Όταν στις 6 Ιουνίου ένας αποστεωμένος από τα σοβαρά προβλήματα υγείας του Στηβ Τζομπς ξαναεμφανίστηκε μετά από καιρό στο κοινό, μέσα στο αγαπημένο του μαύρο σουέτερ, το τζιν και τ’ αθλητικά του παπούτσια, το έκανε γιατί προφανώς είχε ένα πολύ σοβαρό λόγο. Παραδοσιακά, από το 1996 που ο Τζομπς επέστρεψε στην Apple, κάθε χρόνο κάνει και μια ανακοίνωση στο World Wide Developers Conference του Σαν Φρανσίσκο, η αναμονή της οποίας προκαλεί υπερέκκριση αδρεναλίνης στους μετόχους της εταιρείας. Γιατί συνήθως συνοδεύεται από εκτόξευση της τιμής της μετοχής της στο Χρηματιστήριο NASDAQ. Εδώ ήταν που πρωτομίλησε για το MacOS X, εδώ παρουσίασε ουκ ολίγες εφαρμογές «πρώτης γραμμής» για το iPhone, εδώ αποφάσισε να μιλήσει φέτος για το iCloud, το όραμα της Apple για το «νέο μεγάλο πράγμα της πληροφορικής».
Η επιδραστικότητα του Τζομπς στον κόσμο των λάτρεων της τεχνολογίας -αλλά και στην ποπ κουλτούρα γενικότερα- είναι τέτοια, που ήταν επόμενο από τα πρώτα κιόλας λεπτά μετά την παρουσίασή του, όλοι να μιλάνε για το “Cloud”, το «νέφος», το «σύννεφο». Όσοι γνώριζαν τι είναι, αποφάνθηκαν αποκαλυπτικά ότι «τώρα το παιχνίδι σοβαρεύει πολύ». Όσοι πάλι δεν κατάλαβαν πώς συνδέονται οι Νεφέλες με τα iPad και τα iPhones τους, άρχισαν να ρωτούν τους γνωστούς τους που «ξέρουν από υπολογιστές και Internet» τι πράγμα ήταν ετούτο πάλι... Όχι, το “cloud” δεν είναι κάποια εφαρμογή που προβλέπει αν θα βρέξει αύριο. Το «νέφος» είναι κάτι απλούστερο, αλλά και πολύ πιο εντυπωσιακό. Το «νέφος» είναι το ίδιο το Internet. Είναι ένα τεράστιο, αλλά όχι σαφές, ένα θολό πράγμα κάπου εκεί ψηλά. Και είναι ένας νέος τρόπος για να περιγράψει κανείς όλα αυτά τα θαυμαστά που συμβαίνουν στην σπουδαιότερη τεχνολογία που παρουσιάστηκε τον περασμένο αιώνα.
Το νέο Internet
Τι έχει αλλάξει όμως πια και τα σπασικλάκια της Silicon Valley μιλούν για Cloud και όχι για Internet; Και τι σημασία έχει η όποια αλλαγή για εμάς, τους απλούς χρήστες του; Για να απαντηθεί το πρώτο θα χρειαστεί μια σύντομη –κι ελπίζουμε κατανοητή- εξήγηση μερικών θεμελιωδών αρχών της λειτουργίας του Διαδικτύου. Για να απαντηθεί το δεύτερο, θα ξαναεπικαλεσθούμε τον Στηβ Τζομπς, που είναι μακράν ο πιο αρμόδιος. Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή.
Το “cloud computing” δεν είναι μια κανούργια έννοια –και η Apple σίγουρα δεν διεκδικεί την πατρότητά της, όσο εύστοχα κι αν ονόμασε τη νέα της ιδέα. Εδώ και τρία χρόνια θεωρείται το νέο μεγάλο βήμα στο Internet. Στην ουσία πρόκειται για μια απλή σκέψη, που έρχεται να δώσει λύση στο πρόβλημα της χρήσης πολλών υπολογιστών και gadgets σε εμάς τους «μη επαγγελματίες» χρήστες του και στο πρόβλημα του υπέρογκου κόστους για την εγκατάσταση πληροφορικών συστημάτων στις μικρές και μεσαίες εταιρείες. Αντί να αποθηκεύεται η πληροφορία τοπικά στον υπολογιστή μας, με το “cloud computing” αποθηκεύεται σε κάποιον σκληρό δίσκο που βρίσκεται μέσα σ’ έναν αφάνταστα ισχυρό server, στον οποίον εμείς έχουμε πρόσβαση μέσω Διαδικτύου.
