24 Φεβ 2013
Αυτοί που πήραν το "λάθος" Όσκαρ
Λατρεύω τις ατάραχες, κυνικές, αψεγάδιαστες ερμηνείες του Christoph Waltz. Και χαίρομαι πάρα πολύ που είναι το μεγάλο φαβορί για το Όσκαρ Β’ ανδρικού ρόλου φέτος, ως Dr. Schultz στο “Django Unchained”. Θα χαρώ ακόμη περισσότερο αν το πάρει κιόλας. Αλλά μετά από χρόνια, το μόνο που θα θυμάμαι –γιατί είμαι τέτοιο, ψυχαναγκαστικό άτομο- θα είναι ότι θα έχει πάρει το λάθος Όσκαρ. Διότι ο ρόλος του dr. Schultz σόρι αλλά δεν είναι Β’. Eίναι πρωταγωνιστικός!
Κι αυτό το μπέρδεμα με το τι εστί πρωταγωνιστής και τι Β’ δεν είναι σπάνιο φαινόμενο στα Oscars. Ευτυχώς τις περισσότερες φορές –ίσως ακριβώς επειδή δεν είναι ευδιάκριτο το σε ποια κατηγορία πρέπει να πάει ο υποψήφιος, είτε γιατί δεν είναι τόσο ουάου για να τον πεις πρωταγωνιστή, είτε γιατί είναι μεν Β’, αλλά πιο σημαντικός από τον Α’- το Όσκαρ πάει κάπου αλλού και ξεχνάμε το όλο μπέρδεμα. Τι γίνεται όμως με τις περιπτώσεις εκείνες που κερδίζει ο λάθος ρόλος; Τις μαζεύουμε και τις κάνουμε λίστα:
Louise Fletcher – «Στη Φωλιά του Κούκου»
Συγκλονιστική ερμηνεία, δεν λέω, και τη θυμάμαι ακόμη. Αλλά ο ρόλος της ήταν ξεκάθαρα υποστηρικτικός. Νομίζω ότι είναι το κλασσικότερο παράδειγμα ηθοποιού που έπαιξε τόσο καλά, ώστε ανάγκασε την Ακαδημία να την αναβαθμίσει κατηγορία. Στην απονομή των Oscars το 1976, βέβαια, υπήρχε και το πρόσθετο πρόβλημα ότι γενικά δεν είχαν κάνει την εμφάνισή τους μεγάλες γυναικείες ερμηνείες σε πρωταγωνιστικούς ρόλους. Στη «Φωλιά του Κούκου» δεν υπήρχε άλλη γυναίκα με τόσο σημαντικό ρόλο όσο της αρχινοσοκόμας Ratched, οπότε το όλο πράγμα ήλθε κι έδεσε.
Anthony Hopkins – «Η σιωπή των αμνών»
Το ξέρω ότι είσαι έτοιμος να μου εξαπολύσεις ό,τι υπάρχει αυτή την στιγμή μπροστά σου και να βάλεις το Jumping Fish στη μαύρη σου λίστα, αλλά άκουσον μεν, πάταξον δε. Ο σπουδαίος Hannibal Lecter του Anthony Hopkins εμφανίζεται συνολικά στην ταινία λίγο πάνω από ένα τεταρτάκι της ώρας. Ναι, η ερμηνεία άξιζε Όσκαρ, αλλά δεν θα έπρεπε να είναι Α’ ανδρικού ρόλου...
Nicole Kidman – «Οι Ώρες»
Όπως θα θυμάσαι, δεν υπήρχε βασική πρωταγωνίστρια στις «Ώρες». Και οι τρεις τους (Nicole Kidman, Julianne Moore, Meryl Streep) μοιράζονταν 3 ιστορίες. Η κάθε μία ήταν πρωταγωνίστρια στην δική της μεν, αλλά αυτό αφορούσε το εν τρίτο της ταινίας.
Tatum O’Neal – «Paper Moon»
Πήρε Όσκαρ Β’ γυναικείου ρόλου αν και πρωταγωνιστούσε στην ταινία. Γιατί; Μα επειδή δεν ήταν ακριβώς... γυναικείος ο ρόλος της. Και γιατί δεν υπάρχει Όσκαρ «παιδικού» ρόλου. Η Tatum O’Neal ήταν 11 ετών το 1974, όταν έπαιξε στο «Paper Moon», ενώ ο ρόλος της μικρής Addie που υποδύθηκε ήταν ενός ακόμη μικρότερου σε ηλικία κοριτσιού. Παρ’ όλ’ αυτά δεν παύει να είναι πρωταγωνιστικός και όχι Β’.
Jessica Lange – «Tootsie»
Πώς να δώσεις το Όσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου στην πρωταγωνίστρια του «Tootsie», όταν στην ουσία τον Α’ γυναικείο ρόλο στην ταινία τον παίζει ο Dustin Hoffman; Η μόνη λύση είναι να υποβιβάσεις σε Β’ την γυναίκα πρωταγωνίστριά σου. Τουλάχιστον η Jessica Lange κάτι πήρε στο τέλος.
Marisa Tomei – «Μy Cousin Vinnie»
Η αλήθεια είναι ότι αν η Marisa Tomei πήγαινε ως υποψήφια εκεί που έπρεπε όντως να πάει (Α’ γυναικείου ρόλου), δεν θα είχε καμμία τύχη. Το 1993 ήταν ακόμη μια νεαρή ομορφούλα κωμικός που έπαιζε σε σαπουνόπερες. Τι πιθανότητες είχε κόντρα στην Emma Thompson του “Howard’s End”, την Catherine Deneuve της “Ινδοκίνας” ή τις Michelle Pfeiffer και Susan Sarandon; Ακόμη και το Όσκαρ Β’ γυναικείου ρόλου που πήρε ήταν μια έκπληξη για εκείνη τη χρονιά. Αλλά η ερμηνεία της ήταν πρωταγωνιστική 100%.
David Niven – «Separate Tables»
Άλλη μια σπονδυλωτή ταινία χωρίς σαφή πρωταγωνιστή, που όμως κέρδισε Όσκαρ Α’ ρόλου, ήταν το “Separate Tables” του 1958 και τυχερός ο David Niven. Ισχύει και εδώ ακριβώς ό,τι είπαμε για τις «Ώρες» και τη Nicole Kidman.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
23 Φεβ 2013
Τελικά πώς θα είναι το Playstation 4;
Ας κάνουμε ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο, εκεί προς τα τέλη του 2005. Το Playstation 2 είναι η απόλυτη παιχνιδομηχανή. Τόσο απόλυτη που έλεγες «αυτά δεν μπαίνουν ούτε στο πλέιστέσιο» (αναφερόμενος προφανώς σε κάποιο απίθανο γκολ που ανάλογό του δεν μπορούσαν να σκοράρεις ούτε στο FIFA Soccer) και εννοούσες και την κονσόλα της Sony, αλλά και το μαύρο Xbox της Microsoft και, γενικά, ο,τιδήποτε αφορούσε σε μηχανή που έπαιζε ηλεκτρονικά παιχνίδια.
Οι Γιαπωνέζοι ετοιμάζουν το διάδοχο αυτής της κατάστασης, αυτό που έχουν σκοπό να πουν PS3 και να περιέχει τα πιο απίστευτα tech specs της ιστορίας και, κυρίως, αυτό που ήταν τόσο μα τόσο μπροστά από την τότε εποχή του, έναν BluRay disc player. Μόνο που το όλο πράγμα συνεχώς καθυστερεί, το BluRay βγάζει προβληματάκια, κρατώντας πίσω το λανσάρισμα του πιο πολυαναμενόμενου gadget της ιστορίας και, ξαφνικά, το Νοέμβριο εμφανίζεται η Microsoft με την επόμενη γενιά της δικής της κονσόλας και φέρνει τα πάνω κάτω.
Το Xbox 360 δεν παίζει BlueRay, αλλά ποιος νοιάζεται; Αυτό που ενδιαφέρει τους gamers ανά τον κόσμο είναι πόσο ανώτερο είναι σε σχέση με την προηγούμενη γενιά παιχνιδομηχανών, πόσο γρήγορα οι developers παρουσιάζουν τα πρώτα παιχνίδια που κάνουν 100% χρήση των δυνατοτήτων του με εντυπωσιακότατα αποτελέσματα (κυρίως στα γραφικά) και πόσο οικονομική τιμή έχει για όσα προσφέρει.
Τελικά το PS3 θα παρουσιαστεί ένα χρόνο αργότερα, το Νοέμβριο του 2006. Αλλά αυτοί οι 12 μήνες καθυστέρησης ήταν παραπάνω από αρκετοί για να αλλάξει η λέξη στα χείλη μας και από «πλέιστέσιο» να γίνει «εξμπόξ».
Επιστροφή στο παρόν και στο λυσσασμένο 2013, κατά τα Χριστούγεννα του οποίου έχουν υποσχεθεί οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι ότι θα λανσάρουν τις νέες τους παιχνιδομηχανές. Η Sony θέλει να δείξει ότι δεν θα την ξαναπατήσει όπως το 2005. Ότι σ’ αυτόν τον αγώνα δρόμου μπορεί να βγει πρώτη. Και χθες το βράδυ, στη Νέα Υόρκη, προχώρησε σε μια κίνηση που θα μπορούσε να θεωρηθεί ματ, αν...
...αν τελικά αποκάλυπτε ολόκληρο το νέο Playstation 4 και όχι μόνο το χειριστήριό του. Τέλος πάντων, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι, αφού το μόνο που δεν μας έδειξαν οι Ιάπωνες είναι το πώς θα δείχνει το κουτί της νέας τους κονσόλας. Αποκάλυψαν όλα του τα μυστικά και υποσχέθηκαν ότι το χειμώνα θα είναι όντως έτοιμη.
Τι θα περιέχει; Μια μηχανή τόσο δυνατή που τα επόμενα παιχνίδια θα έχουν γραφικά εντελώς αληθοφανή. Στην καρδιά της κονσόλας βρίσκεται ένας οκταπύρηνος επεξεργαστής X86 AMD "Jaguar" και μια κάρτα γραφικών 1.84 Teraflop AMD Radeon, που παρέα με τη γρήγορη μνήμη GDDR5 χωρητικότητας 8 GB υπόσχονται παρανοϊκές επιδόσεις σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο καταναλωτικό μηχάνημα κυκλοφορεί στην αγορά. Αν υπολογίσει κανείς ότι αυτό το πράγμα θα το αγοράζει για κάπου 300 ευρώ, θα αρχίσει να σκέφτεται τρόπους να το μετατρέψει στο οικιακό του PC. Στα υπόλοιπα χαρακτηριστικά θα βρει κανείς blue-ray DVD (φυσικά), τρεις θύρες USB 3.0, συνδέσεις 802.11 b/g/n Wi-Fi και Ethernet, Bluetooth 2.1, θύρες HDMI, αναλογική AV-out, και optical digital audio out. To PS4 θα έχει και σκληρό δίσκο, αλλά η χωρητικότητά του δεν έγινε γνωστή χθες.
Το νέο κοντρολάκι, αντιθέτως, όχι μόνο περιγράφηκε όσον αφορά τα tech specs του, αλλά παρουσιάστηκε κανονικά, δηλαδή το είδαμε, δηλαδή δεν είναι φάντασμα σαν το κουτί της κονσόλας. Μοιάζει με το παλιό, καλό χειριστήριο των ως τώρα Playstations, αλλά σ’ αυτό έχει προστεθεί ένα trackpad, ένα κουμπί για sharing, μια θύρα miniUSB κι άλλα τέτοια ωραία.
Για όποιον απορεί για το share button, ας μην ξεχνά ότι τα πιο απολαυστικά παιχνίδια είναι αυτά που παίζονται online και ότι κονσόλες σαν το PS4 δεν είναι αποκλειστικά παιχνιδομηχανές πια. Η Sony, μάλιστα, εξαγόρασε πρόσφατα την Gaikai, που είναι το δικό της αντίστοιχο του iCloud της Apple, και που θα αποτελέσει τη βάση για το δίκτυο των χρηστών του PS4.
Η εκδήλωση τελείωσε, παρουσιάστηκαν και μερικά πρώτα παιχνίδια, για να φανεί η ανωτερότητα των γραφικών της νέας μηχανής (είναι νωρίς, βέβαια, ακόμη για να κλέψει τις εντυπώσεις), αλλά τελικά η απορία έμεινε: Με τι θα μοιάζει το νέο Playstation; Είναι πολύ πιθανό πρώτα να μάθουμε πώς θα δείχνει ακριβώς το νέο Xbox, αφού η Microsoft έχει σκοπό να κάνει πλήρη –όχι μισή σαν της Sony- αποκάλυψη τον Ιούνιο. Και μετά, θα μπουν τα δυο τους στη τελική ευθεία για να προλάβουν τα χριστουγεννιάτικα ψώνια του 2013. Αν κάποιος από τους δύο δεν τα καταφέρει, οι συνέπειες θα είναι παρόμοιες με εκείνες που υπέστη η Sony στην προηγούμενη κούρσα, του 2005. Αλλά λογικά, τώρα πια το πάθημα έχει γίνει μάθημα.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
Αυτοί που έπρεπε να πάρουν το Όσκαρ και δεν ήταν καν υποψήφιοι...
Έχοντας την πολυτέλεια να διαβάζεις τις λίστες με τις βραβεύσεις μετά από χρόνια, όταν η Iστορία έχει δείξει ποια ταινία ή ποια ερμηνεία χάθηκε στη λήθη και ποια συνεχίζει να αποθεώνεται μέχρι και σήμερα, μπορείς εύκολα να συντάξεις μια λίστα σαν αυτή που ακολουθεί. Αλλά δεν θέλω να παρεξηγηθώ από τα μέλη της Ακαδημίας. Ξέρω πολύ καλά ότι η εκάστοτε βράβευση γίνεται υπό την πίεση χιλιάδων παραγόντων. Το momentum, το ποιοι είναι οι αντίπαλοι στην ίδια κατηγορία, το αν ο υποψήφιος έχει αδικηθεί ή υπερεκτιμηθεί στο παρελθόν, το ποια είναι η τρέχουσα μόδα στον κινηματογράφο, όλα αυτά παίζουν το ρόλο τους.
Το να κατηγορεί κανείς όσους ψήφισαν για τα Όσκαρ μετά από δεκαετίες για το ότι δεν κατάλαβαν πόσο επιδραστική θα ήταν η τάδε σκηνοθεσία για το δείνα κίνημα που γεννήθηκε 100 χρόνια μετά, είναι κομματάκι άδικο. Γι’ αυτό και στην δεκάδα που ακολουθεί δεν θα κάνω σχόλια για τους νικητές. Μόνο θα υπενθυμίσω γιατί αυτοί οι 10 είναι (τόσο, μα τόσο) αδικημένοι:
Anthony Perkins – Α’ ανδρικός στο «Ψυχώ»
Το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου εκείνη τη χρονιά πήγε στον Burt Lancaster για το “Elmer Gantry” και όχι στον Perkins και στην πρωτοποριακή του ερμηνεία στο ρόλο του Norman Bates. Μπήκε τόσο πολύ στο πετσί του χαρακτήρα του, που άλλαξε τον τρόπο που οι ηθοποιοί του Χόλιγουντ άρχισαν να προσεγγίζουν τους ρόλους τους στο εξής. Αλίμονο, όμως, δεν προτάθηκε καν ως υποψήφιος. Η ταινία προτάθηκε για 4 άλλα βραβεία, αλλά δεν πήρε κανένα.
James Stewart – A’ ανδρικός ρόλος στον «Δεσμώτη του Ιλίγγου»
Δεν προτάθηκε καν. Κι ας ήταν η πρώτη του ερμηνεία που ξέφευγε από το κάπως ανάλαφρο, κάπως αφελές ύφος που είχε υιοθετήσει στις ως τότε μεγάλες του επιτυχίες. Κι ας ήταν ο ρόλος που απέδειξε (να ‘ναι καλά ο Alfred Hitchcock που τον επέλεξε) ότι ερμηνευτική γκάμα του Stewart ήταν αστείρευτη. Κι ας ήταν μια από τις κορυφαίες ταινίες του κορυφαίου σκηνοθέτη όλων των εποχών. Η ίδια η ταινία προτάθηκε (και έχασε) μόνο στις κατηγορίες του ήχου και της καλλιτεχνικής διεύθυνσης. Το Όσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου ο 1959 πήγε στον David Niven για το “Separate Tables”.
Cary Grant – B’ ανδρικός στο «The Philadelphia Story»
Το 1941, το Α’ ανδρικού το πήρε ο James Stewart για έναν από τους πιο κλασικούς (και πιο κλισέ) ρόλους της ζωής του, αλλά ο συγκλονιστικός Cary Grant, πιο αντισυμβατικός (και κομψός) από ποτέ, παρ’ ότι εμφανίζεται το ίδιο με τον Stewart στην ταινία, αγνοήθηκε από την Ακαδημία. Δεν προτάθηκε καν για τα Όσκαρ.
Ingrid Bergman – Α’ γυναικείος για το «Casablanca»
Ναι, δεν προτάθηκε καν. Όχι, δεν είναι και τόσο παράλογο. Την ίδια χρονιά (το 1941) ήταν υποψήφια στην ίδια κατηγορία για το «Για Ποιον Χτυπάει η Καμπάνα;» και εκείνα τα χρόνια η Ακαδημία δεν επέτρεπε το ίδιο πρόσωπο να παίζει σε διπλό ταμπλό. Δεν το κέρδισε, πάντως, ούτε για την άλλη ταινία (που είχε δώσει στην Κατίνα Παξινού το Β’ Γυναικείου). Το πήρε η Jennifer Jones για το “The Song of Bernadette”.
John Cazale – B’ ανδρικός για το «Νονός 2»
Ο άνθρωπος που οι ταινίες στις οποίες έπαιξε προτάθηκαν (όλες) για το Καλύτερης Ταινίας (εντάξει, 5 ήταν όλες κι όλες) δεν ήταν ποτέ υποψήφιος για κάποιο Όσκαρ. Ούτε καν για τον Fredo του στο β’ μέρος του «Νονού», τον χαρακτήρα του οποίου τα καμώματα συντηρούν όλη την υπόθεση και η που ερμηνεία του στο ρόλο του ήταν ό,τι καλύτερο έδωσε ποτέ στην σύντομη καριέρα του. Το γεγονός ότι το 1975 ο Β’ ανδρικός ρόλος πήγε στον Robert De Niro για τον ρόλο του νεαρού Vito Corleone στην ίδια ταινία, αποδεικνύει το μέγεθος της αδικίας εις βάρος του Cazale.
Ben Affleck – Σκηνοθεσία στο «Argo»
Δηλαδή στη φετινή πεντάδα (Michael Haneke για το “Amour”, Benh Zeitlin για το “Beasts of the Southern Wild”, Ang Lee για το “Life of Pi”, Steven Spielberg για το “Lincoln” και David O. Russell για το “Silver Linings Playbook”) δεν υπήρχε χώρος για το σκηνοθέτη της ταινίας που θα πάρει το πιο σημαντικό Όσκαρ απ’ όλα; Που αναπαρέστησε με μοναδικό τρόπο την ατμόσφαιρα της περσικής πρωτεύουσας του 1979 και που χειρίστηκε μια υπόθεση που ξέρεις από πριν πώς θα καταλήξει με τέτοια μαεστρία ώστε να σε κρατάει σε αγωνία ως το τέλος;
Kathleen Turner – Α’ γυναικείος στην «Έξαψη»
Τεράστιο respect τρέφουμε όλοι για την Katharine Hepburn, κι εγώ ακόμη περισσότερο, αλλά στα Oscars του 1982, όταν το πήρε για τη «Γαλάζια Λίμνη», εμείς μία ταινία είχαμε μόνο στο μυαλό μας και μία μόνο γυναικεία ερμηνεία. Η Turner στην «Έξαψη» ήταν αυτή που μας δημιουργούσε τις όποιες εξάψεις και αν αυτό δεν είναι λόγος για μια υποψηφιότητα έστω, τότε τι είναι; Η Turner, με την τότε ερμηνεία της, δημιούργησε την αρχετυπική femme fatale για όσες ακολούθησαν, οπότε και η υποψηφιότητα λίγη θα ήταν. Το Όσκαρ Α’ γυναικείου τής αξίζε εκείνη τη χρονιά όσο καμιάς άλλης.
Dennis Hopper – Β’ ανδρικός για το «Μπλε Βελούδο»
Η αλήθεια είναι ότι ο Hopper ήταν υποψήφιος στην ίδια κατηγορία, την ίδια χρονιά (1987), για άλλη ταινία (το “Hussiers” – «Πάθος για το Μπάσκετ» ο ελληνικός τίτλος, χε χε), αλλά τώρα σοβαρά; Ήταν ή δεν ήταν η ερμηνεία του ως Frank η κορυφαία στιγμή της καριέρας του; (Και μη βιαστείς να μιλήσεις για το «Easy Rider»).
Susan Sarandon – Α’ γυναικείος για το «Η Κυρία και ο Ταύρος»
Το «Η κυρία και ο ταύρος» δεν μου πολυαρέσει. Και δεν μου αρέσει για τον εξής λόγο: Γιατί θεωρητικά είναι μια ταινία για το μπέιζμπολ και θα έπρεπε να είναι μάτσο και μάγκικη και γεμάτη αδρεναλίνη. Τελικά όμως ήταν μια ταινία για το πώς μια γυναίκα έκανε ό,τι ήθελε έναν αστέρα του σπορ. Ήταν μια «γυναικεία» ρομαντική κομεντί. Πράγμα που αποδεικνύει πόσο καλά έκανε τη δουλειά της η Sarandon. Για την ιστορία, η ταινία ήταν τελικά υποψήφια μόνο για Όσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου, το οποίο και δεν κατάφερε να πάρει.
"Τhe Matrix" – Για όλα τα Όσκαρ
Χα χα χα, νόμιζες κι εσύ ότι τo είχε πάρει ε; Κι όμως, το 2000 το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας πήγε στο “American Beauty” ενώ το “The Matrix” δεν ήταν καν υποψήφιο. Η ταινία που άλλαξε όλες τις ταινίες δράσης από τότε και στο εξής (και που δεν ήταν απλά μια ταινία δράσης) έφτασε στην 72η Απονομή των Βραβείων της Ακαδημίας με 4 υποψηφιότητες (τις κέρδισε όλες) σε Μοντάζ, Ηχητικά και Οπτικά Εφέ, Ήχο, αλλά έμεινε στα τεχνικά. Η Ακαδημία δεν μας έδωσε έστω τη χαρά να τη δούμε υποψήφια στο Καλύτερης ταινίας, ή έστω στο Σκηνοθεσίας ή Πρωτότυπου Σεναρίου (όλα είχαν πάει στο “American Beauty”)...
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
22 Φεβ 2013
To Vine είναι η νέα μόδα στα Social Media
Την τελευταία εβδομάδα του Ιανουαρίου ήρθε η είδηση: το Twitter παρουσιάζει το Vine, ένα τρόπο για να ανεβάζεις μικρά βίντεο, σαν animated gifs, διάρκειας μέχρι 6 δευτερολέπτων. Τις αμέσως επόμενες ώρες ήλθαν οι αντιδράσεις: Η νέα εφαρμογή είναι διαθέσιμη μόνο για το iOS, που σημαίνει ότι όσοι έχουν λογαριασμό στο Twitter, διαθέσεις να γίνουν οι επόμενοι Wes Anderson (αν είναι ποτέ κάτι τέτοιο δυνατόν) και μια ωραία ιστορία να χωρέσουν σε 6 δευτερόλεπτα, αλλά δεν διαθέτουν iPhone ή iPad, δεν μπορούν. Επίσης, τι να πρωτοβάλει κανείς μέσα σε 6 δευτερόλεπτα; Όσες φορές κι αν επαναλαμβάνονται; (Η απάντηση σε αυτό έρχεται από το ίδιο το Twitter: «Γίνε δημιουργικός. Μπροστά στους 140 χαρακτήρες των μηνυμάτων σου, τα 6 δευτερόλεπτα των βίντεο μοιάζουν με μια αιωνιότητα»).
Στη συνέχεια ήλθε το πρώτο ευτράπελο: ενώ το Vine ήταν αρχικά διαθέσιμο και για Facebook, η εταιρεία του Mark Zuckerberg το μπλόκαρε, αφού πρακτικά ήταν εργαλείο του σατανικού της αντιπάλου, του Twitter.
Αλλά μετά ήλθε η καταξίωση: ξαφνικά χιλιάδες (γελοία) βίντεο άρχισαν να ανεβαίνουν στο Twitter, κάνοντας τα βαρετά μας timelines πιο κουνιστά, πιο χαρωπά, πιο παιχνιδιάρικα. Όποιος είχε κάτι να πει (και όποιος απλά βαριόταν και ήθελε να παίξει με το iPhone του), ανέβαζε και 6 δευτερόλεπτα επαναλαμβανόμενης βλακείας.
Η ευκολία στη χρήση του, μάλιστα, έσπειρε στα social media μια πολύ κακή συνήθεια: τα κάθετα βίντεο. Ο σημαντικότερος κανόνας της βιντεοσκόπησης που είναι ότι δεν βάζουμε ποτέ την κάμερα κάθετα, ξεχνιέται όταν μιλάμε για 6 δευτερόλεπτα τραβηγμένα από ένα κινητό σε τετράγωνο format. Η συνήθεια να βιντεοσκοπείς κρατώντας το κινητό με τον ίδιο τρόπο που το κρατάς όταν παίρνεις τηλέφωνο πρόκειται να επιφέρει τερατώδεις συνέπειες στο άμεσο μέλλον (κυρίως: amateur porn που θα πρέπει να στραβολαιμιάζεις για να παρακολουθήσεις).
Τέλος πάντων, κάποιοι κατάφεραν να κάνουν πιο καλλιτεχνική δουλειά, μετατρέποντας σιγά σιγά από τις αρχές του Φεβρουαρίου το Vine στο νέο Instagram. Πράγμα που σημαίνει ότι το Cinegram δεν είναι πια το παλιό «νέο Instagram». Κανείς δεν θέλει να φτιάχνει animated gifs πλέον. Όλοι θέλουν την πιο ρέουσα ευκολία του Vine. Επίσης, το Vine το φτιάχνει η ίδια η Twitter, άρα έχει κάθε λόγο να το προμοτάρει όσο περισσότερο μπορεί, ειδικά σε σχέση με ανταγωνιστικές εφαρμογές.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, οι συνήθεις γάτες του Instagram άρχισαν πια να κάνουν πιο σύνθετες πόζες και αστείες κινήσεις που για κάποιο λόγο χιλιάδες άνθρωποι αρέσκονται να παρακολουθούν, ενώ σύντομα τα πρώτα μπουτάκια, βυζάκια και άλλα %&^άκια έκαναν κι αυτά την εμφάνισή τους, κινούμενα σε 6 δευτερόλεπτα, αναγκάζοντας το Twitter να βάλει περιορισμό στην ηλικία των χρηστών του Vine.
To Σαββατοκύριακο που μας πέρασε ανέβηκαν περισσότερα από 100.000 vine videos στο Twitter, κάνοντας σαφές πως η νέα τρέλα στα social μedia είναι εδώ. Προσοχή στο εξής: την προηγούμενη Κυριακή το ημερολόγιο έδειχνε 10 Φεβρουαρίου. Και το Vine ξεκίνησε στις 24 Ιανουαρίου. Του πήρε δηλαδή μόλις 17 μέρες για να γίνει κάτι για το οποίο συζητάνε όλοι.
Το επόμενο βήμα είναι να σταματήσουν να συζητάνε και να αρχίσουν να τραβάνε και κάτι ενδιαφέρον. Α ναι. Και να γίνει διαθέσιμο και για εμάς που δεν έχουμε iPhone, γιατί ζηλεύουμε.
(To παρόν κείμενο γράφτηκε υπό τους ήχους του “Hounds of Love” της Kate Bush, για το Jumpin Fish)
17 Φεβ 2013
Downloaded: Ένα ντοκιμαντέρ για το Napster
Αυτό είναι το trailer του «Downloaded». Είναι μια χρονομηχανή που σε ταξιδεύει πίσω στο 2000. Όταν οι Metallica δεν ήταν καθόλου κουλ και όταν τερμάτιζες τη μισθωμένη γραμμή του γραφείου σου για να κατεβάσεις ό,τι έλειπε από την δισκοθήκη σου –πρακτικά για να αποκτήσεις δισκοθήκη, έστω και σε μορφή mp3.
To «Downloaded» είναι ανάμεσα στα φιλμ που ανακοινώθηκαν για το 2013 SXSW (αφού δεν πρόλαβε το φεστιβάλ του Sundance) και είναι σκηνοθετημένο από τον Alex Winter (ήταν ο Bill δίπλα στον Ted που έπαιζε ο Keanu Reeves στο «Bill & Ted’s Excellent Adventure» πριν εκατομμύρια χρόνια). Θα προβληθεί στις 10 Μαρτίου (το φεστιβάλ ξεκινά από τις 8).
