17 Μαΐ 2010

Το Κύπελλο σηκώσαμε μέσα στη Λεωφόρο...

Οι τελευταίες οδηγίες του κόουτς Λουκάκη

Το τελικό 4-1 από τον Γιώργο Παπαϊωάννου

Η απονομή του Κυπέλλου

Οι πανηγυρισμοί

Μετά από μια γραφική βραδιά στη συναυλία των Κόρε Ύδρο, θα ήταν κρίμα η επόμενη ημέρα να κυλούσε σε άλλους ρυθμούς. Στο γήπεδο πήγα κομμάτια (πολύ αλκοόλ -μετά τους Κόρε Ύδρο πήγα και σε ένα τέλειο πάρτυ) και αργοπορημένος, αλλά έτσι κι αλλιώς περίμενα ότι θα γυαλίσω τον πάγκο (δεν τον γυάλισα, με σήκωσε από νωρίς, αλλά τελικά εξάντλησε όλες του τις αλλαγές περίπου την ώρα που είχα ανεβάσει 200 σφιγμούς από την εφιαλτική ημίωρη και βάλε προθέρμανση υπό 28 βαθμούς κελσίου και ετοιμαζόμουν να ζητήσω έλεος). Το ματς ήταν συναρπαστικό. Στο 30' κερδίζαμε ήδη 3-0 τον Ant1, εκμεταλλευόμενοι τα νειάτα μας και το ότι το γήπεδο ήταν πολύ μεγαλύτερο από αυτά που έχουμε συνηθίσει να παίζουμε. Το κλισέ μιλάει για σταχτοπούτα. Το Σάββατο στη Λεωφόρο η Σταχτοπούτα φορούσε φωσφοριζέ κίτρινο με μαύρο (κανονικά φοράμε πορτοκαλί, αλλή η γραφικότητα θα ήταν μισή αν δεν κατεβαίναμε με νέα, επετειακή εμφάνιση, ειδικά για τον τελικό). Η Σταχτοπούτα ήταν η "Καθημερινή". Η ομάδα που δεν έχει τερματίσει 5 χρόνια τώρα πάνω από την 9η θέση στο Πρωτάθλημα Τύπου και που στα play-offs έφτανε το πολύ ως τους "οκτώ"... O Ant1 είχε τερματίσει 1ος φέτος στην κανονική διάρκεια του Πρωταθλήματος και σε επίσημο ματς δεν τον είχαμε νικήσει ποτέ. Το Σάββατο ο αγώνας έληξε 4-1.

Έχω πάρει άπειρα μετάλλια στη ζωή μου, πριν δέκα και βάλε χρόνια, όταν έκανα πρωταθλητισμό στον στίβο. Το σαββατιάτικο το απόλαυσα όσο λίγα -κι ας μην έπαιξα καν στο ματς. Ήταν η επιβράβευση μιας πεντάχρονης εμμονής που ως τώρα πλήρωσα με μια σπασμένη μύτη (ο γιατρός στο "Υγεία" μου την έκανε τελικά πιο ίσια κι απ' ότι ήταν πριν την κλωτσιά), άπειρα ξυπνήματα χαράματα Σαββάτου για να τρέχω από το Μαρούσι στο Ελληνικό ή την Ηλιούπολη και να παίξω τελικά ένα τεταρτάκι (στίβο έκανα, μπάλα δεν ξέρω, σπάνια έπαιξα βασικός σ' αυτή την ομάδα), δεκάδες ξεφτίλες τύπου 10-1 και 7-0 στα πρώτα, "άνδυρα" χρόνια μας, όταν ακόμη έκανα όλα τα σουτ με το μυτάκι.

Ναι, είναι εντελώς αστείο όλο αυτό. Γραφικό όσο λίγα. Αλλά δείξτε μου έναν άνθρωπο γύρω σας που να μην είναι γραφικός σε κάτι. Και μετά μπείτε στο blog της ομάδας και ετοιμαστείτε να ξεκαρδιστείτε στα γέλια (ειδικά με τα σχόλια) :)


UPDATE:

Όλη η αλήθεια για τα παιδιά του '78 και όσα βρέθηκαν στη συναυλία των Κόρε Ύδρο

Οι φωτογραφίες είναι του Θοδωρή Μάρκου, από το mixtape.gr. To stage diving είναι του Παντελή Δημητριάδη, των Κόρε Ύδρο. Το άθλιο μαλλί στην επάνω φωτογραφία είναι του Αλέξανδρου Μίαρη των Electric Litany που άνοιξαν τη συναυλία της Παρασκευής. Η γραφικότητα είναι ημών των παρευρεθέντων στο Gagarin. Αλλά, εντάξει, περάσαμε πολύ καλά...

Για τους Electric Litany και το εξαιρετικό τους ντεμπούτο "How To Be A Child And Win The War" τα έχω ήδη γράψει εδώ από το Μάρτιο. Είναι, πιθανότατα, το ελληνικό άλμπουμ της χρονιάς και ήταν μια τεράστια αφορμή να πάω την Παρασκευή στο Gagarin. Τελικά, μέσα στο (όχι και τόσο μεγάλο όσο περίμενα) πλήθος (με πολλούς ιντερνετοφίλους ανάμεσά του - χαρακτηριστική ήταν η ατάκα ότι χωρίς twitter δεν έμπαινες μέσα), ανακάλυψα κι άλλους φαν των Electric Litany και μοιραστήκαμε την αγωνία αν θα καταφέρουν να αποδώσουν τον ατμοσφαιρικό ήχο του άλμπουμ και ζωντανά. Το έκαναν μια χαρά. Η εμφάνισή τους ήταν υπέροχη, μυστηριακή, επική ώρες ώρες κι αν έλειπε -το αναμενόμενο, δυστυχώς- αναρχοαυτόνομο διάγγελμα του Αλέξανδρου λίγο πριν το τέλος, όλα θα ήταν τέλεια. Τέλος πάντων, τουλάχιστον τα παιδιά έχουν μια πολιτική άποψη και κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει γι' αυτό. Το γεγονός είναι ότι αποδείχθηκε και live ότι πρόκειται για μια μπάντα με μέλλον, σαφώς ανώτερη από τις πολλές αδιάφορες ελληνικές που επιχειρούν να διακριθούν.

Από τους Κόρε Ύδρο, για παράδειγμα, τους headliners της βραδιάς. Δηλαδή τη μεγαλύτερη απάτη του ελληνικού ροκ τα τελευταία χρόνια. Βεβαίως, τους πάω τους Κόρε Ύδρο, τον πάω τον Παντελή, γιατί ακόμη δεν έχω καταλάβει αν είναι γνήσιος τρελλός ή αν το παίζει, γιατί το έχει πιάσει καλά το νόημα του παιχνιδιού. Και στο κάτω κάτω, οι Κ.Υ. επέλεξαν ένα δρόμο κι αν αυτόν τον γουστάρει τόσο κοινό στην Ελλάδα, θα ήταν και λάθος τους να τον εγκαταλείψουν. Εδώ υπάρχει κόσμος που καύλωσε με την τσόντα της Ντούβλη, γιατί να μην καυλώσει με την επίφαση ποιοτικής ποπ που προσφέρουν οι Κερκυραίοι; Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι και τα δύο είναι αξιολογότατα ως πηγή γέλιου. Είναι απλώς cult. Σαν τον Φλωρινιώτη ή το Μιχάλη Ρακιντζή, αν δεν πιάνεις τι εννοώ. Έτσι λοιπόν, τελικά, πέρασα υπέροχα στη συναυλία της Παρασκευής, φυσικά στο front row ουρλιάζοντας, προσθέτοντας κέφι στη βραδιά προσπαθώντας να σκαρφαλώσω στη σκηνή για να κάνω break dance και άλλα τέτοια, μαζί με έναν ξέφρενο (αλλά ορκισμένο οπαδό των K.Y.) Φου - Βου. Και, βέβαια, δεν το αμφισβητώ: Η δυναμική της μπάντας στα live είναι κάτι που θα ζήλευαν πολλοί μεγάλοι καλλιτέχνες. Κατά τ' άλλα, για τη μουσική τους, επιμένω: Τέσσερα ακόρντα όλα κι όλα, και ξεκαρδιστικοί στίχοι που λόγω των ωραίων και σπάνιων λέξεών τους σου δίνουν μια πρώτη εντύπωση ποιότητας και ψαξίματος, αλλά τελικά είναι τόσο κουκουρούκου που και ο ίδιος Παντελής τους διαβάζει από σημειώσεις στα live. -αμφιβάλλω αν τους θυμάται την επόμενη κιόλας στιγμή από το τυχαίο γράψιμό τους.

Φύγαμε πριν το τέλος, όχι γιατι δεν περνούσαμε καλά, αλλά γιατί έπρεπε να πάμε κι αλλού. Χάσαμε το stage diving, αλλά κερδίσαμε την υπέροχη γεύση του Ντόλκα. Και τους Electric Litany.

UPDATE:
Οι Κόρε Ύδρο τουλάχιστον είναι υπεράνω. Περιέλαβαν και την παρούσα περιγραφή του live τους σ' αυτές που προτείνουν από το site τους. Thanx guys!

Ronnie μας άφησες νωρίς...


Ronnie James Dio - Man On The Silver Mountain


Ναι, ο Ρόνι Τζέιμς Ντίο συγκέντρωνε σχεδόν όλα τα κλισέ γραφικότητας των ηρώων της heavy metal από τα '70s και τα '80s. Από την άλλη, τέτοια φωνή δεν την έχουν πολλοί...

Έφυγε χθες, σε ηλικία 67 ετών, υποκύπτοντας στον καρκίνο του στομάχου που τον ταλαιπωρούσε.

16 Μαΐ 2010

Υβ Σαλγκ, "Ο θρύλος του Τζάνγκο" #8

"Θα τον ονομάσουμε Τζάνγκο" (συνέχεια από το προηγούμενο)Μια φωτογραφία του Τζάνγκο Ράινχαρντ που βγήκε όταν ήταν δεκατριών ετών, στο "La Montagne, μας δείχνει έναν έφηβο πρόωρα ανεπτυγμέν, ανάλαφρο, λεπτοκαμωμένο, πολύ ψηλό για την ηλικία του, με πολύ ωραίο παράστημα, ντυμένο με ένα ωραίο μαύρο σερζ κοστούμι με σταυροκούμπωτο σακάκι και στενό παντελόνι, χωρίς ρεβέρ. Φορά παπούτσια με πολύ λεπτές σόλες, ένα άσπρο πουκάμισο με "κολ ανγκλέ" κουμπωμένο με μια καρφίτσα, και μια μεταξωτή γραβάτα δεμένη πολύ κομψά. Θυμίζει έναν νεαρό άγριο πρίγκηπα που ποζάρει για την αυλή του. Αυτή η φωτογραφία, άλλωστε, ιδανική για φωτογραφικό άλμπουμ οικογενειακών αναμνήσεων, τραβήχτηκε την επομένη του πρώτου του επίσημου μεγάλου θριάμβου: μόλις είχε κερδίσει το βραβείο των κοινωνικών χορών, που απονεμήθηκε στη διάρκεια μιας γιορτής στην Οβέρνιε, στο σπίτι του γερο-Μπουσκατέλ, μιας από τις πιο δημοφιλείς προσωπικότητες της εποχής. Αυτό που κάνει εντύπωση σ' αυτόν τον πιτσιρικά είναι η υπερευαισθησία του αυτιού του - όπως αυτή του κοχυλιού που καταγράφει τον ήχο της θάλασσας, τους ψιθύρους και τις θύελλες που την ταράζουν, τίποτε δεν του ξεφεύγει, συγκρατεί τα πάντα. Αυτή η ασυνήθιστη ηχητική μνήμη δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία, πέρα από το λεξικό των κλασικών συνθετών. Αυτό που χαρακτηρίζει αυτήν την ιδιοφυΐα είναι κυρίως η πρόωρη ανάπτυξή της. Στη συνέχεια, η απίστευτη ευκολία να μετατρέψει σε προσωπική έμπνευση όλα όσα ακούει. Οι δυνατότητες αντίληψης και μετάδοσης του Τζάνγκο είναι απεριόριστες: η θαυμαστή του τέχνη προέρχεται πρώτα απ' όλα από ένα ένστικτο που αναπληρώνει την έλλειψη γνώσης και για το οποίο δεν είναι καθόλου αναγκαίο να γνωρίσεις κάτι προκειμένου να το ξέρεις. Ένα σάββατο βράδυ, ο Γκερίνο, στη διάρκεια μιας τεράστιας συνεστίασης σε ένα εστιατόριο της Βιγιέτ, στην οποία παρευρίσκονταν όλοι οι "Φίλοι του Ακορντεόν", οι ιδιοκτήτες των χοροδιδασκαλείων της οδού Λαπ και εκείνοι, οι πιο αριστοκράτες, των νυχτερινών κέντρων διασκέδασης της Μονμάρτρ, κατόπιν γενικής απαίτησης, άρπαξε το όργανό του και επιδόθηκε σε μια επίδειξη δεξιοτεχνίας, παίζοντας το "Perles de Cristal", η ερμηνεία του οποίου αποτελούσε ένα είδος δοκιμασίας για τους ακορντεονίστες: δεν μπορεί να το παίξει ο καθένας. Ο Τζάνγκο τον συνόδευε με κλειστά μάτια. Ο ενθουσιασμός μεγάλωνε, η αίθουσα έσφυζε, τα χειροκροτήματα έπεφταν βροχή.
- Δικό σου, μικρέ, είπε γλυκά ο Γκερίνο. Και μόνο δικό σου.
Τότε ο Τζάνγκο, ολομόναχος, εκτέλεσε στο μπάντζο, με δεξιοτεχνία δασκάλου, αυτό το ύπουλο και συναρπαστικό στην πολυπλοκότητά του κομμάτι, το οποίο δεν είχε ποτέ πριν ξανακούσει. Ο Τζάνγκο έπαιζε αργά: έπαιζε με το πάσο του αυτές τις νότες, αυτές τις μικρές μαγευτικές θεότητες για τις οποίες δεν ήθελε να γνωρίζει τίποτε και κυρίως δεν ήθελε να ψάξει το όνομά τους. Σε τι θα του χρησίμευε κάτι τέτοιο; Το σημαντικό είναι ότι έβγαιναν κατά την τυφλή του υπαγόρευση από τα μακριά μυώδη του δάχτυλα. Έβγαιναν και, προοδευτικά, το μπάντζο κάλπαζε. Σε έναν ρυθμό βαλς, ο Τζάνγκο, τον οποίο σύντομα ο Γκερίνο θα κατηγορούσε ότι έπαιρνε μεγάλη ελευθερία με το ρυθμό, ότι τον "ξεπούλαγε", πάνω σ' αυτόν τον ρυθμό ο Τζάνγκο έπαιζε σουίνγκ, προτού ο όρος επινοηθεί. Επτά χρόνια αργότερα, ο Ζωρζ Ωρίκ θα πει γι' αυτόν: "Αυτό το εξαιρετικά προικισμένο αγόρι ίπταται πάνω από είδη και σχολές. Αν είχε βρεθεί σε ένα ωδείο, πιθανότατα θα βρισκόμασταν ενώπιον ενός σύγχρονου Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ".
[συνεχίζεται]

13 Μαΐ 2010

Play Bouzouki Gia Mena

Η πολυαγαπημένη μας, ως γνωστόν, Μόνικα, κυκλοφορεί, επίσης ως γνωστόν, το δεύτερο άλμπουμ της αυτές τις μέρες. Ορισμένα κομμάτια αιωρούνται ήδη πάνω από τα κεφάλια μας κι ένα από αυτά έχει ήδη ξεσηκώσει θύελλες, γιατί περιλαμβάνει ένα αλλόκοτο όργανο που ο μέσος χίψτερ δυσκολεύτηκε λίγο να αναγνωρίσει. Είναι δυνατόν; Πρόκειται για μπουζούκι;

Ναι, μετά το τσέλο, την μελόντικα και το θέρεμιν, οι πιο τολμηροί εξερευνητές της ποπ κουλτούρας θα πρέπει τώρα να ανακαλύψουν στο ταπεινό λαϊκό όργανο το νέο "hip-instrument-du-jour". To κομμάτι πάντως είναι ένα κομψοτέχνημα. Και χρησιμοποιεί το μπουζούκι με πολύ πιο συνετό και καλόγουστο τρόπο από ό,τι το είχε κάνει, προ ετών, ο Λέοναρντ Κοεν, όταν το κράδαινε σαν σουβενίρ από τις διακοπές του στην Ύδρα.

Αντώνης Καρκαγιάννης (1932-2010)

Ήθελα χρόνια να τον πάρω τηλέφωνο - από τότε που πέθανε ο Δήμος Μαυρομμάτης. Πίστευα - και συνεχίζω να πιστεύω - ότι έπρεπε να βγει ένα βιβλίο με τα κείμενά του Μαυρομμάτη, μου φαίνεται τρομακτικό να πεθαίνει ένα τέτοιο μυαλό και να μην μένει πίσω τίποτα από τα γραπτά του - και θεωρούσα ότι ο Καρκαγιάννης ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να συμβάλλει σ' αυτό. Ήμουν πρόθυμος να κάνω όλη τη δουλειά, να βρω τα άρθρα του από τον "Αναγνώστη" (update: στην αρχή, είχα γράψει εκ παραδρομής "Δημοσιογράφο", την εφημερίδα που έβγαλε την ίδια περίπου εποχή, αν δεν κάνω λάθος ο Φιλιππόπουλος - mea culpa), την "Πρώτη", τον "Ελεύθερο Τύπο" και τα πιο παλιά, που δεν τα ξέρω, αλλά χρειαζόταν ένας άνθρωπος με αξιοπιστία, να βγει μπροστά, να δώσει την κατεύθυνση, να γράψει έστω μια εισαγωγή. Δεν τηλεφώνησα ποτέ - αφ' ενός γιατί δεν βρήκα ποτέ τον χρόνο να ασχοληθώ σοβαρά με αυτό, κι αφ' ετέρου γιατί ντρεπόμουν. Έτσι κι αλλιώς, δεν τον ήξερα τον άνθρωπο, δεν είχαμε μιλήσει ποτέ, απλώς παρακολουθούσα σιωπηλά τις διαλέξεις του στο τμήμα Επικοινωνίας & ΜΜΕ του Καποδιστριακού. Από την ώρα που έμαθα για τον θάνατό του, σπάω το κεφάλι μου κι όμως για κάποιον λόγο το μόνο που θυμάμαι από το μάθημά του είναι ότι θεωρούσε υπερεκτιμημένη τη "Le Monde" (δεν είχε δίκιο, είναι εξαιρετική εφημερίδα) - κι όμως ήταν από τους αγαπημένους μου, ένας ευγενέστατος, οξυδερκής άνθρωπος με έναν απίστευτα κομψό τρόπο ομιλίας.
Τώρα που το σκέφτομαι, συνειδητοποιώ ότι το έτος μου έπαθε μεγάλη ζημιά τότε, το πρώτο μισό των '90s. Αν οι άνθρωποι που αναλαμβάνουν να σου εξηγήσουν τον ελληνικό Τύπο είναι ο Καρκαγιάννης, ο Μαυρομμάτης, ο Σοφιανός Χρυσοστομίδης, ο Κώστας Ρεσβάνης και ναι, ακόμη και ο Σεραφείμ Φυντανίδης, η αντίληψή σου για τις εφημερίδες είναι τελείως διαφορετική από αυτό που συναντάς όταν καταλήγεις να δουλέψεις σ' αυτές (ακόμη κι αν είναι κάτω από τον Καρκαγιάννη ή τον Φυντανίδη).
Θυμάμαι όμως έντονα το σοκ που πάθαμε όταν, νεαροί φοιτητές με δίψα για την "Τέχνη", περάσαμε ένα βράδυ στην (φρικαλέα) αίθουσα της Εταιρίας Ελλήνων Σκηνοθετών στην Τοσίτσα, βλέποντας ταινίες μικρού μήκους και στην πρώτη σκηνή μίας από αυτές (της Φρίντας Λιάππα; της Τώνιας Μαρκετάκη; γαμώτο!) είδαμε τον καθηγητή μας να γαμοσταυρίζει, παίζοντας έναν μεσοαστό. Μετά έμαθα ότι ήταν ένα από τα μέλη της ομάδας που έβγαλε τον θρυλικό "Σύγχρονο Κινηματογράφο". Έμαθα κι άλλα. Για την εξορία του, ας πούμε - στην οποία και ο ίδιος ανέτρεχε πού και πού στην στήλη του στην Καθημερινή, για να μας θυμίσει ότι ένας άνθρωπος που έχει αγωνιστεί γι' αυτήν την προβληματική δημοκρατία που έχουμε, δικαιούται να κάνει κριτική στα πρόσωπα και τους θεσμούς της. Συνάντησα και ανθρώπους που τον αντιπαθούσαν βαθιά και είχαν πολλά ράμματα για την γούνα του. Αλλά το καλύτερο που άκουσα ήταν την εποχή που μάθαινα κουτσομπολιά για το παρασκήνιο της ελληνικής Αριστεράς. Ένα από αυτά ήθελε το ΚΚΕ να στρατολογεί μέλη χωρίς ταυτότητα, που αναλάμβαναν να μπουν στις τράπεζες, τις επιχειρήσεις, τον "έχθρό" με λίγα λόγια και να ανατρέψουν το σύστημα από μέσα. Μετά την κατάρρευση του Υπαρκτού, όλοι αυτοί παραμένουν ακόμη ανενεργοί πράκτορες μιας σκιαμαχίας - όσοι δεν μετατράπηκαν σε σκληρούς καπιταλιστές, αναλαμβάνοντας τις επιχειρήσεις που είχαν αποκτήσει με χρηματοδότηση της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Καρκαγιάννης υποτίθεται πως ήταν ένας από αυτούς - ένας μυστικός πράκτορας στην καρδιά του αστικού Τύπου, που επικοινωνούσε μόνο με τον Χαρίλαο. Δεν πιστεύω ότι είναι αλήθεια, φυσικά, αλλά γελάω πάντα κάθε φορά που το σκέφτομαι. Αλλά η σκέψη που κυρίως με απασχολεί είναι άλλη: θα βρεθεί κάποιος να μαζέψει και να βγάλει έναν τόμο με τα δικά του κείμενα;


UPDATE (Post μέσα στο post, από τον Homo Ludens)
O εκδότης μου, Αντώνης Καρκαγιάννης

Δεν τα πολυκαταλαβαίνω τα παραπάνω, αυτά που έγραψε το έτερον ήμισύ μου σ' αυτό το blog, ο Mr. Arkadin. Δεν τα πολυκαταλαβαίνω γιατί αφ' ενός δεν έχω καμμία ιδίαιτερη σχέση με την Αριστερά, πέραν του ότι σε κάτι δημοτικές εκλογές ψήφισα Μπάμπη Ζιώγα για Δήμαρχο Αμαρουσίου γιατί μου άρεσε το μουστάκι του, αφ' ετέρου γιατί δεν πολυέχω σχέση και με τη δημοσιογραφία, με την ακαδημαϊκή της έννοια... Δεν ξέρω ποιος είναι ο Δήμος Μαυρομάτης, κοινώς. Δεν ήθελα ποτέ να γίνω δημοσιογράφος, δεν διδάχτηκα αρχές, φιλοσοφίες, την τέχνη των Μ.Μ.Ε., εγώ ήθελα από πάντα να γίνω περιοδικατζής, αυτό ακριβώς, και προτίμησα να μην σπουδάσω στο "Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε." που ήταν τόσο hot στις αρχές της δεκαετίας του '90, αλλά πήγα κι έβγαλα την Κλασσική Φιλολογία, για να έχω την δικαιολογία ότι τουλάχιστον ξέρω καλά τη γλώσσα.

Δεν τα πολυκαταλαβαίνω επίσης, γιατί στο κεφάλι μου, όπως και στων περισσότερων Ελλήνων, εκείνη η περίοδος, η μετά την Κατοχή και μέχρι τη Χούντα των Συνταγματαρχών είναι ένας δυσνόητος αχταρμάς που κινείται πάνω σε έναν επίσης ψιλοακαθόριστο άξονα που μιλούσε για "κομμουνιστική απειλή" και είχε να κάνει με ξεροκέφαλους -όπως τους βλέπω σήμερα, βοηθούμενος κι από την Ιστορία- ανθρώπους εκατέρωθεν. Για να το πω πολύ απλά και κυνικά, δεν μου κάνουν πια καμμία εντύπωση τα περί διώξεων και φυλακίσεων, μού μοιάζει απολύτως λογικό όλοι οι κομμουνιστές της εποχής να έχουν περάσει από νησιά τύπου Λέρος, Γυάρος, Αίγινα, να ξέρουν απ' έξω κάθε τρύπα στο σοβά των φυλακών όλης της χώρας κι όλους τους βασανιστές με τα μικρά τους ονόματα. Νομίζω ότι, κατά κάποιον τρόπο, αυτό ήταν ένα είδος Πανεπιστήμιου που έπρεπε να τελειώσεις, μια μορφή εξετάσεων που έπρεπε να δώσεις για να γίνεις τελικά πραγματικά αποδεκτός από τους συντρόφους σου. Ο Αντώνης Καρκαγιάννης μπαινόβγαινε στις φυλακές από το 1953 μέχρι και το τέλος της χούντας. Μια ολόκληρη εικοσαετία. Κι όμως τελικά, μέχρι σήμερα υπήρχαν πάντα κάποιοι στο ΚΚΕ ή στην ευρύτερη Αριστερά που τον αμφισβητούσαν. Κάτι τέτοια κάνουν αυτοί οι Αριστεροί και δεν τους αντέχω...

Δεν ξέρω πώς είναι οι άνθρωποι που μπαινοβγαίνουν στις φυλακές, έχω μια ιδέα μόνο, και ο Αντώνης Καρκαγιάννης απείχε πολύ από αυτήν. Η εικόνα που έχω από τον μέχρι χθες εκδότη μου δεν είναι αυτή ενός κολλημένου μαχητή πολιτικών δογμάτων -ή κάποιου σκληροτράχηλου μάγκα. Είναι η εικόνα ενός γνήσιου gentleman. Αυτού που όχι μόνο θα σε περιμένει στο ασανσέρ, αλλά που στο δικό σου "μετά από εσάς", θα επιμείνει "παρακαλώ", κι ας είναι 40 και βάλε χρόνια μεγαλύτερος, κι ας είσαι ντυμμένος με τζιν και t-shirt και κατακόκκινα wayfarers, κι ας είσαι απλά ένας περιοδικατζής, ένας εκπρόσωπος αυτού του καινούργιου πράγματος που άνθρωποι σαν τον Καρκαγιάννη δεν συμπαθούν ιδιαίτερα -ας πούμε, εκπρόσωπος του δόγματος "να φέρουμε λεφτά από διαφημίσεις", που τι σχέση μπορεί να έχει με την δημοσιογραφία; Ο Αντώνης Καρκαγιάννης μου μιλούσε πάντοτε στον πληθυντικό, κρατώντας μια απόσταση τυπικής ευγενείας από ένα σύμπαν που έτσι κι αλλιώς δύσκολα θα κατανοούσε -δεν ήταν έτσι με τους άλλους διευθυντές της "Καθημερινής".

Αλλά αυτή η τυπική ευγένεια και η απόσταση δεν μου γέννησε ποτέ αντιπάθεια ή αδιαφορία. Το γεγονός ότι ήταν εκεί από το 1983, ότι κάθε φορά που η εφημερίδα βρισκόταν σε κάποιου τύπου κρίση αυτόν επέλεγε ο ιδιοκτήτης για πυροσβέστη και κυρίως το γεγονός πως οι Αλαφούζοι έβγαλαν το όνομά τους από την ταυτότητα ακριβώς για να εμφανίζεται ως εκδότης ο Αντώνης Καρκαγιάννης, ένας γνήσιος δημοσιογράφος, ένας άνθρωπος που έζησε την πολιτική -και την πλήρωσε- όσο λίγοι, μου θύμιζε ότι πρέπει να παραμένω σεμνός. Τα κείμενά του και η ιστορία του μου εξηγούσαν πόσα λίγα έχω κάνει και άρα πόσο λίγο αέρα πρέπει να παίρνω. Η στάση του στα συμβούλια της εφημερίδας (δεν ήμουν παρών, αλλά κάποια πράγματα γίνονταν γνωστά) με δίδασκε πως άλλο το να είσαι έμπειρος κι άλλο το να είσαι σοφός. Και τελικά, αν και δεν τον είχα ποτέ καθηγητή, αν και δεν μιλούσαμε καθημερινά στη δουλειά, μάθαινα από αυτόν όλο και περισσότερα για τη δουλειά μου. Και μια στο τόσο, ερχόταν και μια έκπληξη. Όπως μια φορά, σε μια εποχή που ούτε καλλιτεχνικό γυμνό δεν τολμούσαμε να δημοσιεύσουμε μπας και σκανδαλίσουμε το κοινό της εφημερίδας, που ο Αντώνης Καρκαγιάννης ήλθε ψάχνοντας φωτογραφία μιας πορνοστάρ για τη στήλη του. Όχι μιας ωραίας γυναίκας ή μιας γυμνής έστω. Ήθελε μια πρόστυχη πορνοστάρ. Για να σχολιάσει κάτι για την κατάντια μας. Εντάξει, κατόπιν εορτής μεν, αλλά θα πω ότι ήταν πολύ μπροστά.

12 Μαΐ 2010

Στιγμές από τα Μουντιάλ που (ΔΕΝ) θυμάμαι: Τι φορούν καλέ οι Γάλλοι;


Στις 10 Ιουνίου του 1978, στο Μαρ ντε λα Πλάτα της Αργεντινής, η Γαλλία συναντούσε την Ουγγαρία σε ένα διεκπεραιωτικό ματς για τον Α' Όμιλο εκείνου του Μουντιάλ. Αμφότερες είχαν αποκλειστεί (από τον όμιλό τους πέρασαν η Ιταλία και η μετέπειτα πρωταθλήτρια Αργεντινή) και ο αγώνας ήταν μια καλή ευκαιρία για να πάρουν χρόνο συμμετοχής οι αναπληρωματικοί. Το '78 η αργεντίνικη τηλεόραση -και πολλές ακόμη, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής- μετέδιδε τους αγώνες σε ασπρόμαυρο, κάτι που σήμαινε πως αναγκαστικά σε κάθε ματς η μια από τις δύο ομάδες έπρεπε να φοράει λευκή ή, έστω, πολύ ανοικτού χρώματος εμφάνιση. Η Γαλλία είχε βάλει τη λευκή κόντρα στους Ιταλούς και τη μπλέ κόντρα στους Αργεντίνους (έχασε 1-2 και στα δύο ματς) και η Ουγγαρία την κόκκινη με τους Αργεντινούς (1-2) και τη λευκή με τους Ιταλούς (1-3).

Και των δύο ομάδων η "καλή" φανέλα ήταν εκείνη με το χρώμα οπότε θα περίμενε κανείς να δει είτε μπλε είτε κόκκινο εκείνο το απόγευμα στο γήπεδο. Κι όμως. Οι Ούγγροι εμφανίστηκαν με την "δεύτερη", ολόλευκη στολή τους, ενώ οι Γάλλοι έπαιξαν ντυμένοι κάτι σαν Σεντ Ετιέν (του Μισέλ Πλατινί, που έμεινε στον πάγκο στη διάρκεια του α΄ημιχρόνου) με το κάτω της "δεύτερης" στολής των bleus. Από ασυνεννοησία, οι δύο εθνικές πήγαν στο γήπεδο κουβαλώντας μόνο λευκές εμφανίσεις και χωρίς να έχουν φροντίσει να φέρουν -έστω η μία από τις δύο- και την "πρώτη" τους στολή. Οι Γάλλοι μπορεί να είχαν χρωματιστά σορτς και κάλτσες, αλλά θα ήταν αδύνατον να ξεχωρίζουν οι δύο ομάδες μέσα στο γήπεδο, αφού το πρώτο που βλέπει το μάτι του ποδοσφαιριστή είναι το στήθος του συμπαίκτη ή του αντιπάλου του...

Η λύση δόθηκε από έναν τοπικό όμιλο, την Ατλέτικο Κιμπερλέι, που διέθεσε ριγέ λευκές με πράσινο φανέλες στους διοργανωτές. Και ενώ θα περίμενε κανείς να τις φορέσουν οι Ούγγροι που είχαν το πράσινο στα εθνικά τους χρώματα, τελικά τις πήραν οι Γάλλοι. Προφανώς επειδή η φανέλα ήταν οικεία στους παίκτες της Σεντ Ετιέν που αποτελούσαν τη ραχοκοκκαλιά της υπέροχης εκείνης ομάδας (που το ΄78 ακόμη "ψηνόταν", αλλά το '82 και το '86 έπαιξε φανταστική μπάλα και έγινε -όπως έχω γράψει ουκ ολίγες φορές- η αγαπημένη μου εθνική ομάδα όλων των εποχών). Στην Σεντ Ετιέν τότε έπαιζε ο Μπατιστόν, ο Μπατεναί, ο Ροστό, ο Λοπέζ και αρκετοί ακόμη. Ο Πλατινί πήγε την επόμενη χρονιά. Το 1978, αν και είχε φτάσει πια τα 23 του, αγωνιζόταν ακόμη στη Νανσί.

Υ.Γ. Βλέποντας τα στιγμιότυπα στο YouTube συνειδητοποιώ ότι τελικά ήταν απλά κόλπο των Γάλλων. Με το ριγέ ζάλισαν τους Ούγγρους, που έκαναν τα πιο απίθανα λάθη στην άμυνα.

11 Μαΐ 2010

Εκεί που πέφτει η γραβάτα



Αγαπητή μου Κριστίνα,
Διάλεξα επίτηδες ετούτη τη φωτογραφία. Την ασπρόμαυρη, από τη L’ Uomo Vogue του Φεβρουαρίου. Επειδή είσαι μια αλλόκοτη Κριστίνα Χέντρικς εδώ. Kουλ και αντράκι, πιο mad man και από τους Mad Men που βυθίζουν το βλέμμα τους στις καμπύλες σου κάθε εβδομάδα, στη σειρά που σου χαρίζει ξανά και ξανά το βραβείο «Αντικείμενο Πόθου» τρία χρόνια τώρα. Ομολογώ ότι δεν μου άρεσε στην πρώτη ματιά. Οτι έψαξα πίσω από τον κατάμαυρο καταρράκτη της γραβάτας να βρω έναν μικρό φεγγίτη προς το θηριώδες στήθος σου. Οτι γύρισα αμέσως σελίδα, ελπίζοντας πως στο επόμενο σαλόνι θα πόζαρες στην ίδια στάση ακριβώς, φορώντας πια μόνο το λαιμοδέτη. Ξαναξεφυλλίζοντας όμως το τεύχος «Crazy For Women» των Ιταλών, ενθουσιάστηκα. Δεν ξέρω αν αυτή ήταν η πρόθεσή τους όντως, αλλά στο εθισμένο σε ερεθιστικά παιχνίδια μυαλό μου, το να τριγυρίζουν όλες οι υπόλοιπες καλλονές ημίγυμνες και προκλητικές στο τεύχος και εσύ, η κανελένια Τζέιν Μάνσφιλντ των ’00s (καλύτερα, η τσίλι εκδοχή της Τζέιν Μάνσφιλντ), να κρύβεις κάθε σπιθαμή ποθητής σάρκας μέσα στην αρχετυπική ανδρική στολή, μοιάζει με ευρηματικότατο σχόλιο στο πόσο εύπλαστα είναι τα γούστα των αρσενικών.

Και αυτό ήταν μια ιδανική συνταγή για exitorial. Αναπάντεχη Κριστίνα σε ρόλο που τελικά θα βρούμε λόγο να μας αρέσει. Οπως μας άρεσε που από ατάραχη και οργανωτική υπερ-γραμματέας - σεξοβόμβα μετετράπης εν μια νυκτί σε νοικοκυρά στην τηλεοπτική σειρά. Ευάλωτη και ευαίσθητη, αρρωστημένα ερωτευμένη, εκεί που η μόνη σου σχέση με την έννοια της αρρώστιας ήταν τα καρδιακά επεισόδια που προκαλούσες στις μοκέτες των γραφείων της Sterling-Cooper...

Από ποιον να κρυφτούμε; Στους άντρες αρέσουν όλες οι γυναίκες. Σ’ εσάς λειτουργεί λίγο πιο προβλέψιμα η βιολογική προδιάθεση: Κάποιος να σε κάνει να γελάς στην αρχή, να παίζεις μπουγέλα την τελευταία ημέρα του σχολείου, κάποιος να σου χαρίζει οργασμούς όλη την ημέρα, να σου απογειώνει ό,τι πιο ξεχωριστό κουβαλάς, κάποιος να σου προσφέρει ασφάλεια πιο μετά, να θες να μεγαλώσεις μαζί του ένα παιδί, να σου πληρώνει το βιολογικό του γιαουρτάκι, τις Louis Vuitton και τα Jimmy Choo, να χρυσώνει τη χαμένη θηλυκότητά σου, κάποιος να σ’ την επαναφέρει -να σου κάνει άνω-κάτω την παραίτηση και να σου γυρίζει μέσα-έξω την απολιθωμένη ηθική-, κάποιος να σου ρίξει ένα ζακετάκι στους γέρικους ώμους όταν φυσήξει ξαφνικά το βοριαδάκι.

Σ’ εμάς, πάλι, δεν ισχύει κανένα μοτίβο. Ακόμη και όταν λέμε ότι μας αρέσουν οι κοκαλιάρες, οι ξανθιές, οι παρθένες, οι τσούλες, αυτές με τα σαρκώδη χείλη, η Μέγκαν Φοξ, η Ζούι Ντεσανέλ ή η Αννούλα, η κόρη του περιπτερά, με τα πιασίματα, το μόνο μοτίβο είναι η εντολή που θα στείλει ο εγκέφαλος στις φλεβίτσες κάτω από το υπογάστριο. Το ερέθισμα δεν ακολουθεί ποτέ το ίδιο κριτήριο. Και αυτό θα έμοιαζε με καταδίκη σε αγχώδη ηδονισμό, άρα σε ανηδονισμό τελικά, αν δεν υπήρχε πάντα το παιχνίδι του αναπάντεχου. Σαν αυτό που κρύβεται πίσω από τη γραβάτα και τα κουμπιά του πουκαμίσου σου, ανέλπιστο δώρο για όποιον δεν γνωρίζει. Πόσες φορές κι αν δεν βρίσκουμε τέτοια ανέλπιστα δώρα σε αυτήν που νομίζαμε απλή γητεύτρια της λίμπιντο; Ανέλπιστες αφορμές για να σκεφτούμε την εικόνα με το ζακετάκι στο κρύο, όταν από mad men θα είμαστε πια απλώς old men...

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

(Exitorial, GK - Μάιος 2010)

Ο λέων βρυχήθηκε

Εντυπωσιάστηκα πολύ από το θέρεμιν. Δεν είχα ξαναδεί να παίζουν ζωντανά το αλλόκοτο αυτό όργανο, το χωρίς πλήκτρα, χορδές ή τύμπανα, και η ένταση με την οποία η Ναλίσα Γκριν ανεβοκατέβαζε τα χέρια της μπροστά από τις δύο κεραίες του, σαν να διευθύνει μια ορχήστρα, με συνεπήρε. Ήταν κι η φιγούρα της. Λεπτοκαμωμένη, με κοντό μαλλί κι ένα πουά φορεματάκι, μια εικόνα βγαλμένη από τα early '90s, μ' ένα μουσικό όργανο που γέννησαν τα '20s και αποθέωσαν τα ψυχεδελικά '70s. Οι ανατριχιαστικές "κραυγές" του θέρεμιν γέμιζαν τον ήχο πίσω από τους υπόλοιπους εννιά (!) της μπάντας, αλλά μόνο εγώ έμενα κολλημένος εκεί, να προσπαθώ ν΄ανατριχιάσω για πάρτη τους. Το υπόλοιπο 6 D.O.G.S. χοροπηδούσε χθες το βράδυ για χάρη των Leon και της πρώτης τους συναυλίας. Χόρευε στους ξεσηκωτικούς ρυθμούς της παράξενης αυτής κολλεκτίβας που αποτελεί τη νέα ανακάλυψη της Archangel.

Η δεκαμελής μπάντα του Τιμο-Λέοντα, ακόμη κι όταν παίζει κάποια από τις πιο ανέμπνευστες συνθέσεις της σε ρουφάει μέσα στην πολυσύνθετη φύση της. Φαντάσου τους, αν δεν ήσουν εκεί χθες, μέσα στην τρύπα του 6 D.O.G.S, όλους μαζί, τον έναν πάνω στον άλλον, τον Λέοντα και τα τέσσερα κορίτσια μπροστά, τα υπόλοιπα πέντε αγόρια πίσω, να τα δίνουν όλα στον ελάχιστο χώρο που αναλογούσε στον καθένα, να προσπαθούν να ταιριάξουν τα δοξάρια από τα βιολιά τους, το χορό με το γιουκουλέλε, το πιανάκι, το τσέλο, το μαντολίνο, τα ακορντεόν, τα τρομπόνια και τις τρομπέτες, το δεν-θυμάμαι-τι-άλλο-ανέβασαν-στη-σκηνή και το θέρεμιν, βέβαια, το θέρεμιν... Οι Leon είναι οι Έλληνες Beirut με όλα τα καλά και τα κακά που κουβαλάει αυτή η σύγκριση. Και αν αυτή ήταν η πρώτη τους συναυλία, δεν μπορώ να φανταστώ τι έχουν να κάνουν επί σκηνής όταν αποκτήσουν λίγη εμπειρία (και λίγο παραπάνω και λίγο καλλίτερο χώρο από το άθλιο "μέσα" της Αβραμιώτου).