Για να το κάνουμε πιο λιανά: Ένας χρήστης Blackberry, ας πούμε, μπορεί να προσθέτει μια νέα επαφή στο ευρετήριο του τηλεφώνου του, αλλά για να την έχει διαθέσιμη και στον υπολογιστή του σπιτιού ή του γραφείου του, έπρεπε ως τώρα να συνδέει τη συσκευή του με ένα καλώδιο και να «την συγχρονίζει». Αντίστοιχα ένας χρήστης iPod έπρεπε να συνδέεται με έναν υπολογιστή για να «περνάει τραγούδια» στην συσκευή του. Και μια μικρομεσαία εταιρεία έπρεπε να εγκαθιστά συστήματα μεγάλης υπολογιστικής ισχύος που να μπορούν να ανταποκρίνονται στις μέγιστες δυνατές υποχρεώσεις τις οποίες θα κληθεί να καλύψει το site της, ας πούμε, ακόμη κι αν αυτό συμβαίνει μια φορά το χρόνο -και τις υπόλοιπες 364 ημέρες οι ανάγκες πέφτουν στο 10%.
Με το Cloud Computing, την πληροφορική, δηλαδή, μέσω του «νέφους», παύει η ανάγκη για όλα τα παραπάνω. Πώς γίνεται αυτό; Μα πλέον οι ταχύτητες πρόσβασης στο Διαδίκτυο έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο και τα σημεία παροχής Internet είναι τόσα πολλά, που μπορούμε να πούμε πως ένας λάτρης της τεχνολογίας είναι συνεχώς «δικτυωμένος», όπου κι αν βρίσκεται. Το “cloud computing” επιτρέπει, λοιπόν, στη χρήση αυτής της συνεχούς δικτύωσης να λειτουργεί ως ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε όλες του τις συσκευές, αν μιλάμε για απλό χρήστη, ή ως ο τρόπος πρόσβασής του σε υπηρεσίες που θα του κόστιζαν πάρα πολύ αν τις εγκαθιστούσε μόνος, αν μιλάμε για μια εταιρεία. Ο απλός χρήστης, μέσω Cloud Computing, ανανεώνει τη λίστα επαφών του στο Blackberry ή το iPhone και την βρίσκει αλλαγμένη στον υπολογιστή του γραφείου του, με το που κάτσει, απλώς ανοίγοντάς τον. Η μικρομεσαία εταιρεία πληρώνει κάποια άλλη, εξειδικευμένη εταιρεία μέσω Interet, να της «τρέχει» όλα τα υπολογιστικά συστήματα, χωρίς να είναι αναγκασμένη να προβαίνει σε αγορές νέων υπολογιστικών μονάδων και σε προσλήψεις εξειδικευμένου προσωπικού. Έχει πρόσβαση στα πάντα μέσω μιας γρήγορας σύνδεσης στο Internet, το site της «ανεβαίνει» από έναν υπολογιστή που βρίσκεται στο άλλο άκρο του πλανήτη, είναι πιο γρήγορο από ποτέ, κι όμως η εταιρεία διατηρεί πλήρη έλεγχο επάνω του.
«Απλά δουλεύει»
Το όραμα της Apple και του Στηβ Τζομπς είναι όλο αυτό που περιγράψαμε παραπάνω να γίνεται όσο πιο απλά γίνεται. Η αλήθεια είναι ότι η εταιρεία του έρχεται δεύτερη σ’ αυτό το παιχνίδι. Ή μάλλον, ότι μέχρι τώρα είχε υπολογίσει λάθος την αξία του και χρέωνε ένα σεβαστό ποσό στην υπηρεσία της που μπορούσε να συγχρονίζει αυτόματα τα e-mails, το ημερολόγιο και τη λίστα επαφών σε υπολογιστές, iPhones και iPads, των χρηστών της. Πλέον, με το iCloud αυτά θα γίνονται δωρεάν. Όπως δηλαδή το κάνει τόσο καιρό η Google…
Κάποιοι από εσάς θα γνωρίζουν ίσως τα Google Docs. Είναι μια υπέροχη εφαρμογή Cloud Computing. Γράφεις ένα κείμενο στον επεξεργαστή κειμένου, τον αποθηκεύεις όχι στον υπολογιστή σου, όπως θα έκανε με το Microsoft Word, αλλά στο «νέφος» και φεύγεις για ένα σημαντικό ραντεβού. Αν στο δρόμο προς τα εκεί σκεφτείς μια φοβερή προσθήκη, μπαίνεις από το iPhone ή το Blackberry σου στο Διαδίκτυο, συνδέεσαι με τον λογαριασμό σου στη Google και επεξεργάζεσαι στο αρχείο που αποθήκευσες νωρίτερα στο γραφείο σου. Όταν επιστρέψεις εκεί, θα βρείς στον υπολογιστή σου να σε περιμένει το νέο αρχείο, με όλες τις προσθήκες που έκανες στον δρόμο.
Η διαφορά ανάμεσα στην φιλοσοφία της Google, της μέχρι σήμερα «βασίλισας των νεφελών» και της Apple είναι η εξής: Η Google πιστεύει στα πολύ ελαφρά μηχανήματα, είτε αυτά είναι υπολογιστές, είτε ταμπλέτες, είτε smartphones, που «τρέχουν» ένα πανάλαφρο λειτουργικό σύστημα, το οποίο στην ουσία υποστηρίζει απλά τον web browser της, τον Chrome, που δεν έχουν μεγάλη μνήμη και που ανοίγουν μέσα σε ένα-δύο δευτερόλεπτα, σαν να ένα κινητό τηλέφωνο. Ως εταιρεία υπολογίζει στα κέρδη από τις διαφημίσεις. Κάθε Google Doc θα συνοδεύεται από διαφημίσεις που θα σχετίζονται με το περιεχόμενου του αρχείου. Σύντομες, σαφείς, στοχευμένες. Ο χρήστης μπορεί να τις αγνοήσει αν θέλει. Τη χρήση του Cloud Computing θα την κάνει δωρεάν πάντως.
Η Αpple το βλέπει λίγο διαφορετικά. Όλες τις οι συσκευές, οι desktop και οι φορητοί της υπολογιστές, δηλαδή, τα iPhones και τα iPads της θα έχουν εγκατεστημένες εφαρμογές που όχι μόνο θα αποθηκεύουν πληροφορία στο Internet, αλλά θα την ανταλλάσουν αυτόματα, χωρίς καν ο χρήστης να κάνει «αποθήκευση». Με το που ο κάτοχος του iPhone θα τραβάει μια φωτογραφία, αυτή θα είναι διαθέσιμη άμεσα και στο iMac επάνω στο γραφείο του. Δηλαδή, το τηλέφωνό του θα στέλνει την φωτογραφία στο «νέφος» και αυτό θα την στέλνει σε όποιον υπολογιστή ανήκει στον ίδιο χρήστη. Τόσο απλά. Η Apple σκοπεύει να πλουτήσει πουλώντας συσκευές στις οποίες το Cloud (το iCloud εν προκειμένω) «απλά δουλεύει», που είναι και η ατάκα που ο Τζομπς επαναλάμβανε με ζήλο στις 6 Ιουνίου.
Ασχέτως, πάντως, του ποιο από τα δύο μοντέλα θα επιλέξουμε εμείς, οι απλοί, καθημερινοί χρήστες, η «βαριά χρήση» του cloud computing θα είναι αυτή που θα γίνεται (που ήδη γίνεται μάλλον) από τις πολυάριθμες μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Με ένα σταθερό, γνωστό από πριν κόστος (π.χ. με ετήσιο συμβόλαιο και μηνιαίες πληρωμές) μια εταιρεία θα έχει τους servers της κάπου μακριά, θα συντηρούνται από εξειδικευμένο προσωπικό, και θα αναβαθμίζονται μια στο τόσο (με κόστος μικρό για την επιχείρηση που θα αναλαμβάνει τη δουλειά αυτή, αφού ο ίδιος server θα εξυπηρετεί ταυτόχρονα πολλές μικρές επιχειρήσεις), θα αγοράζει νέες εφαρμογές μόνο όταν τις χρειάζεται και θα τις πληρώνει μόνο για το χρονικό διάστημα που τις χρειάζεται. Και για όλα αυτά, θα αρκεί απλά μια γρήγορη σύνδεση στο Internet. Όπως καταλαβαίνει κανείς εύκολα, το πρόβλημα για όσα περιγράψαμε παραπάνω είναι ένα μόνο. Αλλά είναι θεμελιώδες: Και τι γίνεται αν για κάποιο λόγο κοπεί η πρόσβαση μας στo Internet;
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Κ" της "Καθημερινής", την Κυριακή 19.06.2011)