26 Φεβ 2010
Πώς θα ήταν η celebrity φιλανθρωπία αν οι Popstars δεν τραγουδούσαν ξενέρωτα τραγούδια σαν το We Are the World...
Μια νύχτα στο Boutique (μην το ψάχνεις)
Μεταμοντέρνα Κατάνυξη
To ότι η νηστεία πέρασε στο διαιτολόγιο των fast-food είναι μια περίτρανη απόδειξη μιας μετάλλαξης που έχει επέλθει στην ελληνική κοινωνία αυτά τα δέκα-δεκαπέντε χρόνια. Παλιά, τα πράγματα ήταν απλά. Νήστευαν οι γιαγιάδες και οι ευσεβείς χριστιανοί, που καθάριζαν τον οργανισμό τους – αλλά και την ψυχή τους - από την αμαρτία του να τρως κρέας και γαλακτοκομικά. Η νηστεία ήταν κάτι ξένο προς το νεανικό lifestyle – γι’ αυτό και δεν υπήρχε ανάγκη να προσφέρουν νηστίσιμα τα fast food. Αυτός που πήγαινε εκεί, πήγαινε για να φάει χάμπουργκερ και να κοινωνικοποιηθεί με τους συνομηλίκους του. Αυτός που ήθελε να νηστέψει, πήγαινε εκδρομή με το κατηχητικό. Αυτό, με άλλα λόγια, που κατέδειξε ξεκάθαρα η «McΣαρακοστή», ήταν η συντηρητική στροφή της κοινωνίας. Η εμφάνισή τους συμπίπτει με τις συγκεντρώσεις για τις ταυτότητες, με τις στατιστικές που θέλουν το στρατό, την εκκλησία και την οικογένεια να βρίσκονται πολύ ψηλά στην κλίμακα των αξιοσέβαστων θεσμών. Κι ενώ η νηστεία έχει γίνει trendy, αυτό που έχει χαθεί είναι η ουσία της. Γιατί, αν το δούμε ρεαλιστικά, η νηστεία συνίσταται στο εξής: κάποιος (που ερμηνεύει/ εκπροσωπεί μια ανώτερη δύναμη) σου λέει τι πρέπει και τι δεν πρέπει να φας σε δεδομένη χρονική στιγμή. Αυτή είναι μια εξουσία που ασκούσαν οι θρησκευτικοί ηγέτες, ώστε να φροντίζουν αφ’ ενός την υγεία του ποιμνίου τους, κι αφ’ ετέρου την οικονομία της κοινότητας. Το θέμα όμως είναι ότι οι σύγχρονη εκδοχή της νηστείας δεν έχει καμία σχέση με οικονομία. Το να φτιάχνεις μπέργκερ από τηγανιτές γαρίδες δεν προσφέρει κάποια ιδιαίτερη κάθαρση του οργανισμού – για να μην μιλήσουμε για την ίδια την έννοια της στέρησης (τόσο σημαντική στις νηστείες) που δεν συνάδει με την εκζήτηση των πανάκριβων νηστίσιμων θαλασσινών. Οι νηστείες έχουν δημιουργηθεί με βάση την οικονομία και τις διατροφικές συνήθειες κοινωνιών που έχουν εκλείψει εδώ και αιώνες. Την εποχή που η διατροφική αμαρτία μπορεί να σημαίνει είτε την θερμιδική αξία της τροφής είτε το οικολογικό αποτύπωμα ενός γεύματος, την εποχή που μιλάμε για βιολογικές και μεταλλαγμένες ντομάτες, για ψωμιά χωρίς γλουτένη και γάλα σογιας, το τι είναι νηστίσιμο και τι αρτύσιμο, τι αμαρτωλό και τι ευσεβές, έχει γίνει ιδιαίτερα πολύπλοκο ζήτημα. Κανονικά, δηλαδή, θα έπρεπε να έχουν δημιουργηθεί νέα διαιτολόγια νηστείας – αλλά για να γίνει αυτό, χρειάζεται να δημιουργηθούν νέες θρησκείες. Και ποιος έχει όρεξη για κάτι τέτοιο;
*(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Big Fish, την Κυριακή 21/2)
25 Φεβ 2010
Γιατί δεν το είχα δει νωρίτερα αυτό;
Σε μόλις οκτώ επεισόδια, ο Τζόναθαν Έιμς (δεν τον ήξερα, αλλά τώρα θέλω να διαβάσω όλα τα βιβλία του) αποδομεί ταυτόχρονα τόσο την ματαιοδοξία του λογοτεχνικού/καλλιτεχνικού/δημοσιογραφικού κόσμου της Νέας Υόρκης, όσο και τον ψυχισμό του σύγχρονου νευρωτικού άντρα της μεγαλούπολης, μέσα από την ιστορία ενός νευρωτικού συγγραφέα ονόματι Τζόναθαν Έιμς (υπέροχα γουντιαλενικός ο Τζέισον Σουόρτσμαν) που προσπαθεί να ξεπεράσει το writer's block και έναν χωρισμό βάζοντας αγγελία ως ερασιτέχνης ντετέκτιβ. Στο πλευρό του, ο καλύτερός του φίλος (ο Ζακ Γκαλιφιανάκης ξεκαρδιστικός ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΤΙΠΟΤΕ!), ένας σχεδιαστής κόμιξ - τα σκίτσα του τα κάνει ο Ντιν Χάσπιελ, που κατά καιρούς σχεδιάζει τις ιστορίες του Χάρβι Πίκαρ στο American Splendor -
- και ο εκδότης/διευθυντής του περιοδικού με το οποίο συνεργάζεται ο ήρωας, μια παρωδία του Γκρέιντον Κάρτερ που ενσαρκώνει με μπρίο, αυταπάρνηση και τρελό κέφι ο Τεντ Ντάνσον. Τίποτε από όσα γράφω δεν μπορεί να περιγράψει την ευφυΐα, την καλαισθησία, το βάθος, τους διαλόγους και το κλίμα της σειράς, οπότε παραθέτω απλώς την καταπληκτική σεκάνς των τίτλων - τραγουδά ο ίδιος ο Σουόρτσμαν με τους Coconut Records.
Δες το. Τώρα.
υγ. Θα προσθέσω μόνο ότι εμφανίζεται η (θεά) Πάρκερ Πόζι στο ρόλο μιας vegan και ο Τζιμ Τζάρμους στο ρόλο του εαυτού του, να κάνει brainstorming πάνω σε ποδήλατο, σε ένα loft. Τι άλλο θες;
23 Φεβ 2010
Στιγμές από τα Μουντιάλ που θυμάμαι: 1982, Ισπανία #1 (Η αποκαθήλωση της Βραζιλίας)
107 ημέρες έμειναν για την έναρξη του Μουντιάλ της Νοτίου Αφρικής. Αν έμεναν 100 θα ήταν ένα καλό νούμερο για να το πάρω ως αφορμή και ν' αρχίσω να γράφω για τις αναμνήσεις μου από τα περασμένα κύπελλα ποδοσφαίρου. Βιάζομαι όμως, γιατί σήμερα το πρωί, στο δρόμο προς το γραφείο, χωρίς κάποιον συγκεκριμένο λόγο, άρχισα να θυμάμαι την εντεκάδα της αγαπημένης μου εθνικής ομάδας όλων των εποχών, εκείνης που κέρδισε το Euro του '84 και πήρε το χάλκινο στο Μουντιάλ του '86, της Γαλλίας του Πλατινί. Όταν έφτασα στο Φάληρο, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν ν' ανοίξω το ΥοuTube (υπέροχο παράδειγμα γλωσσικής παράδοσης αυτό -κατά το "ανοίγω την τηλεόραση") και να χαζέψω γκολ από το Μουντιάλ του Μεξικού. Μετά συνειδητοποίησα ότι είχα και κάποιες αμυδρές αναμνήσεις από το 1982, το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ισπανίας. Και μετά σκέφτηκα όχι θα είχε πλάκα μια σειρά από posts με θέμα τι θυμάμαι από τα περασμένα Μουντιάλ.
Στις 5 Ιουλίου του 1982 πρέπει να επιστρέφαμε -ή να πηγαίναμε- από οικογενειακές διακοπές στο Νομό Μεσσηνίας, στην Στούπα, ένα ψαροχώρι τότε κοντά στην Καρδαμύλη. Στον δρόμο μας ήταν ένα άλλο χωριό, κάπου κοντά στην Σπάρτη, δεν θυμάμαι όνομα, η Κερασίτσα ίσως ή η Μακρυνάρα (υπάρχει τέτοιο πράγμα;), όπου ήταν μαζεμένοι διάφοροι συγγενείς, όχι και τόσο κοντινοί, κι είχαν στήσει ένα πλούσιο μεσημεριανό τραπέζι. Θυμάμαι έντονο ήλιο, θυμάμαι γλυκιά νύστα μετά το φαγητό -νύστα που επέτεινε το τραγούδισμα των τζιτζικιών, θυμάμαι που ένας μεγαλύτερος από εμένα ξάδελφος έφτιαχνε κρύο νες καφέ για να ξυπνήσει (δεν είχα ποτέ μου δοκιμάσει καφέ μέχρι τότε), γιατί "σε λίγο έχει Βραζιλία".
Η Βραζιλία στο μυαλό του επτάχρονου τότε Homo Ludens ήταν ένα τσούρμο από Supermen. Στις αλάνες όλοι παλεύαμε να λεγόμαστε Πελέ και η αύρα του σούπερ σταρ του παγκόσμιο ποδοφαίρου ήταν ό,τι ξέραμε από μπάλα, ακόμη κι αν ο Πελέ ήταν πια ανενεργός -και φυσικά δεν τον είχαμε δει ποτέ σε δράση. Η Βραζιλία του '82 διατηρούσε μια χαρά το μύθο του Πελέ στα μάτια μου, χάρη σε δύο κυρίως στοιχεία. Τα μαγικά ονόματα των Supermen που έλεγα παραπάνω: Σώκρατες, Ζίκο, Έντερ, Φαλκάο. Και τα περίεργα, έντονα χρώματα της εμφάνισής τους. Προφανώς μου κτυπούσε από τότε άσχημα ο φλύαρος συνδυασμός του καναρινί με το πράσινο, το εκτυφλωτικό γαλάζιο και την άσπρη κάλτσα, απλώς εκείνα τα χρόνια στο παιδικό μου μυαλό το συνδύαζα λιγότερο με το κιτς και περισσότερο με τις ιδιότητες των σούπερ ηρώων. Τέλος πάντων, όλο άκουγα για τη Βραζιλία, αλλά δεν την είχα δει ποτέ, τώρα ήταν η ευκαιρία, εγώ ο ξάδελφος και ο φραπές του πήραμε θέσεις στον καναπέ και το ματς άρχισε.
Στο πέμπτο λεπτό ο Αντόνιο Καμπρίνι αμολάει μια βαθειά σέντρα από τα αριστερά και ο Πάολο Ρόσι, χωρίς κανένας Βραζιλιάνος ήρωας να πολυασχολείται μαζί του, τρυπώνει στην περιοχή και καρφώνει τη μπάλα στα δίκτυα με μια κεφαλιά. Σοκ. Δεν ήξερα ότι η Βραζιλία τρώει και γκολ! Λίγο αργότερα, ο μουσάτος αρχηγός της Βραζιλίας, με το ελληνικό όνομα, σουτάρει στην κλειστή γωνία του Τζοφ και ισοφαρίζει. Αλλά κάτι μέσα μου έχει ήδη αρχίσει να αμφισβητεί τα θεία. Λίγο μετά, ο Πάολο Ρόσι, πάλι αυτός, κλέβει τη μπάλα από το Σερέζο και κάνει το σκορ 2-1. Κάπως χαίρομαι. Δεν ξέρω ακόμη γιατί, αλλά χαμογελάω. Η ώρα περνάει, το ημίχρονο τελειώνει 2-1, ο ξάδελφος είναι ακόμη σίγουρος για τον θρίαμβο των Βραζιλιάνων, αλλά εγώ τον τσιγκλάω λίγο. Πιο πολύ επειδή δεν μου δίνει να πιω φραπέ, παρά γιατί ξέρω από μπάλα και διακρίνω ότι η Ιταλία μπορεί να πάρει το ματς. Εξ άλλου, η μόνη Ιταλία που ξέρω είναι αυτή που πετάξαμε στην αλβανική θάλασσα το '40, φωνάζοντας "αέρα", άρα δεν μου είναι κάποια συμπαθής έννοια.
Τέλος πάντων, ξεκινάει το δεύτερο μέρος, με τον ήχο χαμηλωμένο γιατί οι μισοί συγγενείς τον έχουν ψιλοπάρει στις καρέκλες και τις πολυθρόνες του μικρού σαλονιού και είναι τα ροχαλητά τους αυτά που ακούγονται τώρα περισσότερο κι από τα τζιτζίκια. Στο '68 ο Φαλκάο ισοφαρίζει έπειτα από μια σπουδαία ομαδική ενέργεια των Βραζιλιάνων, ο ξάδελφος πανηγυρίζει, πανηγυρίζω κι εγώ μαζι του (χωρίς λόγο, επτά ετών ήμουν, ήθελα να κερδίζει το ποδόσφαιρο), κάποιος θείος ξυπνάει και μας βρίζει... Το σύστημα τότε στα μουντιάλ προϋπέθετε ομίλους των τριών ομάδων στον β' γύρο, δεν ήταν νοκ άουτ όπως σήμερα και με την ισοπαλία η Βραζιλία περνούσε στα ημιτελικά. Εννοείται ότι ούτε τον α΄γύρο δεν είχα δει μέχρι εκείνο το μεσημεριανό ματς στην Σπάρτη και δεν καταλάβαινα και πολλά από προκρίσεις, αλλά σίγουρα η έννοια της ισοπαλίας ήταν κάτι που καταλάβαινα ακόμη λιγότερο. Ποιο το νόημα ενός ματς, αν δεν κερδίζει ο ένας από τους δύο αντιπάλους;
Δεν χρειάστηκε να ζαλίσω το αθώο μυαλουδάκι μου για πολλή ώρα με τέτοια ερωτήματα. Οκτώ λεπτά αργότερο ο Πάολο Ρόσι σκοράρει για τρίτη φορά, αποδεικνύοντας ότι αυτός είναι ο πραγματικός Superman. Ταυτόχρονα μου προκαλεί τα εξής δύο: α. Μια αιώνια απέχθεια για τους Βραζιλιάνους, αυτούς που μέχρι τότε θεωρούσα Θεούς για να ανακαλύψω ότι δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα μάτσο φανφαρόνων, ντυμμένων με κιτς στολές που όλη την ώρα κάνουν άσκοπές ντρίμπλες. β. Έναν αιώνιο έρωτα για τον θεσμό του Μουντιάλ. Θα έβλεπα όλα τα ματς στη συνέχεια...
(Στο επόμενο: Το μουστάκι του Γιόζεφ Μλίναρτζικ)
Στον ωκεανό του Richard Hawley
22 Φεβ 2010
Τι άλλο πρέπει να συγχωνευθεί μετά την Ολυμπιακή και την Aegean
18 Φεβ 2010
lkrory21 τι μου θύμισες τώρα...
Ροναλντίνιο, Μακούν, Γιόβετιτς, Φαμπιάνσκι
16 Φεβ 2010
Το καλλίτερο άλμπουμ της Norah Jones;
Norah Jones - Chasing Pirates
Norah Jones
The Fall
(Νοέμβριος 2009)
Για το "Come Away With Me" του 2002 τα έγραψε πολύ όμορφα ο Mr. Arkadin στη μουσική ανασκόπηση της περασμένης δεκαετίας. Για τα δύο άλμπουμ που ακολούθησαν ("Feels Like Home" το 2004 και "Not Too Late" του 2007), δεν χρειάζεται να γραφτούν περισσότερα από τα παρακάτω: Η ίδια καταπραϋντική vocal jazz, απλώς σε σταδιακά πιο νερωμένο και γλυκανάλατο μοτίβο -συν όλο και περισσότερες, αλλά όχι ουσιαστικές, παρεμβολές από τις κάντρι επιρροές της Τζόουνς και του Αλεξάντερ, που -αντιθέτως με το ντεμπούτο- πήραν στη συνέχεια όλο και περισσότερο πάνω τους το συνθετικό κομμάτι της δουλειάς. Στο "The Fall" όμως, ο Λι Αλεξάντερ δεν είναι πια εδώ, έχουν χωρίσει και η Νόρα Τζόουνς, αντί να ψάξει να βρει συνθέτες που θα της ράψουν κομμάτια επάνω στη σπάνια φωνή της, αποφασίζει να κάνει όλη τη δουλειά μόνη.
Norah Jones - Man Of The Hour (Live)
Και τα καταφέρνει μια χαρά. Με μπόλικη ηλεκτρική κιθάρα και ηλεκτρικό πιάνο να φορτίζουν κάπως ροκάδικα των πάντα γλυκερό ήχο της, ξεφεύγει από το ηχόχρωμα της vocal jazz και ακούγεται περισσότερο σαν μια indie singer / songwriter που χαζεύει το ταβάνι ξάπλα στο κρεβάτι της, μέσα στο μισοσκόταδο, λίγο πριν κοιμηθεί. Ο χωρισμός με τον Λι Αλεξάντερ αφήνει κι αυτός ένα μελαγχολικό αποτύπωμα στον ήχο, αλλά κυρίως στον στίχο, και ο παραγωγός της, Τζακ Κινγκ, (έχει συνεργαστεί με τους Kings Of Leon και τον Modest Mouse) αναλαμβάνει τα υπόλοιπα. Η Νόρα Τζόουνς συνεχίζει να τραγουδάει μπαλάντες, αλλά πια δεν είναι ούτε τζαζ, ούτε κάντρι. Είναι ροκ. Κι αν δεν υπήρχε το συγκινησιακό φορτίο που κουβαλάει το ντεμπούτο της, τότε εύκολα θα μπορούσα να πω ότι τούτο 'δω είναι το καλλίτερο άλμπουμ της καριέρας της.
Τι άλλο άκουσα τον Φεβρουάριο...
Odd Blood
(Φεβρουάριος 2010)
Είχα γράψει πριν μια αιωνιότητα ότι οι MGMT είχαν κάνει κάτι σπουδαίο. Είχαν κατορθώσει να δώσουν πλήρη έκφραση σε ένα ιδιώμα που μέχρι τότε μπάντες σαν τους Yeasayer απλά ψέλλιζαν. Δεν ξέρω αν το σουξέ των συγχωριανών τους (βλ. Μπρούκλιν) έδωσε νέο κάρβουνο στη μηχανή των Yeasayer, αλλά αυτό που κινούν με το "Odd Blood" δεν είναι απλά υπερταχεία, είναι πιο γαμιστερό κι από τα γιαπωνέζικα τρένα κι από το TGV, κι από τους πυραύλους της Βορείου Κορέας και τα πυρηνικά του Ιράν. Παίζει και να μιλάμε για το άλμπουμ της χρονιάς ήδη από τα μέσα Φεβρουαρίου.
Yeasayer - Ambling Alp
Δηλαδή, όλοι αυτοί που έσφαζαν τις κόρες τους πέρσι στο βωμό των Animal Collective τι θα κάνουν φέτος που οι καλοί μαθητές τους, οι Yeasayer, έχουν προσθέσει κι άλλα synths στα κομμάτια τους, χωρίς όμως να απεμπολούν τις αφρικάνικες και μεσανατολικές επιρροές τους; Το "Odd Blood" χορεύεται μέχρι θανάτου και χορεύεται όχι ανέμελα, αλλά σκεπτόμενα. Περιέχει δε, επικές κομματάρες που από μόνες τους εύκολα διεκδικούν τον τίτλο του "τραγουδιού της χρονιάς". Από το "Ambling Amp", το πρώτο τους single που ακούγεται ακριβώς όπως θα έπρεπε να ακούγονται οι Animal Collective αν δεν ομφαλοσκοπούσαν τόσο, στο "Madder Red" με τις επιρροές από χορευτική ποπ άλλων εποχών, στο καταιγιστικό "O.N.E" που κουβαλάει όλη την ευτυχία της αφρικανικής μουσικής και την μπολιάζει μέσα στην indie electro, κι από εκεί στην χοροπηδάδικη μανία του "Rome" ή την μεσανατολίτικη αύρα του "Strange Reunions", την γιεγιέδικη διάθεση και τα πνευστά του "Mondegreen" και την γλυκιά, παγκοσμιοποιημένη έρημο του "Grizelda", το "Odd Blood" είναι γεμάτο με αριστουργήματα κι είναι γραμμένο για να επηρεάσει όσο λίγα άλμπουμ τη μουσική που θα ακούμε στα επόμενα πέντε χρόνια. (Κι ένα δίδαγμα από αυτό το άλμπουμ: Ποτέ δεν κρίνουμε ένα δίσκο από το εξώφυλλο ή από το πρώτο τραγούδι...)
