Adventures in Your Own Backyard
(Μάιος 2012)
Ακόμη προσπαθώ να προσδιορίσω τη σχέση μου με τον μουσάτο κ. Watson. Ενώ κάθε, μα κάθε φορά που κυκλοφορεί κάποια νέα δουλειά, με ενθουσιάζει, καταφέρνω να είμαι πάντα ο τελευταίος που θα την ακούσει. Ενώ την ώρα που τα τραγούδια του βολτάρουν στα ηχεία και τα ακουστικά μου, του χτίζω μια εκτίμηση από εδώ ως την πατρίδα του, το Χάντσον του Κεμπέκ, και πίσω, μετά τον ξεχνάω και δεν τον αναζητώ. Αγνοώ την εξωμουσική του ζωή, δεν ασχολούμαι ούτε με τα «κλαδικά» του νέα (δεν ξέρω π.χ. αν συνεργάζεται και με ποιους άλλους της καναδικής indie σκηνής), δεν έχω καν ιδέα πόσων ετών μπορεί να είναι και ποια είναι τα είδωλά του (υποπτεύομαι: Jeff Buckley, Nick Drake, Claude Debussy, Frédéric Chopin…), αλλά την ώρα που βρίσκομαι δίπλα του παύω να ασχολούμαι με ο,τιδήποτε άλλο και του αφοσιώνομαι πλήρως.
Είναι κάπως σαν μια ερωτική ημιξεπέτα –από τις «καλές». Ξέρεις, από αυτές τις φάσεις που το σεξ είναι απίθανο, αλλά που εκείνη μένει σε άλλη χώρα κι έρχεται μια φορά στο τόσο διακοπές στο νησί που πας από παιδί. Δεν ενημερώνει από πριν, αλλά αν πέσεις πάνω της στο αγαπημένο σου μπαρ, είναι πάντα πρόθυμη. Μπορεί μεν να σε καθυστερήσει μια-δυο μέρες, γιατί την έχει διπλαρώσει κάποιος νέος μνηστήρας, αλλά στο τέλος θα περάσει κι απ’ το κρεβάτι σου –και το σεξ θα είναι όπως πάντα: μαγικό.
Ας ξεχάσουμε γρήγορα αυτήν την παρένθεση όπου φέρομαι να κάνω κολασμένο σεξ με έναν τριχωτό μαντραχαλά και ας πάμε στις μουσικές αρετές του Patrick Watson και, κυρίως, του νέου του άλμπουμ, του “Adventures in Your Own Backyard”. Ναι, με έχει ενθουσιάσει ως συνήθως, ίσως και περισσότερο απ’ ότι τα προηγούμενα τρία του. Ναι, σκέφτομαι σοβαρά να του δώσω το θρόνο του μουσικού μου 2012. Aν δεν τον ξεχάσω για μία ακόμη φορά, όπως συνηθίζω. To πρόβλημα με τις ερωτικές ημιξεπέτες βλέπεις, ακόμη και τις καλές, είναι ότι μετά εμφανίζεται κάποιος κανονικός έρωτας και στέλνει τη μνήμη σου στο λούνα παρκ, τριπαρισμένη με αυτοκόλλητα LSD. Και για φέτος καραδοκεί μια Bat For Lashes.
Τι συστατικά έχει αυτό το άλμπουμ και με γοητεύει τόσο; Κατ’ αρχάς και πάνω απ’ όλα, αυτό το croonάρισμα που βγαίνει βαθιά μέσα από την ψυχή (κάτι έλεγα για Jeff Buckley πιο πάνω). Μετά είναι η δομή του: Η αλυσίδα των 13 κομματιών είναι τεντωμένη στο όριο και φοβάσαι ότι οποιοσδήποτε χορός επάνω της, θα την κάνει να σπάσει. Αλλά ο Patrick Watson χορεύει ντελικάτα, ελαφροπατά μόνο εκεί που πρέπει (βλέπε Debussy), καταφέρνει και φτιάχνει κάτι μελό και αμελίστικο (εκ του «Αμελί»), αλλά χωρίς να ξεπερνάει το όριο που δίνει στις λέξεις μελό και αμελίστικο αρνητική χροιά.
Δεν είναι εύκολο να το χαρακτηρίσεις με έναν ορισμό. Το λες folk pop, ας πούμε, αλλά από την άλλην, αν σου γράψω ότι έτσι θα ακούγονταν οι Radiohead αν έβαζαν λίγο πιάνο και λίγο ακορντεόν στις συνθέσεις τους, μάλλον θα συμφωνούσες μαζί μου. Θεατρικό και γκράντε, το λες και chamber pop, αλλά την ίδια ώρα μοιάζει και με το soundtrack που θα κολλούσε σ’ ένα σαλούν που δεν μπαίνουν πολλοί κακοί, ζωσμένοι με κολτ, και αφήνουν τον πιανίστα να κάνει την δουλειά του ανενόχλητος. Ή με μουσική που παίζει σ’ ένα γραμμόφωνο, στη γωνιά της σάλας υποδοχής σ’ ένα παριζιάνικο μπορντέλο της εποχής του Toulouse Lautrec.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου