Ο μπαμπάς μου ήταν πριν πολλά πολλά χρόνια διευθυντής πωλήσεων στην PBH (Parfume et Beaute Hellas). Η εταιρεία έκανε συχνά δώρο στους υπαλλήλους καλλυντικά κι αρώματα και βέβαια τους έδινε και το δικαίωμα να αγοράζουν κι άλλα σε προνομιακές τιμές. Στο παλιό μου σπίτι υπήρχε πάντα ένα ντουλάπι - παράδεισος για τις γκόμενές μου και τις φίλες μου. Γεμάτο πολύχρωμα, μυρωδάτα κουτάκια που ο μπαμπάς και η μαμά προόριζαν για δώρα - και που οι παραλήπτες και, κυρίως, οι παραλήπτριες λάτρευαν να λαμβάνουν.
Από τότε που πήρε σύνταξη ο πατέρας μου, το ντουλάπι ξεχάστηκε, ξέμειναν μέσα κάποια κουτάκια που δεν χαρίστηκαν ποτέ -απολιθώματα μιας άλλης, πιο αθώας και πιο λαμπερής εποχής. Κάποια στιγμή πριν τρεις μήνες, σε ένα από τα βιαστικά πια περάσματα από το πατρικό σπίτι, η μητέρα μου μού ανακοίνωσε ότι χρειάζεται εκείνο το ντουλάπι για να αποθηκεύσει ρούχα και πετσέτες. Αν χρειαζόμουν κάτι, έπρεπε να αποφασίσω άμεσα, γιατί αλλιώς θα πετούσε όλα εκείνα τα κουτιά που είχαν ξεμείνει. Δεν πίστευα ότι υπήρχε έστω κι ένα πραγματάκι εκεί μέσα πια που να είναι χρήσιμο (εξ άλλου τα καλλυντικά έχουν μια ημερομηνία λήξης -ακόμη κι αν δεν ανοιχτούν, μετά από 4-5 χρόνια από την παρασκευή τους αρχίζουν να ξεθυμαίνουν ή να χαλάνε και να γίνονται επικίνδυνα για την επιδερμίδα). Αλλά όταν βούτηξα μέσα στο ντουλάπι, ξεπετάχτηκε μπροστά μου όλο το εφηβικό παρελθόν - μυρωδιές από πάρτυ, από ξενύκτια στην "Αυτοκίνηση", από μαθητικές παρελάσεις. Σε ένα, ειδικά, άρωμα, δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Άπλωσα το χέρι μου κι άρπαξα το κατάμαυρο -κι άχρηστο πια- κουτάκι.
Τον άντρα μοντέλο στην διαφήμιση του Drakkar Noir δεν τον γνωρίζω, αλλά η Στέφανι Σέυμουρ είχε γίνει από τότε -θά 'ταν τα τέλη των '80s, αν δεν κάνω λάθος- μια από τις γυναίκες που με γέμιζαν με εκρηκτικό πάθος, κάθε φορά που την αντίκριζα σε κάποιο editorial μόδας. Και είναι ακόμη. Το μαύρο, ελλειπτικό κουτάκι μετακόμισε στο δικό μου ντουλάπι και δεν μυρίζει τόσο Drakkar Noir πια, πιο πολύ έχει τη μυρωδιά οινοπνεύματος. Αλλά κάθε φορά που το ανοίγω θυμάμαι τόσα...
Πριν λίγες ημέρες έπεσα πάνω σε ένα κείμενο του Τσάντλερ Μπερ για το περιοδικό "Mad About Town" για το άρωμα της καθαρότητας. Ο Μπερ (Burr, ελπίζω να το προφέρω σωστά) είναι ο κριτικός αρωμάτων των New York Times (ναι, αυτός είναι ο τίτλος του, όχι beauty editor, που σημαίνει ότι κάτι σπουδαίο συμβαίνει με τη μύτη του) και έκανε για χάρη του ωραίου αντρικού περιοδικού μια μικρή αναδρομή στην ιστορία των πιο επιτυχημένων αρωμάτων και στον διαχωρισμό τους σε αυτά που δηλώνουν καθαρότητα και σ' εκείνα που προσφέρουν ένα σύνθετο μπουκέτο που λέει διάφορα για τον χαρακτήρα σου (τέλος πάντων).
Από το κείμενό του κράτησα κυρίως μία φράση: "Η καθαρότητα δεν έχει άρωμα". Σκέψου το. Όταν πριν αιώνες ο κόσμος πλενόταν, γινόταν καθαρός χωρίς να μυρίζει κάτι συγκεκριμένο, αυτό που είχε αποφασίσει κάποια βιομηχανία -είτε αυτό ήταν λεβάντα, είτε κέδρος, είτε καραμελωμένα αρχίδια. Πλενόταν, με νεράκι, έβγαζε από πάνω του τη φρίκη της ημέρας ή της εβδομάδας, καθάριζε, και μύριζε κάτι σαν άνθρωπος. Κι όμως. Για μας σήμερα, το "καθαρός" δεν σημαίνει "άνθρωπος". Σημαίνει κάτι άλλο. Πότε άλλαξε αυτό;
Η μυρωδιά του καθαρού λανσαρίστηκε πολλάκις. Από εταιρείες απορρυπαντικών κυρίως. Το ποια τελικά εγκρίναμε έχει να κάνει με υποκειμενικά κριτήρια -και με το ποιο υποκειμενικό κριτήριο συνέπεσε στους περισσότερους. Από τις πιο επιτυχημένες μυρωδιές καθαρότητας είναι εκείνη του Tide. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ το 1949 από την Procter & Gamble και είναι μέχρι και σήμερα -αν δεν κάνω λάθος- το υπ' αριθμόν 1 σε πωλήσεις απορρυπαντικό ρούχων στον κόσμο. Επειδή τα χημικά τού που καθάριζαν τα ρούχα είχαν μια κάπως παράξενη μυρωδιά, η εταιρεία πρόσθεσε την μεθυκυκλοπενταδεκανόνη (ελπίζω να το έγραψα σωστά, στη χημεία δεν τα πάω καλά...), μια χημική ένωση που πρωτοδημιουργήθηκε το 1888 από έναν εφευρέτη που έψαχνε να φτιάξει νέα εκρηκτικά, αναμειγνύοντας διάφορα πραγματάκια με ΤΝΤ. Ήταν μια πάμφθηνη στην παραγωγή της ένωση, που μύριζε ωραία και δεν προκαλούσε πρόβλημα στο υπόλοιπο καθαριστικό. Το Tide τα πήγε περίφημα, και η Procter & Gamble έψαξε και για άλλες τέτοιες χημικές ενώσεις που θα έκαναν τα καθαριστικά της να μυρίζουν όμορφα.
33 χρόνια μετά το Tide, ένας αρωματοποιός, ο Πιερ Γουορνί, πήρε μια από αυτές, την διυδρομυρκενόλη (; -ας με διορθώσει ένας χημικός, please) και την έβαλε μέσα στο αρωματικό μείγμα -σε ποσοστό 10% μάλιστα- ενός νέου προϊόντος που σχεδίασε για μια μεγάλη εταιρεία καλλυντικών. To Drakkar Noir της Guy Laroche ήταν μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες των '80s σε όλα τα επίπεδα -κι ας χλευάστηκε στην αρχή από τους υπόλοιπους αρωματοποιούς. Λίγα χρόνια μετά ο Πιερ Μπουρντόν πρόσθεσε 10% ακόμη από την ουσία αυτή στο δικό του άρωμα και δημιούργησε ένα από τα best sellers που κρατούν ακόμη και σήμερα: το Cool Water του Davidoff. Ο κόσμος -και εγώ τότε, στα τέλη των '80s- το αγόραζε σαν τρελλός. Όλοι θέλαμε να μυρίζουμε "καθαροί". Και ήταν τόσο, μα τόσο απλό... Δεν ξέρω ποιο άρωμα σήμερα συνεχίζει την κληρονομιά του Cool Water και του Drakkar Noir, γιατί δεν μού αρέσει να φοράω κολώνια και δεν πολυπαρακολουθώ την αγορά, παρότι δουλεύω στα αντρικά περιοδικά. Είμαι σίγουρος πάντως πως υπάρχει κάποιο. Που, κόντρα στις ψιλοαστείες περιγραφές των υπολοίπων αρωμάτων για "θεληματικά αρσενικά με έντονο χαρακτήρα" και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, πουλάει απλή φρεσκάδα και σαρώνει στις πωλήσεις. Και γεμίζει ίσως την ατμόσφαιρα κάποιου μαγαζιού. Όπως τότε, το '89, στην Αυτοκίνηση, όταν είχε πρωτοβγεί το Cool Water...
5 σχόλια:
Ωραίο το Cool Water. Τι μου θύμισες. Α, και ωραίο κομμάτι.
μια αναγνώστρια
cool water φορούσε ο φίλος μου όταν τον πρωτοερωτεύτηκα. (τρισίμιση χρόνια πριν) και μιλάμε, χωρίς να ξέρω όλα όσα έγραψες, αυτό που μου ερχόταν στο μυαλό όποτε τον μύριζα ήταν αυτό το πράμα: πόσο καθαρός ήταν.
Καταραμένο Cool Water. Την έχω πατήσει με το Cool Water.
(πολύ ωραίο κείμενο)
:) πόσο μαρεσει αυτό το μπλογκ.πόσο.
πολύ μ'αρέσει όταν γράφεις τέτοια κείμενα
Δημοσίευση σχολίου