Yeasayer - O.N.E. (Live)
...και μου άρεσε:
Heart Of My Own
(Ιανουάριος 2010)
Μακάρι να είχα μια ξαδέλφη στο χωριό σαν τη Μπάσια, με μαγουλάκια ροδοκόκκινα και κυματιστή φωνή, να ζυμώνει πίτες τραγουδώντας ρουστίκ ύμνους στη φύση και τον παιδικό έρωτα -κάπου κάπου αγαθούς, κάπου κάπου μελαγχολικούς, κάπου κάπου γεμάτους ξεσπάσματα ελεγχόμενα, χωριάτικα, μισοκοιμισμένα από την επίδραση του πολύ πρωινού ξυπνήματος και του eau de vie...
Αλλά δεν έχω καν χωριό. Κι αν είχα, δεν θα ήταν κάπου στον Καναδά. Αν υπάρχει κάτι που μπορεί κάποιος να προσάψει στα φολκ παραμυθάκια της Μπάσια Μπούλατ είναι η υπερβολική απλότητα, κυρίως στον στίχο. Αλλά για μένα αυτό ακριβώς είναι το μεγαλύτερο ατού της. Η επιστροφή στην αθωότητα, ακόμη κι όταν πραγματεύεται κάποιο πιο σύνθετο θέμα. Η επιστροφή σε μιαν αργή, χωρίς άγχη, φύση. Αν σκεφτείς, μάλιστα, ότι το "Heart Of My Own", το δεύτερό της άλμπουμ, το έγραψε μετά από τη θερμή υποδοχή που της επεφύλαξαν οι επαρχιώτες του Γιούκον, κάπου στα σύνορα με την Αλάσκα, θα σου κάνει κι έκπληξη που ξεκινάει τόσο δυναμικά -περισσότερο, τέλος πάντων, από το υπέροχο ντεμπούτο της, το "Oh My Darling", προ τριετίας.
Basia Bulat - Gold Rush (Live)
Ο Χάουαρντ Μπίλερμαν (βλέπε Arcade Fire, Godspeed You! Black Emperor) βρίσκεται πάλι πίσω από την κονσόλα της παραγωγής και φυσικά αναδεικνύει πάνω απ' όλες τις συνθέσεις αυτή την απίστευτα θερμή φωνή, αυτό το χορταστικό βιμπράτο της 27χρονης Καναδέζας. Η οποία έχει αρπάξει πάλι την περίεργη άρπα της κι έχει γεμίσει και με μπάντζο και γιουκουλέλε όλα της τα τραγούδια, δημιουργώντας ένα μεθυστικό βουκολικό soundtrack για εκείνες τις μέρες του χρόνου που σε πνίγει τόσο το γκρίζο της πρωτεύουσας, που το μόνο που ονειρεύεσαι είναι οι πίτες της ξαδέλφης σου στο χωριό.
...και δεν με χάλασε:
Forget The Night Ahead
(Σεπτέμβριος 2009)
The Twilight Sad - I Became A Prostitute
Teen Dream
(Ιανουάριος 2010)
...και δεν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση:
The Winter Songs
(Ιανουάριος 2010)
Η αλήθεια είναι ότι η φωνή του Χόλκομπ Γουόλερ είναι τόσο συγκλονιστική που στο πρώτο άκουσμα σε ανατριχιάζει. Σε ανατριχιάζει σχεδόν όσο το διαβόητο έγκλημα στο Χόλκομπ του Κάνσας πριν μισό αιώνα απ' όπου ο καλλιτέχνης ίσως εμπνεύστηκε το όνομα του, και απ' όπου ο Τρούμαν Καπότε σίγουρα ξεκίνησε την έρευνα και την συγγραφή του "Εν Ψυχρώ". Η αλήθεια επίσης είναι ότι ο Γουόλερ χτίζει τις συνθέσεις του γύρω από τη φωνή του, με μοναδικό σκοπό να την αναδείξει. Κι αυτό σημαίνει: εξαιρετικά απλά κιθαρίσματα, 2-3 ακόρντα, πολύ πολύ χαμηλά, που από το 2ο-3ο κομμάτι σε κάνουν να νομίζεις ότι όλος ο δίσκος είναι ένα τραγούδι. Θα ήθελε να ακούγεται σαν τον Bon Iver, αλλά η υπερβολική αυταρέσκεια τον κρατάει πολύ πίσω. Ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του "Winter Songs" (ο πλήρης τίτλος περιέχει ένα "Album in Progress" -τώρα θα καταλάβεις γιατί) είναι ο τρόπος που μπορείς να το αποκτήσεις, όταν με το καλό τυπωθεί. Κάνε κλικ εδώ για να δεις πώς.
Hot Chip
One Life Stand
(Φεβρουάριος 2010)
Aυτό που ξεκινάει με τρεις εκρηκτικές κομματάρες ("Thieves In The Night", "Hand Me Down Your Love" και "Ι Feel Better"), γραμμένες αποκλειστικά με ένα σκοπό (να σε κάνουν να χάσεις πέντε κιλά κάτω από την ντισκομπάλα και τον στρόμπο), εξελίσσεται αμέσως μετά σε ένα μονότονο και ώρες ώρες αργόσυρτο χοροπηδητό από ήχους υπολογιστή, με μια τάση προς το κάψιμο του motherboard. Και είναι, τελικά, το πιο αδιάφορο άλμπουμ των Λονδρέζων.
...και το ψιλοβαρέθηκα:
Phrazes For The Young
(Οκτώβριος 2009)
Αυτή τη φορά θα συμφωνήσω με το Pitchfork. Ο Καζαμπλάνκας γέρασε και ακούγεται φοβισμένος. Το σόλο άλμπουμ του ακούγεται παλιακό. Θα 'θελε να αντλήσει από την back to eighties περιρρέουσα ατμόσφαιρα τα καλλίτερα της, αλλά αντλεί μόνο τα drum machines. Είναι κάτι σαν pop Strokes, αλλά ανέμπνευστοι pop Strokes. Ένα αμήχανο δημιούργημα από τον άνθρωπο που ούτε λίγο ούτε πολύ άλλαξε στις αρχές της περασμένης δεκαετίας την indie rock. Κι αυτή η αλήθεια κάνει το "Phrazes For The Young" σχεδόν αξιολύπητο.
Bibio
The Apple And The Tooth
(Νοέμβριος 2010)
Άλμπουμ χωρίς κανένα νόημα, με μερικές νέες συνθέσεις, αλλά και μπόλικα remixes παλιών τραγουδιών. Ένα κράμα από electonica και φολκ, μονότονο και κουραστικό, με τις όποιες εμπνεύσεις του να κρατούν μόνο μερικά δευτερόλεπτα.