Πραγματεύεται την άνοδο και την πτώση του Napster, του P2P δικτύου που έφερε τα πάνω κάτω την ίδια στιγμή στην τεχνολογία, στη μουσική και στην επιχειρηματικότητα. Και μυρίζει 2000 σε κάθε του πτυχή. Από το trailer ακόμη: ο Jon Stewart είχε μαύρα μαλλιά και δούλευε στο MTV, η Christina Aguilera ήταν ακόμη γκομενάρα, ο Billy Corgan αποδεικνυόταν προφήτης και ο Noel Gallagher ήταν το ίδιο μαλάκας...
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
13 Φεβ 2013
Πόσο δικαιολογημένος ήταν ο θρίαμβος των Mumford & Sons στα Grammys;
Οι Mumford & Sons είναι κάτι σαν προσωπικό στοίχημα. Στην Blogovision του 2010 έβαλα πραξικοπηματικά το “Sigh No More” στη λίστα, γιατί το πίστευα όσο κανένα άλλο. Το άλμπουμ είχε βγει τον Οκτώβριο του 2009 στη Μεγάλη Βρετανία και κανονικά δεν χωρούσε στα υποψήφια για την ψηφοφορία του 2010. Αλλά χρησιμοποίησα το «παραθυράκι» της «διεθνούς κυκλοφορίας» του, που ήταν στις αρχές του ’10, για να πείσω το Μάρκο και τους υπόλοιπους ότι έπρεπε να μετρήσει. Τελικά όσοι το ψηφίσαμε, το ανεβάσαμε στη 12η θέση. Όχι κι άσχημα.
Κάναμε αυτό που έκανε εκείνη τη χρονιά όλος ο υπόλοιπος κόσμος. Ακούγαμε με μανία κάτι που όλοι οι κριτικοί μάς παρουσίαζαν ως παρωχημένο, ρηχό και αδιάφορο. Αυτό που έχει σκοράρει την ιστορικότερη βαθμολογία του Pitchfork, το διαβόητο 2.1/10. Αυτό που δεν είχαν πιστέψει οι μεγάλες δισκογραφικές, αφήνοντάς το για ένα τρίμηνο να κυκλοφορεί μόνο στο νησί από την Glass Note, μην παίρνοντας καν είδηση πως το “Little Lion Man” γινόταν εθισμός με καταιγιστικούς ρυθμούς.
Ήταν κάπως περίεργη αυτή η μανία κατά των Mumford & Sons από την κριτική. Ηττημένοι στα αντανακλαστικά τους από το ίδιο το κοινό (το Pitchfork, για παράδειγμα, έγραψε για το “Sigh No More” τέσσερις ολόκληρους μήνες μετά την κυκλοφορία του), έσταζαν όσο περισσότερο δηλητήριο είχαν, αφορίζοντάς το ως εμπορικό – λες και η εμπορικότητα είναι το απόλυτο κακό που πρέπει με κάθε κόστος να αποφεύγουμε να έλθει σε επαφή με τα αυτιά μας. Ήταν ακόμη πιο παράξενο που έχασαν ένα τέτοιο πουλέν από μια σκηνή που εκείνη την περίοδο θεωρείτο απ’ όλους ως «ανερχόμενη». Εννοώ τη nu-folk παρέα του Λονδίνου, με την τότε αγαπημένη των μουσικοκριτικών Laura Marling και τους συμπαθέστατους Noah & The Whale που είχαν ήδη κάνει μια πρώτη αίσθηση.
Η αλήθεια είναι ότι το γεγονός πως η Μεγάλη Βρετανία δεν έχει ακόμη κατορθώσει να παρουσιάσει κάτι ανάλογο της Britpop είναι ένα πρόβλημα. Και πως όλα τα είδη που υμνήθηκαν από τίτλους σαν το ΝΜΕ τελικά αποδείχθηκαν φούσκες. Συνήθως είχαν ένα nu (τον… urban τρόπο να πεις “new”, «νέο») μπροστά. Είτε μιλούσαμε για το nu-rave των Klaxons, είτε για τη nu-folk του Johnny Flynn, το πράγμα έμπαζε από κάπου. Ήταν απλά μια ακόμη απόδειξη ότι η Μεγάλη Βρετανία έπασχε από έλλειψη ιδεών.
Αλλά αυτό είναι αδιάφορο για την αξία των Mumford & Sons. Οι οποίοι πήραν στοιχεία από την (αμερικανική πιο πολύ) folk και τα παραφούσκωσαν με ισχυρό ντόπινγκ από τις indie rock αναφορές τους (Calexico) και την κέλτικη παρακαταθήκη τους (Waterboys), εξερευνώντας ένα νέο τοπίο. Αυτό που οι περισσότεροι κριτικοί προτίμησαν να ζωγραφίσουν με ένα μόνο χρώμα («εμπορικό») αγνοώντας τα υπόλοιπα, εκείνα που μας έκαναν να το λατρέψουμε («πωρωτικό», «ενδόμυχο», «οικείο», «παθιασμένο», «γεμάτο πόθο»).
Αλλά εκείνο το ξέφρενο πρώτο τετράμηνο, όταν οι Mumford & Sons μετατρέπονταν από μια μπάντα που έκανε αίσθηση στα gigs στις pubs του Δυτικού Λονδίνου σε ένα γκρουπ με παγκόσμια απήχηση, το κοινό αδιαφορούσε για το τι είχαν να πουν τα Pitchfork και όλοι αυτοί οι προύχοντες του κομπλεξισμού. Μεθυσμένο από το πλούσιο μπάντζο του Winston Marshall και ενθουσιασμένο με το τραγούδισμα των Marcus Mumford, Ben Lovett και Ted Dwane, καταβρόχθιζε ό,τι είχε να του προσφέρει η μπάντα. Και σύντομα ακολούθησαν και όσοι κριτικοί δεν είχαν ακόμη εκφράσει άποψη, ανεβάζοντας το μέσο όρο που κρατούσε τόσο χαμηλά εκείνο το διαβόητο 2.1…
Το 2011, το πιο σημαντικό Brit Award πήγε στο “Sigh No More”, επισημοποιώντας έτσι την ανοδική τους τάση. Ήταν η ίδια περίοδος που τα Grammys έκαναν την πιο τολμηρή τους κίνηση εδώ και χρόνια, δίνοντας το δικό τους πιο σπουδαίο βραβείο στο “Suburbs” των Arcade Fire. H αλήθεια, όμως, ήταν ότι οι δύο βραβεύσεις είχαν γίνει με διαφορετικά κριτήρια. Τα Grammys έψαχναν να βρουν κάτι να πιαστούν για να επιστρέψουν στην πραγματικότητα, αλλά τα Brit Awards ήθελαν ένα λόγο για να ξανανιώσουν οι Βρετανοί περήφανοι. Η βράβευση των Mumford & Sons ήταν, βέβαια, λιγάκι απατηλή. Γιατί η nu-folk δεν είναι και δεν θα γίνει ποτέ η νέα Βritpop. Δεν έχει κάτι πραγματικά καινούργιο να πει, δεν θα μπορέσει ποτέ να στεγάσει τόση δημιουργικότητα όση συσσώρευσαν οι Suede, οι Pulp, οι Blur στα 90s.
Πίσω στους Mumford & Sons, όμως, που αντί να πνιγούν στην αναπάντεχη επιτυχία τους, επέστρεψαν στην ίδια φόρμα το 2012, με το αξιολογότατο “Babel”. Χωρίς ν’ αλλάξουν την συνταγή τους (ρίχνοντας έτσι κι άλλο νερό στο μύλο των κατηγόρων τους), αλλά έχοντας ακόμη ιδέες για καλά τραγούδια. Φαντάζομαι ότι αν κάνουν το ίδιο και στο τρίτο άλμπουμ τους, θα αρχίσουν να κουράζουν μέχρι κι εμένα, αλλά στο “Babel” στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, παραμένοντας φρέσκοι και εξίσου παθιασμένοι με το προ τριετίας ξεκίνημά τους.
Η θεματική των στίχων, που κινήθηκε λίγο σε επίπεδο κατηχητικού, ενόχλησε όσους ήθελαν να ενοχληθούν, αλλά κι αυτό ήταν άδικο. Μην ξεχνάμε ότι κάθε είδος παλιάς μουσικής έχει και κάποια παράδοση στους στίχους. Η επαναφορά της όταν πας να τη nu-τραγουδήσεις δεν είναι και τόσο faux pas. Από την άλλη, αν κάποιος θέλει να το χρησιμοποιήσει σαν απόδειξη της ρηχότητας των Mumford & Sons, πάω πάσο. Ναι, το “Babel” ήταν κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της Ακαδημίας που δίνει τα Grammys. Αλλά μην τρελαθούμε κιόλας ότι όταν μπήκαν στο στούντιο, το ηχογραφούσαν με το μυαλό στην τελετή της 10ης Φεβρουαρίου του 2013.
Κερδίζοντας το σημαντικότερο από τα Grammys, οι Mumford & Sons λογικά θα αποκτήσουν ένα πολλαπλάσιο κοινό απ’ αυτό που μέχρι σήμερα είχαν μαζέψει μόνοι τους. Θα εξυπηρετήσουν τον σκοπό της Ακαδημίας να αλλάξει ρότα προς το «πιο indie», αλλά όχι τόσο ώστε να ξενίζει. Θα πουλήσουν, σίγουρα, πολλά εκατομμύρια άλμπουμ.
Αλλά όλα αυτά δεν είναι κάποια συνομωσία. Είναι απλά η επιβεβαίωση μιας τάσης και η επιβράβευση της προσπάθειας μιας μπάντας. Πριν 10 χρόνια τέτοιες μέρες ήταν το “Come Away With Me” της Norah Jones που κέρδιζε το «Άλμπουμ της Χρονιάς» στα Grammys. Η ρητορική εναντίον της ήταν περίπου η ίδια με αυτή κατά των Mumford & Sons. Η μετέπειτα πορεία της απέδειξε λάθος όλους όσοι την έκραζαν. Η ίδια απαρνήθηκε την εύκολη επιτυχία, αλλάζοντας τον ήχο της προς την country και αγνοώντας όσους την ήθελαν πιο σέξι, πιο ποθητή στην εικόνα.
Δεν ξέρω ποιο θα είναι το μέλλον του Mumford και των «γιών» του, αλλά τους εύχομαι να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Norah. Αντί να γίνουν πιο ποπ και πιο συμβατικοί, να απελευθερώσουν εντελώς το θηρίο που κρύβουν μέσα τους, το λιοντάρι του “Little Lion Man” που σε λίγο θα μεγαλώσει, τον “Hopeless Wanderer” που κάποια στιγμή θα πρέπει να σταματήσει να τριγυρνά άσκοπα. Η πρώτη-πρώτη κριτική που γράφτηκε ποτέ γι’ αυτούς ήταν στον Guardian, λίγο πριν κυκλοφορήσει το ντεμπούτο τους. Ούτε κι εκείνη είχε βάλει παραπάνω από τρία αστεράκια. Αλλά δεν τους κατηγορούσε για όλα όσα βρήκαν οι Pitchfork και οι άλλοι στην πορεία. Απλά είχε το παράπονο ότι οι Mumford & Sons συγκρατούνται και δεν αφήνουν τους εαυτούς τους να δώσουν όλα όσα υπόσχονται. Και αυτό προσδιορίζει πάνω κάτω τις προοπτικές τους για το μέλλον: αν απελευθερωθούν, έχουν πολλά να μας χαρίσουν.
11 Φεβ 2013
10 Φεβ 2013
Πόσο ασυνεπής στην κλίμακα MBV είσαι;
Υπάρχουν τριών ειδών μεγάααααααλα διαλείμματα μεταξύ των κυκλοφοριών άλμπουμ από σημαντικούς μουσικούς. Το ένα έχει να κάνει με κάποιο ατύχημα ή και με τη διάλυση της μπάντας. Για πολλά χρόνια δεν μπορούν ή δεν θέλουν να ετοιμάσουν μια νέα κυκλοφορία και όταν τελικά το κάνουν, θεωρείται “comeback”. Το άλλο είναι επειδή ο καλλιτέχνης δεν γουστάρει να κυκλοφορεί καινούργιο υλικό κάθε λίγο και λιγάκι. Του αρέσει να παίρνει το χρόνο του και να βγάζει άλμπουμ μόνο όταν νιώθει 100% έτοιμος. Το τρίτο είναι το λεγόμενο «κουκουρούκου». Ούτε το έχει αποφασίσει ότι θα το καθυστερήσει, ούτε του έχει συμβεί κάτι ή –αν πρόκειται για μπάντα– το έχουν διαλύσει, αλλά ούτε ασχολείται και όλη μέρα με το νέο του υλικό: Ένα άλμπουμ είναι στα σκαριά, έτσι θολά. Και ο ένας χρόνος γίνεται δύο, μετά τρία και ξαφνικά κοντεύει να περάσει δεκαετία και ο δίσκος ακόμη γράφεται.
Και μετά, υπάρχουν και οι My Bloody Valentine. Που παίρνουν την έννοια του «κουκουρούκου» και την κάνουν τέχνη. Ο Kevin Shields θεωρητικά ετοίμαζε κάτι νέο ολόκληρη την δεκαετία του ’90, ενώ και στα ‘00s η μπάντα δεν ήταν ακριβώς διαλυμένη, αφού όλο και σε κάποιο φεστιβάλ εμφανιζόταν. Τελικά από το “Loveless” μέχρι το φετινό “M B V” πέρασαν 22 ολόκληρα χρόνια…
Μερικά ακόμη εντυπωσιακά κενά:
Κατηγορία: Διαλυθήκαμε και τώρα κάνουμε το comeback μας
Eagles – “Long Road Out Of Eden” (2007), 28 χρόνια μετά το “The Long Run” (1979)
Alice In Chains – “Black Gives Way To Blue” (2009), 14 χρόνια μετά το “Alice in Chains” (1995)
Eurythmics – “Peace” (1999), 10 χρόνια μετά το “We Too Are One” (1989)
The Verve – "Forth" (2008), 11 χρόνια μετά το "Urban Hymns" (1997)
The Rolling Stones – Έχουν ήδη περάσει 8 χρόνια από το “A Bigger Bang” (2005) που είχε έλθει 8 χρόνια μετά από το “Bridges To Babylon” (1997)
Κατηγορία: Μας αρέσει να το πηγαίνουμε σιγά-σιγά
Kate Bush – “Aerial” (2005), 12 χρόνια από το “The Red Shoes” (1993)
Portishead – “Third” (2008), 11 χρόνια από το “Portishead” (1997)
Sade – “Soldier of Love” (2010), 10 χρόνια από το “Lovers Rock” (2000)
Suede - "Bloodsports" (2013), 11 χρόνια από το "A New Morning " (2002)
Κατηγορία: Κουκουρούκου
Bill Fay – “Life Is People” (2012), 41 χρόνια από το “Time Of The Last Persecution” (1971)
Kraftwerk – “Tour de France” (2003), 17 χρόνια από το “Electric Café” (1986)
Vashti Bunyan – "Lookaftering" (2005), 35 χρόνια μετά το "Just Another Diamond Day" (1970)
Guns n’ Roses – “Chinese Democracy” (2008), 15 χρόνια από το “The Spaghetti Incident” (1993)
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
7 Φεβ 2013
Foxygen και Dawn Richard για ένα καλλίτερο 2013; Ναι καλά...
Τόσο το «We Are The 21st Century Ambassadors of Peace and Magic» των Foxygen όσο και το «Goldenheart» της Dawn Richard είναι δύο άλμπουμ που έχω λιώσει αυτό το μικρό διάστημα που έχει περπατήσει το νέο έτος. Ως εδώ καλά. Απ’ ότι καταλαβαίνω αυτό έχουν κάνει όλοι. Οι δυο τους έχουν βγάλει τα καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς ως τώρα. Και προσμένοντας ότι το 2013 θα είναι το έτος με τις πιο σημαντικές κυκλοφορίες από την αρχή της δεκαετίας, το ως τώρα παράσημο των Foxygen και της Dawn Richard είναι σπουδαίο.
Εκεί που τα χαλάμε λίγο είναι στο γιατί τούς τα έχουμε καρφιτσώσει τα παράσημα αυτά. Είναι όντως οι Foxygen μια αποκάλυψη επιπέδου Of Montreal της περιόδου 1998-2004; Είναι όντως η Dawn Richard η νέα Beyoncé; Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ το παράσημο το έδωσα με τα ίδια κριτήρια που ψηφίζω το ντεμπούτο των Tenacious D μέσα στην 50άδα της περασμένης δεκαετίας και το περσινό τους «Rize Of The Fenix» μέσα στην 5άδα της χρονιάς. Δεν εννοώ τον χαβαλέ (αν κι αυτό είναι ένα ακόμη πλεονέκτημα, που σίγουρα τους ανεβάζει θέσεις – θα ήθελα να το βρω και στα σημερινά πουλέν). Εννοώ την ικανότητα στην αντιγραφή.
Η αντιγραφή είναι κι αυτή μια τέχνη. Για να μην ενοχλεί, για να εμπνέει, για να σε κάνει να θες ν’ ακούς κάτι ξανά και ξανά, πρέπει να βρίσκεις ένα μαγικό τρόπο να περνάς το μολύβι σου από το ριζόχαρτο κάθε φορά. Και το να στήνεις ένα άλμπουμ βασισμένο πάνω στην αντιγραφή είναι ακόμη πιο δύσκολο. Τι ταιριάζει με τι; Πόσο μακριά επιτρέπεται να φτάσεις; Πού θα πετάξεις δικά σου στοιχεία μέσα;
Επιμένω στην έννοια «αντιγραφή». Γιατί και στην περίπτωση Dawn Richard, αλλά και στην περίπτωση Foxygen η λέξη «επιρροή» είναι κάπως φτωχή για να αποδώσει το τι συμβαίνει στα άλμπουμ τους. Διαβάζω κάπου για τις «αναφορές» στον Phil Collins, στην Madonna, την Beyoncé που περιέχει το «Goldenheart». Οι αναφορές είναι ολόκληρες στιγμές από τραγούδια που έχουμε χιλιοτραγουδήσει όλοι. Στο «Ιn Your Eyes», μάλιστα, αντιγράφεται και ο τίτλος από την «αναφορά» του, το ομώνυμο του Peter Gabriel.
Η Dawn Richard είναι χίλιες φορές καλύτερη από κάθε Rihanna (νομίζω ότι σ’ αυτήν μοιάζει περισσότερο, παρά στην Beyoncé), αλλά είναι επειδή ξέρει να χειρίζεται καλά τις επιρροές και τις αναφορές της: Αντιγράφοντάς τις έτσι ώστε να μην ενοχλούν. Φαντάζομαι ότι το κοινό της δεν θα συνδέσει ποτέ το «In The Herts Tonight» με το «In The Air Tonight» ή το «In Your Eyes» με το... «In Your Eyes», γιατί πολύ απλά αγνοεί τα πρωτότυπα. Προσοχή: δεν την λέω κλέφτρα, τώρα, προς Θεού. Λέω ότι έχει βρει τον τρόπο να κάνει ένα φτηνό κόλπο να μοιάζει φανταχτερό –έπεισε μέχρι κι εμένα. Αλλά ρε παιδιά, να είμαστε σοβαροί. Δεν είναι παρά ένα κόλπο.
Στην περίπτωση των Foxygen τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα. Γιατί οι τύποι είναι βιρτουόζοι καμιάς πενηνταριάς μουσικών οργάνων και γνωρίζουν απ’ έξω κι ανακατωτά κάθε κυκλοφορία όλων των σημαντικών ποπ και ροκ καλλιτεχνών που έχουν εμφανιστεί σ’ αυτόν τον πλανήτη. Φαντάζομαι πως αν ρωτήσεις τον Sam France ποιο είναι το πέμπτο κομμάτι στο τρίτο box set των Pink Floyd, θα θυμάται να σου απαντήσει όχι μόνο τον τίτλο του αλλά και τον λόγο που μπήκε σ’ αυτήν τη σειρά. Αν αναρωτιέσαι πόσα όργανα ακούγονται στο τάδε άλμπουμ των Stones, o Jonathan Rado έχει σίγουρα την απάντηση –συν ποιος τα παίζει σε ποιο κομμάτι.
Κάπως αντίστοιχα, φαντάζομαι, θα μπορούν να σου πουν από ποιο κομμάτι αντιγράφουν ποιο δευτερόλεπτο για το κάθε τραγούδι τους. Οι Foxygen πλησιάζουν πολύ περισσότερο την περίπτωση Tenacious D απ’ ό,τι η Dawn Richard. Στην ουσία στήνουν ένα tribute album σε όλες τους τις μεγάλες αγάπες. Στην εισαγωγή του «In The Darkness» ακούς ξεκάθαρα τους Beatles του «Sgt. Pepper». Στο «No Destruction» λείπουν μόνο τα φωνητικά του Bob Dylan. Μετά έρχεται ο Lou Reed και, βέβαια, η πιο μεγάλη επιρροή των Foxygen απ’ όλες, οι Rolling Stones. Δεν λείπουν οι Pink Floyd, o David Bowie, οι Belle & Sebastian και ο... Elvis Presley (το ρεφρέν του «On Blue Mountain» είναι ίδιο με του «Suspicious Minds»).
