Aς το πάμε ανάποδα, ξεκινώντας από τα συμπεράσματα. Συμπέρασμα πρώτο: αυτήν την στιγμή, στην Ελλάδα της πτώχευσης, παράγεται καταπληκτική τζαζ από μουσικούς υψηλού επιπέδου, εξαιρετικής δεξιοτεχνίας, διαβασμένους, ταξιδεμένους, κοσμοπολίτες. Υπάρχει μια σκηνή που βράζει, που σφύζει από ζωή και δημιουργικότητα. Συμπέρασμα δεύτερο: αυτή η σκηνή δεν έχει διέξοδο έκφρασης. Ψάχνει απεγνωσμένα χώρους να παίξει, τρόπους να έρθει σε επαφή με το δυνητικό κοινό της. Στα συμπεράσματα αυτά κατέληξα όταν έγινα ερασιτέχνης διοργανωτής μίνι-συναυλιών.
Ξέρω ότι παραβιάζω πολλούς κανόνες δημοσιογραφικής δεοντολογίας αυτήν την στιγμή, αλλά είναι αναπόφευκτο. Κι ελπίζω οι αναγνώστες να πιστέψουν την διαβεβαίωση ότι γράφω αυτό το σημείωμα όχι τόσο με την ιδιότητα του (άνεργου, έτσι κι αλλιώς) δημοσιογράφου, ούτε καν με αυτήν του συνιδιοκτήτη ενός από τα τέσσερα καφέ με την επωνυμία Petite Fleur, αλλά με την ιδιότητα ενός ανθρώπου που αγαπά την μουσική, ενδιαφέρεται γι' αυτήν, παρακολουθεί την εξέλιξή της και θεωρεί την τζαζ ως την σημαντικότερη μορφή τέχνης που γέννησε ο 20ός αιώνας. Με αυτό το κριτήριο - την αγάπη για την τζαζ - αποφασίσαμε (οι συνεργάτες του Petite Fleur) πέρσι το καλοκαίρι να καλέσουμε φίλους μουσικούς να καταλάβουν τα (ελάχιστα, ομολογουμένως) τετραγωνικά του χώρου μας. Είχαμε ζηλέψει αυτό που βλέπαμε να συμβαίνει στα καφέ σε διάφορες χώρες που επισκεφτόμασταν και θέλαμε να το αντιγράψουμε: χαλαρή ατμόσφαιρα, επικεντρωμένη στην μουσική, χωρίς τα κλισέ που συνοδεύουν την τζαζ - το αλκοόλ, την πόζα, την νύχτα.
Ο φίλος παραγωγός ραδιοφώνου Χρήστος Παπαμιχάλης βάφτισε αυτήν την δραστηριότητα "Jazz Flirt", ενώ ο Γιώργος Τσαλαβούτας (ο ιθύνων νους του Petite Fleur) έβαλε την αυτοσαρκαστική προσθήκη "le petit festival" - άλλωστε μιλάμε για χώρους που δεν μπορούν να φιλοξενήσουν παρά 20-30 ανθρώπους. Τους μουσικούς συγκέντρωσε ο Αναστάσης Γούλιαρης, ο άνθρωπος πίσω από το Petite Fleur στο Κολωνάκι, ενεργοποιώντας την άλλη του ιδιότητα: εκείνη του τζαζ ντράμερ. Εκείνος, με τον πιανίστα Γιώργο Μικρό αποτέλεσαν την ραχοκοκαλιά του εγχειρήματος, για να ακολουθήσουν ένα πλήθος μουσικοί: μπασίστες (Στάθης Παρασκευόπουλος, Περικλής Τριβόλης, Χάρης Μέρμηγκας, Κώστας Κωνσταντίνου και ο έφηβος Αρίων Γυφτάκης), πιανίστες (Προκόπης Κοττάκης, Κωστής Χριστοδούλου, Γιάννης Παπαδόπουλος, Μάνος Σαριδάκης, Παντελής Μπενετάτος Βαγγέλης Στεφανόπουλος, Γιώργος Τσώλης, Μάνος Αθανασιάδης, Κώστας Γιαξόγλου), σαξοφωνίστες (Γιάννης Παπαναστασίου, Δημήτρης Παντελιάς, Βασίλης Γούζιος, Μάριος Βαληνάκης, Φωτεινός Τσακόπουλος, Κωστής Βαζούρας, Ορφέας Τσουκαλάς), τρομπετίστες (Δημήτρης Παπαδόπουλος, Στέλιος Χατζηκαλέας), κιθαρίστες (Στέλιος Παρασκευάς, Γιώργος Νάζος, Ανδρέας Παπαγιαννακόπουλος, Γρηγόρης Ντάνης, Θεοδόσης Κοσμίδης, Αλέξανδρος Καραδήμος, Δημήτρης Λαζαρίδης), τραγουδίστριες (Αλεξάνδρα Λέρτα, Σμαράγδα Λεκκού, Νάσια Γκόφα, Αγγελική Τουμπανάκη, Λουκία Παλαιολόγου, Ελένη Βαλεντή, Τέρη Βακιρτζόγλου, Εύα Κοτανίδη, Tamuz Nissim), ενώ μας έχουν τιμήσει με την παρουσία τους ο Δήμος Δημητριάδης, ο Γιώργος Κοντραφούρης, ο Δημήτρης Βασιλάκης, ο Ανδρέας Πολυζωγόπουλος.
Είναι σίγουρο ότι ξεχνάω κάποιους, αλλά θέλω να σταθώ σε δύο sui generis περιπτώσεις: εκείνη του Μιχάλη Καταχανά που με την βιόλα του έχει καθηλώσει όποιον τον ακούει να παίζει και τον Δημήτρη Τάσαινα, έναν σπάνιο τραγουδιστή (λες και δεν είναι από μόνο του σπάνιο στην Ελλάδα να υπάρχει τζαζ τραγουδιστής) που μπορεί με άνεση να σταθεί τόσο στα standards ή να πειραματιστεί με τα όρια του ήχου, του τραγουδιού, του ηλεκτρικού ήχου. Αν αναφέρω ονόματα, δεν είναι μόνο για λόγους ευγνωμοσύνης, αλλά γιατί εκείνοι είναι που συνθέτουν την σύγχρονη ελληνική τζαζ σκηνή (μαζί με δεκάδες άλλους, φυσικά).
Το θέμα είναι ότι για να υπάρξει τζαζ σκηνή χρειάζεται να αλληλεπιδράσουν μερικοί παράγοντες. Πρέπει κατ' αρχάς να υπάρχουν ωδεία. Πρέπει να υπάρχουν κλαμπ και μουσικές σκηνές που θα επιτρέψουν στους μουσικούς να έρθουν σε επαφή με το κοινό. Θα πρέπει να υπάρχουν media που θα φέρουν σε επαφή το κοινό με τους καλλιτέχνες. Και θα πρέπει να υπάρχει και ακροατήριο, ασφαλώς, που να μπορεί να συντηρήσει αυτήν την σκηνή.
Δεν θα εξετάσω κάθε παράγοντα ξεχωριστά, αλλά θα σταθώ στο θέμα της παιδείας. Στην Αθήνα περιορίζεται στο συνεπές πρόγραμμα σπουδών του Νάκα και του Atheneum (οι βραδιές που οι σπουδαστές παρουσιάζουν τις "εργασίες" τους είναι ένα από τα καλύτερα κρυμμένα τζαζ μυστικά της Αθήνας, μια εξαιρετική πηγή απόλαυσης), ενώ στην Κέρκυρα, με λιγοστά μέσα, το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου (και προσωπικά ο Δήμος Δημητριάδης) κάνει θαύματα, καλλιεργώντας τζαζ ταλέντα. Αλλά η σημαντικότερη συμβολή στην μουσική παιδεία της ελληνικής σκηνής ήταν η Ευρωπαϊκή Ένωση, που επέτρεψε σε φιλόδοξους μουσικούς να βγουν με άνεση εκτός συνόρων, να σπουδάσουν σε κονσερβατόρια, να σχηματίσουν πολυεθνικές μπάντες, να ηχογραφήσουν: προτείνω ανεπιφύλακτα το (ηχογραφημένο στην Γερμανία) "The Room Upstairs" του σαξοφωνίστα Δημήτρη Παντελιά, ή το (ηχογραφημένο στην Πορτογαλία) "Undelivered" του πιανίστα Σπύρου Μάνεση, για να αναφέρω μόνο δύο παραδείγματα άλμπουμ. Ειδικά η Ολλανδία είναι πια το σημείο αναφοράς της ελληνικής σκηνής, που πηγαίνει στην Χάγη και στο Ρότερνταμ για να αποκτήσει πολύτιμη γνώση και εμπειρία - χωρίς να λείπουν φυσικά οι (όλο και περισσότεροι) μουσικοί που τολμούν το υπερατλαντικό ταξίδι και περηφανεύονται ότι έχουν περγαμηνές από το περίφημο Berklee της Βοστόνης.
Δεν είναι υπερβολικό να πει κανείς ότι αυτήν την στιγμή το επίπεδο της ελληνικής τζαζ σκηνής είναι καλύτερο από ποτέ, προσφέροντας μια ευρεία γκάμα ακουσμάτων και ηχητικών αποχρώσεων που πιάνει από το κλασικό bop και το swing (με ειδική έμφαση στην όλο και πιο ακμαία gipsy swing κοινότητα), μέχρι το ethnic, το fusion και τον μοντέρνο αυτοσχεδιασμό όπως τον ορίζουν μουσικοί όπως ο Joshua Redman, ο Kurt Rosenwinkel, ο Brad Mehldau ή ο Aaron Parks. Και είναι πραγματικά αποκαρδιωτικό το ότι δεν υπάρχει δημιουργική διέξοδος γι' αυτήν την σκηνή: από τότε που έκλεισε το "Παράφωνο" και το "Jazz Upstairs" - πιο πρόσφατα το "Bacaro", οι Έλληνες μουσικοί έχουν μείνει άστεγοι, περιπλανώμενοι από μπαρ σε μπαρ κι από καφέ σε καφέ. Δεν λείπουν οι μεμονωμένες κινήσεις: το "Dizzy Miles", το "Φλοράλ", το "Verve", το "Faust", το "Art Gallery" (για να αναφέρω μερικούς χώρους) δίνουν στην ελληνική σκηνή την διέξοδο που χρειάζεται - την ίδια στιγμή η "Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών" (που φέτος έκανε την διαφορά με τις τζαζ εκδηλώσεις της) φιλοξένησε πολλούς Έλληνες μουσικούς, ενώ δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει θετικά και το ότι το Half Note έκανε αποφασιστικές κινήσεις για να γεφυρώσει το χάσμα που υπήρχε ανάμεσα στο κλαμπ και την ελληνική σκηνή. Η οποία πλέον μάς περιλαμβάνει όλους: τους μουσικούς, το κοινό, το περιοδικό, τις μεμονωμένες εκπομπές στο ραδιόφωνο ("ερτζιανό" και διαδικτυακό), τους ακροατές, τα κλαμπ και, ναι, κάποια μικρά καφέ που ειδικεύονται στην σοκολάτα και που κάθε τόσο στήνουν μικρές συναυλίες για παρέες 20-30 ατόμων και που με υπερηφάνεια παρουσιάζουν το cd που συνοδεύει το τεύχος Ιουλίου-Αυγούστου του περιοδικού "Jazz & Τζαζ".
1 σχόλιο:
Και δεν φτιάχνουμε ένα jazz venue σε κάποιο βιομηχανικό χώρο? Διάθεση υπάρχει - ελλείψει χρημάτων - και πολλά μπορούν να γίνουν με ελάχιστα κεφάλαια. Δηλώνω παρών!
Δημοσίευση σχολίου