Μετά το gig, η Ζωή (που παίζει πλήκτρα, αρμόνικα και διάφορα παιδικά παιχνιδάκια επί σκηνής) μου είπε ότι τέλειωσαν με τις ηχογραφήσεις του άλμπουμ τους (με τον Ottomo που έκανε και της Monika και τον τεχνικό ήχου του Beirut στην παραγωγή) κι ότι η Archangel θα το κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο. Μέχρι τότε, ό,τι ακούσεις στο myspace τους. Μετά το gig, ναι, ήταν όπως το φαντάζεσαι: Όλη η πιτσιρικαρία έξω στις τάβλες της Αβραμιώτου, η Monika να λάμπει ζουζουνίζοντας γύρω γύρω με το νέο της δισκάκι να κυκλοφορεί στα δισκάδικα αύριο, ο Κωστής Μαραβέγιας με το χαρακτηριστικό του χαμόγελο, οι κλασικές χιψτερόφατσες στα κλασικά πηγαδάκια τους, η Β. να τραβάει ως συνήθως όλα τα αντρικά βλέμματα πάνω της κι εγώ να κάθομαι απέναντί της και να τη χαζεύω χωρίς να της μιλάω καν, απλά να προσπαθώ να ερμηνεύσω αυτόν τον μαγνήτη, ερωτευμένα ζευγαράκια να ανταλλάσουν υπονοούμενα σε δυσνόητους για τους γύρω κώδικες και ημιμεθυσμένοι νεανίες να μπαίνουν στη μέση και να τους τη χαλάνε για λίγο. Κοινώς, μια πανέμορφη βραδιά. Πιο κοινώς: μπήκε για τα καλά το καλοκαίρι. Μέχρι κι αλκοοτέστ είχε στην Κολοκοτρώνη μετά.

Κάποιον μου θυμίζει ο Άνγκους, αλλά δεν μού 'ρχεται...


Angus & Julia Stone - And The Boys

Ξέρεις πόσο λατρεύω την εμπορική folk. Σε έχω ζαλίσει με τους Mumford & Sons, με την Basia Bulat, με την Sarah Yarosz και τόσους άλλους κατά καιρούς. Και συνήθως σου άρεσε. Πάρε τώρα τη νέα μου ανακάλυψη. Από την Αυστραλία, ο Άνγκους και η Τζούλια Στόουν έχουν μαγειρέψει, με λίγα και απλά υλικά, μια συνταγή που μπορεί να αποτελεί και το άλμπουμ της χρονιάς...

Τριάμισι αστεράκια λέμε

Οι National (από αριστερά Άαρον Ντέσνερ, Ματ Μπέρνιγκερ, Μπράις Ντέσνερ, Μπράιαν Ντέβεντορφ, Σκοτ Ντέβεντορφ) φωτογραφημένοι από τον Τζάστιν Μπίσοπ, για το site του Vaniy Fair.

10 Μαΐ 2010

Μεταξύ The National και Sunset Rubdown

The Whiskers
War Of Currents
(Απρίλιος 2010)

Ο Σπένσερ Κρουγκ είναι ίσως ένας από τους μεγαλύτερους τραγουδοποιούς των καιρών μας και σίγουρα ένας από τους πιο πολυπράγμονες. Συνθέτης, τραγουδιστής, κιμπορντίστας, κιθαρίστας για τους Wolf Parade και τους Sunset Rubdown (των οποίων το "Dragonslayer" θεωρώ ότι ήταν το κορυφαίο άλμπουμ του 2009), μέλος των Swan Lake, Frog Eyes, Fifths of Seven, μερικές φορές εμφανιζόμενος ως Moonface, ο Καναδός είναι απλά ασυγκράτητος. Φιλαράκος του Κρουγκ (και μαζί του στους Swan Lake) είναι ο Νταν Μπέζαρ, aka Destroyer -η αφρόκρεμα του καναδέζικου indie.

Αυτούς τους δύο έχοντας σαν είδωλα, συν μια "καταπραϋντική" επιρροή από πιο ήπιες (το "απλές" θα ήταν κομματάκι υπονομευτικό) μπάντες σαν τους National, τα αδέλφια Τομ και Τζιμ Στυλίνσκι, από το Κονέκτικαντ, έστησαν τους Whiskers, που αν αγνοείς την ύπαρξή τους και πέσεις τυχαία πάνω σε κάποιο κομμάτι τους, θα ψάχνεις να βρεις σε ποια μπάντα του Κρουγκ ανήκει. Γιατί παίρνουν επιρροές από όλες (πιο πολύ από Frog Eyes και Sunset Rubdown). Και δεν θα πειστείς με τίποτε ότι δεν πρόκειται για Κρουγκ. Τόσο καλά τον ξεπατικώνουν. Και αυτό δεν είναι μομφή.

Το "War Of Currents" είναι το τρίτο τους άλμπουμ, και είναι εξαιρετικό. Μυστηριακό σαν Frog Eyes, συναισθηματικό όμως -είπαμε: έχουν ψηλά στις επιρροές και τους National- και πάνω απ' όλα, σχετικά λιτό για κάτι τόσο Κρουγκοειδές. Προσιτό μέσα στην πολυπλοκότητά του, είναι ένα πανέμορφο ταξίδι μέσα σε μουσικά όνειρα. Αν δεν ήταν τόσο μα τόσο επηρεασμένο από την έμπνευση κάποιου άλλου, θα το πρότεινα ανάμεσα στα "άλμπουμ της χρονιάς". Ούτως ή άλλως πάντως, μπες εδώ να το κατεβάσεις, μαζί με τα παλιά τους.


The National
High Violet
(Μάιος 2010)

Τους National τους γουστάρω, αλλά δεν σκίζω και καλσόν. Δηλαδή ήμουν από αυτούς που πήγαν με τρελλή λαχτάρα (και) γι' αυτούς σ' εκείνο το προ τριετίας Fly Beeyond, αλλά τελικά κάθισα προς τα πίσω και συζητούσα με φίλους και γνωστούς στα περισσότερα τραγούδια. Επίσης, ήταν στο "επίσημο" soundtrack δύο συνεχόμενων καλοκαιριών μου (ο κολλητός μου, ο Μιχαλάκης, είναι μεγάλος φαν τους), αλλά τελικά, όταν θέλαμε κάτι πραγματικά ανεβαστικό για την διαδρομή από το δωμάτιο στο windsurfing spot, πάντα καταλήγαμε σε... Def Leppard. Συμπεριέλαβα το "Alligator" μέσα στη λίστα με τα 40 καλλίτερά μου για την δεκαετία που έφυγε, αλλά ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το "Boxer" έκανε τόσο σάλο όταν κυκλοφόρησε.

Επίσης, αδυνατώ να ακολουθήσω την υποφώσκουσα έκσταση που έχει ήδη καταλάβει τους μουσικοκριτικούς με το νέο τους πόνημα, το "High Violet". Που είναι πιο σκοτεινό, μελαγχολικό, εσωστρεφές από τα δύο προηγούμενα, τα hit albums τους, χωρίς ποπ -ή ο,τιδήποτε άλλες- εξάρσεις (με εξαίρεση το "Conversation 16", αλλά και πάλι), πολύ αργόσυρτο και μονότονο για τα γούστα μου. Αλλά, φυσικά, μουσικά είναι άρτιο, εξαιρετικά δουλεμένο στην παραγωγή, υπέροχο για ένα ποτήρι μπέρμπον (μαλτ, μαλτ, καλλίτερα μαλτ) την ώρα που δύει ο ήλιος. Οι National σε αυτό που κάνουν είναι κορυφαίοι, απλά αυτό στο οποίο είναι κορυφαίοι δεν είναι τόσο του δικού μου γούστου (όχι θεατρικό ή επικό σαν των Arcade Fire, για παράδειγμα, πολυσύνθετο σαν των Sunset Rubdown, νεραϊδένιο σαν της Bjork, αλλά ας μην αρχίσω τώρα να γράφω για τις εμμονές μου...). Επίσης, αρνούνται πεισματικά να ανανεώσουν τον ήχο τους. Έφτασαν στο 5ο τους άλμπουμ και γράφουν ακριβώς την ίδια μουσική με αυτή που έγραφαν και στο πρώτο. Η μουσική είναι πολύ καλή, βέβαια, και "ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει" που θα έλεγε και ο Σούλης Παπαδόπουλος ή ο Μπάμπης ο Τεννές, αλλά κάπου νοιώθω ότι τα μισά τους νέα τραγούδια τα έχω ξανακούσει. Α, και μην ξεχνάμε: οι στίχοι τους είναι κουκουρούκου.


The National - Terrible Love (Live)


Laura Marling
I Speak Because I Can
(Απρίλιος 2010)

Από το περίφημο folk παρεάκι του Λονδίνου (Laura Marling, Noah & The Whale, Mumford & Sons) είναι γνωστό ότι προτιμώ την πιο ποπ πτέρυγά του, τον Μάρκους Μάμφορντ και τους "υιούς" του. Αλλά συμπαθώ απεριόριστα τους Noah & The Whale και είχα εκτιμήσει πάρα πολύ το ντεμπούτο της δεκαοκτάχρονης τότε Λώρας προ διετίας. Το "Alas I Cannot Swim" ήταν ώριμο, συναισθηματικό, λυρικό. Φέτος η πιτσιρίκα επιστρέφει με ένα πιο φολκ δίσκο, με περισσότερο μπάντζο, τη φωνή της (αυτή τη φανταστική, που μοιάζει κάπως στης Σούζαν Βέγκα, φωνή) σε τεράστια φόρμα και τον Μάμφορντ με τους γιόκες του να τής κάνουν αβάντα με β΄φωνητικά. Όλα τα συστατικά είναι εδώ, οι κριτικοί έχουν ήδη ενθουσιαστεί, αλλά όσο "θερμό" κι αν είναι το τελικό αποτέλεσμα, δεν γίνεται να μην διακρίνεις μια ένδεια στις συνθέσεις. Σαν να έχουν γραφτεί σχεδόν όλα τα τραγούδια μόνο και μόνο για να λεμε "τι φωνάρα αυτή η Λώρα". Δυστυχώς, μετά την δεύτερη ή τρίτη ακρόαση, θα το ψιλοβαρεθείς και θα κρατήσεις μόνο 3-4 τραγούδια σε ταξιδιάρικες συλλογές για κούρσες με το αυτοκίνητο στους φιδωτούς δρόμους προς το Σούνιο ένα απόγευμα Κυριακής. Εντάξει, όχι κι άσχημα για μια εικοσάχρονη...


Erykah Badu
New Amerykah, Pt.2
(Μάρτιος 2010)

Χαλαρή neo-soul για άραγμα όταν ο ήλιος βαράει πολύ. Αυτό κάνει η Έρικα Μπάντου. Σ' αυτό εδώ το άλμπουμ το κάνει πιο πολύ από ποτέ. Και το συνδυάζει με ένα άκρως προκλητικό βίντεο για το "Window Seat", όπου απεικονίζεται να βγάζει τα ρούχα της στον ίδιο δρόμο του Κάνσας που φάγανε τον JFK (και να πέφτει και στο τέλος τσίτσιδη και "νεκρή" στην άσφαλτο). Ακόμη προσπαθώ να καταλάβω ποιο το νόημα αυτής της περφορμάνς (για την οποία έφαγε άπειρο κράξιμο στις ΗΠΑ). Και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι η γύμνια της σάρκας της ήταν η καλλίτερη κάλυψη για τη γύμνια της μουσικής της. Βαρετή και μονότονη, σε βαθμό που θες να στραγγαλίσεις όλους αυτούς που ενθουσιάζονται κάθε φορά που η Μπάντου παρουσιάζει νέα δουλειά.


Erykah Badu - Window Seat


Ocean Colour Scene
Saturday
(Φεβρουάριος 2010)

Ξεκίνησε τόσο καλά η χρονιά, τίγκα στα τριάμισι αστεράκια και πάνω, που ξαφνικά μέσα στον Απρίλιο με έπιασε κατάθλιψη με όσα κατέληξαν στα ηχεία μου. Μπορεί να έχω εγώ το πρόβλημα, βέβαια, και να μην είμαι σε θέση να εκτιμήσω τις καλές μουσικές, να μου φαίνονται όλα μούφες. Δεν ξέρω. Πάντως προς τους Ocean Colour Scene, τη μπάντα που με το ομώνυμο ντεμπούτο τους και το επικό "Moseley Shoals" σημάδεψε προ δεκαπενταετίας και βάλε το πέρασμά μου από την εφηβεία στην ενήλικη ζωή, ήμουν -αν μη τι άλλο- θετικά διακείμενος. Βάλε και κάτι ανακοινώσεις περί συνεργασίας με τον παραγωγό των Editors ώστε το παλιακό Brit Pop τους να λάβει ανανεωμένη χροιά, περίμενα τα καλλίτερα. Αμ δε. Ακούγονται ακριβώς όπως το '96, πλην όμως τις έξυπνες συνθέσεις. Fail από τα λίγα, να αποκτηθεί μόνο για λόγους συλλεκτικούς.


David Byrne & Fatboy Slim
Here Lies Love

(Μάρτιος 2010)

Στην αρχή αυτό το ερωτικό... tribute στην Ιμέλντα Μάρκος δεν με εντυπωσίασε καθόλου. Από μια συνεργασία Ντέιβιντ Μπερν και Fatboy Slim περίμενα τουλάχιστον εκρηκτική δημιουργικότητα και πλήθος εκπλήξεων. Όχι όμως, δεν έχει τέτοια, είναι απλά ένα easy listening ποπάκι. Βέβαια, με τον καιρό το συνήθισα. Προφανώς γιατί παραείναι... easy listening -κι αυτήν την καταπραϋντική ιδιότητα η μουσική μοιάζει να την έχει χάσει στις μέρες μας. Τελικά κατέληξα πως το μεγάλο του πρόβλημα είναι η τεράστια διάρκειά του (διπλό CD με δώδεκα και δέκα τραγούδια σε κάθε δισκάκι!). Αν απομονώσεις τις πιο καλές του στιγμές, θα το απολαύσεις πολύ εύκολα. Αν κολλήσεις σε ψυχαναγκασμούς του τύπου να ακούσεις όλες τις guests που τραγουδούν (από τη θεά Τόρι Έιμος και τη Σίντι Λόπερ μέχρι τη Sia και τη Ρόιζιν Μέρφι), το πιο πιθανό είναι να βαρεθείς. Διάλεξε το δρόμο σου.


Jonsi
Go
(Απρίλιος 2010)

Οι ήρωές μου Sigur Ros μπορεί να με ψιλοαπογοήτευσαν με το τελευταίο τους άλμπουμ (ναι, εκείνο του οποίου τον τίτλο δεν θα επιχειρήσω να προσπαθήσω να θυμηθώ), αλλά ο μεγάλος ηγέτης τους Τζόνσι Μπίργκισον δίνει ρεσιτάλ πρωτοπορίας στη σόλο καριέρα του. Βασικά έχει καβαλήσει ένα συννεφάκι και χοροπηδάει εκεί ψηλά, σχεδόν δεν τον βλέπουμε, σαν ξωτικό του αέρα, ένα συννεφάκι φουλ στα συνθεσάιζερ, φουλ στις ενορχηστρώσεις του παμμέγιστου Νίκο Μούλι (θεέ του χιπστερισμού, τελικά ο Μούλι είναι όντως ο απεσταλμένος σου στη Γη), που ό,τι μα ό,τι πιάνει γίνεται χρυσός και φουλ στα κουλά αγγλικά που προσπαθεί να τραγουδήσει ο σαλεμένος Ισλανδός. Είναι λιγότερο πομπώδες και περισσότερο αέρινο από Sigur Ros, είναι παγανιστικά χορευτικό σε κάποιες φάσεις του, είναι εθιστικά πωρωτικό σε άλλες. Βασικά είναι η πειραματική ποπ στα καλλίτερά της.


Jonsi - Go Do (Live)


Goldfrapp
Head First
(Μάρτιος 2010)

Αυτό που έκαναν πέρσι οι La Roux και τους βγήκε μια χαρά σε εμπορική επιτυχία πάει φέτος να το κάνει και το άλλο διδυμάκι με το κοριτσάκι στο προσκήνιο, οι Goldfrapp. Σε αντίθεση όμως με το ντεμπούτο των La Roux, αυτό εδώ, το 6ο άλμπουμ των Goldfrapp δεν διαθέτει ούτε καν εκείνα τα 2-3 απογειωτικά χιτ που θα το στείλουν για πάντα στο γλιστερό πάτωμα κάτω από τη ντισκομπάλα. Γιατί ωραία όλη αυτή η '80s αύρα, αλλά το να ακούγεσαι εν έτει 2010 ακριβώς όπως η Σίντι Λόπερ ή, ακόμη χειρότερα, κάτι καμμένες ιταλοντίσκο μπάντες πριν τριάντα χρόνια είναι κομματάκι βαρετούλι. Οι Goldfrapp δεν έχουν καμμία απολύτως έμπνευση. Μόνο μια πολύ καλή παραγωγή.


LCD Soundsystem
This Is Happening
(Μάιος 2010)

Πείτε ό,τι θέλετε για τον θεμελιωτή του indie electronic Τζέιμς Μέρφι, γράψτε όσους διθυράμβους γουστάρετε, αλλά πλιζ κάντε το σε χρόνο αόριστο: ήταν, ακουγόταν, φαινόταν κ.λπ σπουδαίος. Γιατί στο "This Is Happening" η μπάλα έχει χαθεί εντελώς. Καραμούζες που κορνάρουν σε ακατάλληλες στιγμές, τύμπανα που βαράνε στο γάμο του καραγκιόζη, ακαταλαβίστικες προσμείξεις αταίριαστων ειδών και πραγματικά εκνευριστικά φωνητικά συνθέτουν την ως τώρα "απογοήτευση της χρονιάς". Πάρε μια ιδέα από το εμετικό "Drunk Girls":


LCD Soundsystem - Drunk Girls


Cocorosie
Grey Oceans
(Μάιος 2010)

Τις λατρεύεις ή τις μισείς, δεν υπάρχει μέση οδός. Εγώ τις λατρεύω. Τις λάτρεψα κι όταν τσίριζαν, τις λάτρεψα κι όταν πειραματίσθηκαν ακραία, τις λατρεύω και τώρα στην πιο χαλαρή τους στιγμή. Προφανώς γιατί μου αρέσουν τα όνειρα, την καταβρίσκω να βλέπω όνειρα, μιλάμε δεν σηκώνομαι από το κρεββάτι, ξανακοιμάμαι με το ζόρι μπας και δω ένα ακόμη -και οι αδελφές Κασάντι γράφουν μουσική για όνειρα. Είναι, πιστεύω, οι αξιότερες διάδοχοι της Bjork και στο "Grey Oceans" ειδικά δείχνουν στις Τζοάνες Νιούσομ αυτού του κόσμου πώς θα έπρεπε να γράφεται και να ερμηνεύεται η... ποιμενική indie pop. Άσε που πετάνε και κάτι τριπχοπιές μέσα μούρλια. Αγνόησε το άθλιο εξώφυλλο και βυθίσου βαθειά μέσα στον ήπιο, γαλήνιο, ονειρεμένο γκρι ωκεανό των Cocorosie. Είναι ένα από τα άλμπουμ της χρονιάς.


Cocorosie - Lemonade (Live)


Kate Nash
My Best Friend Is You
(Απρίλιος 2010)

H Καιτούλα, η Ιρλανδέζα Λίλυ Άλεν, που αν δεν ήταν αυτή να παίζει με το MySpace, η Λίλυ Άλεν δεν θα ήταν τίποτε, γιατί δεν θα την είχε ακούσει και δεν θά 'θελε να της μοιάσει, μεγάλωσε, έγινε 23 ετών γυναίκα και είπε να βγάλει και δεύτερο άλμπουμ μετά το χαρωπό και υπερεπιτυχημένο "Made of Bricks" των είκοσι χρόνων της... Αλλά, ό,τι και να κάνει ο κακομοίρης ο Μπέρναρντ Μπάτλερ (τον λάτρευες όταν έπαιζε κιθάρα στους Suede, θυμάσαι;) στην παραγωγή, η παντελής έλλειψη έμπνευσης που έρχεται με το "My Best Friend Is You" δεν κρύβεται. Η Καιτούλα έχασε πολύ γρήγορα το ταλέντο της, ίσως της το "έκαψε" η Λίλυ και όλα τα άλλα κοριτσόπουλα που την αντέγραψαν, ίσως πάλι όλο αυτό να ήταν απλά μια φούσκα και να τη βαρεθήκαμε εμείς.


Kate Nash - Do-Wah-Doo


The Boy
Κουστουμάκι
(Μάιος 2010)

Καμμία σχέση το 2ο σόλο άλμπουμ του Αλέξανδρου Βούλγαρη με το περσινό του ηλεκτρονικό ντελίριο, μ' εκείνο το σπουδαίο "Please Make Me Dance". Εδώ ο The Boy βάζει σε πρώτο πλάνο τους στίχους του, την κυνική, επιθετική, ανεπίδεκτη κάθε λογοκρισίας ποίησή του, αυτή που σόκαρε κάποτε στα αγγλικά όταν μαζί με τη Μαίρη στους Mary & The Boy ούρλιαζε "I Am a Cock", κι αφήνει τη μουσική να ελληνοκεντρίζει, οδηγούμενη από το έξυπνο παιχνίδι του με το πιάνο. Με αναφορές στα πάντα όσα ξέρεις για τη σύγχρονη ελληνική μουσική, από το Σαββόπουλο ως τους Στέρεο Νόβα (και μερικές όχι και τόσο επιτυχημένες, σε πιο ξένα μοτίβα, που "ελληνοποοιούνται" όμως εύκολα, σαν τα πιανιστικά hard rock των '80s) δεν απογειώνεται παρά μόνο στο "Είμαι Αυτός", όπου το α λα Στέρεο Νόβα ηλεκτροραπάρισμα συνδυάζεται με ένα επιβλητικό πιάνο.

Όχι, εδώ μην περιμένεις τη μουσική να σε ξεσηκώσει. Μπες πιο βαθειά στα κομμάτια κι άκου τι έχει να σου πει ο Βούλγαρης. Πάλι στο "Είμαι Αυτός" θα σου βγάλει χίλιες σκέψεις που έχεις κάνει μύχια ή φωνακτά, χίλια ξεσπάματα που τελευταία στιγμή κρατήθηκες και δεν έκανες, χίλιους πόθους ακατανόμαστους που πολύ θά 'θελες να εξωτερικεύσεις. Το "Είμαι Αυτός" βασικά είναι ένα από τα πιο συγκλονιστικά τραγούδια της χρονιάς. Και το υπόλοιπο άλμπουμ θα μιλήσει πολύ έντονα σε πολύ κόσμο. Αν και μουσικά, επιμένω, δεν έχει και πάρα πολλά να δώσει.



ΤΙ ΑΛΛΟ ΑΚΟΥΣΑ ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟ:
Love Is All - Two Thousand And Ten Injuries: Σουηδικό punk revival με γυναικεία φωνητικά; Μούρλια η ιδέα, μούρλια και η υλοποίηση. Χορευτικό, θορυβώδες, παρτιάρικο. Τρία αστεράκια. / Dum Dum Girls - I Will Be: Μια κοψιά με τους Love Is All, αλλά πιο θορυβώδες και ακατέργαστο το αποτέλεσμα, πιο μονότονες οι μουσικές πιο επαναστατική και όχι τόσο partyish η διάθεση. Δυόμισι αστεράκια. / Frightened Rabbit - The Winter Of Mixed Drinks: Μια σκωτσέζικη εκδοχή των δύο παραπάνω, κοντά μεν στους Vaselines που ξετρελαίνουν τις Dum Dum Girls και τους Love Is All, αλλά κοντά και σε Twilight Sad κι άλλα πιο μελαγχολικά, κι ώρες ώρες poppy σαν τους Coldplay, είναι ένα αξιοπρεπέστατο γκρουπ που μόλις κυκλοφόρησε το τρίτο του άλμπουμ. Τρία αστεράκια. / Bonobo - Black Sands: Ξεχασμένοι σε άλλες εποχές, βγάζουν όμορφες μουσικές για τις αρχές τις δεκατίας του '90. Διάβασε τι έγραψα εδώ για τους Four Tet το Μάρτιο. Ε, μια από τα ίδια. Δυόμισι αστεράκια. / Free Energy - Stuck On Nothing: Κι όμως, υπάρχει μπάντα που εν έτει 2010 αντιγράφει τους Thin Lizzy και τους Rolling Stones. Προτιμώ τα οριτζινάλε. Δύο αστεράκια. / Fang Island - Fang Island: Όταν οι χίψτερς έμαθαν το heavy metal, έμοιαξε με το emo rock αλλά στο πιο χαρωπό του. Αυτό είναι οι Fang Island. Μπρουκλινέζοι με κοφτερά riffs και τίποτε πέραν τούτου. Αλλά κάτι τέτοια τα λατρεύουν εκεί στα Πίτσφορκ. Τρία αστεράκια. / Drive-By Truckers - The Big To-Do: Όλος ο έξω από τις Η.Π.Α. συνεχίζει να απορεί γιατί οι εκεί δισκοκριτικοί εκστασιάζονται έτσι με τους καουμπόηδες από την Αθήνα της Τζόρτζια. Που απλά αντιγράφουν τον Νιλ Γιανγκ. Με μια πρέζα από Lynyrd Skynyrd. Δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε άλλο. Δύο αστεράκια.

The Greek Depression

Οσο να ‘ναι, οι όροι «ύφεση» και «κραχ», που παραδοσιακά χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε αυτό που συνέβη το 1929 δεν έχουν την ίδια δύναμη με τον όρο «the great depression», έστω και λόγω των ψυχολογικών συμπαραδηλώσεων. Μια κοινωνία σε κατάθλιψη – που όμως βρήκε την δύναμη να παλέψει, να ορθοποδήσει, να βρει την διάθεση για δημιουργία. Δεν είναι τυχαίο το ότι εκείνη την εποχή χτίστηκε στην Νέα Υόρκη το εμβληματικό Empire State Building, ο ψηλότερος ουρανοξύστης της πόλης – κι ας έμεινε άδειος για χρόνια, λόγω της «ύφεσης», παρέμενε ένα σύμβολο μιας οικονομίας που προσπαθεί να βρει τρόπο (και λόγο) ύπαρξης, αν όχι ένα διαχρονικό σύμβολο ελπίδας. Τίποτε όμως δεν έδινε περισσότερη ελπίδα και δεν ανακούφιζε τους δοκιμαζόμενους από την φτώχια Αμερικανούς από το Χόλιγουντ. Τα χρόνια του «κραχ» ήταν που άνθισε αυτό το λαϊκό σινεμά που έδωσε στους ανθρώπους την ευκαιρία να ζήσουν το όνειρο, χάρη στο πιο φθηνό είδος διασκέδασης. Συγγραφείς όπως ο Γουίλιαμ Φόκνερ και ο Φ.Σ.Φιτζέραλντ έγραφαν σενάρια, συνθέτες όπως ο Τζορτζ Γκέρσουιν έγραφαν μουσική, θεατρικές ομάδες όπως οι Αδελφοί Μαρξ μετέφεραν την δημιουργική τους ορμή στην οθόνη, χαρίζοντας στον κόσμο μια τόσο πολύτιμη διέξοδο από τα βασανιστικά τους προβλήματα, την στιγμή που προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες του New Deal. Σ’ αυτόν τον φτωχό κόσμο έδιναν ελπίδα η Τζίντζερ Ρότζερς και ο Φρεντ Αστέρ, χορεύοντας σε σκηνικά ονειρεμένης χλιδής. Όλα αυτά, βέβαια, απέχουν έτη φωτός από την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε εμείς σήμερα – και όχι μόνο γιατί το «κραχ» και η «πτώχευση» είναι διαφορετικές καταστάσεις. Όχι, αυτό που λείπει σήμερα είναι η προοπτική της ανάπτυξης, το New Deal, ένας ουρανοξύστης-σύμβολο των καλύτερων ημερών που θα έρθουν. Επίσης, λείπει ένα λαϊκό θέαμα που θα μας βγάλει από την κατάθλιψη. Μόνο κάτι talent shows έχουμε, που – μεταξύ μας – δεν είναι το καλύτερο που μπορείς να δεις, όταν βρίσκεσαι στο χείλος του γκρεμού, ενώ και η ελληνική κωμωδία δεν βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση. Ακόμη και ο κατά τεκμήριο μεγαλύτερος σατιρικός κωμικός μας, ο Λάκης Λαζόπουλος, περνά περισσότερο χρόνο αγορεύοντας τελευταία, παρά διακωμωδώντας. Από αυτήν την άποψη, δεν είναι τυχαία η επιτυχία του μιούζικαλ της Μαρινέλλας, μιας φωνής που θα παραπέμπει πάντα σε μια εποχή αθωότητας – και φτώχιας – παρά τη λάμψη της, μας θυμίζει πάντα ότι ξεκίνησε την καριέρα της στο πλευρό του Στέλιου Καζαντζίδη. Γιατί, και στην δική μας εποχή της φτώχιας, άνθισε μια πλούσια λαϊκή τέχνη, χάρη στα μπουζούκια και το σινεμά της Finos Films. Σήμερα, αντί για τις ταινίες του Φίνου, μιλάμε για τις πορνοταινίες της Sirina και προσβλέπουμε στα σεξουαλικά θέλγητρα της Μαριάννας Ντούβλη, να δώσει μια τονωτική ένεση στην εθνική μας λίμπιντο. Όχι πως αυτό είναι κακό. Είναι άλλωστε γνωστό ότι, περισσότερο από το σινεμά, η πιο φθηνή διασκέδαση παραμένει το σεξ. Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, που έχει πλήρη μεσάνυχτα από σεξουαλική αγωγή, αυτό δεν αποκλείεται να σημαίνει ότι, σε εννέα μήνες ίσως ζούμε το δικό μας εθνικό baby boom. Και τότε να δούμε πώς θα στείλουμε το λογαριασμό από τις πάνες και τα μαιευτήρια στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
(δημοσιεύτηκε την Κυριακή 9/5 στο Big Fish - νιώθω ήδη ότι έχουν περάσει αιώνες από τότε)

Αιωνίως 20χρονη

H Λίνα Χορν πέθανε χθες. Ήταν 92 ετών. Αλλά για το σύμπαν της τζαζ θα είναι για πάντα 20, όπως τότε που τραγουδούσε με την μπάντα του Τέντι Γουίλσον.

Έπαιξε τον πειρασμό στο πρώτο μαύρο μιούζικαλ.

Καθόρισε με την ερμηνεία της μια από τις ομορφότερες μπαλάντες που έχουν γραφτεί ποτέ.

Έμαθε στα παιδιά την αλφάβητο.

Και παρέμεινε για μια ζωή κομψή και αριστοκρατική, μια μαύρη Όντρεϊ Χέπμπορν

5 Μαΐ 2010

Καείτε, καείτε μάγισσες, καείτε!



Get Well Soon - Witches, Witches! Rest Now In The Fire

Μακάβρια επίκαιρο. Επικό. Σχεδόν αντικαταθλιπτικό γι' αυτήν την κωλομέρα. Από τον προηγούμενο δίσκο του Get Well Soon.

4 Μαΐ 2010

Και το «ελληνικό Όσκαρ» πάει στον...


Σκηνή από τη "Στρέλλα" του Πάνου Κούτρα

Ο ετεροχρονισμός ήταν τόσο υπερβολικός που στο τέλος κατέληξε στην πιο επίκαιρη παρακολούθηση ταινίας που έχω απολαύσει ποτέ. Η "Στρέλλα" βγήκε στις αίθουσες στις 17 Δεκεμβρίου. Κι εγώ αξιώθηκα να τη δω μόλις χθες, σχεδόν πέντε μήνες μετά. Αλλά χθες παρουσιάσθηκαν και τα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, τα πρώτα «ελληνικά Όσκαρ» (σιχαμένη φράση), εκεί όπου η ταινία του Πάνου Κούτρα βραβεύθηκε 4 φορές. Όχι ότι το ήξερα -ότι το θυμόμουν, μάλλον. Απλά έτυχε. Αυτές οι χαζοσυμπτώσεις είναι το αλατοπίπερο της ζωής. Ή έστω, η σως μπεαρνέζ μιας χαλαρής Δευτέρας στο κέντρο της πόλης. Έπινα μια μπίρα παρέα με τη Βάλια και το Φώτη στην "Αμπάριζα" και του λέγαμε ότι σκοπεύαμε να πάμε στο "Ααβόρα" μετά. Κι εκείνη τη στιγμή τσέκαρε το twitter στο Blackberry του (μηχανική κίνηση των εθισμένων στα social networks, ευτυχώς ή δυστυχώς επιμένω σε ένα ταπεινό κινητό των 30 ευρώ που δεν έχει καν κάμερα) και μάς ανακοίνωσε ότι η Μίνα Ορφανού, η Στέλλα ή "Στρέλλα" της ταινίας, μόλις είχε κερδίσει το βραβείο Α' Γυναικείου Ρόλου...

Καθ' όλα δίκαιη η βράβευση. Όχι μόνο γιατί η Μίνα Ορφανού -που δεν είναι καν ηθοποιός, μην ξεχνιόμαστε- έπαιξε άψογα τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια από τις καλλίτερες ταινίες της χρονιάς. Ούτε γιατί μόλις δέκα ημέρες πριν το ΕΣΡ είχε αποδείξει για μία ακόμη φορά από τι αρτηριοσκληρωτικά και πιθανόν εξωγήινα όντα διοικείται, όταν επέβαλε πρόστιμο στην εκπομπή των Φώτη και Μαρίας επειδή την είχαν καλεσμένη, "μία τρανς, σε ακατάλληλη ώρα". Όχι. Η βράβευση ήταν η ιδανική κυρίως για τον συμβολισμό που κουβαλούσε, χωρίς ιδιαίτερο κόπο είναι η αλήθεια: Η πρώτη φορά που δίνεται βραβείο Α' γυναικείου ρόλου σ' αυτά τα «ελληνικά Όσκαρ» και πήγε σε μια ερασιτέχνη ηθοποιό, που δεν γεννήθηκε καν γυναίκα. Κάτι αλλάζει στον ελληνικό κινηματογράφο. Και αλλάζει προς το καλλίτερο. Προς το μη προβλέψιμο, τέλος πάντων.

Η ταινία του Κούτρα ούτως ή άλλως είναι ένα συγκλονιστικό δράμα, ένα πραγματικό αριστούργημα. Για μένα είναι μαζί με τον «Κυνόδοντα» (για τον οποίον όμως παίζει να αλλάξω σήμερα κιόλας γνώμη -θα καταλάβεις γιατί σε λίγο) και τον «Απίθανο κύριο Φοξ» οι ταινίες της χρονιάς. Πραγματεύεται ίσως το πιο δύσκολο θέμα που έχω δει ποτέ σε κινηματογραφική αίθουσα, ένα δίλημμα, μια εμπλοκή από την οποία μέχρι και το δικό μου ψυχαναγκαστικά υπεραναλυτικό μυαλό αδυνατεί ακόμη και τώρα, μισή μέρα μετά, να βρει διέξοδο. Πραγματεύεται μια περιπέτεια στο περιθώριο των ανθρωπίνων σχέσεων, από αυτές που σκοτίζουν μόνο σκηνοθέτες επιπέδου Αλμοδόβαρ. Και την πραγματεύεται πιο περίτεχνα απ' τον καθένα. Χωρίς να ολισθαίνει σε συναισθηματικές υπερβολές, τραβεστί λύσεις, ανασφαλείς ή εξαρτημένες από ναρκωτικά εξηγήσεις. Φαντάζομαι ότι ένα παρόμοιο σενάριο στα χέρια του διάσημου Ισπανού θα είχε καταλήξει σε ένα γκροτέσκο τερατούργημα ή σε μια πικρή κωμωδία που θα τόνιζε το απίθανον του πράγματος. Κοινώς σε ντομάτες που θα εκτοξεύονταν προς το πανί. Στα χέρια του Πάνου Κούτρα έγινε μια ειλικρινής ιστορία αγάπης, από τις πιο όμορφες και -παραδόξως- λυτρωτικές που έχεις δει ποτέ.

Τα περισσότερα και τα σημαντικότερα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου -καθώς και το εισιτήριο για τις προτάσεις για τα κανονικά Όσκαρ- τα πήρε η άλλη σπουδαία στιγμή του ελληνικού κινηματογράφου την τελευταία δεκαετία, ο "Κυνόδοντας" του Γιώργου Λάνθιμου. Καλλίτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, πρότασης της Ακαδημίας για τα Όσκαρ, Β' ανδρικού ρόλου (Χρήστος Πασσαλής), μοντάζ, τα έξι βραβεία για τον «Κυνόδοντα» σήμαναν αναγκαστικά ότι η «Στρέλλα» έπρεπε να περιορισθεί σε τέσσερα (Α' γυναικείου, μακιγιάζ, κοστούμια, σκηνογραφία). Αμφιβάλλω αν στις βραβεύσεις των επόμενων ετών, τα μέλη της Ακαδημίας θα βρεθούν σε τόσο μεγάλο δίλημμα. Αμφιβάλλω γενικά αν ο ελληνικός κινηματογράφος θα βγάλει όχι δύο, αλλά ένα έστω τέτοιο αριστούργημα στα επόμενα δέκα χρόνια...

Το βραβείο φωτογραφίας πήγε φυσικά στο "Μαύρο Λιβάδι", η Άννα Μάσχα πήρε το Β' γυναικείου για το ρόλο της στη "Χρυσόσκονη", ο Αντώνης Καφετζόπουλος το Α' ανδρικού για την "Ακαδημία Πλάτωνος", ο Σταύρος Ψυλλάκης πήρε το βραβείο Ντοκιμαντέρ (για το "Άλλος Δρόμος Δεν Υπήρχε"), ο Τζώρτζης Γρηγοράκης το Μικρού Μήκους ("Κι Εγώ Για Μένα"), ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος το Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη ("Bank Bang") και ο Θανάσης Βέγγος ένα βραβείο Τιμής Ένεκεν.


Σκηνές από τον «Κυνόδοντα» και το «El Castillo de la Pureza»

Και την ώρα που ανακοίνωνα στον Mr. Arkadin πως σκοπεύω να κάνω ένα post για τη "Στρέλλα" και τα βραβεία, μου έστειλε το παραπάνω βιντεάκι. Το ανακάλυψε ο Τάσος Θεοδωρόπουλος και δείχνει τις ομοιότητες μεταξύ του πολυβραβευμένου "Κυνόδοντα" και της ισπανικής ταινίας "El Castillo de la Pureza". Ξέρω: Πώς μπορείς να βγάλεις συμπεράσματα από δέκα σκηνές; Εμένα κάτι έσπασε μέσα μου πάντως. Ξέρω επίσης: Αυτό λέγεται διακειμενικότητα, που λέει κι ο Mr. Arkadin. Ναι, μόνο που ένας σκηνοθέτης της τάξεως του Κουέντιν Ταραντίνο όχι μόνο θα διαφημίσει το πόσο "διακειμενικός" είναι, αλλά θα σου δώσει και τους ακριβείς τίτλους των ταινιών που αντιγράφει. Αν ο Λάνθιμος έχει υπάρξει κι αυτός "διακειμενικός", ίσως το να ανέφερε το "El Castillo de la Pureza" να του στερούσε μερικά βραβεία. Δεν ξέρω. Σε διάφορα indie σινεμαδοblogs είδα ότι οι ομοιότητες αναφέρονται χωρίς να ενοχλούν. Προφανώς γιατί ο Λάνθιμος σκηνοθετικά έκανε άψογη δουλειά. Αλλά αν η ιδέα -αυτό που μας σόκαρε όλους- τελικά δεν ήταν δική του, το να μην το αναφέρει πουθενά δεν λέγεται "διακειμενικότητα". Λέγεται "αντιγραφή".

Ο Μπάτμαν επιστρέφει ξαναμμένος όσο ποτέ!


...πες μου ότι δεν θέλεις να δεις αυτήν την ταινία!
(και ναι, ξέρω, το έχω παρακάνει με το vulture, το "πολιτιστικό" blog του New York, αλλά κάπως πρέπει να ξαλεγράρω - όλο Αταλί θα διαβάζω;)

1 Μαΐ 2010

Django Weekend - κυριολεκτικά

Ούτε στην πιο τρελή μου φαντασίωση δεν προβλεπόταν διοργάνωση φεστιβάλ gypsy swing στην Αθήνα και να που θα το ζήσω κι αυτό απόψε, που στο Gagarin - έναν χώρο που δεν συμπαθώ καθόλου - θα μαζευτούν όλες οι ελληνικές μπάντες που παίζουν jazz manouche, σε έναν καυτό φόρο τιμής στην μνήμη του Django Reinhardt, τα εκατό χρόνια από την γέννηση του οποίου γιορτάζει φέτος η τζαζ γενικώς (και η ευρωπαϊκή τζαζ ειδικώς). Το ΠΠC συμμετέχει στη γιορτή με την βιογραφία του Τζάνγκο (σε μικρές, βασανιστικές δόσεις) και με την ανάρτηση δύο κομματιών του σημαντικότερου ίσως σύγχρονου σχήματος του είδους, του Rosenberg Trio: ένα κατεξοχήν τζαζ κι ένα κατεξοχήν ευρωπαϊκό. Cheers!(Update - Η Έφη, από τους Diminuita Swing Trio, μου έστειλε ένα είδος ανταπόκρισης και την ευχαριστώ θερμά γι' αυτό):"Ουτε και στα δικά μου κρυφά όνειρα δεν ήταν αναμενόμενο να είναι sold out και να μείνουν και 200 άτομα εκτός! (...) Το καλύτερο πάντως όλων, ήταν το απίστευτο κλίμα συνεργασίας μεταξύ των σχημάτων, που νομίζω έλαμπε στα πρόσωπα όλων μας.Μόλις περνούσες την πόρτα για να ανέβεις στα καμαρίνια και τα παρασκήνια σε έπαιρνε η αύρα της αγάπης και της χαράς! (...) Φιλικά και με αγωνιστικούς gypsyjazzίστικους χαιρετισμούς!"