Το καλοκαίρι του 2007 ο κόσμος ήταν πολύ πιο ανέμελος. Και η Έιμι Γουάινχάουζ τραγουδούσε για την απιστία το “You Know I’m No Good” -ως εκεί έφταναν τα προβλήματά μας. Το καλοκαίρι του 2007 το AMC, ένα μικρό, αμερικανικό, καλωδιακό κανάλι που μέχρι τότε έπαιζε παλιές ταινίες, παρουσίαζε την πρώτη του τηλεοπτική σειρά, το “Mad Men”. Την προμόταρε με διαφημίσεις που βασίζονταν στις ερωτικές σκηνές των επεισοδίων της και σ’ εκείνο το χιτ της Γουάινχάουζ περί απιστίας. Το καλοκαίρι του 2007 η Έιμι ήταν το απόλυτο είδωλο της ποπ κουλτούρας και ο,τιδήποτε στόλιζε με την ταξιδιάρικη soul φωνή της αποκτούσε αυτόματα ένα λούστρο εκτίμησης. Στην περίπτωση του “Mad Men”, ταίριαζε η εποχή στην οποία παρέπεμπαν και τα δύο: Ο ήχος του “You Know I’m No Good” και οι περιπέτειες των πρωταγωνιστών της σειράς είχαν για βάση τις αρχές της δεκαετίας του ‘60. Το καλοκαίρι του 2007 οι κριτικοί χάρισαν στο “Mad Men” αποθεωτικά σχόλια. Τρία φθινόπωρα μετά, ο κόσμος δεν είναι πια ανέμελος, η Έιμι Γουάινχάουζ δεν απασχολεί ούτε καν τις σελίδες των κουτσομπολίστικων περιοδικών για το αν μπαινοβγαίνει στις κλινικές αποτοξίνωσης, αλλά οι κριτικοί συνεχίζουν να αποθεώνουν το “Mad Men”. Η αντρική μόδα ντύνεται με λεπτές γραβάτες και ποσέτ, η Κριστίνα Χέντρικς και η Τζάνιουερι Τζόουνς, δύο από τις πρωταγωνίστριες της σειράς, ψηφίζονται στις υψηλότερες θέσεις των “πιο σέξι γυναικών του πλανήτη” από τα glossy περιοδικά και τα τηλεοπτικά βραβεία προσφέρονται απλόχερα στον δημιουργό του, Μάθιου Γουάινερ, και το επιτελείο του. Τώρα πια, το απόλυτο φαινόμενο της ποπ κουλτούρας είναι το “Mad Men”.
Υπάρχει, όμως, μια διαφορά ανάμεσα στην επιτυχία του “Mad Men” και την επιτυχία της Γουάινχάουζ: Στην περίπτωση της σειράς, η κριτική αποδοχή δεν συνοδεύεται και από θεαματικές πωλήσεις. Όχι ότι ο μέσος όρος των 2 εκατομμύρια τηλεθεατών ανά επεισόδιο είναι αμελητέα ποσότητα. Αλλά, αν το συγκρίνεις με το άλλο τηλεοπτικό φαινόμενο της εποχής μας, το βαμπιρικό κάντρι “True Blood” που κάνει υπερδιπλάσια νούμερα, ή με το χαβαλετζίδικο “Entourage” των 3,5 εκατ. τηλεθεατών, μοιάζει σαν ο πτωχός συγγενής. Στις σειρές δε των ελεύθερων δικτύων των Η.Π.Α. (CSI, Grey’s Anatomy, Dr. House κ.λπ), ο μέσος όρος τηλεθέασης δεν πέφτει κάτω από τα 12 εκατομμύρια. Γιατί, λοιπόν, τη χαρακτηρίζουμε το απόλυτο ποπ φαινόμενο της εποχής μας; «Η μεγαλύτερη επιτυχία του “Mad Men” είναι το πόσες αναφορές γίνονται σε αυτό. Στα media, σε συζητήσεις στο Internet, στα βραβεία που, σαν σε ρουτίνα πλέον, σαρώνει. Είναι ειρωνικό, αλλά μια σειρά που διαδραματίζεται στα ‘60s, οδηγεί το άρμα του zeitgeist», εξηγεί ο Θοδωρής Δημητρόπουλος, δημοσιογράφος και υπεύθυνος για το blog US TV, την πιο πλήρη και ποιοτική πηγή ενημέρωσης που έχει ο Έλληνας για όσα διαδραματίζονται στην αμερικανική τηλεόραση.
Ανάμνηση ναι, νοσταλγία όχι
Είναι χιλιογραμμένα, τρία χρόνια τώρα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του “Mad Men”, που συνεχίζουν να κάνουν τόση εντύπωση: Η τέλεια απεικόνιση της ατμόσφαιρας των ‘60s, τα τσιγάρα, το αψεγάδιαστο ντύσιμο, ο σεξισμός, ο ρατσισμός, η νέα ηθική που σχηματίζεται μετά τον Μακαρθισμό και στο απώγειο του Ψυχρού Πολέμου. Εκεί που κάποτε έλεγες “ντυμένος σε στυλ εποχής Κένεντι” ή “ένα γραφείο ‘60s”, τώρα πια μιλάς για “ρούχα και έπιπλα Mad Men”. H ματιά του Μάθιου Γουάινερ στην Λεωφόρο Μάντισον των αρχών της δεκαετίας του ‘60 και στις πρακτικές των διαφημιστικών γραφείων της εποχής και των στελεχών τους είναι τόσο τελειοθηρική, τόσο φετιχιστική, που κανείς δεν μπορεί να την πει νοσταλγική. Έγκυοι καπνίζουν αρειμανίως, οι μαύροι περιορίζονται σε θέσεις αχθοφόρων και χειριστών ανελκυστήρων, η ταπείνωση του θηλυκού στον χώρο εργασίας είναι ρουτίνα ακόμη και για τα κατώτερα στελέχη γένους αρσενικού... Όχι, ο Γουάινερ δεν αναπολεί τα ‘60s. Τα περιγράφει, όμως, σε κάθε τους λεπτομέρεια.
Γεννήθηκε το 1965 και μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον διανοουμένων, φίλων του νευροχειρουργού πατέρα και της νομικού μητέρας του, καταναλώνοντας μανιωδώς λογοτεχνία, κλασικές ταινίες και τις ριζοσπαστικές πολιτικές απόψεις των ‘50s που τόσο διώχθηκαν στις Η.Π.Α. Είναι παθιασμένος με την περίοδο που γαλούχησε τους γονείς του, έχει τεράστια γνώση και μνήμη των εμβληματικών στιγμών που χαρακτήρισαν τα ‘60s και προσπαθεί να αναπλάσει τα χρόνια που προηγήθηκαν της σύλληψής του... Χωρίς να κρίνει ή να ηθικολογεί. Γι’ αυτό και επιλέγει να κρατήσει τα συνταρακτικά γεγονότα, όπως την κρίση στον Κόλπο των Χοίρων ή την δολοφονία του Κένεντι σε δευτερεύοντα ρόλο και να συνεχίσει να υφαίνει το μύθο του με βάση τις ατέλειες των (πολλών) κεντρικών ηρώων του. «Ο Γουάινερ δούλευε για χρόνια ως σεναριογράφος στο “Sopranos”, μια άλλη σειρά αρκετά καλλιτεχνική, με ιδιαίτερους ρυθμούς και ατμόσφαιρα, η οποία είχε κάνει τεράστια mainstream επιτυχία. Όπως και το “Sopranos”, έτσι και το “Mad Men” έχει ένα πολύ διακριτό ύφος (δεν υπάρχει περίπτωση ποτέ να το μπερδέψεις με άλλη σειρά, κάτι πολύ βασικό σε μια εποχή υπερπροσφοράς), και όσο κι αν σε δεύτερο επίπεδο μπορεί να μιλάει για την κοινωνία, για το άτομο, για την προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού, για τον Προμηθέα Δεσμώτη και τις φιλοσοφίες της Άιν Ραντ, σε πρώτη φάση σου παρουσιάζει ένα εθιστικό δράμα, σαν σκεπτόμενη σαπουνόπερα. Με τις προδοσίες της, τον αβίαστο σεξισμό της, τις εντυπωσιακές ρετρό μόδες της…» σημειώνει ο Θοδωρής Δημητρόπουλος.
Στο “Mad Men”, που ο Γουάινερ ετοίμαζε ήδη από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας (αλλά χρειάστηκε το επιτυχημένο πέρασμά του από το “Sopranos” για να πείσει ένα κανάλι να το γυρίσει), στήνει ένα άψογο φόντο, ώστε να ζωγραφίσει επάνω του ένα καθημερινό δράμα: Ο άντρας που πρέπει να ισορροπήσει ανάμεσα σε μια επιτυχημένη καριέρα και μια ευτυχισμένη οικογένεια, μέσα σε ένα άκρως ανταγωνιστικό και συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Ακόμη περισσότερο κι από την πιστότητα του ιστορικού περιβάλλοντος, την ανάπλαση στο στούντιο της ατμόσφαιρας της εποχής και τις αναφορές στις νεοϋρκέζικες συνήθειες των ‘60s, αυτό που κάνει το “Mad Men” διαφορετικό είναι ότι -παρ’ ότι σειρά- δεν ποντάρει τόσο στους διαλόγους, όσο στις σιωπές. Από νωρίς μαθαίνουμε τα μυστικά των χαρακτήρων και μετά τους χαζεύουμε να πέφτουν στις χιτσκοκικές παγίδες που τους στήνει ο σεναριογράφος και να προσπαθούν να μην αποκαλυφθούν. Ο Τζον Χαμ που υποδύεται τον Ντον Ντρέιπερ, τον πιο σημαντικό χαρακτήρα της σειράς, και η Τζένιουαρι Τζόουνς, που υποδύεται τη σύζυγό του, Μπέτυ, επελέγησαν από το επιτελείο του Γουάινερ κυρίως για τα απίστευτα εκφραστικά τους μάτια. Τα χρησιμοποιούν σε κάθε ευκαιρία...
Κι αν οι δύο προηγούμενες σεζόν είχαν κάπως χαθεί στο περιβάλλον του διαφημιστικoύ γραφείου, με τις ίντριγκές του και τις διαπροσωπικές σχέσεις, παρεκκλίνοντας από το δράμα του κεντρικού ήρωα που γυρεύει έναν αυτοπροσδιορισμό, αυτό ελάχιστα ενόχλησε τους κριτικούς. Οι 4 Χρυσές Σφαίρες και τα 13 βραβεία Emmy δεν δόθηκαν τυχαία. Είπαμε: Η απεικόνιση μιας ολόκληρης εποχής σε κάθε της λεπτομέρεια με καδράρισμα που θυμίζει editorials μόδας, έχει κάνει τους κριτικούς να παραληρούν, τα περιοδικά να αποθεώνουν το αντρικό πρότυπο του «σκληρού» Ντον Ντρέιπερ, την απενοχοποίηση των γκρίζων μαλλιών (του γοητευτικού Ρότζερ Στέρλινγκ), την επιστροφή στο λουκ «Γκρέις Κέλι» χάρη στην Μπέτυ Ντρέιπερ, αλλά και στις καμπύλες χάρη στη χυμώδη γραμματέα Τζόαν Χόλογουεϊ, τις βιτρίνες καλών καταστημάτων ένδυσης (η Banana Republic και οι Brooks Brothers είναι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα) να φιλοξενούν γωνιές “Mad Men”. Και με όλην αυτήν τη φόρα, η σειρά μπήκε στην τέταρτη σεζόν της πριν περίπου ένα μήνα, με όρεξη να φέρει πάλι τα πάνω κάτω. «Η 4η σεζόν, ξεκινά επιτέλους να απαντήσει την ερώτηση “Ποιος είναι ο Ντον Ντρέιπερ;”, φέρνοντας τον ήρωα αντιμέτωπο με μια εντελώς νέα πρόκληση. Είναι πολύ θαρραλέο που αλλάζει έτσι τα ίδια της τα δεδομένα. Οι περισσότερες σειρές απλά υπονοούν κάποια μεγάλη αλλαγή, αλλά τελικά την παίρνουν πίσω. Ιδίως 3-4 από τα φετινά επεισόδια σπάνε τη φόρμα με αποστομωτικό τρόπο και να μας κάνουν να δούμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια του Ντον», λέει ο Θοδωρής Δημητρόπουλος. Φαντάζομαι πως με αυτές τις εξελίξεις, του χρόνου τέτοια εποχή θα μιλάμε πάλι για τη νέα συγκομιδή βραβείων του “Mad Men”. Και πως όσοι αδημονούν να το απολαύσουν, δεν θα περιμένουν πότε το Alter, που έχει αγοράσει τα επεισόδια, αποφασίσει να το προβάλει, αλλά θα καταφύγουν στην άμεση –και βεβαίως παράνομη- λύση του κατεβάσματος από το Internet, ενθυμούμενοι ότι και το τραγούδι κάτι τέτοιο υπονοούσε: «You Know I’m No Good».
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Κ" της "Καθημερινής", την Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010)
3 σχόλια:
Πολύ καλό!!! Μερικές παρατηρήσεις (δε μπορώ να μη κάνω :P)
"στήνει ένα άψογο, ώστε να ζωγραφίσει επάνω του ένα καθημερινό δράμα" - άψογο τι? Κάτι σου ξέφυγε. Και χυμώδης ρε, όχι χειμώδης, ζουμπουρλούδικη είναι, όχι χειμωνιάτικη!
@Stratos BacalisΦόντο και χυμώδης εννοούσα, φυσικά. Τα διορθώνω αμέσως. Θενξ!
Kαλός ο Nτον δεν λέω αλλά υπάρχει ακόμα ένας τύπος εκεί έξω που του αξίζει αφιέρωμα. Ναι για τον Χανκ Μούντι λέω, o oρισμός του κουλ για τα 10s
Δημοσίευση σχολίου