18 Ιουλ 2012

Γκρίνια για τον Morrissey

Φωτογραφία: Θοδωρής Μάρκου

Με δεδομένο ότι σύσσωμη η συντακτική ομάδα του Jumping Fish βρέθηκε χθες στο Λυκαβηττό, επιλέγω να κάνω skip το live review, αφού υπάρχουν άλλοι, ιδανικότεροι μορισεολόγοι και σμιθσολόγοι στην παρέα και να ασχοληθώ με τα κοσμικά με τα της διοργάνωσης. Κατ’ αρχάς να θυμίσω ότι πληρώσαμε 35 ευρώ έκαστος για την συναυλία αυτή. Δηλαδή το 7% του βασικού μισθού ενός Έλληνα το σωτήριον έτος 2012. Γιατί το επισημαίνω; Γιατί η Detox, η διοργανώτρια της συναυλίας, θα έπρεπε να λάβει σοβαρά υπ’ όψιν ότι το ποσό αυτό έρχεται από το υστέρημα των περισσοτέρων και η αθρόα προσέλευση του κόσμου χθες στον Λυκαβηττό θα ήταν καλό να συνοδεύεται με λίγο περισσότερο σεβασμό. Κοινώς, δεν έχουμε πια λεφτά για συναυλίες, δεν γινόταν να χάσουμε τον Morrissey, αλλά όχι και να πεθάνουμε κιόλας επειδή εσείς θέλετε να βγάλετε ξίγκι από τη μύγα.

Πάμε από την αρχή: aκόμη κι αν η Detox δεν γνώριζε ότι χθες ο Λυκαβηττός θα ήταν τίγκα, έπρεπε να το καταλάβει όταν τις πρώτες κιόλας ώρες της προπώλησης των φτηνών (αυτών με την έκπτωση 5 ευρώ) εισιτηρίων, σημειώθηκε το πρώτο sold out. Έτσι κι αλλιώς, η επιλογή του Λυκαβηττού για μια νύχτα στα μέσα του Ιουλίου για έναν από τους πιο αγαπημένους καλλιτέχνες του ελληνικού κοινού ήταν τεράστιο λάθος. Υπάρχουν στατιστικά που λένε τι θερμοκρασία παίζει συνήθως στην Αθήνα τέτοια εποχή. Και ναι μεν θα μιλούσαν για 3-4 βαθμούς πιο κάτω από αυτό που επικρατούσε χθες, αλλά ξέρεις, κι αυτό «πολλή ζέστη» είναι.

Αλλά πάμε παρακάτω: πες ότι από την προπώληση δεν έχεις καταλάβει ότι ο Λυκαβηττός θα τιγκάρει. Πες ότι είναι πια αργά να αλλάξεις venue και ότι έχεις μεν δει το μετεωρολογικό δελτίο, αλλά πραγματικά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά (εκτός αν είσαι Ινδιάνος που ξέρει από ξόρκια που φέρνουν βροχές, βοριαδάκια και άλλα λυτρωτικά για χθες καιρικά φαινόμενα). Και πες ότι η ώρα είναι 21:00 και αντιλαμβάνεσαι ότι θα γίνει το αδιαχώρητο. Σε ένα χώρο που έχει κριθεί ακατάλληλος για τέτοιου τύπου events και γι’ αυτό δεν χρησιμοποιήθηκε για αρκετά μεγάλο διάστημα (αλήθεια, ποιος και πώς αποφάσισε ότι ο Λυκαβηττός πρέπει να ανοίξει και πάλι για συναυλίες;). Τι κάνεις τότε;

Ας δούμε τι έκανε η Detox. Κατ’ αρχάς φρόντισε να συμπιέσει την είσοδο του κοινού από το απόλυτο bottleneck, φοβούμενη (πιθανολογώ) τα διαβόητα «ντου» άλλων εποχών και εξασφαλίζοντας ότι οι fans του Morrissey θα μπαίνουν ένας – ένας (!!!), έτσι ώστε να εξασφαλισθεί ότι δεν θα έχουμε τραμπούκους χωρίς εισιτήρια και… τρομοκράτες που θα έφερναν μαζί τους μπουκαλάκια με νερό. Το νερό ήταν κάτι που απαγορευόταν να κουβαλάς μαζί σου μια νύχτα με 35 βαθμούς (που γίνονταν 50 λόγω της τριβής με χιλιάδες κόσμου) σε μια τσάντα. Έπρεπε να αφαιρέσεις το καπάκι, μην τυχόν και χρησιμοποιήσεις το μπουκάλι για χειροβομβίδα. Πράγμα που σημαίνει: καθυστερήσεις στην ήδη καθυστερημένη –λόγω της στενωπού– είσοδο χιλιάδων κόσμου και τεράστια δυσφορία λόγω της ζέστης και της έλλειψης τρόπου να δροσιστεί κανείς.

«Μην είσαι υπερβολικός» θα σχολιάσει κάποιος. «Έχει και μπαρ ο Λυκαβηττός». Όλοι, φαντάζομαι, θυμάστε τι μπαρ έχει ο Λυκαβηττός. Έχει το μπαρ - καντίνα, το μπαρ που εξυπηρετεί μια χαρά τις θεατρικές παραστάσεις ή τις συναυλίες τύπου «50 χρόνια Μίμης Πλέσσας» που θα έπρεπε να φιλοξενεί ο χώρος, αλλά όχι το μπαρ που καλύπτει έναν Morrissey στον καύσωνα. Η ουρά για να δροσιστείς κρατούσε περίπου μισή ώρα. Σ’ αυτό προσθέτεις την μισή ώρα που έκανες να μπεις στο θέατρο και έχεις ήδη μία ώρα όχι απλά χαμένη από τη ζωή σου, αλλά μια ώρα στην κόλαση, κολλητά σε ιδρωμένα, άπλυτα κορμιά σε συνθήκες καύσωνα.

Την ανηφόρα για να φτάσεις ως εκεί δεν την βάζω στην εξίσωση, γιατί πολλοί λατρεύουν τον Λυκαβηττό ακριβώς γι’ αυτήν την διαδικασία και για την θέα. Εντάξει, σας αγαπάμε εσάς τους ρομαντικούς, αλλά πολύ θα ήθελα να ακούσω την άποψή σας για τον χώρο μετά τον χθεσινό εφιάλτη. Προσωπικά, κατάφερα να ηρεμήσω και να απολαύσω τον (πολύ καλό) Morrissey μετά το πέμπτο κομμάτι, όταν άρχισε να παίζει το «Maladjusted» και αφού πρώτα παραλίγο να αρχίσω τις μπουνιές με κάποιον τύπο που δεν άντεχε να σπρώχνεται άλλο σε αυτήν την συναυλία, όταν το σπρώξιμο ήταν ο μοναδικός τρόπος να πάρεις τη μία, τελευταία ανάσα που θα σε κρατούσε στη ζωή (επίσης: το «εγώ» και το «μπουνιές» στην ίδια πρόταση πρέπει να μού έχει συμβεί τελευταία φορά όταν ήμουν δέκα και προσποιούμασταν ότι παίζαμε μποξ στο διάλειμμα, στο δημοτικό σχολείο).

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

Δεν υπάρχουν σχόλια: