δύσκολο να του αναγνωρίσεις το ελαφρυντικό της "σιγουριάς του συστήματος", γιατί μετά θα πρέπει να πας να αποκαλύψεις αυτό το περίφημο σύστημα. Επίσης, η όλη υπόθεση χρειάζεται ένα εξιλαστήριο θύμα και ο χαρακτήρας του Χρήστου Τζέκου είναι ο λιγότερο συμπαθής στο πανελλήνιο -ήταν ακόμη και τότε, προ 2004, την εποχή των χρυσών μεταλλίων.

Το σύστημα, λοιπόν, φαίνεται ότι τελικά θα κατατροπώσει τον Χρήστο Τζέκο, θα τού φορτώσει όλο ή το μεγαλύτερο μέρος του φταιξίματος και θα διατηρήσει σε ένα καθεστώς ιερών (έστω λιγότερο ιερών από κάποτε) τεράτων τους αθλητές -γιατί η Ελλάδα χρειάζεται ακόμη κάποιες επικές ιστορίες του παρελθόντος να διηγείται. Ας μην βιαστούμε, όμως, να λυπηθούμε για τον προπονητή τους. Γιατί, αν και τιμωρημένος από τις αθλητικές αρχές και εξοστρακισμένος από τα στίβου, στην ουσία δεν έφυγε ποτέ και συνέχισε να συναλλάσσεται με το ίδιο σύστημα που κάποτε τον αποθέωνε, που μετά αρνήθηκε να τον στηρίξει και που τώρα θέλει να τον φάει ζωντανό. Ο Τζέκος ήξερε να κάνει καλά μια δουλειά -άριστα ίσως, καλλίτερα από οποιονδήποτε άλλον ανά τον κόσμο- και δεν θα μπορούσε να την αφήσει επειδή κάποια μέρα το πανελλήνιο υποψιάστηκε ότι το διαβόητο ατύχημα ίσως και να ήταν κάλπικο. Απλά, μετά την "μεγάλη ιδέα" του 2004 τα χρήματα στέρεψαν από τον ελληνικό αθλητισμό και αυτό που κάποτε ήταν ένα σύστημα παραγωγής Ολυμπιονικών και Παγκόσμιων Πρωταθλητών σήμερα είναι ένα παρατημένο εργοστάσιο στο οποίο κανείς δεν θέλει ή μπορεί να εγκαταστήσει τις νεώτερες τεχνολογίες.

Είναι η αλήθεια πως ως λαός έχουμε μια τάση να κουκουλώνουμε και να ξεχνάμε όλα όσα μας πονάνε, αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση ειλικρινά δεν βλέπω κανένα νόημα σε μια καταδίκη του Χρήστου Τζέκου με μια εξαντλητική ποινή. Ο διασυρμός του τόσα χρόνια είναι αρκετός. Φτάνει που ο άλλοτε εργοστασιάρχης έχει πια γίνει θυρωρός του θλιβερού εργοστασίου. Αυτό που με θλίβει όμως ακόμη περισσότερο είναι ότι στην διεύθυνση της φάμπρικας αυτής έχουν μείνει οι ίδιοι άνθρωποι που βρίσκονταν και τότε -και από πιο πριν ακόμη, είναι οι ίδιοι που την διηύθυναν και προ 15ετίας όταν έκανα ακόμη πρωταθλητισμό. Γραφικοί ή με κάποιο συμφέρον, το θέμα είναι ότι κανείς πια δεν ενδιαφέρεται να συνδέσει το όνομά του με αυτό που κάποτε φάνταζε σαν "ευγενής σκοπός".

Debtocracy και Άρη Χατζηστεφάνου υπεράσπιση και κριτική μαζί...

Όταν αγοράζεις τον "Ριζοσπάστη" ή την "Ελεύθερη Ώρα", τον "Πρωταθλητή" ή την "Πράσινη", την "Σκοπιά" των Μαρτύρων του Ιεχωβά ή το "Sirina News" με τα "ελληνικά ερασιτεχνικά" πορνοφίλμ, δεν το κάνεις επειδή είσαι κυνηγός της αντικειμενικής ενημέρωσης. Όχι ότι η έννοια αυτή (η "αντικειμενική ενημέρωση") είναι επιτεύξιμη μέσω ενός μέσου μόνο, αλλά -τέλος πάντων- τα προαναφερθέντα παραδείγματα απέχουν αρκετά από τον μέσο όρο. Τα αγοράζεις είτε επειδή τα όρια που έχεις επιστρέψει στο μυαλό σου να κινείται είναι σχετικά στενά -και πιθανότατα καλά κάνεις, γιατί δεν θες να το "κάψεις"-, είτε γιατί θέλεις να ικανοποιήσεις κάποια αρχέγονα ένστικτα, είτε γιατί τώρα τελευταία σου λείπει η παρέα που θα ακούσει τα παράξενα πράγματα που έχεις στο κεφάλι σου και ξέρεις ότι εκεί θα την βρεις στα σίγουρα. Πάντως, όποιο κι αν είναι το κριτήριό σου, ξέρεις περίπου από πριν τι θα βρεις, γι' αυτό άλλωστε πας προς τα εκεί.

Κάπως αντίστοιχα, όταν πατάς στο play στο ντοκιμαντέρ "Debtocracy" του Άρη Χατζηστεφάνου και της Κατερίνας Κιτίδη, όπου καταθέτουν τις απόψεις τους διανοούμενοι όπως οι Κώστας Λαπαβίτσας, Μανώλης Γλέζος, Ντέιβιντ Χάρβεϊ, Σαμίρ Αμίν, Ζεράρ Ντιμενίλ, Αλέν Μπαντιού και δημοσιογράφοι όπως οι Άβι Λιούις και Κατρμέρ (πρόσωπα, δηλαδή, με αντιλήψεις που γέρνουν μόνο από τη μία πλευρά του ιδεολογικού φάσματος), ξέρεις τι περίπου θα δεις και γιατί πας και πατάς το play. Ως εκ τούτου, ούτε η φρασεολογία όσων λάτρεψαν το "Debtocracy" εναντίον όσων εξέφρασαν τις αντιρρήσεις τους έχει πολύ νόημα, ούτε βέβαια η κριτική των άλλων. Οι δεύτεροι είναι σαν να κατηγορούν τον "Γαύρο" ότι δεν έχει καλό "ρεπορτάζ Παναθηναϊκού" και οι πρώτοι είναι σαν τους αναγνώστες της "Ελεύθερης Ώρας" που εκνευρίζονται επειδή ο υπόλοιπος κόσμος γελάει με τα καμώματα του Μητροπολίτη Πειραιώς.

Δεν πρόκειται να πω αν με έπεισε ή όχι το "Debtocracy", μόνο ότι έχω συνεργαστεί επί χρόνια με τον Άρη Χατζηστεφάνου και ξέρω πολύ καλά ότι είναι ένας από τους πιο εργατικούς, ιδιοφυείς και ανιδιοτελείς δημοσιογράφους. Και θαυμάζω τον τρόπο με τον οποίον κατάφερε να κινητοποιήσει όλον αυτόν τον κόσμο μέσω Internet ώστε να εξασφαλίσει τα χρήματα που χρειαζόταν για να ολοκληρώσει την παραγωγή του ντοκιμαντέρ του. Και βεβαίως ότι μάς έδειξε όντως κάτι που πιθανότατα ποτέ δεν θα βλέπαμε σε ένα συμβατικό ΜΜΕ. Οι απόψεις που εκφράζονται στο "Debtocracy" κινούνται αρκετά έως πολύ μακριά από αυτά που εγώ γνωρίζω και πιστεύω, αλλά δεν είμαι τόσο κάθετος στις "νεοφιλελεύθερες" (μια έννοια που λοιδορείται στο ντοκιμαντέρ και -με πολύ περισσότερο μένος- από τους φίλους του) αντιλήψεις μου, ώστε να διαγράψω με τη μία το επιχείρημα περί "ανήθικου χρέους". Για την σημερινή κατάσταση δεν φέρει ευθύνη μόνο ένας "κακός", αλλά πολλοί. Ακόμη κι αν η σύγκριση με τις μπανανίες της Λατινικής Αμερικής είναι ένα μάλλον ατυχές παράδειγμα, δεν θέλω να κλείνω τα μάτια μπροστά στις ευθύνες των ξένων (ή και τις δικές μου -μην ξεχνιόμαστε).

Αλλά επαναλαμβάνω: Για την σημερινή κατάσταση δεν φέρει ευθύνη μόνο ένας "κακός", αλλά πολλοί. Άρα το πρόβλημα δεν είναι μόνο το "ανήθικο χρέος" και η λύση δεν θα δοθεί αν αποφασίσουμε ότι δεν το πληρώνουμε. Και εδώ έρχεται το μεγάλο μου παράπονο προς τον Άρη. Θα περίμενα να είχε συμπεριλάβει κάποιους διανοούμενους από άλλους χώρους στις συνεντεύξεις του. Γιατί, τελικά, ο πιο σίγουρος δρόμος προς την "αντικειμενική ενημέρωση" είναι ο γόνιμος διάλογος. Αλλά προφανώς στο "Debtocracy" ο σκοπός δεν ήταν αυτός.

(Επίσης, ακόμη δεν έχω καταλάβει τι ακριβώς έχει συμβεί με την απόλυσή του από τον ΣΚΑΪ. Ένα ζήτημα που είναι από τα θέματα των ημερών στον δημοσιογραφικό χώρο. Φαίνεται ότι έγινε για λόγους ιδεολογίας και όχι για οικονομικούς όπως είπαν στον σταθμό. Είναι πράγματι έτσι;)

5 Απρ 2011

Η μουσική μετά το iPod

«Ο Στηβ Τζομπς είναι ο ηθικός αυτουργός για το θάνατο της μουσικής βιομηχανίας». Τα λόγια μοιάζουν βαριά. Και γίνονται αφόρητα όταν συνειδητοποιείς πως αυτός που τα εκστομίζει συγκαταλλέγεται ανάμεσα στους εν ζωή ήρωες της ποπ κουλτούρας. Εμπεριέχουν όμως κι άλλα ψήγματα δράματος –ίσως και μια δόση απληστίας. Οι Bon Jovi, η μπάντα της οποίας η ηγετική μορφή, ο Τζον Μπον Τζόβι, είναι αυτός που εξαπέλυσε στα μέσα Μαρτίου το κατηγορητήριο κατά του ιδρυτή της Apple, βρίσκονται αυτή την στιγμή στην δεύτερη θέση των πιο καλοπληρωμένων μουσικών παγκοσμίως, μερικές χιλιάδες δολάρια μόλις πίσω από την Lady Gaga. Ο ο 49χρονος μουσικός έχει στο στόχαστρο το iPod, τον μυθικό πλέον MP3 Player με τον οποίον πριν ακριβώς μια δεκαετία η Apple άλλαξε για πάντα τον τρόπο που ακούμε μουσική και το online κατάστημα iTunes που πουλάει μουσική «με το κομμάτι»: «Τα παιδιά σήμερα δεν ζουν ούτε την εμπειρία του να κλείνουν τα μάτια και να χάνονται σ’ ένα άλμπουμ, ούτε την αγωνία του να πηγαίνουν με το χαρτζιλίκι τους στο δισκάδικο και να διαλέγουν ένα δίσκο με βάση το εξώφυλλο, χωρίς να ξέρουν τι θα ακούσουν, δημιουργώντας εικόνες με τη φαντασία τους», εξήγησε στο περιοδικό των Sunday Times.

Με τη νοσταλγία του Μπον Τζόβι πολλοί θα συγχρονισθούν, αρκετοί θα φτάσουν μέχρι και στον αφορισμό του iPod και του MP3. Αλλά είναι και πολλοί εκείνοι που θα χαμογελάσουν με συγκατάβαση μπροστά στην ρομαντική περιγραφή της απόλαυσης ενός δίσκου. Γιατί η επανάσταση του iPod ήταν τόσο ριζική που πλέον μας έχει οπλίσει με μια ολόκληρη δισκοθήκη στην τσέπη μας. Μια δισκοθήκη που έχουμε αποκτήσει φτηνά (ή και δωρεάν) και που μας δίνει μια ολοκληρωμένη αίσθηση της μουσικής, το παρελθόν, το παρόν αλλά και το μέλλον της με τρία πατήματα του κουμπιού, όσα χρειάζεται για να φτάσεις ν’ ακούσεις ένα τραγούδι στο iPod. Οι νέες τεχνολογίες διεύρυναν σε συγκλονιστικό βαθμό το κοινό που έχει πρόσβαση στη μουσική και, όσο και να γκρινιάζουν οι καλλιτέχνες για τα χρήματα που χάνουν από τα παράνομα, δωρεάν downloads ή για τη χαμένη εμπειρία του άλμπουμ, η πραγματικότητα είναι ότι δεν πρόκειται να γυρίσουμε εκεί που βρισκόμασταν στα ‘90s. Η ειρωνία, ειδικά για το παράδειγμα των Bon Jovi, είναι πως διαχειρίστηκαν ιδανικά όλη αυτήν την επανάσταση, χρησιμοποιώντας τα iPod σαν τον κομιστή του έργου τους σε κάθε ζευγάρι αυτιών, προμοτάροντας έτσι τα φαντασμαγορικά τους ζωντανά σόου (που θα έχουμε την χαρά να παρακολουθήσουμε τον Ιούλιο και στην Αθήνα), από τα οποία πλέον βγάζουν την συντριπτική πλειονότητα τον κερδών τους.


Η δεκαετία του iPod
Όταν τον Οκτώβριο του 2001, η Apple (προλαμβάνοντας τους παραδοσιακούς κατασκευαστές γκάτζετ, παρότι η ίδια ήταν μέχρι τότε αποκλειστικά εταιρεία παραγωγής υπολογιστών και software) παρουσίαζε το iPod, μια πανέμορφη φορητή συσκευή αναπαραγωγής αρχείων MP3 που χωρούσε περίπου 1000 τραγούδια και ήταν εξαιρετικά απλή στη χρήση της, βρισκόμασταν ήδη ένα χρόνο μετά την περίφημη δίκη του Napster. H μουσική βιομηχανία είχε καταφέρει ένα πλήγμα στην παράνομη διάδοση μουσικής, αλλά ξαφνικά βρισκόταν αντιμέτωπη με έναν εχθρό που την προσέγγιζε με τη μορφή του καλύτερου φίλου. Το iPod υποσχόταν διάδοση του νέου φορμά με νόμιμο τρόπο και παρότι οι δισκογραφικές γνώριζαν καλά πως θα ήταν πολύ δύσκολο να ελέγξουν το τι θα έμπαινε μέσα σε κάθε λευκό γκατζετάκι, υιοθέτησαν τη λογική του, μην μπορώντας να κάνουν αλλιώς. Η Apple, παρέα με τη μουσική βιομηχανία δημιουργούσε ένα τέρας που δεν θα μπορούσε να χαλιναγωγηθεί –ή τουλάχιστον αυτό κρίνουν οι πολέμιοι του iPod μία δεκαετία μετά.

Για πρώτη φορά πάντως μια τεχνολογική επανάσταση στη μουσική δεν συνοδεύθηκε και από ένα νέο κίνημα (όπως έγινε με τους δίσκους των 78 στροφών και το φοξτροτ ή την χορευτική τζαζ στα ‘20s, ή όπως έγινε με το Walkman και το MTV και την πολύχρωμη ποπ των ‘80s), για πρώτη φορά όρισε την εποχή της αποκλειστικά με αυτοαναφορικά σύμβολα: Τα λευκά ακουστικά του iPod (ένα σύμβολο status και ταυτόχρονα η καλύτερη από στόμα σε στόμα διαφήμιση), το online μουσικό κατάστημα iTunes (που είναι το σημαντικότερο σημείο πώλησης μουσικής παγκοσμίως –έχει μερίδιο 90% της αγοράς των ΗΠΑ κι έχει ξεπεράσει τα 10 δις. τραγούδια σε πωλήσεις) και η λειτουργία “shuffle” (η δυνατότητα του iPod να παίζει ανακατεμένα τα τραγούδια με τα οποία το έχει γεμίσει ο ιδιοκτήτης του).

Ας τα πάρουμε με την αντίστροφη σειρά: Με το “shuffle” συνηθίσαμε πια να ακούμε τη μουσική μας όχι στο περιβάλλον που την πακετάρισε για εμάς ο συνθέτης της, αλλά πολύ έξω από τα περιθώρια ενός άλμπουμ. Σ’ ένα γεμάτο με 35.000 τραγούδια (ας πούμε με 3.000 άλμπουμ –μια τεράστια δισκοθήκη δηλαδή) iPod των 160 GB το “shuffle” χαρίζει μια καινούργια, απρόβλεπτη, γεμάτη εκπλήξεις μουσική διαδρομή κάθε ημέρα σε όποιον επιλέγει να μην ακούει πλήρη άλμπουμ με κάποια σειρά, ας πούμε χρονική ή μουσικών ειδών.

Το πέρασμα απ’ το ανθεμικό ροκ των Killers στην αρχετυπική τζαζ του Κάουντ Μπέιζι κι από εκεί σε μια λαϊκοπόπ τσιχλόφουσκα της Έλλης Κοκκίνου πριν φτάσει στον «σκεπτόμενο» ήχο των R.E.M. μπορεί να ακούγεται σαν μια εφιαλτική ακροβασία για κάποιους από εμάς, αλλά σίγουρα συγκινεί πολλούς άλλους. Αυτούς που μέχρι πρόσφατα δεν ενδιαφέρονταν και πολύ για τη μουσική, αλλά που πλέον με ένα «γέμισέ μου το iPod με ό,τι έχεις», ντύνουν ηχητικά τις μετακινήσεις τους ή τον ελεύθερο χρόνο τους με το δικό τους DJ set. Eίναι συνήθως το κοινό που δεν νοιάζεται τόσο για την ποιότητα αυτού που κρύβεται μέσα στο μαγικό κουτάκι που έχει χωμένο στην τσέπη του, αλλά για την ποσότητα. Είναι ο μέσος όρος που αυτοορίζεται μουσικά ως «ακούω τα πάντα». Είναι εκείνοι που βαρέθηκαν την playlist του ραδιοφώνου και πέρασαν στην υπερπολλαπλάσια και απείρως πιο αναπάντεχη playlist του iPod (η φράση «what’s on your iPod?» ήταν μια υπέροχη καραμέλα για τα νεανικά περιοδικά και τις μουσικές εκμπομπές τα τελευταία δέκα χρόνια). Και βέβαια, είναι εκείνοι που μαζεύουν μουσική απ’ όπου βρουν, συνήθως κατεβασμένη από παράνομα sites –ή πιο συχνά από τους σκληρούς δίσκους φίλων και γνωστών, χωρίς πάντως να πληρώνουν γι’ αυτήν.

Ας μην βιαστούμε να τους καταδικάσουμε: Δεν θα αγόραζαν μουσική ακόμη κι αν δεν υπήρχε το MP3. Όμως τώρα ίσως και να συγκινηθούν από ένα κομμάτι που ξεχώρισε εντυπωσιακά μέσα απ’ το ατέλειωτο shuffle τους και να ενδιαφερθούν για μια ολοκληρωμένη δουλειά του συνθέτη του. Ο κ. Μάκης Μάτσας, βέβαια, ο πρόεδρος της Minos-EMI, μού διαψεύδει την ελπίδα: «Μπορεί να διακινούνται πολύ περισσότερα τραγούδια, αλλά οι πωλήσεις πέφτουν κατακόρυφα. Η μουσική έφτασε δωρεάν σε κόσμο που δεν ενδιαφέρεται να την ψάξει περισσότερο. Και το χειρότερο είναι ότι μέσα σε όλη αυτήν την ποσότητα και σε όλα αυτά τα αυτιά, ακόμη και κάτι πολύ ποιοτικό, θα πάει χαμένο. Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί στην δεκαετία που έφυγε δεν εμφανίστηκε ούτε ένας πραγματικά “τεράστιος” καλλιτέχνης;».

Το τέλος του άλμπουμ
Ο προβληματισμός που θέτει ο κ. Μάτσας, η αιώνια αντίθεση της ποιότητας με την ποσότητα, που όταν το ισοζύγιο γέρνει επικίνδυνα προς τη μεριά της τελευταίας σχεδόν εξαφανίζει την πρώτη, είναι και το πιο σύνηθες ερώτημα που τίθεται από τους πολέμιους ή τους σκεπτικιστές, έστω, του iPod και του MP3. Ακόμη μεγαλύτερο ρόλο σ’ αυτό ίσως έχει παίξει ο κατακερματισμός της μουσικής, το τέλος του άλμπουμ στην ουσία, λόγω του τρόπου που πουλάει τραγούδια το iTunes. Όταν ο Στην Τζομπς, το 2003, δύο χρόνια μετά το λανσάρισμα του iPod έπειθε τις πέντε μεγαλύτερες δισκογραφικές του πλανήτη να διανέμουν τη μουσική τους μέσω του online καταστήματός του σε μορφή MP3 που θα μεταφερόταν κατ’ ευθείαν στο iPod του αγοραστή, εκείνες δεν δίστασαν να κινηθούν με το ρεύμα της επανάστασης. Τα κέρδη τους είχαν ήδη μειωθεί κατά ένα εντυπωσιακό 25% μέσα σε 5 χρόνια, λόγω του παράνομου downloading. Ήταν επιτακτική ανάγκη να βρουν νέους τρόπους προσέγγισης του κοινού.

Η μέθοδος που επελέγη ήταν η πληρωμή «ανά κομμάτι», κάτι που δεν ήταν φυσικά δυνατόν μέχρι τότε –θα κόστιζε πάρα πολύ να τυπώνουν το κάθε τραγούδι σε ξεχωριστό CD. Υπήρχε πάντα η επιλογή του κατεβάσματος ενός πλήρους άλμπουμ, αλλά η λειτουργία «0,99 δολάρια (ή ευρώ) ανά κομμάτι» ήταν αυτή που συγκίνησε το ευρύ κοινό. Οι πωλήσεις πήραν μια ανάσα, το iTunes έγινε μέσα σε 5 μόλις χρόνια, το 2008, το μεγαλύτερο κατάστημα μουσικής στον κόσμο, αλλά αυτό δεν αντέστρεψε το κλίμα: Μπαίνοντας στα ‘10s, ο τζίρος συνεχίζει να μειώνεται, παρ’ ότι αυξάνεται κατακόρυφα ο αριθμός των ανθρώπων που κατεβάζουν μουσική. Πολύ απλά γιατί η Αpple δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να κερδίσει από το iTunes (εξ ου και οι πολύ χαμηλές τιμές του), αλλά από τα iPod της. Δεν την ενδιαφέρει αν η μουσική με την οποία τα γεμίζεις είναι πληρωμένη –τής αρκεί να υπάρχουν αρκετά MP3 εκεί έξω που να σιγουρεύουν ότι θα θέλεις ένα πιο μεγάλο iPod για να τα χωρέσεις...

Την ίδια ώρα, κάποια τραγούδια πωλούσαν περισσότερο από τα άλλα του ιδίου άλμπουμ, με αποτέλεσμα οι καλλιτέχνες να αλλάξουν την φιλοσοφία τους στην σύνθεση –τουλάχιστον όσοι ενδιαφέρονταν κυρίως για την εμπορική επιτυχία- και να σβήσουν την έννοια «άλμπουμ» από τις προτεραιότητές τους. Νέα άλμπουμ, φυσικά, κυκλοφορούν συνέχεια, αλλά πια παίζουν περισσότερο τον ρόλο του αμπαλάζ για τα δύο-τρία σινγκλ που προμοτάρονται μεθοδικά ώστε να «φεύγουν» αμέσως μετά την εμφάνισή τους στο iTunes.

H κουλτούρα της γενιάς του MP3
Μοιάζουν, όμως, όλα τα παραπάνω να περιγράφουν μια δεκαετία που καταστρέφει τη μουσική. Τα πράγματα βέβαια δεν είναι ποτέ μόνο μαύρα ή μόνο άσπρα. Και κυρίως, η δύναμη της μουσικής δεν ορίζεται από τα κέρδη μιας δισκογραφικής ούτε απ’ το αν ένας καλλιτέχνης που είχε μάθει να γράφει έργα των 60 ή των 70 λεπτών που χωρούσαν σε ένα LP ή ένα CD πρέπει τώρα να αλλάξει νοοτροπία και να προσανατολισθεί προς το μεμονωμένο τραγούδι. Είπαμε, «το iPod άλλαξε για πάντα τον τρόπο που ακούμε μουσική» και παρ’ ότι οι περασμένες γενιές βλέπουν με σκεπτικισμό την αλλαγή αυτή, οι νέοι που μεγάλωσαν από το 2001 και μετά, οι τότε πιτσιρικάδες με τα λευκά ακουστικά στ’ αυτιά που δεν είχαν γνωρίσει την προηγούμενη κατάσταση, οι σημερινοί 25άρηδες και οι νεώτεροι θα έφριτταν ίσως με όλα όσα ήταν δεδομένα μέχρι τα τέλη των ‘90s: Με το πόσο δύσκολο ήταν για έναν ανεξάρτητο καλλιτέχνη να κυκλοφορήσει τη μουσική του (κάτι που σήμερα είναι παιχνιδάκι με το MP3 και το Internet), με το πού έπρεπε να ταξιδέψεις για να βρεις ένα σπάνιο δισκάκι που ήθελες να ακούσεις (όταν πια τα πάντα είναι απλώς ένα κλικ μακριά) και κυρίως με το γεγονός ότι πραγματική γνώση της μουσικής είχαν αποκλειστικά όσοι μπορούσαν να ξοδέψουν μια περιουσία για να αποκτήσουν έστω και μόνο τα πιο εμβληματικά άλμπουμ της ιστορίας.

Και ίσως να μας χλεύαζαν εμάς τους παλιότερους και τις εμμονές μας στα περίτεχνα εξώφυλλα, τους λαμπάτους ενισχυτές, τα είδωλά μας, για το οποία δεν σηκώναμε μύγα στο σπαθί μας. Γιατί, στο κάτω κάτω της γραφής, η μουσική είναι ένα πολύ απλό πράγμα, είναι ακόμη και το αυθόρμητο σφύριγμα ενός σκοπού που μπορεί να σε κάνει να νιώσεις θαυμάσια, ή το άκουσμα του αγαπημένου σου τραγουδιού που τυχαίνει να παίζει σαν ringtone στο κινητό του διπλανού. Για την ίδια την Αpple υπήρξε ο προπομπός μιας σειράς άλλων μικρών συσκευών που εκτίναξαν την δημοφιλία της και που άλλαξαν ακόμη περισσότερο την δική μας καθημερινότητα. Με το πέρασμα στα ‘10s οι πωλήσεις του iPod σιγά σιγά φθίνουν και όλο και περισσότερο συζητιέται πως η Apple μάλλον τείνει στο να το εγκαταλείψει. Δεν είναι βέβαια ακριβώς έτσι τα πράγματα. Στην ουσία το iPod πια κρύβεται μέσα σε κάθε iPhone, μέσα σε κάθε iPad και η επανάσταση που έχει φέρει, η πρόσβαση σε οποιοδήποτε τραγούδι από οποιοδήποτε σημείο του κόσμου είναι πια ένα από τα ακλόνητα δεδομένα της καθημερινής μας επαφής με την τέχνη. Ας σκεφτούμε πόσο τεράστια δύναμη κρύβει αυτή η διαπίστωση, πόσες ελπίδες δίνει για το αύριο της μουσικής, και μετά ας αποφασίσουμε αν τελικά μας πειράζει τόσο πολύ που στην δεκαετία που πέρασε δεν βγήκαν οι «νέοι Beatles» ή που το μοντέλο της δισκογραφίας που λειτουργούσε απαράλλαχτο για 80 σχεδόν χρόνια έφτασε στον μαρασμό του.

(To κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Κ" της "Καθημερινής", την Κυριακή 3.4.2011)

2 Απρ 2011

Αυτήν την εβδομάδα (#13 του '11) τα ηχεία παίζουν: Strokes, Burzum, The Pains Of Being Pure At Heart κ.α.

