5 Ιαν 2010

Ισως έπρεπε να σου είχα τηλεφωνήσει πρώτα...


Τζένιφερ, σε βλέπω!
Λευκό Τ-shirt, θα ’ναι Fruit Of The Loom, ξεβαμμένο τζιν, πάνω απ’ τη μέση, σχεδόν στον αφαλό, ήταν τότε της μόδας τα Wrangler και τα Lee. Μα αυτό, που αγκαλιάζει τους γοφούς σου πριν προλάβει να το κάνει το αγόρι με το κοκόρι, πρέπει να είναι Pepe. Αυτά δεν διαφήμιζε ο Τζέισον Πρίστλι εκείνα τα χρόνια; Ο Πρίστλι δεν είναι ο Μπράντον Γουλς από τα «Χτυποκάρδια στο Μπέβερλι Χιλς» (sic), το αγόρι με το κοκόρι, το αγόρι που σε κυνηγάει δίπλα στην παραλία, που γλιστράει ανάμεσα στα πόδια σου έτσι όπως τον υποδέχεσαι αυθάδικα πάνω στο καπό του ασπρόμαυρου convertible, αυτός δεν είναι που οδηγάει όλη τη νύχτα για να φτάσει σ’ εσένα; Θεέ μου, είναι 1991 ξαφνικά, είσαι ακόμη είκοσι δύο, είμαι μόλις δεκάξι και σε θέλω ήδη. Kαι τον ζηλεύω. Πιο πολύ γιατί εκείνος οδηγάει μια Mustang του ’65 για να πάει στο σχολείο του, παρά γιατί σε έχει.

Γιατί δεν σε έχει. Είναι ένα βιντεοκλίπ, ένα γλυκανάλατο βιντεοκλίπ που σας αποθεώνει σε ασπρόμαυρο, να τυλίγεστε όλη την ώρα ο ένας γύρω από τον άλλον, γιατί απλώς δεν υπάρχει υλικό από τον Ρόι Ορμπισον να τραγουδάει το «I Drove All Night». Γιατί ο Ορμπισον έγινε άγγελος το ’88, πήγε να βρει τον Ενρίκο Καρούζο στον Παράδεισο, αυτός ο «Καρούζο της ροκ», και δεν τον ένοιαζε αν μια δισκογραφική θα γύρευε να εξαργυρώσει τα συμβόλαιά της με μεταθανάτιες κυκλοφορίες και λαχταριστά βιντεοκλίπ του γόη της χρονιάς να κάνει με χάρη αυτό που τον έκανε γόη της χρονιάς. Να οδηγάει. Ενα convertible. Ολη νύχτα. Για να φτάσει σ’ εσένα.

Είναι 2010, όμως, κι εγώ έχω εθιστεί σε μια άχρωμη εμμονή των πρώιμων ’90s, βυθισμένος στη σαγήνη της φωνής κάποιου που μεγαλούργησε στα ’60s και είχε ήδη αποδημήσει εις Κύριον πριν φύγουν τα ’80s. Οι δεκαετίες μπερδεύονται σαν τον πάτο μιας κυματισμένης παραλίας· φύκια, σκουπίδια, πέτρες, ξέσαλη άμμος, απομεινάρια από ευτυχείς παραθεριστές, αρχαία ναυάγια, δεν ξέρω πού πατάω, δεν βλέπω τι πατάω, απλώς πατάω για να βγω έξω στην ακτή, στην ασφάλεια. Πιάνομαι από όποια σταθερά έχει παραμείνει γύρω μου, χώνομαι στο τελευταίο καταφύγιο, σε γλυκανάλατα βιντεοκλίπ, στη σιγουριά της φωνής του Ρόι Ορμπισον, σε γαριασμένες πιτζάμες που μυρίζουν οικογένεια, σε ξεθωριασμένες εκτυπώσεις από φιλμ 35 χιλιοστών που μιλάνε για αξιοθέατα ανά την Ευρώπη, Αϊφελ, Γουεστμίνστερ, Φοντάνα ντι Τρέβι, σ’ ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο που δεν θα σβήσει τα φωτάκια του πριν μπει ο Φεβρουάριος, στο χακί των ματιών σου...

Τζένιφερ, σε βλέπω. Αλλά βλέπω μόνο ό,τι θέλω εγώ να δω από σένα. Βλέπω την ελιά πάνω απ’ το αριστερό μισό των χειλιών σου, ένα φουσκωμένο στήθος να κρύβεται πίσω από μια παλάμη που φοράει βέρα, το χακί στο βλέμμα. Δεν έχω χρόνο για τα υπόλοιπα. Πες μου εσύ τι άλλο οφείλω να δω. Πρέπει πια να ξεσκαρτάρω τα «θέλω», δικά μου και των γύρω, πρέπει πια να εστιάσω στο τι είναι σημαντικό και τι όχι, πρέπει να αναθεωρήσω προτεραιότητες, να απλώσω τα blueprints της νέας δεκαετίας και να φανταστώ το αρχιτεκτόνημα ορθωμένο, να θέσω στόχους που να μπορώ να εκπληρώσω. Πρέπει να εγκλιματιστώ. Στις συνθήκες. Εγώ, εσύ, πρέπει όλοι. Τα δεδομένα άλλαξαν, κανείς δεν θα βγει αλώβητος. Αλλά γιατί με νοιάζει τι θα κάνουν οι άλλοι; Εγώ, ευτυχώς, σε κάποια πράγματα ήμουν ανέκαθεν χαμαιλέων.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

(Exitorial, GK Ιανουαρίου 2010 - Κυκλοφορεί με την "Καθημερινή" την Κυριακή, 10 Ιανουαρίου)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Μπράντον Γουόλς όχι ''Γούλς''

Ανώνυμος είπε...

Αν μου τηλεφωνούσες...
Τζένιφερ!