Το «I Got A Woman» του Ρέι Τσαρλς θεωρείται ο θεμέλιος λίθος της σόουλ. Τσιμπολογώντας από τον ποπ ενθουσιασμό των αφροαμερικάνικων ρυθμ ν’ μπλουζ κι από τον εκστασιασμό της γκόσπελ, συνθέτει ένα αλήτικο, καθημερινό, πιασάρικο τραγούδι για μια γυναίκα που ταΐζει, κανακεύει και υπακούει τον αχαΐρευτο, τυχοδιώκτη ήρωα των στίχων. Γράφτηκε το 1954. 52 χρόνια μετά, η Έιμι Γουαϊνχάουζ έδινε στο θηλυκό το δικαίωμα στην αλητεία και ανάγκαζε τον απατημένο σύζυγο να καταπιεί την ταπείνωση μ’ ένα απλό «You Know I’m No Good». Στις αρχές της νέας χιλιετίας, η σόουλ ήταν ένα είδος παλιακό. Και ξαφνικά, ένα λαϊκό κορίτσι με ύφος βαριεστημένης κομμώτριας την ξανάκανε της μόδας, ανατρέποντας μάλιστα κάποια απ’ τα θεμελιώδη δεδομένα της.
Έπαιζαν κι άλλοι νεο-σόουλ. Αλλά ήταν το «Back To Black», το δεύτερο άλμπουμ της Έιμι Γουαϊνχάουζ, που πότισε με το είδος τα ηχεία όλου του κόσμου. Όπως ακριβώς με τους Nirvana: κάποιοι άλλοι έπαιξαν πρώτοι γκραντζ –και καλλίτερα-, αλλά ήταν η παρέα του Κομπέιν που έγινε σύμβολο. Οι λόγοι και στις δύο περιπτώσεις ήταν πάνω-κάτω οι ίδιοι. Ανεπιτήδευτο στυλ, τραγούδια που γράφτηκαν πάνω στον δημιουργικό οίστρο που δημιουργούν οι καταχρήσεις (ακριβώς πριν την κόκκινη γραμμή απ’ την οποία δεν υπάρχει επιστροφή), η δίψα του κοινού για κάτι νέο και η ανάγκη μιας ολόκληρης χώρας, της Μεγάλης Βρετανίας στην περίπτωση της Γουαϊνχάουζ, να ξαναεπιβληθεί σε κάποιο μουσικό είδος. Η Γουαϊνχάουζ έκανε σπουδαία μουσική το δράμα ενός χωρισμού (που το ζούσε πιο έντονα λόγω των ναρκωτικών) και ο κορυφαίος παραγωγός Μαρκ Ρόνσον το λούστραρε όσο χρειαζόταν για να γίνει εθισμός στο κοινό.
Τέτοια άλμπουμ, όμως, γράφονται μόνο μια φορά. Είναι το momentum, οι συνθήκες, η κατάλληλη δόση αλκοόλ και κρακ. Οι Nirvana πρόλαβαν κι έβγαλαν ένα ακόμη, πριν τινάξει τα μυαλά του στον αέρα ο Κομπέιν. Ήταν υποδεέστερο του «Nevermind». Αν η Γουαϊνχάουζ «καθάριζε» από τις καταχρήσεις, θα έκανε μια βαρετή καριέρα στη συνέχεια. Είναι μια κυνική διαπίστωση, αλλά είναι αλήθεια. Και το ότι έφυγε στα 27, στην ίδια ηλικία με τον Κομπέιν είναι μια σύμπτωση που θα την κάνει θρύλο πολύ πιο εύκολα απ’ το αν έγραφε άλλα δέκα σπουδαία τραγούδια στην ζωή της.
(Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Κ" της "Καθημερινής" την Κυριακή 31.07.2011)
Τρίτη: Γκουντγιόνσεν. Τετάρτη: Bon Jovi. Πέμπτη: Τομά Βεκλέρ. Παρασκευή: Aple d' Huez. Σάββατο: Έιμι Γουαϊνχάουζ. Κυριακή: Κάστρο. Δευτέρα: Χίτσκοκ. Τρίτη: Απολογισμός / Ή, όταν απωθημένα ετών γίνονται πραγματικότητα / Βραχάδα ακόμη, μια βδομάδα μετά. Κόντεψα να χάσω κι άλλα, έχασα μόνο τη φωνή μου, καλά είναι / Παλιμπαιδισμός και μνήμες απ' το 1986 / Γιατί δεν είπαν, όμως, το "Runaway"; / Έχει φθάσει Τρίτη κι ακόμη τα πρωινά ξυπνάω με μια γεύση γλυκανάλατης μπαλάντας στη γλώσσα. Σηκώνομαι και βραχνιάζω το "Blaze of Glory" και το "Wanted Dead Or Alive". Πιπιλάω κακή, ξεπερασμένη μουσική. Τι σού είναι τ' απωθημένα... / Και δεν έχω καν βάλει ν' ακούσω μια φορά το "Back To Black" / Στον παιδικό κόσμο των 12 ετών δεν υπάρχει θάνατος. Ή, δεν υπάρχει θάνατος που να μην διορθώνεται μ' ένα sing along σε μια μπαλάντα γεμάτη κλισέ, έρωτες και περμανάντ, φορεμένη πάνω από ένα κολλητό τζιν με τρύπες κι ένα αμάνικο πέτσινο / Κακογιάννης, Φρόιντ, "Στέλλα", σεξ, βλακείες, ξέρεις ήταν γέροι αυτοί, θα πέθαιναν κάποια στιγμή, θα ερχόταν η σειρά τους / Οι νεκρολογίες τους ήταν γραμμένες από καιρό. Δεν θα μιλούσαν για τον εξπρεσιονιστικό ρεαλισμό του Λούσιαν Φρόιντ. Ή μάλλον θα μιλούσαν, αλλά θα έλεγαν περισσότερα για τα ξώγαμα / Θα σε ζάλιζαν με την "Στέλλα" και τον "Ζορμπά", αλλά δεν θα ανέφεραν ποτέ τις "Τρωάδες", την "Ηλέκτρα", την "Ιφιγένεια", το πόσο μεγάλος καλλιτέχνης πρέπει να είσαι αν μπορείς να κάνεις κινηματογράφο το αρχαίο δράμα / Σέρνω τα πόδια μου στα βοτσάλινα σοκάκια της παλιάς πόλης, κάτω απ' τους θυρεούς των ιπποτών, δίπλα στις επάλξεις του κάστρου, συγκινούμαι τόσο πολύ κάθε φορά που βρίσκομαι στη Ρόδο, που φαντάζομαι τ' άλογά τους και τους σταυρούς τους, που υπάρχει αυτό το παραμυθένιο σκηνικό μια ώρα δρόμο απ' το σπίτι μου / Κι ας ξέρω ότι οι σταυροί τους σήμαιναν μόνο θάνατο / Φαντάζομαι ήταν γραμμένη κι η νεκρολογία της Έιμι από πριν / Ήταν βραχνή, γεμάτη δράμα και μ' ένα μεγάλο σταυρό / Κάποιος έπρεπε κάποια στιγμή να σταυρωθεί / Καλλίτερα νά 'ναι 27 ετών / Θα βόλευε στις μνήμες του Κομπέιν, της Τζάνις, του Χέντριξ / Κλισέ, έρωτες, περμανάντ / Κομπέιν, είπα, και περμανάντ. Ξέρεις. Bon Jovi, Motley Crue, Cinderella, μέχρι που ήλθε αυτό το μουνί ο Κομπέιν και τα γάμησε όλα / Οι άλλοι ήταν γέροι / Μα ζούσε ακόμη ο Κακογιάννης; / Θα πέθαιναν κάποια στιγμή. Αλλά ο Κομπέιν; Η Έιμι; / Είχα συμφωνήσει κάποτε: Δεν με νοιάζει αν πέθαινε αύριο κιόλας. Αρκεί να ήταν αυτό κομμάτι της διαδικασίας για να μας δώσει ένα ακόμη "Back To Black" / Τελικά πέθανε. Και δεν ξέρω καν αν ήταν έτοιμο το άλμπουμ / Έλα τώρα, χρειαζόμασταν ένα τέτοιο θάνατο. Οι άλλοι ήταν γέροι / Όταν ξεκίνησα αυτό το blog, το πρώτο post ήταν για την Έιμι Γουαϊνχάουζ. Ήταν το σύμβολο μιας εποχής. Αλλά τώρα που έφυγε, δεν άλλαξε τίποτε. Τίποτε / Mηχανισμός στήριξης / Μισέλ Πλατινί / Μακελειό στη Νορβηγία / Θάνατος παντού / Αλλά ξέρεις, ήταν μια υπέροχη εβδομάδα. Ο Γκουντγιόνσεν ήλθε στην ΑΕΚ. Και ο Τομά Βεκλέρ φορούσε την κίτρινη φανέλα στο Γύρο της Γαλλίας ακόμη και μετά το Col de Galibier/ Είχε Γύρο Γαλλίας, βασικά / Τώρα που τελείωσε;
(Η φωτογραφία της Amy Winehouse είναι από τον Hedi Slimane. Περισσότερες εδώ.)
...είναι ένα ντοκιμαντέρ μικρού μήκους του Ντι Έι Πένμπεϊκερ (γκουγκλ ιτ) για την προσπάθεια του Ντέιβ Λάμπερτ (αυτό κι αν γκουγκλ ιτ) να κάνει ένα ντέμο με τα τραγούδια του στο στούντιο της RCA. Πιο (γνήσια και ανυπόκριτα) cool παθαίνεις ψύξη.
Αφού πότισα τους προηγούμενους μήνες το blog με μια ακατάσχετη γκρίνια για το «μέτριο, μουσικά, 2011», κάποιος που με άκουσε εκεί στα πολύ ψηλά, έστειλε στα ηχεία μου με μιας τόνους υπέροχων τραγουδιών. Τα πάντα, συνέβησαν, φυσικά σε μια περίοδο που ξαφνικά φορτώθηκα με άπειρη δουλειά και με μερικά συνεχόμενα ταξίδια και άρα είχα ελάχιστο χρόνο να κάτσω και να γράψω τις εντυπώσεις μου. Κάπως έτσι, φθάνουμε σ’ αυτό το post, που περιέχει δύο από τα άλμπουμ που εύκολα θα έβαζα στο Top 5 μου, αν υπήρχε ενδιάμεση Blogovision «Α’ εξαμήνου». Η πλάκα είναι ότι έπονται κι άλλα αριστουργήματα στο επόμενο post με δισκοκριτικές που θα κάνω (ελπίζω την ερχόμενη εβδομάδα), ανατρέποντας έτσι οριστικά το σκηνικό ενός «όχι και τόσο καλού 2011» που είχα στήσει τόσο καιρό εδώ μέσα.
Cults Cults (Ιούνιος 2011) Συμβατικά cult, ασυμβίβαστα vintage, η λίγο επάνω από μισή ώρα ετούτου του άλμπουμ ακούγεται εξίσου γεμάτη όσο το προ μισής δεκαετίας “Back To Black” της Έιμι Γουάινχάουζ (και όσο κανείς άλλος, τόσο μικρός σε διάρκεια, δίσκος δεν κατάφερε έκτοτε). Η ευελιξία στο χρόνο εκτύλιξης του παραμυθιού τους, τούς προσδίδει μια πρόθετη πολύτιμη ιδιότητα: Όταν βάζεις το “Cults” να παίζει, ξεχνάς να το βγάλεις. Από τη στιγμή που η θερμοκρασία ανέβηκε στους 30 βαθμούς, η καθημερινότητα πολλών από εμάς έχει γίνει “Cults on Repeat”. Όχι τυχαία. Γιατί το υπέροχο αυτό ντουετάκι το πιάνει από εκεί που το άφησαν οι Tennis στην αρχή της σεζόν και το πάνε ένα βήμα παραπέρα. Με φωνητικά που ορίζουν το σύμπαν ανάμεσα στις Supremes και τους Jackson 5, με στίχους που δηλώνουν έναν άβολο ρομαντισμό, με μουσική που ξετινάζει την ποπ των ‘60s με τον θορυβώδη τρόπο των ‘10s, οι Cults δικαιολόγησαν απόλυτα το hype που έκτισαν πέρσι στην μουσική μπλογκόσφαιρα και βρίσκονται εδώ για να μας ξανακάνουν να χορέψουμε. If you know what I mean.
Cults - Abducted
Russian Red Fuerteventura (Μάιος 2011) Η Λούρντες Χερνάντεζ είναι η Ισπανίδα Monika. Κι είναι ένα θεσπέσιο πλάσμα με γλυκύτατη φυσική παρουσία, ζεστή, παιδική φωνή και μπόλικο ταλέντο στη συγγραφή απλής, ακουστικής, χαλαρής κιθαριστικής ποπ. Πριν από τρία χρόνια μάς είχε αναστατώσει με το αναπάντεχο “I Love Your Glasses” και τρέχαμε όλοι να μάθουμε τι συμβαίνει στην ανεξάρτητη σκηνή της ιβηρικής χερσονήσου. Φέτος επιστρέφει με το “Fuerteventura” που παραμένει νεραϊδένιο enough, μουσική για να πλαισιώσει το πιο αγαπησιάρικο αγκάλιασμα στην καλή σου. Αλλά που δεν έχει εκείνες τις αναστατωτικές εμπνεύσεις του ντεμπούτου της. Και πάλι όμως, είναι τέτοια κουκλίτσα που δεν μπορείς να της προσάψεις απολύτως τίποτε. Θες απλά να είσαι συνεχώς τριγύρω της.
Russian Red - I Hate You But I Love You
Treefight For Sunlight Treefight For Sunlight (Φεβρουάριος 2011) Πόσο διαφορετική θα ήταν η διάθεσή μου απέναντι σ’ ολόκληρη την μουσική παραγωγή της φετινής χρονιάς αν είχα ακούσει ετούτη την μπάντα τότε που κυκλοφόρησε το ντεμπούτο της κι όχι ένα τετράμηνο αργότερα; Το “Treefight For Sunlight” παλεύει όχι για λίγο φως του ήλιου στην δική μου συνείδηση, αλλά για την κορυφαία θέση ανάμεσα στα καλλίτερα άλμπουμ της χρονιάς! Η μπάντα που το έγραψε είναι δανέζικη και στο πρώτο άκουσμα, θα σου φέρουν στο νου τους Fleet Foxes. Έχουν ένα θεματάκι με αυτό οι Δανοί. Να βγάζουν σπουδαία γκρουπ που όμως δεν είναι αυτόφωτα, που πάντα, μοιραία, μοιάζουν με κάποιον άλλον. Όπως οι Kissaway Trail είναι «οι Arcade Fire της Δανίας», έτσι και τούτοι εδώ είναι «οι Fleet Foxes της Σκανδιναυίας». Κι αυτός ο χαρακτηρισμός είναι άδικος. Ειδικά σε μια χρονιά που έβγαλαν νέο άλμπουμ και οι ίδιοι οι Fleet Foxes…
Γιατί το «Treefight For Sunlight» είναι σαφώς ανώτερο από το υποτιθέμενό του πρότυπο, είναι πιο ποπ και εύπεπτο, είναι κάτι σαν κιθαριστικός Panda Bear (για να πιάσουμε όσους άλλους του μοιάζουν και κυκλοφόρησαν δουλειά πρόσφατα), με συνεχείς ενέσεις από Beatles και από Beach Boys. Το πιο βασικό: Δεν είναι κάτι συγκεκριμένο, κάτι άκαμπτο. Κομμάτι με το κομμάτι μεταβάλλεται και εξελίσσεται και φθάνει μέχρι και τον αφρομπίτικο ενθουσιασμό των Vampire Weekend και των πρώιμων Yeasayer ή την ατμόσφαιρα του δεύτερου άλμπουμ των MGMT. Είναι αφάνταστα σύγχρονο, αλλά μυρίζει και λίγο βιντάζ μούχλα. Και είναι προσεγμένο σε κάθε του λεπτομέρεια. Ένας σκανδιναυικός θρύλος λέει πως τούς πήρε τριάμισι χρόνια να το ηχογραφήσουν. Ας κάνουν πέντε μέχρι να κυκλοφορήσουν το επόμενό τους. Αρκεί να είναι το ίδιο ονειρεμένο!
Treefight For Sunlight - Facing The Sun
Gang Gang Dance Eye Contact (Μάιος 2011) Πώς καταφέρνει αυτή η μπάντα να συλλέγει φρούτα από τόσους ξένους κήπους, από τόσο διαφορετικές περιοχές και να σού παρουσιάζει ένα καλάθι που δεν έχει συγκεκριμένη φόρμα, που μάλλον θέλει να ξεφύγει από κάθε είδους φόρμες –κι όμως το αποτέλεσμα να μην είναι χαοτικό; Πώς καταφέρνει να εξελίσσεται τόσο πολύ από άλμπουμ σε άλμπουμ, ν’ ακούγεται διαφορετική κάθε φορά, πιο δυνατή, πιο σίγουρη, πιο ανεβαστική; Αν πρέπει με το ζόρι να την κατατάξεις κάπου, file it under “electronica” αλλά να ξέρεις ότι οι Gang Gang Dance είναι πολλά παραπάνω από αυτό. Άκου πιο καλά. Μέση Ανατολή, Αφρική, Καραϊβική, Λατινική Αμερική, Ιαπωνία, Κίνα, Ινδία, όλες οι μουσικές του κόσμου είναι εδώ. Μαζί με τη ραπ, μαζί με την ευρωπαϊκή ντίσκο μαζί με μια λούπα από ένα τραγούδι κάποιου Έλληνα λαϊκου τραγουδιστή που έκανε καρίερα στην Αμερική κάποτε, την δεκαετία του ’50 νομίζω. Λες και οι Cocteau Twins χλαπάκιασαν ξαφνικά αμφεταμίνες και ξεχύθηκαν με στολή σπρίντερ στους δρόμους, οι Gang Gang Dance έρχονται με μια απίστευτη ορμή να σε παρασύρουν στην τρέλλα τους. Τόση ορμή, που μπορεί και να σε προσπεράσουν και να μην τους προλαβαίνεις μετά με τίποτε.
Gang Gang Dance - MindKilla
ΤΙ ΑΛΛΟ; Eddie Vedder – Ukulele Songs: O Βέντερ θα μπορούσε να κάνει θαύματα ακόμη κι αν έπαιζε τσαμπούνα, πόσω μάλλον τώρα που πιάνει το γιουκαλίλι του. Χωρίς την οργή που όρισε τον ήχο των Pearl Jam, αναδεικνύει το γοητευτικό, καθησυχαστικό της φωνής του, γράφοντας πράες μπαλάντες που σε κάνουν να θες να γίνεις αμέσως γλυκός με κάποιον. Τέσσερα αστεράκια / Death Cab For Cutie – Codes And Keys: Μακριά από τον εαυτό τους που το ’99 όριζε τα νέα σύνορα της indie rock και που το 2003 τα περιφρουρούσε με το απίστευτο “Transatlanticism”, συνεχίζουν να κάνουν από κεκτημένη ταχύτητα και χάρη στη φοβερή τους εμπειρία τη δουλειά τους. Μόνο που πια την κάνουν «απλά καλά». Τρία αστεράκια / Beastie Boys – Hot Sauce Committee, Pt.2: Πέστε να με φάτε που ποτέ δεν γούσταρα τον θορυβώση ραπάδικο τσαμπουκά τους και το ακαταλαβίστικο χιούμορ τους. Σύμφωνοι, το νέο τους άλμπουμ θυμίζει όντως το ξεκίνημά τους, στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Δηλαδή εγώ δεν αντέχω να το ακούσω. Ενάμισι αστεράκι / Friendly Fires – Pala: Η ντίσκο συνεχίζει να ψιχαλίζει πάνω στην indie pop τους και όλα είναι τόσο ‘80s και τόσο φανταχτερά, που τους αξίζει κάθε χαμόγελο που προκαλούν. Αλίμονο όμως, μουσικά όλο αυτό είναι κομματάκι ανέμπνευστο. Τρία αστεράκια / Hugh Laurie – Let Them Talk: Tον γνωρίσαμε δίπλα στον Ρόουαν Άτκινσον στη «Μαύρη Οχιά», τον λατρέψαμε ως «Dr.House», τον μάθαμε ως συγγραφέα, ως λάτρη των μοτοσικλετών, ώρα είναι να τον ακούσουμε και ως μουσικό. Μπλουζ της Νέας Ορλεάνης και πιανιστική Τζαζ είναι τα αγαπημένα του είδη. Είναι όμως λιγουλάκι φλύαρος. Δυόμισι αστεράκια.
Δεν είχα παρέα. Κι έτσι άργησα να πάρω την απόφαση να κατεβώ μόνος μου. Έτσι μπήκα όταν το πρώτο σετ ήταν 2-2. Κάθισα βιαστικά σε μια από τις πίσω θέσεις. Ελάχιστες ήταν κενές, τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε, όπως μπήκα στην σκοτεινή αίθουσα "1" του "Δαναού". Σύντομα ξέχασα και ότι δεν είχα παρέα και ότι δεν είχα φάει για μεσημέρι και ότι είχα ένα σωρό δουλειές να τελειώσω σήμερα. Ο Νόβακ Τζόκοβιτς άρχισε να παίζει, από το ένατο game του πρώτου σετ και για περίπου 40 λεπτά, το πιο αλάνθαστο τένις που έχει τύχει να παρακολουθήσω ποτέ. Χάζευα την οθόνη με το στόμα ανοικτό. Όταν τέλειωσε και το δεύτερο σετ και ο Σέρβος βρισκόταν μπροστά με 2-0 και άναψαν για λίγο πάλι τα φώτα στην αίθουσα, άκουσα δύο κυρίους να λένε "όσο πιο κοντά στην οθόνη, τόσο πιο καλά". Διαπίστωσα ότι οι τρεις πρώτες σειρές δεν είχαν και τόσο κόσμο και μεταφέρθηκα μπροστά.
Μετά σταμάτησα για λίγο να ασχολούμαι με το πόσο καλά παίζει ο Τζόκοβιτς και με το γιατί δεν ρισκάρει λίγο ο Ναδάλ -και με όλα αυτά τα ανούσια. Είχα ξαφνικά μεταφερθεί στη θέση ενός επόπτη γραμμών, κάπου στο βόρειο Λονδίνο. Ενός πολύ ψηλού επόπτη, τέλος πάντων, αφού η κάμερα 3D που μεταδίδει τους αγώνες στο Wimbledon είναι τοποθετημένη στην πλάτη του ενός παίκτη, σε ένα ύψος περίπου δυόμισι μέτρων. Όχι τόσο ψηλά όσο στην κανονική μετάδοση δηλαδή. Από εκεί, μπορούσα να παρακολουθώ κάθε σπιν της μπάλας (και, ως γνωστόν ο Ναδάλ βάζει κάτι υπερβολικά τέτοια...), να καταλαβαίνω την ταχύτητα του κάθε κτυπήματος, να κατανοώ απόλυτα τον τρόπο παιχνιδιού του καθενός. Σχεδόν ξεκινούσα να κρεμάω τη ρακέτα μου σε κάθε μπαλιά, σχεδόν ετοιμαζόμουν για τον κάθε πόντο. Όταν ο Τζόκοβιτς έφτασε στο Championship Point, βλαστημούσα που δεν κατάλαβα πιο νωρίς ότι έπρεπε να κάτσω εκεί μπροστά και ευχόμουν να το χάσει, να τού κάνει ένα φοβερό comeback ο Ναδάλ, να πάνε στο πέμπτο σετ και να παίζουν για δεκατρείς ώρες και σαρανταδυό λεπτά ακόμη, μέχρι να πάρει κάποιος 2 games διαφορά. Κι ας υποστήριζα από την αρχή τον Σέρβο.
Μού κόστισε 18 ευρώ (15 η είσοδος και 2 ευρώ το ποπ κορν που πήγα και πήρα όταν ο Ναδάλ μείωσε σε 2-1 και άρα είχαμε τουλάχιστον μισή ώρα μέλλον ακόμη, συν κάτι νεράκια γιατί έχουμε και καλοκαίρι), λίγο παραπάνω, δηλαδή, από το να έβλεπα μια κανονική ταινία στον Δαναό -νομίζω ότι όταν είναι 3D, το εισιτήριο πάει στα 10 ή τα 12 ευρώ από το σύνηθες 8,5-, αλλά ανάθεμα κι αν δεν πέρασα πολύ καλλίτερα απ' ότι σε οποιαδήποτε ταινία έχω πάει να δω τα τελευταία δέκα χρόνια.
Φαντάσου να βρίσκεσαι σε ένα beach bar, ας πούμε στην Χαλκιδική - σφηνάκια, μπύρες, γλιστερά κορμιά, eurotrash hits να ξεχύνονται από τα ηχεία - και ξαφνικά να πλησιάζει η ψυχή του πάρτι, ξεθεωμένος μετά από έναν μαραθώνιο ρακέτες με αντίπαλο τον Αντώνη Ρέμο. Παραγγέλνει ποτά για όλους, πηδάει δίπλα στον DJ και βάζει το κομμάτι που όλοι περιμένουν - το "I'm in love with you" του Jared Evan - για να αρχίσουν να χοροπηδούν εκστατικοί, με πρώτο τον ίδιο, εμφανέστατα ικανοποιημένο, με τις αιωνίως λαδωμένες τούφες των μαλλιών του να κολλούν στο μέτωπο και τα μάτια του να λάμπουν πίσω από τα γυαλιά με τους χοντρούς φακούς και τον κοκκάλινο σκελετό. Φαντάσου δηλαδή, στην Χαλκιδική, να είναι επίσημος τελετάρχης του καλοκαιριου ο Γιώργος Μπαμπινιώτης. Το αμέσως λιγότερο πιθανό σενάριο βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη: ο Αντώνης Κανάκης και το entourage του εμφανίζονται στις οθόνες μας ως γλωσσαμύντορες, έτοιμοι να μας φέρουν προ των ευθυνών μας, οδυρόμενοι για την απειλή που υφίσταται από τα greeklish "η γλώσσα μας, ένα από τα λίγα πράγματα που μας έχουν μείνει για να είμαστε υπερήφανοι σ' αυτήν την χώρα". Δεν λέω ότι δεν έχει δικαίωμα ο Κανάκης να επιλέξει την σταυροφορία που θέλει να αναλάβει και ούτε - πολύ περισσότερο - δεν προσπαθώ να υπερασπιστώ τα greeklish. Κάθε άλλο. Για την ακρίβεια, τα μισώ τα greeklish. Τα θεωρώ την επιτομή της κακογουστιάς, της τεμπελιάς, της αγραμματοσύνης, όλων των στοιχείων που χαρακτηρίζουν την σύγχρονη ελληνική κουλτούρα. Κανονικά, ένας άνθρωπος που ξεκινά εκστρατεία εναντίον τους θα συγκαταλεγόταν αμέσως στους "δικούς μου". Κι αν ο Κανάκης έβγαινε κι έλεγε "όποιος γράφει greeklish είναι ένας αγράμματος ηλίθιος κι ελπίζω το ΔΝΤ να του πάρει το σπίτι", θα χειροκροτούσα. Αλλά όχι. Αντί να πει κάτι άμεσο, στακάτο κι επιθετικό, αρχίζει την κλάψα, τις φοβέρες και τις νουθεσίες: "Διαπράττουμε ένα έγκλημα εναντίον της ελληνικής γλώσσας", κουνάει το δάχτυλο ο Γιάννης Σερβετάς, ενώ ο Χρήστος Κιούσης μας φοβερίζει ότι η χρήση των greeklish απειλεί "να καταργήσει τον ελληνικό γραπτό λόγο και όχι μόνο". Δηλαδή; Τι άλλο μπορεί να καταργηθεί ως επακόλουθο της χρήσης greeklish; Ο ελληνικός καφές; Η ελληνική λεβεντιά; Η ελληνική φιλοξενία; Τα γαϊδουράκια στην Σαντορίνη; Αυτά τα τρομακτικά αποσιωπητικά φιλοδοξούν να κάνουν τους πιτσιρικάδες να ντραπούν και με σκυμμένο το κεφάλι να αρχίσουν να ανταλλάσσουν μηνύματα τύπου "re c, mipws na kovame ta greeklish k na arxisoume na milame stin glwssa mas, poy gennise thn dimokratia k tn filosofia?" Όλη η καμπάνια δηλαδή, είναι στημένη με τα αντανακλαστικά σκετς σε κατασκήνωση του κατηχητικού. Μελόδραμα και διδακτισμός: "αυτήν την στιγμή μια ολόκληρη γενιά έχει σχεδόν ξεχάσει να γράφει ελληνικά", θρηνεί ο Αντώνης Κανάκης. Επίσης, μια ολόκληρη γενιά δεν ξέρει τι σημαίνει να γράφεις κασέτες με τραγούδια, πώς είναι η ζωή χωρίς ίντερνετ, τι σημαίνει να υπάρχουν δύο κρατικά τηλεοπτικά κανάλια που εκπέμπουν πρόγραμμα από τις 5 μέχρι τα μεσάνυχτα. Υπάρχει μια γενιά που δεν ξέρει ότι στα μακρινά '80s, η Λιάνα Κανέλλη παρουσίαζε ένα τηλεπαιχνίδι με τίτλο "Ομιλείτε Ελληνικά" που αναλάμβανε τις γλωσσικές σταυροφορίες της εποχής. Στην πιο σοβαρή από αυτές, ο επιστημονικός συνεργάτης της εκπομπής (σωστά κατάλαβες, ο Γιώργος Μπαμπινιώτης), πρότεινε την αντικατάσταση της λέξης "Fast Food" με την λέξη "ταχυφαγείο". Η συνέχεια είναι γνωστή. Δεν πρέπει να έχει σημειωθεί ποτέ περιστατικό όπου χρησιμοποιήθηκε αυτή η λέξη - όπως δεν έχει πει ποτέ κανείς "τηλεομοιότυπο" αντί για "φαξ", "δίσκος ακτίνας" αντί "CD", "ιστολόγιο" αντί για "μπλογκ". Γιατί η αλήθεια είναι ότι αυτή η θαυμάσια γλώσσα, για την οποία είμαστε εθνικά υπερήφανοι, δεν έχει αποδειχθεί και πολύ ευέλικτη - ή πρόθυμη να προσαρμοστεί στην σύγχρονη εποχή. Η αλήθεια, επίσης, είναι ότι από την εποχή που η γλώσσα αυτή δημιουργούσε φιλοσοφία και δημοκρατία, έχουν περάσει αιώνες, κατά τους οποίους απλώς παρακολουθεί τις επιστήμες να αναπτύσσονται, αγκομαχώντας πίσω από τις νέες τεχνολογίες. Τα greeklish είναι ακριβώς η γλώσσα αυτού του αγκομαχητού, ο τρόπος να χρησιμοποιήσουν Έλληνες πλατφόρμες επικοινωνίας - από το Ίντερνετ μέχρι τα κινητά τηλέφωνα - που την στιγμή της δημιουργίας τους δεν ενδιαφέρονταν για άλλα αλφάβητα εκτός από το λατινικό - με άλλα λόγια, στην διαδικασία της δημιουργίας ενός iPhone, ή ενός facebook, το να μπορεί να το χρησιμοποιήσει κάποιος που γράφει στα ελληνικά, είναι ένα από τα πολύ τελικά στάδια. Καλό είναι, δηλαδή, προτού ξεκινήσεις μια σταυροφορία, να καταλάβεις τι ακριβώς είναι αυτό που πολεμάς. Γιατί αλλιώς, καταλήγεις να θυμίζεις εκείνους τους γέρους στις σειρές του Γιάννη Δαλιανίδη που γκρινιάζουν με την γλώσσα των νέων - με τα "δικέ μου" και τα "καράφλιασα". Και από αυτό το σημείο είναι μια ανάσα η στιγμή που θα βγεις και θα πεις στην μπάντα που παρουσιάζεις στην εκπομπή: "όλα καλά ρε παιδιά, αλλά είναι ανάγκη να τραγουδάτε στα εγγλέζικα; Χάθηκαν τα δικά μας τραγούδια;"
(Κείμενο που έχασε τον δρόμο του προς την δημοσίευση σε περιοδικό και αναζητά τώρα την τύχη του εδώ μέσα)
Το ένα μου χέρι έχει μια μικρή γαλάζια πιτσιλιά. Το άλλο μια εξίσου μικρή φούξια.Είναι γιατί χθες, μέχρι τις 4 τα ξημερώματα βρισκόμουν στο μαγαζί που πια είναι η βασική μου δουλειά και προσπαθούσα να βάψω κάτι τραπεζάκια. Δώδεκα ώρες αργότερα βρισκόμουν σε ένα meeting σχετικό με μια άλλη δουλειά, πιο συναφή με την μέχρι τώρα επαγγελματική μου δραστηριότητα. Βρέθηκα να εξομολογούμαι σε έναν σχεδόν άγνωστό μου άνθρωπο την πλήρη μου αδυναμία να γράψω κάτι εδώ και περίπου έναν χρόνο.Εντάξει, όχι πλήρη αδυναμία: όσο δούλευα στο Big Fish κατάφερνα, χωρίς ιδαίτερο κόπο, να βγάλω δύο κείμενα των 500 λέξεων την εβδομάδα, με σκέψεις και αντιδράσεις για όσα έβλεπα γύρω μου. Αλλά οφείλω να ομολογήσω πως η απόλυσή μου, μού προκάλεσε πρώτα από ολα ανακούφιση. Είναι ίσως μια ένδειξη της αποτυχίας μου ως δημοσιογράφου, αλλά πιστεύω στ' αλήθεια πως ο κόσμος μπορεί να ζήσει και χωρίς την άποψή μου. Πολύ περισσότερο δε που "η άποψή μου" - κι αυτή είναι άλλη μια ένδειξη της αποτυχίας μου ως δημοσιογράφου - δεν είναι κάτι σαφές. Από την στιγμή που η χώρα βρέθηκε στο καθεστώς του Μνημονίου, έπιασα τον εαυτό μου να αλλάζει γνώμη με αστραπιαίες ταχύτητες: δεν προλάβαινα να σκεφτώ κάτι και αμέσως μού ερχόταν στο μυαλό η ακριβώς αντίθετη σκέψη.Βλέπω, όλους αυτούς τους μήνες, να πεθαίνει η Ελλάδα που ξέραμε τα τελευταία 30 χρόνια και δεν μπορώ παρά να νιώσω χαρά. Γιατί πιστεύω πως αυτή η Ελλάδα δεν πήγαινε άλλο. Θέλω κι εγώ να τελειώνουμε με το Δημόσιο, να σταματήσουν να υπάρχουν κρατικές επιχειρήσεις - δεν υπάρχει κανένας λόγος το Κράτος να είναι επιχειρηματίας, πρέπει απλώς να ελέγχει, να ρυθμίζει και να εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις για την ομαλή λειτουργία των επιχειρήσεων, τόσο των "Κοινής Ωφελείας", όσο και των υπολοίπων. Αλλά αυτό σημαίνει ότι θέλω να απολυθεί τόσος κόσμος, να μείνει στον δρόμο χωρίς προοπτική, να χάσουν την δουλειά τους μερικές χιλιάδες μόνιμοι της ΕΡΤ - η οποία, επιτέλους, θα πρέπει να έχει ΕΝΑ τηλεοπτικό κανάλι και δύο-τρία ραδιόφωνα, αν όχι μόνο το "Τρίτο". Δεν θέλω, όμως, να χάσει κανείς την δουλειά του. Θέλω να δικαιωθούν οι συμβασιούχοι που ακούν ψέμματα τόσα χρόνια. Πιστεύω στο κράτος πρόνοιας, θέλω κοινωνική δικαιοσύνη και αλληλεγγύη και υγεία και παιδεία και συντάξεις και ποδηλατόδρομους και δημοτικές βιβλιοθήκες και μονόκερους να χορεύουν στις παρυφές διπλών ουράνιων τόξων. Είδα το μπαλόνι που λέγεται "Ελλάδα των τελευταίων 30 χρόνων" να σκάει στα χέρια μου και δεν εννοώ ότι έχασα μια καλοπληρωμένη δουλειά και ξέρω ότι η επόμενη δουλειά στο "αντικείμενό μου" θα είναι με χειρότερους όρους - εννοώ ότι είμαι διαβητικός και βλέπω τα ταμεία να δυσκολεύονται να μου καλύψουν τα πραγματικά μου μηνιαία έξοδα για τα αναλώσιμα της αντλίας ινσουλίνης και ξέρω ότι αυτό είναι συνέπεια του γεγονότος ότι η μητέρα μου βγήκε στην σύνταξη από τα 45 της. Προσπαθώ εδώ και πέντε χρόνια να λειτουργήσω μια μικρομεσαία επιχείρηση - την μόνη στην κατηγορία της (και νομίζω ότι ξέρω τι λέω) που κόβει απόδειξη ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΛΑΤΗ - και έχασα έξι μήνες στην πολεοδομία για να την στήσω, επειδή δεν ήθελα να καταθέσω ψεύτικα σχέδια, αλλά ακόμη και για να διορθώσεις κάτι στην πολεοδομία πρέπει να λαδώσεις. Όμως δεν νιώθω αγανακτισμένος. Δεν έχω νιώσει την ανάγκη να πάω στο Σύνταγμα να μουτζώσω κτίρια ούτε - πολύ περισσότερο - να "αποκλείσω" την βουλή, εμποδίζοντας αυτούς που εγώ έστειλα εκεί να πάνε να κάνουν την δουλειά που τους ανέθεσα - κι ας την κάνουν φρικτά. Διαβάζω κάθε μέρα κάποιον να λέει ότι έχουμε Χούντα κι εκνευρίζομαι. Δεν έχουμε Χούντα. Έχουμε μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση που κάνει αυτό που έχει δικαίωμα να κάνει: παίρνει σκληρά, αντιλαϊκά μέτρα, αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις του λαού. Θα κριθεί από το αποτέλεσμα - που ναι, θα είναι μια πλήρης αποτυχία. Αλλά μια ανίκανη κυβέρνηση δεν είναι χούντα. Είναι μια κυβέρνηση που πρέπει να αλλάξει, όταν έρθει η ώρα - και τότε, θα πρέπει να στείλουμε άλλους, καλύτερους. Μετά συμβαίνει μια μέρα σαν την περασμένη Τρίτη, με όλη αυτήν την φρικαλεότητα που ζήσαμε στο κέντρο της Αθήνας, και νιώθω να κλονίζομαι: αν δεν είναι χούντα, γιατί η Αστυνομία επιτίθεται στους πολίτες; Δεν έχω απάντηση. Όλες μου οι σκέψεις μπάζουν από παντού - αλλά τις προτιμώ από τις αεροστεγείς απόψεις που βλέπω γύρω μου, τις προτιμώ από τους "Μνημονιακούς" που θεωρούν λογικό να πληρώσουμε στις τράπεζες για μια κρίση που εκείνες προκάλεσαν (σε συνεργασία με ένα διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, φυσικά), τις προτιμώ από εκείνους που πιστεύουν ότι τώρα ήρθε η ώρα να πέσει ο καπιταλισμός και κάνουν πολιιτκή ψυχοθεραπεία στις "Λαϊκές συνελεύσεις" του Συντάγματος, πιστεύοντας ότι με τα φληναφήματά τους θέτουν τις βάσεις για μια άλλη Πολιτεία. Είναι και μερικοί φίλοι μου εκεί. Κι άλλοι που δεν είναι φίλοι μου αλλά τους ξέρω. Προσπαθούν μέσα από τις συλλογικότητες να βρουν απαντήσεις για τα υπαρξιακά τους κενά. Είναι οι ίδιοι ταλιμπάν που βλέπεις να συρρέουν στις ΜΚΟ - παλιότερα πήγαιναν στα κόμματα.
Τόση ώρα γράφω γι' αυτά που δεν μπορώ να γράψω - και θαυμάζω τον Homo Ludens που καταφέρνει να βάλει τις σκέψεις του σε σειρά, είτε γράφει για μουσική, είτε για τα ΜΜΕ, είτε για την Κρίση. Εγώ δεν μπορώ να το κάνω. Δεν μπορώ να βάλω τις σκέψεις μου σε σειρά για τα σημαντικά. Θα μπορούα να γράψω για τα άλλα - τις απολαύσεις της ζωής, την μουσική, τις γυναίκες, τα κόμιξ (σε τελική ανάλυση, οι οικονομίες καταρρέουν, οι χώρες διαλύονται, αλλά οι άνθρωποι δεν τελειώνουν ποτέ, η ζωή δεν σταματά). Αλλά κι αυτό μου φαίνεται μάταιο - όταν γύρω σου όλα διαλύονται, πώς είναι δυνατόν εσύ να ακούς αμέριμνος Offpiste Gurus;