"Θα τον ονομάσουμε Τζάνγκο" (συνέχεια από το προηγούμενο)Στα δέκα του χρόνια, ο Τζάνγκο είχε δει ήδη γύρω στα 5000 χιλιόμετρα γεωγραφίας να περνούν μπροστά στα μάτια του. Ένα απόγευμα, τα φλογερά μαύρα μάτια του είχαν μια συνάντηση αξέχαστη και καθοριστική: έπεσαν πάνω σε ένα μπάντζο. Ήταν ενα παλιό μπάντζο που είχε παίξει σε όλους τους καταυλισμούς της ζώνης: ο ξάδερφος Γκαμπριέλ - η οικογένεια Ράινχαρντ μετρούσε τουλάχιστον 54 ξαδέρφια - την είχε αφήσει στο δάπεδο του τροχόσπιτου. O Τζάνγκο κάθησε οκλαδόν, κοίταξε για πολύ ώρα το όργανο με τις σπασμένες χορδές, χτύπησε το μαύρο ηχείο του με την ανάστροφη του χεριού του και στη συνέχεια το πήρε στα χέρια του. Και, γοητευμένος, άρχισε να παίζει, στην τύχη.
Ο πρώτος του ακροατής, εκτός από την μητέρα του, πρέπει να ήταν ο γερο-Γκιγιόν, ένας δάσκαλος, που είχε αναγκαστεί να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα, λόγω αλκοολισμού, και ο οποίος, νιώθοντας νοσταλγία για την χαρούμενη γνώση που δίδασκε άλλοτε, έβρισκε παρηγοριά για τον ξεπεσμό του οργανώνοντας στα περίχωρα του Παρισιού, μετά τους πάγκους στις λαϊκές - από το Σεντ Ουέν μέχρι τη Βανβ - κάτι σαν υπαίθρια μαθήματα, για τους μικρούς περιπλανόμενους κουρελήδες. Αλλά εκείνη την εποχή, έπρεπε να ξυπνά νωρίς για να καταφέρει να διδάξει την αλφάβητο σε έναν τσιγγάνο.
Ο Τζάνγκο δεν έκανε παρά σύντομες εμφανίσεις στα μαθήματα του γερο-Γκιγιόν αλλά, μπορούμε χωρίς περιστροφές να πούμε με βεβαιότητα ότι αυτό το κακοδιατηρημένο μπάντζο έδωσε στην νεαρή, ασχημάτιστη ύπαρξή του ένα είδος σταθερού άξονα. Όταν περνούσε από τα μαθήματα - που σύντομα θα σταματούσαν, ελλείψει μαθητών - ο Τζάνγκο κουβαλούσε κάτω από τη μασχάλη το ταλαίπωρο μπάντζο. Δεν έπαιζε ποτέ μπροστά στους συμμαθητές του, αλλά αυστηρά μόνο μπροστά στην μητέρα του ή στον αδερφό του, τον "Νεν-Νεν". Δεν ήθελε κοινό. Ο γερο-Γκιγιόν, που υπέφερε περισσότερο από την πείνα παρά από την δίψα, πέρασε από το τροχόσπιτο για να ζητήσει λίγα ψιλά για να πιει από την "Νεγκρό", που πουλούσε δαντέλες, επιδιόρθωνε καρέκλες και έφτιαχνε βραχιόλια σκαλισμένα σε κομμάτια από παλιές οβίδες από τη μάχη του Μάρνη. Ο Γκιγιόν βρήκε τον Τζάνγκο σε πλήρη μουσικό οίστρο. Τι έπαιζε; Ενα κομμάτι που η μητέρα του και ο αδελφός του τον είχαν ακούσει να παίζει για ολόκληρες μέρες εκείνη τη χρονιά, το 1921. Μια δική του σύνθεση, στην οποία, ωστόσο αναγνώριζε κανείς ταυτόχρονα ορισμένα μέτρα από το "Au Clair de la Lune" και, λίγο μετά, κάποια ψήγματα από το "La Madelon". Αλλά ήδη, το πατριωτικό εμβατήριο στρεφόταν στα μπλουζ. Ο Τζάνγκο, πότε με την άκρη ενός κουταλιού, πότε με μια δαχτυλήθρα, πότε με ένα νόμισμα των δύο λεπτών (όποτε του έδινε την ευκαιρία η μητέρα του) γραντζουνούσε - μελαχολικός, σιωπηλός, αποφασισμένος, με τα μάτια καρφωμένα στο μαύρο σκάφος - τις χορδές του παλιού, κουρασμένου μπάντζο του. "Μια φορά, γυρίζοντας, τον βρήκα με τα ακροδάχτυλά του πρησμένα και κατακόκκινα" θυμάται η μητέρα του. "Νόμιζα ότι είχε πέντε παρωνυχίδες σε κάθε δάχτυλο". Είχε παίξει για δέκα-δεκαπέντε ώρες εξάσκησης, ίσως, με γυμνά δάχτυλα, χωρίς τίποτα να τον προστατεύει από τις σκληρές, σκουριασμένες χορδές.
- Αυτό είναι που σε κρατά και δεν μαθαίνεις να διαβάζεις; ρώτησε ο Γκιγιόν με προσποιητή αυστηρότητα, χωρίς να πιστεύει καθόλου την ερώτησή του.
Ο Τζάνγκο, αντί απάντησης, έσμιξε τα πυκνά, μαύρα φρύδια του- τόσο στιλπνά που θα έλεγε κανείς ότι τα περνούσε με μπριγιαντίνη - και στη συνέχεια χαμήλωσε το κεφάλι, χωρίς να κοκκινίσει, συνεχίζοντας να παίζει πιο δυνατά, χωρίς να νοιάζεται για τον συμπαθητικό μπεκρή που καθόταν εκεί, μπροστά του, με τα χέρια σταυρωμένα, αναλογιζόμενος τους θαυμάσιους μαγικούς ήχους που έβγαιναν από τα χέρια αυτού του παιδιού. Έξι μήνες αργότερα, η λίστα του Τζάνγκο μεγάλωνε: το μπάντζο του έγινε κιθάρα. Δεν ξέρουμε τίποτα συγκεκριμένο γι' αυτήν την κιθάρα, εκτός από το ότι η "Νεγκρό" την έφερε ένα βράδυ, που επέστρεψε έχοντας πουλήσει ψεύτικες πέρλες για γραβάτα και λάστιχα για καλτσοδέτες στο πεζοδρόμιο της οδού Μπλανκί. Και ότι ο ξάδερφος Γκαμπριέλ βοήθησε τον Τζάνγκο να την κουρδίσει.
Το τρίο Ράινχαρντ εγκαταστάθηκε στην Πορτ Ντ' Ιταλί - την έξοδο που, περισσότερο από κάθε άλλη, σε καλεί να εγκαταλείψεις την πρωτεύουσα, γιατί είναι συνώνυμη του ήλιου.
[συνεχίζεται]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου