Από πέρσι τέτοια εποχή με έχει πιάσει ένα παράπονο με την έβδομη τέχνη. Ό,τι ταινία και να δω στον κινηματογράφο μου φαίνεται βαρετή -δεν μπαίνω καν στην διαδικασία να ψάξω για κανα αριστούργημα που να προάγει την τέχνη (το τελευταίο πρέπει να ήταν το «Thin Red Line» του Τέρενς Μάλικ προ δεκαετίας. Αντε το «Mulholland Drive» του Λιντς το 2001). Τη σεζόν 2006-2007 τη θεωρώ μία από τις χειρότερες της ιστορίας, αλλά φέτος τα πράγματα έχουν ξεφύγει. Έτσι, το να αφιερώσω λίγο χρόνο για να προτρέψω το κοινό του «Πο Πο Culture!» να πάει να δει το «El Orfanato» μου φαίνεται απολύτως λογικό, αφού αμφιβάλλω ότι μέχρι το τέλος της σεζόν θα δούμε σύνολο 2-3 ταινίες τέτοιου επιπέδου ακόμη (που είναι για τριάμισι αστεράκια στα πέντε, έτσι; Μην παρεξηγηθώ κιόλας).
To τρέιλερ το ανεβάζω μόνο και μόνο για να δείξω πόσο λάθος μπορεί να εκτιμήσει μια εταιρεία το έργο σου, αν ο μοναδικός της σκοπός είναι να κόψει εισιτήρια (βέβαια, στην περίπτωση του "Ορφανοτροφείου" οι παραγωγοί δικαιώθηκαν...). Η ταινία δεν είναι γεμάτη τρόμο, δεν παίζει απ' ευθείας με τα ένστικτα αυτοσυντήρησής σου, αλλά σου γεμίζει το κεφάλι σε δεύτερο και τρίτο επίπεδο. Κατ' αρχάς η ατμόσφαιρα είναι συγκλονιστική, ένα μπλέντερ από παλιά καλά υλικά πρωτογενούς φόβου, σαν κι αυτόν που γουστάραμε να μας καταλαμβάνει όταν ήμασταν πιτσιρικάκια: Σπίτια με σκοτεινά δωμάτια, κήποι με εγκαταλελειμένα παιχνίδια, φάροι, σπηλιές που πλημμυρίζουν όταν ανεβαίνει η παλίρροια, προβληματικά παιδάκια, γκροτέσκες φιγούρες. Από 'κει και πέρα, το σενάριο φέρνει μπροστά τον δευτερογενή φόβο, το φόβο της μάνας για το παιδί -που στην περίπτωσή μας είναι ακόμη πιο ενδιαφέρων, γιατί το παιδί είναι υιοθετημένο και η μαμά ήταν κι εκείνη ορφανή. Κουβαλά στο DNA της μια ιστορία μοναξιάς, μια απομόνωση που τη διαβάζεις σε κάθε πλάνο του άξιου Χούαν Αντόνιο Μπαγιόνα, και στην προσπάθειά της να κάνει το καλό, φέρνει ακόμη περισσότερο κακό!
Κι αυτό είναι που γούσταρα στο "Ορφανοτροφείο", σε σχέση με τους "Αλλους", για παράδειγμα. Εδώ δεν έχουμε απλά μια φρικαρισμένη Νικόλ Κίντμαν να χάνει τη μπάλα όλο και περισσότερο. Εδώ η Μπελέν Ρουέδα (θα έλεγα "σε ρόλο ζωής", αλλα το σιλικονούχο στήθος της μαζεύει περισσότερο ενδιαφέρον ώρες ώρες από την ερμηνεία της -κι αυτό δεν είναι δικό της λάθος) ξετυλίγει το μπερδεμένο νήμα με επιμονή και -πολλές φορές- φαινομενική επιτυχία και το παλεύει μέχρι τέλους. Αλλά μοιάζει καταδικασμένη στη μοίρα της, που γράφτηκε 37 χρόνια πριν, όταν την παράτησαν οι γονείς της... Παρ' όλ' αυτά, το πολλαπλό φινάλε (το λέω έτσι γιατι η ταινία θα μπορούσε να τελειώνει κι αλλού, αλλά ευτυχώς υπήρχαν πολλές ωραίες ιδέες για να σε στείλουν λίγο πιο πέρα...) είναι τελικά λυτρωτικό. Γιατί, αν μη τι άλλο, μέχρι το τέλος, αισθάνεσαι πράγματα. Όχι απαραίτητα φόβο, αλλά σίγουρα βαραίνεις. Κι αυτό είναι σπουδαίο, όταν το πετυχαίνει ένα θρίλερ. Όχι, δεν είναι καλλίτερο από τους «Άλλους», που σίγουρα άλλαξαν πολλά πράγματα στο είδος, αλλά είναι εξυπνότερο και διαχειρίζεται με σοφία την κληρονομιά του. Για όσους δεν τρομάζουν με λίγο παραπάνω θάνατο, επιβάλλεται ένα πέρασμα από κάποιο από τα σινεμά που το παίζουν...
To τρέιλερ το ανεβάζω μόνο και μόνο για να δείξω πόσο λάθος μπορεί να εκτιμήσει μια εταιρεία το έργο σου, αν ο μοναδικός της σκοπός είναι να κόψει εισιτήρια (βέβαια, στην περίπτωση του "Ορφανοτροφείου" οι παραγωγοί δικαιώθηκαν...). Η ταινία δεν είναι γεμάτη τρόμο, δεν παίζει απ' ευθείας με τα ένστικτα αυτοσυντήρησής σου, αλλά σου γεμίζει το κεφάλι σε δεύτερο και τρίτο επίπεδο. Κατ' αρχάς η ατμόσφαιρα είναι συγκλονιστική, ένα μπλέντερ από παλιά καλά υλικά πρωτογενούς φόβου, σαν κι αυτόν που γουστάραμε να μας καταλαμβάνει όταν ήμασταν πιτσιρικάκια: Σπίτια με σκοτεινά δωμάτια, κήποι με εγκαταλελειμένα παιχνίδια, φάροι, σπηλιές που πλημμυρίζουν όταν ανεβαίνει η παλίρροια, προβληματικά παιδάκια, γκροτέσκες φιγούρες. Από 'κει και πέρα, το σενάριο φέρνει μπροστά τον δευτερογενή φόβο, το φόβο της μάνας για το παιδί -που στην περίπτωσή μας είναι ακόμη πιο ενδιαφέρων, γιατί το παιδί είναι υιοθετημένο και η μαμά ήταν κι εκείνη ορφανή. Κουβαλά στο DNA της μια ιστορία μοναξιάς, μια απομόνωση που τη διαβάζεις σε κάθε πλάνο του άξιου Χούαν Αντόνιο Μπαγιόνα, και στην προσπάθειά της να κάνει το καλό, φέρνει ακόμη περισσότερο κακό!
Κι αυτό είναι που γούσταρα στο "Ορφανοτροφείο", σε σχέση με τους "Αλλους", για παράδειγμα. Εδώ δεν έχουμε απλά μια φρικαρισμένη Νικόλ Κίντμαν να χάνει τη μπάλα όλο και περισσότερο. Εδώ η Μπελέν Ρουέδα (θα έλεγα "σε ρόλο ζωής", αλλα το σιλικονούχο στήθος της μαζεύει περισσότερο ενδιαφέρον ώρες ώρες από την ερμηνεία της -κι αυτό δεν είναι δικό της λάθος) ξετυλίγει το μπερδεμένο νήμα με επιμονή και -πολλές φορές- φαινομενική επιτυχία και το παλεύει μέχρι τέλους. Αλλά μοιάζει καταδικασμένη στη μοίρα της, που γράφτηκε 37 χρόνια πριν, όταν την παράτησαν οι γονείς της... Παρ' όλ' αυτά, το πολλαπλό φινάλε (το λέω έτσι γιατι η ταινία θα μπορούσε να τελειώνει κι αλλού, αλλά ευτυχώς υπήρχαν πολλές ωραίες ιδέες για να σε στείλουν λίγο πιο πέρα...) είναι τελικά λυτρωτικό. Γιατί, αν μη τι άλλο, μέχρι το τέλος, αισθάνεσαι πράγματα. Όχι απαραίτητα φόβο, αλλά σίγουρα βαραίνεις. Κι αυτό είναι σπουδαίο, όταν το πετυχαίνει ένα θρίλερ. Όχι, δεν είναι καλλίτερο από τους «Άλλους», που σίγουρα άλλαξαν πολλά πράγματα στο είδος, αλλά είναι εξυπνότερο και διαχειρίζεται με σοφία την κληρονομιά του. Για όσους δεν τρομάζουν με λίγο παραπάνω θάνατο, επιβάλλεται ένα πέρασμα από κάποιο από τα σινεμά που το παίζουν...
1 σχόλιο:
Μου κέντρισες το ενδιαφέρον...θα προσπαθήσω να την δώ
Δημοσίευση σχολίου