Όλο το «We Are the 21st Century Ambassadors of Peace & Magic» είναι τόσο οικείο που θες να το ακούς και να το ξανακούς μέχρι να βάλεις κάθε κομμάτι του παζλ στη θέση του: από πού πήραν τι και πόσο μάγκες είναι που το ταίριαξαν με τα υπόλοιπα. Μη με παρεξηγήσει κανείς: εγώ το βρίσκω μεγαλειώδες όλο αυτό. Αλλά γι’ αυτό που είναι. Μην τρελαθούμε κιόλας ότι οι Foxygen πάνε ένα βήμα μπροστά τη μουσική και τέτοια. Αυτά ας τα αφήσουμε γι’ αυτούς που σε λίγο θ’ αρχίσουν να κάνουν απόβαση στο 2013 και δεν πρόκειται να μας αφήσουν σε ησυχία μέχρι το τέλος του.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
3 Φεβ 2013
Πότε θα επιστρέψει η "πολιτική" μουσική στην Ελλάδα;
Ζούμε σε μια εποχή παράξενη. Ακραία. Ή μάλλον ακραία έχουν γίνει τα συναισθήματά μας, ακραίες έχουν γίνει οι αντιδράσεις μας, ακραία λόγια ξερνάμε ή γράφουμε. Και, βέβαια, ζούμε σε μια εποχή πολιτική. Ακραία πολιτική. Γιατί οι λόγοι που φτάσαμε ως εδώ έχουν να κάνουν από τη μία με τις τρύπες που χάσκουν πάνω στη σάρκα του καπιταλισμού, έχουν από την άλλη να κάνουν και με το πώς εξελίχθηκε η πολιτικοποίηση στην Ελλάδα σε μια πελατειακή κομματικοποίηση.
Ανεξαρτήτως του πώς τελικά ο καθένας αντιλαμβάνεται την κρίση (πώς τη νιώθει στο πετσί του, αλλά και γιατί θεωρεί ότι αυτή έχει πέσει πάνω στα κεφάλια μας), το σίγουρο είναι κάτι έχει να πει για ιδεολογίες, για κόμματα και πολιτικούς που μας έφεραν ως εδώ. Αλλά και για στρατηγικές, ιδέες, νέα πρόσωπα που θα μας βγάλουν από το τούνελ. Ναι, ακόμη και στο εντελώς πρώτο επίπεδο, ακόμη και στην πιο αφελή από τις εκδοχές της, η πολιτική έχει επιστρέψει για τα καλά στην Ελλάδα. Υπάρχει κι ένας επιπρόσθετος λόγος: η γιγάντωση της φασιστικής ιδεολογίας και η μεταμόρφωσή της σε κανονικό κόμμα που πλέον πρωταγωνιστεί στη Βουλή και στη λοιπή πολιτική επικαιρότητα. Δεν γίνεται να μείνεις απαθής στο φαινόμενο «Χρυσή Αυγή», δεν γίνεται να μην έχεις άποψη.
Θα περίμενε κανείς πως σ’ ένα τέτοιο σκηνικό, αυτή η χώρα με την τεράστια παράδοση «πολιτικών» μουσικών θα αποτελούσε πεδίον δόξης λαμπρόν για μια νέα γενιά δημιουργών που οραματίζεται ένα καλύτερο αύριο ή που έχει, τουλάχιστον, το κότσια να γυρεύει να αλλάξει το θλιβερό σήμερα. Στην Ελλάδα του Μίκη Θεοδωράκη, του Διονύση Σαββόπουλου, του Σταύρου Ξαρχάκου, του Γιάννη Μαρκόπουλου, της Σοφίας Βέμπο ακόμη αν θες, ή του Τσακνή και του Νταλάρα (ξέρω, μπαίνω σε επικίνδυνα νερά τώρα, αλλά καταλαβαίνεις τι εννοώ), δεν υπάρχει ένας νέος μουσικός που να μπορεί να εκφράσει αυτά που νιώθουν οι συνομήλικοί του γύρω του; Στην Ελλάδα του Μάνου Χατζιδάκι δεν υπάρχει ένα μουσικός που να μπορεί να αρθρώσει πολιτικό λόγο;
Είναι δυνατόν στην ερώτηση «ποιος είναι ο πιο πολιτικοποιημένος σύγχρονος Έλληνας μουσικός;», η πιο αυθόρμητη απάντηση να είναι «ο Στάθης Δρογώσης»; Είναι απίστευτο το γεγονός ότι ακόμη κι όλοι αυτοί οι έντεχνοι, οι Πλιάτσικες και οι λοιποί, που ευαγγελίζονταν ένα καιρό μια κάποια επανάσταση, έχουν ξαφνικά σιγήσει και κανείς δεν ασχολείται μαζί τους. Ή μάλλον δεν είναι απίστευτο. Είναι απλά η απόδειξη της γύμνιας τους, του «τίποτε» που ήταν τόσο καιρό, αλλά όταν τολμούσαμε να το ξεστομίσουμε, οι ορδές των ακολούθων τους ορμούσαν να μας λιντσάρουν.
Τα ίδια και στη heavy metal σκηνή, τον άλλο φορέα επανάστασης με το μεγάλο κοινό στη χώρα μας και τη σημαντική παρουσία ακόμη και στο εξωτερικό. Σύμφωνοι, το ελληνικό metal είναι κυρίως black, δεν υπήρξε ποτέ κάτι κοντινό στο κίνημα του Bay Area και στον πολιτικοποιημένο λόγο των Metallica, των Megadeth ή των Testament, αλλά αυτήν την εποχή δεν θα ‘πρεπε η θεματολογία να ξεφεύγει από τα απόκρυφα, τα ομηρικά έπη και τα φαντάσματα της ψυχασθένειας και να κινείται σε κάτι πιο ουσιώδες;
Όσο για τη νέα γενιά των μουσικών που γεφυρώνουν τα πιο «ψαγμένα» με τα πιο «λαϊκά» κοινά, με ηγέτη τους την Monika, η πολιτικοποίηση βγαίνει μόνο σ’ έναν ελαφρό προβληματισμό που λειτουργεί ως φόντο για το ξετύλιγμα ερωτικών περιπετειών και της λοιπής, συνήθους ελαφράς θεματολογίας. Το ίδιο και η σκηνική τους παρουσία ή οι λοιπές τους πράξεις. Δεν έχουν κάτι να πουν, δεν μπορούν να εμπνεύσουν.
Δεν λέω ότι είναι εύκολο. Δεν γίνεται να αλλάξει το σκηνικό από τη μία μέρα στην άλλη -και το σκηνικό είναι τελείως χάλια αυτή την εποχή: Όταν η μουσική σου έντυσε τις προεκλογικές συγκεντρώσεις του ΠΑΣΟΚ, όπου μαζεύονταν τα πλήθη των προς διορισμό αυλοκολάκων, ή όταν αποτελούσε το soundtrack των φεστιβάλ της ΚΝΕ, όταν ακόμη-ακόμη την είχες για αφίσα στην κόντρα ΔΑΠ και αριστερών στα πανεπιστήμια, τότε δεν μπορείς ξαφνικά να της ζητήσεις να αποτελέσει τον ηγέτη σε ένα κίνημα που θα προσπαθήσει να βγάλει τη χώρα από το βάλτο. Αλλά οι Σαββόπουλοι και οι Θεοδωράκηδες βγήκαν στα δύσκολα. Στα εύκολα ο λαός προτιμούσε ν’ ασχολείται με άλλα…
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)