"Κάποτε ήμουν δημοσιογράφος. Έγραφα για τηλεόραση και ταινίες και βιβλία. Τότε που οι άνθρωποι διάβαζαν ακόμη έντυπα, τότε που όλοι νοιάζονταν για τη γνώμη μου. Είχα έρθει στη Νέα Υόρκη στα τέλη της δεκαετίας του '90, στην ύστατη πνοη των ένδοξων ημερών, μόνο που τότε κανείς δεν είχε ιδέα. Η Νέα Υόρκη ήταν τίγκα στους γραφιάδες, κανονικούς γραφιάδες, γιατί τοτε υπήρχαν περιοδικά, κανονικά περιοδικά, πολλά περιοδικά. Ήταν η εποχή που το ίντερνετ το φύλαγαν ακόμη στην άκρη του εκδοτικού κόσμου σαν κάποιο εξωτικό ζώο - του πετούσαν λίγες κροκέτες, το κρατουσαν από το λουρί και το κοίταζαν όπως χόρευε, αχ, τι χαριτωμένο, σίγουρα δεν θα μας σκοτώσει το βράδυ που θα κοιμόμαστε. Σκεφτείτε το: Μια εποχή που πιτσιρικάδες οι οποίοι μόλις είχαν τελειώσει το πανεπιστήμιο έρχονταν στη Νέα Υόρκη και πληρώνονταν για να γράφουν. Δεν είχαμε ιδέα ότι ξεκινούσαμε καριέρες που μέσα σε μια δεκαετία θα εξαφανίζονταν.
Δούλευα επί έντεκα χρόνια, και μετά ξαφνικά δεν δούλευα - τόσο απότομα και γρήγορα έγιναν όλα. Σ' όλη τη χώρα τα περιοδικά άρχισαν να κλείνουν το ένα μετά το άλλο, υποκύπτοντας σε μια ξαφνική αρρώσται που έφερε η χρεοκοπημένη οικονομία. Οι γραφιάδες (όλων των ειδών: φερέλπιδες μυθιστοριογράφοι, αναλυτικοί στοχαστές, άνθρωποι που το μυαλό τους δεν δουλεύει αρκετά γρήγορα για να μπλογκάρουν, να λινκάρουν, να τουιτάρουν, κυρίως πεισματάρηδες φαφλατάδες γέροι) είχαν ξοφλήσει. Ήμασταν κάτι σαν τους καπελάδες ή τους κατασκευαστές καμτσικιών: η εποχή μας είχε τελειώσει."
Θα μπορούσα να το έχω γράψει εγώ, αλλά το έχει γράψει η Τζίλιαν Φλιν, σε μια από τις πρώτες σελίδες του τελευταίου της best-seller, "Το κορίτσι που εξαφανίστηκε" (εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφραση Βάσια Τζανακάρη - respect).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου