28 Σεπ 2012
Mumford & Sons - Babel
Mumford & Sons
Babel
(Σεπτέμβριος 2012)
Έγραφα την περασμένη εβδομάδα εδώ: «Και γι’ αυτό κυρίως προβληματίζομαι, γιατί όλα τους τα τραγούδια είναι αργόσυρτα και γλυκερά και λείπει εκείνο το “Little Lion Man” στοιχείο που εκτόξευε το ντεμπούτο τους.» Αναφερόμουν στα κομμάτια που γνωρίζαμε ότι θα χωρούσαν στο νέο άλμπουμ των Mumford & Sons, το “Babel” αφού τα είχαμε ακούσει σε διάφορες ζωντανές συναυλίες τους.
Ξεχνούσα, όμως, ότι και το “Sigh No More”, το ξέφρενο ντεμπούτο τους του 2010 (ΟΚ, του 2009…) που τόσο είχα λατρέψει, βασιζόταν κυρίως σε ήπιες, μελαγχολικές μπαλάντες, αλλά ήταν έτσι στημένο που να εκτοξεύεται από τα πιο ξεσηκωτικά τους κομμάτια –τα οποία, με αυτό τον τρόπο, αναδεικνύονταν περισσότερο και σού άφηναν την εντύπωση πως όλος ο δίσκος ήταν μέσα στο κέφι.
Την ίδια συνταγή την ακολουθούν και στο “Babel”, όπως ονομάζεται το sequel. Δεν αλλάζουν απολύτως τίποτε ούτε στο είδος της μουσικής που παίζουν, ούτε στο πώς την κεντάνε μέσα στη ροή του άλμπουμ. Ξέρω ότι πολύς κόσμος –επηρεασμένος βέβαια και από εκείνο το ανεκδιήγητο 2.2 του Pitchfork– θεωρεί τους Mumford & Sons δημιούργημα της μουσικής βιομηχανίας και αυτήν την περίφημη «συνταγή» που περιγράφω, την απορρίπτει μετά βδελυγμίας ως ποταπό εμπορικό κατασκεύασμα.
Μπορεί και να ισχύει αυτό. Αλλά καθόλου δεν με νοιάζει. Ας μην ξεχνάμε ότι οι Mumford & Sons αποτελούσαν ένα ελπιδοφόρο σχήμα της nu-folk σκηνής του Δυτικού Λονδίνου, με τους Laura Marling και Noah & The Whale να είναι τα πιο γνωστά μέχρι την εμφάνισή τους σχήμα του είδους. Η μουσική βιομηχανία όντως κάποια στιγμή αποφάσισε να ποντάρει πάνω σ’ αυτήν την σκηνή. Αυτό, όμως, σε καμμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι η nu-folk ήταν για τα σκουπίδια. Μπορεί να έγινε λίγο παραπάνω hype απ’ όσο όντως της άξιζε, αλλά η μουσική που έπαιζαν οι Mumford & Sons στο “Sigh No More” ήταν όσο φρέσκια της επέτρεπε να είναι η ιδιότητά της ως παρακλάδι της folk και όσο έκπληξη χρειαζόταν για να κάνει μεγάλη εμπορική επιτυχία. Εμένα, πάντως, με είχε πείσει πολύ πριν τους κάνει σταρ η Universal. Είχα ζαλίσει την ελληνική blogόσφαιρα και το ελληνικό Twitter με την «ανακάλυψή» μου.
Στο “Babel”, λοιπόν, το πακέτο ενισχύεται με μια εξαιρετική παραγωγή (Markus Dravs – βλέπε Arcade Fire) και με μια ευαγγελική εικόνα του Marcus Mumford, του frontman της μπάντας, που αρχίζει πια να θυμίζει αιδεσιμότατο σε κάποια εκκλησία στα Απαλάχια Όρη. Μοιάζει να χρησιμοποιεί το τραγούδι του για να υμνεί κάποιον παλιό Θεό κι όλα αυτά τα δαιμονισμένα μαντολίνα και μπάντζα στο φόντο του παίζουν το ρόλο μιας εκστασιασμένης χορωδίας, γεμάτης με θείο δέος.
Αν καταφέρεις να ξεπεράσεις το γεγονός πως όλη αυτή η ενέργεια πηγάζει από κάτι θρησκευτικό (ή από την ανάγκη της μουσικής βιομηχανίας, έστω, να προβάλει και κάποια «καλά παιδιά»), αν καταφέρεις να αγνοήσεις τη συχνότητα (τεράστια) με την οποία ακούγεται η λέξη “god” στα 63 λεπτά του άλμπουμ, αλλά μείνεις μόνο στη μελωδία και στο πώς αυτή ξετυλίγεται μέσα στα 15 τραγούδια του “Babel” (στην deluxe έκδοση με τα τρία bonus track, εκ των οποίων το ένα είναι μια διασκευή του “Boxer” των Simon & Garfunkel), τότε δεν θα έχεις κανένα λόγο να γκρινιάξεις. Αυτή είναι μια δισκάρα με τα όλα της. Με συναίσθημα, ολοστρόγγυλα τραγούδια που τη μια σε ξεσηκώνουν και την άλλη βουτάνε μέσα σου σαν μανιασμένη επιδημία, να σου ρουφήξουν τα σωθικά, με επικές ενορχηστρώσεις, αλλά και με σχεδόν unplugged στιγμές, με άπειρο χωριάτικο στοιχείο που κάνει το μυαλό σου να ξεφεύγει από τις σκοτούρες της καθημερινής πάλης με τα θηρία της πόλης.
Πλάκα πλάκα, ξανακούγοντάς το τώρα μια ακόμη φορά, και έχοντας φτάσει στο “Boxer”, συνειδητοποιώ ότι ο δίσκος θυμίζει Simon & Garfunkel όσον αφορά στην διάθεση που σου βγάζει. Και αυτό μόνο καλό μπορεί να είναι.
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου