Αγαπητή Νατάλια,
εσύ θα με καταλάβεις καλύτερα απ’ όλους. Θέλω να μοιραστώ μια ενόχληση: Δεν αντέχω τους νοσταλγούς. Εκνευρίζομαι όταν ακούω φράσεις που αρχίζουν από «θυμάμαι τι ωραία που ήταν...». Βγάζω σπυράκια, όλο και περισσότερα, σε κάθε «τότε» που προστίθεται σε μια πρόταση και κουβαλάει χροιά θετική και παράλληλα απαξιωτική για όλα τ’ άλλα: «Τότε ήταν καλά. Είχαμε τα πάντα τότε». (Εννοεί: «Τώρα όλα πάνε κατά διαόλου».) Τρελαίνομαι στην παράθεση λέξεων που μόνο σουρεαλισμό μπορούν να προσδώσουν σε μια συζήτηση, κι όμως, ο συνομιλητής μου επιμένει να τις πετάει. Σίγουρος ότι η σύγκριση που επιχειρεί έχει βάση - και μάλιστα αποδεικνύει αυτό που θέλει να πει και που περιέχει επτά «τότε» και δεκατρία «καλύτερα»: Δραχμή (π.χ. «τότε με τη δραχμή, το κουλούρι ήταν τρεις φορές πιο φτηνό»). ’80s (π.χ. «τότε στα ’80s απολαμβάναμε την πραγματική Μύκονο / διασκεδάζαμε πραγματικά στα πάρτι / ο Αντρέας και ο Μητσοτάκης ήταν πραγματικοί πολιτικοί»). ΥΕΝΕΔ (π.χ. «τι καλύτερη που ήταν η τηλεόραση τότε, που είχαμε μόνο ΕΡΤ και ΥΕΝΕΔ»). Ελβις (π.χ. «Παλιά άκουγαν μουσική, Ελβις και Μπιτλς, όχι αυτά τα Μεταλλικά!»). Ρότσα (π.χ. «Τι ωραία μπάλα που έπαιζε ο Παναθηναϊκός επί Ρότσα» - παίκτη ή προπονητή, δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο, αρκεί που ήταν «τότε, επί Ρότσα»). Ελεος! Δεν αντέχω άλλο.
Και η θέση μου είναι ακόμη χειρότερη, γιατί από τη μια είμαι λάτρης της ποπ κουλτούρας, άρα και του θυρεού της ΥΕΝΕΔ και της καραφλοχαίτης του Ρότσα και -εννοείται- οποιουδήποτε παραγώγου των ’80s, συνεπώς μπαίνω με ενθουσιασμό σε κάθε τέτοια κουβέντα. Από την άλλη, δεν μπορώ να θίξω τον συνομιλητή μου, όταν καταλαβαίνω ότι όλα αυτά τα παίρνει στα σοβαρά. Οτι τα εννοεί. Οτι όντως αναπολεί την εποχή που έπινε ένα καρτούτσο γιοματάρι στο καπηλειό (ρεφενέ με τα φιλαράκια του). Και μετά πήγαινε στα θερινά τα σινεμά, όχι για να δει τον Ράμπο να γεμίζει με μέταλλο τις κοιλιές των Σοβιετικών, αλλά για να μυρίσει το αγιόκλημα και το γιασεμί.
Είναι εύκολο να αναπολείς το χθες. Είναι ανώδυνο, διασκεδαστικό, και σου χαρίζει μια εσάνς ανθρώπου που έχει πάρει αγκαλιά τη ζωή και της έχει σβουρήξει ένα ρουφηχτό φιλί στο λαιμό. Αν πιστεύεις ότι το «τότε» είναι τόσο καλύτερο από το «τώρα», είναι γιατί αναμετρήθηκες με τους δράκους κάθε εποχής, λέρωσες τα χέρια σου χιλιάδες φορές αλλάζοντας λάδια στη μηχανή που σε κινεί μέσα στο χρόνο κι έκατσες στο τέλος της ημέρας μ’ ένα ποτό στο χέρι, ήρεμος, να τα ξαναπεράσεις όλα από το viewmaster του μυαλού σου. Πόσο κίβδηλη είναι αυτή η εικόνα...
Είναι εύκολο να αναπολείς το χθες. Εκτός αν το χθες σου ήταν εφιαλτικό. Εσύ νοσταλγείς το «τότε», Νατάλια; Τότε που κουβάλαγες καφάσια, δέκα ετών κοριτσάκι, στο μανάβικο της μάνας σου; Που έπιανες ό,τι δουλειά βρισκόταν για να μαζέψεις κάνα ρούβλι για την ανάπηρη αδελφή σου; Που η πόλη σου ακόμη κουβαλούσε τις κατάρες του υπαρκτού σοσιαλισμού; Μέχρι και στο όνομα ήταν απλώς ένα αποπαίδι των Σοβιέτ. «Γκόρκι». Φαντάσου πόσο είχε χαρεί ο Στάλιν, όταν ο Μαξίμ Γκόρκι επέστρεψε στην ΕΣΣΔ από τη φασιστική Ιταλία όπου ζούσε μέχρι το ’29, ώστε να δώσει το όνομά του στην τρίτη μεγαλύτερη πόλη του... Α! Σαν να τον ακούω τον νοσταλγό να ζουζουνίζει πάνω απ’ τα χρυσαφένια σου μαλάκια: «Τι απλά που ήταν τα πράγματα τότε. Γκόρκι! Τώρα πια δεν μπορούμε ούτε να προφέρουμε το όνομα της πόλης...». Νίζνι Νόβγκοροντ. Σιγά το δύσκολο.
Υπάρχει μια σκηνή στον «Παλαιστή» του Αρονόφσκι (την, κατά την ταπεινή μου γνώμη, καλύτερη ταινία της σεζόν που φεύγει) όπου ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Μίκι Ρουρκ συνοψίζει όλο το τίποτε της ύπαρξής του σε μία φράση. Και ο χαρακτήρας που υποδύεται η Μαρίζα Τομέι έρχεται για πρώτη -και μοναδική- φορά κοντά του, ακριβώς γιατί κι εκείνη είναι μια υποσημείωση στο περιθώριο της ζωής και συγκινείται από το τίποτε του άλλου. Τα ηχεία παίζουν ένα ξεφτίλικο pop metal τραγουδάκι από τα ’80s, το «Round and Round» των ανύπαρκτων Rat Attack, o «Κριός» χορεύει με ενθουσιασμό και στο τέλος λέει στην «Παμ»: «Τι τέλεια που ήταν τα ’80s. Guns n’ Roses, (Motley) Crue, Cinderella... Μέχρι που ήλθε αυτός ο αλήτης ο Κομπέιν και τα διέλυσε όλα!». (Αλλαξα δύο επιθετικούς προορισμούς κι ένα ρήμα από την αρχική φράση, γιατί ένα ακόμη ίδιον των νοσταλγών είναι να φορτίζουν με χυδαιολογίες τις αναπολήσεις τους, ώστε να τονιστεί στο έπακρο η αντίθεση με το απαράδεκτο «τώρα»).
Καταλαβαίνω τη δυσκολία τού να προσαρμοστείς στο τώρα. Πώς να κατεβείς από το σύννεφο του χθες όταν σου έχει πάρει τόσο καιρό μέχρι να ανεβείς εκεί πάνω; Αλλά ο κόσμος αλλάζει. Γίνεται πιο σύνθετος, γιατί και ο άνθρωπος γίνεται πιο σύνθετος. Οποιος δεν αντέχει, μπορεί να παραμείνει προσηλωμένος στην εποχή του χαλκού, τότε που ήταν όλα πιο αθώα, αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να τη διαφημίζει σε όσους βάζουν το μυαλουδάκι τους μπροστά με κάθε ερέθισμα και ξεζουμίζουν το χυμό από την κάθε μέρα. Ξέρεις γιατί σε συμπαθώ τόσο πολύ, έτσι; Τότε που σε συμβούλεψε εκείνος ο ατζέντης απ’ το Παρίσι ότι, για να κάνεις καριέρα στο μόντελινγκ, πρέπει τουλάχιστον να μάθεις αγγλικά, δεν είπες «τι καλά που ήταν τότε που δεν χρειάζονταν ξένες γλώσσες και φροντιστήρια»... Εμαθες αγγλικά σε τρεις μήνες.
Carpe diem, baby
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
(Exitorial, GK Ιουνίου 2009 - Κυκλοφορεί την Κυριακή, 7/6)
εσύ θα με καταλάβεις καλύτερα απ’ όλους. Θέλω να μοιραστώ μια ενόχληση: Δεν αντέχω τους νοσταλγούς. Εκνευρίζομαι όταν ακούω φράσεις που αρχίζουν από «θυμάμαι τι ωραία που ήταν...». Βγάζω σπυράκια, όλο και περισσότερα, σε κάθε «τότε» που προστίθεται σε μια πρόταση και κουβαλάει χροιά θετική και παράλληλα απαξιωτική για όλα τ’ άλλα: «Τότε ήταν καλά. Είχαμε τα πάντα τότε». (Εννοεί: «Τώρα όλα πάνε κατά διαόλου».) Τρελαίνομαι στην παράθεση λέξεων που μόνο σουρεαλισμό μπορούν να προσδώσουν σε μια συζήτηση, κι όμως, ο συνομιλητής μου επιμένει να τις πετάει. Σίγουρος ότι η σύγκριση που επιχειρεί έχει βάση - και μάλιστα αποδεικνύει αυτό που θέλει να πει και που περιέχει επτά «τότε» και δεκατρία «καλύτερα»: Δραχμή (π.χ. «τότε με τη δραχμή, το κουλούρι ήταν τρεις φορές πιο φτηνό»). ’80s (π.χ. «τότε στα ’80s απολαμβάναμε την πραγματική Μύκονο / διασκεδάζαμε πραγματικά στα πάρτι / ο Αντρέας και ο Μητσοτάκης ήταν πραγματικοί πολιτικοί»). ΥΕΝΕΔ (π.χ. «τι καλύτερη που ήταν η τηλεόραση τότε, που είχαμε μόνο ΕΡΤ και ΥΕΝΕΔ»). Ελβις (π.χ. «Παλιά άκουγαν μουσική, Ελβις και Μπιτλς, όχι αυτά τα Μεταλλικά!»). Ρότσα (π.χ. «Τι ωραία μπάλα που έπαιζε ο Παναθηναϊκός επί Ρότσα» - παίκτη ή προπονητή, δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο, αρκεί που ήταν «τότε, επί Ρότσα»). Ελεος! Δεν αντέχω άλλο.
Και η θέση μου είναι ακόμη χειρότερη, γιατί από τη μια είμαι λάτρης της ποπ κουλτούρας, άρα και του θυρεού της ΥΕΝΕΔ και της καραφλοχαίτης του Ρότσα και -εννοείται- οποιουδήποτε παραγώγου των ’80s, συνεπώς μπαίνω με ενθουσιασμό σε κάθε τέτοια κουβέντα. Από την άλλη, δεν μπορώ να θίξω τον συνομιλητή μου, όταν καταλαβαίνω ότι όλα αυτά τα παίρνει στα σοβαρά. Οτι τα εννοεί. Οτι όντως αναπολεί την εποχή που έπινε ένα καρτούτσο γιοματάρι στο καπηλειό (ρεφενέ με τα φιλαράκια του). Και μετά πήγαινε στα θερινά τα σινεμά, όχι για να δει τον Ράμπο να γεμίζει με μέταλλο τις κοιλιές των Σοβιετικών, αλλά για να μυρίσει το αγιόκλημα και το γιασεμί.
Είναι εύκολο να αναπολείς το χθες. Είναι ανώδυνο, διασκεδαστικό, και σου χαρίζει μια εσάνς ανθρώπου που έχει πάρει αγκαλιά τη ζωή και της έχει σβουρήξει ένα ρουφηχτό φιλί στο λαιμό. Αν πιστεύεις ότι το «τότε» είναι τόσο καλύτερο από το «τώρα», είναι γιατί αναμετρήθηκες με τους δράκους κάθε εποχής, λέρωσες τα χέρια σου χιλιάδες φορές αλλάζοντας λάδια στη μηχανή που σε κινεί μέσα στο χρόνο κι έκατσες στο τέλος της ημέρας μ’ ένα ποτό στο χέρι, ήρεμος, να τα ξαναπεράσεις όλα από το viewmaster του μυαλού σου. Πόσο κίβδηλη είναι αυτή η εικόνα...
Είναι εύκολο να αναπολείς το χθες. Εκτός αν το χθες σου ήταν εφιαλτικό. Εσύ νοσταλγείς το «τότε», Νατάλια; Τότε που κουβάλαγες καφάσια, δέκα ετών κοριτσάκι, στο μανάβικο της μάνας σου; Που έπιανες ό,τι δουλειά βρισκόταν για να μαζέψεις κάνα ρούβλι για την ανάπηρη αδελφή σου; Που η πόλη σου ακόμη κουβαλούσε τις κατάρες του υπαρκτού σοσιαλισμού; Μέχρι και στο όνομα ήταν απλώς ένα αποπαίδι των Σοβιέτ. «Γκόρκι». Φαντάσου πόσο είχε χαρεί ο Στάλιν, όταν ο Μαξίμ Γκόρκι επέστρεψε στην ΕΣΣΔ από τη φασιστική Ιταλία όπου ζούσε μέχρι το ’29, ώστε να δώσει το όνομά του στην τρίτη μεγαλύτερη πόλη του... Α! Σαν να τον ακούω τον νοσταλγό να ζουζουνίζει πάνω απ’ τα χρυσαφένια σου μαλάκια: «Τι απλά που ήταν τα πράγματα τότε. Γκόρκι! Τώρα πια δεν μπορούμε ούτε να προφέρουμε το όνομα της πόλης...». Νίζνι Νόβγκοροντ. Σιγά το δύσκολο.
Υπάρχει μια σκηνή στον «Παλαιστή» του Αρονόφσκι (την, κατά την ταπεινή μου γνώμη, καλύτερη ταινία της σεζόν που φεύγει) όπου ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Μίκι Ρουρκ συνοψίζει όλο το τίποτε της ύπαρξής του σε μία φράση. Και ο χαρακτήρας που υποδύεται η Μαρίζα Τομέι έρχεται για πρώτη -και μοναδική- φορά κοντά του, ακριβώς γιατί κι εκείνη είναι μια υποσημείωση στο περιθώριο της ζωής και συγκινείται από το τίποτε του άλλου. Τα ηχεία παίζουν ένα ξεφτίλικο pop metal τραγουδάκι από τα ’80s, το «Round and Round» των ανύπαρκτων Rat Attack, o «Κριός» χορεύει με ενθουσιασμό και στο τέλος λέει στην «Παμ»: «Τι τέλεια που ήταν τα ’80s. Guns n’ Roses, (Motley) Crue, Cinderella... Μέχρι που ήλθε αυτός ο αλήτης ο Κομπέιν και τα διέλυσε όλα!». (Αλλαξα δύο επιθετικούς προορισμούς κι ένα ρήμα από την αρχική φράση, γιατί ένα ακόμη ίδιον των νοσταλγών είναι να φορτίζουν με χυδαιολογίες τις αναπολήσεις τους, ώστε να τονιστεί στο έπακρο η αντίθεση με το απαράδεκτο «τώρα»).
Καταλαβαίνω τη δυσκολία τού να προσαρμοστείς στο τώρα. Πώς να κατεβείς από το σύννεφο του χθες όταν σου έχει πάρει τόσο καιρό μέχρι να ανεβείς εκεί πάνω; Αλλά ο κόσμος αλλάζει. Γίνεται πιο σύνθετος, γιατί και ο άνθρωπος γίνεται πιο σύνθετος. Οποιος δεν αντέχει, μπορεί να παραμείνει προσηλωμένος στην εποχή του χαλκού, τότε που ήταν όλα πιο αθώα, αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να τη διαφημίζει σε όσους βάζουν το μυαλουδάκι τους μπροστά με κάθε ερέθισμα και ξεζουμίζουν το χυμό από την κάθε μέρα. Ξέρεις γιατί σε συμπαθώ τόσο πολύ, έτσι; Τότε που σε συμβούλεψε εκείνος ο ατζέντης απ’ το Παρίσι ότι, για να κάνεις καριέρα στο μόντελινγκ, πρέπει τουλάχιστον να μάθεις αγγλικά, δεν είπες «τι καλά που ήταν τότε που δεν χρειάζονταν ξένες γλώσσες και φροντιστήρια»... Εμαθες αγγλικά σε τρεις μήνες.
Carpe diem, baby
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
(Exitorial, GK Ιουνίου 2009 - Κυκλοφορεί την Κυριακή, 7/6)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου