30 Μαΐ 2011
(Επίσης, ούτε η τηλεόραση θα επαναστατήσει, μεταξύ μας)
Ήθελα να γράψω κάτι για τον Τζεφ Κοναγουεϊ, τον άνθρωπο με το δερμάτινο μπουφάν, αλλά με πρόλαβε ο Homo Ludens. Oπότε δεν μου μένει παρά να ασχοληθώ με τον άλλο μεγάλο εκλιπόντα του weekend, τον Γκιλ Σκοτ-Χέρον. Μόλις έμαθα για τον θάνατό του, έψαξα και βρήκα κάτι που είχα γράψει πριν από δέκα χρόνια, για μια σειρά μονόλεπτων που ετοίμαζα για τον "Σταθμό 101,3" (εξ ου και η γλώσσα) με τίτλο "VistaVision - νεότερα από το μέτωπο της μαζικής κουλτούρας". Το αναδημοσιεύω, όχι γιατί το θεωρώ σπουδαίο, αλλά γιατί δεν έχω κάτι άλλο να πω:
"Ακόμη και αν αγαπάτε το ραπ και το χιπ χοπ, μπορεί να μην ξέρετε το όνομα του Γκιλ Σκοτ Χέρον. Κι όμως, είναι εκείνος, που έθεσε τα θεμέλια της κουλτούρας των γκέτο, όταν στη δεκαετία του ’70 τραγουδούσε το πρώτο οργισμένο ραπ κομμάτι, το ήδη κλασικό και προφητικό The Revolution Will Not Be Televised, που ξανατραγούδησαν οι Public Enemy, στο ξεκίνημά τους. Την εποχή της παγκοσμιοποίησης, στίχοι όπως Η Επανάσταση δεν θα έχει διάλειμμα για διαφημίσεις, γιατί η Επανάσταση δεν θα μεταδοθεί από την τηλεόραση, αποκτούν μια τρομακτική επικαιρότητα.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, που ο Γκιλ Σκοτ Χέρον επανέρχεται στο προσκήνιο, και συνεχίζει να διαδίδει το προσωπικό φανκ του. Σχεδόν κάθε χρόνο, ταξιδεύει από τη Νέα Υόρκη στο Λονδίνο, για να παίξει με το συγκρότημά του, τους Amnesia Express, στα τζαζ κλαμπ της ευρωπαϊκής μητρόπολης. Φέτος, η περιοδεία του παραλίγο να ματαιωθεί, λόγω της σύλληψής του για κατοχή ποσότητας κρακ.
Γιατί, αν στη δεκαετία του ’70, ο ποιητής των γκέτο, που έγραψε το πρώτο του βιβλίο στα 19 και έβγαλε τον πρώτο του δίσκο στα 21 αντιμετωπιζόταν ως ένα φαινόμενο, ένας άνθρωπος που αφύπνιζε συνειδήσεις με το λόγο του, ως ένα είδος μαύρου Μπομπ Ντύλαν, σήμερα αποτελεί μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις καλλιτεχνών που δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες. Και μπορεί να του αφιερώνουν χώρο οι σημαντικότερες εφημερίδες του κόσμου, από την Observer και τους New York Times μέχρι την εναλλακτική Village Voice, δεν είναι όμως απαραίτητα για καλό.
Στα 52 του, ο Γκιλ Σκοτ Χέρον μένει σε δημόσιους ξενώνες και τεκέδες, η πυκνή άφρο κώμη του έχει αραιώσει, τα δόντια του έχουν πέσει και το πρόσωπό του είναι εξίσου τσαλακωμένο με τα ρούχα του.
Ο άνθρωπος που με τα τραγούδια του άλλαζε τη ζωή των άλλων, έχει δει τη δική του ζωή να καταστρέφεται, από την απροθυμία του να συμμετάσχει στη μουσική βιομηχανία, και φυσικά από τις εξαρτήσεις του. Ο ίδιος βέβαια, αρνείται ότι είναι εξαρτημένος από οτιδήποτε. Περιστασιακά, καπνίζει κάνναβη μόνο, αλλά ποτέ δεν κάνει σκληρά ναρκωτικά, ανεξαρτήτως αν οι κοντινοί του ισχυρίζονται το αντίθετο. Τη σύλληψή του τη θεωρεί αποτέλεσμα του ρατσισμού της αστυνομίας. Σκιά του παλιού εαυτού του, παραμένει πολιτικοποιημένος όσο ποτέ, και στην ερώτηση της Village Voice, αν νιώθει ότι παραβιάστηκε η προσωπική του ζωή, απαντά ότι αυτό είναι κάτι που το νιώθει πάντα".
Πέρσι φάνηκε ότι όλο αυτό αλλάζει - ο Σκοτ-Χέρον έβγαλε ένα άλμπουμ με τον σαρκαστικό τίτλο "I'm new here", που χαιρετίστηκε ως ένα αριστουργηματικό comeback. Τελικά ήταν ένα ταιριαστό κύκνειο άσμα, με ένα τραγούδι που αγάπησα, το "I'll take care of you". Δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερο αποχαιρετισμό.
"Ακόμη και αν αγαπάτε το ραπ και το χιπ χοπ, μπορεί να μην ξέρετε το όνομα του Γκιλ Σκοτ Χέρον. Κι όμως, είναι εκείνος, που έθεσε τα θεμέλια της κουλτούρας των γκέτο, όταν στη δεκαετία του ’70 τραγουδούσε το πρώτο οργισμένο ραπ κομμάτι, το ήδη κλασικό και προφητικό The Revolution Will Not Be Televised, που ξανατραγούδησαν οι Public Enemy, στο ξεκίνημά τους. Την εποχή της παγκοσμιοποίησης, στίχοι όπως Η Επανάσταση δεν θα έχει διάλειμμα για διαφημίσεις, γιατί η Επανάσταση δεν θα μεταδοθεί από την τηλεόραση, αποκτούν μια τρομακτική επικαιρότητα.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, που ο Γκιλ Σκοτ Χέρον επανέρχεται στο προσκήνιο, και συνεχίζει να διαδίδει το προσωπικό φανκ του. Σχεδόν κάθε χρόνο, ταξιδεύει από τη Νέα Υόρκη στο Λονδίνο, για να παίξει με το συγκρότημά του, τους Amnesia Express, στα τζαζ κλαμπ της ευρωπαϊκής μητρόπολης. Φέτος, η περιοδεία του παραλίγο να ματαιωθεί, λόγω της σύλληψής του για κατοχή ποσότητας κρακ.
Γιατί, αν στη δεκαετία του ’70, ο ποιητής των γκέτο, που έγραψε το πρώτο του βιβλίο στα 19 και έβγαλε τον πρώτο του δίσκο στα 21 αντιμετωπιζόταν ως ένα φαινόμενο, ένας άνθρωπος που αφύπνιζε συνειδήσεις με το λόγο του, ως ένα είδος μαύρου Μπομπ Ντύλαν, σήμερα αποτελεί μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις καλλιτεχνών που δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες. Και μπορεί να του αφιερώνουν χώρο οι σημαντικότερες εφημερίδες του κόσμου, από την Observer και τους New York Times μέχρι την εναλλακτική Village Voice, δεν είναι όμως απαραίτητα για καλό.
Στα 52 του, ο Γκιλ Σκοτ Χέρον μένει σε δημόσιους ξενώνες και τεκέδες, η πυκνή άφρο κώμη του έχει αραιώσει, τα δόντια του έχουν πέσει και το πρόσωπό του είναι εξίσου τσαλακωμένο με τα ρούχα του.
Ο άνθρωπος που με τα τραγούδια του άλλαζε τη ζωή των άλλων, έχει δει τη δική του ζωή να καταστρέφεται, από την απροθυμία του να συμμετάσχει στη μουσική βιομηχανία, και φυσικά από τις εξαρτήσεις του. Ο ίδιος βέβαια, αρνείται ότι είναι εξαρτημένος από οτιδήποτε. Περιστασιακά, καπνίζει κάνναβη μόνο, αλλά ποτέ δεν κάνει σκληρά ναρκωτικά, ανεξαρτήτως αν οι κοντινοί του ισχυρίζονται το αντίθετο. Τη σύλληψή του τη θεωρεί αποτέλεσμα του ρατσισμού της αστυνομίας. Σκιά του παλιού εαυτού του, παραμένει πολιτικοποιημένος όσο ποτέ, και στην ερώτηση της Village Voice, αν νιώθει ότι παραβιάστηκε η προσωπική του ζωή, απαντά ότι αυτό είναι κάτι που το νιώθει πάντα".
Πέρσι φάνηκε ότι όλο αυτό αλλάζει - ο Σκοτ-Χέρον έβγαλε ένα άλμπουμ με τον σαρκαστικό τίτλο "I'm new here", που χαιρετίστηκε ως ένα αριστουργηματικό comeback. Τελικά ήταν ένα ταιριαστό κύκνειο άσμα, με ένα τραγούδι που αγάπησα, το "I'll take care of you". Δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερο αποχαιρετισμό.
29 Μαΐ 2011
Φέτελ εσύ σούπερσταρ!
Κι εκεί που νόμιζες ότι έχεις δει όλα όσα χρειάζεσαι για να πεισθείς ότι ο Σεμπάστιαν Φέτελ είναι μακράν ο καλλίτερος πιλότος της Formula 1 σήμερα, εκείνος έχει ήδη ξεκινήσει νέο αγώνα: Να σε πείσει ότι είναι και ο καλλίτερος όλων των εποχών. Παραλίγο να τερματίσει νικητής στο Grand Prix του Μονακό συμπληρώνοντας περισσότερους από 61 γύρους πάνω στο ίδιο σετ από λάστιχα. Τελικά πήρε την καρώ σημαία, αλλά δεν ξέρουμε αν θα την κέρδιζε όντως αν έφτανε ως το τέλος, ως τον 78ο γύρο με τα φθαρμένα του Pirelli, εκείνα που φόρεσε μόλις στον 17ο... Γιατί οκτώ μόλις στροφές πριν το φινάλε, ένα τεράστιο ατύχημα (που συνέβη, φυσικά, ακριβώς μπροστά του και με τους δύο που τον κυνηγούσαν -Αλόνσο και Μπάτον- με τα πιο φρέσκα τους λάστιχα να είναι κολλημένοι από πίσω του και να την γλιτώνουν στο τσακ!) έστειλε τον αγώνα σε επανεκκίνηση και τη Red Bull να του φέρνει 4 ολοκαίνουργια λάστιχα από τα pits. Oλοκλήρωσε, έτσι, χωρίς περαιτέρω ενοχλήσεις και άγχος τον πιο συναρπαστικό αγώνα της φετινής σεζόν, αλλά και χωρίς να απαντήσει στο ερώτημα αν είναι ικανός για το ακατόρθωτο. Φαντάζομαι ότι δεν αργεί το Grand Prix όπου θα καταφέρει να το αποδείξει κι αυτό...
Πριν από το "Δέντρο της Ζωής": #1. Badlands
Ο Τέρενς Μάλικ είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Και, όπως όλες οι "ιδιαίτερες περιπτώσεις", όσον αφορά στην 7η τέχνη, είναι από τους πιο αγαπημένους μου σκηνοθέτες. Μαζί με τον Ντέιβιντ Λιντς, τον Γουές Άντερσον, τον Λαρς Φον Τρίερ, τον Κρίστοφερ Νόλαν και τον Γκας Φαν Σαντ στελεχώνει την ομάδα που σκηνοθετεί τα όνειρά μου. Δεν έχω δει ακόμη το (αμφιλεγόμενο, απ' όσο διαβάζω) "Δέντρο της Ζωής". Αλλά με αφορμή αυτήν, τη νέα του ταινία, θα κάνω ξανά ένα πέρασμα από τα ως τώρα αριστουργήματά του...
1973 - Badlands
Tόση βία με τόσο ρομαντικό τρόπο, ούτε η Μέρι Σέλεϊ στον Φρανκενστάιν δεν κατάφερε να καταγράψει. Όχι τυχαία, ο Μάλικ βάζει την 15χρονη Χόλι να διηγείται την ιστορία. Ένα κοριτσάκι, όπως ήταν και η Σέλεϊ. Έχουν γραφεί εκατομμύρια γραμμές για το τι συμβόλιζε η ιστορία της Χόλι και του Κιτ -και όχι άδικα: ο καθένας βρίσκει μέσα της και μια διαφορετική πηγή έμπνευσης. Αυτή είναι και η αξία της ποίησης και ο Μάλικ στο "Badlands" κάνει ακριβώς αυτό. Ποίηση. Για μένα, η ιστορία μιλούσε πάνω απ' όλα για την παιδική επανάσταση, για την περίοδο στη ζωή όλων μας που κάτι πρέπει ν' αλλάξει, αλλά δεν ξέρουμε τι -και το αποζητούμε ακόμη και στα πιο παράλογα πράγματα. Αλλά, σαν παιδιά που είμαστε, κάποια στιγμή βαριόμαστε το καινούργιο μας παιχνίδι, την καινούργια μας απασχόληση, την καινούργια μας διασκέδαση, και αδιαφορώντας για τις συνέπειες, απλά αποχωρούμε προς αναζήτηση μιας νέας.
Το θέμα είναι πότε λήγει η παιδική μας περίοδος. Πότε σταματάμε να ονειρευόμαστε ρομαντικές αποδράσεις και παθιασμένους έρωτες, πότε αρχίζουμε να κάνουμε "το σωστό" και "αυτό που πρέπει" συνειδητά και όχι επειδή μας το ζητά ή το επιβάλλει κάποιος άλλος. Όσοι δεν συγκινήθηκαν καθόλου απ' τις περιπέτειες της Χόλι και του Κιτ είναι πια ώριμοι άντρες και γυναίκες, που έχουν μπει ή που είναι έτοιμοι να μπουν στο επόμενο στάδιο της ζωής τους. Όσοι συνέχισαν να τις σκέπτονται και αφ' ότου έπεσαν οι τίτλοι τέλους, με θετικά συναισθήματα για τους δυο πρωταγωνιστές, παρά τον παραλογισμό και τη βιαιότητα των πράξεών τους, κρύβουν ακόμη ένα παιδί μέσα τους. Είναι τόσο απλοϊκό, αλλά αυτό είναι και το μεγαλείο της ταινίας. Με την πιο απλή αφήγηση και χωρίς καμμία εξήγηση, σε βάζει σε μια διαδικασία να ξεκαθαρίσει μύρια πράγματα που έχουν μπλεχθεί μέσα στο κεφάλι σου.
26 Μαΐ 2011
Επιστροφή στο αστεροσκοπείο
Έχει περάσει ακριβώς ένας μήνας από τότε που κλαιγόμουν πως το 2011 είναι πολύ μέτριο μουσικά. Και ήταν τόσο μικρή και τόσο απογοητευτική η συγκομιδή που πέρασε από τα ηχεία μου έκτοτε, που αποφάσισα να αφήσω κατά μέρος το εβδομαδιαίο φορμά των Δισκοκριτικών για το μήνα Μάιο, να το ξαναγυρίσω σε μηνιαίο, και βλέπουμε από το καλοκαίρι. Το elafini είχε σπεύσει, βέβαια, στο τελευταίο αστροpost μου, να μού προτείνει μερικά ακούσματα που πίστευε ότι θα με συγκινούσαν -και όντως, οι Other Lives έχουν βγάλει ένα πραγματικά σπουδαίο άλμπουμ-, αλλά δεν κατάφερε να μού αντιστρέψει τη γενική γκρίνια. Ένας άλλος λόγος που καθυστέρησα να ανεβάσω δισκοκριτικές στο blog όμως είναι κι αυτός: Πόσο εύκολα, μετά από τις τόσες μάχες που έχω δώσει από εδώ για να πείσω τον κόσμο ότι οι Animal Collective είναι υπερτιμημένοι, θα μπορούσα να παραδεχτώ ότι o Panda Bear έχει βγάλει τέτοια δισκάρα;
Αναγκαστικά θα φορέσω κάποιου είδους απολογητικό ύφος σ' ετούτη την παράγραφο αφού ο Νόα Λένοξ, ο Panda Bear δηλαδή, είναι μέλος των Animal Collective, των οποίων την "εξεπίτηδες δυσκολία" έχω πολλές φορές κράξει από εδώ -και τους οπαδούς τους πολλάκις κατηγορήσει ως "δηθενάκηδες". Η απολογία βέβαια δεν θα διαρκέσει και πολύ. Γιατί ο λόγος που μού αρέσει τόσο πολύ το "Tomboy" και όχι ας πούμε το "Person Pitch" (χάρη στο οποίο είχαν κιτρινίσει από πρόωρη εκσπερμάτιση πολλά σώβρακα προ τετραετίας) είναι ο εξής απλός: Ο Panda Bear εγκαταλείπει επιτέλους τα ανελέητα σαμπλαρίσματα και τις πολύπλοκες σταυροβελονιές μεταξύ τους και δημιουργεί σχετικά εύπεπτη μουσική, ξέρεις, με κιθάρες και ντραμς και άλλα τέτοια κανονικά μουσικά όργανα. Όχι ότι δεν τα επεξεργάζεται όλα αυτά με ένα υποδόριο στρώμα ανιμαλοκολλεκτιβιάδας, αλλά τουλάχιστον το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι αποξενωτικό. Σαν μια πιο ηλεκτρονική εκδοχή των Fleet Foxes, ο Panda Bear μοιάζει να έχει σαν πιο μεγάλη επιρροή τους Beach Boys και αυτό που δημιουργεί το λες και ambient psycho-pop. Κατοικεί περίπου στην ίδια κατηγορία με το "Congratulations" των MGMT, μόνο που, αντικειμενικά, βρίσκεται ένα επίπεδο επάνω.
Panda Bear - Last Night at the Jetty / Benfica (Live)
The Felice Brothers
Celebration, Florida
(Απρίλιος 2011)
Dylanesque with a contemporary twist, αυτό είναι η μουσική των Felice Brothers στο καινούργιο τους πόνημα, για να δείξουμε ότι κατέχουμε και την αγγλικήν. Η πιο συναρπαστική μπάντα της country-folk δεν παίζει πια country-folk, αλλά κάτι καινούργιο, αναπάντεχο, ανεξερεύνητο ακόμη από τα περισσότερα αυτιά, δημιουργώντας έτσι το σπουδαιότερο άλμπουμ της καριέρας της. Και, ναι, η φωνή του Ίαν Φέλις μπορεί να μιμείται εδώ εκείνη του Μπομπ Ντίλαν όσο ποτέ στο παρελθόν, αλλά η συμβολή της στην ιδιοσυγκρασία αυτού του δίσκου είναι σχετικά μικρή. Γιατί δεν συγκρίνεται με τους άλλους άσσους που βγάζουν απ' το μανίκι τους αυτοί που κάποτε είχα χαρακτηρίσει "Κονιτοπουλαίους της Αμερικής": τις επιρροές από το hip-hop και την funk soul, τους εξαιρετικούς στίχους, τη θεατρικότητα όλης της μπάντας που αλλάζει από κομμάτι σε κομμάτι και προσαρμόζεται στις ανάγκες του.
The Felice Brothers - Ponzi
Other Lives
Tamer Animals
(Μάιος 2011)
Nαι, ξέρω, δεν το περίμενες αυτό. Τεσσεράμισι αστεράκια από το πουθενά είναι μεγάλη υπόθεση. Ίσως να πρόσθεσα και μισό μέσα στην απελπισία μου για το μεγάλο άλμπουμ του '11 που ακόμη αρνείται να έλθει. Από την άλλη, οι Other Lives βρίσκονται ακριβώς στη μέση των φετινών O' Death και των φετινών Fleet Foxes, όσον αφορά στο τι μουσική παίζουν (τι παίζουν αυτοί οι δύο; δες εδώ...), και δεν τους λες υποδεέστερους ποιοτικά από τους πρώτους, ούτε από τo προ τριετίας ντεμπούτο των δεύτερων. Άσε που σε ψαρώνουν και με τα όργανα που ορίζουν τον ήχο τους, τα τσέλα, τα βιολιά, τα κλαρινέτα και τα υπόλοιπα πνευστά που αδυνατώ να διακρίνω. Το "Desert" είναι ένα από τα καλλίτερα τραγούδια της χρονιάς, αλλά δεν το βρίσκω στο YouTube. Όχι ότι και τα υπόλοιπα, σαν το "For 12" υστερούν, έτσι;
Other Lives - For 12
Other Lives - For 12
Foo Fighters
Wasting Light
(Απρίλιος 2011)
Είναι το "Wasting Light" ο καλλίτερος δίσκος στην καριέρα των Foo Fighters; Πιθανότατα ναι. Και τότε γιατί του βάζω μόνο τρία αστεράκια; Γιατί ο Γκρολ αξιώθηκε να τον γράψει εν έτει 2011, όταν πια το post grunge είναι ένα είδος μουσικής που εκτίθεται στα μουσεία, μία αίθουσα πιο πέρα από εκεί που έχουν κρεμάσει τις φωτογραφίες του μακαρίτη του Κομπέιν. Tα τραγούδια του είναι πραγματικά καλά, είναι άγρια, κιθαριστικά, γρήγορα, ωμά, γεμάτα, πιασάρικα, ροκάδικα στο έπακρο. Θυμίζουν τις καλλίτερες στιγμές των Soundgarden που ακόμη και τότε που τους έλεγες ηγέτες του grunge εκείνοι ήταν ήδη λίγο πιο post, λίγο πιο meta. Αλλά, σοβαρά τώρα, ποιος ακούει τέτοια μουσική στα '10s; Πόσο κρίμα που το Wasting Light δεν κυκλοφόρησε στο τέλος των '90s... Θα το είχαμε ως σημείο αναφοράς σήμερα. (Η πλάκα είναι ότι οι Foo Fighters κυκλοφόρησαν φέτος κι ένα δισκάκι με διασκευές, το οποίο απόλαυσα πολύ περισσότερο -να δες και πιο κάτω)
Foo Fighters - Rope
TI ΑΛΛΟ ΑΚΟΥΣΑ ΤΟ ΜΑΪΟ:
Foo Fighters - Medium Rare: Kαι μόνο για την άξια αντικατάσταση του σαξοφώνου από την κοφτερή κιθάρα του Γκρολ στο εμβληματικό "Baker Street" του Τζέρι Ράφερτι, αυτό το δισκάκι μού άρεσε περισσότερο από την "κανονική" κυκλοφορία των Foo Fighters... Τριάμισι αστεράκια / Acid House Kings - Music Sounds Better With You: Δεν κάνουν κάτι διαφορετικό από αυτό που έκαναν οι Belle & Sebastian όταν έγιναν μεγάλοι και τρανοί. Και το κάνουν καλά. Αλλά είπαμε: Πρόλαβαν άλλοι. Τριάμισι αστεράκια / CatPeople - Love Battle: Ενδιαφέρουσα indie pop κι εδώ, ντελικάτη και χαρωπή, αλλά με κάπως ενοχλητικά φωνητικά που χαλάνε τελικά τη μαγιά. Τριάμισι αστεράκια / Burial - Street Halo EP: Ένα δείγμα ότι ο μυστήριος κύριος Burial σκοπεύει να ανεβάσει ταχύτητες και να ανοιχτεί στο ευρύτερο κοινό; Το dubstep του γίνεται πια πιο Caribouδίστικο κι εμένα μ' αρέσει. Δεν ξέρω το πρώιμο κοινό του πώς θα δεχτεί αυτήν την έξοδο από την καταχνιά όμως. Τριάμισι αστεράκια / Earth - Angels of Darkness, Demons Of Light, Vol. I: Επαναλαμβανόμενο και εξαιρετικά κουραστικό post rock. Μόνο για όσους έχουν δοκιμασμένες αντοχές. Δύο αστεράκια / Tim Hecker - Ravedeath, 1972: Η νέα εμμονή του Πίτσφορκ είναι ένας μουσικός που έχει ήδη διαγράψει την πορεία του μέσα στα '00s ως μια νεότερη εκδοχή του Μπράιαν Ίνο και που σ' αυτό το άλμπουμ καταφέρνει να είναι ως και εκνευριστικός με την απουσία ζωής στον ήχο του. Δύο αστεράκια / Esben & The Witch - Violet Cries: Στον δρόμο που χάραξε η Bat For Lashes και η Zola Jesus, έρχεται να χορτάσει κι αυτό τη δίψα μας για βιολετί goth. Τριάμισι αστεράκια / Paul Simon - So Beautiful Or So What: Είναι τυπικός, παλιός Πωλ Σάιμον, αλλά ξέρει να κάνει αυτό που κάνει καλλίτερα από τοςυς περισσότερους. Εδώ μέσα έχουν χωρέσει πολύ δημιουργικά τα αφρικανικά στοιχεία και γενικά το global folk και το άλμπουμ ακούγεται τόσο ευχάριστα όσο πολύ λίγα άλλα φέτος. Τριάμισι αστεράκια.
Paul Simon - So Beautiful Or So What
Μαροκινό τρανς και ελληνοϊσπανική επανάσταση
Την πρόπερασμένη Κυριακή συνόδευσα τη Β. σε μια ακόμη παράσταση χορού. Σε κάτι που ξεκινάει με το τρομακτικό "Τα Μπαλέτα τάδε (της Ισπανίας, εν προκειμένω) παρουσιάζουν..." και καταλήγει σε μια αίθουσα όπου η αναλογία γυναικών-ανδρών είναι πιο εντυπωσιακή κι από εκείνη που ζούσα στα αμφιθέατρα του Καποδιστριακού, όταν σπούδαζα κλασσική φιλολογία. Η παράσταση δόθηκε στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών όπου δεν είχα αξιωθεί να ξαναπάω, οπότε μέχρι να ξεκινήσει είχα και αυτό το πρόσθετο ενδιαφέρον, της εξερεύνησης και του εντυπωσιασμού από το χώρο.
Και μετά ήλθαν οι πρώτες νότες του "Gnawa" και χάθηκα στο μαροκινό τρανς. Τα Μπαλέτα της Ισπανίας (πιο σωστή μετάφραση στο εισιτήριο θα ήταν βέβαια το "η εθνική ομάδα χορού") μάς έφεραν τρεις χορογραφίες του Νάτσο Ντουάτο, που -απ' ότι διαβάζω και απ' ότι κατάλαβα, παρά τις ταπεινές μου γνώσεις περί χορού, στη συνέχεια- είναι πολύ σπουδαίος σε αυτό που κάνει. Ο Ντουάτο γεννήθηκε στην Βαλένθια, που, ως γνωστόν, έχει τεράστια επιρροή στην κουλτούρα της από τη Βόρεια Αφρική, και η πρώτη από τις τρεις χορογραφίες της Κυριακής ήταν το μυστηριακό "Gnawa", με κυρίαρχα τα μαροκινά στοιχεία στη μουσική.
Και μετά ήλθαν οι πρώτες νότες του "Gnawa" και χάθηκα στο μαροκινό τρανς. Τα Μπαλέτα της Ισπανίας (πιο σωστή μετάφραση στο εισιτήριο θα ήταν βέβαια το "η εθνική ομάδα χορού") μάς έφεραν τρεις χορογραφίες του Νάτσο Ντουάτο, που -απ' ότι διαβάζω και απ' ότι κατάλαβα, παρά τις ταπεινές μου γνώσεις περί χορού, στη συνέχεια- είναι πολύ σπουδαίος σε αυτό που κάνει. Ο Ντουάτο γεννήθηκε στην Βαλένθια, που, ως γνωστόν, έχει τεράστια επιρροή στην κουλτούρα της από τη Βόρεια Αφρική, και η πρώτη από τις τρεις χορογραφίες της Κυριακής ήταν το μυστηριακό "Gnawa", με κυρίαρχα τα μαροκινά στοιχεία στη μουσική.
Στην πορεία έμαθα ότι το Gnawa δεν είναι απλά το όνομα που έδωσε ο Ντουάτο στην παράστασή του, αλλά είναι όντως ένα είδος παραδοσιακής μουσικής που παίζεται στο Μαρόκο και στη νοτιοδυτική Αλγερία, εκεί στην οροσειρά του Άτλαντα. Δεν ήταν τυχαίο, λοιπόν, που μού θύμιζε τόσο έντονα κάτι από ένα προ πενταετίας ταξίδι μου στο Μαρακές και μια διανυκτέρευση σε ένα "χωριό" από σκηνές κάπου στην αρχή της Σαχάρας, γύρω γύρω από μια πλατεία από χαλιά, πάνω στα οποία οι Βέρβεροι έπαιζαν με τα περίεργα όργανά τους. Εκείνο το βράδυ ήμουν αφάνταστα κουρασμένος για να κάτσω να τους ακούσω πάνω από ένα τραγούδι και αποσύρθηκα στη σκηνή μου και στα τεράστια σκαθάρια που μού έκαναν παρέα στον ύπνο μου. Διαβάζοντας τώρα για την Gnawa, συνειδητοποιώ πως η έννοια "ένα τραγούδι" είναι έτσι κι αλλιώς σχετική, αφού αυτό το ένα τραγούδι μπορεί να διαρκέσει ολόκληρες ώρες -είναι ένα απίστευτο τρανς ρυθμών και μελωδιών που εναλλάσσονται και συμπληρώνουν η μία την άλλην.
Όλα τα παραπάνω θα έχουν συγκινήσει σίγουρα το ταγαροφόρο αναγνωστικό κοινό του ΠΠC (που είμαι σίγουρος ότι υπάρχει, παρ' ότι έχουμε καταβάλει αρκετές προσπάθειες με τον Mr. Arkadin να το διώξουμε μακριά) και η αλήθεια είναι όντως ότι η μουσική αυτή ταιριάζει τέλεια με τη φούντα (όπως ήταν και το πρώτο σχόλιο του Mr. Arkadin όταν τον ρώτησα για τη gnawa), την ακτιβιστική αμπελοφιλοσοφία και γενικά την je m' en fous στάση ζωής που διακόπτεται μόνο από καμμιά συμμετοχή στις πορείες του Τσίπρα στο κέντρο, με μια θολή εικόνα του λόγου της διαδήλωσης. Η αλήθεια είναι ότι η ιστορία με τις σκηνές στην έρημο ήταν μεν γραφική, αλλά πάνω απ' όλα ταλαιπωρία (σε αντίθεση με άλλα "παραδοσιακά" πράγματα που έκανα στο Μαρακές, όπως π.χ. να φάω ψάρι με τα χέρια σ' ένα πάγκο στην Τζεμάα ελ Φνα παρέα με τους μικροπωλητές, τους μονόφθαλμους ζητιάνους, τους φακίρηδες και τις κόμπρες τους). Aλλά αλήθεια είναι ότι με την "Gnawa" του Ντουάτο ενθουσιάστηκα -και συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν μόνο η χορογραφία, αλλά κυρίως η μουσική που έβγαλε μια τόσο όμορφη διάθεση μέσα από την ψυχή μου.
Γιατί τα γράφω τώρα αυτά; 'Ελα ντε, δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος. Μάλλον επειδή έχω καιρό να γράψω κάτι στο μπλογκ και έψαχνα μια αφορμή για να ανεβάσω το βιντεάκι με κάποια στιγμιότυπα από το "Gnawa" που αμέλησα να ανεβάσω όταν το είδα. Και ποια καλλίτερη αφορμή από την "ελληνοϊσπανική επανάσταση" που βιώνουμε μέσω πλατειών και social media τις τελευταίες ημέρες και που, φαντάζομαι, συγκινεί το σαλβαροσάνδαλο κοινό μας ακόμη περισσότερο κι από τις καστανιέτες κρακάμπ που κρατούν το ρυθμό στη gnawa...
Αγρανάπαυση
Αν δεν είχε ανεβάσει ο Homo Ludens το αμέσως προηγούμενο διαφημιστικό/φιλανθρωπικό/ποδολαγνικό βιντεάκι, θα νόμιζε κανείς πως μετά τον θάνατο του Βέγγου, αυτό το μπλογκ έχει χάσει την θέληση να υπάρχει - κάτι που θα ήταν ποιητικό μεν, και κάπως ταιριαστό με την αισθητική/φιλοσοφία μας, αλλά δυστυχώς δεν είναι αλήθεια. Έχουμε ήδη πάρει τον δρόμο της επιστροφής.
11 Μαΐ 2011
3 Μαΐ 2011
Θου Βου, ο Έλληνας που αφήσαμε πίσω
Όλοι βάζουν εικόνες του Βέγγου από τα ώριμά του χρόνια. Δεν ταιριάζει ο θάνατός του, μοιάζουν να λένε, με τον Θου Βου. Όταν αποδημείς για τον άλλο κόσμο, φεύγεις σοβαρός, γεμάτος εμπειρίες, σοφός, δεν φεύγεις με γκριμάτσες και καρατιές στον αέρα. Βλακείες. Εγώ θα ανεβάσω μια φωτογραφία του Θανάση Βέγγου από τον "Φανερό Πράκτορα 000". Γιατί αυτή θα είναι η εικόνα του Βέγγου που θα θυμάμαι για πάντα, ακόμη κι όταν φθάσω κι εγώ, αν φθάσω ποτέ, τα 84, τα χρόνια που έζησε ο σημαντικότερος Έλληνας ηθοποιός -για να μην πω καλλιτέχνης, γενικά- της εποχής μας. Για την ιδιοφυία της υποκριτικής του τέχνης τά 'χουν γράψει άλλοι, τα έχουν αναλύσει τόσο διεξοδικά που δεν έχει κανένα νόημα -δεν έχω εξ άλλου και όρεξη να το κάνω, μετά τα σημερινά νέα- να αναλύσω το γιατί τον θεωρώ τόσο σπουδαίο.
Το μόνο που θέλω να πω εδώ είναι ότι ο θάνατος του Βέγγου μοιάζει ξαφνικά με συμβολισμό. Αύριο - μεθαύριο, εφημερίδες και τηλεοπτικά περιοδικά θα σπεύσουν να τον εκμεταλλευθούν κομματάκι, για ν' ανεβάσουν τις υποτυπώδεις τους πια πωλήσεις, συμπληρώνοντάς τις με DVD με τις ταινίες του. Αλλά δεν θα γελάσουμε με όλη μας την ψυχή όταν ακούσουμε το "ήσυχο, ήσυχο το ποταμάκι, γοργοκυλάει το γαλάζιο του νεράκι", όταν ο Βέγγος ξαναουρλιάξει "Λέεεεεπουρα" πάνω στο μηχανάκι, όταν μεριάσει τα σκουπίδια για να φιλήσει το "χώμα της πατρίδας μου, χώμα ελληνικό". Θα σκάσουμε ένα χαμόγελο, αλλά το μυαλό μας θα γεμίσει μάλλον με περισσότερες έγνοιες, παρά θα καθαρίσει έστω και για λίγο. Γιατί ο Θου Βου τον είχε προβλέψει όλον αυτόν τον καημό που ζούμε τον τελευταίο καιρό -ήταν θεμελιώδες συστατικό του έργου του. Και το ότι μας άφησε τώρα, στην πιο δύσκολή μας στιγμή, είναι σαν να θέλει κάτι να μας πει. Ότι αυτόν τον Έλληνα, τον αθώο, τον φιλότιμο, τον ακέραιο, τον σκοτώσαμε εμείς. Δεν το θέλαμε ποτέ. Ή μάλλον τον θέλαμε μόνο για να διασκεδάζουμε. Για να γελάμε με τα καμώματά του. Για να του ρίχνουμε καμμιά φάπα και να ξεσπάμε. Εμείς θέλαμε να γίνουμε κάτι άλλο.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)