Everybody
(Αύγουστος 2009)
Α πα, πα, πα, πα! Ψάχνω να βρω ένα κομμάτι μέσα στο άλμπουμ της κοπελιάς από τη Νέα Υόρκη που να μην είναι εντελώς μα εντελώς κοινότοπο, μα δεν βρίσκω. Μοιάζουν όλα να είναι διασκευές από αυτά που τραγούδαγε η Σούζαν Βέγκα, η Άιμι Μαν ή η Νόρα Τζόουνς από δέκα έως και είκοσι χρόνια πριν. Η Ίνγκριντ Μικάελσον έγινε γνωστή από γλυκανάλατα κομματάκια για διαφημίσεις και για το "Grey's Anatomy". Και πραγματικά δεν είναι για τίποτε μα τίποτε περισσότερο.
This Is War
(Δεκέμβριος 2009)
Τον Τζάρεντ Λέτο τον θυμάσαι από το "Ρέκβιεμ για ένα Όνειρο", ίσως κι από το "Fight Club" ή το "Girl, Interrupted". Αν τον θυμάσαι απ' ο,τιδήποτε άλλο, είσαι πολύ βήτας στις κινηματογραφικές σου επιλογές. Αν τον ξέρεις πιο πολύ σαν μουσικό, αυτόν τον Αμερικανό Κοργιαλά, τότε δεν θα έπρεπε καν να διαβάζεις αυτό το blog. Το "This Is War", εν έτει 2010 ακούγεται σαν μια emo μείξη των U2 με τους Europe (ναι, αυτούς του "The Final Countdown"). To emo rock δεν κατάφεραν να το κρατήσουν ζωντανό ούτε σοβαρά γκρουπ σαν τους My Chemical Romance, θα το σώσει o Τζάρεντ Λέτο; Ούτε ο Σεμπαστιάν Λέτο του Παναθηναϊκού δεν το σώζει, που έχει και καλλίτερο μαλλί.
...και πήγα να κάνω εμετό:
To "Animal" της Ke$ha (μη με ρωτήσεις για το σήμα του δολαρίου, βαρέθηκα να το ψάξω παραπάνω) ακούγεται ακριβώς όπως ο Justin Bieber. Σε βαθμό που νόμιζα στην αρχή ότι απλά το "My World" δεν είχε τελειωμό. Αλλά απλά ήταν τα δύο άλμπουμ συνεχόμενα στην playlist μου. Η Ke$ha όμως είναι δέκα χρόνια μεγαλύτερη, γράφει μόνη της και δηλώνει ως επιρροές τους Queen και τον Beck. Άρα είναι ασυγχώρητη. Και σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, λέει κιόλας ότι θέλει να μοιάσει στους Arcade Fire και τους Flaming Lips...
Η χορευτική ποπ της Cheryl Cole στο "3 Words" είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα από τις αηδίες των δύο ακριβώς από πάνω, κανονικά είναι για ένα αστεράκι παραπάνω, αλλά την παίρνει η μπάλα γιατί όλα αυτά τα άκουσα μαζί και ο εμετός ήταν συνδυαστική δουλειά και των τριών.
(Άκουσα κι άλλα μέχρι τώρα μέσα στο μήνα, οπότε ο Φεβρουάριος θα έχει και συμπληρωματικό post σε μια-δύο εβδομάδες, μόλις βρω χρόνο να ξαναγράψω. Ετοιμάσου για Get Well Soon, Magnetic Fields, Slayer, These New Puritans, Them Crooked Vultures και Marina & The Diamonds, μεταξύ άλλων).
MSN (δηλαδή Gtalk) στο γραφείο: η διάλυση του "Πο Πο Culture"
Mr. Arkadin: wow
Υβ Σαλγκ: "Ο θρύλος του Τζάνγκο" #5
Ο πρώτος του ακροατής, εκτός από την μητέρα του, πρέπει να ήταν ο γερο-Γκιγιόν, ένας δάσκαλος, που είχε αναγκαστεί να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα, λόγω αλκοολισμού, και ο οποίος, νιώθοντας νοσταλγία για την χαρούμενη γνώση που δίδασκε άλλοτε, έβρισκε παρηγοριά για τον ξεπεσμό του οργανώνοντας στα περίχωρα του Παρισιού, μετά τους πάγκους στις λαϊκές - από το Σεντ Ουέν μέχρι τη Βανβ - κάτι σαν υπαίθρια μαθήματα, για τους μικρούς περιπλανόμενους κουρελήδες. Αλλά εκείνη την εποχή, έπρεπε να ξυπνά νωρίς για να καταφέρει να διδάξει την αλφάβητο σε έναν τσιγγάνο.
Ο Τζάνγκο δεν έκανε παρά σύντομες εμφανίσεις στα μαθήματα του γερο-Γκιγιόν αλλά, μπορούμε χωρίς περιστροφές να πούμε με βεβαιότητα ότι αυτό το κακοδιατηρημένο μπάντζο έδωσε στην νεαρή, ασχημάτιστη ύπαρξή του ένα είδος σταθερού άξονα. Όταν περνούσε από τα μαθήματα - που σύντομα θα σταματούσαν, ελλείψει μαθητών - ο Τζάνγκο κουβαλούσε κάτω από τη μασχάλη το ταλαίπωρο μπάντζο. Δεν έπαιζε ποτέ μπροστά στους συμμαθητές του, αλλά αυστηρά μόνο μπροστά στην μητέρα του ή στον αδερφό του, τον "Νεν-Νεν". Δεν ήθελε κοινό. Ο γερο-Γκιγιόν, που υπέφερε περισσότερο από την πείνα παρά από την δίψα, πέρασε από το τροχόσπιτο για να ζητήσει λίγα ψιλά για να πιει από την "Νεγκρό", που πουλούσε δαντέλες, επιδιόρθωνε καρέκλες και έφτιαχνε βραχιόλια σκαλισμένα σε κομμάτια από παλιές οβίδες από τη μάχη του Μάρνη. Ο Γκιγιόν βρήκε τον Τζάνγκο σε πλήρη μουσικό οίστρο. Τι έπαιζε; Ενα κομμάτι που η μητέρα του και ο αδελφός του τον είχαν ακούσει να παίζει για ολόκληρες μέρες εκείνη τη χρονιά, το 1921. Μια δική του σύνθεση, στην οποία, ωστόσο αναγνώριζε κανείς ταυτόχρονα ορισμένα μέτρα από το "Au Clair de la Lune" και, λίγο μετά, κάποια ψήγματα από το "La Madelon". Αλλά ήδη, το πατριωτικό εμβατήριο στρεφόταν στα μπλουζ. Ο Τζάνγκο, πότε με την άκρη ενός κουταλιού, πότε με μια δαχτυλήθρα, πότε με ένα νόμισμα των δύο λεπτών (όποτε του έδινε την ευκαιρία η μητέρα του) γραντζουνούσε - μελαχολικός, σιωπηλός, αποφασισμένος, με τα μάτια καρφωμένα στο μαύρο σκάφος - τις χορδές του παλιού, κουρασμένου μπάντζο του. "Μια φορά, γυρίζοντας, τον βρήκα με τα ακροδάχτυλά του πρησμένα και κατακόκκινα" θυμάται η μητέρα του. "Νόμιζα ότι είχε πέντε παρωνυχίδες σε κάθε δάχτυλο". Είχε παίξει για δέκα-δεκαπέντε ώρες εξάσκησης, ίσως, με γυμνά δάχτυλα, χωρίς τίποτα να τον προστατεύει από τις σκληρές, σκουριασμένες χορδές.
- Αυτό είναι που σε κρατά και δεν μαθαίνεις να διαβάζεις; ρώτησε ο Γκιγιόν με προσποιητή αυστηρότητα, χωρίς να πιστεύει καθόλου την ερώτησή του.
Ο Τζάνγκο, αντί απάντησης, έσμιξε τα πυκνά, μαύρα φρύδια του- τόσο στιλπνά που θα έλεγε κανείς ότι τα περνούσε με μπριγιαντίνη - και στη συνέχεια χαμήλωσε το κεφάλι, χωρίς να κοκκινίσει, συνεχίζοντας να παίζει πιο δυνατά, χωρίς να νοιάζεται για τον συμπαθητικό μπεκρή που καθόταν εκεί, μπροστά του, με τα χέρια σταυρωμένα, αναλογιζόμενος τους θαυμάσιους μαγικούς ήχους που έβγαιναν από τα χέρια αυτού του παιδιού. Έξι μήνες αργότερα, η λίστα του Τζάνγκο μεγάλωνε: το μπάντζο του έγινε κιθάρα. Δεν ξέρουμε τίποτα συγκεκριμένο γι' αυτήν την κιθάρα, εκτός από το ότι η "Νεγκρό" την έφερε ένα βράδυ, που επέστρεψε έχοντας πουλήσει ψεύτικες πέρλες για γραβάτα και λάστιχα για καλτσοδέτες στο πεζοδρόμιο της οδού Μπλανκί. Και ότι ο ξάδερφος Γκαμπριέλ βοήθησε τον Τζάνγκο να την κουρδίσει.
Το τρίο Ράινχαρντ εγκαταστάθηκε στην Πορτ Ντ' Ιταλί - την έξοδο που, περισσότερο από κάθε άλλη, σε καλεί να εγκαταλείψεις την πρωτεύουσα, γιατί είναι συνώνυμη του ήλιου.
[συνεχίζεται]
12 Φεβ 2010
Συζήτηση με την απόλυτη χήρα της τζαζ
Έψαχνα μια λέξη για να περιγράψω αυτό που κάνει η Σου Μίνγκους – την οργάνωση και διοίκηση τριών σχημάτων – της επταμελούς Mingus Dynasty, της εντεκαμελούς Mingus Orchestra και της 14μελούς Mingus Big Band, που εναλλάσονται κάθε Δευτέρα στο Jazz Standard της Νέας Υόρκης, περιοδεύοντας παράλληλα ανά τον κόσμο – και άλλων περιστασιακών (όπως η 30μελής Mingus Epitaph που ερμηνεύει κατά καιρούς το ομώνυμο φιλόδοξο έργο του Μίνγκους). Οι λέξεις που μου έρχονταν στο μυαλό είχαν μαχητική διάσταση: «αποστολή», «σταυροφορία», «μαραθώνιος». Η ίδια προτιμά την λέξη «περιπέτεια». «Είναι μια μεγάλη, συναρπαστική περιπέτεια, στην οποία μπήκα χωρίς να το σκεφτώ, όταν μου πρότειναν να σχηματίσω μια μπάντα για ένα αφιέρωμα στον Μίνγκους», λέει με χαρακτηριστική ηρεμία. Το έχει μετανιώσει ποτέ; Λύγισε ποτέ μπροστά στις δυσκολίες ενός τέτοιου έργου; «Δεν υπήρξαν δυσκολίες», ξεκαθαρίζει. «Η αλήθεια είναι ότι η δουλειά μου είναι πολύ εύκολη, γιατί είναι πάρα πολλοί οι καλοί μουσικοί που θέλουν να παίξουν την μουσική του Μίνγκους. Εντάξει, έχω καταφέρει να διαλέξω τους κατάλληλους, ας πάρω κι εγώ κάποια εύσημα», γελάει. «Αλλά έχω την τύχη να δουλεύω με καταπληκτικούς μουσικούς. Η μουσική του Μίνγκους αποτελεί πρόκληση γι’ αυτούς, τους αφήνει μεγάλα περιθώρια ελευθερίας. Όπως λέει ο Ερλ Μακιντάιρ (που έχει κάνει ενορχηστρώσεις για την Mingus Orchestra) ‘όταν παίζεις την μουσική του Μίνγκους, καλό είναι να φοράς τη διαστημική σου στολή’», συμπληρώνει γελώντας. Είναι αλήθεια αυτό. Της λέω ότι, κάθε φορά που μιλάω με κάποιον μουσικό της τζαζ για την απόλυτη μουσική του φαντασίωση, το να παίζει με τον Μίνγκους είναι μια φαντασίωση που έχω συναντήσει πολλές φορές. «Αλήθεια;», γελά εκείνη: «Φανταζόμουν πως θα τους απέτρεπε το ότι ήταν τόσο δύσκολος με τους συνεργάτες του». Χρησιμοποιώ αυτήν την ιστορία ως αφορμή για να την ρωτήσω αν σκέφτεται ποτέ τι θα έκανε σήμερα ο Μίνγκους αν ζούσε, με ποιους μουσικούς θα ήθελε να συνεργαστεί. «Φαντάζομαι πως θα τον είχε στραφεί σε πιο κλασικές συνθέσεις, σε μια σύγκλιση της τζαζ με την κλασική μουσική. Προτού πεθάνει, τον ενδιέφερε πολύ το Τρίτο Ρεύμα», θυμάται. Η συζήτησή μας περνά από το παρελθόν στο μέλλον, από τα δεκάδες μουσικά προγράμματα στα ωδεία και τα σχολεία της Αμερικής που είναι αφιερωμένα στην μουσική του Μίνγκους: «Όλοι όσοι εμπλέκονται σ’ αυτό, μουσικοί και εκπαιδευτικοί λένε το ίδιο πράγμα: πως τα παιδιά που μαθαίνουν την μουσική του Μίνγκους αλλάζουν μέσα από αυτήν, ωριμάζουν, βελτιώνονται, αποκτούν περισσότερα ερεθίσματα, γιατί είναι μια μουσική που έχει τόσα πολλά στοιχεία, είναι τρυφερή, περιπετειώδης, έχει αλλαγές, πλούτο», λέει χωρίς να κρύβει την υπερηφάνειά της. Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε ο ίδιος ο Μίνγκους αν στην δεκαετία του ’60 του έλεγε κάποιος πως η μουσική του κάποια μέρα θα διδάσκεται στα σχολεία. «Θα του φαινόταν εξωπραγματικό», παραδέχεται η χήρα του. Πριν κλείσουμε, την ρωτάω τι κάνει για τον εαυτό της, αν έχει χρόνο γι’ αυτόν, όταν αφήνει πίσω της την συνεχή της ενασχόληση με το έργο του Μίνγκους, τις ορχήστρες, τις ηχογραφήσεις, τα βιβλία που γράφει. «Μα, έχω την ζωή μου», λέει. «Έχω παιδιά, έχω εγγόνια, έχω το γράψιμό μου. Είμαι πλήρης».
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Jazz & Τζαζ #203, που κυκλοφορεί αυτόν τον καιρό στα περίπτερα - αγόρασέ το, γιατί συνοδεύεται από ένα καταπληκτικό cd με θεούς πιανίστες. Όσο για την Mingus Dynasty, έρχεται στο Half Note - μην την χάσεις, είναι εμπειρία, όπως είχα πει κι εδώ πριν από μερικούς μήνες)
11 Φεβ 2010
Τι θα θυμάμαι από τον Αλεξάντερ ΜακΚουήν
H τέχνη της αναμνηστικής φωτογραφίας
9 Φεβ 2010
Στα θρανία της Red Bull Music Academy
Ανάμεσα στους "φοιτητές" του Red Bull Music Academy για φέτος είναι και μια Θεσσαλονικιά. Η May Roosevelt είναι η Ελληνίδα Bjork. Το υπέροχο, απόκοσμο, σχεδόν τρομακτικό "Panda, a story about love and fear" είναι το ντεμπούτο της -ένα από τα καλλίτερα ελληνικά άλμπουμ της χρονιάς που πέρασε (κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2009). Μπορείς να το ακούσεις ολόκληρο στο myspace της. Απόψε, Τρίτη 9/2/10, όποιος αναγνώστης του "ΠΠC" βρίσκεται στο Λονδίνο, καλά θα κάνει να πάει να απολαύσει ζωντανά τον συμφωνικό, σκοτεινό ήχο της May στο Old Blue Last, στο 38 της Great Eastern Street (δυο λεπτά δρόμος από την στάση του μετρό στην Old Street) Η είσοδος είναι μεν δωρεάν, αλλά ο χώρος δεν είναι για πολύ κόσμο. Να πας νωρίς λοιπόν!
Στο «διπλανό θρανίο» με τη May Roosevelt, στην Tooley Street, μπορεί να κάθεται ο Flying Lotus, o Drums of Death ή οι Matmos . Την πλήρη λίστα των καλλιτεχνών που μετέχουν στη φετινή ακαδημία μπορείς να την δεις εδώ. Και να ακούσεις το ραδιόφωνο της Ακαδημίας, όπου τα παιδιά ηχογραφούν ζωντανά και όπου φιλοξενούν και άπειρους special guests όπως οι Massive Attack, εδώ.
8 Φεβ 2010
Yβ Σαλγκ: "Ο θρύλος του Τζάνγκο" #4
Ενας άλλος γιος, ο Ζοζέφ, είχε γεννηθεί στο ίδιο τροχόσπιτο και από τον ίδιο πατέρα. Ήταν στα σπάργανα και περπατούσε στα τέσσερα. Ο Τζάνγκο, από την άλλη, έτρεχε χαρούμενα. Όταν η μητέρα του, τα μέλη του περιοδεύοντος θιάσου και οι γειτονικές φυλές επέστρεψαν από το νεκροταφείο του Τιέ - όπου μόλις είχαν θάψει οικογενειακώς αυτόν τον δεύτερο σύζυγο - ο Τζάνγκο έτρεξε προς το μέρος τους. Ένα τρύπιο μαντίλι κάλυπτε τα μάγουλα της χήρας.
- Και ο αδελφός σου, Τζάνγκο, ρώτησε η "Νεγκρό". Τον άφησες πάλι μόνο του;
Ο Τζάνγκο δεν απάντησε, μόνο έγειρε το κεφάλι και ακούμπησε την δεξιά του παλάμη στο μάγουλο, δηλώνοντας έτσι ότι ο "Νεν-Νεν" κοιμόταν.
- Δεν άφησες τα σκυλιά να μπουν στο τροχόσπιτο; Απάντησε η μητέρα, ανήσυχη.
Ο Τζάνγκο ένευσε αρνητικά με το κεφάλι, αδιάφορα. Η παρουσία των ζώων δεν του προκαλούσε κανένα είδος αγωνίας: ήταν πάρα πολλά σ' αυτό το έρημο και άνυδρο τοπίο της περιοχής.
Γιατί, εκείνη την εποχή, επικρατούσε η εγκατάλειψη στα περίχωρα του Παρισιού. Ο "Νεν-Νεν" κοιμόταν του καλού καιρού αλλά με έναν τεράστιο τρεμουλιάρη γάτο στο στήθος, που προσπαθούσε να ζεσταθεί από την γλυκιά θέρμη του τυλιγμένου με κουρέλια μωρού. Όταν μπήκε στο τροχόσπιτο η "Νεγκρό", το παιδί πέθαινε από ασφυξία, χωρίς να διαμαρτύρεται.
Μέσα σε μια θύελλα από βρισιές, έδιωξαν τον γάτο. Ο Τζάνγκο είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα: δεν καταλάβαινε πως το βάρος του ζώου πάνω στο εύθραυστο στήθος του μικρού μπορούσε να του κόψει την ανάσα και να τον στείλει στον άλλο κόσμο. Συνέφεραν τον "Νεν-Νεν" με μεγάλη προσοχή και ο Τζάνγκο έτρεξε πίσω από τον αγαπημένο του άγριο γάτο.
Ήταν δέκα χρονών, όταν η περιπλανώμενη φυλή κατέλυσε στην είσοδο του Σουαζί. Το τοπίο δεν είχε αλλάξει, το τροχόσπιτο και τα άλογα όμως ναι: ήταν γέρικα, παροπλισμένα ζώα, αγορασμένα κοψοχρονιά από κάποιο σκοπευτήριο, ή, ποιος ξέρει, απλώς κλεμμένα από κάποιο σημείο της Γαλλίας. Οι μικροί Ράινχαρντ δεν είχαν γνωρίσει τη φρίκη του πολέμου, ούτε εκείνη του ορφανοτροφείου: είχαν έναν άλλο πατριό και, μαζί του, είχαν διασχίσει τη Γαλλία απ' άκρη σ' άκρη, έπειτα πέρασαν τα ιταλικά σύνορα κι έπειτα διέσχισαν τη Μεσόγειο. Ερωτευμένοι με τον ήλιο της Βόρειας Αφρικής, περίμεναν το τέλος των εχθροπραξιών τεμπελιάζοντας στην Αλγερία.
[συνεχίζεται]
H φαντασίωση της Εβδομάδας
4 Φεβ 2010
"Θα ΄θελα να διαβιβάσετε όλη μου τη συμπάθεια στους έλληνες φίλους μου και ιδιαίτερα στις κοπέλες"
Ετσι ελάλησε ο Τζάνγκο
- Είχατε ως σήμερα την ευκαιρία να παίξετε με ποικίλα συγκροτήματα: μεγάλες γαλλικές ορχήστρες,το κουιντέτο εγχόρδων,το κουιντέτο με τον Ροστέν**,τον Ντιουκ,σόλο.Ποιες είναι οι εντυπώσεις σας και ποιο συγκρότημα πιστεύετε ότι σας ταιριάζει καλύτερα; «Η τουρνέ μου με την ορχήστρα του Ντιουκ Ελινγκτον μου άνοιξε τα μάτια. Το ιδανικό μου είναι να παίζω με μια τέτοια ορχήστρα. Με το κουιντέτο εγχόρδων κάναμε βέβαια θαυμάσια δουλειά, αλλά ποτέ μου δεν έπαιξα τόσο με την ψυχή μου όσο με τον Ντιουκ. Ενιωθα αληθινά πως συμμετείχα σε κάτι το μεγάλο, το άρτιο».- Τι προοπτικές έχετε για το μέλλον; «Λογαριάζω να πάω πάλι του χρόνου στην Αμερική. Αλλά λέω να μείνω εκεί καιρό. Ισως φτιάσω εκεί μια μεγάλη, δική μου ορχήστρα- ίσως πάλι παίξω με καμιά από τις μεγάλες υπάρχουσες ορχήστρες. Λέγαμε κάποτε να κάνομε δίσκους- ο Σλαμ Στιούαρτ, ο Αρτ Τέιτουμ κι εγώ. Ακόμα δεν ξέρω τίποτα το συγκεκριμένο, εκτός από το ότι παράλληλα με τη μουσική μου ως εκτελεστού θα ασχοληθώ και με τη σύνθεση».
- Ποια είναι η γνώμη σας για την ευρωπαϊκή τζαζ; Πιστεύετε στη δυνατότητα αναπτύξεως ευρωπαϊκής τζαζ που να είναι οριστικά ανεξάρτητη από την αμερικανική; «Η Ευρώπη έχει καλούς μουσικούς της τζαζ. Στη Γαλλία, την Αγγλία, τη Σουηδία κ.α. υπάρχουν εξαιρετικοί σολίστ. Αλλά δεν βλέπω τις προσωπικότητες που θα δημιουργήσουν μια “ευρωπαϊκή τζαζ”. Θα εξακολουθήσωμε γι΄ αυτό να εξαρτώμεθα από την Αμερική. Μήπως κι εκεί κατά βάθος οι λευκοί μουσικοί- όσο και να μη μας αρέσει να το παραδεχόμαστε- δεν εξαρτώνται από τους μαύρους; Η τζαζ των λευκών έχει κάτι το τυποποιημένο· ποτέ ο λευκός δεν θα έχει την άνεση και το πηγαίο του νέγρου jazzman».
- Ποιο,νομίζετε,είναι το μέλλον της τζαζ ως μέσου καλλιτεχνικής εκφράσεως; «Η τζαζ έχει πάψει πλέον να ΄ναι μόνο μουσική χορού· αν κι αυτό δεν είναι λίγο: στο κάτω-κάτω η εποχή του Μότσαρτ δεν ήταν η εποχή του τοτινού “σουίνγκ;”. Η τζαζ έχει ήδη επηρεάσει και διευρύνει την μορφή και την τεχνική της κλασικής μουσικής. Πιστεύω ότι κάποτε η τζαζ θα είναι η μόνη μουσική. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι μολονότι ακολουθώντας διαφορετικούς δρόμους ο Μπάρτοκ, ο Χόνεγκερ, ο Ελινγκτον κι ο Γκιλέσπι φτάνουν στην ίδια κορυφή. Θα ΄μαστε όμως ανόητοι αν πιστέψομε ότι είναι ποτέ δυνατόν να θαφτούν τα μνημεία της κλασικής μουσικής. Οι συνθέσεις του Μπαχ, του Φρανκ, του Ντεμπισί, του Ραβέλ, του Μπάρτοκ, του Σοστακόβιτς (που ΄ναι οι αγαπημένοι μου) κ.ά. θα εξακολουθούν ν΄ αξίζουν και να εκτελούνται. Μόνο που οι τότε μουσικοί θα έχουν καρπωθή την τεράστια ανανεωτική προσφορά της τζαζ».
- Εκτός από την τζαζ, έχετε άλλες ασχολίες; «Οπως βλέπετε ζωγραφίζω. Τελευταία μου κόλλησε η μανία. Τόσοι ζωγραφίζουν και τους παίρνουν στα σοβαρά- γιατί να μη πάρουν κι εμένα. Κι ύστερα είναι ωραίο να ΄χεις χρώματα και να τα κάνεις ό,τι θες! Εκτός από την τζαζ υπάρχει κι άλλη ομορφιά στη ζωή - και την απολαμβάνω. Αλλ΄ ας μιλήσομε σοβαρά. Το μεράκι μου είναι η σύνθεση. Εχω ήδη συνθέσει ένα συμφωνικό ποίημα “La Μanoir de mes reves”, για ορχήστρα, αρμόνιο και χορωδία, που χρησίμευε για υπόκρουση στο φιλμ “Το χωριό της οργής”. Επίσης κι ένα bolero για ορχήστρα και φλάουτο που πρωτοεκτελέστηκε το ΄36. Ακόμα, έγραψα τους «Αυτοσχεδιασμούς» μου (αριθ. 1, 2, 3), που είχα κάνει με την κιθάρα μου σε διάφορες φωνοληψίες. Και τώρα ετοιμάζω μια λειτουργία για τους τσιγγάνους- γιατί, ξέρετε, δεν έχομε δική μας λειτουργία. Νομίζω πως το πάθος μου για τη σύνθεση είναι δυνατώτερο από την αγάπη μου για την κιθάρα. Δυστυχώς δεν έχω τη θεωρητική μόρφωση που θα ΄θελα. Τελειώνοντας θα ΄θελα να διαβιβάσετε όλη μου τη συμπάθεια στους έλληνες φίλους μου και ιδιαίτερα στις κοπέλες. Ελπίζω ν΄ αξιωθώ κάποτε να ΄ρθω στη χώρα σας και να τα πούμε από κοντά».
Ετσι περίπου είπε και ελάλησε ο Τζάνγκο Ράινχαρντ. Κι εγώ αμαρτίαν ουκ έχω.
*Όχι, σκέψου το λίγο: στα τέλη της δεκαετίας του '40, υπήρχε στην Ελλάδα Dixieland Jazz Club of Greece!
**Στο πρωτότυπο, το όνομα του κλαρινετίστα Hubert Rostaing αποδίδεται με λατινικούς χαρακτήρες. Στο "Βήμα" τον απέδωσαν στα ελληνικά ως "Ρόσταϊνγκ". Δεν άντεξα να μην το διορθώσω.