Το πρώτο τρίμηνο του 2011 ήταν δυνατό, ίσως όχι όπως το περσινό, αλλά σίγουρο υποσχόμενο πολλά. Με τον καιρό όμως η ορμή άρχισε να φεύγει και το γλυκό να ξεφουσκώνει. Ευτυχώς, την παρτίδα έσωσαν οι Strokes. Αλλά τα αστεράκια όλο και λιγοστεύουν. Κι αυτά που έχω στην άκρη για την επόμενη εβδομάδα είναι εντελώς δράμα :)

The Strokes
Angles
(Μάρτιος 2011)

Δεν έχω υπάρξει ποτέ φαν των Strokes. Όταν έδιναν ξανά ζωή στη ροκ (ακόμη το αμφισβητώ αυτό βέβαια) στις αρχές του 2001, εγώ ήμουν αλλού μουσικά. Και δεν κατάφερα έκτοτε ποτέ να εκτιμήσω το αυθάδικο attitude του “Is This It”. Όταν πριν δύο χρόνια ο frontman τους, ο Τζούλιαν Καζαμπλάνκας έφτιαξε ένα σόλο άλμπουμ, σχεδόν τον λυπήθηκα για το πόσο γερασμένος ακουγόταν. Και συνήθιζα να γελάω με όλους όσοι περίμεναν το “μεγάλο comeback των Strokes” για μια ολόκληρη δεκαετία σχεδόν. Όταν διέρρευσε το “Angles”, δεν άλλαξα στάση. Το άκουσα μια φορά βιαστικά και στράφηκα σε άλλα, πιο καινούργια, πιο «δικά μου πράγματα». Πέρασε πάνω από μήνας μέχρι να του ξαναδώσω σημασία. Και μετά κόλλησα...

Ήταν ίσως που άνοιξε και λίγο ο καιρός, γιατί το “Angles” ταιριάζει πιο πολύ στον ήλιο, σε αυτοκινητάδες με την παρέα σε παράτολμα, μεθυσμένα ζιγκ ζαγκ και ποτέ σε ευθεία γραμμή, σε ξημερώματα μετά από ξέφρενα πάρτυ με τον ιδρώτα κι άλλα υγρά να στεγνώνουν στο βρακί σου. Πολύ μικρό σε διάρκεια (34 λεπτά όλα κι όλα), με έντονη ρετρό διάθεση (από New Wave και Post Punk), πάντα κιθαριστικό indie rock βέβαια και καθόλου γερασμένο σαν το σόλο του Καζαμπλάνκας, εμένα τουλάχιστον με έχει συγκινήσει περισσότερο κι από το ντεμπούτο τους. Είπαμε: δεν ήμουν ποτέ φαν τους, αλλά τώρα αρχίζω και γίνομαι!




Burzum
The Fallen
(Μάρτιος 2011)

Δεν ξέρω πόσο πολιτικώς ορθό είναι να γράφω έστω και μισή λέξη για κάτι που έχει δημιουργηθεί από μια τόσο ακραία προσωπικότητα όσο ο Βαργκ Βίκερνες. Το γεγονός ότι αυτός ο άνθρωπος κυκλοφορεί ελεύθερος στον κόσμο (έστω μετά από 16 χρόνια στις νορβηγικές φυλακές) είναι αρκετό για να κάνει ακόμη κι έναν ανοικτόμυαλο άνθρωπο (που θέλω να πιστεύω ότι είμαι) να αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα του ποινικού συστήματος. Για όποιον δεν γνωρίζει, ιδού ο βίος και η πολιτεία του σε ελάχιστες λέξεις: Δολοφόνησε τον Euronymous, συνάδελφό του μουσικό και ιδιοκτήτη της δισκογραφικής για την οποίαν ο ίδιος ηχογραφούσε ως Burzum. Και τον δολοφόνησε με μαχαιριές σ’ ένα θολό σκηνικό που ο θρύλος λέει ότι ήταν μια σατανιστική τελετή (ο Βίκερνες υποστήριξε ότι ο Euronymous θα τον θυσίαζε, με πρόσχημα μια διαφωνία πάνω στο δισκογραφικό του συμβόλαιο και εκείνος βρέθηκε σε νόμιμη άμυνα). Έβαλε φωτιά και κατέστρεψε μπόλικες ιστορικές εκκλησίες στη Νορβηγία (μία εκ των οποίων ήταν του 12ου αιώνα). Όσο βρισκόταν στη φυλακή ανέπτυξε μια σύγχρονη εθνικοσοσιαλιστική θεωρία που πήρε ιδέες και από τους ναζί αλλά και από τις παγανιστικές γερμανικές θρησκείες στην προ Μεσαίωνα εποχή και από τους Θεούς των Βίκινγκς. Και φυσικά απέκτησε παρανοϊκούς ακόλουθους... Το τι μπορεί να συμβαίνει στο κεφάλι αυτού του μουσάτου ξανθοκοκκινοτρίχη με τρομάζει. Πραγματικά.

Όταν έρχεται η ώρα της μουσικής του, όμως, ομολογώ πως μ’ έναν ακραίο μαζοχισμό κάθομαι να ακούσω ό,τι καινούργιο έχει να πει. Ίσως γιατί, αν –λέμε αν...- γίνεται να ξεχάσω τι σόι άνθρωπος είναι αυτός που κρύβεται πίσω από την «μπάντα» Burzum, θα με γοήτευε απόλυτα με την εξαιρετική του ικανότητα στην σύνθεση. Ή ίσως γιατί, μην καταλαβαίνοντας νορβηγικά, αυτό που ακούω στα άλμπουμ του, το μετατρέπω στο ήχο των πιο ακραίων, τρομακτικών, φρικιαστικών σκηνών που έχω ποτέ φανταστεί, στη μουσική που συνοδεύει την χειρότερη ανθρώπινη πράξη. Θυμήσου το κλασσικό αστειάκι στις παλιές σειρές και στα καρτούν με το αγγελάκι και το διαβολάκι πάνω από το κεφάλι αυτού που έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Και τα δύο ήταν πάντα θελκτικά. Όπως υπάρχει «μουσική των αγγέλων», υπάρχει και «μουσική του σατανά» και είναι και μπορεί κι αυτή να ακούγεται υπέροχη. Το “The Fallen” είναι δυναμικό, με μια παραγωγή βαριά και σκοτεινή, που θα ταίριαζε περισσότερο σε δίσκο κλασσικής μουσικής παρά στο τεχνικό black metal που παίζει ο Βίκερνες, ατμοσφαιρικό και λυρικό. Σε ρουφάει σχεδόν σε μια δίνη, σε κάνει να πιστεύεις ότι αυτός που το έγραψε είναι ένας άνθρωπος γλυκός, αλλά μετά θυμάσαι την πραγματικότητα και τα βάζεις με τον εαυτό σου που παρολίγον να εμπιστευθεί μια σύγχρονη εκδοχή του Αδόλφου Χίτλερ.


Kurt Vile
Smoke Ring For My Halo
(Μάρτιος 2011)

Δεν έχω ακούσει κανένα από τα δύο προηγούμενα (και θεοποιημένα, όπως και τούτο εδώ, από τους κριτικούς) άλμπουμ του. Άκουσα αυτό επειδή μού είπαν ότι παίζει αυτό το alternative folk/rock που μού αρέσει κι επειδή διάβασα τόσες και τόσο καλές κριτικές. Παραλίγο να με πάρει ύπνος. Σκέφτηκα ότι απλά ήμουν κουρασμένος και τού έδωσα μια δεύτερη ευκαιρία. Και μια τρίτη. Και πολλές ακόμη... Δεν το συμπάθησα ποτέ. Θα το πω “dylanesque”, θα το πω ίσως «φόρο τιμής στον Λου Ριντ», θα το πω «κλείσιμο ματιού στον Τομ Πέτι». Το θέμα είναι ότι αυτού του είδους η μουσική απλά δεν ακούγεται σήμερα. Τουλάχιστον εγώ δεν ην αντέχω.


Kurt Vile - In My Time (Live)



The Pains Of Being Pure At Heart
Belong
(Μάρτιος 2011)

Οι επιρροές, τα είδωλα, οι αφίσες που κολλάς με σελοτέιπ στον λευκό τοίχο του παιδικού υπνοδωματίου κι αφήνουν μετά ένα σημάδι στο χρώμα του εμετού είναι ένα υπέροχο πράγμα. Σε ετοιμάζουν άντρα για το αύριο, σου δίνουν εφόδια που δεν έχουν οι άλλοι, οι ξενέρωτοι συμμαθητές σου με τα Sea & City παπούτσια τους, τα γυαλιά και την πιτυρίδα. Κι αν είσαι μουσικός και τις διασκευάσεις στα σόου σου / εκτελέσεις κάπως αλλιώς στα άλμπουμ σου / αντιγράψεις στα πάντα σου, έχεις από την αρχή ένα μεγάλο γκρουπ χειροκροτητών να σε αποθεώνει κι άλλο ένα να σε κράζει. Τους δεύτερους μπορείς να τους αποφύγεις, αν έχεις ταλέντο. Πάνω κάτω όπως έκαναν οι Pains στο πρώτο τους άλμπουμ που τους εκτόξευσε σε μια σπάνια δημοσιότητα για ένα γκρουπ που παίζει τέτοια μουσική. Εκεί, η μπάντα από τη Νέα Υόρκη φρόντισε να ακούγεται όσο My Bloody Valentine και Smiths και Bele & Sebastian χρειαζόταν ώστε να μην προκαλεί και κατάφερε να στήσει τόσο ανθεμικά και εύπεπτα τραγουδάκια που να σε κάνουν να θεωρείς όλες αυτές τις επιρροές ένα υπέροχο πράγμα και αυτήν την μπάντα το next best thing, αφού μπορεί με τόσο απλό τρόπο να σε ξεσηκώνει τόσο εύκολα.

Τι άλλαξε στο “Belong”; Πρακτικά η συνταγή είναι η ίδια με του προ διετίας ντεμπούτου τους. Μείον το ταλέντο. Ξαφνικά οι Pains Of Being Pure At Heart ακούγονται σαν φθηνοί αντιγραφείς. Των My Bloody Valentine, όπως και τότε, των Smashing Pumpkins σε βαθμό που να αρχίζεις να φρικάρεις και –ειδικά στο “My Terrible Friend” (ξεπατικωσούρα του “Friday I’m in Love”)- των Cure. Τα τραγούδια είναι εξίδου ανεβαστικά, βέβαια. Αλλά κάπου τα έχεις ξανακούσει...


The Pains Of Being Pure At Heart - The Heart In Your Heartbreak (Live)


ΤΙ ΑΛΛΟ;
Nicolas Jaar – Space Is Only Noise: Φαντάζομαι πως ο Χιλιανοαμερικανός θα ήθελε να ακουστεί σαν ο νέος Άντζελο Μπανταλαμέντι. Το hype στα Πίτσφορκ και τα συναφή τον έχει ανυψώσει ήδη ψηλότερα. Μην ψαρώνεις. Πάνω κάτω σαν τον Τζέιμς Μπλέικ, για τον οποίον τα είπαμε στα τέλη Γενάρη, ισχύει το «πολύ κακό για το τίποτε». Αντί για Μπανταλαμέντι πιο πολύ πλησιάζει στις συλλογές Café del Mar. Τρία αστεράκια / Noah and the Whale – Last Night On Earth: Την στιγμή που όλος ο κόσμος ασχολείται με το folk-rock των Mumford & Sons, του οποίου προπάτορες ήταν οι Noah and the Whale, οι τελευταίοι τού γυρίζουν την πλάτη και σκαρώνουν έναν άνευρο pop/rock αλμπουμάκι με 2-3 χιτάκια αλλά καμμία μα καμμία ουσία. Δυόμισι αστεράκια / The Mirrors – Lights and Offerings: Περίπου σαν το φαινόμενο Cut Copy, που ανέλυα πριν μισό μήνα, έτσι και οι Mirrors χάνονται μέσα στην εύκολη συνταγή που θεωρητικά θα απέδιδε ένα υπέροχο γλυκό. Αντιγράφουν την ηλεκτρονική μουσική μιας άλλης εποχής (τους OMD) κυρίως, αλλά το κάνουν άκομψα και βαρετά. Δυόμισι αστεράκια / Funeral For A Friend – Welcome Home Armageddon: Αυτό το emo rock που παίζουν μού άρεσε πριν 7-8 χρόνια, το θεωρούσα μια διέξοδο στα τότε πάθη της ροκ. Αλλά από το μεγαλειώδες “Black Parade” των My Chemical Romance και μετά, όλες οι εκφάνσεις του μού μοιάζουν ίδιες και ανούσιες. Οι FFAF είναι τεχνικοί και πομπώδεις, αλλά τραγούδια δεν ξέρουν να γράφουν. Αυτό είναι σίγουρο. Δυόμισι αστεράκια / We Are Enfant Terrible – Explicit Pictures: Στην δεκαετία που χορεύει στους ρυθμούς των MGMT και ντύνεται αφού έχει πρώτα συμβουλευθεί fashions blogs σαν του Filep Motwary είναι πολλοί οι ήχοι που διεκδικούν μια διάκριση. Αλλά είναι και πολύ παρόμοιοι. Αυτά τα Γαλλάκια, οι We Are Enfant Terrible κάνουν αυτό που κάνουν οι άλλοι, ένα κλικ πιο πάνω από τους άλλους όμως... Τριάμισι αστεράκια


We Are Enfant Terrible - Wild Child

1 Απρ 2011

Ολίγη διαδικτυακή ιστορία...

Όταν πριν κάποια χρόνια ήμουν αρχισυντάκτης στο "Big Fish", το (τότε εβδομαδιαίο) περιοδικό του "Πρώτου Θέματος" κι έψαχνα κάθε τόσο ένα θέμα που να καβαλάει τον δράκο της hip επικαιρότητας και να του φοράει χαλινάρια, τέτοια που κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι υπήρχαν (μιλάμε, μόλις πριν 4-5 χρόνια κάναμε εντελώς συναρπαστικά όνειρα για τα περιοδικά μας -άλλες εποχές, τς, τς, τς), έψαξα κάποια στιγμή ένα εντυπωσιακό twist στο (τότε) "καυτό" ζήτημα του blogging. Τηλεφώνησα στον παλιό φίλο μου, από την εποχή των modems που σε συνέδεεαν με το Internet με ταχύτητα 28.8k (εντάξει, το κόβω αυτό με την πρώιμη διαδικτυακή τεχνολογική ορολογία -no more show off), Γρηγόρη Μηλιαρέση και τού πρότεινα να τού κάνουμε ένα πορτρέτο ως "ο πρώτος Έλληνας μπλόγκερ". Η απάντησή του ήταν τυπική μηλιαρεσική: "Δεν τρελλαίνομαι στην ιδέα. Τέλος πάντων, να το δούμε". Δεν το είδαμε ποτέ. Δεν ξαναείδα τον Γρηγόρη, έτσι κι αλλιώς, για πολύ καιρό -παρά μόνον εφέτος, πριν κανένα δίμηνο, όπου περάσαμε ένα δίωρο (τουλάχιστον) στο εστιατόριο της "Καθημερινής" να θυμόμαστε τις παλιές εποχές και να σχεδιάζουμε αυτές που έπονται.

Πριν λίγες ημέρες ανέβασε ξανά στον αέρα τον λόγο για τον οποίον ήθελα να τον κάνω θέμα στο "Big Fish": Το S.N.AF.U. Το οποίο, πίσω στην εποχή του (το τόσο μακρινό, διαδικτυακά, 1997...) ήταν για την ελληνική online πραγματικότητα απείρως σημαντικότερο του "Huffington Post" (ή, ας πούμε, πιο εντυπωσιακό, ως φαινόμενο, απ' ότι ήταν το blog του Πιτσιρίκου πριν πέντε χρόνια). Βέβαια τότε, οι χρήστες του Internet οριακά μπορούσαμε να συγκριθούμε με τον πληθυσμό κάποιου νησιού - κράτους του Ειρηνικού Ωκεανού (και δεν εννοώ τα Φίτζι -μάλλον προς Ναούρου και Τουβαλού πλευρά πρέπει να κυττάξετε). Αλλά και πάλι: η επιδραστικότητα του S.N.A.F.U. στη γενιά που μεγάλωσε με τις "σελίδες χρηστών της Ε.Ε.Χ.Ι" και με το περιοδικό "Ο κόσμος του Internet" ήταν τεράστια.

Το πιο φοβερό απ' όλα είναι ότι, ξαναδιαβάζοντας -13,14 χρόνια μετά- posts που είχε ανεβάσει ο Γρηγόρης στο site του τότε, μοιάζουν μερικά πράγματα να μην έχουν αλλάξει καθόλου στην ελληνική διαδικτυακή πραγματικότητα. Συνειδητοποιώντας το τι σημαίνει αυτό σε μια εποχή που τα πάντα μοιάζουν πια να μεταφέρονται online (με τη συνήθη δεκαετή μας καθυστέρηση σε σχέση με έξω), μπορεί κανείς να χαμογελάσει ειρωνικά ή να προβληματισθεί μπροστά στο νέο τοπίο που χαράσσεται εκεί έξω.

(Κι επειδή συνήθως τα καλά νέα δεν συνοδεύονται κι από άλλα καλά, αλλά από μία διόρθωση, την ώρα που τα κείμενα του S.N.A.F.U. ξανάβγαιναν στο φυσικό τους περιβάλλον και προστίθεντο στο blogroll του ΠΠC, ένα άλλο αγαπημένο blog έβγαινε. Το "Bonnie and No Clyde" ανέστειλε στην λειτουργία του. Φαντάζομαι θα το ξεχάσουμε σε καμμια-δυο βδομάδες. Τέτοια είναι η μοίρα όλων μας σ' αυτές τις ιλιγγιώδεις εποχές. Το κακό είναι ότι δεν γνώρισα ποτέ την Bonnie προσωπικά, έτσι και στο μέλλον, σε κάποιο περιοδικό ψάξω να κάνω ένα θέμα για τον σεξουαλισμό στην μπλογκόσφαιρα, να την πάρω ένα τηλέφωνο και να της ζητήσω να την φωτογραφίσουμε και να μάς πει πέντε κουβέντες...)