31 Ιουλ 2012

10 άλμπουμ που δεν θα πάρω μαζί μου στις διακοπές


Για μια τόσο συντριπτική κ**οχρονιά, έχω πολύ καλή διάθεση εδώ και καιρό. Ίσως να οφείλεται στο καλοκαίρι αυτό. Ίσως να είναι μια εσωτερική αντίδραση. Προσπαθώ να στέκομαι αισιόδοξος μπροστά στο τσουνάμι –«έλα μωρέ, σε 2-3 μέρες θα έχει στεγνώσει»-, ατάραχος μπροστά στα σκηνικά αποκάλυψης, στωικός όταν το νέο χαστούκι ακολουθεί αυτό που είχα πείσει τον εαυτό μου ότι ήταν το τελευταίο.

Σ’ αυτήν τη ζεν φούσκα, όπως είναι λογικό, δεν χωράνε οι «κακοί». Γι’ αυτό και μανουριάζω πια πιο εύκολα μαζί τους. Έχω κάνει το παν για να τους αποφύγω και να φτιάξω το ροζ σύμπαν μου και να ξυπνάω κάθε μέρα με χαμόγελο, που κάθε φορά που εισβάλουν με το ζόρι, με κάνουν έξω φρενών. Η συναυλία του Morrissey ήταν ένα παράδειγμα. Το δεύτερο ήρθε τώρα, που ετοιμάζω τις μουσικές των διακοπών μου. Ορίστε 10 άλμπουμ που τα περίμενα πώς και πώς αλλά με ξενέρωσαν τόσο, που τώρα δεν θέλω να ακούω όχι τα τραγούδια τους, αλλά ούτε και το όνομα του καλλιτέχνη.


Edward Sharpe and the Magnetic Zeros – Here

Τι θα έπρεπε να είναι: Η παραμυθία ότι ακόμη κι αν όλα τα άλλα πάνε εντελώς στραβά, πάντα θα μπορείς να βρεις μια καλή παρέα, να στήσεις ένα κοινόβιο και να τρέφεσαι με ρίζες και μπάφους, ζώντας κάτι σαν ένα ατέλειωτο καλοκαίρι. Τουλάχιστον αυτό προμήνυε το χίπικο ντεμπούτο τους “Up From Below”.
Τι είναι: Η απόδειξη ότι όλα αυτά τα «πίσω στη φύση», τα «εσωτερικοπνευματικά», τα «πιο indie, γίνεσαι Ινδιάνος» τελικά ενέχουν τόσο πολύ ερασιτεχνισμό που πνίγονται στην ίδια τους την χαλαρότητα. Το “Here” είναι σαν σκόρπιες ηχογραφήσεις από ένα smartphone μιας παρέας που έπαιζε αυθόρμητα κλαμπατσίμπαλα γύρω από μια φωτιά εκείνα τα παλιά χρόνια στην Ελαφόνησο. Αυθεντικό, αλλά τόσο ρηχό όσο το στρώμα της στάχτης που βρήκαμε το άλλο πρωί να κοιμάται στην άμμο.


Fiona Apple – The Idler Wheel Is Wiser Than the Driver of the Screw and Whipping Cords Will Serve You More Than Ropes Will Ever Do

Tι θα έπρεπε να είναι: Κάτι τόσο αποκαλυπτικό που να δικαιολογεί απόλυτα γιατί η θεωρητική διάδοχος της Tori Amos και της Suzanne Vega κάνει 7 κι 8 χρόνια κάθε φορά να βγάλει νέο άλμπουμ. Και γιατί, όταν το κάνει, τού δίνει τίτλο 23 λέξεων.
Τι είναι: Ένα μπερδεμένο κουβάρι από εμπνεύσεις και μουσικά τεχνάσματα που πιθανότατα κρύβει όντως ένα μουσικό μεγαλείο στον πυρήνα του, αλλά που επιστρατεύει μια σειρά από παγίδες για να σε αποτρέψει να το ψάξεις. Αν είσαι ορκισμένος φαν, θα κάνεις το παν για να συνεχίσεις. Αν θέλεις απλά να περάσεις ένα ήρεμο καλοκαίρι, θα προσπεράσεις.


Garbage – Not Your Kind of People

Tι θα έπρεπε να είναι: Πραγματικά δεν ξέρω τι ακριβώς περίμενα από μια μπάντα που και πριν 15 χρόνια την θεωρούσα κάπως γλίτσικη. Ίσως να περιέχει κάποιο super hit σαν εκείνα τα “Only Happy When It Rains”, “Stupid Girl”, “Androgyny” που χόρευα σαν τρελός τότε.
Τι είναι: Η απόδειξη ότι τα 90s ήταν μια ωραία εποχή που καλό όμως είναι να ξεχάσουμε πια και να δούμε τι θα κάνουμε με τη ζωή μας.


Hot Chip – Ιn Our Heads

Τι θα έπρεπε να είναι: Είχα βάλει πολύ ψηλά τον πήχη μετά τα ξεσηκωτικά “Made in the Dark” και “One Life Stand”. Νόμιζα ότι είχα βρει ένα άλλοθι για να απελευθερώσω τον electro pop εαυτό μου.
Τι είναι: Η ατάκα «τώρα κατάλαβες αγόρι μου γιατί εκείνα τα χρόνια, αντί να ακούς New Order, εσύ άκουγες Iron Maiden;»


Japandroids – Celebration Rock

Τι θα έπρεπε να είναι: Κάτι που να δικαιολογεί το hype του (και τα νουμεράκια του Pitchfork).
Τι είναι: Για δεύτερη φορά, μια προσπάθεια να φτιαχτεί κάτι με το αίσθημα των Sonic Youth και το μπρίο των Gaslight Anthem, που καταλήγει όμως σε μια ντραμς και μια κιθάρα που βαράνε απλά στον γάμο του καραγκιόζη.


Marissa Nadler – The Sister

Τι θα έπρεπε να είναι: Ένα βήμα ακόμη προς τον επαναπροσδιορισμό του σύγχρονου folk και της εξήγησης του πόσο καλό του κάνει μια πρέζα dream pop, όπως απέδειξε το περσινό της, συγκλονιστικό, ομώνυμο άλμπουμ.
Τι είναι: Μάλλον τα βαρετά τραγούδια που δεν χώρεσαν στο περσινζζζζζζζζζζ..........


Twilight Sad – No One Can Ever Know

Τι θα έπρεπε να είναι: Το magnum opus τους, τρία χρόνια μετά την καλύτερη δουλειά τους ως τώρα, το επιβλητικό “Forget the Night Ahead”, κάτι ανάμεσα σε National και Arcade Fire με βαριά σκωτσέζικη προφορά.
Τι είναι: Έλα ντε; Ας πούμε: «Έτσι θα ακούγονταν και οι Mogwai αν έμεναν στα Xάιλαντς κι έπιναν όλη μέρα malt ουίσκι». (Δηλαδή: μεθυσμένοι).


Of Montreal – Paralytic Stalks

Tι θα έπρεπε να είναι: Παρακολουθώ με τεράστια προσοχή κάθε νέα κυκλοφορία των Of Montreal, της μπάντας που έχει μπει στην ίδια πρόταση δίπλα στην λέξη “Beatles” περισσότερες φορές ακόμη κι από τους Rolling Stones. Kαι περιμένω την στιγμή που θα χαμογελάσω συναινετικά.
Τι είναι: Ας πούμε ότι αυτή η στιγμή δεν ήλθε ούτε και τώρα.


Django Django – Django Django

Τι θα έπρεπε να είναι: Η πειραματική εκδοχή των Hot Chip.
Τι είναι: H πειραματική εκδοχή των Hot Chip. Που επίσης δεν ακούγονται. Δες πιο πάνω.


Lana Del Rey – Born To Die

Τι θα έπρεπε να είναι: Η εξαίρεση στον κανόνα. Το παραμύθι που γίνεται πραγματικότητα. Μια μουσική ιστορία που θα μετέτρεπε την πριγκίπισσα Σίσσυ σε αμελητέο σκουπιδάκι που προκάλεσε ένα πρόσκαιρο βούρκωμα στο μάτι σου. Θα έπρεπε να είναι το άλμπουμ που θα είχαμε για σημείο αναφοράς σε όλα τα 10s, η επιστροφή από τον βούρκο, η απόδειξη ότι μπορείς να τα βάλεις με τη μουσική βιομηχανία, παίζοντας για λίγο με τους κανόνες της, μόνο και μόνο για να εγκαταστήσεις μια ωρολογιακή βόμβα στα κεντρικά της.
Τι είναι: Ε, ξέρεις τι είναι. Το «κρίμα» για τις εκατονεξηνταεφτά φορές που άκουσες στο repeat το “Video Games” κάποια στιγμή πέρσι το χειμώνα.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

30 Ιουλ 2012

Laura


Στο “Fur and Gold” ήταν η Prescilla. Και η Sarah. Στο “Two Suns” ήταν ο Daniel. Στο επερχόμενο “The Haunted Man” είναι η Laura. Το πρώτο κομμάτι από το νέο άλμπουμ της Bat For Lashes που θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο είναι η συνήθης της αναφορά, σε β’ ενικό πρόσωπο, σε ένα ταλαιπωρημένο alter ego, με ραγισμένη καρδιά κι ένα μεγαλείο που θαμπώνει πίσω από την βιτρίνα ενός σκρίνιου. Είναι το άγχος της ίδιας της Natasha Khan μπροστά στο γήρας (έφτασε τα 33 πια), είναι η ματιά που τρυπάει τον καθρέφτη και γυρεύει να βουτήξει μέσα στην ψυχή, μόνο και μόνο για να καταλάβει ότι πίσω από το γυαλί απλά υπάρχει ένας τοίχος. Διάβασε περισσότερα εδώ.

10 άγνωστοι άνθρωποι που έγιναν διάσημα εξώφυλλα


Arctic Monkeys - Whatever People Say I Am, That's What I'm Not

Το πρώτο εξώφυλλο των Arctic Monkeys, όταν η μπάντα ξεκίνησε να απολαμβάνει την ξέφρενη και ολίγον αναπάντεχη επιτυχία της, κατακρίθηκε έντονα από το NHS, το εθνικό σύστημα υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου. Ήταν ένας τύπος, προφανώς λιώμα, που κάπνιζε κοιτώντας –αλλά όχι βλέποντας- τον φωτογραφικό φακό. Και σύμφωνα με το NHS «έδινε της εντύπωση ότι το να καπνίζεις είναι κάτι ΟΚ». Η επίσημη απάντηση των Arctic Monkeys, δια στόματος του project manager εκείνου του άλμπουμ, ήταν ότι «δεν προμοτάρουμε το κάπνισμα, είναι προφανές από την φωτογραφία ότι το κάπνισμα δεν του κάνει καλό»...

Ποιανού όμως; Ποιος ήταν ο λιωμίδης της φωτογραφίας; Η ιστορία της φωτογραφίας που στόλισε το ντεμπούτο των Arctic Monkeys έχει ως εξής: Ο εικονιζόμενος Chris McClure, 19 ετών το 2005, όταν τραβήχτηκε η φωτογραφία, και ο ξάδελφός του Jon McClure, αμφότεροι μουσικοί και φίλοι της μπάντας (ο πρώτος έπαιζε στους The Violet May και ο δεύτερος στους Reverend and the Makers) πήραν ένα βράδυ 70 λίρες και μια φωτογραφική μηχανή από τους Arctic Monkeys με τη μοναδική υποχρέωση να γίνουν λιώμα και να τραβάνε ο ένας τον άλλον φωτογραφίες. Το τελικό αποτέλεσμα, εμένα προσωπικά δεν με ενθουσιάζει, αλλά χάρη στην τεράστια επιτυχία του δίσκου θα μείνει για πάντα χαραγμένο στη μνήμη των φαν των Arctic Monkeys –και αυτό αρκεί!

Για την ιστορία: Ο Chris McClure παίζει ακόμη στους The Violet May (που έγιναν κάπως γνωστοί έκτοτε) και για ένα διάστημα προσπάθησε να κόψει το τσιγάρο, όχι πάντως για λόγους υγείας, αλλά γιατί δεν κέρδιζε αρκετά χρήματα για να του βγαίνουν και για κάπνισμα...



Blind Faith – Blind Faith

Μια φορά κι ένα καιρό, τότε που όλα ήταν πιο λουλουδένια, μύριζαν πιο έντονα και είχαν πολύ λιγότερο βάρος (το 1969, δηλαδή) είχε συσταθεί ένα supergroup από αυτά που ξέρεις ότι δεν έχουν πολύ μεγάλο μέλλον γιατί τα «εγώ» όλων των συντελεστών τους δεν θα μπορούσαν με τίποτε να συνυπάρξουν για πολύ καιρό μαζί. Οι Blind Faith ήταν ο Eric Clapton, o Ginger Baker (επίσης από τους Cream), ο Steve Winwood και ο Ric Grech (από τους Family). Έβγαλαν ένα και μόνο άλμπουμ, άτιτλο, που δεν δυσκολεύτηκε να πάει στο Νο. 1 και στις ΗΠΑ και στη Μεγάλη Βρετανία. Αλλά που μεγαλύτερο ντόρο έκανε για το εξώφυλλό του παρά για το περιεχόμενό του.

Ένα γυμνόστηθο, έφηβο κορίτσι που κρατάει στα χέρια του το διαστημόπλοιο – στολίδι του καπώ μιας παλιάς Chevrolet, θα ήταν σκάνδαλο ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα. Στην Αμερική, βεβαίως, δεν πέρασε ποτέ και η Atco που το κυκλοφόρησε εκεί (στην Ευρώπη ήταν η Polydor) έβαλε την φωτογραφία της μπάντας από πάνω, για να μπορέσει να το διαθέσει στα δισκοπωλεία.

Ποιο ήταν, όμως, το κορίτσι; Ο φωτογράφος Bob Seidemann έψαχνε για μια αθώα πιτσιρίκα που, με το διαστημόπλοιο στα χέρια, θα συμβόλιζε τα επιτεύγματα της ανθρώπινης τεχνολογίας. Στο μετρό του Λονδίνου βρήκε ένα 14χρονο κορίτσι και το έπεισε να τον πάει στους γονείς του για να πάρει συγκατάθεση να το φωτογραφίσει γυμνόστηθο. Στο σπίτι τους, όμως, συνειδητοποίησε πως η 11χρονη αδελφή της, η Mariora Goschen, ήταν ακριβώς αυτό που έψαχνε. Ακόμη περισσότερο, ανακάλυψε μια οικογένεια απίστευτα μορφωμένη, που είχε και σχέσεις με τον Alan Ginsberg και που, όχι μόνο είχε οικονομική ευκολία, αλλά και μια μακρινή σχέση με την βασιλική οικογένεια της Αγγλίας και κάποιου γερμανικού βασίλειου. Η μικρή ήθελε να τής πάρουν ένα άλογο για να φωτογραφηθεί (τόσο αθώα, τόσο γαλαζοαίματη!), αλλά τελικά τής έδωσαν 40 λίρες. Η Mariora σήμερα κάνει θεραπευτικό μασάζ και σιάτσου.


Blink 182 – Enema of the State

Στο εξώφυλλο του τρίτου άλμπουμ των Blink 182 που οι pop punkers κυκλοφόρησαν το 1999, μια ξανθιά, πληθωρική νοσοκόμα με ανοικτό το πουκάμισο φοράει το γάντι της και ετοιμάζεται... να σου κάνει κλύσμα. Ναι, παραπέμπει σε σκηνή από ευφάνταστη τσόντα και όχι, αυτό δεν είναι τυχαίο. Η ξανθιά της φωτογραφίας είναι η Janine Lindemulder, αγαπημένη των Blink 182, τόσο ώστε να έχει εμφανιστεί και σε δυο – τρία βίντεοκλίπ τους. Και η οποία έγινε διάσημη στον κόσμο του πορνό, όχι για τις μεταμφιέσεις της σε νοσοκόμα, αλλά γιατί στο συμβόλαιό της με την εταιρεία για την οποία δούλευε είχε τον όρο να παίζει μόνο σε σκηνές με γυναίκες –δεν έπαιξε ποτέ με άντρα παρτενέρ την δεκαετία του ’90, όταν και ήταν μια από τις πιο διάσημες πορνοστάρ στον κόσμο, αλλά μόνο σε λίγες ταινίες απο το 2004 και μετά όταν έκανε ένα σύντομο comeback.


James - Pleased to Meet You

Αυτός ο συμπαθής τύπος στο καλύτερο (μετά το «Laid», εννοείται!) άλμπουμ των James, το «Pleased to Meet You» του 2001 λέγεται... James και δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Η αρχή της νέας χιλιετίας ήταν μια από τις πιο λαμπρές περιόδους του εργαλείου που λέγεται Photoshop και οι James (the band, όπως συχνά θα τους συναντήσεις, όταν τους γκουγκλάρεις, για να μην συγχέονται με διάφορους ανθρώπους ονόματι James) ήθελαν το όνομά τους να αποκτήσει ένα πρόσωπο. Η φωτογραφία του άλμπουμ είναι μια σύνθεση των προσώπων των Tim Booth, Jim Glennie, Larry Gott, David Baynton-Power, Saul Davies, Mark Hunter και Andy Diagram, φωτογραφημένων από τον Phil Poynter και ενωμένων σε ένα από τους γραφίστες της Blue Source.


Last Shadow Puppets – The Age of the Understatement

To 2008 δεν ερωτευθήκαμε μονάχα τον υπέροχο, ρετρό ήχο που κατάφεραν να στήσουν ο Alex Turner των Arctic Monkeys παρέα με τον Miles Kane των Rascals στο side project τους, τους Last Shadow Puppets, αλλά πέσαμε τέζα και με το κορίτσι του εξωφύλλο τους. Για καιρό ψάχναμε να βρούμε ποιο ήταν το μοντέλο που είχε καταφέρει να υποδυθεί τόσο άψογο το 60s girl που επιτηδευμένα αθώα ίσιωνε τις μαύρες κάλτσες στα ατέλειωτα, υπέροχα πόδια του. Ματαίως...

Μέχρι που πέσαμε πάνω στο blog του Sam Haskins, ενός φωτογράφου που είχε κάνει χρυσές δουλειές πριν μισό αιώνα. Και που το 1962 είχε κυκλοφορήσει ένα coffee table book με τις εικόνες πέντε κοριτσιών «της διπλανής πόρτας» που έπαιζαν περίπου τον ρόλο του pin-up και που προοριζόταν για τους φαντάρους που έφευγαν για το Βιετνάμ. H Gill, το ένα από τα κορίτσιαμ, ήταν τότε φοιτήτρια στην Σχολή Καλών Τεχνών του Γιοχάνεσμπουργκ, αλλά πόζαρε για τον φακό του Haskins τόσο φυσικά, σαν να ήταν μοντέλο από πάντα. Δεν ξαναφωτογραφήθηκε ποτέ από επαγγελματία φωτογράφο και, όταν το άλμπουμ των Last Shadow Puppets έκανε παγκόσμια επιτυχία, δεν εμφανίστηκε καμμία ιστορία για το «έτσι είναι η 80χρονη Gill σήμερα», αφήνοντας λίγο ακόμη μυστήριο προς εξιχνίαση.


Nirvana – Nevermind

Το πιο διάσημο μωρό της μουσικής (και όχι μόνο) ιστορίας είναι ο Spencer Elden που μεγάλωσε μαζί με το «Nevermind» των Nirvana, όντας μεγαλύτερος μόλις κατά λίγους μήνες από το άλμπουμ. Μεγάλωσε, μάλιστα, για να γίνει μέγας φαν του γκρουπ. Κάτι που είναι κάπως περίεργο, για τους εξής δύο λόγους: α. Συνήθως όλοι οι άσημοι που γίνονται διάσημοι, κατηγορούν για τα βάσανά τους αυτούς που τους έκαναν διάσημους (αλλά στην περίπτωση του Elden, όσο μεγάλωνε, τόσο λιγότερο έμοιαζε με τη φωτογραφία του εξωφύλλου, άρα έχανε και τις πιθανότητές του να γίνει όντως διάσημος). β. Για την φωτογραφία αυτή δεν πήρε ποτέ λεφτά.

Μα τι είχε συμβεί; Ο μπαμπάς του, ο Rick, ένας καλλιτέχνης που δουλεύει σε τμήματα παραγωγής ειδικών εφέ για κινηματογραφικά στούντιο εργαζόταν εκείνο την περιόδο σ’ ένα ατελιέ που μοιραζόταν μαζί με μερικούς ακόμη καλλιτέχνες (δεν έβγαινε αλλιώς το νοίκι). Ένας από αυτούς ήταν ο φωτογράφος Kirk Weddie στον οποίον μια δισκογραφική είχε ζητήσει να φωτογραφίσει ένα μωρό κάτω από το νερό. Ο Rick είχε ένα νεογέννητο, ο Kirk είχε μια αδιάβροχη φωτογραφική, η Πασαντίνα της Καλιφόρνιας όπου βρισκόταν το ατελιέ τους έχει άπειρες πισίνες, πήγαν σε μία, πέταξαν τον Spencer στο νερό, τον φωτογράφισαν κι έφυγαν. Ο Kirk φωτογράφιζε στα 18 frames το δευτερόλεπτο και ο Spencer έμενε στο λεπτό για 2 δευτερόλεπτα. Τον βούτηξαν δύο φορές, οπότε μιλάμε για 20 φωτογραφίες όλες κι όλες! Κι όμως, μια από αυτές ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε ο πελάτης. Και ο πελάτης δεν ήταν άλλος από τους άσημους ακόμη Nirvana που λίγους μήνες μετά ήταν το πιο πολυσυζητημένο ροκ συγκρότημα του πλανήτη.


Placebo – Placebo

Η είδηση είναι ολόφρεσκια: Ο David Fox, 28 ετών σήμερα, 12 τότε, μηνύει τους Placebo για την φωτογραφία του που στόλιζε το πρώτο τους άλμπουμ. Είναι ακριβώς το αντίθετο από τον Spencer Elden που γράφαμε παραπάνω –το μωράκι του “Nevermind”. Ο Fox θεωρεί ότι οι Placebo του κατέστρεψαν την ζωή. Εμείς μεταφράζουμε: Δεν πήρε ποτέ λεφτά για την φωτογραφία, μετά μεγάλωσε χωρίς να δει άσπρη μέρα και τώρα ψάχνει να βρει τρόπο να εξαργυρώσει εκείνη την αηδία που έκανε με τα μάτια του.

