5 Οκτ 2010

Η παρέλαση των λύκων

Το περσινό άλμπουμ των Sunset Rubdown του Σπένσερ Κρουγκ, το φέρον τον μυθικό και πολλά υποσχόμενο τίτλο "Dragonslayer", ήταν για μένα το καλλίτερο της χρονιάς. Και καθώς έμπαιναν και τα '10s και ο gone4sure οργάνωσε εκείνη τη θρυλική blogovision των '00s, οριακά συγκρατήθηκα να μην το συμπεριλάβω στην πρώτη μου δεκάδα για την δεκαετία που έφυγε. Του έδωσα τελικά την τιμητική ενδέκατη θέση, ορίζοντας στην ουσία τον Σπένσερ Κρουγκ σαν έναν από τους ήρωές μου. Σαν έναν από τους ήρωες αυτού εδώ του μπλογκ.

Wolf Parade
Expo 86
(Ιούνιος 2010)

To αξιοσημείωτο με το τρίτο άλμπουμ των Wolf Parade, της άλλης μπάντας του ήρωά μου, είναι ότι μού αρέσει το ίδιο -ίσως και περισσότερο- με τα δύο προηγούμενά τους, επειδή ο Κρουγκ είναι λιγότερο παρών από ποτέ! Ενώ, δηλαδή, στο "Apologies to Queen Mary" (2005) έπαιρνε επάνω του σχεδόν το σύνολο της ευθύνης στην σύνθεση και στο "At Mount Zoomer" (2008) ο ήχος των Wolf Parade βασιζόταν στο δικό του φλερτάρισμα με το post rock, το οποίο αναλάμβανε μετά ο έτερος επικεφαλής της μπάντας, ο Νταν Μπέκνερ, να ομαλοποιήσει και να εκλαϊκεύσει, ως πιο γνήσιος ροκάς, στο "Expo 86" είναι ο Κρουγκ που παρασύρεται από το παραμύθι του Μπέκνερ -και ξαφνικά οι Wolf Parade αποκτούν έναν πιο διακριτό ήχο. Μέχρι τώρα δύσκολα ξεχώριζες αυτό το γκρουπ από τα υπόλοιπα (και είναι πολλά) projects του πραγματικά μεγαλοφυούς Σπένσερ Κρουγκ. Πια, οι Wolf Parade είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τους Sunset Rubdown, χωρίς από την άλλη να γίνονται ένα side project του Μπέκνερ.

Τι κερδίζει η μπάντα και οι φίλοι της από αυτή την χαλαρότητα στον συγκεντρωτισμό του Κρουγκ; Κατ' αρχάς μια αμεσότητα στον ήχο. Τραγούδια όπως το "Palm Road" και κυρίως το έπος του "Pobody's Nerfect" σε αρπάζουν με τη μία απ' το λαιμό και σε βάζουν παραστάτη στην παρέλαση των λύκων χωρίς δεύτερη κουβέντα. Μετά, υπάρχει αυτό το πανέξυπνο παιχνίδι που στήνει ο ένας στον άλλον, δύο σπουδαίοι μουσικοί της γενιάς μας, με παγίδες σε κάθε κομμάτι του άλμπουμ, που μία ο Κρουγκ, μία ο Μπέκνερ καλούνται να αποφύγουν. Στον καταιγισμό του "Pobody's Nerfect", για παράδειγμα, ο Κρουγκ απαντάει με ένα παρόμοιο μοτίβο στην εκκίνηση, με τα ντραμς να κρατούν τη σημαία, και σταδιακά να απελευθερώνουν την ένταση που δημιούργησε ο συνεργάτης του με το προηγούμενο τραγούδι σε ένα πιο προβληματισμένο, αλλά και λυρικό κύμα. Αυτό ήταν το "Two Men In New Tuxedos", που θα ακολουθηθεί από το "Οh You, Old Thing", πάλι του Κρουγκ, την κορυφαία του συμβολή σε αυτό το άλμπουμ, μια κομματάρα που σε ρουφάει ολοκληρωτικά μέσα στην παράξενη ατμόσφαιρά του, για να έλθει ο Μπέκνερ να σε ξανατραβήξει έξω με το "Yulia" -σε αυτό που είναι η καλλίτερη αλληλουχία κομματιών σε όλο το "Expo 86".


Wolf Parade - Pobody's Nerfect (Live)

Το τελευταίο στοιχείο που κάνει αυτό το άλμπουμ διαφορετικό, είναι η ένταση στην κιθάρα. Ακόμη περισσότερο από τα δύο προηγούμενα των Wolf Parade, ο ηλεκτρισμός σε κάθε άλμα της πένας είναι πιο εμβληματικός εδώ, πιο άμεσος, διαπερνάει την ραχοκοκκαλιά του άλμπουμ και κυριαρχεί πάνω από τα synths του Κρουγκ. Κάποιοι θα πουν ότι το "Expo 86" είναι σαν μια μονομαχία των δύο συνθετών. Τη μία παρουσιάζει ο ένας τα όπλα, την άλλη ο άλλος, είναι σαν δύο άλμπουμ σε ένα. Δεν θα διαφωνήσω. Γιατί ακόμη κι αν ισχύει κάτι τέτοιο, το τελικό αποτέλεσμα δεν με χαλάει καθόλου. Κι αυτά τα "δύο άλμπουμ" είναι τελικά και τα δύο μέσα στα καλλίτερα ολόκληρης της χρονιάς...


Wolf Parade - Oh You, Old thing


Robyn
Body Talk Pt.1 & Pt.2
(Ιούνιος 2010 & Σεπτέμβριος 2010)

Δεν έχω καταλάβει ακριβώς γιατί η Robyn προχώρησε σε δύο διαφορετικές κυκλοφορίες μέσα στον ίδιο χρόνο, αλλά αυτό που ξέρω είναι ότι δεν παίζονται. Καμμία από τις δύο. Που βασικά είναι μία. Γιατί είναι ακριβώς το ίδιο στυλ χορευτικής ποπ που τις διαπνέει, το ίδιο μπρίο μιας τεράστιας καλλιτέχνιδας, το ίδιο, χαρακτηριστικό της σκανδιναυικής σχολής, ηχόχρωμα που κάνει την διαφορά. Αν υπάρχει μία τραγουδίστρια που μπορεί να γράφει κιόλας σπουδαία τραγούδια για να μας γλιτώνουν από τα περιττά κιλά, έτσι όπως τα χορεύουμε λυσσασμένοι στα clubs, τότε δεν είναι άλλη από την θέα (θέα λέμε!) Robyn.


Robyn - Hang With Me


Klaxons
Surfing The Void
(Αύγουστος 2010)

Ήμουν από εκείνους που είχαν ξετρελλαθεί με το "Myths Of The Near Future". Να τι έγραφα στην blogovision του 2007 για τη δισκάρα - ντεμπούτο των Klaxons: "...τα παλληκάρια δεν παίζουν με τους γνωστούς κανόνες. Προτιμούν τις μπασκέτες με την αλυσίδα για διχτάκι και γρατζουνάνε τις κιθάρες τους όσο πιο "dancey" γίνεται. Βοηθάνε και τα σωστά τοποθετημένα μπίτια κι έτσι τα κοριτσάκια αυτού του κόσμου έχουν ένα ροκ συγκρότημα να ξεσηκώνει τους γοφούς τους πιο άγρια κι απ' ότι οι κουρφαίοι του Rn'B -κι εμείς τα αγοράκια είμαστε ευτυχισμένα." Το είχα ανεβάσει στο 5 του top 20 μας (στην ουσία στο Νο3 του δικού μου Top 10, αφού είχαμε τότε ψηφίσει από κοινού με τον Mr. Arkadin) και με είχαν ενθουσιάσει με την εκρηκτικότητά τους και στο περσινό Ejekt Festival. Ως εκ τούτου, το δεύτερο άλμπουμ τους είναι για μένα η μεγαλύτερη απογοήτευση της χρονιάς.

Το μπάσο και τα ντραμς ξεχύνονται λυσσασμένα από τα ηχεία σου, με το που πατήσεις το play, αλλά ισοπεδώνουν όλα τα άλλα στοιχεία της μουσικής που έκανε τους Klaxons διάσημους. Τα φωνητικά είναι "φοβισμένα", τα σύνθι δεν ακούγονται καν και οι κιθάρες... Οι κιθάρες, τα περίφημα σόλο που έκαναν την διαφορά στο ντεμπούτο, έχουν εξαλειφθεί, ενώ τα riffs λειτουργούν αποκλειστικά ως φόντο για το σφυροκόπημα του ρυθμού. Δεν θα πρέπει να κατηγορήσουμε αποκλειστικά την μπάντα γι' αυτό το χάλι, πάντως. Οι φήμες λένε ότι άλλο πράγμα ήθελαν να κυκλοφορήσουν οι ίδιοι, αλλά η Rinse, η δισκογραφική τους, το βρήκε "πολύ περίεργο" και ανέθεσε στον παραγωγό Ρικ Ρόμπινσον να εξομαλύνει τον ήχο τους. Κρίμα, γιατί αυτό το "πολύ περίεργο" ήταν που έκανε τους Klaxons να μας πάρουν όλα τα σώβρακα το 2007.


Royksopp
Senior
(Σεπτέμβριος 2010)

Προφανώς ως part II για το περσινό πανέμορφο "Junior", οι Royksopp επανήλθαν με το "Senior". Και σε αντίθεση με την σπιρτάδα και το χορευτικό ντοπάρισμα του περσινού, το φετινό προτείνει μια ενδοσκόπηση σε downtempo ρυθμούς. Ξανά προφανώς, όλο αυτό είναι κονσεπτικό. Ταιριάζει όμως το β' μέρος της υπόθεσης στους Νορβηγούς; Χμ... Μερικοί άνθρωποι δεν γίνεται να είναι σοφιστικέ, σκοτεινοί, ατμοσφαιρικοί. Sorry guys, αλλά το "Senior" δεν ακούγεται. Ας το θεωρήσουμε μια ατυχή παρένθεση, κι ας επιστρέψετε σ' αυτό που ξέρετε να κάνετε καλλίτερα. Να μας ξεσηκώνετε.



Menomena
Mines
(Ιούλιος 2010)

Το γιατί είναι τόσο σπουδαία μπάντα οι Menomena έχει να κάνει κατά κύριο λόγο με την ικανότητά τους να δένουν σε έναν πανέμορφο ιστό όλα αυτά τα χαοτικά δαιμόνια που στοιχειώνουν τα κεφάλια τους. Κάθε τραγούδι του "Mines" περιέχει δεκάδες υποστρώματα, κι όμως, είναι σαφέστατο και ξεκάθαρο. Το βάθος και οι πειραματισμοί δεν στερούν από τα κομμάτια των Menomena το πιο βασικό: τον χαρακτήρα τους ως "τραγουδιών". Έχουν κανονική αρχή, μέση και τέλος, έχουν ρεφρέν και κορυφώσεις, γέφυρες και εκπλήξεις, είναι τραγούδια. Που σου μένουν, που θες να σιγοψιθυρίζεις κι εσύ μαζί όσο τα ακούς, που ξέρεις ότι είναι δουλειά των Menomena από τις πέντε πρώτες νότες τους. Κι αυτό, για ένα γκρουπ που παίζει πειραματικό ροκ, με εκατοντάδες όργανα και αναφορές, είναι μια τεράστια επιτυχία.


Menomena - Killemall (Live)



Kylie Minogue
Aphrodite
(Ιούλιος 2010)

Το αντίπαλον δέος στον καταιγισμό της Lady Gaga δεν έρχεται από κάποιο ανατέλλον αστέρι ή κάποια "χρυσή ελπίδα". Έρχεται από μια 42χρονη κοντοστούπα απο την Αυστραλία, η οποία μάλιστα προσφάτως αντιμετώπισε και τον εφιάλτη του καρκίνου. Μια πλειάδα συνθετών -και μερικές φορές και η ίδια η Μινόγκ- έχουν επιστρατευθεί για ετούτο εδώ το άλμπουμ. Την πιο μεγάλη δουλειά κάνει ο Τζέικ Σιρς από τους Scissor Sisters, ο Κάλβιν Χάρις και κυρίως ο παραγωγός Στιούαρτ Πράις, ο οποίος καταφέρνει να δέσει το ταλέντο όλων σε ένα σχεδόν άψογο σύνολο. Όποιος πιστεύει ότι η εμπορική ποπ δεν έχει τίποτε πια στο οπλοστάσιό της, ας αναθεωρήσει...


Kylie Minogue - All The Lovers



Matthew Dear
Black City
(Αύγουστος 2010)

Άλλο ένα τέρας που εξέθρεψε το Πίτσφορκ (και τ' αρχίδια μου), βάζοντάς του ένα μεγαλειώδες 8,4 στα 10, ο Μάθιου Ντίαρ δεν κάνει σε καμμία περίπτωση καλλίτερα από τους Junior Boys αυτό που... κάνουν πολύ καλά οι Junior Boys. Αυτός βέβαια βασίζεται πιο πολύ σε μια ρομποτικού είδους (φταίνε και τα πολύ κακά φωνητικά του) electro-pop που εμπλουτίζει με industrial ήχους, είναι δηλαδή κάπως πιο "σκοτεινός" από το synth-pop και minimal techno ιδίωμα των Καναδών, εξίσου χορευτικός βέβαια και ώρες ώρες εθιστικός (αν έχεις καταπιεί κανα κουμί παραπάνω). Σε καμμία περίπτωση όμως δεν είναι για 8,4 στην κλίμακα Πίτσφορκ. Ίσως γιατί έτσι όπως δουλεύει τη μουσική του, τη στέλνει από μόνος τους στις αρχές της δεκαετίας του '80 -και η electro έχει αλλάξει πάρα πολύ από τότε. Ας βάλουμε να ακούσουμε τίποτε Kraftwerk ή και τους Συνθετικούς που έγιναν ξαφνικά της μόδας, καλλίτερα...



Nightfall
Astron Black and the Thirty Tyrants
(Αύγουστος 2010)

Η επιστροφή του ελληνικού γκρουπ που τα ξεκίνησε όλα (που έκανε δηλαδή το black metal της Ελλάδας ένα σημείο αναφοράς στο εξωτερικό) είναι καταιγιστική και στηρίζεται στην αρχαία ιστορία των πόλεων-κρατών, των εμφυλίων πολέμων αλλά και των συρράξεων με τους Πέρσες, αλλά και σε βασικές αρχές της ελληνικής φιλοσοφίας. Και τι επιστροφή! Τεχνικά άψογο, απίστευτα πωρωτικό και εντελώς ελληνικό, μία δεκαετία μετά το ξεκίνημά τους, αυτό το άλμπουμ εκτοξεύει τους Nightfall σε νέες σφαίρες αποδοχής από ένα ακόμη ευρύτερο κοινό της metal. Αν μπορείτε να το ακούσετε όλοι; Για ξεκινήστε από το παρακάτω (και το υπέροχο videoclip του):


Nightfall - Ambassador of Mass



Iron Maiden
The Final Frontier
(Αύγουστος 2010)

Κατ' αρχάς η απόλυτη αλήθεια: Δύο είναι οι πυλώνες του heavy metal. Οι Metallica, που ο κάπως βιομηχανικός ήχος τους ήταν ο τέλειος καμβάς για τα κοινωνικά, αντιπολεμικά, πολιτικοοικονομικά μηνύματα που συνήθως περνάει αυτό το είδος μουσικής και οι Iron Maiden, με το πιο γεμάτο και λυρικό ηχητικό υπόστρωμα που ταίριαζε σε μεταφυσικές ιστορίες και επικές αναφορές στο παρελθόν -τη θεματολογία που όρισε υποείδη όπως το NWOBHM, το power και το black metal. Οι δύο μπάντες, με τα κατορθώματά τους την δεκαετία του '80, δημιούργησαν τις δύο σχολές που ούτε λίγο ούτε πολύ ορίζουν το heavy metal μέχρι και σήμερα. Αλήθεια επίσης είναι ότι μόνο για εκείνη, την πρώτη τους δεκαετία μπορούν να είναι πραγματικά υπερήφανες. Οι παράδοξοι πειραματισμοί των Metallica από τη μία και η "κούραση" των Maiden από την άλλη, συντέλεσαν σε μεγάλο βαθμό στην απαξίωση της μουσικής αυτής στα '90s και, κυρίως, στα '00s. Δεν είναι, λοιπόν, παράδοξη ούτε η προ διετίας επιστροφή των Metallica -χάρη κυρίως στον μέγα σαμάνο Ρικ Ρούμπιν- στον παραδοσιακό τους ήχο, ούτε το αποχαιρετιστήριο (;) άλμπουμ των Iron Maiden, όπου απλά τα δίνουν όλα, όπως ακριβώς έκαναν το 1983 στο "Piece of Mind", για παραδειγμα.

Αν όντως ισχύουν οι φήμες ότι οι Maiden θα εγκαταλείψουν πια την ενεργό δράση και θα αφοσιωθούν στα εγγόνια τους, τότε δεν θα μπορούσαν να κάνουν καλλίτερο δώρο στους fans τους από το "Final Frontier". 10 τραγούδια με το μικρότερο να είναι κυλάει σε πάνω από 5 λεπτά και το μεγαλύτερο, το φινάλε του "When The Wild Wind Blows" να ξεπερνάει τα 11 -κι όμως ούτε ένα δευτερόλεπτο δεν πηγαίνει χαμένο (και, ναι, σε μια τόσο μακρά καριέρα, αυτό είναι το πιο μακρό σε διάρκεια άλμπουμ τους!). Στο πρώτο μισό θα ακούσεις κλασικούς Maiden, αυτοαναφορικούς, αλλά όχι νοσταλγικούς, με κομματάρες σαν το "Coming Home", το "Isle of Avalon" ή το "The Alchemist" να στέκονται εύκολα δίπλα σε έπη του παρελθόντος σαν το "Hallowed Be Thy Name" ή το "Μοonchild". Στο δεύτερο μισό βαραίνουν και γίνονται πιο λυρικοί ταυτόχρονα, ίσως και κουραστικοί για κάποια αυτιά που δεν αντέχουν εύκολα να ακούν τέτοια μουσική 25 χρόνια μετά το peak της. Αλλά τεχνικά τα κομμάτια είναι άψογα, οι κλασικές τους δισολίες δίνουν και παίρνουν, το μπάσο του Χάρις σφυροκοπάει και τα φωνητικά του Ντίκινσον είναι το ίδιο πομπώδη και σαφή όπως τότε. -είναι σαφές ότι θέλουν να αποδείξουν ότι μπορούν για πλάκα να κάνουν τα ίδια που έκαναν ως πιτσιρίκια. Το "The Final Frontier" είναι περιπετειώδες και μεθυστικό -ένα πραγματικό κατόρθωμα για αυτούς τους απίθανους πενηνταπεντάρηδες τυπάκους που δεν κουράστηκαν ποτέ (είναι το 15ο τους άλμπουμ!) να παίζουν το πιο σκληρό είδος μουσικής.


Iron Maiden - The Final Frontier



Interpol
Interpol
(Σεπτέμβριος 2010)

Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί οι Interpol διαθέτουν τόσο μεγάλο κοινό ορκισμένων οπαδών που πίνουν κρασί στο όνομά τους και αυτομαστιγώνονται κάθε φορά που ακούν κάτι άλλο που μοιάζει με Interpol (αλλά δεν είναι Interpol) και τους αρέσει. Ακόμη κι εκείνο το "φοβερό και τρομερό" ντεμπούτο τους, το 2002, που για πολλούς όρισε τη μουσική που ακούμε από τότε, μού προκαλεί μια σειρά χασμουρητών που λίγοι καλλιτέχνες μπορούν. Ως εκ τούτου, σε κάθε τους νέα κυκλοφορία κρατώ μικρό καλάθι. Το τέταρτο άλμπουμ τους δεν έχει καν τίτλο. "Δεν βρήκαν κάτι ευφάνταστο;" αναρωτήθηκα και όντας ήδη αρκετά προκατειλλημένος απέναντί τους, το αφόρισα πριν καν το ακούσω: "φαντάσου πόσο ανέμπνευστο θα είναι και το περιεχόμενο". Η αλήθεια είναι ότι το περιεχόμενο είναι ανέμπνευστο, αλλά τόσο ανέμπνευστο όσο είναι συνήθως κάτι που έχει βγει από το μυαλό των Interpol. Και η αλήθεια είναι ότι οι Interpol δεν είναι και για πέταμα. Δεν γράφουν, ας πούμε, κακά τραγούδια ή δεν πειραματίζονται με μπαλαλάικες, θέρεμιν ή κάποιο όργανο που έπεσε από το διάστημα. Έχουν μια συνταγή και την τηρούν κατά γράμμα. Εγώ τη βαριέμαι, αλλά σέβομαι ότι την έχουν μάθει πια απ' έξω. Το "Interpol" λοιπόν είναι ένα συνεπές άλμπουμ, συνεπές στη μετριότητά τους. Του βάζω όσα αστεράκια θα έβαζα στα δύο προηγούμενά τους και μισό πιο κάτω από το... opus magnum τους. Οι fans τους, πάλι, επηρεασμένοι και από κάτι Πίτσφορκ (και τ' αρχίδια μου) έχουν να λένε για την πισόπλατη μαχαιριά που τους έδωσε η λατρεμένη τους μπάντα. Εντάξει, βίτσια είναι αυτά.




ΤΙ ΑΛΛΟ ΑΚΟΥΣΑ ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ:
The Qualia - Secret Weapon: Παίζουν ένα πολύ ευχάριστο και γρήγορο μοντέρνο ροκ, είναι σαν να έβγαλαν βόλτα στην εξοχή τον χαρούμενο εαυτό των Placebo ή των My Chemical Romance, σαν emo βαμμένα με ροζ αντί για μαύρα. Τριάμισι αστεράκια. / Plants and Animals - La La Land: Πηγαίνουν τη folk ένα βήμα πιο πέρα, μπλέκοντάς την με το progressive rock. Και, βέβαια, με Καναδέζικο τρόπο, αφού είναι από το Μόντρεαλ. Κοντά, δηλαδή στον Σπένσερ Κρουγκ και τους Arcade Fire. Σαφώς καλλίτερο από το ντεμπούτο τους. Τριάμισι αστεράκια. / Scissor Sisters - Night Work: Όχι τόσο γκέι (με την έννοια "χαρωπό", αλλά και με την έννοια "πουστλέ") όσο το ντεμπούτο τους, αλλά χορευτικό κι ευχάριστο. Τρία αστεράκια. / Sia - We Are Born: Το προηγούμενό της, όπου είχε αρχίσει να γίνεται πιο "ποπ" μου είχε αρέσει πολύ. Στο τελευταίο όμως, το παρατραβάει και ξαφνικά την βλέπει Robyn. Δεν θα πάρω. Δυόμισι αστεράκια. / Mystery Jets - Serotonin: Σοφιστικέ ποπ, τύπου "ο Έλτον Τζον συναντάει τον Άλεξ Καπράνο και τους Junior Boys", πολύ ενδιαφέρουσα, κρίμα που δεν απογειώνεται σε άλλα επίπεδα, γιατί θα μιλάγαμε για έναν από τους δίσκους της χρονιάς. Τριάμισι αστεράκια. / Delphic - Acolyte: Οι Αγγλάρες χαίρονται ότι ανακάλυψαν τους νέους New Order, βέβαια οι Delphic απλά αντιγράφουν τους LCD Soundsystem. Και το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι επιπέδου Hot Chip, ας πούμε, αλλά εντελώς flat. Δυόμισι αστεράκια. / John Mellencamp - No Better Than This: Κάντρι και φολκ γραμμένη μονοφωνικά σ' ένα πανάρχαιο μαγνητόφωνο του '55. Πανέμορφος ήχος, αλλά τα τραγούδια είναι σχεδόν ίδια το ένα με το άλλο. Μετά από 35 χρόνια καριέρας, κάπως λογικό μου φαίνεται αυτό. Δυόμισι αστεράκια. / Ariel Pink's Haunted Graffiti - Before Today: Το γνωστό αδιάφορο, ψιλοσουπέ, lo-fi ψυχεδελικό τους ίντι ποπ. Ήταν η τελευταία τους ευκαιρία. Τρία αστεράκια. / Eluvium - Similes: Ο Sigur Ros του Πόρτλαντ, είναι ο Μάθιου Κούπερ a.k.a Eluvium κι αυτό είναι το ambient δισκάκι της χρονιάς. Τέσσερα αστεράκια. / Brandon Flowers - Flamingo: Ό,τι και να λέτε για τους Killers, εγώ ξέρω ότι έχουν βγάλει τρία σούπερ διασκεδαστικά δισκάκια. Ο Φλάουερς όμως, στη σόλο καριέρα του, δεν το καταφέρνει. Ίσως γιατί αποφάσισε ότι του ταιριάζει να ακούγεται σαν Dire Straits (δεν τους αντέχω) ή σαν μια γκέι εκδοχή του Μπρους Σπρίνγκστιν. Δυόμισι αστεράκια. / Isobell Campbell & Mark Lanegan - Hawk: Τρίτο άλμπουμ όπου η νεραϊδένια φωνή της Άιζομπελ παίζει πινγκ πονγκ με τη δαιμονική του Λάνεγκαν, αλλά σε αντίθεση με τα δύο προηγούμενα, εδώ δεν υπάρχουν σπουδαία τραγούδια, μόνο αυτή η όμορφη αίσθηση που σού αφήνει το παιχνίδι των δύο. Τρία αστεράκια. / Ray LaMontagne & The Pariah Dogs - God Willin' & The Creek Don't Rise: Βluesy και jazzy folk, για ανθρώπους σαν κι εμένα που την λατρεύουν -και κερασάκι στην τούρτα η απίστευτη φωνή του Ρέι ΛαΜοντάνι. Πάει γαμιώντας εμπορικά στις ΗΠΑ, αλλά είναι και ποιοτικό δισκάκι. Τέσσερα αστεράκια.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Άμα είχες προσέξει καλύτερα το βίντεο κλιπ των Nightfall θα έβλεπες ότι το ήμισι του art design του βίντεο καθώς και η κατασκευή των φιγούρων έγιναν από την Χαρά Κολαϊτή aka Αννά Γούλα.