Την Αντίπαρο μπορείς να τη μετρήσεις με χίλιους δυο τρόπους. Με τη meta-μυκονιάτική λογική του “to see and to be seen” που επικρατεί τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο (ευτυχώς, μείον το ποζεριλίκι του «νησιού των ανέμων»). Με την alternative και λίγο ανάρχα κουλτούρα που κουβαλάει το κάμπινγκ και που κάποτε απλωνόταν σε όλο το νησί. Με την μοναδική ισορροπία που επιτυγχάνεται ανάμεσα στους εκπροσώπους των δύο παραπάνω φυλών.
Ακόμη: με την οικογενειακή ευκολία του «ωραίες κι εύκολα προσβάσιμες παραλίες, χαμηλές τιμές, ηρεμία και πεζόδρομος για να παίζει ο μπόμπιρας». Ό,τι μέτρο κι αν χρησιμοποιήσεις, το πιο πιθανό είναι ότι θα ξεπεράσει κατά πολύ τον πήχη στις προσδοκίες σου. Το δικό μου μέτρο είναι λίγο ιδιαίτερο, αλλά νομίζω ότι αυτή είναι και η πιο μεγάλη «μαγκιά» του νησιού. Ότι, τελικά, αν και τόσο δα μικροσκοπικό, καταφέρνει και ικανοποιεί όλα τα γούστα.
Ορίστε οι 10 λόγοι για τους οποίους έχω λυπηθεί πάρα πολύ που φέτος δεν θα καταφέρω να περάσω το καλοκαίρι στην αγκαλιά της (αν και δεν πρόκειται να μου τη γλιτώσει τον Σεπτέμβριο). Τα γράφω ως tips, μπας και αποκτήσει το δικό μου μέτρο έστω και λίγη αξία και για κάποιον άλλον.
Η Πούντα
Η Πούντα βασικά βρίσκεται στην Πάρο, αλλά με τον όρο εννοώ το στενό ανάμεσα στα δύο λιμάνια (Πούντας – Αντιπάρου) και λίγο πιο νότια. Έχει μήκος περίπου δύο ναυτικών μιλιών και είναι ο βασικότερος λόγος που θέλω κάθε καλοκαίρι να βρίσκομαι εκεί. Όταν πιάνει το μελτέμι, είναι η μεγαλύτερη ασφαλής πίστα για windsurf που υπάρχει στην Ελλάδα, αρκετά flat και άρα ιδανική για όσους ακόμη μαθαίνουν ή γουστάρουν να πιάνουν μεγάλες ταχύτητες με ride σκάφη, αλλά και με ένα ευχάριστο ελαφρό κυματάκι πού και πού, το οποίο ευνοεί τις φιγούρες για όσους κατέχουν το σπορ.
Μπαίνω από τα βραχάκια αριστερά στην πρώτη Ψαραλυκή (όνομα παραλίας είναι αυτό), όπου το απάγκιο δεν είναι πάνω από 50 μέτρα και όπου μπορείς εύκολα να αφήσεις το αυτοκίνητο για να μεταφέρεις σκάφος και πανιά. Στα πιο καλά μου, με 7άρι μποφόρ και άδειο στίβο, δεν μού παίρνει πάνω από δύο λεπτά να βρεθώ από την Αντίπαρο στην Πάρο.
Highlight καριέρας: Μέσα στο νερό, με βουλωμένα και τα δύο αυτιά, να πασχίζω να ρυθμίσω κάτι στη μάτσα μου και ξαφνικά να ακούω το φέρι μποτ που εκτελεί τη γραμμή Πούντα – Αντίπαρο να μου «κορνάρει» να σηκωθώ και να φύγω από την πορεία του.
Ο όρμος της Φανερωμένης
Η social παραλία του νησιού, ο Σορός, δεν είναι καθόλου του γούστου μου. Προτιμώ να συνεχίζω με το αυτοκίνητο 3-4 χιλιόμετρα προς το νότο, από τον χωματόδρομο που πάει προς το ακρωτήρι της Φανερωμένης. Στα δύσκολα σημεία κατεβάζω τα γυναικόπαιδα (ακόμη και ένα τζιπ δυσκολεύεται, για να καταλάβεις), αλλά η ανταμοιβή αξίζει.
Κατ’ αρχάς πάνω στον δρόμο συναντάς κάποια στιγμή τις δύο πιο τέλειες παραλίες του νησιού, δύο μικρούς κολπίσκους με χρυσή άμμο και τέλεια νερά (κατάμεστες, βέβαια, τον Αύγουστο –γι’ αυτό και συνεχίζεις το ράλι 4x4 πιο νότια…) ενώ μια ανηφόρα και μια κατηφόρα πιο πέρα βρίσκεται ο όρμος της Φανερωμένης, το αγαπημένο αγκυροβόλι των ιστιοπλοϊκών και των γιότ, το πιο ήρεμο σημείο όλου του νησιού. Ένας σχεδόν στρογγυλός κόλπος –σαν υπερμεγέθης πισίνα. Δεν έχει άμμο, μόνο βράχους – πλάκες. Ακόμη και στην πιο υψηλή περίοδο, θα έχεις τον δικό σου, αποκλειστικό βράχο.
Το Σπήλαιο
Ένα αξιοθέατο που οι επισκέπτες του νησιού τείνουν να σνομπάρουν, θεωρώντας ταλαιπωρία τη μετακίνηση ως εκεί και το κατέβασμα στα έγκατά του με τα πόδια. Μόνο που όποιος τελικά πηγαίνει, κρατάει μέσα του την εμπειρία για πάντα. Δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθήσω να το περιγράψω με λόγια και καμμία φωτογραφία δεν θα μπορέσει ποτέ να αποτυπώσει το μεγαλείο του. Αν βρίσκεσαι στην Αντίπαρο και δεν πας, είσαι άξιος της μοίρας σου. Ειδικά αν η μέρα είναι ανυπόφορη από πλευράς ζέστης, το κάνεις και για την υγεία σου. Είναι το μεγαλύτερο «φυσικό» air condition που υπάρχει και το κατέβασμα στα 25 μέτρα του βάθους του από την ανεμόσκαλα είναι η πιο αναζωογονητική γυμναστική που θα μπορούσες ποτέ να απολαύσεις.
Ο Αλέξανδρος
Άλλο ένα αντικείμενο χλεύης ή σνομπισμού από την αντιπαριώτικη ελίτ που διαλέγει το νησί μόνο για τα κοκτέιλ της πλατείας και τα μεθύσια της La Luna. Ο Αλέξανδρος είναι ένα καραβάκι που κάνει το γύρο του νησιού και που πρέπει να ξυπνήσεις στις 8 το πρωί για να το προλάβεις. Μαζεύει πάνω του όλη την γραφικότητα του σύμπαντος: Κατ’ αρχάς το κατακλύζουν οι ξανθοί, καμμένοι από τον ήλιο τουρίστες. Κατά δεύτερον το κουμαντάρει ο καπετάν-Αντώνης, με τη μουστάκα του και τα τυχαία αγγλικά του. Κατά τρίτον παίζει μουσική από κασετόφωνο καθ’ όλη την διάρκεια της διαδρομής που σε μυεί στο συρτάκι, τον Ζαμπέτα και τον Θεοδωράκη.
Αλλά, επίσης, σε πηγαίνει στα πιο απίστευτα σημεία του νησιού που δεν φτάνει το αυτοκίνητο (και είναι περισσότερα και ομορφότερα από αυτά στα οποία μπορείς να πας οδικώς), σού κάνει μεσημεριανό πικ-νικ στο Δεσποτικό με αχινοσαλάτα και ψητό χταποδάκι που ετοιμάζει επιτόπου ο ίδιος ο (μικρός θεός) καπετάν-Αντώνης και γενικά αποτελεί το απόλυτο Live Your Myth In Greece, που δεν είναι κακό να το ζούμε και οι ίδιοι οι Έλληνες μια στο τόσο.