Την φωτογραφία τράβηξε ένας φωτογράφος, ξάδελφός του, μετά τον θάνατο του αδελφού του David. Όταν την έβαλαν στο εξώφυλλο του ομώνυμου ντεμπούτου τους οι Placebo, οι συμμαθητές του άρχισαν να παρενοχλούν τον Fox κι αυτός αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο. Ή, τουλάχιστον, έτσι ισχυρίζεται. Η συνέχεια στα δικαστήρια…


The Strokes – Is This It

Ήταν το άλμπουμ που όρισε την έννοια indie rock και τα ακούσματα μιας ολόκληρης γενιάς. Και ήταν το εξώφυλλο που επανακαθόρισε την αισθητική των «ανεξάρτητων» και των «εναλλακτικών» και την έφερε ένα βήμα πιο κοντά στο mainstream –δημιουργώντας περίπου κάτι σαν το hipster. Για επτά χρόνια, από το 2001 που κυκλοφόρησε ο δίσκος, μέχρι το 2008, αναρωτιόμασταν «σε ποιαν ανήκουν τα οπίσθια».

Και τότε, στο artistic blog goldenfiddle.com κυκλοφόρησε ένα βιντεάκι, από κάμερα που τραβάει νύχτα με υπέρυθρες σε ένα μπαρ και όπου μια ξανθιά κοπέλα που δεν φαίνεται καθόλου καλά διηγείται για 5 δευτερόλεπτα την εξής ιστορία: «Βγήκα από το ντους και ήμουν εντελώς γυμνή. Και μου λέει: “φόρα αυτά τα γάντια”. Περπάτησα, έσκυψα, μπουμ, να ‘την η φωτογραφία». Το μοντέλο δεν αποκαλύπτει την ταυτότητά του, αλλά ο φωτογράφος ήταν ο Colin Lane που θυμάται πως κάποιος στυλίστας είχε ξεχάσει τα δερμάτινα γάντια στο διαμέρισμά του μετά από μια φωτογράφιση, σχεδόν επιβεβαιώνοντας την ιστορία του κοριτσιού στο βίντεο.


U2 – Boy & War

Το πρώτο και το τρίτο άλμπουμ των U2, το “Boy” του 1980 και το “War” του 1983 είχαν για εξώφυλλο την ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός αγοριού (το ενδιάμεσο, το “October”, είχε έγχρωμους τους ίδιους τους U2 και ήταν τόσο, μα τόσο χάλια). Το αγόρι επανήλθε αργότερα και σε άλλες πόζες στο artwork των U2, αλλά είχε πια μεγαλώσει. Η αθωότητα στη ματιά του, στις αρχές της δεκαετίας του ’80 –ειδικά σε αντίθεση με την λέξη “War” είχε εντυπωσιάσει πού κόσμο τότε.

Το 1980 ο Peter Rowen ήταν 6 ετών. Σήμερα ο 38χρονος Peter είναι και ο ίδιος φωτογράφος και κάνει ακόμη παρέα (μετάφραση: στέλνει κανα e-mail πού και πού) με τον Bono και τον Edge. Ήταν γείτονας του Bono και ο αδελφός του ήταν φίλος με τα παιδιά του συγκροτήματος. Όχι απλά φίλος. Ήταν αυτός που φώναζε τον Paul David Hewson με το πιο σύντομο “Bono”, που σιγά σιγά του έμεινε.

Από την φωτογράφιση του “Boy”, ο Peter δεν θυμάται πολλά. Από εκείνη του “War” μόνο ότι ήταν όλο το γκρουπ εκεί και ότι η σύζυγος του φωτογράφου τους είχε φτιάξει μια σούπα με χάλια γεύση. Ο μικρός δεν είχε πει τίποτε, γιατί ντρεπόταν. Την έφαγε όλη. Πολλά χρόνια μετά βρέθηκε με τη νέα του ιδιότητα ξανά κοντά στην μπάντα και φωτογράφισε μια συναυλία τους στο Δουβλίνο. Στα παρασκήνια δεν σέρβιραν σούπα…


Vampire Weekend – Contra

Το 1983 κάποιος τράβηξε μια Polaroid. Ένα ξανθό κορίτσι μ’ ένα κενό βλέμμα, που φοράει ένα λευκό μπλουζάκι Polo, μπροστά από ένα τοίχο που έχει γίνει μωβ από το ξεθώριασμα των χημικών της φωτογραφίας με τον καιρό. «Μα ποια είναι;» Αυτή η φράση κυκλοφορούσε στα χείλη όλων μας όταν βγήκε το άλμπουμ, πριν δύο χρόνια. Όλοι ψάχναμε για συμβολισμούς και η μπάντα απλά απολάμβανε την υπέροχη επιλογή της.

Μέχρι που εμφανίστηκε η Ann Kirsten Dennis, τότε μοντέλο, και ζήτησε δύο εκατομμύρια δολάρια ως αποζημίωση, υποστηρίζοντας ότι επρόκειτο για μια οικογενειακή φωτογραφία και όχι επαγγελματική που ανήκε στον φωτογράφο. Ο τελευταίος, ο Tod Brody, επιμένει ότι η εικόνα ήταν δική του, από ένα shooting που είχαν κάνει τότε, στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Για την ιστορία, η κόρη της Ann Kirsten είχε αγοράσει τον δίσκο, τον άκουγε στο σπίτι, η μαμά της την ρώτησε «τι ακούς;», ως απάντηση της έδειξε το εξώφυλλο και ένα λαμπάκι άναψε στο κεφάλι της με την επιγραφή «ιδέα για να κάνω μια γερή μπάζα!».

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

27 Ιουλ 2012

Ήμουν κι εγώ τρολ

Ήλθε η ώρα να εξηγήσω τι ήταν αυτή η ανάρτηση με την Κέιτ Άπτον τις προάλλες. Όχι δεν την έβαλα επειδή τη γουστάρω ως γκόμενα (την θεωρώ κάπως φτηνή και σίγουρα επιρρεπή σε αηδιαστικό χλαπάτσωμα σε 2-3 χρόνια από τώρα) είτε επειδή ήθελα να σε φτιάξω με τη ρώγα κάτω από το μπικίνι (υπάρχει ειδική θέση για τέτοια posts στο ΠΠC και αυτή είναι εδώ). O ρόλος του post ήταν να κάνει μια τρολιά.

Να εξηγηθώ: Κάποια στιγμή το Avopolis αποφάσισε ότι είναι ωραίο να προσθέσει λίγη άποψη στο κάπως άχαρο (αλλά πολύ πλούσιο, ομολογουμένως, και καλοστημένο) περιεχόμενό του και το έκανε βάζοντας links -και τις πρώτες προτάσεις επίσης- από άρθρα διαφόρων blogs, μεταξύ των οποίων και το ΠΠC. To βρήκα κάπως κολακευτικό και δεν αντέδρασα που το έκαναν χωρίς να με ρωτήσουν. Στην πορεία, όμως, αραίωσα -λόγω φόρτου εργασίας- τις αναρτήσεις μου εδώ (ο mr. Arkadin είχε εξαφανιστεί προ πολλού) και η "συνεργασία" με το Avopolis ξεχάστηκε.

Τον Απρίλιο, όμως, μου ζήτησαν από το Jumping Fish να τούς δίνω κανα κειμενάκι με θεματολογία κοντινή σε αυτά που έκανα για το ΠΠC (έναντι αμοιβής -όχι μεγάλης ιδιαίτερα, αλλά παρ' όλ' αυτά αμοιβής) και είπα το "ναι", προσθέτοντας λίγη ακόμη δουλειά στο πληκτρολόγιό μου και ξαναδίνοντας ζωή σ' αυτό εδώ το blog, αφού άρχισα να αναδημοσιεύω τα κείμενα του JF.

Σημείωση: Θεωρητικά τα Jumpin Fish και Avopolis είναι "ανταγωνιστικά" sites.

Κάποια στιγμή πήρα είδηση ότι το Avopolis συνέχισε να αναδημοσιεύει τα κομμάτια του ΠΠC. Που όμως πλέον ήταν αναδημοσιεύσεις από το Jumping Fish. Κι έτσι, συνέβαινε το εξής παράδοξο: Το Avopolis είχε στην πρώτη του σελίδα ύλη από ένα ανταγωνιστικό site. Προφανώς το συγκεκριμένο κομμάτι δούλευε με RSS Feed και θα εμφανιζόταν εκεί ο,τιδήποτε κι αν έγραφα. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι το είχαν πάρει είδηση ότι έβαζαν κείμενα του Jumping Fish και τα άφηναν επίτηδες. Αλλά είπα να κάνω το τεστ με την Κέιτ Άπτον. Μετά από 5 λεπτά, στην πρώτη σελίδα του Avopolis, η ξανθιά με τα βυζιά έστελνε καυτά φιλιά για λογαριασμό του ενός site στο άλλο... Κι αυτό έμεινε εκεί για μερικές ημέρες -προφανώς γιατί κανείς δεν το πρόσεξε και γιατί τα υπόλοιπα μουσικά blogs με τα οποία μοιράζομαι τον χώρο δεν προέβησαν σε νέες δημοσιεύσεις.

Αυτά για την ώρα. Το αστείο θα συνεχιστεί με την παρούσα ανάρτηση, φαντάζομαι. Δηλαδή σε λίγο θα υπάρχει στο Avopolis μια φωτογραφία του... Αvopolis και ένα κείμενο που εξηγεί ότι στο Avopolis μπορώ να βάλω ό,τι ύλη θέλω χωρίς να το πάρει είδηση κανείς :) Επική τρολιά, δεν νομίζεις;

UPDATE:
Ναι, έγινε αυτό ακριβώς που περίμενες. Δες το screenshot:

19 Ιουλ 2012

JumpingFish.gr Rules!

H Kate Upton πηδάει έξω από τη γυάλα ακριβώς σαν το ψάρι και στέλνει καυτά φιλιά στο Avopolis.gr

(Και ναι, αυτό είναι μια ελεεινή τρολιά. Λεπτομέρειες αύριο.)

Μήπως θα ήταν καλλίτερα στον Morrissey χωρίς τους δημοσιογράφους;


Τα δύο δικά μας χθεσινά δημοσιεύματα (ένα, δύο) και τα δεκάδες ακόμη που ακολούθησαν το φιάσκο της διοργάνωσης της προχθεσινής συναυλίας του Morrissey στον Λυκαβηττό προκάλεσαν ογκώδεις (και οργίλες) συζητήσεις όλη την Τρίτη. Κάποια στιγμή η κουβέντα, όπως πάντα, κατευθύνθηκε και στα σκουλήκια, τους ρουφιάνους, τους δημοσιογράφους. Όχι κι άδικα. Έχουμε κι εμείς ένα σημαντικό μερίδιο ευθύνης –ίσως όχι για το συγκεκριμένο χάλι που ζήσαμε την Δευτέρα, αλλά για το ότι έχουν καλλιεργηθεί οι συνθήκες για να συμβεί κάτι τέτοιο.

Να εξηγηθώ: Όπως μια εταιρεία διοργάνωσης συναυλιών, σαν την Detox που έχει βρεθεί αυτήν την στιγμή στο μάτι του κυκλώνα (αλλά δεν είναι η συγκεκριμένη το ευρύτερο πρόβλημά μας -θυμηθείτε τι είχε γίνει με την DiDi Music και τους Depeche Mode, ας πούμε…), δεν δείχνει ότι ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να δείξει σεβασμό στον κόσμο που έρχεται στα events της, έτσι και οι δημοσιογράφοι δεν δείχνουμε ιδιαίτερο σεβασμό στον κόσμο που θεωρητικά πρέπει να ενημερώνουμε. Αντ’ αυτού, ασχολούμαστε απλώς με το να εξασφαλίσουμε μια πρόσκληση για να δούμε τσάμπα τον καλλιτέχνη. Γιατί αυτό θα μας καταξιώσει και όχι η απήχηση των κειμένων μας –έτσι νομίζουμε.

Για την συναυλία της Δευτέρας φαντάζομαι ότι όλοι μας (οι δημοσιογράφοι) είχαμε απορίες σαν τις παρακάτω:

- Τι άλλαξε στον Λυκαβηττό και ξανάνοιξε για συναυλίες;
- Πόσο κόσμο είναι ασφαλές να χωρέσει;
- Πόσα εισιτήρια θα τυπώσει η Detox;
- Πώς θα γίνει η προσέλευση του κόσμου και η είσοδος στο χώρο;

Προσοχή: όλες οι απορίες που καταγράφω είναι κοινά ερωτήματα που είχαμε στο κεφάλι μας πολλές μέρες ΠΡΙΝ φτάσει η διαβόητη Δευτέρα. Όχι πράγματα με τα οποία φρικάραμε όταν φτάσαμε εκεί ή σκεφτήκαμε μετά. Είναι –νομίζω– οι πρώτες σκέψεις που μας ήλθαν στο μυαλό όταν διαβάσαμε τις λέξεις “Morrissey” και “Λυκαβηττός” στην ανακοίνωση της Detox τον Μάιο.

Τι κάναμε τους δύο μήνες από τότε που αναρωτηθήκαμε όλα αυτά μέχρι την Δευτέρα που ζήσαμε την απόλυτη κόλαση; Σίγουρα όχι αυτό που θεωρητικά είναι η δουλειά ενός δημοσιογράφου. Κανείς μας δεν έκανε ρεπορτάζ. Να σηκώσει, έστω, το τηλέφωνο και να ρωτήσει την Detox πώς είχε σκοπό να χειριστεί τον κόσμο. Όσα τηλέφωνα απαντήθηκαν από την Detox ήταν για προσκλήσεις. Για τίποτε άλλο. Ούτε καν ένα έξυπνο θεματάκι του τύπου «10 τρόποι για να μην περάσεις χάλια απόψε στον Λυκαβηττό» δεν σκεφτήκαμε να ανεβάσουμε, βλέποντας ότι θα είχε καύσωνα και υπολογίζοντας το πλήθος του κόσμου. Όχι. Αυτό που μας ένοιαζε περισσότερο απ’ όλα ήταν το πώς θα μπούμε εμείς τσάμπα. Γιατί είμαστε δημοσιογράφοι. Και οι δημοσιογράφοι ΠΡΕΠΕΙ να μπαίνουμε τσάμπα, γιατί, ξέρεις, είναι η δουλειά μας. [Editor's note: το Jumping Fish επικοινώνησε με την Detox μετά τη συναυλία, η οποία γνώριζε τα παράπονα αλλά αρνήθηκε να σχολιάσει on the record. Το Jumping Fish θα πάρει την αλήθεια στον τάφο του, στο βάθο της γυάλας του.]

Αυτή η νοοτροπία έχει οδηγήσει στα εξής δεδομένα: πάρα πολλές κριτικές για «πολύ καλό ήχο», «άριστη διοργάνωση», «φανταστική βραδιά» για δεκάδες συναυλίες όπου συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Όταν σου έχουν δώσει μια πρόσκληση, δεν σού πάει η καρδιά να κράξεις –ανθρώπινο είναι αυτό. Υπάρχει και το ανάποδο: Κράζεις επειδή δεν πήρες μια πρόσκληση, ακόμη κι αν δεν πήγες καν τελικά. Γιατί δεν σε νοιάζει να πεις τι έγινε, σε νοιάζει να είσαι στην λίστα την επόμενη φορά. Πού οδηγούμαστε; Στο ότι τα live reviews τελικά δεν έχουν καμία σημασία. Κανείς δεν γράφει τι είδε ή πώς του φάνηκε του ίδιου προσωπικά. Όλοι γράφουν αυτό που επιτάσσει το συμφέρον τους.

Από μικρός είχα την απορία γιατί όλες οι συναυλίες ήταν πάντα «φανταστικές», ενώ στις μισές είχα παράπονα για δεκάδες πράγματα. Όταν έγινα δημοσιογράφος, κατάλαβα γιατί. Δουλεύοντας σε ο,τιδήποτε άλλο παρά μουσικά έντυπα και sites για πολλά χρόνια, είχα πάντα ένα παραπονάκι ότι κάποιοι άλλοι έμπαιναν τσάμπα κι εγώ έπρεπε πάντα να πληρώνω. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι όλο αυτό ήταν πλεονέκτημα και όχι το αντίθετο. Όταν ξεκίνησα το Πο Πο Culture! και μού πρότειναν προσκλήσεις για διάφορες συναυλίες, αποφάσισα ότι θα πληρώνω πάντα ο ίδιος το εισιτήριό μου, για να έχω έλεγχο του περιεχομένου του blog μου.

Δεν θα μπορούσα, βέβαια, να αγνοώ τα CDs που μού έστελναν. Γι’ αυτά αποφάσισα το εξής (ελπίζω) τίμιο: Αν αξίζουν, γράφω, αν όχι, δεν γράφω. Αν πρέπει να γράψω (γιατί, ας πούμε, είναι το νέο άλμπουμ του Θανάση Παπακωνσταντίνου, όχι κάτι που το αγνοείς εύκολα), λέω αυτό που πιστεύω, αδιαφορώντας για το αν θα συνεχίσουν να μου στέλνουν δισκάκια. Για τον Morrissey δεν τέθηκε ποτέ θέμα. Θα έδινα τα 35 ευρώ, εννοείται. Στη συνέχεια έμαθα ότι γενικά δεν δόθηκαν και πολλές προσκλήσεις σε δημοσιογράφους, έτσι κι αλλιώς.

Κάτι που μας οδηγεί σε μια άλλη παγίδα: αν οι δημοσιογράφοι δεν πήραν προσκλήσεις, μήπως βρήκαν μια ωραία αφορμή για να βγάλουν χολή κατά της Detox; Πιθανότατα κάποιοι ναι. Αλλά θα απαντήσω για τον εαυτό μου: Δεν γνωρίζω κανέναν στην Detox και δεν έχω ζητήσει ποτέ να πάω δωρεάν σε συναυλία που διοργάνωσε. Άρα δεν έβγαλα χολή. Έγραψα τι είδα. Τι ένιωσα. Πόσο χάλια ήταν. Τα έγραψα όπως θα τα έγραφε ο οποιοσδήποτε αγόρασε ένα εισιτήριο και πήγε στον Λυκαβηττό –αλλά δεν έχει τον τρόπο να τα μοιραστεί με πολύ κόσμο.

Δεν φέρω ευθύνη; Φυσικά και φέρω. Αν ήθελα να είμαι σωστός δημοσιογράφος, θα έπρεπε το Μάιο να πάρω τηλέφωνο και να ρωτήσω αυτά που ανέφερα πιο πάνω: «Γιατί στο Λυκαβηττό ρε παιδιά;». Γιατί δεν το έκανα; Δεν έχω άλλη δικαιολογία από αυτήν: Δεν είναι η κύρια δουλειά μου να είμαι «μουσικός δημοσιογράφος» – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Βασικά, εδώ και λίγο καιρό δεν είναι καν η δημοσιογραφία εν γένει η κύρια δουλειά μου. Αλλά, εντάξει, απλά αποποιούμαι των ευθυνών μου τώρα. Το πρόβλημά μου, όμως, με το να εμπλέκομαι κάπως παραπάνω με το «συναυλιακό ρεπορτάζ» αρχίζει να γίνεται πρακτικό, μετά: Αν το κάνω επάγγελμα, χωρίς να το πληρώνομαι, τότε πολύ φοβάμαι ότι θα καταντήσω να παίρνω δωρεάν προσκλήσεις, για να είμαι πάντα παντού. Και τότε θα αρχίσω να γράφω για «φανταστικές βραδιές», «τέλειους ήχους» και «άψογες διοργανώσεις». Φαίνεται ότι δεν έχω καμμία ελπίδα να γίνω σωστός επαγγελματίας τελικά… Γιατί η Ελλάδα είναι η απόλυτη πατρίδα του ερασιτεχνισμού. Είτε μιλάμε για δημοσιογράφους, είτε μιλάμε για διοργανωτές συναυλιών.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

18 Ιουλ 2012

Γκρίνια για τον Morrissey

Φωτογραφία: Θοδωρής Μάρκου

Με δεδομένο ότι σύσσωμη η συντακτική ομάδα του Jumping Fish βρέθηκε χθες στο Λυκαβηττό, επιλέγω να κάνω skip το live review, αφού υπάρχουν άλλοι, ιδανικότεροι μορισεολόγοι και σμιθσολόγοι στην παρέα και να ασχοληθώ με τα κοσμικά με τα της διοργάνωσης. Κατ’ αρχάς να θυμίσω ότι πληρώσαμε 35 ευρώ έκαστος για την συναυλία αυτή. Δηλαδή το 7% του βασικού μισθού ενός Έλληνα το σωτήριον έτος 2012. Γιατί το επισημαίνω; Γιατί η Detox, η διοργανώτρια της συναυλίας, θα έπρεπε να λάβει σοβαρά υπ’ όψιν ότι το ποσό αυτό έρχεται από το υστέρημα των περισσοτέρων και η αθρόα προσέλευση του κόσμου χθες στον Λυκαβηττό θα ήταν καλό να συνοδεύεται με λίγο περισσότερο σεβασμό. Κοινώς, δεν έχουμε πια λεφτά για συναυλίες, δεν γινόταν να χάσουμε τον Morrissey, αλλά όχι και να πεθάνουμε κιόλας επειδή εσείς θέλετε να βγάλετε ξίγκι από τη μύγα.

Πάμε από την αρχή: aκόμη κι αν η Detox δεν γνώριζε ότι χθες ο Λυκαβηττός θα ήταν τίγκα, έπρεπε να το καταλάβει όταν τις πρώτες κιόλας ώρες της προπώλησης των φτηνών (αυτών με την έκπτωση 5 ευρώ) εισιτηρίων, σημειώθηκε το πρώτο sold out. Έτσι κι αλλιώς, η επιλογή του Λυκαβηττού για μια νύχτα στα μέσα του Ιουλίου για έναν από τους πιο αγαπημένους καλλιτέχνες του ελληνικού κοινού ήταν τεράστιο λάθος. Υπάρχουν στατιστικά που λένε τι θερμοκρασία παίζει συνήθως στην Αθήνα τέτοια εποχή. Και ναι μεν θα μιλούσαν για 3-4 βαθμούς πιο κάτω από αυτό που επικρατούσε χθες, αλλά ξέρεις, κι αυτό «πολλή ζέστη» είναι.

Αλλά πάμε παρακάτω: πες ότι από την προπώληση δεν έχεις καταλάβει ότι ο Λυκαβηττός θα τιγκάρει. Πες ότι είναι πια αργά να αλλάξεις venue και ότι έχεις μεν δει το μετεωρολογικό δελτίο, αλλά πραγματικά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά (εκτός αν είσαι Ινδιάνος που ξέρει από ξόρκια που φέρνουν βροχές, βοριαδάκια και άλλα λυτρωτικά για χθες καιρικά φαινόμενα). Και πες ότι η ώρα είναι 21:00 και αντιλαμβάνεσαι ότι θα γίνει το αδιαχώρητο. Σε ένα χώρο που έχει κριθεί ακατάλληλος για τέτοιου τύπου events και γι’ αυτό δεν χρησιμοποιήθηκε για αρκετά μεγάλο διάστημα (αλήθεια, ποιος και πώς αποφάσισε ότι ο Λυκαβηττός πρέπει να ανοίξει και πάλι για συναυλίες;). Τι κάνεις τότε;

Ας δούμε τι έκανε η Detox. Κατ’ αρχάς φρόντισε να συμπιέσει την είσοδο του κοινού από το απόλυτο bottleneck, φοβούμενη (πιθανολογώ) τα διαβόητα «ντου» άλλων εποχών και εξασφαλίζοντας ότι οι fans του Morrissey θα μπαίνουν ένας – ένας (!!!), έτσι ώστε να εξασφαλισθεί ότι δεν θα έχουμε τραμπούκους χωρίς εισιτήρια και… τρομοκράτες που θα έφερναν μαζί τους μπουκαλάκια με νερό. Το νερό ήταν κάτι που απαγορευόταν να κουβαλάς μαζί σου μια νύχτα με 35 βαθμούς (που γίνονταν 50 λόγω της τριβής με χιλιάδες κόσμου) σε μια τσάντα. Έπρεπε να αφαιρέσεις το καπάκι, μην τυχόν και χρησιμοποιήσεις το μπουκάλι για χειροβομβίδα. Πράγμα που σημαίνει: καθυστερήσεις στην ήδη καθυστερημένη –λόγω της στενωπού– είσοδο χιλιάδων κόσμου και τεράστια δυσφορία λόγω της ζέστης και της έλλειψης τρόπου να δροσιστεί κανείς.

«Μην είσαι υπερβολικός» θα σχολιάσει κάποιος. «Έχει και μπαρ ο Λυκαβηττός». Όλοι, φαντάζομαι, θυμάστε τι μπαρ έχει ο Λυκαβηττός. Έχει το μπαρ - καντίνα, το μπαρ που εξυπηρετεί μια χαρά τις θεατρικές παραστάσεις ή τις συναυλίες τύπου «50 χρόνια Μίμης Πλέσσας» που θα έπρεπε να φιλοξενεί ο χώρος, αλλά όχι το μπαρ που καλύπτει έναν Morrissey στον καύσωνα. Η ουρά για να δροσιστείς κρατούσε περίπου μισή ώρα. Σ’ αυτό προσθέτεις την μισή ώρα που έκανες να μπεις στο θέατρο και έχεις ήδη μία ώρα όχι απλά χαμένη από τη ζωή σου, αλλά μια ώρα στην κόλαση, κολλητά σε ιδρωμένα, άπλυτα κορμιά σε συνθήκες καύσωνα.

Την ανηφόρα για να φτάσεις ως εκεί δεν την βάζω στην εξίσωση, γιατί πολλοί λατρεύουν τον Λυκαβηττό ακριβώς γι’ αυτήν την διαδικασία και για την θέα. Εντάξει, σας αγαπάμε εσάς τους ρομαντικούς, αλλά πολύ θα ήθελα να ακούσω την άποψή σας για τον χώρο μετά τον χθεσινό εφιάλτη. Προσωπικά, κατάφερα να ηρεμήσω και να απολαύσω τον (πολύ καλό) Morrissey μετά το πέμπτο κομμάτι, όταν άρχισε να παίζει το «Maladjusted» και αφού πρώτα παραλίγο να αρχίσω τις μπουνιές με κάποιον τύπο που δεν άντεχε να σπρώχνεται άλλο σε αυτήν την συναυλία, όταν το σπρώξιμο ήταν ο μοναδικός τρόπος να πάρεις τη μία, τελευταία ανάσα που θα σε κρατούσε στη ζωή (επίσης: το «εγώ» και το «μπουνιές» στην ίδια πρόταση πρέπει να μού έχει συμβεί τελευταία φορά όταν ήμουν δέκα και προσποιούμασταν ότι παίζαμε μποξ στο διάλειμμα, στο δημοτικό σχολείο).

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

Tour de France 2012

Μόνο οι Αγγλάρες θέλουν να το πάρει ο Μπράντλεϊ Γουίγκινς (αλλά αυτή είναι μια υπέροχη φωτογραφία και δεν μπορούσα ν' αντισταθώ).

16 Ιουλ 2012

Η ιστορία ενός τραγουδιού: George Gershwin - Summertime



Στην καρδιά του καλοκαιριού το πιο μεγάλο μουσικό κλισέ είναι να χαρακτηρίζεις όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω σου με το μουρμουρητό της λέξης “summertime” έτσι όπως την έκανε μελωδία ο George Gershwin. Ακόμη κι αν δεν γνωρίζεις ποιος είναι ο υπεύθυνος. Ακόμη κι αν εσύ φέρνεις στο νου την Billie Holiday, τον Louis Armstrong και την Ella Fitzgerald, την Janis Joplin, τους Morcheeba ή οποιονδήποτε από τους 25.000 περίπου καλλιτέχνες που έχουν ηχογραφήσει ή τους εκατοντάδες χιλιάδες που έχουν κάπου / κάπως / κάποτε ερμηνεύσει το πιο πολυτραγουδισμένο κομμάτι της ιστορίας. Το καλοκαίρι είναι το “Summertime” και “Summertime” σημαίνει καλοκαίρι: νωθρό, νωχελικό, ιδρωμένο, αισιόδοξο και ίσως ερωτικό.

Και, όπως τα πιο ωραία πράγματα στην ζωή, που συνήθως είναι και τα πιο απλά, έτσι και το “Summertime”, το πιο γνωστό τραγούδι της ιστορίας, έχει μια... ιστορία απλή, σύντομη, ολίγον βαρετή. Πάνω κάτω θα την ξέρετε –μια υπόμνηση μόνο θα φέρω εδώ, μιας και βρισκόμαστε κι εμείς στην καρδιά του καλοκαιριού και δεν θα μπορούσα να ξεφύγω από το κλισέ: Γράφτηκε για την όπερα “Porgy Bess” το 1935 από τον σπουδαίο Αμερικανό συνθέτη George Gershwin, τον τελευταίο ίσως των μεγάλων κλασικών. Πρόκειται για μια άρια που εμπνέεται έντονα από την αφροαμερικανική λαϊκή μουσική εκείνης της εποχής. Τους στίχους της έγραψε ο Έντβιν Ντιμπόζ Χέιγουορντ, ο συγγραφέας, δηλαδή του “Porgy”, το οποίο ο Gershwin μετέτρεψε σε όπερα.

Ο ίδιος ο τρόπος που ο Gershwin το χρησιμοποιούσε στο “Porgy & Bess” άνοιξε το δρόμο για τις χιλιάδες διασκευές του που ακολούθησαν. Ήταν στην ουσία ένα χαλί, ένα κομμάτι που τραγουδιόταν κάθε λίγο στο έργο, είτε ως ένα ήπιο jazz-folk κομμάτι, είτε σαν νανούρισμα. Δεν άργησε να γίνει ο χρυσός κανόνας της τζαζ. Και, βέβαια, μια πρόκληση για οποιονδήποτε μουσικό, να τού προσθέσει την δική του πινελιά, το δικό του στυλ. Ήταν ο ιδανικός καμβάς. Ο George Gershwin είχε δημιουργήσει ένα κομμάτι που δεν γνώριζε από είδη, ερμηνευτικούς περιορισμούς, που ήταν απλό, σύντομο, όμορφο και που –μουσικά, ή μαθηματικά αν θέλετε- έκανε άψογη χρήση της πεντατονικής.

Η διασκευή που του επεφύλαξαν οι Doors είναι μια απόδειξη του πού μπορούσε να σε οδηγήσει η αρμονία του “Summertime”. Είναι ίσως η πιο ανατρεπτική από τις «διάσημες», αλλά ακούγεται σαν μια απολύτως φυσιολογική βερσιόν. Ίσως η απόκοσμη εκδοχή των R.E.M. να αποτελεί, τελικά, μεγαλύτερη έκπληξη. Ως κανόνας της τζαζ, πάντως, το τραγούδι είναι ιδανικό για κάποιαν σαν τη Norah Jones και το πιάνο της. Η οποία, συχνά πυκνά, το ερμηνεύει live. Και –κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντος- το κάνει πιο καλά από οποιονδήποτε άλλον.


(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

13 Ιουλ 2012

50 αναμνήσεις από τα 50 χρόνια των Rolling Stones



Μία για κάθε χρόνο


1962: H μπάντα του Mick Jagger (φωνή), του Keith Richards (κιθάρα), του Brian Jones (κιθάρα), του Dick Taylor (μπάσο), του Ian Stewart (πλήκτρ) και του Tony Chapman (ντραμς) παίζει Rhythm & Blues σ’ ένα προβάδικο που έχει βρει ο Stewart. O Jones τηλεφωνεί στο περιοδικό Jazz News για να μιλήσει για την μπάντα του, τον ρωτάνε ποιο είναι το όνομά της, βλέπει ένα δίσκο του Muddy Waters στο πάτωμα, που περιέχει το κομμάτι Rollin’ Stone και βαπτίζει το γκρουπ στο επόμενο δευτερόλεπτο.

1963: Ο Charlie Watts και ο Bill Wyman αντικαθιστούν τους Champan και Taylor αντίστοιχα και συνοδεύουν τους Stones στα διάφορα R&B gigs της.

1964: Το τρίτο τους single είναι μια διασκευή του “Not Fade Away” του Buddy Holly. Σκαρφαλώνει στο #3 των αγγλικών τσαρτς.  Λίγο αργότερα διασκευάζουν και το "It's All Over Now" των Bobby και Shirley Womack και κάνουν το πρώτο τους #1. Παίζουν μεν μουσική κάποιων μεσήλικων νέγρων, αλλά οι ίδιοι, με τα περίεργα μαλλιά τους και το δυναμικό stage show τους, συμβολίζουν τα swining ‘60s όσο κανείς άλλος.

1965: Κυκλοφορεί το δεύτερο άλμπουμ τους “The Rolling Stones No2” (το πρώτο τους, την προηγούμενη χρονιά είχε μόνο διασκευές) και φτάνει εύκολα στο #1 των album charts. Αλλά ακόμη είναι το έξαλλο λουκ τους και όχι η μουσική τους που συγκινεί το κοινό.

1966: Κυκλοφορεί το “Aftermath”, το πρώτο άλμπουμ που περιέχει αποκλειστικά συνθέσεις των Richards και Jagger. Ανεβαίνει, φυσικά, στο #1 στη Μεγάλη Βρετανία, ενώ φτάνει και ως το #2 στις ΗΠΑ.

1967: Η News of the World δημοσιεύει ένα άρθρο για τη χρήση drugs από τη νέα γενιά των μουσικών. Και η αστυνομία κυνηγάει τους Stones παντού. Μια άλλη αστυνομία, η ελληνική, σταματάει την πρώτη τους συναυλία στην Αθήνα, στο 6ο τραγούδι της…

1968: Κυκλοφορεί το “Beggars Banquet” που δεν πάει μεν στο #1, αλλά είναι το πρώτο άλμπουμ τους που εκθειάζεται από τους κριτικούς.

1969: Ο Brian Jones βρίσκεται πνιγμένος στην πισίνα της φάρμας του στο Σάσεξ. Οι άλλοι συνέχισαν να κάνουν ναρκωτικά απτόητοι και τον αντικαθιστούν με τον Mick Taylor (καμμία σχέση με το αρχικό τους μέλος Dick Taylor).

1970: Οι Rolling Stones δημιουργούν την Rolling Stones Records. Δηλαδή την δική τους δισκογραφική.

1971: Κυκλοφορεί το “Sticky Fingers”, το άλμπουμ που περιέχει το “Brown Sugar” και το “Wild Horses”. H μπάντα μοιάζει να επηρεάζεται όλο και περισσότερο από τα αμερικάνικα μπλουζ.

1972: Έρχεται η ώρα του διπλού “Exile on Main St.” ενός από τα καλύτερά τους άλμπουμ σύμφωνα με τους κριτικούς.

1973: Το “Angie” γίνεται τεράστιο χιτ, αλλά το άλμπουμ που το περιέχει (“Goats Head Soup”) κάνει μεν εμπορική επιτυχία, αλλά τελικά είναι λίγο σούπα –όπως υπονοεί και ο τίτλος του.

1974: Κυκλοφορεί το “It’s Only Rock n’ Roll”, το τελευταίο άλμπουμ με τον Mick Taylor στην σύνθεση της μπάντας.

1975: Oι Stones ψάχνουν για κιθαρίστα! (Και απορρίπτουν βιρτουόζους όπως ο Jeff Beck, o Rory Gallagher και ο Peter Frampton - Ronnie Wood is the man).

1976: H τεράστια τουρνέ τους όπου ένας τεράστιος φαλλός εμφανίζεται στην σκηνή και όπου ο Jagger κρεμιέται μ’ ένα σκοινί πάνω από το κοινό ολοκληρώνεται χωρίς ιδιαίτερα ευτράπελα…

1977: Ο Keith Richards συλλαμβάνεται στον Καναδά «για εισαγωγή ηρωίνης». Η ποινή του είναι να δώσουν οι Stones δύο δωρεάν συναυλίες. Όσο κρατάνε τα δικαστήρια, ο Jagger χωρίζει την Bianca Jagger, τα φτιάχνει με την Jerry Hall και παρτάρουν στο Studio 54.

1978: Με το “Some Girls” ξαναπαίρνουν -μετά από μισή δεκαετία- καλές κριτικές.

1979: Τα ναρκωτικά και οι γάμοι επιβάλουν για πρώτη χρονιά στην ιστορία της μπάντας να κάνει διακοπές και να μην γυρίσει την Ευρώπη για συναυλίες. Στο μεταξύ οι δύο κολλητοί έχουν αρχίσει να μην αντέχουν ο ένας την φάτσα του άλλου.

1980: Η σχέση του Keith Richards και του Mick Jagger βρίσκεται σε άθλια φάση. Ο πρώτος δεν γουστάρει το lifestyle του δεύτερου και ο Jagger θέλει να σταματήσει ο Richards να κάνει χρήση ηρωίνης.

1981: Η αμερικανική τουρνέ του φθινοπώρου, η μεγαλύτερη και πιο εντυπωσιακή της καριέρας τους ως τότε, ξαναφέρνει τα μέλη της μπάντας πιο κοντά. (Το rock n’ roll ενώνει -και τέτοιες ιστορίες).

1982: Το σόου της περασμένης χρονιάς μεταφέρεται ακόμη πιο εντυπωσιακό στην Ευρώπη (για να γιορτάσουν και τα 20 χρόνια τους) και η μπάντα έρχεται ακόμη πιο κοντά. Αμέ! (Ή μήπως τα πράγματα δεν είναι όπως ακριβώς δείχνουν;)

1983: Το “Undercover” θα πάρει καλές κριτικές, αλλά δεν θα πουλήσει. Ξαφνικά οι Stones δεν είναι το νούμερο ένα όνομα στην αγορά. Αφορμή για να ξαναρχίσουν οι καβγάδες.

1984: Ο Mick Jagger γράφει σόλο άλμπουμ και ο Keith Richards έχει αρχίσει να τα παίρνει πολύ άσχημα με την συμπεριφορά του κολλητού του.

1985: Στο πλαίσιο του Live Aid, ο Jagger συνεργάζεται με τον David Bowie στο “Dancing in the Street” (όχι και η καλύτερη στιγμή στην καριέρα τόσο του μεν όσο και του δε).

1986: Η κρίση στις σχέσεις Mick Jagger και Keith Richards φτάνει στο χειρότερο σημείο της όταν ο πρώτος αρνείται να κάνει τουρνέ με την μπάντα, για να προμοτάρουν το “Dirty Work”, αλλά φεύγει μόνος του σε περιοδεία (και δεν διστάζει να πει και τραγούδια των Stones πέρα από τα δικά του).

1987: Η μπάντα βρίσκεται ένα χιλιοστό από την διάλυση. Ο Keith Richards αποφασίζει να βγάλει κι αυτός δικό του σόλο άλμπουμ.

1988: Το “Talk is Cheap”, το σόλο άλμπουμ του Keith Richards γίνεται χρυσό στις ΗΠΑ και οι κριτικοί του επιφυλάσσουν πολύ καλύτερη υποδοχή απ’ ότι έκαναν στα δύο άλμπουμ του Mick Jagger.

1989: To “Steel Wheels” διαφημίζεται παντού σαν «η επιστροφή των Rolling Stones». Για πρώτη φορά, μετά από χρόνια, ο Mick Jagger και ο Keith Richards θα κάτσουν και θα συνεργαστούν στα σοβαρά. Το δισκάκι, όντως, ακούγεται μια χαρά.

1990: Το Urban Jungle Tour κατακτά την Ευρώπη. Είναι η πρώτη τους περιοδεία μετά από 8 χρόνια (από τότε που γιόρταζαν τα εικοστά τους γενέθλια). Κάνει συγκλονιστικά νούμερα και ξαναγεμίζει τις τσέπες των μελών της μπάντας, που με τους καβγάδες της δεκαετίας του ’80 είχαν αρχίσει να φλερτάρουν με την φτώχεια (λύσσα το ‘κανα). Support groups: Living Colour και Guns n’ Roses!

1991:  Ήταν τόσο καλή η περιοδεία που αποφάσισαν να κυκλοφορήσουν κι ένα live album βασισμένο πάνω της. Το όνομα αυτού: “Flashpoint”.

1992: Όλοι οι Stones κυκλοφορούν κι από ένα σόλο άλμπουμ. Όλοι; Όχι όλοι. Ο Bill Wyman δεν κυκλοφορεί τίποτε. Αλλά, από την άλλη, δεν είναι πια μέλος των Rolling Stones. Κουρασμένος και γερασμένος, ανακοινώνει στους υπόλοιπους ότι αποχωρεί –αν και η είδηση θα ανακοινωθεί επίσημα ένα χρόνο αργότερα.

1993: Το “Voodoo Lounge”, με τον Darryl Jones στο μπάσο, κάνει σαρωτική εμπορική επιτυχία και παίρνει εκπληκτικές κριτικές. 31 χρόνια μετά το ξεκίνημά τους και 10 μετά την χειρότερη περίοδό τους, οι Rolling Stones βρίσκονται και πάλι στην κορυφή.

1994: Στην προϊστορική περίοδο που μπαίναμε στο Internet με τα modem των 14.4 kbps από τηλεφωνικές γραμμές που έπεφταν μια στο τόσο, οι Rolling Stones γίνονται η πρώτη μπάντα που στριμάρει συναυλία της (όχι ολόκληρη, αλλά ένα 20λεπτο ήταν τεράστιος χρόνος για εκείνη την εποχή) online! Α, μιλάω για εικόνα και ήχο, έτσι; Όχι σκέτη μουσική.

1995: Το “Stripped” είναι ο δικός τους τρόπος να πουν “Unplugged” σε μια εποχή που το MTV έχει κάνει τον όρο πιπίλα. Το άλμπουμ κάνει, βεβαίως, την σχετική επιτυχία που όλοι περιμέναμε.

1996: Το “The Rolling Stones Rock and Roll Circus” είναι οι ηχογραφήσεις του σόου που έκαναν το ’68 στην τηλεόραση για να προμοτάρουν το “Beggars Banquet”. Στο «τσίρκο» των Stones μετείχαν και ο John Lennon, η Yoko Ono, οι Who, o Eric Clapton και η Marianne Faithfull. O Allen Klein είχε αγοράσει τα δικαιώματα για το υλικό από την Decca, την τότε δισκογραφική των Stones, και περίμενε την κατάλληλη στιγμή. Και τώρα που η μπάντα, με τα χρόνια να βαραίνουν πια τις κινήσεις της, εμφανιζόταν όλο και πιο σπάνια, ήταν μια καλή ευκαιρία για την κυκλοφορία του.

1997: Η κουρεμένη με την ψιλή Angelina Jolie πρωταγωνιστεί στο βιντεοκλίπ του “Anybody Seen my Baby?”, αφήνοντας τουλάχιστον μια καλή ανάμνηση από το μέτριο “Bridges to Babylon”.

1998: Η Αθήνα ζει την κορυφαία συναυλιακή στιγμή της μέχρι τότε ιστορίας της (σε επίπεδα πωλήσεων εισιτηρίων, τουλάχιστον –και μετά, φυσικά, από εκείνη του Νταλάρα το ‘83) με το ΟΑΚΑ να γεμίζει από σχεδόν 100.000 κόσμο (80.000 επίσημα εισιτήρια και πάρα πολλά ακόμη αθεώρητα!) που παραληρεί σε κάθε νότα των Rolling Stones και απορεί για την ζωντάνια των εξηντάρηδων που βλέπει να κοπανιούνται σαν τρελοί στην σκηνή.

1999: Η τουρνέ συνεχίζεται…

2000: Και επιτέλους ξεκούραση! Όλη η μπάντα κάνει διακοπές, εκτός από τον αεικίνητο 57χρονο Mick Jagger που μπαίνει αμέσως στο στούντιο για να ηχογραφήσει ένα ακόμη σόλο άλμπουμ.

2001: Ένα μήνα μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο Jagger και ο Richards, χωρίς τους υπόλοιπους Stones, παίζουν δυο κομμάτια στο “ Concert for the New York City”. H μπάντα περνάει περίοδο παρατεταμένων διακοπών και τα μέλη της έχουν μπει πια οριστικά στην λογική ότι συναντιούνται μόνο όταν και όπου πρέπει…

2002: Το “Forty Licks” είναι το greatest hits album τους που γιορτάζει τις 4 δεκαετίες ζωής των Stones.

2003: Δίνουν αποκλειστικά δικαιώματα του DVD τους “Four Flicks” (επίσης για τα 40ά τους γενέθλια) για την αγορά των ΗΠΑ στα καταστήματα Best Buy και σχεδόν όλα τα μεγάλα δισκάδικα της χώρας αποφασίσουν να μποϊκοτάρουν όλα τους τα άλμπουμ, κατεβάζοντάς τα από τις προθήκες τους!

2004: Συστήνεται βρετανικό Music Hall of Fame και, φυσικά, οι Rolling Stones μπαίνουν πρώτοι – πρώτοι (μαζί με τους Beatles, Elvis Presley, Bob Marley, Madonna, U2, Cliff Richard, Queen, Michael Jackson και Robbie Williams).

2005: Επιτέλους νέο υλικό! Το “Α Bigger Bang” είναι τα πρώτο τους άλμπουμ μετά από οκτώ χρόνια. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν καθυστερήσει τόσο καιρό στο δισκογραφικό τους ραντεβού.

2006: Παίζουν στο SuperBowl. Και μετά ο Keith Richards πέφτει από έναν κοκοφοίνικα και σπάει το κεφάλι του. Και δεν έρχονται στην Αθήνα που τους περίμενε…

2007: Οι Rolling Stones μπαίνουν στο βιβλίο Guiness χάρη στα 560 εκατ. δολάρια που έκανε τζίρο το A Bigger Bang Tour (κι ας μην πέρασε από την Αθήνα).

2008: Μετακινούνται από την ΕΜΙ στη Universal.

2009: Mπαίνουν ξανά στο στούντιο, όχι όμως με νέο υλικό, αλλά δουλεύοντας κομμάτια από την εποχή του “Exile on Main St.” που δεν είχαν χωρέσει σ’ εκείνο το άλμπουμ.

2010: 38 χρόνια μετά, το “Exile on Main St.” ξαναπιάνει το #1 στα τσαρτς.

2011: Επανακυκλοφορούν και το “Some Girls”, μαζί με 12 ανέκδοτα κομμάτια τους από την δεκαετία του ’70.

2012: Ο κόσμος γιορτάζει τον μισό αιώνα ζωής των Rolling Stones και η ελληνική έκδοση της αυτοβιογραφίας του Keith Richards τους κάνει –με ποικίλους τρόπους (κάνε οπωσδήποτε κλικ)- πρώτο θέμα στην χώρα μας.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

12 Ιουλ 2012

Ένας χρόνος "Jazz Flirt"

…ή πώς μια μικρή τζαζ γιορτή σε ένα καφέ μπορεί να είναι τεκμήριο της αθόρυβης αλλά ουσιαστικής άνθισης της σύγχρονης ελληνικής σκηνής.


Aς το πάμε ανάποδα, ξεκινώντας από τα συμπεράσματα. Συμπέρασμα πρώτο: αυτήν την στιγμή, στην Ελλάδα της πτώχευσης, παράγεται καταπληκτική τζαζ από μουσικούς υψηλού επιπέδου, εξαιρετικής δεξιοτεχνίας, διαβασμένους, ταξιδεμένους, κοσμοπολίτες. Υπάρχει μια σκηνή που βράζει, που σφύζει από ζωή και δημιουργικότητα. Συμπέρασμα δεύτερο: αυτή η σκηνή δεν έχει διέξοδο έκφρασης. Ψάχνει απεγνωσμένα χώρους να παίξει, τρόπους να έρθει σε επαφή με το δυνητικό κοινό της. Στα συμπεράσματα αυτά κατέληξα όταν έγινα ερασιτέχνης διοργανωτής μίνι-συναυλιών.

Ξέρω ότι παραβιάζω πολλούς κανόνες δημοσιογραφικής δεοντολογίας αυτήν την στιγμή, αλλά είναι αναπόφευκτο. Κι ελπίζω οι αναγνώστες να πιστέψουν την διαβεβαίωση ότι γράφω αυτό το σημείωμα όχι τόσο με την ιδιότητα του (άνεργου, έτσι κι αλλιώς) δημοσιογράφου, ούτε καν με αυτήν του συνιδιοκτήτη ενός από τα τέσσερα καφέ με την επωνυμία Petite Fleur, αλλά με την ιδιότητα ενός ανθρώπου που αγαπά την μουσική, ενδιαφέρεται γι' αυτήν, παρακολουθεί την εξέλιξή της και θεωρεί την τζαζ ως την σημαντικότερη μορφή τέχνης που γέννησε ο 20ός αιώνας. Με αυτό το κριτήριο - την αγάπη για την τζαζ - αποφασίσαμε (οι συνεργάτες του Petite Fleur) πέρσι το καλοκαίρι να καλέσουμε φίλους μουσικούς να καταλάβουν τα (ελάχιστα, ομολογουμένως) τετραγωνικά του χώρου μας. Είχαμε ζηλέψει αυτό που βλέπαμε να συμβαίνει στα καφέ σε διάφορες χώρες που επισκεφτόμασταν και θέλαμε να το αντιγράψουμε: χαλαρή ατμόσφαιρα, επικεντρωμένη στην μουσική, χωρίς τα κλισέ που συνοδεύουν την τζαζ - το αλκοόλ, την πόζα, την νύχτα.

Ο φίλος παραγωγός ραδιοφώνου Χρήστος Παπαμιχάλης βάφτισε αυτήν την δραστηριότητα "Jazz Flirt", ενώ ο Γιώργος Τσαλαβούτας (ο ιθύνων νους του Petite Fleur) έβαλε την αυτοσαρκαστική προσθήκη "le petit festival" - άλλωστε μιλάμε για χώρους που δεν μπορούν να φιλοξενήσουν παρά 20-30 ανθρώπους. Τους μουσικούς συγκέντρωσε ο Αναστάσης Γούλιαρης, ο άνθρωπος πίσω από το Petite Fleur στο Κολωνάκι, ενεργοποιώντας την άλλη του ιδιότητα: εκείνη του τζαζ ντράμερ. Εκείνος, με τον πιανίστα Γιώργο Μικρό αποτέλεσαν την ραχοκοκαλιά του εγχειρήματος, για να ακολουθήσουν ένα πλήθος μουσικοί: μπασίστες (Στάθης Παρασκευόπουλος, Περικλής Τριβόλης, Χάρης Μέρμηγκας, Κώστας Κωνσταντίνου και ο έφηβος Αρίων Γυφτάκης), πιανίστες (Προκόπης Κοττάκης, Κωστής Χριστοδούλου, Γιάννης Παπαδόπουλος, Μάνος Σαριδάκης, Παντελής Μπενετάτος Βαγγέλης Στεφανόπουλος, Γιώργος Τσώλης, Μάνος Αθανασιάδης, Κώστας Γιαξόγλου), σαξοφωνίστες (Γιάννης Παπαναστασίου, Δημήτρης Παντελιάς, Βασίλης Γούζιος, Μάριος Βαληνάκης, Φωτεινός Τσακόπουλος, Κωστής Βαζούρας, Ορφέας Τσουκαλάς), τρομπετίστες (Δημήτρης Παπαδόπουλος, Στέλιος Χατζηκαλέας), κιθαρίστες (Στέλιος Παρασκευάς, Γιώργος Νάζος, Ανδρέας Παπαγιαννακόπουλος, Γρηγόρης Ντάνης, Θεοδόσης Κοσμίδης, Αλέξανδρος Καραδήμος, Δημήτρης Λαζαρίδης), τραγουδίστριες (Αλεξάνδρα Λέρτα, Σμαράγδα Λεκκού, Νάσια Γκόφα, Αγγελική Τουμπανάκη, Λουκία Παλαιολόγου, Ελένη Βαλεντή, Τέρη Βακιρτζόγλου, Εύα Κοτανίδη, Tamuz Nissim), ενώ μας έχουν τιμήσει με την παρουσία τους ο Δήμος Δημητριάδης, ο Γιώργος Κοντραφούρης, ο Δημήτρης Βασιλάκης, ο Ανδρέας Πολυζωγόπουλος.

Είναι σίγουρο ότι ξεχνάω κάποιους, αλλά θέλω να σταθώ σε δύο sui generis περιπτώσεις: εκείνη του Μιχάλη Καταχανά που με την βιόλα του έχει καθηλώσει όποιον τον ακούει να παίζει και τον Δημήτρη Τάσαινα, έναν σπάνιο τραγουδιστή (λες και δεν είναι από μόνο του σπάνιο στην Ελλάδα να υπάρχει τζαζ τραγουδιστής) που μπορεί με άνεση να σταθεί τόσο στα standards ή να πειραματιστεί με τα όρια του ήχου, του τραγουδιού, του ηλεκτρικού ήχου. Αν αναφέρω ονόματα, δεν είναι μόνο για λόγους ευγνωμοσύνης, αλλά γιατί εκείνοι είναι που συνθέτουν την σύγχρονη ελληνική τζαζ σκηνή (μαζί με δεκάδες άλλους, φυσικά).

 Το θέμα είναι ότι για να υπάρξει τζαζ σκηνή χρειάζεται να αλληλεπιδράσουν μερικοί παράγοντες. Πρέπει κατ' αρχάς να υπάρχουν ωδεία. Πρέπει να υπάρχουν κλαμπ και μουσικές σκηνές που θα επιτρέψουν στους μουσικούς να έρθουν σε επαφή με το κοινό. Θα πρέπει να υπάρχουν media που θα φέρουν σε επαφή το κοινό με τους καλλιτέχνες. Και θα πρέπει να υπάρχει και ακροατήριο, ασφαλώς, που να μπορεί να συντηρήσει αυτήν την σκηνή.

Δεν θα εξετάσω κάθε παράγοντα ξεχωριστά, αλλά θα σταθώ στο θέμα της παιδείας. Στην Αθήνα περιορίζεται στο συνεπές πρόγραμμα σπουδών του Νάκα και του Atheneum (οι βραδιές που οι σπουδαστές παρουσιάζουν τις "εργασίες" τους είναι ένα από τα καλύτερα κρυμμένα τζαζ μυστικά της Αθήνας, μια εξαιρετική πηγή απόλαυσης), ενώ στην Κέρκυρα, με λιγοστά μέσα, το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου (και προσωπικά ο Δήμος Δημητριάδης) κάνει θαύματα, καλλιεργώντας τζαζ ταλέντα. Αλλά η σημαντικότερη συμβολή στην μουσική παιδεία της ελληνικής σκηνής ήταν η Ευρωπαϊκή Ένωση, που επέτρεψε σε φιλόδοξους μουσικούς να βγουν με άνεση εκτός συνόρων, να σπουδάσουν σε κονσερβατόρια, να σχηματίσουν πολυεθνικές μπάντες, να ηχογραφήσουν: προτείνω ανεπιφύλακτα το (ηχογραφημένο στην Γερμανία) "The Room Upstairs" του σαξοφωνίστα Δημήτρη Παντελιά, ή το (ηχογραφημένο στην Πορτογαλία) "Undelivered" του πιανίστα Σπύρου Μάνεση, για να αναφέρω μόνο δύο παραδείγματα άλμπουμ. Ειδικά η Ολλανδία είναι πια το σημείο αναφοράς της ελληνικής σκηνής, που πηγαίνει στην Χάγη και στο Ρότερνταμ για να αποκτήσει πολύτιμη γνώση και εμπειρία - χωρίς να λείπουν φυσικά οι (όλο και περισσότεροι) μουσικοί που τολμούν το υπερατλαντικό ταξίδι και περηφανεύονται ότι έχουν περγαμηνές από το περίφημο Berklee της Βοστόνης.

Δεν είναι υπερβολικό να πει κανείς ότι αυτήν την στιγμή το επίπεδο της ελληνικής τζαζ σκηνής είναι καλύτερο από ποτέ, προσφέροντας μια ευρεία γκάμα ακουσμάτων και ηχητικών αποχρώσεων που πιάνει από το κλασικό bop και το swing (με ειδική έμφαση στην όλο και πιο ακμαία gipsy swing κοινότητα), μέχρι το ethnic, το fusion και τον μοντέρνο αυτοσχεδιασμό όπως τον ορίζουν μουσικοί όπως ο Joshua Redman, ο Kurt Rosenwinkel, ο Brad Mehldau ή ο Aaron Parks. Και είναι πραγματικά αποκαρδιωτικό το ότι δεν υπάρχει δημιουργική διέξοδος γι' αυτήν την σκηνή: από τότε που έκλεισε το "Παράφωνο" και το "Jazz Upstairs" - πιο πρόσφατα το "Bacaro", οι Έλληνες μουσικοί έχουν μείνει άστεγοι, περιπλανώμενοι από μπαρ σε μπαρ κι από καφέ σε καφέ. Δεν λείπουν οι μεμονωμένες κινήσεις: το "Dizzy Miles", το "Φλοράλ", το "Verve", το "Faust", το "Art Gallery" (για να αναφέρω μερικούς χώρους) δίνουν στην ελληνική σκηνή την διέξοδο που χρειάζεται - την ίδια στιγμή η "Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών" (που φέτος έκανε την διαφορά με τις τζαζ εκδηλώσεις της) φιλοξένησε πολλούς Έλληνες μουσικούς, ενώ δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει θετικά και το ότι το Half Note έκανε αποφασιστικές κινήσεις για να γεφυρώσει το χάσμα που υπήρχε ανάμεσα στο κλαμπ και την ελληνική σκηνή. Η οποία πλέον μάς περιλαμβάνει όλους: τους μουσικούς, το κοινό, το περιοδικό, τις μεμονωμένες εκπομπές στο ραδιόφωνο ("ερτζιανό" και διαδικτυακό), τους ακροατές, τα κλαμπ και, ναι, κάποια μικρά καφέ που ειδικεύονται στην σοκολάτα και που κάθε τόσο στήνουν μικρές συναυλίες για παρέες 20-30 ατόμων και που με υπερηφάνεια παρουσιάζουν το cd που συνοδεύει το τεύχος Ιουλίου-Αυγούστου του περιοδικού "Jazz & Τζαζ".


(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Jazz&Τζαζ που κυκλοφορεί στα περίπτερα και που συνοδεύεται με το cd "Petite Fleur Presents SUMMER JAZZ FLIRT: fresh sounds from the Greek scene", για το οποίο νιώθω προσωπικά πολύ περήφανος).

10 Ιουλ 2012

Ο Billy Corgan συνεχίζει το έργο του Απόστολου Σουγκλάκου



Πρέπει να είναι η επικότερη «μη μουσική» μουσική είδηση της χρονιάς. Ίσως και της δεκαετίας. Ο Billy Corgan δεν αρκείται στο να παρακολουθεί αγώνες κατς. Αποφάσισε να μετατρέψει το κατς σε κανονική δουλειά.

Βασικά το κάνει εδώ και ένα χρόνο, από τότε που ίδρυσε την Resistance Pro, μια εταιρεία που διοργανώνει αγώνες κατς. Και η οποία, μάλιστα, έχει λάβει και καλές... κριτικές (έτσι, για να μείνουμε όσο πιο κοντά στην μουσική ανάλυση μπορούμε) από τους φαν του είδους, λόγω των αυστηρών πολιτικών που διατηρεί όσον αφορά στην προστασία των αθλητών της. Κοινώς, ο Mickey Rourke – «Κριός», αν ανήκε στο πρωτάθλημα της Resistance Pro, δεν θα είχε κάνει ποτέ την τελευταία βουτιά στο κενό, όπως έκανε στον «Παλαιστή» του Aronofsky. Ο Corgan θα τον είχε υποβάλει σε ιατρικές εξετάσεις και θα τού είχε πάρει την άδεια...

Η εταιρεία του, λοιπόν, λειτουργεί από πέρσι τον Ιούνιο, αλλά τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν ξαφνικά επάνω της τώρα για τον εξής απλό λόγο: Όχι επειδή ο Corgan μιλάει και γι’ αυτήν όταν τον καλούν για πει πέντε πράγματα για το νέο άλμπουμ των Smashing Pumpkins (ε ρε τι έχουμε να ακούσουμε κι εκεί), αλλά γιατί πριν μια εβδομάδα ανακοίνωσε ότι ήλθε σε συμφωνία με μεγάλο παραγωγο reality shows για να καλύψει τις δραστηριότητες της Resistance Pro.

Κανείς δεν μπορεί να τού αρνηθεί ότι πρόκειται για μια υπέροχη επιχειρηματική ιδέα: Θα συνδυάσει τις δύο απόλυτες πηγές «ανόητης» διασκέδασης, το τηλεοπτικό τίποτε που είναι το reality show με την (ο-θεός-να-την-κάνει) αθλητική χαζομάρα που λέγεται κατς. Μπορεί, βέβαια, ο οποιοσδήποτε να τον χλευάσει που από τη μία προσπαθεί να μάς πείσει πως παραμένει ένας σοβαρός μουσικός και από την άλλη κάνει την πιο ασόβαρη πολιτιστική κίνηση όλων των εποχών –αλλά ως επιχειρηματία θα πρέπει να τον παραδεχτεί.

Ο Corgan πάει να κάνει το χόμπι του δουλειά και με την φάτσα, το «εγώ» και την ξιπασιά που κουβαλάει (και που ταιριάζουν απόλυτα στο κατς), είναι δεδομένο ότι η δουλειά του θα πάει γρήγορα μπροστά. Είμαστε ικανοποιημένοι: Θα καλυφθεί επιτέλους το κενό του μακαρίτη του Σουγκλάκου και, πιθανότατα, οι Smashing Pumpkins θα πάψουν να έχουν νόημα ύπαρξης, αφήνοντάς μας ήσυχους στις υπέροχες μνήμες μας από την δεκαετία του ’90, τότε που ο Corgan είχε ακόμη μαλλιά και το «Mellon Collie and the Infinite Sadness» ήταν ό,τι πιο όμορφο είχε δημιουργήσει ποτέ ανθρώπινο χέρι.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

UPDATE:
To "Oceania" τελικά είναι δισκάρα και με έβαλε στη θέση μου περισσότερο απ' ότι θα με έβαζε ένας κατσέρ.

Για την Πάολα



Ζητώ συγγνώμη για το καθυστερημένον της ανάρτησης. Αλλά: α. Την τηλεόραση την ανοίγω μόνο για Champions League, Euro και Μουντιάλ (Tour de France βλέπω σε webstream, FYI). β. Η σχέση μου με την ελληνική μουσική σκηνή «της νεολαίας», ήτοι τις Μέλισσες, την Ελένη Φουρέιρα, την Ήβη Αδάμου κ.λπ περιορίζεται σε μεγαλειώδεις στιγμές του τύπου «Κατερίνα Στικούδη, άσε το τραγούδι και γύρισε πορνό» - τέλος πάντων, όταν ακούγεται από κάπου αυτό το σαν μουσική τους, απλά βάζω τα ακουστικά μου και ανεβάζω την ένταση του MP3 player μου στο μέγιστο. Αλλά προχθές το βράδυ (Δευτέρα, 2 Ιουλίου), έτυχε να περάσω μπροστά από μια τηλεόραση που έδειχνε σε επανάληψη τα MAD Video Music Awards και δη την Πάολα ως άλλη Αφροδίτη του Μποτιτσέλι να αναδύεται από ένα κοχύλι για να τραγουδήσει ένα σκυλάδικο.

Και αυτό, νομίζω, ότι χρήζει σχολιασμού. Γιατί σε μια και μόνο εικόνα χώρεσαν τόσα πολλά. Θα τα εκφράσω με σκόρπιες ερωτήσεις, σαν αυτές που βομβάρδισαν νυχτιάτικα το ταλαιπωρημένο μου κεφάλι σε ρυθμούς χειρότερους από την ισοπέδωση της Δρέσδης από τους Συμμάχους –και μετά θα αναλύσω:

- Πάολα δεν είναι όνομα ιδανικό για τραβεστί;
- Η ίδια η Πάολα δεν μοιάζει πλάκα-πλάκα με τραβεστί;
- Ποιος κατασκευάζει αυτό το βυζί που το σουτιέν το κρατάει όχι για να μην πέσει, αλλά για να μην απογειωθεί ως αερόστατο;
- Πόσων ετών είναι η Πάολα; (Κάποιος μού είπε ότι είναι 20something, αλλά εμένα μου θυμίζει έντονα την Donatella Versace).
- Γιατί τον Μποτιτσέλι, μα τους χίλιους Αναγεννησιακούς, Φλαμανδούς και εκφραστές του κινήματος De Stijl;
- Γιατί τον Μποτιτσέλι; (δις)
- Μποτιτσέλι; Ότι τι; Μήπως ο παραγωγός είπε «να βγει η Πάολα μ’ έναν σαν τον Μπαλοτέλι» και μπέρδεψαν τους δύο μεγάλους Ιταλούς καλλιτέχνες;
- Ποιος σχεδιαστής κάθισε και δαπάνησε χρόνο και έμπνευση για να φτιάξει haute couture δημιουργία για την Πάολα;
- Αυτό που τραγουδάει η Πάολα δεν είναι τραγούδι από σκυλάδικο;
- Από πότε τα 12χρονα κοριτσάκια που είναι η πλειονότητα του κοινού του MAD (και, αν κρίνω από τις τσιρίδες στο τέλος κάθε εμφάνισης στα Music Awards, είναι και το 99% του κοινού που βρίσκεται εκεί τώρα…) γουστάρουν τα σκυλάδικα;
- Μα δείχνεις drag show στα 12χρονα;
- Δηλαδή υπάρχει όντως κάποιος εκεί έξω που παίρνει αποφάσεις και δημιουργεί πολιτισμό (sic), στο μυαλό του οποίου οι αφελείς Μέλισσες είναι κάτι παρόμοιο με την επικίνδυνη Πάολα; Με το πρότυπο πλαστικής ξετσιπωσιάς και το απόλυτο δοχείο συλλογής μαύρου χρήματος, αυτού δηλαδή που αλλάζει χέρια κάθε νύχτα στα μπουζούκια –ακόμη και την εποχή που στις δικές μας τσέπες δεν έχει μείνει ούτε ένα δεκάλεπτο του ευρώ;

Επιμένω: Αν οι Μέλισσες είναι απλώς αφελείς, άχρωμοι, ανούσιοι, η Πάολα είναι επικίνδυνη. Το κενό μεταξύ τους είναι τεράστιο. Είναι το κενό μεταξύ του «Κατερίνα Στικούδη άσε το τραγούδι» και του «και πιάσε το πορνό». Η Πάολα είναι η διασκέδαση που έγινε εκπόρνευση στο σκυλάδικο, είναι η μουσική που έγινε ξεπέτα –γιατί «ποιος ακούει όταν του δίνεις θέαμα ρε;»– είναι η καλοπέραση που μαθαίνει ο Έλληνας από παιδάκι ότι του οφείλουν όλοι μια φουσκωμένη, λουστραρισμένη ξανθιά με καμπύλες. Τι κι αν είναι όλα ψεύτικα;

Αν οι Μέλισσες είναι το απαραίτητο στάδιο προς την ενηλικίωση, αν είναι το σημείο αναφοράς με το οποίο θα γελάς μερικά χρόνια αργότερα (ξέρεις: «α, καλά, εγώ στα 15 μου άκουγα ακόμη Μέλισσες, πάλι καλά που ήλθαν οι Arcade Collective –ή όπως θα λέγεται η απόλυτη indie μπάντα του μέλλοντος– και είδα το φως το αληθινόν»), τότε η Πάολα είναι η πύλη που οδηγεί κατ’ ευθείαν στην κόλαση. Ο δαίμων που κάθεται πάνω από δεξιό ώμο με μια τρίαινα και σε διδάσκει να ψάχνεις πάντα για το εύκολο, το φτηνιάρικο (κι ας το πληρώνεις μια περιουσία), το επιδεικτικό. Η πύλη για την κόλαση είναι ένα κοχύλι. Η αχιβάδα του Μποτιτσέλι. Γιατί τον Μποτιτσέλι, ρε παιδιά;

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)