9 Νοε 2012

Countdown to 007: Skyfall


Είναι τελικά το "Skyfall" η καλλίτερη ταινία James Bond όλων των εποχών;

Αν εκτίμησες την εξαντλητική τζεϊμσμποντολογία αυτού εδώ του blog και θες να διαβάσεις την άποψή μου για το θέμα, ορίστε:

Το "Skyfall" είναι μεν η καλλίτερη ταινία που έχει γυριστεί με ήρωα τον James Bond, αλλά δεν είναι η καλλίτερη ταινία James Bond που έχει γυριστεί ποτέ. Ελπίζω να μη με χάνεις...

(Ακολουθούν spoilers)

Ο Μέντες, δηλαδή, κάνει μια άψογη δουλειά ως σκηνοθέτης και γυρίζει μια αστυνομοκατασκοπική περιπέτεια (και πολεμική ώρες ώρες) που όμοιά της δεν έχεις ξαναδεί, τόσο σε ατμόσφαιρα όσο και σε δράση. Αλλά την τεμαχίζει με το νυστέρι, θέλοντας να αφήσει την προσωπική του σφραγίδα με τρόπο που θα συζητιέται στην 100η επέτειο των ταινιών του James Bond, το 2062.

Την κόβει σε τρία μέρη: Στην προ τίτλων σκηνή του προλόγου, όπου εξαντλεί όλες του τις υποχρεώσεις απέναντι στον ήρωα, όπως τις έχει θέσει ο ως τώρα κανόνας των προηγούμενων 22 ταινιών. Με μια σκηνή καταδίωξης στην Κωνσταντινούπολη, βγαλμένη από τις πιο γεμάτες ταινίες του Ρότζερ Μουρ και με περισσότερη coolness απ' όση χάρισε ποτέ στον ήρωα ο Σον Κόνερι και ο Πιρς Μπρόσναν, ο Μέντες σε κάνει να πιστεύεις στα πρώτα λεπτά της ταινίας ότι στο "Skyfall" θα τα δεις όλα και θα χαμογελάς πονηρά με το πόσες φορές θα σου "κλείσει το μάτι". Στην τελευταία, όμως, σεκάνς του προλόγου στα ανατρέπει: Δεν έχεις δει ακόμη τίποτε!

Σκοτώνοντας τον Bond, σκοτώνει και ό,τι έχτιζες στο μυαλό σου μέχρι εκείνη την στιγμή. Και αυτό που ακολουθεί, στο β' μέρος, είναι μια καλοδομημένη περιπέτεια που από τη μία αγνοεί (επιδεικτικά, σε βαθμό που τελικά να σε κάνει να τα ψάχνεις και να αναφωνήσεις "επιτέλους", όταν σηκώνεται η γκαραζόπορτα της Aston Martin) τα στοιχεία - φετίχ των ως τώρα ταινιών του 007. Τα κορίτσια -αν και ανεβάζει τον σεξομετρητή κατά 3- είναι λίγα και ανεπαρκή (θα ξέρεις ήδη ότι η Τόνια Σωτηροπούλου παίζει μόλις 7 δευτερόλεπτα και ότι η Μπερενίς Μαλρό δεν έχει καμμία σχέση με τη λάμψη της Έβα Γκριν), τα ποτά περιορίζονται στο κούνημα ενός σέικερ σ' ένα καζινό του Μακάου, τα αυτοκίνητα είναι σχεδόν ανύπαρκτα, το στυλ δεν τονίζεται πουθενά.

Ο Μέντες έχει στα χέρια τους τέσσερις υπέροχους ηθοποιούς, τον Ντάνιελ Κρεγκ, τον Χαβιέ Μπαρδέμ, τον Ρέι Φάινς και την Τζούντι Ντεντς και τους δίνει ένα πεδίο για να ξετυλίξουν το τεράστιο ταλέντο τους, χωρίς να τους πνίγει με τζεϊμσμποντικές εμμονές.

Και αφού σ' αυτό το β' μέρος ξεμπερδεύει και με το θέμα της υπερπαραγωγής που πρέπει να είναι μια ταινία James Bond (με τους ουρανοξύστες της και τους εντυπωσιακούς θανάτους της και τα νησιά των κακών της) και κάνει άνω-κάτω ολόκληρο το Λονδίνο και την ΜΙ6, αλλάζει και πάλι σκηνικό και με το γ' μέρος σε στέλνει πίσω στο 1962, εκεί που ξεκίνησαν όλα.

Η μόνη του, όμως, αναφορά στο παρελθόν του James Bond είναι η Aston Martin DB5 που έρχεται να κάνει την σύνδεση. Όλα τα υπόλοιπα είναι νέα στοιχεία: Το σπίτι όπου μεγάλωσε ο ήρωας, πρόσωπα και μνήμες από τα παιδικά του χρόνια και ένας κακός που δεν θέλει πια αυτόν... Σαν μια ταινία μέσα στην ταινία, σαν ένα όνειρο που φέρνει και την κάθαρση.

Με το γ' μέρος του "Skyfall", τον θάνατο της Μ και την εμφάνιση της Μις Μανιπένι, ολοκληρώνεται η τριλογία που ξεκίνησε με το "Casino Royale" και μας επανασύστησε τον ήρωα. Έτσι, λοιπόν, γεννήθηκε ο θρύλος του 007... Από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, από μπόλικο εγωισμό και από μια σχέση σχεδόν εξάρτησης με την προϊσταμένη του.

Ο Μέντες διαχειρίζεται αριστουργηματικά όλα τα στοιχεία που είχε στα χέρια του και αφήνει όντως την προσωπική του σφραγίδα (είναι, άλλωστε, ο πιο σπουδαίος από όλους τους σκηνοθέτες που δούλεψαν ποτέ με τον 007), αλλά είναι τόσο έντονη η σφραγίδα αυτή, που τελικά δυσκολεύεσαι να πεις το "Skyfall" μια τυπική ταινία Bond, παρά τις αναφορές του στις προηγούμενες και παρά την παρέλαση όλων των αρχετυπικών ηρώων τους (βλ. επιστροφή του Q). Και το τυπικότατο μποντοτράγουδο της Adele δεν καλύπτει το κενό, εννοείται.

Τώρα, όμως, που τελειώσαμε με τις συστάσεις, που γνωρίσαμε το νέο, πιο σκοτεινό, πιο λιγομίλητο Bond, τι μένει; Τι θα δούμε στη συνέχεια; Θα επιστρέψει το χιούμορ, το φλέγμα, ο κυνισμός; Νομίζω πως όχι, τουλάχιστον όσο τον ήρωα υποδύεται ο Κρεγκ. Αλλά δεν θα μού φαινόταν και καθόλου απίθανο να αναλάμβανε άμεσα ένας νέος ηθοποιός το ρόλο και να ξανασύστηνε τον ήρωα από την αρχή με τον τρόπο που το έκανε ο Μουρ στο "Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν", ο Μπρόσναν στο "Goldeneye" και ο Κρεγκ με τις 3 του ταινίες. Δύσκολο, αλλά όχι απίθανο. Γιατί αυτό που θέλει ο κόσμος από έναν action hero αλλάζει πολύ πιο γρήγορα όσο περνούν τα χρόνια.


1 σχόλιο:

Stratos Bacalis είπε...

Μια που υπέγραψε για 2 ταινίες ακόμη ο Ντάνιελ, θα αργήσει να "επανασυστήσει" τον Μποντ άλλος ηθοποιός. Ευτυχώς κιόλας, μια χαρά τα πάει ετούτος.