Η La Luna
Μιας και την ανέφερα πιο πάνω, είναι η υπαίθρια καλτ ντίσκο με τις παράλογα ακριβές τιμές και τα εξωφρενικά «μπομπέ» ποτά, που ανοίγει όταν τα μπαρ μπλέκουν με το ωράριο (μετά τις 3 δηλαδή) και που συνήθως κλείνει μισή ώρα μετά, γιατί φτάνει η αστυνομία με καταγγελία για ηχορρύπανση. Έχει μια ψευδοροφή που φιλοξενεί ντισκομπάλες και ο DJ μιξάρει κολεγιάλα και όλη την υπόλοιπη παρακμή. Αλλά όλα αυτά τα τελειωμένα της χαρακτηριστικά, συν το γεγονός ότι όλο το νησί μεταφέρεται (και ξημερώνει, αν δεν την κλείσουν) εκεί, με λερωμένες πατούσες από τον χωματόδρομο που την ενώνει με τη χώρα, και μαζί κουβαλάει και όλη την επήρεια από τα ποτά που έχει ήδη πιει στην πλατεία, την καθιστούν το σκηνικό για τις πιο υπέροχες εμπειρίες που θα ζήσεις στο νησί (και που δεν θα θυμάσαι στην επόμενη μέρα).
Η πλατεία
Το ένα μπαρ δίπλα στο άλλο, ένα για κάθε γούστο (βλέπε παραπάνω για τις διαφορετικές φυλές του νησιού), και όλος ο κόσμος έξω, στην πλατεία, να συνθέτει την πιο ετερόκλητη και φιλική -αλλά κάθε χρόνο θα πέσει και κάποιο γερό μπουνίδι, είναι η αλήθεια- παρέα. Το ποιο μπαρ φτιάχνει τα καλύτερα ποτά ποικίλλει σεζόν με τη σεζόν (ο «Τζίτζικας», που όμως δεν βρίσκεται πάνω στην πλατεία, είναι η πιο σταθερή αξία). Επίσης ποικίλλει από νύχτα σε νύχτα το ποιο θα μείνει ανοιχτό ως το ξημέρωμα. Όταν φτάνουμε στο κλείσιμο που επιβάλει το ωράριο, οι ιδιοκτήτες εκ περιτροπής παίρνουν ο καθένας το ρίσκο του, ένας για κάθε βράδυ. Όποιος δεν αρχίσει τον ποδαρόδρομο για τη La Luna, μεταφέρεται απλά στο μπαρ που μένει ανοικτό.
Το Still Waters
Εστιατόριο – παραλία. Πρέπει να οπλιστείς με υπομονή απέναντι στο σέρβις του Άγγλου (ινδικής καταγωγής) ιδιοκτήτη και της παρέας του (οικογένειάς του, μάλλον) και μερικές φορές και με συγκατάβαση γιατί μπορεί να θελήσει να σου πει όλον του τον καημό. Αλλά το φαγητό (ταϋλανδέζικα πιάτα κυρίως) είναι εξαιρετικό και, κυρίως, ο κολπίσκος που βρίσκεται μπροστά, με τα πάντα ήρεμα νερά, είναι μια μαγεία, ειδικά εκεί κοντά στη δύση του ηλίου.
Τα κρυμμένα ταβερνάκια στα ισόγεια ξενοδοχείων
Το φαγητό στην Αντίπαρο είναι, γενικά, καλό. Αλλά πιο καλό είναι στο Pavlo’s Place και σε όλα εκείνα τα μικρά ταβερνάκια που λειτουργούν κάτω από ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα και φτιάχνουν σπιτικά πιάτα.
Η «Χαρούλα» στη Μάρπησσα της Πάρου
Το πιο θεϊκό στοιχείο, βέβαια, της Αντιπάρου είναι ότι βρίσκεται τόσο κοντά στην Πάρο. Άρα έχεις τα πάντα. Κι αν μια μέρα ποθήσεις τους καλύτερους κεφτέδες του κόσμου, περνάς απέναντι με το αυτοκίνητο και πας ως τη Μάρπησσα, στο ταβερνάκι της Χαρούλας…
H κοτόπιτα
Αλλά πολλές φορές το καλοκαίρι, με την πολλή ζέστη, δεν αντέχω να τρώω κάτι παραπάνω από ένα σνακ. Κανένα πρόβλημα. Το τυροπιτάδικο ακριβώς στην είσοδο του πεζοδρόμου, στο αριστερό σου χέρι, έχει μαγευτικές σφολιάτες. Κορυφαία του δημιουργία η περίφημη κοτόπιτα ολικής που γίνεται ανάρπαστη με το που βγει από το φούρνο. Λατρεμένο meeting point όσων δεν έχουν λιποθυμήσει από το αλκοόλ μετά τη La Luna.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)