13 Φεβ 2013

Πόσο δικαιολογημένος ήταν ο θρίαμβος των Mumford & Sons στα Grammys;



Οι Mumford & Sons είναι κάτι σαν προσωπικό στοίχημα. Στην Blogovision του 2010 έβαλα πραξικοπηματικά το “Sigh No More” στη λίστα, γιατί το πίστευα όσο κανένα άλλο. Το άλμπουμ είχε βγει τον Οκτώβριο του 2009 στη Μεγάλη Βρετανία και κανονικά δεν χωρούσε στα υποψήφια για την ψηφοφορία του 2010. Αλλά χρησιμοποίησα το «παραθυράκι» της «διεθνούς κυκλοφορίας» του, που ήταν στις αρχές του ’10, για να πείσω το Μάρκο και τους υπόλοιπους ότι έπρεπε να μετρήσει. Τελικά όσοι το ψηφίσαμε, το ανεβάσαμε στη 12η θέση. Όχι κι άσχημα.

Κάναμε αυτό που έκανε εκείνη τη χρονιά όλος ο υπόλοιπος κόσμος. Ακούγαμε με μανία κάτι που όλοι οι κριτικοί μάς παρουσίαζαν ως παρωχημένο, ρηχό και αδιάφορο. Αυτό που έχει σκοράρει την ιστορικότερη βαθμολογία του Pitchfork, το διαβόητο 2.1/10. Αυτό που δεν είχαν πιστέψει οι μεγάλες δισκογραφικές, αφήνοντάς το για ένα τρίμηνο να κυκλοφορεί μόνο στο νησί από την Glass Note, μην παίρνοντας καν είδηση πως το “Little Lion Man” γινόταν εθισμός με καταιγιστικούς ρυθμούς.

Ήταν κάπως περίεργη αυτή η μανία κατά των Mumford & Sons από την κριτική. Ηττημένοι στα αντανακλαστικά τους από το ίδιο το κοινό (το Pitchfork, για παράδειγμα, έγραψε για το “Sigh No More” τέσσερις ολόκληρους μήνες μετά την κυκλοφορία του), έσταζαν όσο περισσότερο δηλητήριο είχαν, αφορίζοντάς το ως εμπορικό – λες και η εμπορικότητα είναι το απόλυτο κακό που πρέπει με κάθε κόστος να αποφεύγουμε να έλθει σε επαφή με τα αυτιά μας. Ήταν ακόμη πιο παράξενο που έχασαν ένα τέτοιο πουλέν από μια σκηνή που εκείνη την περίοδο θεωρείτο απ’ όλους ως «ανερχόμενη». Εννοώ τη nu-folk παρέα του Λονδίνου, με την τότε αγαπημένη των μουσικοκριτικών Laura Marling και τους συμπαθέστατους Noah & The Whale που είχαν ήδη κάνει μια πρώτη αίσθηση.

Η αλήθεια είναι ότι το γεγονός πως η Μεγάλη Βρετανία δεν έχει ακόμη κατορθώσει να παρουσιάσει κάτι ανάλογο της Britpop είναι ένα πρόβλημα. Και πως όλα τα είδη που υμνήθηκαν από τίτλους σαν το ΝΜΕ τελικά αποδείχθηκαν φούσκες. Συνήθως είχαν ένα nu (τον… urban τρόπο να πεις “new”, «νέο») μπροστά. Είτε μιλούσαμε για το nu-rave των Klaxons, είτε για τη nu-folk του Johnny Flynn, το πράγμα έμπαζε από κάπου. Ήταν απλά μια ακόμη απόδειξη ότι η Μεγάλη Βρετανία έπασχε από έλλειψη ιδεών.

Αλλά αυτό είναι αδιάφορο για την αξία των Mumford & Sons. Οι οποίοι πήραν στοιχεία από την (αμερικανική πιο πολύ) folk και τα παραφούσκωσαν με ισχυρό ντόπινγκ από τις indie rock αναφορές τους (Calexico) και την κέλτικη παρακαταθήκη τους (Waterboys), εξερευνώντας ένα νέο τοπίο. Αυτό που οι περισσότεροι κριτικοί προτίμησαν να ζωγραφίσουν με ένα μόνο χρώμα («εμπορικό») αγνοώντας τα υπόλοιπα, εκείνα που μας έκαναν να το λατρέψουμε («πωρωτικό», «ενδόμυχο», «οικείο», «παθιασμένο», «γεμάτο πόθο»).

Αλλά εκείνο το ξέφρενο πρώτο τετράμηνο, όταν οι Mumford & Sons μετατρέπονταν από μια μπάντα που έκανε αίσθηση στα gigs στις pubs του Δυτικού Λονδίνου σε ένα γκρουπ με παγκόσμια απήχηση, το κοινό αδιαφορούσε για το τι είχαν να πουν τα Pitchfork και όλοι αυτοί οι προύχοντες του κομπλεξισμού. Μεθυσμένο από το πλούσιο μπάντζο του Winston Marshall και ενθουσιασμένο με το τραγούδισμα των Marcus Mumford, Ben Lovett και Ted Dwane, καταβρόχθιζε ό,τι είχε να του προσφέρει η μπάντα. Και σύντομα ακολούθησαν και όσοι κριτικοί δεν είχαν ακόμη εκφράσει άποψη, ανεβάζοντας το μέσο όρο που κρατούσε τόσο χαμηλά εκείνο το διαβόητο 2.1…

Το 2011, το πιο σημαντικό Brit Award πήγε στο “Sigh No More”, επισημοποιώντας έτσι την ανοδική τους τάση. Ήταν η ίδια περίοδος που τα Grammys έκαναν την πιο τολμηρή τους κίνηση εδώ και χρόνια, δίνοντας το δικό τους πιο σπουδαίο βραβείο στο “Suburbs” των Arcade Fire. H αλήθεια, όμως, ήταν ότι οι δύο βραβεύσεις είχαν γίνει με διαφορετικά κριτήρια. Τα Grammys έψαχναν να βρουν κάτι να πιαστούν για να επιστρέψουν στην πραγματικότητα, αλλά τα Brit Awards ήθελαν ένα λόγο για να ξανανιώσουν οι Βρετανοί περήφανοι. Η βράβευση των Mumford & Sons ήταν, βέβαια, λιγάκι απατηλή. Γιατί η nu-folk δεν είναι και δεν θα γίνει ποτέ η νέα Βritpop. Δεν έχει κάτι πραγματικά καινούργιο να πει, δεν θα μπορέσει ποτέ να στεγάσει τόση δημιουργικότητα όση συσσώρευσαν οι Suede, οι Pulp, οι Blur στα 90s.

Πίσω στους Mumford & Sons, όμως, που αντί να πνιγούν στην αναπάντεχη επιτυχία τους, επέστρεψαν στην ίδια φόρμα το 2012, με το αξιολογότατο “Babel”. Χωρίς ν’ αλλάξουν την συνταγή τους (ρίχνοντας έτσι κι άλλο νερό στο μύλο των κατηγόρων τους), αλλά έχοντας ακόμη ιδέες για καλά τραγούδια. Φαντάζομαι ότι αν κάνουν το ίδιο και στο τρίτο άλμπουμ τους, θα αρχίσουν να κουράζουν μέχρι κι εμένα, αλλά στο “Babel” στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, παραμένοντας φρέσκοι και εξίσου παθιασμένοι με το προ τριετίας ξεκίνημά τους.

Η θεματική των στίχων, που κινήθηκε λίγο σε επίπεδο κατηχητικού, ενόχλησε όσους ήθελαν να ενοχληθούν, αλλά κι αυτό ήταν άδικο. Μην ξεχνάμε ότι κάθε είδος παλιάς μουσικής έχει και κάποια παράδοση στους στίχους. Η επαναφορά της όταν πας να τη nu-τραγουδήσεις δεν είναι και τόσο faux pas. Από την άλλη, αν κάποιος θέλει να το χρησιμοποιήσει σαν απόδειξη της ρηχότητας των Mumford & Sons, πάω πάσο. Ναι, το “Babel” ήταν κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της Ακαδημίας που δίνει τα Grammys. Αλλά μην τρελαθούμε κιόλας ότι όταν μπήκαν στο στούντιο, το ηχογραφούσαν με το μυαλό στην τελετή της 10ης Φεβρουαρίου του 2013.

Κερδίζοντας το σημαντικότερο από τα Grammys, οι Mumford & Sons λογικά θα αποκτήσουν ένα πολλαπλάσιο κοινό απ’ αυτό που μέχρι σήμερα είχαν μαζέψει μόνοι τους. Θα εξυπηρετήσουν τον σκοπό της Ακαδημίας να αλλάξει ρότα προς το «πιο indie», αλλά όχι τόσο ώστε να ξενίζει. Θα πουλήσουν, σίγουρα, πολλά εκατομμύρια άλμπουμ.

Αλλά όλα αυτά δεν είναι κάποια συνομωσία. Είναι απλά η επιβεβαίωση μιας τάσης και η επιβράβευση της προσπάθειας μιας μπάντας. Πριν 10 χρόνια τέτοιες μέρες ήταν το “Come Away With Me” της Norah Jones που κέρδιζε το «Άλμπουμ της Χρονιάς» στα Grammys. Η ρητορική εναντίον της ήταν περίπου η ίδια με αυτή κατά των Mumford & Sons. Η μετέπειτα πορεία της απέδειξε λάθος όλους όσοι την έκραζαν. Η ίδια απαρνήθηκε την εύκολη επιτυχία, αλλάζοντας τον ήχο της προς την country και αγνοώντας όσους την ήθελαν πιο σέξι, πιο ποθητή στην εικόνα.

Δεν ξέρω ποιο θα είναι το μέλλον του Mumford και των «γιών» του, αλλά τους εύχομαι να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Norah. Αντί να γίνουν πιο ποπ και πιο συμβατικοί, να απελευθερώσουν εντελώς το θηρίο που κρύβουν μέσα τους, το λιοντάρι του “Little Lion Man” που σε λίγο θα μεγαλώσει, τον “Hopeless Wanderer” που κάποια στιγμή θα πρέπει να σταματήσει να τριγυρνά άσκοπα. Η πρώτη-πρώτη κριτική που γράφτηκε ποτέ γι’ αυτούς ήταν στον Guardian, λίγο πριν κυκλοφορήσει το ντεμπούτο τους. Ούτε κι εκείνη είχε βάλει παραπάνω από τρία αστεράκια. Αλλά δεν τους κατηγορούσε για όλα όσα βρήκαν οι Pitchfork και οι άλλοι στην πορεία. Απλά είχε το παράπονο ότι οι Mumford & Sons συγκρατούνται και δεν αφήνουν τους εαυτούς τους να δώσουν όλα όσα υπόσχονται. Και αυτό προσδιορίζει πάνω κάτω τις προοπτικές τους για το μέλλον: αν απελευθερωθούν, έχουν πολλά να μας χαρίσουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: